29 Επιστροφή Στην Πατρίδα

Ενώ για το ταξίδι στο Δυτικό Δάσος είχε χρειαστεί περίπου πέντ' έξι δρασκελιές στο λυκίσιο όνειρο, για να κατέβουν τα βουνά και να διασχίσουν τους Λόφους της Άμμου με τα άλογα είχαν κάνει τρεις ατέλειωτες μέρες. Οι Αελίτες δεν δυσκολεύονταν να τους προφταίνουν πεζοί, αλλά τα ζώα δεν μπορούσαν να αναπτύξουν ταχύτητα σε αυτή τη γη, που ήταν ανώμαλη στο μεγαλύτερο μέρος της. Οι πληγές του Πέριν τον έτρωγαν υπερβολικά πολύ καθώς γιατρεύονταν· η αλοιφή της Φάιλε έμοιαζε να κάνει τη δουλειά της.

Το ταξίδι εν γένει έμοιαζε να είναι ήσυχο και συχνότερα έσπαζε τη μονοτονία η υλακή κάποιας αλεπούς που κυνηγούσε ή ο αντίλαλος της κραυγής κάποιου γερακιού, παρά κάποιος της ομάδας που είχε μιλήσει. Τουλάχιστον δεν είχαν ξαναδεί κοράκια. Μερικές φορές του είχε φανεί ότι η Φάιλε ήταν έτοιμη να τον πλησιάσει με το άλογο για να του πει κάτι, αλλά πάντα έδειχνε να αλλάζει γνώμη. Ο Πέριν χαιρόταν γι' αυτό· ήθελε περισσότερο από κάθε τι να της μιλήσει, αλλά τι θα συνέβαινε αν κατέληγαν να συμφιλιωθούν; Έψεξε τον εαυτό του που το ήθελε. Η Φάιλε είχε κοροϊδέψει τον Λόιαλ, είχε κοροϊδέψει και τον ίδιο. Θα τα έκανε όλα χειρότερα, πιο δύσκολα. Ευχόταν να μπορούσε να τη φιλήσει πάλι. Ευχόταν να αποφάσιζε η Φάιλε ότι τον είχε βαρεθεί και να έφευγε. Ήταν ανάγκη να είναι τόσο πεισματάρα;

Η Φάιλε και οι δύο Αελίτισσες δεν ξανοίγονταν στους υπόλοιπους και κάθε φορά που η μια Αελίτισσα προχωρούσε μπροστά για να κάνει ανίχνευση, η άλλη έμενε δίπλα στη Σουώλοου. Μερικές φορές οι τρεις γυναίκες μουρμούριζαν χαμηλόφωνα αναμεταξύ τους και ύστερα απέφευγαν να τον κοιτάξουν, με έναν τρόπο τόσο επιτηδευμένο που ήταν σαν να του πετούσαν πέτρες. Ο Λόιαλ ήταν μαζί τους, κατά παράκληση του Πέριν, αν και η κατάσταση προφανώς του έφερνε μεγάλη στενοχώρια. Τα αφτιά του Λόιαλ τινάζονταν σαν να ευχόταν να μην είχε συναντήσει ποτέ του ανθρώπους. Ο Γκαούλ έδειχνε να τα βρίσκει όλα αυτά εξαιρετικά διασκεδαστικά· όποτε τον κοίταζε ο Πέριν, έμοιαζε να χαμογελά από μέσα του.

Ο Πέριν ταξίδευε γεμάτος ανησυχία και είχε συνεχώς το τόξο στο ψηλό μπροστάρι της σέλας του. Άραγε εκείνος που λεγόταν Μακελάρης τριγυρνούσε στους Δύο Ποταμούς μονάχα στο όνειρο, ή μήπως ήταν εκεί και στον ξυπνητό κόσμο; Ο Πέριν υποπτευόταν ότι ίσχυε το δεύτερο και ότι ο Μακελάρης ήταν εκείνος που είχε σκοτώσει χωρίς λόγο το γεράκι. Ήταν άλλη μια περιττή περιπλοκή, πέρα από τα Τέκνα του Φωτός.

Η οικογένειά του είχε ένα μεγάλο αγρόκτημα μισής μέρας δρόμο έξω από το Πεδίο του Έμοντ, σχεδόν κοντά στο Νεροδάσος. Ήταν ο πατέρας του, η μητέρα του, οι αδελφές του και το μωρό, ο αδελφούλης του. Ήταν ο Πήτραμ, τώρα θα ήταν εννιά χρόνων και χωρίς αμφιβολία θα διαμαρτυρόταν ακόμα πιο έντονα αν τον έλεγες μωρό, η Ντεσέλ, μια παχουλή δωδεκάχρονη, και η Αντόρα, δεκάξι χρόνων, που μάλλον θα ετοιμαζόταν να κάνει τα μαλλιά της πλεξούδα. Ήταν ο θείος Γιούαρντ, ο αδελφός του πατέρα του, και η θεία Μάγκντε, εύσωμη και όμοια με τον άντρα της, και τα παιδιά τους. Ήταν η θεία Νεαίν, που επισκεπτόταν τον τάφο του θείου Κάρλιν κάθε πρωί, τα παιδιά τους και η μεγάλη θεία Ήλσιν, που ποτέ δεν είχε παντρευτεί, με τη σουβλερή μύτη της και το άγρυπνο μάτι, που έπιανε ό,τι σκάρωνε οποιοσδήποτε στο χωριό. Από τότε που είχαν βάλει τον Πέριν μαθητευόμενο στον αφέντη Λούχαν, τους έβλεπε μόνο τις γιορτινές μέρες· η απόσταση παραήταν μεγάλη για άσκοπο ταξίδι και οι δουλειές δεν περίμεναν. Αν οι Λευκομανδίτες έψαχναν τους Αϋμπάρα, δεν θα δυσκολεύονταν να τους βρουν. Γι' αυτούς είχε ευθύνη, όχι για τον Μακελάρη. Δεν μπορούσε να κάνει τα πάντα. Θα προστάτευε την οικογένειά του και τη Φάιλε. Αυτό ήταν το πρώτο. Ύστερα ερχόταν το χωριό, οι λύκοι και τελευταίος ο Μακελάρης. Δεν μπορούσε ένας άνθρωπος να καταφέρει τα πάντα.

Τα δέντρα του Δυτικού Δάσους φύτρωναν σε πετρώδες έδαφος, όπου ξεπρόβαλλαν σκεπασμένα με βάτα βράχια ― μια σκληρή, δασώδης περιοχή με ελάχιστες φάρμες ή μονοπάτια. Ο Πέριν τριγυρνούσε σ' αυτά τα πυκνά δάση όταν ήταν παιδί, μόνος ή με τον Ραντ, κυνηγούσε με τόξο ή με σφεντόνα, έστηνε δόκανα για λαγούς ή απλώς περιπλανιόταν για τη χαρά της περιπλάνησης. Οι σκίουροι με τις φουντωτές ουρές, που μουρμούριζαν στα δέντρα, οι πιτσιλωτές τσίχλες, που φλυαρούσαν στα κλαριά και τις μιμούνταν οι περιγελαστές με τα μαύρα φτερά, τα ορτύκια με τις γαλάζιες ράχες, που πετιόνταν από τους θάμνους μπροστά από τους ταξιδιώτες ― όλα αυτά του έλεγαν ότι βρισκόταν σπίτι. Ακόμα και η μυρωδιά του χώματος που έσκαβαν οι οπλές των ζώων ήταν ένα αναγνωριστικό σημάδι.

Θα μπορούσε να είχε πάει κατευθείαν προς το Πεδίο του Έμοντ, αλλά αντίθετα έστριψε προς το βορρά, μέσα από το δάσος, και τελικά διέσχισε το πλατύ, σκληρό μονοπάτι που ονομαζόταν Δρόμος του Λατομείου, καθώς ο ήλιος έγερνε στις κορφές των δέντρων. Γιατί άραγε «λατομείο», αυτό δεν το ήξερε κανένας στους Δύο Ποταμούς, και ούτε που έμοιαζε με δρόμο, μόνο με χορταριασμένη λουρίδα, που δεν πρόσεχες καν ότι δεν είχε δέντρα, παρά μόνο όταν έβλεπες τα βαθιά αυλάκια που είχαν αφήσει στο πέρασμά τους γενιές από άμαξες και κάρα. Μερικές φορές ανέβαιναν στην επιφάνεια θραύσματα από το παλιό οδόστρωμα. Ίσως να έβγαζε σε ένα λατομείο για τη Μανέθερεν.

Η φάρμα που έψαχνε ο Πέριν βρισκόταν σχετικά κοντά στο δρόμο, πέρα από τις σειρές που σχημάτιζαν οι μηλιές και οι αχλαδιές, όπου ωρίμαζαν οι καρποί. Πριν δει τη φάρμα, τη μύρισε. Ήταν η μυρωδιά του κάρβουνου· δεν ήταν φρέσκια, αλλά αυτή η οσμή δεν μαλάκωνε ακόμα και έπειτα από ένα χρόνο.

Τράβηξε τα γκέμια κοντά εκεί που άρχιζαν τα δέντρα και έμεινε να κοιτάζει ακίνητος, πριν πιέσει τον εαυτό του να μπει στο μέρος που κάποτε ήταν το αγρόκτημα των αλ'Θόρ, με το άλογο φόρτου να ακολουθεί από πίσω το καφετί και γκρίζο άτι του. Μόνο το πέτρινο μαντρί για τα πρόβατα στεκόταν ακόμα, ενώ η καγκελόπορτα έχασκε ανοιχτή, κρεμασμένη από ένα μεντεσέ. Η μαυρισμένη από την καπνιά καμινάδα έριχνε μια σκιά στα σωριασμένα, καμένα καδρόνια του αγροτόσπιτου. Από τον αχυρώνα και την παράγκα που ξεραινόταν το ταμπάκ μόνο στάχτες έμεναν. Τα αγριόχορτα έπνιγαν το χωράφι για το ταμπάκ και το λαχανόκηπο, ο οποίος φαινόταν τσαλαπατημένος· ό,τι δεν ήταν πριονίδι ή πούπουλο, κείτονταν τσακισμένο και ξερασμένο.

Δεν σκέφτηκε καν να βάλει βέλος στο τόξο. Η πυρκαγιά είχε κάψει το σπίτι πριν από βδομάδες, το καμένο ξύλο ήταν γλιστερό και μουντό από τις βροχές που είχαν πέσει στο μεταξύ. Το άγριο κλήμα ήθελε ένα μήνα για να ψηλώσει τόσο. Είχε κουκουλώσει ακόμα και το αλέτρι και τη σβάρνα, που ήταν πεσμένα δίπλα στο χωράφι· κάτω από τα χλωμά, στενά φύλλα φαινόταν η σκουριά τους.

Οι Αελίτες έψαξαν προσεκτικά όμως, με τα όπλα έτοιμα και το βλέμμα επιφυλακτικό, χτένισαν την περιοχή και έσκαψαν τις στάχτες. Όταν η Μπάιν βγήκε από τα ερείπια του σπιτιού, κοίταξε τον Πέριν και κούνησε το κεφάλι της. Τουλάχιστον ο Ταμ αλ'Θόρ δεν είχε πεθάνει εκεί.

Το ξέρουν. Το ξέρουν, Ραντ. Έπρεπε να είχες έρθει. Έβαλε τα δυνατά του για να μην αρχίσει να καλπάζει με τον Γοργοπόδη, μέχρι να φτάσει στο αγρόκτημα της οικογένειάς του. Ή, τουλάχιστον, έβαλε τα δυνατά του για να μην το προσπαθήσει· ακόμα και ο Γοργοπόδης θα έπεφτε νεκρός πριν τρέξει τόσο δρόμο. Μπορεί να ήταν έργο των Τρόλοκ αυτό. Αν ήταν Τρόλοκ, ίσως η οικογένειά του να δούλευε ακόμα στο αγρόκτημά τους, να ήταν ακόμα ασφαλής. Πήρε μια βαθιά ανάσα, όμως η οσμή του καμένου έπνιξε όλες τις άλλες.

Ο Γκαούλ πήγε και στάθηκε δίπλα του. «Όποιος και να το έκανε, έχει φύγει από καιρό. Κάποιος ήρθε αργότερα να μαζέψει το κοπάδι και να το πάει κατά το βορρά. Δυο άντρες, νομίζω, αλλά τα αχνάρια είναι παλιά και δεν είμαι σίγουρος».

«Υπάρχει κανένα ίχνος που να δείχνει ποιος το έκανε;» Ο Γκαούλ κούνησε το κεφάλι. Μπορεί να ήταν Τρόλοκ. Παράξενο να εύχεσαι τέτοιο πράγμα. Και ανόητο. Οι Λευκομανδίτες ήξεραν το όνομά του και επίσης φαινόταν ότι ήξεραν και τον Ραντ. Ξέρουν το όνομά μου. Κοίταξε τις στάχτες του ψηλού αγροτόσπιτου των αλ'Θόρ και ο Γοργοπόδης κουνήθηκε, καθώς τα χαλινάρια έτρεμαν στα χέρια του Πέριν.

Ο Λόιαλ είχε ξεπεζέψει μπροστά στις μηλιές, το κεφάλι του όμως ήταν ακόμα ανάμεσα στα κλαριά. Η Φάιλε πλησίασε με τη Σουώλοου τον Πέριν, μελετώντας το πρόσωπό του, ενώ η φοράδα της βημάτιζε όλο χάρη. «Αυτό είναι...; Ξέρεις τους ανθρώπους που έμεναν εδώ;»

«Ο Ραντ και ο πατέρας του».

«Α! Νόμιζα μήπως ήταν...» Η ανακούφιση και η συμπόνια στη φωνή της αρκούσαν για να ολοκληρώσουν την πρόταση. «Η οικογένεια σου είναι εδώ κοντά;»

«Όχι», της είπε κοφτά κι εκείνη τινάχτηκε, σαν να την είχε χαστουκίσει. Όμως συνέχισε να τον κοιτάζει περιμένοντας. Τι έπρεπε να κάνει για να τη διώξει; Αφού δεν το είχε καταφέρει ακόμα, έπρεπε να κάνει περισσότερα απ' όσα άντεχε να κάνει.

Οι σκιές μάκραιναν, ο ήλιος άγγιζε τις κορυφές των δέντρων. Έστριψε τον Γοργοπόδη και της γύρισε την πλάτη. «Γκαούλ, θα πρέπει να καταλύσουμε εδώ κοντά απόψε. Θέλω το πρωί να φύγω νωρίς». Έριξε μια κλεφτή ματιά πάνω από τον ώμο του· η Φάιλε γυρνούσε στον Λόιαλ, μουδιασμένη πάνω στη σέλα της. «Στο Πεδίο του Έμοντ θα ξέρουν...» Θα ήξεραν πού ήταν οι Λευκομανδίτες κι έτσι θα μπορούσε να παραδοθεί, πριν πειράξουν την οικογένειά του. Αν ήταν καλά η οικογένειά του. Αν η φάρμα όπου είχε γεννηθεί δεν ήταν ήδη σαν αυτήν. Όχι. Το δίχως άλλο, είχε φτάσει εγκαίρως. «Θα ξέρουν πώς είναι η κατάσταση».

«Νωρίς, λοιπόν». Ο Γκαούλ δίστασε. «Δεν θα καταφέρεις να τη διώξεις. Είναι σχεδόν Φαρ Ντάραϊς Μάι κι αν μια Κόρη σ' αγαπήσει, δεν μπορείς να της ξεφύγεις, όσο κι αν τρέξεις».

«Μη σκας εσύ για τη Φάιλε». Μαλάκωσε τη φωνή του· δεν ήθελε να διώξει τον Γκαούλ. «Πολύ νωρίς. Όσο η Φάιλε κοιμάται ακόμα».

Και οι δύο καταυλισμοί, κάτω από τις μηλιές, ήταν ήσυχοι εκείνη τη νύχτα. Αρκετές φορές σηκωνόταν κάποια από τις δύο Αελίτισσες για να κοιτάξει τη μικρή φωτιά, όπου κάθονταν ο Πέριν με τον Γκαούλ, όμως οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν ήταν το χουχούτισμα της κουκουβάγιας και το σύρσιμο των ποδιών των αλόγων. Ο Πέριν δεν είχε ύπνο και ήθελε ακόμα μια ώρα μέχρι να φωτίσει, με την πανσέληνο στη δύση της, όταν ξεγλίστρησε από κει μαζί με τον Γκαούλ· ο Αελίτης ήταν βουβός, ενώ οι μαλακές του μπότες και οι οπλές των αλόγων έκαναν ελάχιστο θόρυβο. Η Μπάιν, ή ίσως η Τσιάντ, τους παρακολούθησε να φεύγουν. Ο Πέριν δεν ήξερε ποια ήταν, όποια κι αν ήταν, όμως, δεν ξύπνησε τη Φάιλε και γι' αυτό ένιωσε ευγνωμοσύνη.

Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά μέχρι να βγουν από το Δυτικό Δάσος και να βρεθούν λίγο πιο κάτω από το χωριό, ανάμεσα στις αυλακιές των κάρων και τα μονοπάτια, που τα περισσότερα περνούσαν πλάι από φράχτες ή χαμηλούς τοίχους από τραχιές πέτρες. Καπνοί υψώνονταν στον αέρα και σχημάτιζαν πουπουλένια, γκρίζα σύννεφα πάνω από τις καμινάδες των αγροικιών κι όπως έδειχνε η μυρωδιά, οι νοικοκυρές ετοίμαζαν να ψήσουν, όπως κάθε πρωί. Οι άντρες ήταν στα χωράφια του ταμπάκ ή του κριθαριού και τα παιδιά φύλαγαν κοπάδια μαυρομούσουδων προβάτων στα λιβάδια. Κάποιοι πρόσεξαν το πέρασμά τους, όμως ο Πέριν συνέχισε να προχωρά με τον Γοργοπόδη σε έντονο βηματισμό, ελπίζοντας ότι κανένας δεν θα βρισκόταν τόσο κοντά του ώστε να τον αναγνωρίσει, ή να απορήσει με τα παράξενα ρούχα και τα δόρατα του Γκαούλ.

Ο κόσμος θα πηγαινοερχόταν για τις δουλειές του και στο Πεδίο του Έμοντ κι έτσι έκανε το γύρο προς τα ανατολικά, μακριά από το χωριό, μακριά από τους σκληρούς χωματόδρομους και τις καλαμοσκεπές που ήταν συγκεντρωμένες γύρω από το Δημόσιο Λιβάδι, όπου η Οινοπηγή, από την οποία πήγαζε το Νερό της Οινοπηγής, τίναζε νερό από μια προεξοχή του βράχου με τόση δύναμη, που μπορούσε να πετάξει άνθρωπο κάτω. Οι ζημιές που θυμόταν από την περυσινή Νύχτα του Χειμώνα, τα καμένα σπίτια και οι καρβουνιασμένες στέγες, είχαν όλες διορθωθεί και επισκευαστεί. Θαρρείς και δεν είχαν έρθει ποτέ Τρόλοκ. Ευχήθηκε να μην το ξαναζούσε κανείς αυτό. Το Πανδοχείο της Οινοπηγής βρισκόταν σχεδόν στην ανατολική άκρη του. Πεδίου του Έμοντ, ανάμεσα στην ξύλινη Γέφυρα των Κάρων, πάνω από το ορμητικό νερό της Οινοπηγής, και σε κάτι ογκώδη, αρχαία, πέτρινα θεμέλια, που στο κέντρο τους φύτρωνε μια πελώρια βελανιδιά. Τα απογεύματα που είχε καλό καιρό καθόταν εκεί ο κόσμος, σε τραπεζάκια κάτω από τα κλωνιά της και παρακολουθούσε να παίζουν σφαίρα. Τέτοια ώρα το πρωί, βέβαια, τα τραπέζια ήταν άδεια. Υπήρχαν λίγα μόνο σπίτια πιο πέρα, στα ανατολικά. Το ισόγειο του πανδοχείου ήταν φτιαγμένο από ποταμίσια πέτρα και ο πρώτος όροφος προεξείχε ολόγυρα ασβεστωμένος, με καμιά δεκαριά καμινάδες να υψώνονται πάνω από τη λαμπερή στέγη με τα κόκκινα κεραμίδια ― η μόνη σκεπή με κεραμίδια σε εκείνα τα μέρη.

Ο Πέριν, δένοντας τον Γοργοπόδη και το άλογο φόρτου σε έναν πάσσαλο κοντά στην πόρτα της κουζίνας, κοίταξε το στάβλο με την καλαμοσκεπή. Άκουγε άντρες να δουλεύουν εκεί, μάλλον θα ήταν ο Χυ και ο Ταντ, καθαρίζοντας τα χωρίσματα όπου είχε ο αφέντης αλ'Βέρ το μεγάλο ζευγάρι άλογα ράτσας Ντούραν, που νοίκιαζε για βαρύ κουβάλημα. Ακούγονταν ήχοι κι από την άλλη μεριά του πανδοχείου επίσης, μουρμουρητά από το Δημόσιο Λιβάδι, χήνες που έκραζαν, το μπουμπουνητό μιας άμαξας. Άφησε τα πράγματα στα άλογα· η στάση εδώ δεν θα κρατούσε πολύ. Έκανε νόημα στον Γκαούλ να τον ακολουθήσει και μπήκε βιαστικά μέσα κρατώντας το τόξο, πριν βγει κάποιος από τους δύο σταβλίτες.

Η κουζίνα ήταν άδεια, οι δύο σιδερένιοι φούρνοι σβησμένοι, όπως και οι εστίες, εκτός από μία, αν και η μυρωδιά ψημένου φαγητού ακόμα πλανιόταν στον αέρα. Ψωμί και μελόπιτες. Το πανδοχείο σπανίως είχε φιλοξενούμενους, παρά μόνο όταν έρχονταν έμποροι από το Μπάερλον για να αγοράσουν μαλλί και ταμπάκ, ή ο πραματευτής, που ερχόταν μια φορά το μήνα, όταν οι δρόμοι δεν ήταν αδιάβατοι λόγω του χιονιού. Οι άνθρωποι του χωριού, που μπορεί να έρχονταν για να πιουν κάτι ή να φάνε αργότερα, τώρα δούλευαν σκληρά στα σπίτια τους. Ίσως, όμως, να ήταν κάποιος εκεί κι έτσι ο Πέριν προχώρησε στις μύτες των ποδιών και πήρε τον κοντό διάδρομο, που από την κουζίνα έβγαζε στην κοινή αίθουσα, και άνοιξε μια χαραμάδα την πόρτα για να κρυφοκοιτάξει.

Είχε δει χίλιες φορές αυτή την τετράγωνη αίθουσα, με το τζάκι από ποταμίσιες πέτρες να πιάνει το μισό τοίχο και την κορνίζα να φτάνει στο ύψος του ώμου του, όπου ο αφέντης αλ'Βέρ άφηνε την καλογυαλισμένη ταμπακοθήκη και το ρολόι του, που το είχε σαν τα μάτια του. Κατά κάποιον τρόπο, όλα έμοιαζαν μικρότερα. Οι καρέκλες με την ψηλή ράχη μπροστά στο τζάκι ήταν το μέρος όπου συνεδρίαζε το Συμβούλιο του Χωριού. Τα βιβλία του Μπράντελγουυν αλ'Βέρ ήταν σ' ένα ράφι αντίκρυ στο τζάκι —κάποτε ο Πέριν δεν μπορούσε να βάλει με το νου του περισσότερα βιβλία από αυτές τις λίγες δωδεκάδες φθαρμένους τόμους― και στον άλλο τοίχο υπήρχαν βαρελάκια με μπύρα και κρασί. Σ' ένα απ' αυτά ξάπλωνε και κοιμόταν του καλού καιρού ο Σκρατς, ο κίτρινος γάτος του πανδοχείου.

Με εξαίρεση τον ίδιο τον Μπραν αλ'Βέρ και τη σύζυγο του, τη Μάριν, που φορούσαν μακριές, λευκές ποδιές και γυάλιζαν τα ασημικά και τα χάλκινα του πανδοχείου σ' ένα τραπέζι, η κοινή αίθουσα ήταν άδεια. Ο αφέντης αλ'Βέρ ήταν ένας παχουλός και στρογγυλεμένος άντρας, με ελάχιστες γκρίζες τρίχες στα μαλλιά του· η κυρά αλ'Βέρ ήταν λεπτή, με μητρικό ύφος, είχε μια χοντρή πλεξούδα που γκριζάριζε πάνω από τον ώμο της και μύριζε ψημένο φαγητό και κάτω απ' αυτό τριαντάφυλλα. Ο Πέριν τους θυμόταν γελαστούς, όμως τώρα και οι δύο φαίνονταν προσηλωμένοι· ο δήμαρχος έσμιγε τα φρύδια για κάποιο λόγο που σίγουρα δεν είχε να κάνει με το ασημένιο κύπελλο στα χέρια του.

«Αφέντη αλ'Βέρ;» Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. «Κυρά αλ'Βέρ. Ο Πέριν είμαι».

Αυτοί πετάχτηκαν όρθιοι, αναποδογυρίζοντας τις καρέκλες και ξεσηκώνοντας τον Σκρατς, που έδωσε ένα σάλτο. Η κυρά αλ'Βέρ έκρυψε το στόμα με το χέρι· οι δυο τους έμειναν να κοιτάνε χάσκοντας τόσο τον ίδιο, όσο και τον Γκαούλ. Τόσο που ο Πέριν ένιωσε αμηχανία και μετακίνησε το τόξο από το ένα χέρι στο άλλο. Ειδικά όταν ο Μπραν έτρεξε σε ένα μπροστινό παράθυρο —για άνθρωπο με τον όγκο που κουβαλούσε, οι κινήσεις του διέθεταν εκπληκτική ελαφράδα― και παραμέρισε τις καλοκαιριάτικες κουρτίνες για να κοιτάξει έξω, λες και περίμενε να δει εκεί και άλλους Αελίτες.

«Πέριν;» μουρμούρισε όλο δυσπιστία η κυρά αλ'Βέρ. «Είσαι στ' αλήθεια εσύ. Κόντεψα να μη σε γνωρίσω με τη γενειάδα και... Το μάγουλό σου. Ήσουν...; Είναι μαζί σου η Εγκουέν;»

Ο Πέριν άγγιξε με συστολή τη μισογιατρεμένη χαρακιά στο μάγουλό του, ενώ μέσα του ευχόταν να είχε πλυθεί, ή τουλάχιστον να είχε αφήσει το τόξο στην κουζίνα. Δεν είχε σκεφτεί ότι μπορεί να τους τρόμαζε η εμφάνισή του. «Όχι. Αυτό δεν έχει σχέση με την Εγκουέν. Είναι σώα και ασφαλής». Ασφαλέστερη καθ' οδόν προς την Ταρ Βάλον, ίσως, παρά αν ήταν ακόμα στο Δάκρυ με τον Ραντ, όμως και στις δύο περιπτώσεις ήταν ασφαλής. Σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να πει στη μητέρα της Εγκουέν κάτι παραπάνω απ' αυτή την ξερή δήλωση. «Κυρά αλ'Βέρ, η Εγκουέν μελετά για να γίνει Άες Σεντάι. Και η Νυνάβε το ίδιο».

«Το ξέρω», είπε εκείνη χαμηλόφωνα, αγγίζοντας την τσέπη της ποδιάς της. «Έχω τρία γράμματά της από την Ταρ Βάλον. Απ' ό,τι γράφει, έστειλε κι άλλα, και η Νυνάβε έχει στείλει τουλάχιστον ένα, όμως μόνο τα τρία της Εγκουέν έφτασαν ως εμάς. Λέει κάτι λίγα για την εκπαίδευση της και πρέπει να πω ότι φαίνεται σκληρή».

«Αυτό θέλει». Τρία γράμματα; Η ενοχή τον έκανε να ανασηκώσει αμήχανα τους ώμους. Δεν είχε γράψει γράμμα σε κανέναν ύστερα από εκείνα τα σημειώματα που είχε αφήσει για την οικογένειά του και τον αφέντη Λούχαν, τη βραδιά που τον είχε πάρει η Μουαραίν από το Πεδίο του Έμοντ. Ούτε ένα.

«Έτσι φαίνεται, αν και δεν ήταν έτσι στο όνειρο που είχα γι' αυτή. Τούτο δεν είναι κάτι που μπορώ να το λέω σε πολύ κόσμο, έτσι δεν είναι; Λέει ότι έχει κάνει φιλίες με κάτι καλές κοπέλες, απ' ό,τι φαίνεται. Την Ηλαίην και τη Μιν. Τις ξέρεις;»

«Έχουμε γνωριστεί. Νομίζω ότι μπορείς να τις λες καλά κορίτσια». Πόσα της είχε πει η Εγκουέν σ' αυτά τα γράμματα; Απ' ό,τι φαινόταν, όχι πολλά. Ας σκεφτόταν ό,τι ήθελε η κυρά αλ'Βέρ· ο Πέριν δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να τη βάλει σε ανησυχία σχετικά με πράγματα για τα οποία δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ό,τι είχε συμβεί, είχε συμβεί. Η Εγκουέν τώρα ήταν ασφαλής.

Συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι ο Γκαούλ απλώς στεκόταν εκεί και τότε έκανε βιαστικά τις συστάσεις. Ο Μπραν ανοιγόκλεισε τα μάτια όταν είπε ότι ο Γκαούλ ήταν Αελίτης και έσμιξε τα φρύδια, κοιτώντας τα δόρατα και το μαύρο πέπλο, που κρεμόταν στο στήθος του Γκαούλ από το σούφα του. «Είσαι καλοδεχούμενος στο Πεδίο του Έμοντ, αφέντη Γκαούλ, και στο Πανδοχείο της Οινοπηγής», είπε απλώς η σύζυγός του.

«Είθε να έχεις πάντα νερό και σκιά, στεγοκυρά», είπε με επισημότητα ο Γκαούλ, κάνοντάς της μια υπόκλιση. «Ζητώ την άδεια να υπερασπιστώ τη στέγη και το φρούριο σου».

Εκείνη δίστασε ελάχιστα πριν αποκριθεί, σαν να είχε συνηθίσει να τα ακούει αυτά. «Σεβαστή προσφορά. Αλλά επίτρεψέ μου να αποφασίσω πότε θα χρειαστεί».

«Όπως ορίζεις, στεγοκυρά. Η τιμή σου είναι δική μου». Ο Γκαούλ έβγαλε από το σακάκι του μια χρυσή αλατιέρα, μια μικρή γαβάθα που ισορροπούσε στη ράχη ενός αριστοτεχνικά φτιαγμένου λιονταριού, και της το έτεινε. «Προσφέρω αυτό το μικρό δώρο ως φιλοξενούμενος στη στέγη σου».

Η Μάριν αλ'Βέρ το δέχτηκε, όπως θα δεχόταν οποιοδήποτε δώρο, χωρίς να δείξει την κατάπληξη της. Ο Πέριν αμφέβαλλε αν συγκρινόταν με οποιοδήποτε άλλο κομμάτι σ' όλους τους Δύο Ποταμούς και σίγουρα δεν υπήρχε άλλο χρυσό. Ήταν ελάχιστα τα χρυσά νομίσματα στους Δύο Ποταμούς και πολύ λιγότερα τα χρυσά στολίδια. Έλπισε να μην ανακάλυπτε ποτέ η κυρά αλ'Βέρ ότι ήταν λάφυρο από την Πέτρα του Δακρύου· τουλάχιστον ο ίδιος αυτό πίστευε.

«Αγόρι μου», είπε ο Μπραν, «ίσως να έπρεπε να πω “καλωσόρισες στην πατρίδα”, αλλά γιατί γύρισες;»

«Άκουσα για τους Λευκομανδίτες, δήμαρχε», απάντησε ανέκφραστα ο Πέριν.

Ο Μπραν και η σύζυγος του κοιτάχτηκαν σκυθρωπά. «Ξαναρωτώ, γιατί γύρισες; Δεν μπορείς να σταματήσεις τίποτα, αγόρι μου, ή ν' αλλάξεις τίποτα. Καλύτερα να φύγεις. Αν δεν έχεις άλογο, θα σου δώσω ένα. Αν έχεις, ξανανέβα. στη σέλα σου και φύγε προς το βορρά. Νόμιζα ότι οι Λευκομανδίτες φρουρούν το Τάρεν Φέρυ... Αυτοί σου στόλισαν το πρόσωπο;» είπε ο Μπραν.

«Όχι. Δεν —»

«Τότε δεν έχει σημασία. Αν τους πέρασες όπως ερχόσουν, θα τους περάσεις και για να φύγεις. Το κύριο στρατόπεδό τους είναι στο Λόφο της Σκοπιάς, αλλά οι περίπολοι τους μπορεί να είναι παντού. Εμπρός, αγόρι μου».

«Μην περιμένεις, Πέριν», πρόσθεσε χαμηλόφωνα αλλά με σιγουριά η κυρά αλ'Βέρ, με εκείνο τον τόνο στη φωνή της που κατάληξή του συνήθως ήταν να κάνουν οι άλλοι αυτό που τους είχε πει. «Ούτε ώρα. Θα σου ετοιμάσω ένα μπογαλάκι να πάρεις μαζί. Λίγο φρέσκο ψωμί και τυρί, χοιρομέρι και ψητό βοδινό, τουρσί. Πρέπει να φύγεις, Πέριν».

«Δεν μπορώ. Ξέρετε ότι με κυνηγούν, αλλιώς δεν θα θέλατε να φύγω». Και δεν είχαν σχολιάσει τα μάτια του, ούτε καν για να ρωτήσουν μήπως ήταν άρρωστος. Η κυρά αλ'Βέρ σχεδόν δεν είχε ξαφνιαστεί. Ήξεραν. «Αν παραδοθώ, θα μπορέσω να το σταματήσω ως ένα σημείο. Θα μπορέσω να προφυλάξω την οικογένειά μου —» Τινάχτηκε όταν η πόρτα της αίθουσας άνοιξε με βρόντο, για να μπουν μέσα η Φάιλε με συνοδεία την Μπάιν και την Τσιάντ.

Ο αφέντης αλ'Βέρ πέρασε το χέρι από το φαλακρό κεφάλι του· παρ' όλο που το βλέμμα του στάθηκε για λίγο στα ρούχα των Αελιτισσών και έκανε το συσχετισμό με τον Γκαούλ, φάνηκε να τον διασκεδάζει το γεγονός ότι ήταν γυναίκες. Αυτό που φαινόταν να νιώθει πάνω απ' όλα ήταν ενόχληση για την εισβολή. Ο Σκρατς ανακάθισε για να κοιτάξει καχύποπτα όλους αυτούς τους ξένους. Ο Πέριν αναρωτήθηκε αν ο γάτος θεωρούσε ξένο και τον ίδιο. Αναρωτήθηκε πώς τον είχαν βρει και πού ήταν ο Λόιαλ. Οτιδήποτε για να αποφύγει να αναρωτηθεί πώς θα έκανε τώρα κουμάντο τη Φάιλε.

Εκείνη δεν του έδωσε χρόνο να το σκεφτεί, καθώς στάθηκε μπροστά του με τις γροθιές στους γοφούς. Με κάποιον τρόπο κατάφερνε να κάνει το κόλπο που ήξεραν οι γυναίκες, να δείχνει ψηλότερη επειδή ήταν έξαλλη από το θυμό της. «Να παραδοθείς; Να παραδοθείς! Αυτό σχεδίαζες εξαρχής; Αυτό, έτσι δεν είναι; Είσαι τελείως βλάκας! Έχεις χάσει το μυαλό σου, Πέριν Αϋμπάρα. Όχι ότι είχες κάτι παραπάνω από κουκούτσι για μυαλό ποτέ, αλλά τώρα λιγόστεψε. Αν σε κυνηγούν οι Λευκομανδίτες, τότε θα σε κρεμάσουν αν τους παραδοθείς. Γιατί να σε γυρεύουν;»

«Επειδή σκότωσα Λευκομανδίτες». Την κοίταζε κι αγνόησε την κοφτή κραυγή της κυράς αλ'Βέρ. «Τη νύχτα που σε γνώρισα, καθώς και δύο άλλους πιο πριν. Ξέρουν για εκείνους τους δύο, Φάιλε, και με νομίζουν για Σκοτεινόφιλο». Δεν θα αργούσε να τα μάθει αυτά. Έχοντας φτάσει σ' αυτό το σημείο, θα της έλεγε και το γιατί, αν ήταν μόνοι. Τουλάχιστον δύο Λευκομανδίτες, ο Τζέφραμ Μπόρνχαλντ και ο Τζάρετ Μπάυαρ, υποψιάζονταν κάτι για τη σχέση του με τους λύκους. Όχι όλα, όμως γι' αυτούς και το λίγο έφτανε. Ένας άνθρωπος που έτρεχε παρέα με τους λύκους σίγουρα ήταν Σκοτεινόφιλος. Μπορεί κάποιος από τους δύο, ή και οι δύο, να ήταν εδώ μαζί με τους Λευκομανδίτες. «Πιστεύουν ότι είναι αλήθεια».

«Δεν είσαι περισσότερο Σκοτεινόφιλος από μένα», ψιθύρισε η Φάιλε τραχιά. «Ίσως να είναι Σκοτεινόφιλος ο ήλιος».

«Δεν παίζει ρόλο, Φάιλε. Πρέπει να κάνω αυτό που πρέπει να κάνω».

«Βρε κουφιοκεφαλάκη! Δεν είσαι αναγκασμένος να κάνεις χαζομάρες! Τι κουτορνίθι που είσαι! Αν το κάνεις, θα σε κρεμάσω εγώ η ίδια!»

«Πέριν», είπε χαμηλόφωνα η κυρά αλ'Βέρ, «μπορείς να με συστήσεις σ' αυτή τη νεαρή, που σε έχει σε τόση εκτίμηση;»

Η Φάιλε κατακοκκίνισε, όταν κατάλαβε ότι τόση ώρα δεν είχε δώσει σημασία στον αφέντη αλ'Βέρ και την κυρά αλ'Βέρ, και τώρα έπιασε τις κομψές υποκλίσεις και τις περίπλοκες συγνώμες. Η Μπάιν και η Τσιάντ έκαναν ό,τι είχε κάνει και ο Γκαούλ, ζήτησαν άδεια να υπερασπιστούν τη στέγη της κυράς αλ'Βέρ και της έδωσαν μια μικρή, χρυσή γαβάθα με σκαλισμένα φύλλα και ένα μύλο πιπεριού από δουλεμένο ασήμι, που ήταν μεγαλύτερος από τις δύο γροθιές του Πέριν μαζί και στην κορυφή είχε κάποιο φανταστικό πλάσμα, μισό άλογο και μισό ψάρι.

Ο Μπραν αλ'Βέρ κοίταζε και συνοφρυωνόταν, σκούπιζε το κεφάλι και μουρμούριζε μόνος του. Ο Πέριν έπιασε τη λέξη «Αελίτες» να λέγεται με έναν τόνο δυσπιστίας, κι όχι μόνο μια φορά. Κι ο δήμαρχος, επίσης, έριχνε ματιές στα παράθυρα. Αναμφιβόλως αναρωτιόταν αν είχε κι άλλους Αελίτες· είχε ξαφνιαστεί μαθαίνοντας ότι ο Γκαούλ ήταν Αελίτης. Μπορεί να ανησυχούσε για Λευκομανδίτες.

Η Μάριν αλ'Βέρ, από την άλλη μεριά, τα δέχτηκε όλα αυτά με ηρεμία κι αντιμετώπισε τη Φάιλε, την Μπάιν και την Τσιάντ όπως θα έκανε με κάθε άλλη νεαρή ταξιδιώτισσα που θα ερχόταν στο πανδοχείο· έδειξε να τις συμπονά για το κοπιαστικό ταξίδι τους, έκανε κομπλιμέντα στη Φάιλε για τη στολή ιππασίας της —σήμερα φορούσε ένα μπλε μεταξωτό― και είπε στις Αελίτισσες πόσο θαύμαζε το χρώμα και τη λάμψη των μαλλιών τους. Ο Πέριν υποψιαζόταν ότι τουλάχιστον η Μπάιν και η Τσιάντ δεν ήξεραν πώς να την αντιμετωπίσουν, όμως εκείνη σε λίγο, με τη γαλήνια, μητρική, αποφασιστική στάση της, τις είχε βάλει και τις τρεις να καθίσουν σε ένα τραπέζι, είχε φέρει υγρές πετσέτες για να σκουπίσουν τη σκόνη του δρόμου από τα χέρια και το πρόσωπό τους, και τώρα έπιναν τσάι, το οποίο είχε σερβίρει από τη μεγάλη, κόκκινη, ριγέ τσαγιέρα, την οποία ο Πέριν θυμόταν καλά.

Μπορεί να ήταν διασκεδαστικό να βλέπει εκείνες τις επίφοβες γυναίκες —σ' αυτό οπωσδήποτε περιλάμβανε και τη Φάιλε― να πασχίζουν ξαφνικά να διαβεβαιώσουν την κυρά αλ'Βέρ ότι, ναι, είχαν βολευτεί αναπαυτικότατα, να ρωτούν μήπως μπορούσαν να βοηθήσουν κάπως, να της λένε ότι δεν χρειαζόταν τόση περιποίηση, κι οι τρεις με ορθάνοιχτα τα μάτια, σαν παιδιά, έχοντας ίδιες πιθανότητες με παιδί να της αντισταθούν. Θα ήταν διασκεδαστικό αν δεν είχε βάλει μαζί τους τον Πέριν και τον Γκαούλ, φέρνοντας τους δίχως πολλά-πολλά στο τραπέζι, επιμένοντας να καθαρίσουν πρόσωπο και χέρια πριν πιουν τσάι. Ο Γκαούλ όλη την ώρα είχε ένα μικρό χαμόγελο στο πρόσωπό του· οι Αελίτες είχαν μια παράξενη αίσθηση του χιούμορ.

Το παράξενο ήταν ότι η κυρά αλ'Βέρ δεν έριξε ούτε μια ματιά στο τόξο και στο τσεκούρι του, ούτε και στα όπλα των Αελιτών. Οι άνθρωποι σπάνια κουβαλούσαν έστω και τόξο στους Δύο Ποταμούς και η κυρά αλ'Βέρ πάντα επέμενε τυχόν όπλα να μένουν απ' έξω, όταν ερχόταν κανείς στα τραπέζια της. Πάντα. Τώρα, όμως, απλώς τα αγνοούσε.

Μια άλλη έκπληξη ήρθε όταν ο Μπραν άφησε ένα ασημένιο κύπελλο με μπράντυ μήλου στον αγκώνα του Πέριν, κι όχι με την ποσότητα που συνήθιζαν να πίνουν οι άντρες στο πανδοχείο, που μόλις έφτανε για να βρέξει κανείς την πρώτη φάλαγγα του αντίχειρά του, αλλά μισογεμάτο. Τον καιρό πριν φύγει ο Πέριν ο Μπραν θα του έφερνε μηλίτη, αν όχι γάλα, ή ίσως πολύ νερωμένο κρασί, μισό κύπελλο με το φαγητό, ή ολόκληρο, αν ήταν γιορτινή μέρα. Ήταν ικανοποιητικό να σε αναγνωρίζουν ως ενήλικα, όμως ο Πέριν απλώς καθόταν εκεί και το κρατούσε. Τώρα ήταν συνηθισμένος στο κρασί, αλλά σπανίως έπινε κάτι δυνατότερο.

«Πέριν», είπε ο δήμαρχος, φέρνοντας μια καρέκλα δίπλα στη σύζυγο του, «κανένας δεν σε περνά για Σκοτεινόφιλο. Κανένας απ' όσους έχουν μυαλό και καταλαβαίνουν. Δεν υπάρχει λόγος να πας να κρεμαστείς».

Η Φάιλε ένευσε, συμφωνώντας θυμωμένα, όμως ο Πέριν δεν της έδωσε σημασία. «Δεν αλλάζω γνώμη, αφέντη αλ'Βέρ. Οι Λευκομανδίτες με θέλουν και αν δεν με πιάσουν, ίσως στραφούν εναντίον όποιου άλλου Αϋμπάρα βρουν. Οι Λευκομανδίτες δεν θέλουν πολλά για να κρίνουν ότι κάποιος είναι ένοχος. Δεν είναι ευχάριστοι άνθρωποι».

«Το ξέρουμε», είπε μαλακά η κυρά αλ'Βέρ.

Ο σύζυγός της κοίταζε τα χέρια του πάνω στο τραπέζι. «Πέριν, η οικογένεια σου δεν είναι πια εδώ».

«Δεν είναι εδώ; Εννοείς ότι κάηκε κιόλας η φάρμα;» Ο Πέριν έσφιξε τα χέρια του γύρω από το ασημένιο κύπελλο. «Έλπιζα να φτάσω εγκαίρως. Τι να πω, έπρεπε να το φανταστώ. Έγινε πολύ πριν το μάθω. Ίσως μπορέσω να βοηθήσω τον μπαμπά και τον θείο Γιούαρντ να την ξαναφτιάξουν. Με ποιους μένουν; Θέλω πρώτα να τους δω τουλάχιστον».

Ο Μπραν έκανε μια γκριμάτσα και η σύζυγός του χάιδεψε παρηγορητικά τον ώμο του. Το βλέμμα της, όμως, έμεινε στον Πέριν, όλο λύπη και φροντίδα.

«Είναι νεκροί, αγόρι μου», είπε ο Μπραν, προφέροντας τις λέξεις με βιάση.

«Νεκροί; Όχι. Δεν μπορεί —» Ο Πέριν έσμιξε τα φρύδια, καθώς ένιωθε ξαφνικά κάτι υγρό να κυλά στο χέρι του, και κοίταξε το τσαλακωμένο κύπελλο σαν να αναρωτιόταν από πού είχε εμφανιστεί. «Συγνώμη. Δεν ήθελα να το —» Τράβηξε το επίπεδο κομμάτι του ασημιού, προσπαθώντας να το ξαναφέρει στο πρότερο σχήμα του με τα δάχτυλα. Δεν γινόταν. Και βέβαια όχι. Ακούμπησε με μεγάλη προσοχή το χαλασμένο κύπελλο στο κέντρο του τραπεζιού. «Θα το αντικαταστήσω. Θα —» Σκούπισε το χέρι στο σακάκι του και ξαφνικά κατάλαβε ότι χάιδευε το τσεκούρι που είχε στη ζώνη του. Γιατί τον κοίταζαν όλοι τόσο παράξενα; «Είσαι σίγουρος;» Η φωνή του ακούστηκε σαν να ερχόταν από μακριά. «Η Αντόρα και η Ντεσέλ; Ο Πητ; Η μητέρα μου;»

«Όλοι τους», του είπε ο Μπραν. «Οι θείες και οι θείοι σου, επίσης, και τα ξαδέρφια σου. Όλοι στο αγρόκτημα. Βοήθησα να τους θάψουμε, αγόρι μου. Σε εκείνο το μικρό λόφο, εκείνον με τις μηλιές».

Ο Πέριν έχωσε τον αντίχειρα στο στόμα του. Ήταν χαζό να κόβεσαι στο ίδιο σου το τσεκούρι. «Της μητέρας μου της αρέσουν τα μπουμπούκια της μηλιάς. Οι Λευκομανδίτες. Γιατί...; Που να καώ, ο Πητ ήταν μόλις εννιά χρόνων. Τα κορίτσια...» Η φωνή του ήταν ανέκφραστη. Του φαινόταν ότι θα έπρεπε να υπάρχει κάποιο συναίσθημα σ' αυτές τις λέξεις. Κάποιο συναίσθημα.

«Ήταν οι Τρόλοκ», έσπευσε να πει η κυρά αλ'Βέρ. «Ξαναγύρισαν, Πέριν. Όχι όπως τότε που φύγατε, δεν επιτίθενται στο χωριό, αλλά έξω, στην ύπαιθρο. Οι περισσότερες φάρμες που δεν έχουν κοντινούς γείτονες έχουν εγκαταλειφθεί. Κανείς δεν βγαίνει έξω τα βράδια, ακόμα και κοντά στο χωριό. Ίδια είναι τα πράγματα και κάτω, στο Ντέβεν Ράιντ, και πάνω στο Λόφο της Σκοπιάς, μπορεί και στο Τάρεν Φέρυ. Οι Λευκομανδίτες μπορεί να είναι κακοί, αλλά είναι η μόνη μας προστασία. Έσωσαν δύο οικογένειες απ’ ό,τι ξέρω, όταν οι Τρόλοκ επιτέθηκαν στα αγροκτήματά τους».

«Ευχόμουν... Έλπιζα —» Δεν θυμόταν τι ευχόταν. Κάτι για τους Τρόλοκ. Δεν ήθελε να θυμηθεί. Λευκομανδίτες να προστατεύουν τους Δύο Ποταμούς; Σχεδόν θα έβαζε τα γέλια. «Ο πατέρας του Ραντ. Η φάρμα του Ταμ. Ήταν οι Τρόλοκ κι εκεί;»

Η κυρά αλ'Βέρ άνοιξε το στόμα, αλλά ο Μπραν την έκοψε. «Δικαιούται την αλήθεια, Μάριν. Εκεί ήταν Λευκομανδίτες, Πέριν. Εκεί και στους Κώθον».

«Οι άνθρωποι του Ματ. Του Ραντ, του Ματ και οι δικοί μου». Παράξενο. Η φωνή του ήταν σαν να έλεγε ότι ίσως βρέξει. «Είναι κι αυτοί νεκροί;»

«Όχι, αγόρι μου. Όχι, ο Αμπελ και ο Ταμ κρύβονται κάπου στο Δυτικό Δάσος. Η μητέρα και οι αδελφές του Ματ... Ζουν κι αυτές».

«Κρύβονται;»

«Δεν χρειάζεται να το πούμε τώρα κι αυτό», είπε βιαστικά η κυρά αλ'Βέρ. «Μπραν, φέρε του άλλο ένα κύπελλο μπράντυ. Αυτό να το πιεις, Πέριν». Ο σύζυγός της δεν σηκώθηκε από τη θέση του, αλλά αυτή απλώς τον κοίταξε συνοφρυωμένη και συνέχισε να μιλά. «Θα σου πρόσφερα κρεβάτι, αλλά δεν είναι ασφαλές. Είναι κάποιοι που μπορεί να πάνε τρέχοντας στον Άρχοντα Μπόρνχαλντ, αν μάθουν ότι είσαι εδώ. Ο Γιούαρντ Κόνγκαρ και ο Χάρι Κόπλιν ακολουθούν τους Λευκομανδίτες σαν σκυλάκια, τρέχουν να τους ευχαριστήσουν και να πούνε ονόματα, ενώ ο Τσεν Μπούι είναι ίδιος και χειρότερος. Κι ο Γουίτ Κόνγκαρ, επίσης, δεν λέει να κρατήσει το στόμα του κλειστό, εκτός αν τον σταματήσει η Νταίζε. Τώρα αυτή είναι η Σοφία. Πέριν, το καλύτερο είναι να φύγεις. Πίστεψέ με».

Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι αργά· ήταν πολλά, δεν μπορούσε να τα χωνέψει όλα. Η Νταίζε Κόνγκαρ, Σοφία; Η γυναίκα αυτή ήταν σαν ταύρος. Οι Λευκομανδίτες να προστατεύουν το Πεδίο του Έμοντ. Ο Χάρι, ο Γιούαρντ και ο Γουίτ να έχουν γίνει συνεργάτες τους. Δεν περίμενες τίποτα καλύτερο από έναν Κόνγκαρ ή έναν Κόπλιν, αλλά ο Τσεν Μπούι ήταν στο Συμβούλιο του Χωριού. Ο Άρχοντας Μπόρνχαλντ. Άρα ο Τζέφραμ Μπόρνχαλντ ήταν εδώ. Η Φάιλε τον κοίταζε με μάτια μεγάλα και νοτισμένα. Γιατί ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα;

«Υπάρχουν κι άλλα, Μπράντελγουυν αλ'Βέρ», είπε ο Γκαούλ. «Το λέει το πρόσωπό σου».

«Υπάρχουν», συμφώνησε ο Μπραν. «Όχι, Μάριν», πρόσθεσε αποφασισμένα, όταν εκείνη κούνησε ελαφρά το κεφάλι της. «Δικαιούται την αλήθεια. Ολόκληρη την αλήθεια». Εκείνη σταύρωσε τα χέρια με έναν αναστεναγμό· σχεδόν πάντα περνούσε το δικό της, εκτός από τις φορές, όπως τώρα, που το πρόσωπο του Μπραν σκλήραινε, με τα φρύδια του χαμηλωμένα και ενωμένα σαν υνί.

«Ποια αλήθεια;» ρώτησε ο Πέριν. Της μητέρας του της άρεσαν τα μπουμπούκια της μηλιάς.

«Κατ' αρχάς, ο Πάνταν Φάιν είναι μαζί με τους Λευκομανδίτες», είπε ο Μπραν. «Τώρα ονομάζεται Ορντήθ και δεν απαντά καθόλου αν τον πεις με το όνομά του, αλλά είναι αυτός, όσο κι αν σε κοιτάζει με τη μύτη ψηλά».

«Είναι Σκοτεινόφιλος», είπε αφηρημένα ο Πέριν. Η Αντόρα και η Ντεσέλ πάντα έβαζαν μπουμπούκια μηλιάς στα μαλλιά τους την άνοιξη. «Το παραδέχτηκε ο ίδιος με τα λόγια του. Έφερε τους Τρόλοκ τη Νύχτα του Χειμώνα». Του Πητ του άρεσε να σκαρφαλώνει στις μηλιές· αν δεν είχες το νου σου, σου πέταγε μήλα από κει πάνω στα κλαριά.

«Έτσι, ε;» είπε βλοσυρά ο δήμαρχος. «Αυτό είναι ενδιαφέρον. Του έχουν δώσει κάποιες εξουσίες οι Λευκομανδίτες. Πρωτομάθαμε ότι ήταν εδώ, αφού πρώτα έκαψαν το αγρόκτημα του Ταμ. Ήταν έργο του Φάιν· αυτός οδηγούσε τους Λευκομανδίτες που το έκαναν. Ο Ταμ ξέκανε τέσσερις ή πέντε απ' αυτούς με βέλη πριν το σκάσει στο δάσος κι έφτασε στη φάρμα των Κώθον πάνω στην ώρα, για να τους προλάβει πριν πάρουν τον Αμπελ. Εκείνοι, όμως, συνέλαβαν τη Νάτι και τα κορίτσια. Και επίσης τον Χάραλ Λούχαν και την Άλσμπετ. Νομίζω ότι ο Φάιν θα τους κρεμούσε, αλλά ο Άρχοντας Μπόρνχαλντ δεν το επέτρεψε. Όχι ότι τους άφησε να φύγουν. Δεν έχουν πάθει τίποτα, απ' όσο μπόρεσα να μάθω, αλλά τους κρατούν στο στρατόπεδο των Λευκομανδιτών πάνω στο Λόφο της Σκοπιάς. Για κάποιο λόγο, ο Φάιν έχει μεγάλο μίσος για σένα, για τον Ραντ και τον Ματ. Προσφέρει εκατό χρυσά νομίσματα για όποιον έχει σχέση με κάποιον από τους τρεις σας· διακόσια για τον Ταμ ή τον Άμπελ. Και ο Άρχοντας Μπόρνχαλντ δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε σένα. Όταν έρχεται εδώ κάποια περίπολος των Λευκομανδιτών, συνήθως έρχεται κι αυτός και κάνει ερωτήσεις για σένα».

«Ναι», είπε ο Πέριν. «Φυσικά. Πώς αλλιώς». Ο Πέριν των Δύο Ποταμών, που έτρεχε με τους λύκους. Σκοτεινόφιλος. Ο Φάιν θα τους είχε πει και τα υπόλοιπα. Ο Φάιν με τα Τέκνα τον Φωτός; Ήταν μια απόμακρη σκέψη. Καλύτερα, όμως, αυτό παρά να σκέφτεται τους Τρόλοκ. Κοίταξε τα χέρια του με μια γκριμάτσα και τα ακούμπησε ακίνητα στο τραπέζι. «Σας προστατεύουν από τους Τρόλοκ».

Η Μάριν αλ'Βέρ έγειρε προς το μέρος του συνοφρυωμένη. «Πέριν, τους χρειαζόμαστε τους Λευκομανδίτες. Πράγματι, έκαψαν τη φάρμα του Ταμ και του Άμπελ, έχουν συλλάβει ανθρώπους και τριγυρνάνε λες και είναι δικό τους το μέρος, όμως η Άλσμπετ και η Νάτι δεν έχουν πάθει τίποτα, απλώς τις κρατάνε, κι αυτό μπορεί να το ξεκαθαρίσουμε με κάποιον τρόπο. Μπορεί να έχει χαραχτεί το Δόντι του Δράκοντα σε μερικές πόρτες, όμως μονάχα οι Κόπλιν και οι Κόνγκαρ δίνουν σημασία, και μάλλον αυτοί οι ίδιοι το χάραξαν. Ο Ταμ και ο Άμπελ μπορούν να μείνουν κρυμμένοι ώσπου να φύγουν οι Λευκομανδίτες. Κάποια στιγμή θα πρέπει να φύγουν. Όμως όσο υπάρχουν Τρόλοκ εδώ, τους έχουμε ανάγκη. Σε παρακαλώ, πρέπει να καταλάβεις. Δεν τους προτιμάμε από σένα, αλλά τους χρειαζόμαστε και δεν θέλουμε να σε κρεμάσουν».

«Το λες προστασία αυτό, στεγοκυρά;» είπε ο Μπάιν. «Αν βάλεις το λιοντάρι να σε προστατεύσει από τους λύκους, διαλέγεις άλλη κοιλιά για να καταλήξεις».

«Δεν μπορείτε να προστατευτείτε μόνοι σας;» πρόσθεσε η Τσιάντ. «Είδα τον Πέριν να πολεμά, καθώς και τον Ματ και τον Ραντ αλ'Θόρ. Είναι από το ίδιο αίμα με σας».

Ο Μπραν βαριαναστέναξε. «Είμαστε αγρότες, απλοί άνθρωποι. Ο Άρχοντας Λουκ λέει να οργανώσουμε τους άντρες για να πολεμήσουν τους Τρόλοκ, αλλά αυτό σημαίνει ότι αφήνεις την οικογένειά σου αφύλαχτη για να πας μαζί του και σε κανέναν δεν αρέσει αυτή η ιδέα».

Ο Πέριν μπερδεύτηκε. Ποιος ήταν ο Άρχοντας Λουκ; Το ρώτησε και του απάντησε η κυρά αλ'Βέρ.

«Ήρθε πάνω-κάτω τον καιρό που έφτασαν και οι Λευκομανδίτες. Είναι Κυνηγός του Κέρατος. Ξέρεις την ιστορία, το Μεγάλο Κυνήγι τον Κέρατος; Ο Άρχοντας Λουκ πιστεύει ότι το Κέρας του Βαλίρ είναι κάπου στα Όρη της Ομίχλης, πάνω από τους Δύο Ποταμούς. Αλλά παράτησε το κυνήγι εξαιτίας του προβλήματός μας. Ο Άρχοντας Λουκ είναι ένας σπουδαίος κύριος, με καλούς τρόπους». Έστρωσε τα μαλλιά της με ένα επιδοκιμαστικό χαμόγελο· ο Μπραν τη λοξοκοίταξε και χαμογέλασε ξινά.

Κυνηγοί του Κέρατος. Τρόλοκ. Λευκομανδίτες. Οι Δύο Ποταμοί δεν έμοιαζαν με το μέρος απ' όπου είχε φύγει. «Κι η Φάιλε, επίσης, είναι Κυνηγός του Κέρατος. Τον ξέρεις αυτόν τον Άρχοντα Λουκ, Φάιλε;»

«Δεν μπορώ άλλο», ανακοίνωσε αυτή. Ο Πέριν έσμιξε τα φρύδια, καθώς η Φάιλε σηκωνόταν και έκανε το γύρο του τραπεζιού για να τον πλησιάσει. Τον αγκάλιασε από το κεφάλι και έσφιξε το πρόσωπό του πάνω στη μέση της. «Η μητέρα σου είναι νεκρή», του είπε χαμηλόφωνα. «Ο πατέρας σου είναι νεκρός. Οι αδελφές σου είναι νεκρές, όπως κι ο αδελφός σου. Η οικογένειά σου είναι νεκρή κι αυτό δεν μπορείς να το αλλάξεις. Σίγουρα δεν το αλλάζεις με το να σκοτωθείς κι ο ίδιος. Άσε τον εαυτό σου να θρηνήσει. Μην το κρατάς μέσα σου να σε βασανίζει».

Αυτός την έπιασε από τα μπράτσα, θέλοντας να την παραμερίσει, αλλά για κάποιο λόγο τα χέρια του σφίχτηκαν, ώσπου αυτή η λαβή ήταν το μόνο που τον κρατούσε όρθιο. Μόνο τότε κατάλαβε ότι κυλούσαν τα δάκρυά του, ότι έκλαιγε πάνω στο φόρεμά της σαν μωρό. Τι θα σκεφτόταν άραγε η Φάιλε γι' αυτόν; Άνοιξε το στόμα του για να της πει ότι ήταν εντάξει, να ζητήσει συγνώμη για το ξέσπασμα, αλλά δεν είπε αυτό τελικά. «Δεν μπορούσα να φτάσω πιο γρήγορα. Δεν μπορούσα... Δεν —» Έτριξε τα δόντια για να σταματήσει.

«Το ξέρω», μουρμούρισε αυτή, χαϊδεύοντάς του τα μαλλιά σαν να ήταν παιδί. «Το ξέρω».

Ήθελε να σταματήσει, αλλά όσο εκείνη του ψιθύριζε με κατανόηση, τόσο περισσότερο έκλαιγε αυτός, λες και τα χέρια της, τόσο τρυφερά πάνω στο κεφάλι του, έκαναν τα δάκρυά του να κυλούν.

Загрузка...