23 Πέρα Από Την Πέτρα

Η Εγκουέν παραπάτησε και άπλωσε το χέρι γύρω από το λαιμό της Ομίχλης, καθώς το έδαφος τρανταζόταν κάτω από τα πόδια της. Ολόγυρά της, οι Αελίτες πάλευαν να κρατήσουν τα φορτωμένα μουλάρια, που χλιμίντριζαν και γλιστρούσαν σε μια απότομη, βραχώδη πλαγιά, όπου δεν φύτρωνε τίποτα. Τη σφυροκόπησε το λιοπύρι που θυμόταν από τον Τελ'αράν'ριοντ. Ο αέρας τρεμούλιαζε μπροστά στα μάτια της, ενώ το έδαφος της τσουρούφλισε τις πατούσες μέσα από τις σόλες των παπουτσιών. Ένιωσε οδυνηρές τσιμπιές στο δέρμα της για μια στιγμή και μετά ο ιδρώτας ξεχύθηκε από κάθε πόρο της. Της μούσκεψε απλώς το φόρεμα και μετά εξατμίστηκε αμέσως.

Τα ξεσηκωμένα μουλάρια και οι ψηλοί Αελίτες σχεδόν της έκρυβαν τη θέα, όμως κατάφερε να ρίξει κλεφτές ματιές ανάμεσά τους. Μια χοντρή, γκρίζα κολώνα ξεπρόβαλλε λοξά από το έδαφος ούτε τρία βήματα παραπέρα· η άμμος που έφερνε ο άνεμος την είχε τρίψει και δεν ξεχώριζες αν έμοιαζε ποτέ με τη Διαβατική Πέτρα στο Δάκρυ. Σχισμένα, απόκρημνα βουνά, που έμοιαζαν να τα έχει σμιλέψει ο πέλεκυς ενός τρελού γίγαντα, έβραζαν κάτω από τον καυτό ήλιο στον ανέφελο ουρανό. Όμως στο κέντρο της επιμήκους, στέρφας κοιλάδας μακριά από κάτω τους έπλεε μια μάζα πυκνής ομίχλης, που απλωνόταν σαν σύννεφο· αυτός ο διάπυρος ήλιος κανονικά θα έπρεπε την έχει κάψει στη στιγμή, όμως η ομίχλη έπλεε ανέγγιχτη. Κι απ' αυτή την αντάρα που αναδευόταν ξεπρόβαλλαν κορυφές πύργων, μερικές με αιχμές, μερικές που κόβονταν απότομα, λες και οι τεχνίτες δούλευαν ακόμη.

«Είχε δίκιο», μουρμούρισε. «Μια πόλη στα σύννεφα».

Ο Ματ, σφίγγοντας τα γκέμια του αλόγου του, κοίταζε γύρω με τα μάτια γουρλωμένα. «Τα καταφέραμε!» Γέλασε μαζί της. «Τα καταφέραμε, Εγκουέν, και χωρίς... Κάψε με, τα καταφέραμε!» Άνοιξε το δαντελωτό γιακά του πουκαμίσου του. «Φως μου, τι καμίνι! Στ' αλήθεια θα καώ!»

Ξαφνικά η Εγκουέν κατάλαβε ότι ο Ραντ ήταν πεσμένος στα γόνατα, με το κεφάλι σκυμμένο, και στηριζόταν με το ένα χέρι στο έδαφος. Τραβώντας πίσω της τη φοράδα της, πέρασε μέσα από τους συνωστισμένους Αελίτες και πήγε δίπλα του, τη στιγμή που ο Λαν τον βοηθούσε να σταθεί. Η Μουαραίν ήταν ήδη εκεί και περιεργαζόταν τον Ραντ, φαινομενικά γαλήνια — ενώ το στόμα της, που ήταν κάπως σφιγμένο στις άκρες, έδειχνε ότι θα ήθελε να του τραβήξει τα αφτιά.

«Τα κατάφερα», είπε λαχανιασμένος ο Ραντ, κοιτάζοντας ολόγυρα. Αν στεκόταν όρθιος, ήταν χάρη στον Πρόμαχο· το πρόσωπό του ήταν τεντωμένο, ξερό, έμοιαζε με άνθρωπο στο νεκροκρέβατό του.

«Λίγο έλειψε», είπε ψυχρά η Μουαραίν. Πολύ ψυχρά. «Το ανγκριάλ δεν αρκούσε για το σκοπό αυτό. Δεν πρέπει να το ξανακάνεις. Αν αναλαμβάνεις κινδύνους, πρέπει να είναι λογικοί και να υπάρχει σημαντικός σκοπός. Πρέπει».

«Δεν αναλαμβάνω κινδύνους, Μουαραίν. Αυτά τα κάνει ο Ματ». Ο Ραντ άνοιξε με δυσκολία το δεξί του χέρι· το ανγκριάλ, ο χοντρός ανθρωπάκος, είχε χώσει τη μύτη του σπαθιού του στη σάρκα του Ραντ, μέσα στο σημάδι του ερωδιού. «Μπορεί να έχεις δίκιο. Μπορεί να χρειαζόμουν ένα δυνατότερο. Λιγάκι δυνατότερο, ίσως...» Γέλασε πνιχτά. «Πέτυχε, Μουαραίν. Αυτό είναι το σημαντικό. Το έσκασα απ' όλους. Πέτυχε».

«Αυτό έχει σημασία», είπε ο Λαν νεύοντας.

Η Εγκουέν αναφώνησε αγανακτισμένη. Άντρες. Ο ένας παραλίγο να σκοτωθεί και τώρα έκανε αστειάκια γι' αυτό, ενώ ο άλλος του έλεγε ότι σωστά είχε πράξει. Ποτέ δεν ωρίμαζαν;

«Η κόπωση της διαβίβασης δεν είναι σαν την κούραση που νιώθει κανείς άλλοτε», είπε η Μουαραίν. «Δεν μπορώ να την εξαφανίσω τελείως, ειδικά όταν έχεις διαβιβάσει τόσο πολύ, αλλά θα κάνω ό,τι μπορώ. Ίσως αυτό που θα μείνει να σου θυμίζει στο μέλλον να είσαι προσεκτικότερος». Ήταν πράγματι θυμωμένη· υπήρχε σίγουρα μια δόση ικανοποίησης στη φωνή της.

Η λάμψη του σαϊντάρ περιέβαλε την Άες Σεντάι, καθώς έπαιρνε το κεφάλι του Ραντ στα χέρια της. Μια τρεμουλιαστή, κοφτή κραυγή βγήκε από το στόμα του, ανατρίχιασε ολόκληρος και μετά τινάχτηκε μακριά της, μακριά κι από τον Λαν επίσης.

«Ρώτα, Μουαραίν», είπε ψυχρά ο Ραντ, χώνοντας το ανγκριάλ στο θύλακο της τσέπης του. «Πρώτα να ρωτάς. Δεν είμαι το σκυλάκι σου για να το κάνεις ό,τι θέλεις και όποτε θέλεις». Έτριψε τα χέρια για να διώξει το μικρό ρυάκι του αίματος.

Η Εγκουέν έβγαλε πάλι εκείνο τον αγανακτισμένο ήχο. Παιδιαρίσματα, κι επιπλέον αχαριστία. Τώρα μπορούσε να σταθεί μόνος του, αν και τα μάτια του ακόμα φαίνονταν κουρασμένα. Η Εγκουέν δεν χρειαζόταν να δει την παλάμη του για να καταλάβει ότι η μικρή πληγή είχε κλείσει, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Τελείως αχάριστος. Το παράξενο ήταν ότι ο Λαν δεν τον είχε αποπάρει που είχε μιλήσει μ' αυτό τον τρόπο στη Μουαραίν.

Της φαινόταν ότι οι Αελίτες είχαν μείνει εντελώς ακίνητοι τώρα που τα μουλάρια είχαν ησυχάσει. Κοίταζαν επιφυλακτικά προς τα έξω, όχι προς την κοιλάδα και την πόλη μέσα στην ομίχλη, που πρέπει να ήταν το Ρουίντιαν, αλλά προς δύο στρατόπεδα δεξιά κι αριστερά τους, σε απόσταση ίσως μισού μιλίου το καθένα. Υπήρχαν δεκάδες ανοιχτές σκηνές σε κάθε στρατόπεδο, μια εκ των οποίων ήταν διπλή στο μέγεθος από τις άλλες· ήταν κολλημένες στη βουνοπλαγιά, σχεδόν χάνονταν πάνω της, αλλά οι Αελίτες με τα γκρίζα και καφετιά ρούχα φαίνονταν ολοκάθαρα, κρατούσαν δόρατα και τόξα με το βέλος έτοιμο στη χορδή, και ανέβαζαν, όσοι δεν το είχαν κάνει ήδη, τα πέπλα τους. Έμοιαζαν να στέκονται στις μύτες των ποδιών τους, έτοιμοι για επίθεση.

«Η ειρήνη του Ρουίντιαν», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από ψηλότερα και η Εγκουέν ένιωσε την ένταση να αφήνει τους Αελίτες γύρω της. Εκείνοι που ήταν ανάμεσα στις σκηνές άρχισαν να κατεβάζουν τα πέπλα, αν και πάλι παρακολουθούσαν επιφυλακτικά.

Η Εγκουέν αντιλήφθηκε ότι υπήρχε και τρίτο στρατόπεδο, πολύ μικρότερο, ψηλότερα στο βουνό ― μερικές κοντές σκηνές σε ένα μικρό, επίπεδο σημείο. Τέσσερις γυναίκες κατηφόριζαν από εκείνο το στρατόπεδο, ήρεμα και αξιοπρεπώς, φορώντας σκούρα, ογκώδη φουστάνια και φαρδιές, λευκές μπλούζες, καφετιά ή γκρίζα επώμια γύρω από τους ώμους τους, παρά τη ζέστη που έφερνε ζαλάδα στην Εγκουέν, καθώς και πολλά περιδέραια και βραχιόλια από φίλντισι και χρυσάφι. Οι δύο ήταν ασπρομάλλες, η μια είχε μαλλιά στο χρώμα του ήλιου· χύνονταν στις πλάτες τους ως τη μέση, ενώ διπλωμένα μαντίλια, δεμένα ολόγυρα στο μέτωπο, τα συγκρατούσαν για να μην πέφτουν στα πρόσωπά τους.

Η Εγκουέν αναγνώρισε τη μια ασπρομάλλα: ήταν η Άμυς, η Σοφή που είχε ανταμώσει στον Τελ'αράν'ριοντ. Και πάλι της έκανε εντύπωση η αντίθεση ανάμεσα στα ηλιοψημένα χαρακτηριστικά του προσώπου της και στα χιονισμένα μαλλιά της· η Σοφή δεν φαινόταν τόσο γριά. Η άλλη ασπρομάλλα είχε ρυτιδιασμένο, γεροντίστικο πρόσωπο, ενώ μια από τις άλλες γυναίκες, που είχε γκρίζες πινελιές στα μαλλιά της, έμοιαζε εξίσου ηλικιωμένη. Η Εγκουέν ήταν σίγουρη ότι και οι τέσσερις ήταν Σοφές, πιθανότατα οι ίδιες που είχαν υπογράψει την επιστολή προς τη Μουαραίν.

Οι Αελίτισσες σταμάτησαν δέκα βήματα παραπάνω από τους συγκεντρωμένους γύρω από τη Διαβατική Πέτρα ανθρώπους και εκείνη που έμοιαζε με γιαγιά άπλωσε τα χέρια της και μίλησε με γερασμένη, αλλά δυνατή φωνή. «Η ειρήνη του Ρουίντιαν να είναι μαζί σας. Όποιος έρχεται στο Ρουίντιαν μπορεί να επιστρέψει στο φρούριο του ειρηνικά. Δεν θα χυθεί αίμα σ' αυτά τα χώματα».

Όταν το άκουσαν αυτό, οι Αελίτες από το Δάκρυ διαλύθηκαν γοργά, παίρνοντας τα μουλάρια και τα περιεχόμενα των κοφινιών. Δεν χωρίζονταν κατά κοινωνίες τώρα· η Εγκουέν είδε Κόρες να αναμιγνύονται με διάφορες ομάδες, μερικές από τις οποίες ξεκίνησαν αμέσως να κάνουν το γύρο του βουνού, αποφεύγοντας όχι μόνο η μια την άλλη, αλλά και τα στρατόπεδα, παρά την ειρήνη του Ρουίντιαν. Άλλοι πήγαν προς το ένα ή το άλλο στρατόπεδο, που οι κάτοικοί τους χαμήλωναν τα όπλα.

Δεν ήταν όλοι βέβαιοι για την ειρήνη του Ρουίντιαν. Ο Λαν άφησε τη λαβή του θηκαρωμένου σπαθιού του —η Εγκουέν δεν τον είχε δει τα χέρια του να τη σφίγγουν― και ο Ματ βιαστικά έχωσε ξανά στα μανίκια τα δυο μαχαίρια που κρατούσε. Ο Ραντ στεκόταν με τους αντίχειρες χωμένους στη ζώνη του, αλλά ήταν φανερή η ανακούφιση στα μάτια του.

Η Εγκουέν έψαξε με το βλέμμα την Αβιέντα, για να της κάνει μερικές ερωτήσεις πριν πλησιάσει την Άμυς. Λογικά η Αελίτισσα θα είχε κάτι παραπάνω να πει για τις Σοφές εδώ στη χώρα της. Η Εγκουέν είδε την Κόρη να κουβαλά ένα μεγάλο σάκο από γιούτα και δύο τυλιγμένα υφαντά στον ώμο, καθώς προχωρούσε με ζωηρό βήμα προς ένα από τα μεγάλα στρατόπεδα.

«Δεν πας πουθενά, Αβιέντα», είπε δυνατά η Σοφή με τις γκρίζες πινελιές στα μαλλιά. Η Αβιέντα ακινητοποιήθηκε επιτόπου, χωρίς να κοιτάζει κανέναν.

Η Εγκουέν έκανε να την πλησιάσει. «Καλύτερα να μην αναμιχθείς. Αμφιβάλλω αν θέλει τη συμπόνια σου κι αυτό ακριβώς θα νομίσει ότι πας να της προσφέρεις», μουρμούρισε η Μουαραίν.

Η Εγκουέν ένευσε ασυναίσθητα. Η Αβιέντα έδειχνε ότι ήθελε μόνο την ησυχία της. Τι την ήθελαν οι Σοφές; Είχε παραβιάσει κάποιον κανόνα, κάποιο νόμο;

Η Εγκουέν δεν θα έλεγε όχι για λίγη παρέα. Ένιωθε πολύ εκτεθειμένη εκεί πέρα, χωρίς Αελίτες ολόγυρά της, μ' όλους εκείνους στις σκηνές να παρακολουθούν. Οι Αελίτες που είχαν έρθει από την Πέτρα ήταν ευγενικοί, αν και δεν θα τους έλεγες φιλικούς· οι παρατηρητές δεν έμοιαζαν να είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Ένιωσε τον πειρασμό να αγκαλιάσει το σαϊντάρ. Μόνο η Μουαραίν, γαλήνια και ψύχραιμη, παρά τον ιδρώτα στο πρόσωπό της, και ο Λαν, ατάραχος σαν τα βράχια γύρω του, την εμπόδισαν να το κάνει. Αυτοί θα καταλάβαιναν αν εμφανιζόταν κίνδυνος. Όσο αυτοί αποδέχονταν την κατάσταση, το ίδιο θα έκανε κι αυτή. Μακάρι, όμως, να μην κοίταζαν άλλο πια εκείνοι οι Αελίτες.

Ο Ρούαρκ ανηφόρισε την πλαγιά μ' ένα χαμόγελο. «Επέστρεψα, Άμυς, αν και πάω στοίχημα ότι δεν περίμενες να έρθω με τέτοιο τρόπο».

«Ήξερα ότι θα ήσουν εδώ σήμερα, σκιά της καρδιάς μου». Του άγγιξε το μάγουλο, αφήνοντας το καφετί επώμιο να πέσει στα χέρια της. «Η αδελφή και σύζυγος του άντρα μου σου στέλνει την καρδιά της».

«Αυτό εννοούσες όταν είπες για το Ονείρεμα», είπε μαλακά η Εγκουέν στη Μουαραίν. Ο Λαν ήταν ο μόνος που βρισκόταν αρκετά κοντά για να τις ακούσει. «Γι' αυτό ήσουν πρόθυμη να αφήσεις τον Ραντ να μας φέρει εδώ με τη Διαβατική Πέτρα. Ήξεραν γι' αυτό και σου το είπαν στο γράμμα. Όχι, δεν είναι λογικό αυτό. Αν είχαν αναφέρει τη Διαβατική Πέτρα, δεν θα είχες δοκιμάσει να τον αποτρέψεις. Ήξεραν, όμως, ότι θα έρθουμε εδώ».

Η Μουαραίν ένευσε, χωρίς να τραβήξει το βλέμμα από τις Σοφές. «Έγραψαν ότι θα μας συναντήσουν εδώ, στο Τσήνταρ, σήμερα. Το θεώρησα... απίθανο... μέχρι που ο Ραντ ανέφερε τις Πέτρες. Όταν ήταν βέβαιος —βέβαιος παρά την προσπάθειά μου να τον μεταπείσω — ότι υπήρχε μία εδώ... Ας πούμε μόνο ότι ξαφνικά μου φαινόταν εξαιρετικά πιθανό πως σήμερα θα φτάσουμε στο Τσήνταρ».

Η Εγκουέν πήρε μια βαθιά ανάσα ζεστού αέρα. Να λοιπόν ένα από τα πράγματα που μπορούσαν να κάνουν οι Ονειρεύτριες. Ανυπομονούσε να μάθει. Ήθελε να ακολουθήσει τον Ρούαρκ και να συστηθεί στην Άμυς —να συστηθεί ξανά― αλλά ο Ρούαρκ και η Άμυς κοιτάζονταν στα μάτια με έναν τρόπο που απέκλειε κάθε παρείσακτο.

Από κάθε στρατόπεδο είχε βγει ένας άντρας· ο ένας, ψηλός με μεγάλους ώμους, φλογάτα μαλλιά, ακόμα δεν ήταν καν μεσήλικας, κι ο άλλος, μεγαλύτερος και πιο μελαψός, ίσος στο μπόι αλλά πιο λεπτός. Σταμάτησαν μερικά βήματα μακριά από τον Ρούαρκ και τις Σοφές, ο ένας δεξιά τους, ο άλλος αριστερά. Ο μεγαλύτερος, με σκληρό, ανεμοδαρμένο πρόσωπο, δεν φαινόταν να έχει όπλα, παρά μόνο ένα μαχαίρι με βαριά λεπίδα στη ζώνη του, ο άλλος, όμως, είχε δόρατα και μια μικρή, στρογγυλή ασπίδα, και ύψωνε το κεφάλι με μια άγρια, περήφανη ματιά, που απευθυνόταν στον Ρούαρκ.

Ο Ρούαρκ τον αγνόησε και στράφηκε στο μεγαλύτερο άντρα. «Σε βλέπω, Χάιρν. Μήπως αποφάσισε κάποιος αρχηγός φυλής ότι είμαι ήδη νεκρός; Ποιος ζητά να πάρει τη θέση μου;»

«Σε βλέπω, Ρούαρκ. Κανένας του Τάαρνταντ δεν μπήκε στο Ρουίντιαν και κανένας δεν το επιζητά. Η Άμυς είπε ότι θα ερχόταν να σε συναντήσει σήμερα εδώ και οι άλλες Σοφές ταξίδεψαν μαζί της. Έφερα τους άντρες της φυλής Τζίντο, για βεβαιωθώ ότι θα φτάσουν με ασφάλεια».

Ο Ρούαρκ ένευσε με σοβαρότητα. Η Εγκουέν είχε την αίσθηση ότι είχαν πει κάτι σημαντικό, ή έστω ότι το είχαν υπαινιχθεί. Ούτε οι Σοφές κοίταξαν τον άντρα με τα φλογάτα μαλλιά, ούτε ο Ρούαρκ και ο Χάιρν, αλλά από το χρώμα που έβαφε τα μάγουλα του ήταν σαν να τον κοίταζαν επίμονα. Η Εγκουέν έριξε μια ματιά στη Μουαραίν και η απάντηση ήταν ένα ανεπαίσθητο κούνημα του κεφαλιού της· ούτε η Άες Σεντάι καταλάβαινε.

Ο Λαν έγειρε ανάμεσά τους, μιλώντας χαμηλόφωνα. «Μια Σοφή μπορεί να πάει οπουδήποτε με ασφάλεια, σε οποιοδήποτε φρούριο, ανεξαρτήτως φατρίας. Νομίζω ότι ακόμα και η βεντέτα αίματος δεν αγγίζει τις Σοφές. Αυτός ο Χάιρν ήρθε για να προστατεύσει τον Ρούαρκ από εκείνους του άλλου στρατοπέδου, όποιοι κι αν είναι, όμως δεν θα ήταν έντιμο να το πει». Η Μουαραίν ύψωσε λίγο το ένα της φρύδι. «Δεν ξέρω πολλά γι' αυτούς, αλλά τους πολέμησα αρκετές φορές πριν συναντηθούμε. Ποτέ δεν με ρώτησες γι' αυτούς», πρόσθεσε.

«Μια παράλειψη την οποία θα διορθώσω», είπε ξερά η Άες Σεντάι.

Η Εγκουέν γύρισε προς τις Σοφές και τους τρεις άντρες, και η κίνηση την έκανε να ζαλιστεί. Ο Λαν της έβαλε στα χέρια μια δερμάτινη φιάλη νερό, απ' όπου είχε βγάλει το καπάκι, κι εκείνη έγειρε το κεφάλι πίσω για να πιει με ευγνωμοσύνη. Το νερό ήταν χλιαρό και μύριζε πετσί, αλλά μέσα σ' αυτή την κάψα είχε γεύση δροσιάς από την πηγή. Πρόσφερε τη μισοάδεια φιάλη στη Μουαραίν, η οποία ήπιε με αυτοσυγκράτηση και της το επέστρεψε. Η Εγκουέν κατέβασε μετά χαράς το υπόλοιπο, κλείνοντας τα μάτια· όταν ένιωσε νερό να πιτσιλίζει το κεφάλι της, τα ξανάνοιξε γρήγορα. Ο Λαν άδειαζε πάνω της άλλη μια φιάλη νερού, ενώ τα μαλλιά της Μουαραίν ήταν ήδη μουσκεμένα.

«Αυτή η ζέστη μπορεί να σε σκοτώσει, αν δεν την έχεις συνηθίσει», εξήγησε ο Πρόμαχος, ενώ έβρεχε δύο λευκά, λινά μαντίλια που είχε βγάλει από το μανδύα του. Με τις οδηγίες του, η Εγκουέν και η Μουαραίν τα έδεσαν γύρω από το μέτωπο. Ο Ραντ και ο Ματ έκαναν το ίδιο. Ο Λαν άφησε το κεφάλι του απροστάτευτο στον ήλιο· τίποτα δεν φαινόταν να πτοεί αυτό τον άνθρωπο.

Η σιωπή μεταξύ του Ρούαρκ και του Αελίτη που ήταν μαζί του είχε παρατραβήξει, όμως τελικά ο αρχηγός φατρίας στράφηκε προς τον πυρομάλλη. «Οι Σάιντο, λοιπόν, δεν έχουν αρχηγό φατρίας, Κουλάντιν;»

«Ο Σούλαντρικ είναι νεκρός», αποκρίθηκε ο άλλος. «Ο Μουράντιν μπήκε στο Ρουίντιαν. Αν αποτύχει, θα μπω εγώ».

«Δεν ρώτησες, Κουλάντιν», είπε η Σοφή που έμοιαζε με γιαγιά, με τη βραχνή αλλά δυνατή φωνή της. «Αν αποτύχει ο Μουράντιν, ρώτα. Είμαστε τέσσερις, αρκετές για να πούμε ναι ή όχι».

«Είναι δικαίωμά μου, Μπάιρ», είπε θυμωμένα ο Κουλάντιν. Είχε βλέμμα ανθρώπου που δεν έχει συνηθίσει να του εναντιώνονται.

«Είναι δικαίωμά σου να ρωτήσεις», αποκρίθηκε η γυναίκα με τη λεπτή φωνή. «Είναι δικό μας δικαίωμα να απαντήσουμε. Δεν νομίζω ότι θα σου επιτραπεί να μπεις, ό,τι κι αν συμβεί με τον Μουράντιν. Είσαι ατελής εντός σου, Κουλάντιν». Έπιασε το γκρίζο επώμιό της και το τύλιξε στους μυτερούς ώμους της με έναν τρόπο που έδειχνε ότι είχε πει περισσότερα απ' όσα χρειαζόταν.

Το πρόσωπο του πυρομάλλη έγινε κατακόκκινο. «Ο πρωταδελφός μου θα βγει με το σημάδι του αρχηγού φατρίας και θα οδηγήσουμε το Σάιντο σε τιμή και δόξα!» Έκλεισε απότομα το στόμα, τρέμοντας ολόκληρος.

Η Εγκουέν σκέφτηκε ότι, όσο τον είχε κοντά της, θα έπρεπε να έχει το νου της. Της θύμιζε τους Κόνγκαρ και τους Κόπλιν στην πατρίδα, όλο καβγάδες και κομπασμούς. Δεν είχε ξαναδεί Αελίτη να δείχνει τόσο έντονα συναισθήματα.

Η Άμυς έμοιαζε να τον έχει ήδη διώξει από το νου της. «Υπάρχει ένας που ήρθε μαζί σου, Ρούαρκ», είπε. Η Εγκουέν περίμενε ότι θα μιλούσε σ' αυτήν, όμως τα μάτια της Αμυς στράφηκαν αμέσως στον Ραντ. Η Μουαραίν ήταν φανερό ότι δεν ξαφνιάστηκε. Η Εγκουέν αναρωτήθηκε τι δεν είχε αποκαλύψει η Μουαραίν απ' αυτά που έγραφε το γράμμα των τεσσάρων Σοφών.

Ο Ραντ για μια στιγμή ξαφνιάστηκε, δίστασε, αλλά μετά πλησίασε με μεγάλα βήματα την πλαγιά και στάθηκε δίπλα στον Ρούαρκ, αντικρίζοντας τις γυναίκες. Ο ιδρώτας έκανε το άσπρο του πουκάμισο να κολλάει στο σώμα και γέμιζε με σκούρες κηλίδες το παντελόνι του. Φορούσε ένα κομμάτι ύφασμα γύρω από το κεφάλι του και δεν έδειχνε τόσο λαμπρός όσο στην Καρδιά της Πέτρας. Έκανε μια αλλόκοτη υπόκλιση, με το αριστερό πόδι μπροστά, το αριστερό χέρι στο γόνατο και το δεξί χέρι απλωμένο, με την παλάμη γυρισμένη κατά πάνω.

«Με το δικαίωμα του αίματος», είπε, «ζητώ άδεια για να μπω στο Ρουίντιαν, για την τιμή των προγόνων μας και τη μνήμη αυτού που ήταν».

Η έκπληξη της Άμυς δεν κρυβόταν. «Η διατύπωση είναι αρχαία, αλλά η ερώτηση έγινε. Απαντώ ναι», μουρμούρισε η Μπάιρ.

«Κι εγώ απαντώ ναι, Μπάιρ», είπε η Αμυς. «Σεάνα;»

«Τούτος εδώ ο άνθρωπος δεν είναι Αελίτης», παρενέβη θυμωμένος ο Κουλάντιν. Η Εγκουέν υποψιαζόταν ότι σχεδόν πάντα ήταν θυμωμένος. «Όπως έχει οριστεί, του πρέπει θάνατος που ήρθε σ' αυτά τα χώματα! Γιατί τον έφερε ο Ρούαρκ; Γιατί —»

«Θέλεις να γίνεις Σοφή, Κουλάντιν;» ρώτησε η Μπάιρ σμίγοντας τα φρύδια, έτσι που οι ρυτίδες του προσώπου της βάθυναν. «Βάλε ένα φουστάνι, έλα σε μένα και θα δω αν γίνεται να εκπαιδευτείς. Ως τότε, κάνε σιωπή όταν μιλάνε οι Σοφές!»

«Η μητέρα μου ήταν Αελίτισσα», είπε ο Ραντ με ένταση στη φωνή.

Η Εγκουέν τον κοίταξε. Η Κάρι αλ'Θόρ είχε πεθάνει όταν η Εγκουέν ακόμα μπουσουλούσε, αλλά αν η σύζυγος του Ταμ ήταν Αελίτισσα, η Εγκουέν σίγουρα θα το είχε ακούσει. Κοίταξε τη Μουαραίν· η Άες Σεντάι παρακολουθούσε τη σκηνή με μια γαλήνια έκφραση στο πρόσωπο. Ο Ραντ έμοιαζε πολύ με Αελίτη, είχε το ύψος τους, τα γκριζογάλανα μάτια και τα κόκκινα μαλλιά, αλλά αυτό ήταν εξωφρενικό.

«Όχι η μητέρα σου», είπε αργά η Άμυς. «Ο πατέρας σου». Η Εγκουέν κούνησε το κεφάλι. Τι τρέλα ήταν αυτή; Ο Ραντ άνοιξε το στόμα, όμως η Άμυς δεν τον άφησε να μιλήσει. «Σεάνα, τι απαντάς;»

«Ναι», είπε η γυναίκα με τις γκρίζες πινελιές στα μαλλιά. «Μελαίν;»

Η τελευταία των τεσσάρων, μια χαριτωμένη γυναίκα με χρυσοκόκκινα μαλλιά, το πολύ δέκα με δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερη της Εγκουέν, δίστασε. «Πρέπει να γίνει», είπε στο τέλος απρόθυμα. «Απαντώ ναι».

«Έλαβες την απάντηση», είπε η Άμυς στον Ραντ. «Μπορείς να πας στο Ρουίντιαν και —» Σταμάτησε, καθώς ο Ματ ανέβαινε την πλαγιά για να μιμηθεί αδέξια την υπόκλιση που είχε κάνει ο Ραντ.

«Κι εγώ ζητώ να μπω στο Ρουίντιαν», είπε με τρεμάμενη φωνή.

Οι τέσσερις Σοφές τον κοίταξαν. Ο Ραντ γύρισε έκπληκτος το κεφάλι. Η Εγκουέν φανταζόταν ότι κανείς δεν ήταν πιο έκπληκτος από την ίδια, όμως ο Κουλάντιν τη διέψευσε. Σήκωσε ένα δόρυ γρυλίζοντας και έκανε να το καρφώσει στο στήθος του Ματ.

Η λάμψη του σαϊντάρ περιέβαλε την Άμυς και τη Μελαίν· ροές Αέρα ύψωσαν τον πυρομάλλη και τον πέταξαν δέκα απλωσιές πιο πίσω.

Η Εγκουέν έμεινε να χάσκει με γουρλωμένα μάτια. Μπορούσαν να διαβιβάζουν. Τουλάχιστον δύο απ' αυτές μπορούσαν. Ξαφνικά, τα νεανικά, απαλά χαρακτηριστικά κάτω από εκείνα τα άσπρα μαλλιά έδειχναν τι ήταν ― κάτι σαν την αγέραστη όψη των Άες Σεντάι. Η Μουαραίν στεκόταν τελείως ασάλευτη. Η Εγκουέν, όμως, σχεδόν άκουγε τις σκέψεις της να βουίζουν. Αυτό αποτελούσε προφανώς έκπληξη τόσο για την ίδια, όσο και για την Άες Σεντάι.

Ο Κουλάντιν σηκώθηκε με κόπο και στάθηκε μισοσκυμμένος, σε στάση επίθεσης. «Δέχεστε αυτό τον ξενομερίτη σαν έναν από μας», είπε βραχνά, δείχνοντας τον Ραντ με το δόρυ με το οποίο είχε προσπαθήσει να τρυπήσει τον Ματ. «Αφού το λέτε, ας γίνει έτσι. Είναι ένας μαλθακός υδρόβιος και το Ρουίντιαν θα τον σκοτώσει». Το δόρυ στράφηκε προς τον Ματ, που προσπαθούσε να χώσει ξανά το μαχαίρι στο μανίκι του χωρίς να τον προσέξουν. «Μα αυτός... Είναι θάνατος γι' αυτόν να βρίσκεται εδώ, ιεροσυλία ακόμα και να ζητήσει να μπει στο Ρουίντιαν. Κανείς δεν μπορεί να μπει, παρά μόνο εκείνοι του αίματος. Κανείς!»

«Ξαναγύρνα στις σκηνές σου, Κουλάντιν», είπε ψυχρά η Μελαίν. «Κι εσύ, Χάιρν. Κι εσύ, επίσης, Ρούαρκ. Είναι υπόθεση των Σοφών αυτή και δεν αφορά τους άντρες, παρά μόνο εκείνους που ρώτησαν. Πηγαίνετε!» Ο Ρούαρκ και ο Χάιρν ένευσαν και απομακρύνθηκαν μιλώντας, με κατεύθυνση το μικρότερο στρατόπεδο με τις σκηνές. Ο Κουλάντιν αγριοκοίταξε τον Ραντ, τον Ματ και τις Σοφές, πριν στρίψει απότομα για να γυρίσει στο μεγάλο στρατόπεδο.

Οι Σοφές αντάλλαξαν ματιές. Ανήσυχες ματιές, θα έλεγε η Εγκουέν, αν και τούτες οι γυναίκες ήταν σχεδόν ισάξιες των Άες Σεντάι στο να κρατούν το πρόσωπό τους ανέκφραστο όταν ήθελαν.

«Δεν επιτρέπεται», είπε τελικά η Άμυς. «Νεαρέ, δεν ξέρεις τι έκανες. Πήγαινε μαζί με τους άλλους». Το βλέμμα της άγγιξε την Εγκουέν, τη Μουαραίν και τον Λαν, που τώρα στέκονταν μόνοι με τα άλογα κοντά στην ανεμοδαρμένη Διαβατική Πέτρα. Η Εγκουέν δεν είδε κανένα ίχνος σε εκείνα τα μάτια που να λέει ότι την είχε αναγνωρίσει.

«Δεν μπορώ». Ο Ματ φαινόταν απελπισμένος. «Έκανα τόσο δρόμο, αλλά αυτό δεν μετράει, έτσι δεν είναι; Πρέπει να πάω στο Ρουίντιαν».

«Δεν επιτρέπεται», είπε κοφτά η Μελαίν και τα μακριά, χρυσοκόκκινα μαλλιά της τινάχτηκαν καθώς κουνούσε το κεφάλι. «Δεν έχεις αίμα Αελίτικο στις φλέβες σου».

Ο Ραντ τόση ώρα κοίταζε εξεταστικά τον Ματ. «Είναι μαζί μου», είπε ξαφνικά. «Μου δώσατε την άδεια και μπορεί να έρθει μαζί μου, είτε συμφωνείτε, είτε όχι». Αντιγύρισε τα βλέμματα των Άες Σεντάι, όχι προκλητικά, απλώς αποφασισμένα, έχοντας κατασταλάξει μέσα του. Η Εγκουέν ήξερε αυτή του τη στάση· δεν θα υποχωρούσε, ό,τι κι αν έλεγαν.

«Δεν επιτρέπεται», είπε τελικά η Μελαίν, απευθυνόμενη στις αδελφές της. Σήκωσε το επώμιο για να σκεπάσει το κεφάλι της. «Ο νόμος είναι σαφής. Καμία γυναίκα δεν μπορεί να πάει πάνω από δύο φορές στο Ρουίντιαν, κανένας άντρας πάνω από μία και κανένας που να μην έχει το αίμα του Άελ».

Η Σεάνα κούνησε το κεφάλι. «Πολλά αλλάζουν, Μελαίν. Οι παλιοί τρόποι...»

«Αν είναι εκείνος», είπε η Μπάιρ, «τότε έφτασε ο Καιρός των Αλλαγών. Μια Άες Σεντάι πάτησε πόδι στο Τσήνταρ, καθώς και ο Ααν'αλάιν με τον παράξενο μανδύα του. Μπορούμε να κρατιόμαστε ακόμα από τους παλιούς τρόπους, ξέροντας πόσα θα αλλάξουν;»

«Δεν μπορούμε», είπε η Άμυς. «Τα πάντα τώρα στέκονται στα πρόθυρα της αλλαγής. Μελαίν;» Η χρυσομάλλα κοίταξε τα βουνά γύρω τους, την πόλη στην ομίχλη πιο κάτω και ύστερα αναστέναξε και ένευσε. «Αποφασίστηκε», είπε η Αμυς γυρνώντας προς τον Ραντ και τον Ματ. «Εσύ», άρχισε να λέει και μετά κοντοστάθηκε. «Πώς ονομάζεις τον εαυτό σου;»

«Ραντ αλ'Θόρ».

«Ματ. Ματ Κώθον».

Η Άμυς ένευσε. «Εσύ, Ραντ αλ'Θόρ, πρέπει να πας στην καρδιά του Ρουίντιαν, ακριβώς στο κέντρο της. Αν επιθυμείς να πας μαζί του, Ματ Κώθον, ας γίνει έτσι, μάθε όμως ότι οι περισσότεροι άντρες που μπαίνουν στην καρδιά του Ρουίντιαν δεν ξαναγυρίζουν, ενώ μερικοί επιστρέφουν σαλεμένοι. Δεν μπορείτε να πάρετε μαζί σας ούτε νερό, ούτε τροφή, εις μνήμην των περιπλανήσεών μας μετά το Τσάκισμα. Πρέπει να πάτε άοπλοι στο Ρουίντιαν, με εξαίρεση τα χέρια και την καρδιά σας, για να τιμήσετε το Τζεν. Αν έχετε όπλα, αφήστε τα στο χώμα μπροστά μας. Θα είναι εδώ όταν επιστρέψετε. Αν επιστρέψετε».

Ο Ραντ ξεθηκάρωσε το μαχαίρι της ζώνης του, το άφησε στα πόδια της Άμυς και ύστερα από μια στιγμή πρόσθεσε το πράσινο, πέτρινο αγαλματάκι του στρογγυλόσωμου ανθρώπου. «Μόνο αυτά μπορώ ν' αφήσω», είπε.

Ο Ματ άρχισε με το μαχαίρι της ζώνης του και συνέχισε βγάζοντας μαχαίρια από τα μανίκια και κάτω από το σακάκι του, ακόμα κι ένα χαμηλά κάτω από το σβέρκο του, σχηματίζοντας ένα σωρό που φάνηκε να εντυπωσιάζει ακόμα και τις Αελίτισσες. Έκανε να σταματήσει κι ύστερα έβγαλε ακόμα δύο, ένα από κάθε μπότα. «Τα ξέχασα», είπε μ' ένα πλατύ χαμόγελο, σηκώνοντας τους ώμους. Το ακλόνητο βλέμμα των Σοφών του έδιωξε το χαμόγελο.

«Έχουν ταχθεί στο Ρουίντιαν», είπε επίσημα η Άμυς, κοιτώντας πάνω από τα κεφάλια τους. «Το Ρουίντιαν ανήκει στους νεκρούς», αποκρίθηκαν και οι άλλες τρεις μαζί.

«Απαγορεύεται να μιλήσουν στους ζωντανούς πριν επιστρέψουν», είπε. «Οι νεκροί δεν μιλούν στους ζωντανούς», απάντησαν και πάλι οι άλλες.

«Δεν τους βλέπουμε, παρά μόνο όταν σταθούν ξανά ανάμεσα στους ζωντανούς». Η Άμυς τράβηξε το επώμιο για να κρύψει τα μάτια της και μια-μια οι υπόλοιπες έκαναν το ίδιο. Με πρόσωπα κρυμμένα, μίλησαν εν χορώ. «Φύγετε από τους ζωντανούς και μη μας βασανίζετε με τις μνήμες όσων χάθηκαν. Μη μιλήσετε γι' αυτό που βλέπουν οι νεκροί». Έμειναν σιωπηλές και στάθηκαν εκεί, κρατώντας ψηλά τα επώμιά τους και περιμένοντας.

Ο Ραντ και ο Ματ κοιτάχτηκαν. Η Εγκουέν θέλησε να τους πλησιάσει, να τους μιλήσει —είχαν την υπερβολικά αποφασισμένη έκφραση που παίρνουν οι άντρες όταν δεν θέλουν να δείξουν ότι ανησυχούν― αλλά ίσως αυτό να παραβίαζε την τελετή.

Στο τέλος, ο Ματ ξέσπασε σε ένα σύντομο γέλιο. «Ε, φαντάζομαι ότι οι νεκροί μπορούν να μιλούν μεταξύ τους τουλάχιστον. Αναρωτιέμαι αν αυτό εξηγεί το... Δεν έχει σημασία. Λες να πειράζει αν πάμε με τα άλογα;»

«Δεν νομίζω», είπε ο Ραντ. «Νομίζω ότι πρέπει να περπατήσουμε».

«Ωχ, που να καούν τα κουρασμένα τα ποδαράκια μου. Καλύτερα να φεύγουμε λοιπόν. Θα μας φάει το μισό απόγευμα μέχρι να φτάσουμε εκεί. Αν είμαστε τυχεροί».

Ο Ραντ χάρισε στην Εγκουέν ένα καθησυχαστικό χαμόγελο καθώς ξεκινούσαν να κατέβουν το βουνό, σαν ήθελε να την πείσει ότι δεν υπήρχε κίνδυνος, τίποτα το ασυνήθιστο. Το χαμόγελο του Ματ ήταν το ίδιο που είχε όταν έκανε κάτι ιδιαίτερα ανόητο, όπως τότε που είχε βαλθεί να χορέψει στην κορυφή της στέγης.

«Δεν πιστεύω να κάνεις τίποτα... τρελό, έτσι δεν είναι;» είπε ο Ματ. «Εγώ σκοπεύω να γυρίσω ζωντανός».

«Το ίδιο κι εγώ», απάντησε ο Ραντ. «Το ίδιο κι εγώ».

Απομακρύνθηκαν και δεν ακούγονταν πια, δείχνοντας ολοένα και μικρότεροι καθώς κατέβαιναν. Όταν είχαν γίνει μικρές κουκκίδες που μετά βίας αναγνωρίζονταν ως άνθρωποι, οι Σοφές κατέβασαν τα επώμια.

Η Εγκουέν έσιαξε το φόρεμά της, ενώ ευχόταν να μην ήταν τόσο ιδρωμένη, και ανέβηκε τη μικρή απόσταση που τη χώριζε από τις Σοφές, τραβώντας πίσω της την Ομίχλη. «Άμυς; Είμαι η Εγκουέν αλ'Βέρ. Είπες ότι έπρεπε —»

Η Άμυς την έκοψε σηκώνοντας το χέρι και κοίταξε τον Λαν, που ερχόταν πίσω από τη Μουαραίν και την Αλντίμπ, οδηγώντας τον Μαντάρμπ, τον Πιπς και τον Τζήντ'εν. «Είναι γυναικεία υπόθεση τώρα, Ααν'αλάιν. Πρέπει να παραμερίσεις. Πήγαινε στις σκηνές. Ο Ρούαρκ θα σου προσφέρει νερό και σκιά».

Ο Λαν περίμενε το ελαφρό γνέψιμο της Μουαραίν, πριν υποκλιθεί και φύγει προς την κατεύθυνση που είχε πάρει ο Ρούαρκ. Ο μανδύας του, που άλλαζε χρώματα όπως κρεμόταν στην πλάτη του, μερικές φορές τον έκανε να μοιάζει με ασώματη κεφαλή με χέρια, η οποία αιωρούνταν πάνω από το χώμα μπροστά από τα τρία άλογα.

«Γιατί τον αποκαλείτε έτσι;» ρώτησε η Μουαραίν όταν ο Λαν απομακρύνθηκε. «Ο Μόνος. Τον ξέρετε;»

«Έχουμε ακούσει γι’ αυτόν, Άες Σεντάι». Η Άμυς έκανε τον τίτλο να μοιάζει με προσφώνηση μεταξύ ίσων. «Ο τελευταίος των Μαλκιρινών. Ο άνθρωπος που δεν θα εγκαταλείψει τον πόλεμό του εναντίον της Σκιάς, ακόμα κι αν αυτή έχει αφανίσει το έθνος του εδώ και καιρό. Έχει μεγάλη τιμή μέσα του. Ήξερα από το όνειρο ότι, αν ερχόσουν, ήταν σχεδόν σίγουρο ότι θα ερχόταν κι ο Ααν'αλάιν, αλλά δεν ήξερα ότι σε υπακούει».

«Είναι ο Πρόμαχός μου», είπε ανέκφραστα η Μουαραίν.

Η Εγκουέν πίστευε ότι η Άες Σεντάι ήταν μπερδεμένη, παρά τον τόνο της, και ήξερε γιατί. Ήταν σχεδόν σίγουρο ότι ο Λαν θα ερχόταν με τη Μουαραίν; Ο Λαν πάντα ακολουθούσε τη Μουαραίν· θα την ακολουθούσε ακόμα και στο Χάσμα του Χαμού, χωρίς δεύτερη σκέψη, Για την Εγκουέν ήταν σχεδόν εξίσου ενδιαφέρον εκείνο το «αν ερχόσουν». Ήξεραν οι Σοφές ότι θα πήγαιναν, ή όχι; Ίσως η ερμηνεία ενός Ονείρου να μην ήταν τόσο ακριβής όσο ήλπιζε. Ήταν έτοιμη να ρωτήσει, όταν μίλησε η Μπάιρ.

«Αβιέντα; Έλα εδώ».

Η Αβιέντα καθόταν ανακούρκουδα παραδίπλα, γεμάτη δυστυχία, με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από τα γόνατα, και κοίταζε το έδαφος. Σηκώθηκε αργά. Αν η Εγκουέν δεν ήξερε, θα έλεγε ότι η νεαρή φοβόταν. Η Αβιέντα έσερνε τα πόδια καθώς ανέβαινε εκεί που στεκόταν οι Σοφές, αφήνοντας το σάκο και τα τυλιγμένα υφαντά στα πόδια της.

«Είναι ώρα», είπε η Μπάιρ σχεδόν καλοσυνάτα. Πάντως, τα αχνογάλανα μάτια της ήταν ανυποχώρητα. «Έτρεξες με τα δόρατα όσο μπορούσες. Περισσότερο απ' όσο θα έπρεπε».

Η Αβιέντα σήκωσε το κεφάλι ανυπόταχτα. «Είμαι μια Κόρη του Δόρατος. Δεν θέλω να γίνω Σοφή. Δεν θα γίνω!»

Τα πρόσωπα των Σοφών σκλήρυναν. Η Εγκουέν θυμήθηκε τον Κύκλο των Γυναικών στο χωριό της, όταν αντιμετώπιζε μια γυναίκα που ετοιμαζόταν να κάνει κάποια χαζομάρα.

«Ήδη σου φερθήκαμε πιο ευγενικά απ' όσο γινόταν στον καιρό μου», είπε η Άμυς με φωνή τραχιά σαν πέτρα. «Κι εγώ, επίσης, αρνήθηκα όταν με κάλεσαν. Οι δοραταδελφές έσπασαν τα δόρατά μου μπροστά στα ίδια μου τα μάτια. Με πήγαν στην Μπάιρ και την Κέντελιν δεμένη χειροπόδαρα, χωρίς να φοράω ούτε ένα ρούχο».

«Και σου είχαν βάλει μια όμορφη κουκλίτσα στη μασχάλη», είπε ξερά η Μπάιρ, «για να σου θυμίζει ότι φερόσουν παιδιάστικα. Απ' ό,τι θυμάμαι, το έσκασες εννιά φορές τον πρώτο μήνα».

Η Άμυς ένευσε βλοσυρά. «Και όταν με πιάνατε κάθε φορά, η κατάληξη ήταν να κλαίω σαν μικρό παιδί. Το δεύτερο μήνα το έσκασα μόνο πέντε φορές. Νόμιζα ότι ήμουν πιο δυνατή και πιο σκληρή από κάθε γυναίκα. Μα όμως δεν ήμουν έξυπνη· έκανα μισό χρόνο για να μάθω ότι ήσουν πιο δυνατή και πιο σκληρή απ' όσο θα μπορούσα να γίνω ποτέ, Μπάιρ. Στο τέλος έμαθα το καθήκον μου, τις υποχρεώσεις μου στο λαό μου. Όπως θα τα μάθεις κι εσύ, Αβιέντα. Οι γυναίκες σαν κι εμάς έχουν αυτές τις υποχρεώσεις. Δεν είσαι παιδί. Είναι καιρός να αφήσεις κατά μέρος τις κούκλες —και τα δόρατα― και να γίνεις η γυναίκα που προορίζεσαι να γίνεις».

Ξαφνικά η Εγκουέν κατάλαβε γιατί ένιωθε ένα αίσθημα συγγένειας με την Αβιέντα από την πρώτη στιγμή, κατάλαβε γιατί η Άμυς και οι άλλες την ήθελαν για Σοφή. Η Αβιέντα μπορούσε να διαβιβάζει. Όπως και η ίδια η Εγκουέν, όπως η Ηλαίην και η Νυνάβε —και η Μουαραίν επίσης― ήταν και η Αβιέντα από τις σπάνιες εκείνες γυναίκες που όχι μόνο μπορούσαν να διδαχθούν να διαβιβάζουν, αλλά είχαν την ικανότητα έμφυτη κι έτσι τελικά θα μπορούσαν να αγγίξουν την Αληθινή Πηγή, είτε ήξεραν τι έκαναν, είτε όχι. Το πρόσωπο της Μουαραίν ήταν ήρεμο, γαλήνιο, όμως αυτό που η Εγκουέν έβλεπε στα μάτια της επιβεβαίωνε την υπόθεσή της. Η Άες Σεντάι σίγουρα το ήξερε από την πρώτη φορά που είχε βρεθεί κοντά στην Αελίτισσα. Η Εγκουέν συνειδητοποίησε ότι ένιωθε την ίδια συγγένεια με την Άμυς και τη Μελαίν. Όχι όμως με την Μπάιρ και τη Σεάνα. Μόνο οι δύο πρώτες μπορούσαν να διαβιβάζουν· ήταν σίγουρη γι' αυτό. Και τώρα ένιωθε το ίδιο για τη Μουαραίν. Ήταν η πρώτη φορά που το είχε νιώσει. Η Άες Σεντάι ήταν μια απόμακρη γυναίκα.

Κάποιες από τις Σοφές φαίνεται ότι έβλεπαν περισσότερα στο πρόσωπο της Μουαραίν. «Ήθελες να την πας στο Λευκό Πύργο σας», είπε η Μπάιρ, «για να την κάνεις μια από εσάς. Είναι Αελίτισσα, Άες Σεντάι».

«Μπορεί να γίνει πολύ δυνατή, αν εκπαιδευθεί κατάλληλα», αποκρίθηκε η Μουαραίν. «Δυνατή όσο θα γίνει και η Εγκουέν. Στον Πύργο μπορεί να αποκτήσει αυτή τη δύναμη».

«Μπορούμε κι εμείς να τη διδάξουμε, Άες Σεντάι». Η φωνή της Μελαίν ήταν ήρεμη, αλλά τα αταλάντευτα, πράσινα μάτια της έδειχναν περιφρόνηση. «Και καλύτερα. Έχω μιλήσει με Άες Σεντάι. Εσείς κανακεύετε τις γυναίκες στον Πύργο. Η Τρίπτυχη Γη δεν είναι μέρος για κανάκεμα. Όταν η Αβιέντα θα μάθει αυτά που μπορεί να κάνει, εσείς ακόμα θα την είχατε να παίζει παιχνιδάκια».

Η Εγκουέν έριξε μια ματιά όλο έγνοια στην Αβιέντα· η νεαρή κοίταζε τα πόδια της και η προκλητική έκφραση είχε ξεφουσκώσει. Αν πίστευαν ότι η εκπαίδευση στον Πύργο ήταν κανάκεμα... Όταν ήταν μαθητευόμενη, είχε δουλέψει πολύ σκληρά και η πειθαρχία ήταν πιο αυστηρή από κάθε άλλη φορά στη ζωή της. Ένιωσε κυριολεκτικά να της πιάνεται το στομάχι από συμπόνια για την Αελίτισσα.

Η Άμυς άπλωσε τα χέρια και η Αβιέντα της έδωσε απρόθυμα τα δόρατα και τη μικρή, στρογγυλή ασπίδα, ενώ το πρόσωπό της συσπάστηκε όταν η Σοφή τα πέταξε στο χώμα. Η Αβιέντα έβγαλε αργά τη θήκη του τόξου από την πλάτη, την παρέδωσε και μετά έλυσε τη ζώνη που κρατούσε τη φαρέτρα και το θηκαρωμένο μαχαίρι της. Η Άμυς δεχόταν κάθε προσφορά της Αβιέντα και την πετούσε σαν να ήταν σκουπίδι· κάθε φορά η νεαρή τιναζόταν. Ένα δάκρυ τρεμούλιαζε στην άκρη του ματιού της.

«Πρέπει να της φέρεσαι με τέτοιον τρόπο;» ρώτησε θυμωμένα η Εγκουέν. Η Άμυς και οι άλλες την κοίταξαν ανέκφραστα, αλλά αυτή δεν τις άφησε να την εκφοβίσουν. «Νοιάζεται γι' αυτά τα πράγματα κι εσύ κάνεις σαν να είναι σκουπίδια».

«Πρέπει να τα βλέπει σαν σκουπίδια», είπε η Σεάνα. «Όταν επιστρέψει —αν επιστρέψει― θα τα κάψει και θα σκορπίσει τις στάχτες τους. Το μέταλλο θα το δώσει στο σιδερά για να κάνει μικροπράγματα. Όχι όπλα. Ούτε καν χασαπομάχαιρο. Αγκράφες, κατσαρολάκια, παιχνιδάκια-γρίφους για παιδιά. Πράγματα που θα τα μοιράσει με τα χέρια της».

«Η Τρίπτυχη Γη δεν είναι μαλακή, Άες Σεντάι», είπε η Μπάιρ. «Εδώ ό,τι είναι μαλακό πεθαίνει».

«Το καντιν'σόρ, Αβιέντα». Η Άμυς έδειξε τα πεταμένα όπλα. «Τα καινούρια ρούχα θα περιμένουν το γυρισμό σου».

Η Αβιέντα γδύθηκε μηχανικά, πετώντας στο σωρό το σακάκι και το κοντό, φαρδύ παντελόνι, τις μαλακές μπότες, τα πάντα. Γυμνή, στάθηκε χωρίς να κουνά ούτε τα δάχτυλα των ποδιών της, αν και της Εγκουέν της φαινόταν ότι τα πόδια της έβγαζαν φουσκάλες, παρά τα παπούτσια της. Θυμήθηκε τότε που παρακολουθούσε να καίνε τα ρούχα που είχε φορέσει στο Λευκό Πύργο, το κόψιμο των δεσμών με την προηγούμενη ζωή, αλλά δεν ήταν έτσι. Δεν ήταν τόσο ωμό.

Όταν η Αβιέντα έκανε να ρίξει στο σωρό το σακίδιο και τα υφαντά, η Σεάνα της τα πήρε. «Αυτά θα μπορέσεις να τα ξαναπάρεις. Αν επιστρέψεις. Αν όχι, θα πάνε στην οικογένειά σου, για τη θύμηση».

Η Αβιέντα ένευσε. Δεν έδειχνε φόβο. Φαινόταν απρόθυμη, θυμωμένη, ακόμα και μουτρωμένη, όμως όχι φοβισμένη.

«Στο Ρουίντιαν», είπε η Άμυς, «θα βρεις τρεις δακτυλίους βαμμένους έτσι». Ζωγράφισε τρεις γραμμές στον αέρα, που ενώνονταν στη μέση. «Μπες σε οποιονδήποτε από αυτούς. Θα δεις το μέλλον σου να απλώνεται μπροστά, ξανά και ξανά, σε παραλλαγές. Δεν θα σου προσφέρουν τέλεια καθοδήγηση, και καλύτερα έτσι, γιατί θα ξεθωριάσουν, όπως συμβαίνει με τις ιστορίες που έχεις ακούσει πριν από πολύ καιρό, όμως θα θυμάσαι αρκετά για να ξέρεις μερικά πράγματα που πρέπει να γίνουν για σένα, όσο κι αν τα αποστρέφεσαι, καθώς και μερικά που δεν πρέπει να γίνουν, ακόμα κι αν είναι λατρεμένες σου ελπίδες. Είναι η αρχή για να αποκληθείς Σοφή. Μερικές γυναίκες δεν επιστρέφουν ποτέ από τους δακτυλίους, ίσως επειδή δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν το μέλλον. Κάποιες από αυτές που επιζούν από τους δακτυλίους δεν επιζούν από το δεύτερο ταξίδι τους στο Ρουίντιαν, στην καρδιά. Δεν εγκαταλείπεις μια σκληρή και δύσκολη ζωή για μια μαλθακότερη, αλλά για μια άλλη, σκληρότερη και δυσκολότερη».

Ένα τερ'ανγκριάλ. Η Αμυς περιέγραφε ένα τερ'ανγκριάλ. Τι είδους μέρος ήταν αυτό το Ρουίντιαν; Η Εγκουέν θέλησε να πάει και η ίδια εκεί για να το βρει. Μα ήταν ανοησία. Δεν είχε έρθει εδώ για να θέσει τον εαυτό της σε περιττούς κινδύνους με ένα τερ'ανγκριάλ για το οποίο δεν ήξερε τίποτα.

Η Μελαίν έπιασε με τη χούφτα το σαγόνι της Αβιέντα και έστρεψε στο μέρος της το πρόσωπο της νεαρής γυναίκας. «Είσαι δυνατή», είπε με ήρεμη πεποίθηση. «Τα όπλα σου τώρα είναι ένα δυνατό μυαλό και μια δυνατή καρδιά, αλλά κράτα τα με τη σιγουριά που κρατούσες το δόρυ. Θυμήσου τα, χρησιμοποίησε τα και θα σε βοηθήσουν να αντιμετωπίσεις τα πάντα».

Η Εγκουέν ξαφνιάστηκε. Της είχε φανεί ότι από τις τέσσερις Σοφές, αυτή ήταν η τελευταία που θα έδειχνε συμπόνια.

Η Αβιέντα ένευσε ― κατόρθωσε μάλιστα να χαμογελάσει αμυδρά. «Θα παραβγώ με τους άντρες και θα φτάσω πρώτη στο Ρουίντιαν. Δεν μπορούν να τρέξουν».

Κάθε Σοφή, με τη σειρά της, τη φίλησε ανάλαφρα στο κάθε μάγουλο. «Γύρνα σε μας», της ψιθύριζαν.

Η Εγκουέν έπιασε το χέρι της Αβιέντα και το έσφιξε, και την ένιωσε να το ανταποδίδει. Ύστερα η Αελίτισσα άρχισε να κατεβαίνει τρέχοντας και πηδώντας τη βουνοπλαγιά. Όπως έδειχνε, δεν ήταν καθόλου απίθανο να προφτάσει τον Ραντ και τον Ματ. Η Εγκουέν την παρακολούθησε ανήσυχη να φεύγει. Της φαινόταν ότι ήταν σαν να γινόταν Αποδεχθείσα, χωρίς όμως να προηγείται εκπαίδευση μαθητευόμενης, χωρίς κανέναν να της δώσει λίγη παρηγοριά μετά. Πώς θα ήταν, αν και η ίδια είχε γίνει Αποδεχθείσα από την πρώτη μέρα στον Πύργο; Μάλλον θα τρελαινόταν, σκέφτηκε. Η Νυνάβε είχε γίνει Αποδεχθείσα εξαιτίας της δύναμής της· της φαινόταν ότι ένα μέρος της απέχθειας που έτρεφε η Νυνάβε για τις Άες Σεντάι προερχόταν από αυτά που είχε βιώσει εκεί. Γύρνα κοντά μας, σκέφτηκε. Δείξε σθένος.

Όταν η Αβιέντα χάθηκε από τα μάτια τους, η Εγκουέν αναστέναξε και στράφηκε πάλι στις Σοφές. Είχε το δικό της σκοπό εδώ και δεν θα ωφελούσε κανέναν αν τον έκρυβε. «Άμυς, στον Τελ'αράν'ριοντ μου είπες ότι έπρεπε να έρθω σε σένα για να μάθω. Ήρθα».

«Τι βιάση», είπε η ασπρομάλλα. «Ήμασταν βιαστικές επειδή η Αβιέντα πάλευε τόσο καιρό ενάντια στο τοχ της, επειδή φοβηθήκαμε ότι οι Σάιντο θα φορούσαν πέπλο ακόμα κι εδώ, αν δεν στέλναμε τον Ραντ αλ'Θόρ στο Ρουίντιαν πριν προλάβουν να το σκεφτούν».

«Πιστεύεις ότι θα δοκίμαζαν να τον σκοτώσουν;» είπε η Εγκουέν. «Μα είχατε στείλει ανθρώπους πέρα από το Δρακότειχος για να βρουν αυτόν ακριβώς. Εκείνον Που Έρχεται Με Την Αυγή».

Η Μπάιρ τράβηξε το επώμιό της. «Μπορεί να είναι εκείνος. Θα δούμε. Αν ζήσει».

«Έχει τα μάτια της μητέρας του», είπε η Αμυς, «και πολλά χαρακτηριστικά της στο πρόσωπό του, όπως επίσης και του πατέρα του, όμως ο Κουλάντιν έβλεπε μόνο τα ρούχα και το άλογό του. Το ίδιο θα έβλεπαν και οι Σάιντο, όπως ίσως και το Τάαρνταντ. Δεν επιτρέπονται οι ξενομερίτες σ' αυτά τα χώματα και τώρα είστε πέντε. Όχι, είστε τέσσερις· ο Ραντ αλ'Θόρ δεν είναι ξενομερίτης, όπου κι αν μεγάλωσε. Αλλά ήδη επιτρέψαμε σ' έναν να μπει στο Ρουίντιαν, όπου επίσης απαγορεύεται. Η αλλαγή έρχεται σαν κατολίσθηση, είτε μας αρέσει, είτε όχι».

«Πρέπει να έρθει», είπε η Μπάιρ με έναν τόνο κάθε άλλο παρά ευχαριστημένο. «Το Σχήμα μας σπέρνει εκεί που μας θέλει».

«Ξέρατε τους γονείς του Ραντ;» ρώτησε επιφυλακτικά η Εγκουέν. Ό,τι κι αν έλεγαν, ακόμα θεωρούσε τον Ταμ και την Κάρι αλ'Θόρ γονείς του Ραντ.

«Είναι δική του αυτή η ιστορία», είπε η Άμυς, «αν θελήσει να τη μάθει». Το στόμα της ήταν σφιγμένο και έδειχνε ότι δεν θα ξανάλεγε κουβέντα για το ζήτημα.

«Ελάτε», είπε η Μπάιρ. «Τώρα δεν υπάρχει πια λόγος να βιαζόμαστε. Ελάτε. Σας προσφέρουμε νερό και σκιά».

Τα γόνατα της Εγκουέν κόντεψαν να λυγίσουν, όταν άκουσε να λένε για σκιά. Το μαντίλι στο μέτωπο της, που νωρίτερα ήταν μούσκεμα, τώρα είχε σχεδόν ξεραθεί· ένιωθε να έχουν ψήσει την κορυφή του κεφαλιού της, καθώς και σχεδόν όλο της το σώμα. Και η Μουαραίν φαινόταν να νιώθει ευγνωμοσύνη, καθώς ακολουθούσε τις Σοφές σε ένα από τα μικρά στρατόπεδα που σχημάτιζαν οι χαμηλές, ανοιχτές σκηνές.

Ένας ψηλός άντρας με σανδάλια και λευκή ρόμπα με κουκούλα πήρε τα γκέμια των αλόγων τους. Το Αελίτικο πρόσωπό του φαινόταν παράξενο μέσα στη βαθιά, μαλακή κουκούλα, καθώς είχε χαμηλωμένα τα μάτια.

«Δώσε νερό στα ζώα», είπε η Μπάιρ πριν χωθεί στη χαμηλή σκηνή, που ήταν ανοιχτή από παντού, σαν τέντα, και ο άντρας υποκλίθηκε πίσω της και άγγιξε το μέτωπό του.

Η Εγκουέν δίστασε· δεν ήξερε αν έπρεπε να τον αφήσει να πάρει την Ομίχλη. Φαινόταν έμπιστος, αλλά τι ήξεραν οι Αελίτες από άλογα; Πάντως δεν πίστευε ότι θα έκανε κακό στο άλογο της και μέσα στη σκηνή έμοιαζε να υπάρχει μια θαυμάσια σκοτεινιά ― έτσι ήταν συγκριτικά με έξω και επίσης υπήρχε η ανάλογη δροσιά.

Η σκηνή στην κορυφή της σχημάτιζε μια τρύπα, όμως ακόμα και εκεί κάτω σχεδόν δεν είχε χώρο να σταθείς όρθιος. Σαν να ήθελαν να επανορθώσουν για τα μουντά χρώματα που φορούσαν οι Αελίτες, εδώ υπήρχαν κόκκινες μαξιλάρες με χρυσά κρόσσια δεξιά κι αριστερά, πάνω σε πολύχρωμα χαλιά απλωμένα το ένα πάνω στο άλλο, τόσο πολλά που μαλάκωναν το σκληρό έδαφος από κάτω. Η Εγκουέν και η Μουαραίν μιμήθηκαν τις Σοφές, έπεσαν στο χαλί και έγειραν στον ώμο, στηριγμένες σ' ένα μαξιλάρι. Όλες ήταν σε κύκλο και βρίσκονταν τόσο κοντά, που η μια σχεδόν άγγιζε την άλλη.

Η Μπάιρ χτύπησε ένα μικρό, μπρούτζινο σήμαντρο και εμφανίστηκαν δύο νεαρές με ασημένιους δίσκους, σκύβοντας με χάρη, οι οποίες φορούσαν λευκές ρόμπες με βαθιές κουκούλες και είχαν χαμηλωμένα τα μάτια, σαν τον άντρα που είχε πάρει τα άλογα. Γονατίζοντας στη μέση της σκηνής, η μια γέμισε από ένα μικρό, ασημένιο κύπελλο με κρασί για καθεμιά από τις γυναίκες που ήταν γερμένες στα μαξιλάρια και η άλλη έβαλε νερό σε πιο μεγάλα κύπελλα. Δίχως λέξη, βγήκαν έξω με μια υπόκλιση, αφήνοντας τους αστραφτερούς δίσκους και τις κανάτες, που είχαν στάλες δροσιάς στα πλάγια.

«Εδώ έχει νερό και σκιά», είπε η Μπάιρ υψώνοντας το κύπελλο με το νερό, «που δίνονται ελεύθερα. Ας μην υπάρχουν προστριβές μεταξύ μας. Οι πάντες είναι ευπρόσδεκτοι εδώ, ευπρόσδεκτοι όσο οι πρωταδελφές».

«Ας μην υπάρχουν προστριβές», μουρμούρισαν η Αμυς και οι άλλες δύο. Ήπιαν μια γουλιά νερό και οι Αελίτισσες συστήθηκαν και τυπικά. Ήταν η Μπάιρ, της φυλής Χάιντο του Σάαραντ Άελ. Η Άμυς, της φυλής των Εννέα Κοιλάδων του Τάαρνταντ Άελ. Η Μελαίν, της φυλής Τζιράντ του Γκόσιεν Άελ. Η Σεάνα, της φυλής του Μαύρου Γκρεμού του Νακάι Αελ.

Η Εγκουέν και η Μουαραίν ακολούθησαν το τυπικό, αν και η Μουαραίν έσφιξε το στόμα, όταν η Εγκουέν αυτοαποκλήθηκε Άες Σεντάι του Πράσινου Άτζα.

Σαν να είχε γκρεμιστεί ένας τοίχος όταν μοιράστηκαν το νερό και αντάλλαξαν ονόματα, η διάθεση μέσα στη σκηνή άλλαξε σχεδόν με απτό τρόπο. Οι Αελίτισσες χαμογέλασαν, ακολούθησε μια ανεπαίσθητη χαλάρωση και οι τυπικότητες τελείωσαν.

Η Εγκουέν ένιωθε πιο πολλή ευγνωμοσύνη για το νερό, παρά για το κρασί. Μπορεί μέσα στη σκηνή να είχε περισσότερο δροσιά απ' όση έξω, όμως ένιωθε το λαιμό της να στεγνώνει ακόμα και με την απλή αναπνοή. Με μια χειρονομία της Άμυς, γέμισε βιαστικά και δεύτερο κύπελλο.

Οι λευκοντυμένοι εκείνοι άνθρωποι ήταν μια έκπληξη. Ήταν ανόητο, αλλά τώρα καταλάβαινε ότι στο νου της οι Αελίτες, αν εξαιρούσες τις Σοφές, ήταν όλοι σαν τον Ρούαρκ και την Αβιέντα, πολεμιστές. Θα είχαν βεβαίως σιδεράδες, υφαντουργούς και άλλους τεχνίτες· δεν γινόταν αλλιώς. Γιατί όχι και υπηρέτες. Μόνο που η Αβιέντα αποστρεφόταν τους υπηρέτες στην Πέτρα και δεν τους άφηνε να κάνουν γι' αυτήν τίποτα αν μπορούσε να το αποφύγει. Αυτοί οι άνθρωποι, με το πράο φέρσιμό τους, δεν φέρονταν καθόλου σαν Αελίτες. Απ' όσο θυμόταν, δεν είχε δει κανέναν λευκοντυμένο στα μεγάλα στρατόπεδα. «Μόνο οι Σοφές έχουν υπηρέτες;» ρώτησε.

Η Μελαίν στραβοκατάπιε το κρασί της. «Υπηρέτες;» είπε με κομμένη την ανάσα. «Είναι γκαϊ'σάιν, όχι υπηρέτες». Λες κι αυτό τα εξηγούσε όλα.

Η Μουαραίν έσμιξε ελαφρά τα φρύδια, με το κύπελλο κοντά στο στόμα. «Γκαϊ'σάιν; Πώς μεταφράζεται αυτό; Εκείνοι που ορκίστηκαν ειρήνη στη μάχη;»

«Είναι απλώς γκαϊ'σάιν», είπε η Άμυς. Φάνηκε να συνειδητοποιεί ότι οι άλλες δεν την καταλάβαιναν. «Συγχώρεσέ με, αλλά ξέρεις το τζι'ε'τόχ;»

«Τιμή και υποχρέωση», απάντησε αμέσως η Μουαραίν. «Ή ίσως τιμή και καθήκον».

«Ναι, αυτές είναι οι λέξεις. Όμως το νόημα; Ζούμε με το τζι'ε'τόχ, Άες Σεντάι».

«Μη δοκιμάσεις να τους τα πεις όλα, Άμυς», την προειδοποίησε η Μπάιρ. «Κάποτε πέρασα ένα μήνα προσπαθώντας να εξηγήσω το τζι'ε'τόχ σε μια υδρόβια και στο τέλος είχε περισσότερες απορίες απ' όσες στην αρχή».

Η Άμυς ένευσε. «Δεν θα ξεστρατίσω από τον πυρήνα του νοήματος. Αν επιθυμείς να το εξηγήσω, Μουαραίν».

Η Εγκουέν θα προτιμούσε να πούνε για το Ονείρεμα και την εκπαίδευση. «Ναι, αν θέλεις», είπε η Άες Σεντάι, προς μεγάλη ενόχληση της Εγκουέν.

Νεύοντας προς τη Μουαραίν, η Άμυς άρχισε. «Θα ακολουθήσω απλώς το δρόμο των γκαϊ'σάιν. Στο χορό των δοράτων, το περισσότερο τζι, τη μεγαλύτερη τιμή, την κερδίζει κάποιος αγγίζοντας έναν οπλισμένος εχθρό, χωρίς να τον σκοτώσει ή να τον πληγώσει κατ' οποιονδήποτε τρόπο».

«Τη μεγαλύτερη τιμή, επειδή είναι τόσο δύσκολο», είπε η Σεάνα, ενώ τα γκριζογάλανα μάτια της γέμιζαν ρυτίδες γέλιου στο πλάι, «κι άρα γίνεται πολύ σπάνια».

«Η μικρότερη τιμή είναι όταν σκοτώνεις», συνέχισε η Άμυς. «Το κάθε παιδί και ο κάθε ανόητος μπορούν να σκοτώσουν. Στο ενδιάμεσο είναι να πιάσεις αιχμάλωτο. Σου το απλοποίησα, βλέπεις. Υπάρχουν πολλοί βαθμοί. Οι γκαϊ'σάιν είναι αιχμάλωτοι που τους έπιασαν μ' αυτό τον τρόπο, αν και ένας πολεμιστής που αγγίχτηκε μπορεί μερικές φορές να απαιτήσει να τον πάρουν γκαϊ'σάιν, για να μειώσει την τιμή του εχθρού του και τη δική του απώλεια».

«Οι Κόρες του Δόρατος και τα Σκυλιά της Πέτρας διακρίνονται σ' αυτό», παρενέβη η Σεάνα, με αποτέλεσμα να την αγριοκοιτάξει η Άμυς.

«Εγώ μιλάω ή εσύ; Για να συνεχίσω. Κάποιοι, φυσικά, δεν πιάνονται γκαϊ'σάιν. Σοφές, σιδεράδες, παιδιά, γυναίκες έγκυες ή αυτές που έχουν παιδί μικρότερο των δέκα χρόνων. Ο γκαϊ'σάιν έχει τοχ σ’ εκείνον που τον αιχμαλώτισε. Για τον γκαϊ'σάιν, αυτό σημαίνει να υπηρετήσει ένα χρόνο και μία μέρα υπακούοντας ταπεινά, χωρίς να αγγίξει όπλο, χωρίς να ασκήσει βία».

Η Εγκουέν ένιωσε να ξυπνά το ενδιαφέρον της. «Δεν προσπαθούν να δραπετεύσουν; Εγώ έτσι θα έκανα». Δεν θα αφήσω κανέναν να με αιχμαλωτίσει ξανά!

Οι Σοφές φάνηκαν κατάπληκτες. «Έχει συμβεί», είπε ξινά η Σεάνα, «αλλά δεν υπάρχει τιμή σ' αυτό. Αν το έσκαγε ένας γκαϊ'σάιν, θα τον επέστρεφε η φυλή του, για να αρχίσει ξανά τον ένα χρόνο και μία μέρα. Η ατίμωση είναι τόσο μεγάλη, που μπορεί να πάει και ο πρωταδελφός ή η πρωταδελφή του ως γκαϊ'σάιν για να ξεπληρώσουν το τοχ της φυλής. Κι όχι μόνο ένας, αν νιώθουν ότι η απώλεια του τζι είναι μεγάλη».

Η Μουαραίν έμοιαζε να τα δέχεται γαλήνια όλα αυτά, ενώ έπινε το νερό της, αλλά η Εγκουέν με το ζόρι κρατιόταν για να μην κουνήσει το κεφάλι. Οι Αελίτες ήταν παράφρονες, τελεία και παύλα. Η συνέχεια ήταν χειρότερη.

«Κάποιοι γκαϊ'σάιν τώρα μετατρέπουν την ταπεινότητα σε αλαζονεία», είπε αποδοκιμαστικά η Μελαίν. «Νομίζουν ότι έτσι κερδίζουν τιμή, φτάνοντας την υπακοή και την ταπεινότητα σε σημείο γελοιοποίησης. Είναι ένα καινούριο πράγμα και ανόητο. Δεν είναι μέρος του τζι'ε'τόχ».

Η Μπάιρ γέλασε ― ένας πλούσιος ήχος, που ξάφνιαζε όταν τον σύγκρινες με τη βραχνή φωνή της. «Ανόητοι υπήρχαν ανέκαθεν. Όταν ήμουν κοπέλα και οι Σάαραντ και οι Τομανέλε έκλεβαν κάθε βράδυ οι μεν τα γελάδια και τα κατσίκια των δε, υπήρχε η Τσέντα, η στεγοκυρά του Μάιντε Κατ, την οποία έσπρωξε παράμερα ένας νεαρός Αναζητητής Νερού της φυλής Χάιντο σε μια επιδρομή. Ήρθε στην κοιλάδα Μπεντ και απαίτησε να την πάρει ο νεαρός γκαϊ'σάιν· δεν θα του επέτρεπε να κερδίσει την τιμή ότι την είχε αγγίξει, επειδή εκείνη τη στιγμή είχε ένα χασαπομάχαιρο στα χέρια της. Ένα χασαπομάχαιρο! Ήταν όπλο, ισχυρίστηκε η Τσέντα, σαν να ήταν Κόρη. Το αγόρι δεν είχε άλλη επιλογή από το να κάνει αυτό που απαιτούσε η γυναίκα, παρά τα γέλια που θα ακολουθούσαν. Δεν μπορείς να στείλεις μια στεγοκυρά ξυπόλητη στο φρούριό της. Πριν κλείσει ο ένας χρόνος και η μία μέρα, η φυλή Χάιντο και η φυλή Τζέντα αντάλλαξαν δόρατα και το αγόρι γρήγορα βρέθηκε παντρεμένο με τη μεγάλη θυγατέρα της Τσέντα, με τη δευτερομητέρα του να είναι ακόμα γκαϊ'σάιν του. Προσπάθησε να τη δώσει στη σύζυγό του ως μέρος των γαμήλιων δώρων και τότε και οι δύο γυναίκες ισχυρίστηκαν ότι προσπαθούσε να τους στερήσει την τιμή. Παραλίγο να αναγκαστεί να πάρει την ίδια τη γυναίκα του για γκαϊ'σάιν. Παραλίγο να ξαναρχίσουν οι επιδρομές μεταξύ Χάιντο και Τζέντα, πριν ξεπληρωθεί το τοχ». Οι Αελίτισσες σχεδόν είχαν πέσει κάτω από τα γέλια· η Άμυς και η Μελαίν σκούπιζαν δάκρυα από τα μάτια τους.

Η Εγκουέν δεν κατάλαβε πολλά από την ιστορία —ούτε γιατί ήταν αστεία― αλλά κατάφερε να γελάσει ευγενικά.

Η Μουαραίν άφησε κατά μέρος το νερό και έπιασε το μικρό, ασημένιο κύπελλο με το κρασί. «Έχω ακούσει άντρες που λένε ότι πολέμησαν το Άελ, όμως ποτέ δεν έχω ακούσει για κάτι τέτοιο. Πάντως όχι για Αελίτη που παραδόθηκε επειδή τον άγγιξε κάποιος».

«Δεν είναι παράδοση», είπε με νόημα η Άμυς. «Είναι τζι'ε'τόχ».

«Κανένας δεν θα ζητούσε να γίνει γκαϊ'σάιν ενός υδρόβιου», είπε η Μελαίν. «Οι ξενομερίτες δεν ξέρουν από τζι'ε'τόχ».

Οι Αελίτισσες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Ένιωθαν αμηχανία. Γιατί; αναρωτήθηκε η Εγκουέν. Α! Για τους Αελίτες, το να μην ξέρεις από τζι'ε'τόχ ήταν σαν να μην έχεις τρόπους, σαν να μην έχεις τιμή. «Υπάρχουν έντιμοι άνθρωποι ανάμεσά μας», είπε η Εγκουέν. «Οι περισσότεροι. Ξέρουμε τι είναι σωστό και τι λάθος».

«Φυσικά και ξέρετε», μουρμούρισε η Μπάιρ με έναν τόνο που έλεγε ότι δεν ήταν το ίδιο πράγμα.

«Μου στείλατε ένα γράμμα στο Δάκρυ», είπε η Μουαραίν, «πριν φτάσω καν εδώ. Είπατε πολλά και διάφορα, μερικά από τα οποία αποδείχτηκαν αληθινά. Μεταξύ άλλων ότι θα σας συναντούσα, ότι έπρεπε να σας συναντήσω σήμερα εδώ· σχεδόν με διατάξατε να έρθω εδώ. Όμως πρωτύτερα είπατε, αν θα ερχόμουν. Απ' όσα γράψατε, πόσα ξέρατε ότι θα έβγαιναν αληθινά;»

Η Αμυς αναστέναξε και άφησε κατά μέρος το κύπελλο με το κρασί, όμως εκείνη που μίλησε ήταν η Μπάιρ. «Πολλά είναι αβέβαια, ακόμα και για μια ονειροβάτισσα. Η Άμυς και η Μελαίν είναι οι καλύτερες από μας και ακόμα κι αυτές δεν βλέπουν όλα όσα είναι, ή όλα όσα θα είναι».

«Ακόμα και στον Τελ'αράν'ριοντ το παρόν είναι πολύ πιο καθαρό από το μέλλον», είπε η χρυσομάλλα Σοφή. «Αυτό που συμβαίνει, ή που αρχίζει, φαίνεται πολύ πιο εύκολα από αυτό που θα συμβεί, ή που ίσως συμβεί. Δεν είδαμε καθόλου την Εγκουέν ή τον Ματ Κώθον. Ήταν μοιρασμένες οι πιθανότητες ότι θα έρθει ο νεαρός που αυτοαποκαλείται Ραντ αλ'Θόρ. Αν δεν ερχόταν, ήταν βέβαιο ότι θα πέθαινε, το ίδιο και οι Αελίτες. Αλλά έχει έρθει και αν επιζήσει από το Ρουίντιαν, τότε τουλάχιστον κάποιοι Αελίτες θα επιζήσουν. Αυτό το ξέρουμε. Αν δεν είχες έρθει, ο Ραντ αλ'Θόρ θα είχε πεθάνει. Αν δεν είχε έρθει ο Ααν'αλάιν, θα είχες πεθάνει. Αν δεν περάσεις από τους δακτυλίους —» Σταμάτησε σαν να είχε δαγκώσει τη γλώσσα της.

Η Εγκουέν έγειρε μπροστά προσηλωμένη. Η Μουαραίν έπρεπε να μπει στο Ρουίντιαν; Μα η Άες Σεντάι δεν έδειξε να το έχει προσέξει και η Σεάνα έσπευσε να μιλήσει, για να τραβήξει την προσοχή από το ολίσθημα της Μελαίν.

«Δεν υπάρχει ένα δεδομένο μονοπάτι για το μέλλον. Το Σχήμα κάνει και την πιο καλοδουλεμένη δαντέλα να μοιάζει με χοντροκαμωμένο σακί, με μπλεγμένο κουβάρι. Στον Τελ'αράν'ριοντ υπάρχει η δυνατότητα να δούμε μερικούς τρόπους με τους οποίους μπορεί να υφανθεί το μέλλον. Τίποτα παραπάνω».

Η Μουαραίν ήπιε μια γουλιά κρασί. «Συχνά είναι δύσκολο να μεταφράσεις την Παλιά Γλώσσα». Η Εγκουέν έμεινε να την κοιτάζει. Η Παλιά Γλώσσα; Τι έγιναν οι δακτύλιοι, το τερ'ανγκριάλ; Μα η Μουαραίν συνέχισε αμέριμνα. «Τελ'αράν'ριοντ σημαίνει Κόσμος των Ονείρων, ή ίσως Αθέατος Κόσμος. Ούτε το ένα, ούτε το άλλο δεν είναι ακριβές· είναι πολύ πιο πολύπλοκο. Ααν'αλάιν. Ο Μόνος, αλλά επίσης ο Άντρας Που Είναι Ένας Ολόκληρος Λαός και υπάρχουν δυο-τρεις ακόμα τρόποι να το μεταφράσεις. Υπάρχουν οι λέξεις που έχουμε σε καθημερινή χρήση και ποτέ δεν σκεφτόμαστε το νόημά τους στην Παλιά Γλώσσα. Οι Πρόμαχοι λέγονται “Γκαϊντίν”, που σήμαινε “αδέλφια στη μάχη”. Άες Σεντάι σήμαινε “υπηρέτης όλων”. Και το “Άελ” σήμαινε “αφοσιωμένοι” στην Παλιά Γλώσσα, αλλά υπάρχει και κάτι ισχυρότερο· υπαινίσσεται έναν όρκο γραμμένο στα κόκαλά σου. Συχνά αναρωτιέμαι σε τι είναι αφοσιωμένοι οι Αελίτες». Τα πρόσωπα των Σοφών είχαν γίνει σαν σιδερένιες μάσκες, η Μουαραίν όμως συνέχισε. «Και το “Τζεν Άελ” σήμαινε “οι αληθινά αφοσιωμένοι”, αλλά και πάλι υπάρχει κάτι ισχυρότερο. Ίσως “οι μόνοι αληθινά αφοσιωμένοι”. Το μόνο αληθινό Άελ;» Τις κοίταξε ερωτηματικά, σαν να μην την κοιτούσαν ξαφνικά με μάτια που θαρρείς είχαν γίνει πέτρα. Καμία τους δεν μίλησε.

Τι έκανε η Μουαραίν; Η Εγκουέν δεν θα άφηνε την Άες Σεντάι να της χαλάσει την ελπίδα πως θα μάθαινε ό,τι μπορούσαν να της διδάξουν οι Σοφές. «Άμυς, μπορούμε τώρα να μιλήσουμε για το Ονείρεμα;»

«Απόψε θα έχουμε χρόνο», είπε η Άμυς.

«Μα —»

«Απόψε, Εγκουέν. Μπορεί να είσαι Άες Σεντάι, αλλά πρέπει να ξαναγίνεις μαθήτρια. Ακόμα δεν μπορείς ούτε να κοιμάσαι όποτε θέλεις, ούτε να κοιμάσαι τόσο ελαφρά, ώστε να ξέρεις τι βλέπεις πριν ξυπνήσεις. Όταν γείρει ο ήλιος, θα αρχίσω να σου διδάσκω».

Η Εγκουέν έσκυψε το κεφάλι και κοίταξε από την άκρη στην κορυφή της σκηνής. Από την πυκνή σκιά, το φως έξω έλαμπε εκτυφλωτικά στο τρεμούλιασμα του αέρα· ο ήλιος είχε κάνει το μισό δρόμο ως το βουνό.

Ξαφνικά η Μουαραίν στάθηκε στα γόνατα· άπλωσε το χέρι πίσω και έλυσε το φόρεμά της. «Υποθέτω ότι πρέπει να πάω σαν την Αβιέντα», είπε χωρίς να ρωτά.

Η Μπάιρ έριξε μια σκληρή ματιά στη Μελαίν, την οποία η νεαρή άντεξε μόνο για μια στιγμή, πριν χαμηλώσει το βλέμμα. «Δεν έπρεπε να το μάθεις. Τώρα έγινε. Αλλαγή. Κάποιος που δεν είναι του αίματος έχει πάει στο Ρουίντιαν και τώρα ακόμα ένας», είπε η Σεάνα καρτερικά.

Η Μουαραίν κοντοστάθηκε. «Έχει διαφορά που μου το είπατε;»

«Ίσως μεγάλη διαφορά», είπε απρόθυμα η Μπάιρ, «ίσως καμία. Συχνά καθοδηγούμε, αλλά δεν μιλάμε. Όταν σε είδαμε να πηγαίνεις στους δακτυλίους, κάθε φορά έλεγες πρώτη εσύ ότι θα πας, πρώτη εσύ απαιτούσες το δικαίωμα, αν και δεν έχεις το αίμα. Ήδη υπάρχουν αλλαγές απ' αυτό που είδαμε. Ποιος μπορεί να πει τι είναι;»

«Και τι είδατε αν δεν πάω;»

Το ρυτίδιασμένο πρόσωπο της Μπάιρ ήταν ανέκφραστο, όμως τα αχνογάλανα μάτια της έδειχναν συμπόνια. «Ήδη σου είπαμε πολλά, Μουαραίν. Αυτό που βλέπει η ονειροβάτισσα είναι αυτό που είναι πιθανό να συμβεί, όχι αυτό που σίγουρα θα συμβεί. Όσοι προχωρούν με πολλές γνώσεις για το μέλλον αναπόφευκτα συναντούν τον όλεθρο, είτε επειδή επαναπαύονται σ' αυτό που νομίζουν ότι μέλλεται να έρθει, είτε από τις απόπειρες τους να το αλλάξουν».

«Το έλεος των δακτυλίων είναι ότι οι μνήμες ξεθωριάζουν», είπε η Άμυς. «Βγαίνοντας ξέρεις μερικά πράγματα —λίγα― που θα συμβούν· τα άλλα δεν τα αναγνωρίζεις, παρά μόνο όταν θα χρειαστεί να πάρεις την απόφαση, και ίσως ούτε και τότε. Η ζωή είναι αβεβαιότητα και μόχθος, επιλογή και αλλαγή· αν ήξερε κανείς πώς ακριβώς είναι η ζωή του υφασμένη στο Σχήμα, με τη βεβαιότητα που ξέρει πώς είναι το νήμα στο χαλί, θα είχε τη ζωή ενός ζώου. Αν δεν τρελαινόταν. Η ανθρωπότητα είναι φτιαγμένη για αβεβαιότητα, μόχθο, επιλογή και αλλαγή».

Η Μουαραίν άκουγε χωρίς να δείχνει σημεία αδημονίας, αν και η Εγκουέν υποψιαζόταν ότι αυτό ένιωθε· η Άες Σεντάι συνήθιζε να κάνει κήρυγμα, όχι να της κάνουν. Έμεινε σιωπηλή, ενώ η Εγκουέν τη βοηθούσε να βγάλει το φόρεμα, και δεν μίλησε παρά μόνο όταν βρέθηκε μισοσκυμμένη και γυμνή στην άκρη των χαλιών, κοιτάζοντας πέρα από τη βουνοπλαγιά, προς την ομιχλοσκέπαστη πόλη στην κοιλάδα. «Μην αφήσετε τον Λαν να με ακολουθήσει. Αν με δει, θα το προσπαθήσει», είπε τότε.

«Όπως γίνει, θα γίνει», αποκρίθηκε η Μπάιρ. Η ψιλή φωνή της ήχησε παγερή, οριστική.

Ύστερα από μια στιγμή, η Μουαραίν ένευσε σκυθρωπά και βγήκε από τη σκηνή στο λιοπύρι. Αμέσως άρχισε να τρέχει ξυπόλητη στην πλαγιά που έκαιγε.

Η Εγκουέν έκανε μια γκριμάτσα. Ο Ραντ και ο Ματ, η Αβιέντα, τώρα η Μουαραίν, όλοι πήγαιναν στο Ρουίντιαν. «Θα... θα επιζήσει; Αφού το ονειρευτήκατε, πρέπει να ξέρετε».

«Υπάρχουν κάποια μέρη στον Τελ'αράν'ριοντ που δεν μπορείς να μπεις», είπε η Σεάνα. «Το Ρουίντιαν. Τα στέντιγκ. Μερικά ακόμη. Αυτό που συμβαίνει εκεί προστατεύεται από τα όνειρα των ονειροβατισσών».

Δεν ήταν απάντηση αυτό —μπορεί να είχαν δει αν έβγαινε από το Ρουίντιαν― αλλά προφανώς δεν θα της έλεγαν περισσότερα. «Πολύ καλά. Μήπως πρέπει να πάω κι εγώ;» Δεν της άρεσε η σκέψη της εμπειρίας των δακτυλίων· θα ήταν σαν τη δοκιμασία για να γίνει Αποδεχθείσα. Αλλά αν πήγαινε όλος ο κόσμος...

«Μην είσαι χαζή», είπε ζωηρά η Άμυς.

«Δεν είδαμε τίποτα τέτοιο για σένα», πρόσθεσε με πιο ήπιο τόνο η Μπάιρ. «Δεν σε είδαμε καθόλου».

«Και δεν θα έλεγα ναι, αν ρωτούσες», συνέχισε η Άμυς. «Χρειάζονται τέσσερις για να δοθεί η άδεια και θα έλεγα όχι. Είσαι εδώ για να μάθεις να ονειροβατείς».

«Σ' αυτή την περίπτωση», είπε η Εγκουέν ενώ καθόταν πίσω, στο μαξιλάρι της, «διδάξτε με. Κάτι πρέπει να υπάρχει για να αρχίσουμε πριν από το βραδάκι».

Η Μελαίν την κοίταξε συνοφρυωμένη, η Μπάιρ όμως χασκογέλασε ξερά. «Είναι ενθουσιασμένη και ανυπόμονη, όπως ήσουν κι εσύ όταν αποφάσισες να μάθεις, Αμυς»

Η Άμυς ένευσε. «Ελπίζω να κρατήσει τον ενθουσιασμό και να παρατήσει την ανυπομονησία, για το δικό της καλό. Άκουσέ με, Εγκουέν. Αν και θα είναι δύσκολο, πρέπει να ξεχάσεις ότι είσαι Άες Σεντάι, αν θες να μάθεις. Πρέπει να ακούς, να θυμάσαι και να κάνεις ό,τι σου λένε. Πάνω απ’ όλα, δεν πρέπει να ξαναμπείς στον Τελ'αράν'ριοντ, παρά μόνο όταν μια από μας σου πει ότι μπορείς. Θα το δεχτείς αυτό;»

Δεν θα ήταν δύσκολο να ξεχάσει ότι ήταν Άες Σεντάι, εφόσον δεν ήταν. Όσο για τα υπόλοιπα, το δυσοίωνο μήνυμα ήταν ότι έμοιαζε να ξαναγίνεται μαθητευόμενη. «Θα το δεχτώ», είπε, ελπίζοντας να μη φαινόταν αμφιβολία στη φωνή της.

«Ωραία», είπε η Μπάιρ. «Τώρα θα σου μιλήσω γενικά για την ονειροβασία και τον Τελ'αράν'ριοντ. Όταν τελειώσω, θα μου επαναλάβεις αυτά που σου είπα. Αν δεν μπορέσεις να αναφέρεις όλα τα σημεία, απόψε θα πλύνεις εσύ τις κατσαρόλες στη θέση των γκαϊ'σάιν. Αν μνήμη σου είναι τόσο κακή που να μην μπορείς να επαναλάβεις αυτά που θα σου πω, αφού θα τα έχεις ακούσει και δεύτερη φορά... Ε, θα συζητήσουμε γι' αυτό όταν γίνει. Πρόσεξε.

»Σχεδόν όλοι μπορούν να αγγίξουν τον Τελ'αράν'ριοντ, λίγοι όμως να μπουν εκεί στ' αλήθεια. Απ' όλες τις Σοφές, μόνο εμείς οι τέσσερις μπορούμε να ονειροβατήσουμε και ο Πύργος σου έχει πεντακόσια χρόνια να βγάλει ονειροβάτισσα. Δεν έχει σχέση αυτό με τη Μία Δύναμη, αν και οι Άες Σεντάι αυτό πιστεύουν. Δεν μπορώ να διαβιβάσω, ούτε και η Σεάνα μπορεί, όμως ονειροβατούμε εξίσου καλά με την Άμυς και τη Μελαίν. Πολλοί ακουμπούν τον Κόσμο των Ονείρων στον ύπνο τους. Επειδή απλώς τον ακουμπούν, ξυπνάνε με πόνους ή μουδιάσματα, ενώ θα έπρεπε να έχουν σπασμένα κόκαλα ή θανατηφόρες πληγές. Η ονειροβάτισσα μπαίνει πλήρως στο όνειρο, επομένως τα τραύματά της είναι αληθινά όταν ξυπνάει. Για κάποια που είναι ολόκληρη στο όνειρο, είτε ονειροβάτισσα είτε όχι, ο θάνατος εκεί είναι θάνατος κι εδώ. Όταν μπεις υπερβολικά στο όνειρο, όμως, χάνεις επαφή με τη σάρκα· δεν υπάρχει γυρισμός και η σάρκα πεθαίνει. Λέγεται ότι κάποτε υπήρχαν εκείνες που μπορούσαν να μπουν με τη σάρκα στο όνειρο και να μην είναι πια καθόλου σ' αυτό τον κόσμο. Ήταν κάτι μοχθηρό, επειδή έκαναν κακό· δεν πρέπει να το δοκιμάσεις ποτέ, ακόμα κι αν πιστεύεις ότι εσύ μπορείς να το κάνεις, διότι κάθε φορά θα χάνεις κάτι απ' αυτό που σε κάνει άνθρωπο. Πρέπει να μάθεις να μπαίνεις στον Τελ'αράν'ριοντ όποτε επιθυμείς, στο βαθμό που επιθυμείς. Πρέπει να μάθεις να βρίσκεις αυτό που θέλεις να βρεις και να διαβάζεις αυτά που βλέπεις, να μπαίνεις στα όνειρα κάποιου που είναι κοντά σου για να βοηθήσεις τη θεραπεία του, να αναγνωρίζεις αυτούς που είναι αρκετά έντονα στο όνειρο ώστε να σε βλάψουν, να...»

Η Εγκουέν άκουγε με προσήλωση. Τη συνάρπαζαν όλα αυτά, μιας κι υπονοούσαν πράγματα που ποτέ δεν υποψιαζόταν ότι ήταν δυνατό να γίνουν, αλλά εκτός αυτού, δεν είχε διάθεση να πλένει κατσαρόλες. Πάντως δεν φαινόταν δίκαιο. Ό,τι κι αν αντιμετώπιζαν ο Ραντ, ο Ματ και οι άλλοι στο Ρουίντιαν, δεν θα τους ανάγκαζε κανείς να πλένουν κατσαρολικά. Κι εγώ συμφώνησα να το κάνω! Δεν ήταν δίκαιο. Αλλά βέβαια μάλλον δεν θα μάθαιναν στο Ρουίντιαν όσα θα μάθαινε η ίδια από αυτές τις γυναίκες.

Загрузка...