26 Οι Αφοσιωμένοι

Μπροστά ― και πίσω.

Ο Ανταν καθόταν στην αμμώδη γούβα σφίγγοντας τα παιδιά του νεκρού γιου του, που έκλαιγαν και έκρυβαν τα μάτια τους με το σχισμένο σακάκι του. Και στο δικό του πρόσωπο κυλούσαν δάκρυα, σιωπηλά όμως, ενώ κοίταζε προσεκτικά από το χείλος. Έχοντας ηλικία πέντε και έξι χρόνων, αντίστοιχα, η Μαίγκραν και ο Λιούιν είχαν δικαίωμα να κλάψουν· ο Άνταν είχε ξαφνιαστεί που και του ίδιου του είχαν απομείνει δάκρυα.

Μερικές άμαξες καίγονταν. Οι νεκροί κείτονταν όπου είχαν πέσει. Είχαν ήδη διώξει τα άλογα, με εξαίρεση εκείνα που ήταν ζεμένα σε κάποιες άμαξες που είχαν αδειάσει στο έδαφος. Αυτή τη φορά η προσοχή του δεν στράφηκε πρώτα στα κιβώτια που είχαν εμπιστευτεί οι Άες Σεντάι στο Αελ, τα οποία είχαν αναποδογυρίσει στο χώμα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε αυτό το θέαμα, ούτε η πρώτη φορά που έβλεπε νεκρό Αελίτη, αλλά τώρα δεν τον ένοιαζε. Οι άντρες με τα σπαθιά, τα δόρατα και τα τόξα, οι άντρες που είχαν διαπράξει το αιματοκύλισμα, φόρτωναν τις άδειες άμαξες. Με γυναίκες. Είδε τη Ρέα, την κόρη του, να τη σπρώχνουν σε μια άμαξα μαζί με τις άλλες, να τις στριμώχνουν σαν ζώα αυτοί οι γελαστοί φονιάδες. Ήταν η τελευταία απ' όλα τα παιδιά του. Ο Έλγουιν είχε πεθάνει από την πείνα στα δέκα, η Σορέλε στα είκοσι, από έναν πυρετό που είχε δει στο όνειρο ότι θα πάθαινε, και ο Τζάρεν είχε πέσει στο γκρεμό πριν από ένα χρόνο, στα δεκαεννιά του, όταν είχε ανακαλύψει ότι μπορούσε να διαβιβάζει. Ο Μάριντ εκείνο το πρωί.

Του ήρθε να ουρλιάξει. Να τρέξει και να τους εμποδίσει να πάρουν το τελευταίο παιδί του. Να τους εμποδίσει με κάποιον τρόπο. Κι αν το έκανε; Θα τον σκότωναν και θα έπαιρναν και πάλι τη Ρέα. Μπορεί να σκότωναν και τα παιδιά. Μερικά από τα πτώματα που κυλιόνταν στο ίδιο τους το αίμα ήταν μικρά.

Η Μαίγκραν τον έσφιξε, σαν να είχε νιώσει ότι υπήρχε περίπτωση να την αφήσει, ενώ το κορμάκι του Λιούιν τεντώθηκε, σαν να ήθελε να τον αγκαλιάσει πιο δυνατά, αλλά να συγκρατήθηκε επειδή πίστευε ότι ήταν μεγάλος για κάτι τέτοιο. Ο Άνταν έσιαξε τα μαλλιά τους και συνέχισε να κρατά τα πρόσωπά τους στο στέρνο του. Πίεσε τον εαυτό να συνεχίσει να κοιτάζει, ώσπου οι άμαξες έφυγαν περικυκλωμένες από καβαλάρηδες που ζητωκραύγαζαν, ακολουθώντας τα άλογα που χάνονταν στον ορίζοντα, στο δρόμο προς τα ομιχλώδη βουνά.

Μόνο τότε σηκώθηκε και άφησε τα παιδιά, που ήταν κολλημένα πάνω του. «Περιμένετέ με εδώ», είπε. «Περιμένετε μέχρι να γυρίσω». Αγκαλιασμένα μεταξύ τους, τον κοίταξαν με κάτασπρα πρόσωπα, γεμάτα δάκρυα, κι ένευσαν αβέβαια.

Πλησίασε ένα πτώμα και το αναποδογύρισε απαλά. Η Σίντρε έμοιαζε να κοιμάται, το πρόσωπό της ήταν ακριβώς όπως το έβλεπε κάθε πρωί που ξυπνούσε. Πάντα ξαφνιαζόταν όταν πρόσεχε τις γκρίζες τρίχες στα χρυσοκόκκινα μαλλιά της· ήταν η αγάπη του, η ζωή του, πάντα νέα και καινούρια γι' αυτόν. Προσπάθησε να μην κοιτάξει το αίμα που λέρωνε μπροστά το φόρεμά της, ή τη χαίνουσα πληγή κάτω από τα στήθια της.

«Τι λες να κάνεις τώρα, Άνταν; Πες το μας! Τι;»

Παραμέρισε τα μαλλιά από το πρόσωπό της —της άρεσε να είναι συμμαζεμένη― και σηκώθηκε, γυρνώντας αργά για να αντιμετωπίσει τους θυμωμένους, φοβισμένους άντρες που στέκονταν ο ένας κολλημένος πάνω στον άλλο. Αρχηγός τους ήταν ο Σούλγουιν, ένας ψηλός με μάτια χωμένα βαθιά στις κόγχες τους. Είχε αφήσει τα μαλλιά του να μακρύνουν, σαν να ήθελε να κρύψει ότι ήταν Αελίτης. Το ίδιο είχαν κάνει και μερικοί άντρες ακόμα. Δεν τους είχε βοηθήσει, ούτε με αυτούς τους τελευταίους επιδρομείς, ούτε και με τους προηγούμενους.

«Λέω να θάψουμε τους νεκρούς μας και να συνεχίσουμε, Σούλγουιν». Το βλέμμα του στράφηκε πάλι προς τη Σίντρε. «Τι άλλο;»

«Να συνεχίσουμε, Άνταν; Πώς μπορούμε να συνεχίσουμε; Δεν έχουμε άλογα· δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου νερό, ούτε τρόφιμα. Το μόνο που μας έμεινε είναι άμαξες γεμάτες πράγματα, τα οποία οι Άες Σεντάι δεν θα έρθουν ποτέ να πάρουν. Τι είναι, Άνταν; Τι είναι, που πρέπει να δώσουμε τις ζωές μας για να τα κουβαλήσουμε στην άλλη άκρη του κόσμου, που φοβόμαστε ακόμα και να τα ακουμπήσουμε; Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε όπως πριν!»

«Μπορούμε!» φώναξε ο Άνταν. «Θα συνεχίσουμε! Έχουμε πόδια· έχουμε πλάτες. Θα σύρουμε εμείς τις άμαξες, αν χρειαστεί. Θα είμαστε πιστοί στο καθήκον μας!» Ξαφνιάστηκε βλέποντας ότι κράδαινε μπροστά τη γροθιά του. Μια γροθιά. Το χέρι του τρεμούλιασε καθώς το άνοιγε και το χαμήλωνε.

Ο Σούλγουιν έκανε ένα βήμα πίσω και ύστερα στύλωσε τα πόδια μαζί με τους συντρόφους του. «Όχι, Άνταν. Προοριζόμαστε να βρούμε ένα μέρος ασφαλές και είμαστε μερικοί που θέλουμε να κάνουμε αυτό ακριβώς. Ο παππούς μου έλεγε ιστορίες, που είχε ακούσει όταν ήταν παιδί, ιστορίες για τότε που ζούσαμε ασφαλείς και ο κόσμος ερχόταν να μας ακούσει να τραγουδάμε. Θέλουμε να βρούμε ένα μέρος που θα είμαστε ασφαλείς και θα μπορούμε πάλι να τραγουδάμε».

«Να τραγουδάτε;» κάγχασε ο Άνταν. «Τις έχω ακούσει κι εγώ αυτές τις παλιές ιστορίες, που έλεγαν πόσο θαυμαστά ήταν τα τραγούδια των Αελιτών, αλλά δεν τα ξέρουμε ούτε εσύ, ούτε εγώ. Εκείνα τα παλιά τραγούδια χάθηκαν, οι παλιοί καιροί πέρασαν. Δεν θα εγκαταλείψουμε το καθήκον μας στις Άες Σεντάι για να κυνηγήσουμε αυτό που χάθηκε παντοτινά».

«Μερικοί αυτό θα κάνουμε, Άνταν». Οι άλλοι πίσω από τον Σούλγουιν ένευσαν. «Θέλουμε να βρούμε αυτό το ασφαλές μέρος. Και τα τραγούδια, επίσης. Και θα τα βρούμε!»

Ένας δυνατός πάταγος έκανε τον Άνταν να γυρίσει απότομα το κεφάλι. Κάποιοι πιστοί φίλοι του Σούλγουιν ξεφόρτωναν μια άμαξα· ένα μεγάλο, μακρόστενο κιβώτιο είχε πέσει κάτω και είχε μισανοίξει, αποκαλύπτοντας κάτι που έμοιαζε με γυαλισμένη κάσα πόρτας από σκούρα κοκκινόπετρα. Κάποιοι άλλοι φίλοι του Σούλγουιν άδειαζαν και τις υπόλοιπες άμαξες. Τουλάχιστον το ένα τέταρτο των ανθρώπων που έβλεπε είχαν πιάσει και άδειαζαν τις άμαξες από τα πάντα, αφήνοντας μόνο τα τρόφιμα και το νερό.

«Μην προσπαθήσεις να μας σταματήσεις», τον προειδοποίησε ο Σούλγουιν.

Ο Άνταν ξέσφιξε πάλι τη γροθιά του. «Δεν είστε Αελίτες», είπε. «Προδώσατε τα πάντα. Ό,τι και να είστε, δεν είστε πια Αελίτες!»

«Κρατάμε την Οδό του Φύλλου, όπως κι εσύ, Άνταν».

«Φύγετε!» φώναξε ο Άνταν. «Φύγετε! Δεν είστε Αελίτες! Είστε ξεστρατισμένοι! Ξεστρατίσατε! Δεν θέλω ούτε να σας βλέπω! Φύγετε!» Ο Σούλγουιν και οι άλλοι έτρεξαν μακριά, σκοντάφτοντας πάνω στη βιάση τους να απομακρυνθούν από αυτόν.

Η καρδιά του πόνεσε καθώς εξέταζε τις άμαξες και τους νεκρούς, που κείτονταν ανάμεσα στα συντρίμμια. Τόσοι νεκροί, τόσοι τραυματίες, που βογκούσαν καθώς οι άλλοι τους περιποιούνταν. Ο Σούλγουιν και οι ξεστρατισμένοι του έδειχναν κάποια προσοχή καθώς ξεφόρτωναν. Οι άντρες με τα σπαθιά έσπαζαν τα κιβώτια, μέχρι που κατάλαβαν ότι δεν είχαν χρυσάφι μέσα, ούτε τρόφιμα. Τα τρόφιμα ήταν πιο πολύτιμα από το χρυσάφι. Ο Άνταν περιεργάστηκε την πόρτα, τους σωρούς των πέτρινων αγαλματιδίων, τις παράξενες, κρυστάλλινες μορφές που στέκονταν ανάμεσα σε βλαστάρια τσόρα σε γλάστρες, όλα άχρηστα για τον Σούλγουιν και τους δικούς του. Άραγε ήταν χρήσιμα για κανέναν; Σ' αυτά ήταν πιστοί; Αν ναι, τότε ας γινόταν έτσι. Κάποια μπορούσαν να τα σώσουν. Δεν ήξερε τι απ' αυτά θα θεωρούσαν σημαντικότερα οι Άες Σεντάι, αλλά μερικά μπορούσαν να σωθούν.

Είδε τη Μαίγκραν και τον Λιούιν να σφίγγουν τα φουστάνια της μητέρας τους. Χάρηκε βλέποντας ότι η Σάραλιν ήταν ζωντανή για να τα φροντίσει· ο τελευταίος του γιος, ο σύζυγός της, ο πατέρας των παιδιών, είχε πεθάνει από το πρώτο βέλος που εκτοξεύτηκε το ίδιο πρωί. Κάποιοι μπορούσαν να σωθούν. Θα έσωζε τους Αελίτες, όποιο κι αν ήταν το κόστος.

Γονάτισε και πήρε τη Σίντρε στην αγκαλιά του. «Είμαστε ακόμα πιστοί, Άες Σεντάι», ψιθύρισε. «Πόσο ακόμα θα πρέπει να είμαστε πιστοί;» Έσκυψε το κεφάλι στον κόρφο της συζύγου του και έκλαψε.


Τσουχτερά δάκρυα γέμισαν τα μάτια του Ραντ· σιωπηλά, σχημάτισε τη λέξη «Σίντρε» με τα χείλη του. Η Οδός του Φύλλου; Δεν ήταν αυτή η πίστη των Αελιτών. Δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά· δεν μπορούσε να σκεφτεί σχεδόν καθόλου. Τα φώτα στριφογύριζαν ολοένα και γρηγορότερα. Πλάι του, το στόμα του Μουράντιν ήταν ανοιχτό σε ένα άηχο ουρλιαχτό· τα μάτια του Αελίτη ήταν γουρλωμένα, σαν να έβλεπε το τέλος των πάντων. Έκαναν μαζί ένα βήμα μπροστά.


Ο Τζονάι στεκόταν στο χείλος ενός γκρεμού, που έβλεπε στα δυτικά, πάνω από τα νερά στα οποία λαμπύριζε ο ήλιος. Εκατό λεύγες προς εκείνη την κατεύθυνση βρισκόταν η Κομέλ. Κάποτε. Η Κομέλ ήταν ριζωμένη στα βουνά που δέσποζαν στη θάλασσα. Εκατό λεύγες προς τα δυτικά, όπου τώρα απλωνόταν η θάλασσα. Αν ζούσε η Αλνόρα, ίσως να του ήταν ευκολότερο να το αποδεχτεί. Χωρίς τα όνειρά της, σχεδόν δεν ήξερε πού να πάει και τι να κάνει. Χωρίς αυτή σχεδόν δεν ήθελε να ζήσει. Ένιωθε κάθε τρίχα των γκρίζων μαλλιών του, καθώς έστριβε για να γυρίσει με βαρύ βήμα στις άμαξες, που περίμεναν ένα μίλι πιο πέρα. Οι άμαξες ήταν λιγότερες τώρα και η φθορά φαινόταν. Και οι άνθρωποι, επίσης, ήταν λιγότεροι, μερικές χιλιάδες, εκεί που παλιά ήταν δεκάδες χιλιάδες. Και πάλι, όμως, ήταν πολλοί για τις άμαξες που έμεναν. Εκεί τώρα είχαν μόνο τα παιδιά που ήταν μικρά και δεν περπατούσαν ακόμα.

Ο Άνταν τον συνάντησε στην πρώτη άμαξα· ήταν ένας ψηλός νεαρός, συνεχώς με ένα επιφυλακτικό βλέμμα στα γαλάζια μάτια του. Ο Τζονάι πάντα περίμενε ότι, αν κοίταζε ολόγυρα ξαφνικά, θα έβλεπε τον Γουίλιμ. Μα βέβαια είχαν διώξει τον Γουίλιμ, χρόνια πριν, όταν είχε αρχίσει να διαβιβάζει και δεν μπορούσε να το σταματήσει, όσο σκληρά κι αν πάλευε. Ο κόσμος ακόμα είχε πάρα πολλούς άντρες που διαβίβαζαν· έπρεπε να διώχνουν τα αγόρια που έδειχναν τα σημάδια. Έπρεπε. Ακόμα, όμως, ευχόταν να είχε τα παιδιά του. Πότε είχε πεθάνει η Εσόλε; Τι μικρό κορμάκι για να το χώσεις σε μια βιαστικά σκαμμένη τρύπα, που το είχε λιώσει η αρρώστια μιας και δεν είχαν Άες Σεντάι για να τη Θεραπεύσουν.

«Ήρθαν Ογκιρανοί, πατέρα», είπε ενθουσιασμένος ο Άνταν. Ο Τζονάι υποψιαζόταν ότι ο γιος του ανέκαθεν θεωρούσε ότι τα παραμύθια για Ογκιρανούς ήταν αυτό ακριβώς, παραμύθια. «Ήρθαν από το βορρά».

Ο Άνταν τον οδήγησε σε μια ταλαιπωρημένη ομάδα, που είχε το πολύ πενήντα Ογκιρανούς με ρουφηγμένα μάγουλα, λυπημένα μάτια και κρεμασμένα, φουντωτά αφτιά. Είχε συνηθίσει τα τραβηγμένα πρόσωπα των δικών του και τα τριμμένα, μπαλωμένα ρούχα τους, αλλά έμεινε κατάπληκτος όταν είδε το ίδιο και στους Ογκιρανούς. Εντούτοις, έπρεπε να νοιαστεί για τους ανθρώπους του και να κάνει το καθήκον του προς τις Άες Σεντάι. Πόσο καιρό είχε να δει Άες Σεντάι; Ήταν λίγο μετά το θάνατο της Αλνόρα. Πολύ αργά για την Αλνόρα. Η γυναίκα εκείνη είχε Θεραπεύσει τους αρρώστους που ζούσαν ακόμα, είχε πάρει μερικά σα’ανγκριάλ και είχε συνεχίσει το δρόμο της, γελώντας πικρά όταν αυτός την είχε ρωτήσει αν υπήρχε τόπος ασφαλής. Το φόρεμά της ήταν μπαλωμένο, ο ποδόγυρος ξεφτισμένος. Μπορεί και να μην είχε τα λογικά της. Είχε ισχυριστεί ότι ένας από τους Αποδιωγμένους δεν ήταν ολότελα παγιδευμένος, ή μπορεί και καθόλου· ο Ισαμαήλ ακόμα άγγιζε τον κόσμο, είχε πει. Σίγουρα ήταν εξίσου τρελή με τους εναπομείναντες άντρες Άες Σεντάι.

Ξανάφερε το νου του στους Ογκιρανούς, που στέκονταν εκεί μπροστά, ταλαντευόμενοι πάνω στα μακριά πόδια τους. Οι σκέψεις του λοξοδρομούσαν συχνά μετά το θάνατο της Αλνόρα. Οι Ογκιρανοί είχαν ψωμιά και γαβάθες στα χέρια. Του έκανε κατάπληξη η σουβλιά του θυμού που ένιωσε, επειδή κάποιος τους είχε προσφέρει από τα λιγοστά τρόφιμά τους. Πόσοι από τους ανθρώπους του θα χόρταιναν μ' αυτά που μπορούσαν να φάνε πενήντα Ογκιρανοί; Όχι. Η Οδός έλεγε να μοιράζεσαι. Να δίνεις ελεύθερα. Εκατό άνθρωποι; Διακόσιοι;

«Έχετε βλαστάρια τσόρα», είπε ένας Ογκιρανός. Τα χοντρά δάχτυλα του χάιδεψαν απαλά τα τριμερή φύλλα των δύο φυτών στις γλάστρες, που ήταν δεμένες στο πλάι μιας άμαξας.

«Μερικά», είπε κοφτά ο Άνταν. «Μαραίνονται, όμως στο μεταξύ οι παλιοί παίρνουν καινούρια βλαστάρια». Δεν του περίσσευε καιρός να ασχολείται με δέντρα. Έπρεπε να προσέχει τους ανθρώπους του. «Πόσο άσχημα είναι στο βορρά;»

«Άσχημα», απάντησε μια Ογκιρανή. «Οι Τόποι της Μάστιγας απλώνονται προς το νότο και υπάρχουν Μυρντράαλ και Τρόλοκ».

«Νόμιζα ότι είχαν πεθάνει». Όχι στο βορρά, λοιπόν. Δεν μπορούσαν να συνεχίσουν προς το βορρά. Νότια; Η Θάλασσα του Τζέρεν ήταν δέκα μέρες δρόμο προς το νότο. Ή μήπως δεν ήταν πια; Ήταν κουρασμένος. Πολύ κουρασμένος.

«Ήρθατε από τα ανατολικά;» ρώτησε ένας άλλος Ογκιρανός. Σκούπισε τη γαβάθα του με μια κόρα ψωμί και την καταβρόχθισε. «Πώς είναι στα ανατολικά;»

«Άσχημα», αποκρίθηκε ο Τζονάι. «Όμως μπορεί για σας να μην είναι τόσο άσχημα. Πριν από δέκα ― όχι, δώδεκα μέρες, κάποιοι πήραν το ένα τρίτο των αλόγων μας, πριν προλάβουμε να διαφύγουμε. Αναγκαστήκαμε να παρατήσουμε άμαξες». Αυτό τον πονούσε. Είχαν αφήσει πίσω άμαξες και ό,τι είχαν μέσα. Είχαν παρατήσει τα πράγματα που οι Άες Σεντάι είχαν αφήσει στη φροντίδα των Αελιτών. Το χειρότερο ήταν ότι δεν γινόταν για πρώτη φορά. «Σχεδόν όλοι όσοι ανταμώνουμε παίρνουν πράγματα, ό,τι θέλουν. Ίσως, όμως, να μην κάνουν το ίδιο σε Ογκιρανούς».

«Ίσως», είπε μια Ογκιρανή, σαν να μην το πίστευε ιδιαίτερα. Ο Τζονάι δεν ήξερε αν το πίστευε ο ίδιος· δεν υπήρχε ασφαλές μέρος. «Ξέρετε πού είναι κάποιο στέντιγκ;»

Ο Τζονάι έμεινε να την κοιτάζει. «Όχι. Όχι, δεν ξέρω. Αλλά σίγουρα εσείς μπορείτε να βρείτε ένα στέντιγκ».

«Περπατάμε τόσο δρόμο, τόσο καιρό», είπε ένας Ογκιρανός ανάμεσα στους υπόλοιπους. «Η γη έχει αλλάξει πάρα πολύ», πρόσθεσε ένας άλλος με ένα λυπημένο μπουμπουνητό.

«Νομίζω ότι πρέπει να βρούμε στέντιγκ σύντομα, αλλιώς θα πεθάνουμε», είπε η πρώτη Ογκιρανή. «Νιώθω... μια λαχτάρα... στα κόκαλά μου. Πρέπει να βρούμε ένα στέντιγκ. Πρέπει».

«Δεν μπορώ να σας βοηθήσω», έκανε λυπημένα ο Τζονάι. Ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος. Η γη άλλαζε, γινόταν αγνώριστη και ύστερα άλλαζε ξανά, έτσι που η πεδιάδα που είχες ταξιδέψει πέρυσι μπορεί φέτος να ήταν οροσειρά. Οι Τόποι της Μάστιγας μεγάλωναν. Οι Μυρντράαλ και οι Τρόλοκ ζούσαν ακόμα. Οι άνθρωποι έκλεβαν, άνθρωποι με πρόσωπα σαν ζώων, άνθρωποι που δεν αναγνώριζαν τους Ντα'σάιν, ή δεν τους ήξεραν. Η ανάσα του έβγαινε με δυσκολία. Οι Ογκιρανοί, χαμένοι. Οι Αελίτες, χαμένοι. Όλα είχαν χαθεί. Το σφίξιμο έγινε πόνος και σωριάστηκε στα γόνατα, διπλωμένος στα δύο, πιάνοντας το στήθος του. Μια λαβή είχε τυλιχτεί γύρω από την καρδιά του και τη ζουλούσε.

Ο Άνταν γονάτισε δίπλα του ανήσυχος. «Πατέρα, τι έχεις; Τι έγινε; Τι μπορώ να κάνω;»

Ο Τζονάι κατάφερε να πιάσει τον τριμμένο γιακά του γιου του και να τραβήξει κοντά το πρόσωπό του. «Πάρε... τους ανθρώπους μας... στο νότο». Πίεσε τις λέξεις να βγουν, ανάμεσα σε σπασμούς που έμοιαζαν να του ξεριζώνουν την καρδιά.

«Πατέρα, εσύ θα τους —»

«Άκουσε. Άκουσε! Πάρε τους... νότια. Πήγαινε... τους Αελίτες... σε ασφαλές μέρος. Να τηρείς... το Σύμφωνο. Φύλαγε... αυτά που μας έδωσαν... οι Άες Σεντάι... μέχρι να... γυρίσουν... να τα πάρουν. Η Οδός... του Φύλλου. Πρέπει να —» Είχε προσπαθήσει. Σίγουρα η Σολίντα Σεντάι θα καταλάβαινε. Είχε προσπαθήσει. Αλνόρα.


Αλνόρα. Το όνομα έσβησε, ο πόνος στο στήθος του Ραντ χαλάρωσε. Δεν ήταν λογικό. Δεν ήταν καθόλου λογικό. Πώς μπορεί αυτοί οι άνθρωποι να ήταν Αελίτες;

Οι κολώνες άστραψαν με εκτυφλωτικούς παλμούς. Ο αέρας σάλεψε, στροβιλίστηκε.

Πλάι του, το στόμα του Μουράντιν ήταν ορθάνοιχτο σε μια προσπάθεια να ουρλιάξει. Ο Αελίτης τραβούσε το πέπλο, έγδερνε το πρόσωπό του, αφήνοντας βαθιές, ματωμένες χαρακιές.

Μπροστά.


Ο Τζονάι προχωρούσε με βιάση στους άδειους δρόμους, προσπαθώντας να μην κοιτάζει τα τσακισμένα κτίρια και τα νεκρά δέντρα τσόρα. Όλα ήταν νεκρά. Τουλάχιστον είχαν μεταφέρει αλλού το τελευταίο από τα τζο-κάρ, που ήταν τόσο καιρό παρατημένα. Οι μετασεισμοί ακόμα έκαναν το έδαφος κάτω από τα πόδια του να ριγεί. Φορούσε τα ρούχα της δουλειάς του, το καντιν'σόρ φυσικά, αν και η δουλειά που του είχαν αναθέσει δεν ήταν απ' αυτές για τις οποίες είχε εκπαιδευτεί. Ήταν εξήντα τριών χρόνων, στο άνθος της ηλικίας του, όχι ακόμα αρκετά μεγάλος για να έχει γκρίζες τρίχες, αλλά ένιωθε σαν κουρασμένος γέρος.

Κανένας δεν τον σταμάτησε όταν μπήκε στην Αίθουσα των Υπηρετών· δεν υπήρχε κανείς στη μεγάλη, γεμάτη κολώνες αίθουσα για να τον σταματήσει ή να τον χαιρετήσει. Πολύς κόσμος χιμούσε μέσα, με τα χέρια γεμάτα χαρτιά ή κουτιά, με αγωνία στα μάτια, όμως κανείς δεν τον κοίταξε. Έμοιαζαν πανικόβλητοι, μια αίσθηση που δυνάμωνε κάθε φορά που σειόταν το έδαφος. Ανήσυχος, πέρασε τον προθάλαμο και ανέβηκε σχεδόν τρέχοντας τα πλατιά σκαλοπάτια. Υπήρχαν λεκέδες από λάσπη στην ασημόλευκη ελόπετρα. Κανένας δεν είχε χρόνο. Ίσως κανένας να μη νοιαζόταν.

Δεν χρειαζόταν να χτυπήσει την πόρτα που έψαχνε. Δεν ήταν μια από τις μεγάλες, επίχρυσες θύρες μιας αίθουσας για συγκεντρώσεις, αλλά μια πόρτα απλή και διακριτική. Μπήκε μέσα ήσυχα, όμως, και χάρηκε γι' αυτό. Πέντ' έξι Άες Σεντάι στέκονταν γύρω από το μακρύ τραπέζι συζητώντας και, απ' ό,τι φαινόταν, δεν έδιναν σημασία στους κραδασμούς του κτιρίου. Ήταν όλες γυναίκες.

Ανατρίχιασε, αναρωτήθηκε αν οι άντρες θα παρευρίσκονταν ποτέ ξανά σε μια τέτοια συνάντηση. Όταν είδε τι βρισκόταν πάνω στο τραπέζι, η ανατριχίλα έγινε βίαιο ρίγος. Ένα κρυστάλλινο σπαθί —ίσως ένα αντικείμενο Δύναμης, ίσως μόνο ένα διακοσμητικό· ο ίδιος δεν ήξερε να πει― συγκρατούσε τη σημαία του Δράκοντα, του Λουζ Θέριν του Σφαγέα, που χυνόταν στο πάτωμα σαν τραπεζομάντιλο. Η καρδιά του σφίχτηκε. Τι γύρευε αυτό εδώ; Γιατί δεν είχε καταστραφεί και μαζί του η ανάμνηση εκείνου του καταραμένου;

«Τι να την κάνουμε την Πρόβλεψή σου», έλεγε η Οσέλε σχεδόν φωνάζοντας, «αφού δεν μας λέει πότε;» Τα μακριά, μαύρα μαλλιά της κουνιόνταν καθώς έτρεμε από το θυμό. «Όλος ο κόσμος εξαρτάται απ' αυτό! Το μέλλον! Ο ίδιος ο Τροχός!»

Η μαυρομάτα η Ντέιντρε την αντιμετώπισε με την αναμενόμενη γαλήνη. «Δεν είμαι ο Δημιουργός. Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι αυτό που Προβλέπω».

«Ειρήνη, αδελφές». Η Σολίντα ήταν η πιο γαλήνια απ' όλες· φορούσε μια παλιομοδίτικη εσθήτα από στράιθ, τόσο λεπτή που έμοιαζε με ανοιχτογάλανη ομίχλη. Τα κόκκινα σαν τον ήλιο μαλλιά της, που χύνονταν ως τη μέση, έμοιαζαν πολύ στο χρώμα με τα μαλλιά του. Ο παππούς του είχε την υπηρετήσει όταν ήταν νέος, όμως αυτή έμοιαζε μικρότερη κι από τον ίδιο τον Τζονάι· ήταν Άες Σεντάι. «Δεν είναι πια καιρός για προστριβές ανάμεσά μας. Ο Τζάρικ και ο Χάινταρ θα είναι αύριο εδώ».

«Άρα δεν έχουμε περιθώριο για λάθη, Σολίντα».

«Πρέπει να ξέρουμε...»

«Υπάρχει πιθανότητα να...;»

Ο Τζονάι έπαψε να τις ακούει. Όταν ήταν έτοιμες, θα τον έβλεπαν. Δεν ήταν ο μόνος στην αίθουσα, εκτός από τις Άες Σεντάι. Ο Σομέστα ήταν στον τοίχο δίπλα από την πόρτα, μια μεγάλη μορφή που έμοιαζε πλεγμένη από κληματσίδες και φύλλα, και το κεφάλι του, και παρ' όλο που καθόταν, ήταν πιο ψηλά από το κεφάλι του Τζονάι. Μια αυλακιά με μαραμένο καφετί και καρβουνιασμένο μαύρο χρώμα ανηφόριζε το πρόσωπο του Νυμιανού και χώριζε στα δύο τα πράσινα σαν γρασίδι μαλλιά του· όταν κοίταξε τον Τζονάι, τα καστανά μάτια του έδειχναν ανησυχία.

Όταν ο Τζονάι του έκανε νεύμα, ο Σομέστα άγγιξε με τα δάχτυλα τη χαρακιά και συνοφρυώθηκε. «Σε ξέρω;» είπε μαλακά.

«Είμαι φίλος σου», απάντησε λυπημένα ο Τζονάι. Χρόνια είχε να δει τον Σομέστα, αλλά είχε ακούσει γι' αυτόν. Οι περισσότεροι Νυμιανοί ήταν νεκροί, έτσι είχε μάθει. «Με έπαιρνες βόλτα στους ώμους σου, όταν ήμουν παιδί. Δεν θυμάσαι τίποτα;»

«Τραγούδια», είπε ο Σομέστα. «Μήπως τραγουδούσε κανείς; Έχουν χαθεί πάρα πολλά. Οι Άες Σεντάι λένε ότι κάποια πράγματα θα επιστρέψουν. Είσαι Τέκνο του Δράκοντα, σωστά;»

Ο Τζονάι μόρφασε. Αυτό το όνομα έφερνε μπελάδες ― ένας λόγος παραπάνω επειδή δεν ήταν αλήθεια. Αλλά πόσοι πολίτες τώρα πίστευαν ότι το Ντα'σάιν Άελ κάποτε υπηρετούσε τον Δράκοντα και κανέναν άλλο Άες Σεντάι;

«Τζονάι;»

Γύρισε όταν άκουσε τη φωνή της Σολίντα και έπεσε στο ένα γόνατο καθώς τον πλησίαζε. Οι άλλες ακόμα τσακώνονταν, αλλά πιο χαμηλόφωνα.

«Όλα είναι έτοιμα, Τζονάι;» τον ρώτησε.

«Όλα, Άες Σεντάι. Σολίντα Σεντάι...» Δίστασε και μετά πήρε μια βαθιά ανάσα. «Σολίντα Σεντάι, μερικοί θέλουμε να μείνουμε. Μπορούμε κι έτσι να υπηρετήσουμε».

«Ξέρεις τι έπαθαν οι Αελίτες στο Τζόρα;» Αυτός ένευσε κι εκείνη αναστέναξε· άπλωσε το χέρι και του χάιδεψε τα απαλά μαλλιά σαν να ήταν παιδάκι. «Φυσικά και ξέρεις. Εσείς οι Ντα'σάιν είστε πιο θαρραλέοι κι από... δέκα χιλιάδες Αελίτες, που πιάνονται από τα χέρια και τραγουδούν, προσπαθώντας να θυμίσουν σ' έναν τρελό ποιοι ήταν και ποιος ήταν αυτός, προσπαθώντας να τον σταματήσουν με τα κορμιά τους κι ένα τραγούδι. Ο Τζάρικ Μόντοραν τους σκότωσε. Στεκόταν εκεί, κοιτάζοντας σαν να έβλεπε ένα γρίφο, σκοτώνοντάς τους, κι αυτοί πύκνωναν τις γραμμές τους και τραγουδούσαν. Μου είπαν ότι μια ώρα άκουγε τον τελευταίο Αελίτη, πριν τον σκοτώσει. Και μετά το Τζόρα κάηκε, μια πελώρια φλόγα που κατάπιε πέτρα, μέταλλο και σάρκα. Υπάρχει ένα φύλλο γυαλιού εκεί όπου έστεκε κάποτε η δεύτερη λαμπρότερη πόλη στον κόσμο».

«Πολλοί άνθρωποι βρήκαν το χρόνο να διαφύγουν, Άες Σεντάι. Χάρη στους Ντα'σάιν. Δεν φοβόμαστε».

Το χέρι της έσφιξε τα μαλλιά του, τον πόνεσε. «Οι πολίτες ήδη εγκατέλειψαν το Πάαρεν Ντίσεν, Τζονάι. Εκτός αυτού, οι Ντα'σάιν έχουν να παίξουν ακόμα ένα ρόλο—δηλαδή αν η Ντέιντρε μπορούσε να δει αρκετά μακριά για να μας πει ποιον. Ούτως ή άλλως, θέλω να σώσω κάτι από δω κι αυτό το κάτι είστε εσείς».

«Ό,τι πεις», είπε αυτός απρόθυμα. «Θα φροντίσουμε αυτά που μας εμπιστεύτηκες, μέχρι να τα ξαναζητήσετε».

«Φυσικά. Τα πράγματα που σας δώσαμε». Του χαμογέλασε, ξέσφιξε το χέρι της και του ίσιωσε ξανά τα μαλλιά, πριν σταυρώσει τα χέρια. «Θα μεταφέρετε τα... πράγματα... σε ασφαλές σημείο, Τζονάι. Να μετακινείστε, να μετακινείστε διαρκώς, μέχρι να βρείτε ένα μέρος ασφαλές, όπου να μην μπορεί κανείς να σας πειράξει».

«Ό,τι πεις, Άες Σεντάι».

«Τι γίνεται με τον Κούμιν, Τζονάι; Ηρέμησε;»

Δεν ήξερε τι άλλο μπορούσε να κάνει παρά να της το πει· θα προτιμούσε να κόψει τη γλώσσα με τα δόντια του. «Ο πατέρας μου κρύβεται κάπου στην πόλη. Δοκίμασε να μας πείσει να... αντισταθούμε. Δεν άκουγε κουβέντα, Άες Σεντάι. Δεν άκουγε κουβέντα. Βρήκε κάπου μια παλιά αστραπολόγχη και...» Δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Περίμενε ότι η Λες Σεντάι θα θύμωνε, μα τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.

«Κρατήστε το Σύμφωνο, Τζονάι. Ακόμα κι αν χάσουν τα πάντα οι Ντα'σάιν, φρόντισε να ακολουθούν την Οδό του Φύλλου. Υποσχέσου το».

«Φυσικά, Άες Σεντάι», έκανε αυτός εμβρόντητος. Το Σύμφωνο ήταν οι Αελίτες και οι Αελίτες ήταν το Σύμφωνο· αν εγκατέλειπαν την Οδό, θα εγκατέλειπαν τη φύση τους. Ο Κούμιν ήταν μια παραφωνία. Ήταν παράξενος από παιδί, έτσι έλεγαν, σχεδόν καθόλου Αελίτης, αν και κανένας δεν ήξερε γιατί.

«Πήγαινε τώρα, Τζονάι. Θέλω αύριο να είστε μακριά από το Πάαρεν Ντίσεν. Και μην ξεχνάς: να μετακινείστε διαρκώς. Κρατήστε ασφαλές το Άελ».

Υποκλίθηκε γονατιστός όπως ήταν, αλλά εκείνη είχε ήδη ξαναμπεί στη διαφωνία.

«Μπορούμε να εμπιστευτούμε τον Κόνταμ και τους δικούς του, Σολίντα;»

«Πρέπει, Οσέλε. Είναι νεαροί και άπειροι, μα ελάχιστα τους άγγιξε το μόλυσμα και... Και δεν έχουμε άλλη επιλογή».

«Τότε θα κάνουμε ό,τι πρέπει. Το σπαθί ας περιμένει. Σομέστα, έχουμε μια δουλειά για τον τελευταίο Νυμιανό, αν μπορείς να το κάνεις. Σου ζητήσαμε πάρα πολλά· τώρα πρέπει να ζητήσουμε κι άλλα».

Ο Τζονάι υποκλίθηκε με επισημότητα, καθώς ο Νυμιανός σηκωνόταν και το κεφάλι του άγγιζε το ταβάνι. Ήταν ήδη απορροφημένες στα σχέδια τους και δεν τον κοίταζαν, αλλά τους απέτισε αυτή την τελευταία τιμή. Δεν πίστευε ότι θα τις ξανάβλεπε ποτέ.

Έτρεχε από την Αίθουσα των Υπηρετών ως έξω από την πόλη, εκεί που περίμενε η μεγάλη συγκέντρωση. Χιλιάδες άμαξες, σε δέκα σειρές, που κάλυπταν μια απόσταση δύο λεύγων, άμαξες φορτωμένες με τρόφιμα και βαρέλια με νερό, άμαξες φορτωμένες με τα κιβώτια που είχαν παραδώσει οι Άες Σεντάι στην ευθύνη των Αελιτών, ανγκριάλ, σα'ανγκριάλ και τερ'ανγκριάλ, όλα τα πράγματα που έπρεπε να γλιτώσουν από τα χέρια των αντρών που τρελαίνονταν καθώς χειρίζονταν τη Μία Δύναμη. Άλλοτε θα είχαν διαφορετικά μέσα να τα μεταφέρουν, τζο-κάρ και αλματίδια, αιωρίνες και πελώρια υψίπτερα. Τώρα θα έπρεπε να αρκεστούν στα άλογα και τις άμαξες που είχαν μαζέψει με κόπο. Ανάμεσα στις άμαξες στέκονταν οι άνθρωποι, αρκετοί για να γεμίσουν μια πόλη, όμως ήταν ίσως όλοι οι Αελίτες που είχαν απομείνει στον κόσμο.

Εκατό ήρθαν να τον ανταμώσουν, άντρες και γυναίκες, εκπρόσωποι, που απαιτούσαν να μάθουν αν οι Άες Σεντάι είχαν δώσει άδεια να μείνουν κάποιοι. «Όχι», τους είπε. Μερικοί έσμιξαν τα φρύδια απρόθυμα. «Πρέπει να υπακούσουμε. Είμαστε το Ντα’σάιν Άελ και υπακούμε τις Άες Σεντάι», πρόσθεσε αυτός.

Διαλύθηκαν και ξαναγύρισαν αργά στις άμαξές τους. Του φάνηκε ότι είχε ακούσει να αναφέρουν το όνομα του Κούμιν, αλλά έπνιξε αμέσως την ενόχληση. Έτρεξε στη δική του άμαξα, που βρισκόταν στην κεφαλή μιας από τις μεσαίες σειρές. Τα άλογα ήταν νευρικά εξαιτίας του εδάφους, που τρανταζόταν κατά διαστήματα.

Οι γιοι του ήταν ήδη στο κάθισμα ― ο Γουίλιμ, δεκαπέντε χρόνων, με τα γκέμια, και ο Άνταν, δέκα χρόνων, πλάι του, που χαμογελούσαν από τη νευρικότητα και την έξαψη. Η μικρή Εσόλε έπαιζε με μια κούκλα πάνω στο μουσαμά που είχαν στερεώσει στα πράγματά τους ― και, το σημαντικότερο, στα πράγματα που τους είχαν εμπιστευτεί οι Άες Σεντάι. Δεν υπήρχε χώρος στις άμαξες για κανέναν, εκτός από τους πολύ μικρούς και τους πολύ μεγάλους. Πίσω από το κάθισμα της άμαξας ήταν δώδεκα βλαστάρια τσόρα με ρίζες σε πήλινες γλάστρες, τα οποία θα φύτευαν όταν έβρισκαν ασφαλές μέρος. Ήταν ίσως ανοησία να κουβαλάνε κάτι τέτοιο, αλλά τα βλαστάρια δεν έλειπαν από καμία άμαξα. Ήταν κάτι από μια χαμένη εποχή· σύμβολο των καλύτερων καιρών που θα έρχονταν. Οι άνθρωποι χρειάζονταν ελπίδα και σύμβολα.

Η Αλνόρα περίμενε δίπλα στα άλογα· τα αστραφτερά, μαύρα μαλλιά χύνονταν στους ώμους της και του θύμιζαν την πρώτη φορά που την είχε δει, όταν ήταν κοπελίτσα. Τώρα, όμως, οι στενοχώριες είχαν χαράξει ρυτίδες γύρω από τα μάτια της.

Κατάφερε να της χαρίσει ένα χαμόγελο, κρύβοντας την ανησυχία που είχε στην καρδιά του. «Όλα θα πάνε καλά, σύζυγε της καρδιάς μου». Εκείνη δεν του απάντησε. «Ονειρεύτηκες;» πρόσθεσε αυτός.

«Ότι δεν θα είναι τώρα σύντομα», μουρμούρισε αυτή. «Όλα θα πάνε καλά, όλα θα πάνε καλά, τα πάντα των πάντων θα πάνε καλά». Χαμογέλασε νευρικά και του άγγιξε το μάγουλο. «Με σένα ξέρω ότι έτσι θα γίνει, σύζυγε της καρδιάς μου».

Ο Τζονάι κούνησε τα χέρια ψηλά πάνω από το κεφάλι του και το σήμα έτρεξε στις γραμμές σαν κύμα. Οι άμαξες ξεκίνησαν αργά και οι Αελίτες έφυγαν από το Πάαρεν Ντίσεν.


Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι. Πάρα πολλά. Οι αναμνήσεις στριμώχνονταν η μια πάνω στην άλλη. Ο αέρας έμοιαζε γεμάτος αστραπές. Ο άνεμος μάζευε σκόνη μέσα σε ανεμοστρόβιλους που χόρευαν. Ο

Μουράντιν είχε ανοίξει βαθιές αυλακιές στο πρόσωπό του· τώρα έσκαβε τα μάτια του. Μπροστά.


Ο Κούμιν ήταν γονατισμένος στην άκρη του οργωμένου χωραφιού, φορώντας τα ρούχα της δουλειάς —απλό, καφετί και γκρίζο σακάκι, κοντό, φαρδύ παντελόνι και μαλακές μπότες με κορδόνια― στη σειρά μαζί με άλλους σαν κι αυτόν, που περικύκλωναν το χωράφι, άντρες του Ντα'σάιν Άελ που απείχαν μεταξύ τους όσο αν άπλωνες δυο φορές τα χέρια, ενώ κάθε δέκα απ' αυτούς ήταν ένας Ογκιρανός, σ' όλο τον κύκλο. Μπορούσε να δει και το επόμενο χωράφι κυκλωμένο με τον ίδιο τρόπο, πέρα από τους στρατιώτες με τις αστραπολόγχες τους, που κάθονταν πάνω σε αρματωμένα τζο-κάρ. Μια αιωρίνα βούιζε ψηλά εκτελώντας περιπολία, μια θανατηφόρα, μαύρη, μεταλλική σφήκα με δυο άντρες μέσα. Ήταν δεκάξι χρόνων και οι γυναίκες είχαν κρίνει ότι επιτέλους η φωνή του ήταν αρκετά μπάσα για συμμετάσχει στο τραγούδισμα των οπόρων.

Οι στρατιώτες τον μάγευαν, άνθρωποι και Ογκιρανοί, με τον ίδιο τρόπο που θα τον μάγευε κι ένα πολύχρωμο, φαρμακερό φίδι. Σκότωναν. Ο παππούς του πατέρα του, ο Τσαρν, ισχυριζόταν ότι κάποτε δεν υπήρχαν στρατιώτες, αλλά ο Κούμιν δεν το πίστευε. Αν δεν υπήρχαν στρατιώτες, τότε ποιος θα σταματούσε τους Νυχτοκαβαλάρηδες και τους Τρόλοκ για να μη σκοτώσουν κανέναν; Φυσικά, ο Τσαρν υποστήριζε ότι τότε δεν υπήρχαν ούτε Μυρντράαλ και Τρόλοκ, Αποδιωγμένοι, ή Σκιόπλαστοι. Είχε πολλές ιστορίες που ισχυριζόταν ότι ήταν από έναν καιρό πριν από τους στρατιώτες, τους Νυχτοκαβαλάρηδες και τους Τρόλοκ, τότε που, όπως έλεγε, ο Σκοτεινός Άρχοντας του Τάφου ήταν παγιδευμένος και κανένας δεν ήξερε ούτε το όνομα του, ούτε τη λέξη «πόλεμος». Ο Κούμιν δεν μπορούσε να φανταστεί τέτοιο κόσμο· όταν είχε γεννηθεί, ο πόλεμος ήταν ήδη κάτι παλιό.

Απολάμβανε τις ιστορίες του Τσαρν, ακόμα κι όταν δεν μπορούσε να τις πιστέψει, αλλά μερικές απ' αυτές ήταν αφορμή για να κοιτάξει συνοφρυωμένος τον ηλικιωμένο ή να τον μαλώσει. Όπως όταν ισχυριζόταν ότι υπηρετούσε έναν Αποδιωγμένο κάποτε. Κι όχι έναν τυχαίο Αποδιωγμένο, αλλά την ίδια τη Λανφίαρ. Σαν να έλεγε ότι είχε υπηρετήσει τον Ισαμαήλ. Ο Κούμιν ευχόταν, αφού ο Τσαρν έπλαθε ιστορίες με το νου του, να έλεγε ότι είχε υπηρετήσει τον Λουζ Θέριν, το μεγάλο ηγέτη. Φυσικά, όλοι θα ρωτούσαν γιατί δεν υπηρετούσε τον Δράκοντα τώρα, αλλά αυτό θα ήταν προτιμότερο από την παρούσα κατάσταση. Του Κούμιν δεν του άρεσε ο τρόπος που οι πολίτες κοίταζαν τον Τσαρν, όταν έλεγε ότι η Λανφίαρ δεν ήταν πάντα με το μέρος του κακού.

Κάτι σάλεψε στην άκρη του χωραφιού και ο Κούμιν κατάλαβε ότι ερχόταν ο Νυμιανός. Η μεγάλη μορφή, που το κεφάλι, οι ώμοι και ο κορμός της ξεπερνούσαν το ύψος ενός Ογκιρανού, πάτησε στο σπαρμένο έδαφος και ο Κούμιν ήξερε, χωρίς να δει, ότι τα χνάρια του ήταν γεμάτα βλαστάρια. Ήταν ο Σομέστα, περικυκλωμένος από ένα σύννεφο πεταλούδες, λευκές και κίτρινες και γαλάζιες. Μουρμουρητά όλο έξαψη ακούστηκαν από τους κατοίκους της πόλης και από τους ιδιοκτήτες των χωραφιών, που είχαν μαζευτεί για να δουν. Τώρα κάθε χωράφι θα είχε τον Νυμιανό του.

Ο Κούμιν αναρωτήθηκε αν μπορούσε να ρωτήσει τον Σομέστα κάτι για τις ιστορίες του Τσαρν. Του είχε μιλήσει κάποτε και ο Σομέστα ήταν τόσο μεγάλος, που θα ήξερε αν ο Τσαρν έλεγε αλήθεια· οι Νυμιανοί ήταν μεγαλύτεροι απ' όλους. Κάποιοι έλεγαν ότι οι Νυμιανοί δεν πέθαιναν ποτέ, όσο εξακολουθούσαν να μεγαλώνουν τα φυτά. Μα τέτοια ώρα τι ήθελε και σκεφτόταν να ρωτήσει τον Νυμιανό;

Ο Ογκιρανός έκανε την αρχή, όπως άρμοζε, και σηκώθηκε για να τραγουδήσει με δυνατά, μπάσα μπουμπούνητά, σαν να τραγουδούσε η γη. Σηκώθηκαν και οι Αελίτες, αντρικές φωνές στο δικό τους τραγούδι, αλλά ακόμα και η πιο βαριά φωνή ήταν πιο ψιλή από του Ογκιρανού. Τα τραγούδια πλέχτηκαν μαζί και ο Σομέστα πήρε εκείνα τα νήματα και τα ύφανε στο χορό του, γλιστρώντας στο χωράφι με πλατιές δρασκελιές και τα χέρια απλωμένα, ενώ οι πεταλούδες στροβιλίζονταν ολόγυρά του και άγγιζαν τα ανοιγμένα ακροδάχτυλά του.

Ο Κούμιν άκουγε το τραγούδισμα των σπόρων στα άλλα χωράφια, άκουγε τις γυναίκες να χτυπάνε παλαμάκια για να ενθαρρύνουν τους άντρες, με ρυθμούς που ήταν το καρδιοχτύπι μιας καινούριας ζωής, αλλά το κατάλαβε σ' ένα μακρινό σημείο του μυαλού του. Το τραγούδι τον παρέσυρε και σχεδόν ένιωσε ότι ο Σομέστα ύφαινε αυτόν στο χώμα και γύρω από τους σπόρους, όχι τους ήχους που έκανε. Όμως δεν ήταν πια σπόροι. Τα βλαστάρια ζεμάις γέμιζαν το χωράφι κι ήταν ψηλότερα εκεί που είχε πατήσει το πόδι του Νυμιανού. Καμία μάστιγα δεν θα άγγιζε αυτά τα φυτά, κανένα έντομο· ήταν τραγουδισμένος σπόρος και στο τέλος θα είχαν το διπλό ύψος από άνθρωπο και θα γέμιζαν τις σιταποθήκες της πόλης. Γι' αυτό είχε γεννηθεί, γι' αυτό το τραγούδι και για τα άλλα τραγούδια των σπόρων. Δεν μετάνιωνε για το γεγονός ότι οι Άες Σεντάι τον είχαν απορρίψει όταν ήταν δέκα χρόνων, λέγοντας ότι του έλειπε η σπίθα. Θα ήταν υπέροχο αν είχε εκπαιδευτεί ως Άες Σεντάι, σίγουρα όχι όμως περισσότερο από αυτή τη στιγμή.

Το τραγούδι έσβησε αργά, ενώ οι Αελίτες το καθοδηγούσαν στο τέλος του. Ο Σομέστα έκανε μερικά βήματα ακόμα, όταν έπαψαν και οι τελευταίες φωνές· όσο χόρευε, το τραγούδι έμοιαζε να κρέμεται ακόμα αμυδρά στον αέρα. Ύστερα ο Νυμιανός σταμάτησε και το τραγούδι τελείωσε.

Ο Κούμιν ξαφνιάστηκε βλέποντας ότι οι άνθρωποι της πόλης είχαν φύγει, αλλά δεν πρόλαβε να αναρωτηθεί πού είχαν πάει και γιατί. Έρχονταν οι γυναίκες γελώντας για να συγχαρούν τους άντρες. Τώρα ήταν άντρας κι αυτός, όχι αγόρι, παρ' όλο που άλλες τον φιλούσαν στα χείλη κι άλλες· του ανακάτευαν τα κοντά, κόκκινα μαλλιά.

Τότε είδε το στρατιώτη, λίγα μόλις βήματα παραπέρα, που τους παρακολουθούσε. Είχε αφήσει κάπου την αστραπολόγχη του και την πολεμική μπέρτα από φάνκλοθ, όμως φορούσε ακόμα το κράνος, σαν κεφάλι τερατώδους εντόμου, και οι σιαγώνες εντόμου του έκρυβαν το πρόσωπο, παρ' όλο που είχε σηκώσει την προσωπίδα. Σαν να είχε αντιληφθεί ότι ξεχώριζε, ο στρατιώτης έβγαλε το κράνος και τότε αποκαλύφθηκε ένας μελαψός νεαρός, που ήταν το πολύ τέσσερα ή πέντε χρόνια μεγαλύτερος από τον Κούμιν. Τα καστανά μάτια του άλλου, που δεν ανοιγόκλειναν, συνάντησαν τα μάτια του Κούμιν, κάνοντάς τον να ανατριχιάσει. Το πρόσωπο έδειχνε ότι ο στρατιώτης ήταν μόνο τέσσερα ή πέντε χρόνια μεγαλύτερος, τα μάτια όμως... Κι αυτόν τον είχαν διαλέξει να αρχίσει την εκπαίδευση του στα δέκα. Ο Κούμιν χαιρόταν που οι Αελίτες δεν επιλέγονταν γι' αυτό.

Ένας Ογκιρανός, ο Τομάντα, πλησίασε με τα φουντωτά του αφτιά γερμένα όλο περιέργεια προς τα μπρος. «Έχεις νέα, άνθρωπε του πολέμου; Είδα έξαψη στα τζο-κάρ όσο τραγουδούσαμε».

Ο στρατιώτης δίστασε. «Μάλλον μπορώ να σου πω, παρ' όλο που δεν έχει επιβεβαιωθεί. Έχουμε μια αναφορά ότι ο Λουζ Θέριν οδήγησε τους Συντρόφους σε επίθεση εναντίον του Σάγιολ Γκουλ σήμερα το πρωί, με την αυγή. Μερικές φορές αυτό διαταράσσει τις επικοινωνίες, αλλά η αναφορά λέει ότι το Πηγάδι σφραγίστηκε, με τους περισσότερους Αποδιωγμένους στην άλλη πλευρά. Μπορεί και όλους».

«Τότε τελείωσε», είπε ξέπνοα ο Τομάντα. «Επιτέλους τελείωσε, δόξα στο Φως».

«Ναι». Ο στρατιώτης κοίταξε τριγύρω, σαν να είχε χαθεί. «Φαντάζομαι... ναι. Φαντάζομαι...» Κοίταξε τα χέρια του και μετά τα άφησε να πέσουν πάλι στα πλευρά του. Φαινόταν κατάκοπος. «Οι ντόπιοι ανυπομονούσαν να αρχίσει η γιορτή. Αν είναι αληθινό το νέο, μπορεί να τραβήξει μέρες. Αναρωτιέμαι αν...; Όχι, δεν θα θέλουν στρατιώτες παρέα τους. Εσύ;»

«Απόψε, ίσως», είπε ο Τομάντα. «Όμως έχουμε άλλες τρεις πόλεις να επισκεφτούμε για να τελειώσει ο κύκλος μας».

Ο Τομάντα φυσικά δεν φαινόταν καθόλου εξημμένος, αλλά ο Κούμιν ήταν αποσβολωμένος όσο κι ο νεαρός στρατιώτης. Ο πόλεμος είχε τελειώσει; Πώς θα ήταν ο κόσμος δίχως πόλεμο; Ξαφνικά, θέλησε να μιλήσει στον Τσαρν.

Οι ήχοι του γλεντιού τον υποδέχτηκαν πριν φτάσει στην πόλη — γέλια, τραγούδια. Οι καμπάνες στον πύργο του δημαρχείου άρχισαν να ηχούν με αγαλλίαση. Οι κάτοικοι της πόλης χόρευαν στους δρόμους, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Ο Κούμιν τους προσπερνούσε ψάχνοντας. Ο Τσαρν είχε προτιμήσει να καθίσει σε ένα πανδοχείο όπου είχαν μαζευτεί οι Αελίτες, αντί να έρθει στο τραγούδισμα ― ακόμα και οι Άες Σεντάι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για τους πόνους των γερασμένων γονάτων του― όμως σίγουρα θα έβγαινε έξω για κάτι τέτοιο.

Ξαφνικά, κάτι τον χτύπησε στο στόμα και τα πόδια του λύγισαν· όταν προσπάθησε να σηκωθεί στα γόνατα, μόνο τότε κατάλαβε ότι είχε πέσει κάτω. Άγγιξε το στόμα του και το χέρι του γέμισε αίματα. Σήκωσε το βλέμμα και είδε ένα θυμωμένο κάτοικο της πόλης να στέκεται από πάνω του, κουνώντας τη γροθιά του. «Γιατί το έκανες αυτό;» ρώτησε.

Ο άλλος τον έφτυσε. «Οι Αποδιωγμένοι πέθαναν. Πέθαναν, ακούς; Η Λανφίαρ δεν θα σας προστατεύει πια. Θα ξετρυπώσουμε όλους εσάς που υπηρετήσατε τους Αποδιωγμένους, ενώ υποκρινόσασταν ότι είστε με το μέρος μας, και θα κάνουμε σε όλους σας ό,τι κάναμε και στο γέρο».

Μια γυναίκα τον τραβούσε από το μανίκι. «Έλα τώρα, Τόμα. Έλα και κλείσε το στόμα! Θέλεις να έρθει να σε βρει ο Ογκιρανός;» Ο άντρας πήρε ξαφνικά μια επιφυλακτική έκφραση και την άφησε να τον τραβήξει στο πλήθος.

Ο Κούμιν σηκώθηκε όρθιος με κόπο και άρχισε να τρέχει, χωρίς να τον νοιάζει το αίμα που έτρεχε στο πηγούνι του.

Το πανδοχείο ήταν άδειο, βουβό. Έλειπαν ακόμα και ο πανδοχέας, η μαγείρισσα και οι βοηθοί της. Ο Κούμιν έτρεξε στα δωμάτια. «Τσαρν; Τσαρν; Τσαρν;» φώναζε συνέχεια.

Μπορεί να ήταν έξω, από πίσω. Του Τσαρν του άρεσε να κάθεται κάτω από τις μπαχαρομηλιές, πίσω από το πανδοχείο, και να λέει ιστορίες από τον καιρό που ήταν νέος.

Ο Κούμιν βγήκε από την πίσω πόρτα, αλλά σκόνταψε και έπεσε κάτω με τα μούτρα. Το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του είχε χτυπήσει μια άδεια μπότα ― μια από τις κόκκινες, επίσημες μπότες που φορούσε συνεχώς ο Τσαρν, τώρα που δεν λάβαινε μέρος στο τραγούδι. Κάτι έκανε τον Κούμιν να σηκώσει το βλέμμα ψηλά.

Το κορμί του ασπρομάλλη Τσαρν κρεμόταν από ένα σκοινί, το οποίο είχαν περάσει γύρω από ένα κοντάρι· το ένα πόδι ήταν γυμνό, αφού είχε κλωτσήσει την μπότα, και τα δάχτυλα του χεριού του είχαν πιαστεί από το λαιμό, καθώς προσπαθούσε να χαλαρώσει το σκοινί.

«Γιατί;» είπε ο Κούμιν. «Είμαστε Ντα'σάιν. Γιατί;» Δεν υπήρχε κανείς να του απαντήσει. Έσφιξε την μπότα στο στήθος του και γονάτισε εκεί, κοιτάζοντας τον Τσαρν, καθώς τον κατέκλυζαν οι ήχοι της γιορτής.


Ο Ραντ ρίγησε. Το φως από τις κολώνες ήταν μια τρεμουλιαστή, γαλάζια ομίχλη που έμοιαζε συμπαγής, που έμοιαζε να του ξεριζώνει τα νεύρα από το δέρμα. Ο άνεμος αλυχτούσε, ένας πελώριος ανεμοστρόβιλος που ρουφούσε τα πάντα μέσα. Ο Μουράντιν είχε καταφέρει να βάλει το πέπλο του· ματωμένες κόγχες ατένιζαν ανέκφραστα μέσα από το μαύρο πέπλο. Ο Αελίτης μασούσε και στο στήθος του έσταζε ματωμένος αφρός. Μπροστά.


Ο Τσαρν προχωρούσε στην άκρη του μεγάλου, πολυάνθρωπου δρόμου, κάτω από τα πλατιά δέντρα τσόρα, των οποίων τα τριμερή φύλλα χάριζαν γαλήνη και ανακούφιση, μέσα στις σκιές των ασημόχρωμων κτιρίων που άγγιζαν τον ουρανό. Μια πόλη δίχως τσόρα θα έμοιαζε ξερή σαν ερημιά. Τα τζο-κάρ μουρμούριζαν ήσυχα στο δρόμο, ενώ ένα μεγάλο, λευκό υψίπτερο χίμηξε στον ουρανό, μεταφέροντας πολίτες στην Κομέλ, στο Τζόρα ή όπου αλλού. Ο ίδιος σπανίως χρησιμοποιούσε τα υψίπτερα —αν ήθελε να πάει μακριά, συνήθως κάποιος Άες Σεντάι Ταξίδευε μαζί του― όμως απόψε αυτό θα έκανε, για να πάει στο Μ'τζιν. Σήμερα ήταν η εικοστή πέμπτη επέτειος της ονοματοδοσίας του και σκόπευε να αποδεχτεί την πιο πρόσφατη πρόταση γάμου της Νάλλα. Αναρωτήθηκε αν η Νάλλα θα ξαφνιαζόταν· ένα χρόνο το ανέβαλλε, επειδή δεν ήθελε να κατασταλάξει. Αυτό σήμαινε ότι από δω και πέρα θα υπηρετούσε τη Ζορέλε Σεντάι, όπως και η Νάλλα, όμως η Μιέριν Σεντάι είχε ήδη δώσει την ευλογία της.

Έστριψε τη γωνία και μόλις που πρόλαβε να δει έναν μελαψό με μυώδεις ώμους και στενό γενάκι, όπως ήταν της μόδας, πριν αυτοί οι φαρδιοί ώμοι τον σωριάσουν κάτω ανάσκελα. Το κεφάλι του αναπήδησε στο οδόστρωμα τόσο δυνατά, που είδε φωτεινές κουκκίδες. Έμεινε ακίνητος, ζαλισμένος.

«Πρόσεχε πού πας», είπε ενοχλημένος ο μουσάτος, ισιώνοντας το κόκκινο γιλέκο του και στρώνοντας τη δαντέλα στους καρπούς του. Τα μαύρα μαλλιά του, που έπεφταν στους ώμους, ήταν μαζεμένα στην πλάτη του. Ήταν κι αυτό η τελευταία μόδα, το όριο στο οποίο θα έφτανε να μιμηθεί τους Αελίτες κάποιος που δεν είχε υπογράψει το Σύμφωνο.

Η γυναίκα με τα ανοιχτά κάστανα μαλλιά, που ήταν μαζί του, τον έπιασε από το μπράτσο. Το φόρεμά της, από λευκό στράιθ που τρεμόφεγγε, έγινε αδιαφανές από την ξαφνική ντροπή. «Τζομ, κοίτα τα μαλλιά του. Είναι Αελίτης, Τζομ».

Ψηλαφίζοντας το κεφάλι του για να δει αν είχε σπάσει, ο Τσαρν άγγιξε κοντοκομμένα, χρυσοκόκκινα μαλλιά. Αντί να κουνήσει το κεφάλι, τράβηξε τη μακριά κοτσίδα, που ξεκινούσε από τη ρίζα του σβέρκου του. Μώλωπας, σκέφτηκε, τίποτα χειρότερο.

«Πράγματι είναι». Η ενόχληση του άλλου χάθηκε μέσα στην έγνοια του. «Συγχώρεσέ με, Ντα'σάιν. Εγώ έπρεπε να προσέχω. Να σε βοηθήσω να σηκωθείς». Οι πράξεις του ακολούθησαν τα λόγια του και σήκωσε τον Τσαρν όρθιο. «Είσαι καλά; Να καλέσω ένα αλματίδιο για να σε πάει στον προορισμό σου;»

«Δεν έπαθα τίποτα, πολίτη», είπε με ήπιο τόνο ο Τσαρν. «Στ' αλήθεια, ήταν δικό μου το σφάλμα». Έτσι ήταν, μιας και πήγαινε τρεχάτος. Μπορεί να είχε τραυματίσει τον άλλο. «Σε χτύπησα; Συγχώρεσέ με, σε παρακαλώ».

Ο άνθρωπος άνοιξε το στόμα του για να διαμαρτυρηθεί —οι πολίτες πάντα έτσι έκαναν· λες και νόμιζαν ότι οι Αελίτες ήταν φτιαγμένοι από στριφτόγυαλο― μα πριν προλάβει να μιλήσει, το έδαφος σείστηκε κάτω από τα πόδια του. Κι ο αέρας επίσης σείστηκε, σε διαδοχικά κύματα. Ο άνθρωπος κοίταξε γύρω του αβέβαια και τύλιξε τον κομψό μανδύα του από φάνκλοθ γύρω από τον ίδιο και την κυρία του, έτσι που τα κεφάλια τους έμοιαζαν να αιωρούνται ασώματα. «Τι είναι, Ντα'σάιν;»

Κι άλλοι που είχαν δει τα μαλλιά του Τσαρν άρχισαν να συγκεντρώνονται γύρω του ταραγμένοι, κάνοντας τις ίδιες ερωτήσεις, αλλά τους αγνόησε, χωρίς καν να τον νοιάζει αν γινόταν αγενής. Μάλιστα, κατέληξε να σπρώχνει το πλήθος για να ανοίξει δρόμο, με το βλέμμα στυλωμένο στο Σάρομ· τη λευκή σφαίρα, διαμέτρου τριακοσίων μέτρων, που αιωρούνταν πάνω από τους ασημογάλανους θόλους του Κόλαμ Ντάαν.

Η Μιέριν είχε πει ότι σήμερα ήταν η μέρα. Είχε πει ότι είχε βρει καινούρια πηγή για τη Μια Δύναμη. Γυναίκες και άντρες Άες Σεντάι θα μπορούσαν να αντλούν από την ίδια πηγή, όχι από χωριστά μισά. Κι αυτά που θα μπορούσαν να κάνουν ενωμένοι άντρες και γυναίκες θα ήταν ακόμα λαμπρότερα τώρα, που δεν θα υπήρχε διαφορά. Σήμερα η Μιέριν και ο Μπάιντομον θα αντλούσαν για πρώτη φορά ― θα ήταν η τελευταία φορά που άντρες και γυναίκες θα δούλευαν μαζί χειριζόμενοι διαφορετική Δύναμη. Σήμερα.

Κάτι που έμοιαζε με μικρό, λευκό θραύσμα πετάχτηκε από το Σάρομ με έναν πίδακα μαύρης φωτιάς· άρχισε να κατεβαίνει, απατηλά αργά, ασήμαντο. Κι έπειτα εκατό ποτάμια χύθηκαν ολόγυρα από την πελώρια, λευκή σφαίρα. Το Σάρομ έσπασε σαν αυγό και άρχισε να χαμηλώνει, να πέφτει, μια κόλαση από οψιδιανό. Το σκοτάδι απλώθηκε στον ουρανό, καταπίνοντας τον ήλιο μέσα σε μια αφύσικη νύχτα, σαν το φως από εκείνες τις φλόγες να ήταν μαύρο. Οι άνθρωποι ούρλιαζαν, ούρλιαζαν παντού.

Με το πρώτο ξέσπασμα της φωτιάς, ο Τσαρν άρχισε να τρέχει προς το Κόλαμ Ντάαν, αλλά ήξερε ότι είχε αργήσει. Είχε ορκιστεί να υπηρετεί τους Άες Σεντάι, αλλά είχε αργήσει. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του ενώ έτρεχε.


Ο Ραντ βλεφάρισε για να διαλύσει τις φωτεινές κουκκίδες που τρεμόπαιζαν στα μάτια του και έσφιξε το κεφάλι του με τα δύο χέρια. Η εικόνα ακόμα έπλεε στο κεφάλι του, εκείνη η πελώρια σφαίρα, που καιγόταν μαύρη, που έπεφτε. Στ' αλήθεια είδα την τρύπα να ανοίγει στη φυλακή τον Σκοτεινού; Αυτό είδα; Στάθηκε εκεί που άρχιζαν οι γυάλινες κολώνες, κοιτώντας το Αβεντεσόρα. Ένα δέντρο τσόρα. Η πόλη είναι ερημιά δίχως τσόρα. Και τώρα υπάρχει μόνο ένα. Οι κολώνες σπινθήριζαν στη γαλάζια λάμψη του ομιχλώδους θόλου από πάνω, όμως για άλλη μια φορά το φως έμοιαζε να είναι απλώς λαμπερές αντανακλάσεις. Δεν υπήρχε ίχνος του Μουράντιν· σκέφτηκε πως ο Αελίτης μάλλον δεν είχε βγει από το γυάλινο δάσος. Ούτε θα έβγαινε ποτέ.

Ξαφνικά το βλέμμα του έπιασε κάτι χαμηλά στα κλαριά του Δέντρου της Ζωής. Μια μορφή που κουνιόταν αργά. Ένας άντρας, που κρεμόταν από ένα κοντάρι βαλμένο κάθετα σε δύο κλαριά, με μια θηλιά στο λαιμό του.

Μ' ένα μουγκρητό δίχως λέξεις, έτρεξε προς το δέντρο· άρπαξε το σαϊντίν και το φλόγινο σπαθί ζωντάνεψε στα χέρια του, καθώς πηδούσε και έκοβε το σκοινί. Ο Ραντ και ο Ματ έπεσαν μαζί στις σκονισμένες, λευκές πλάκες, με ένα δίδυμο βρόντο. Το κοντάρι γλίστρησε και έπεσε με πάταγο δίπλα τους· δεν ήταν κοντάρι, αλλά ένα παράξενο δόρυ με μαύρη λαβή και μια κοντή λεπίδα σπαθιού στην αιχμή του, η οποία ήταν ελαφρώς καμπυλωτή και με μία μόνο κόψη. Ο Ραντ δεν θα έδινε σημασία, ακόμα κι αν ήταν φτιαγμένη από χρυσάφι και κουεντιγιάρ και στολισμένη με ζαφείρια και φλογοστάλες.

Άφησε το σπαθί και τη Δύναμη να χαθούν, έσκισε το σκοινί από το λαιμό του Ματ και ακούμπησε το αφτί στο στήθος του φίλου του. Τίποτα. Απεγνωσμένα, άνοιξε το σακάκι και το πουκάμισο του Ματ, κόβοντας το δερμάτινο κορδόνι που κρατούσε ένα ασημένιο περιδέραιο στο στήθος του. Πέταξε παραδίπλα το περιδέραιο και αφουγκράστηκε ξανά. Τίποτα. Καθόλου καρδιοχτύπι. Νεκρός. Όχι! Θα ήταν μια χαρά, αν δεν τον είχα αφήσει να με ακολουθήσει εδώ. Δεν μπορώ να τον αφήσω νεκρό!

Όσο πιο δυνατά μπορούσε, χτύπησε με τη γροθιά του το στήθος του Ματ και αφουγκράστηκε. Τίποτα. Χτύπησε και πάλι, ξανάκουσε. Ναι. Εκεί. Ένα αχνό καρδιοχτύπι. Ήταν εκεί. Πολύ αχνό, πολύ αργό. Και γινόταν πιο αργό. Όμως ο Ματ ήταν ακόμα ζωντανός, παρά το σκούρο κόκκινο σημάδι γύρω από το λαιμό του. Θα μπορούσε να τον κρατήσει στη ζωή.

Ο Ραντ γέμισε τα πνευμόνια του και έστριψε για να ανασάνει στο στόμα του Ματ όσο πιο δυνατά μπορούσε. Και πάλι. Και πάλι. Έπειτα σηκώθηκε πάνω από τον Ματ, τον άρπαξε από τη μέση του παντελονιού και τον σήκωσε ψηλά, να ξεκολλήσει από τις πλάκες. Πάνω, κάτω, τρεις φορές, και μετά πάλι ανάσανε στο στόμα του. Θα μπορούσε να διαβιβάσει· ίσως έτσι να κατάφερνε κάτι. Τον σταμάτησε η ανάμνηση εκείνης της κοπέλας στην Πέτρα. Ήθελε να ζήσει ο Ματ. Να ζήσει, όχι να είναι μια μαριονέτα που την κινούσε η Δύναμη. Κάποτε στο Πεδίο του Έμοντ είχε δει τον αφέντη Λούχαν να ξαναζωντανεύει ένα αγοράκι, που είχε βρεθεί να επιπλέει στο Νερό της Οινοπηγής. Συνέχισε, λοιπόν, να ανασαίνει και να σηκώνει, να ανασαίνει και να σηκώνει και να προσεύχεται.

Ξαφνικά, ο Ματ τινάχτηκε και έβηξε. Ο Ραντ γονάτισε πλάι του, ενώ ο Ματ έπιανε το λαιμό του και γυρνούσε στο πλάι, ρουφώντας αέρα μ' έναν αγωνιώδη ρόγχο.

Ο Ματ άγγιξε το σκοινί και ανατρίχιασε. «Οι καμένοι... γίδας... γιοι», μουρμούρισε βραχνά. «Προσπάθησαν... να με σκοτώσουν».

«Ποιοι;» ρώτησε ο Ραντ, κοιτώντας επιφυλακτικά τριγύρω. Του αντιγύρισαν το βλέμμα τα ημιτελή παλάτια γύρω από τη μεγάλη, χαώδη πλατεία. Σίγουρα το Ρουίντιαν ήταν άδειο, εκτός από τους δυο τους. Εκτός αν ο Μουράντιν ήταν ακόμα ζωντανός κάπου.

«Εκείνοι... στην άλλη μεριά... της στρεβλής πόρτας». Ο Ματ κατάπιε με πόνο, ανακάθισε και πήρε μια βαθιά, τραχιά ανάσα. «Έχει μία κι εδώ, Ραντ». Ακόμα ο λαιμός του ακουγόταν σαν γδαρμένος.

«Μπόρεσες να μπεις; Απάντησαν στις ερωτήσεις;» Αυτό θα ήταν χρήσιμο. Χρειαζόταν απελπισμένα κι άλλες απαντήσεις. Είχε χίλιες ερωτήσεις και ελάχιστες απαντήσεις.

«Δεν απαντούν», είπε βραχνά ο Ματ. «Κοροϊδεύουν. Και πήγαν να με σκοτώσουν». Έπιασε το περιδέραιο, ένα ασημένιο κεφάλι αλεπούς, πλατύ σχεδόν όσο η παλάμη του, και ύστερα από λίγο το έχωσε στην τσέπη του με μια γκριμάτσα. «Τουλάχιστον πήρα κάτι απ' αυτούς». Μάζεψε το παράξενο δόρυ και χάιδεψε με τα ακροδάχτυλα το μαύρο κοντάρι. Μια γραμμή από μια παράξενη, ελικοειδή γραφή το διέτρεχε σε όλο του το μήκος, πλαισιωμένη από δύο ενσφηνωμένα πουλιά από μέταλλο πιο σκούρο κι από το ξύλο. Ο Ραντ τα πέρασε για κοράκια. Δύο ακόμα ήταν χαραγμένα στη λεπίδα. Μ' ένα τραχύ, σαρκαστικό γέλιο, ο Ματ σηκώθηκε όρθιος κι έγειρε ελαφρά πάνω στο δόρυ, του οποίου η λεπίδα ξεκινούσε στο ύψος του κεφαλιού του. Δεν έκανε τον κόπο να δέσει τα κορδόνια του πουκάμισού του ή να κουμπώσει το σακάκι του. «Θα κρατήσω κι αυτό. Δικό τους το αστείο, αλλά θα το κρατήσω».

«Αστείο;»

Ο Ματ ένευσε. «Αυτό που λέει.

“Έτσι γράφεται η συνθήκη μας· έτσι γίνεται η συμφωνία.

Η σκέψη είναι το βέλος του χρόνου· η μνήμη δεν σβήνει ποτέ.

Αυτό που ζητήθηκε, δόθηκε. Το τίμημα πληρώθηκε”.

«Ωραίο αστείο, βλέπεις. Αν βρω ποτέ την ευκαιρία, θα τους κόψω με το ίδιο τους το πνεύμα. Θα τους δώσω “σκέψη και μνήμη”». Μόρφασε καθώς έξυνε τα μαλλιά του. «Φως μου, πώς πονάει το κεφάλι μου. Στριφογυρνά σαν χίλια κομμάτια από όνειρο, που το καθένα είναι μια βελόνα. Λες να κάνει τίποτα η Μουαραίν, αν το ζητήσω;»

«Είμαι βέβαιος», απάντησε αργά ο Ραντ. Σίγουρα ο Ματ πονούσε πολύ για να ζητά τη βοήθεια της Άες Σεντάι. Κοίταξε πάλι το σκούρο κοντάρι του δόρατος. Το χέρι του Ματ έκρυβε ένα μεγάλο μέρος της γραφής, αλλά όχι όλο. Ό,τι κι αν ήταν, δεν είχε ιδέα τι έλεγε. Πώς το είχε καταλάβει ο Ματ; Τα άδεια παράθυρα του Ρουίντιαν τον κοίταζαν περιπαιχτικά. Κρύβουμε πολλά μυστικά, έμοιαζαν να λένε. Περισσότερα απ' όσα νομίζεις. Χειρότερα απ' όσα νομίζεις. «Πάμε να φύγουμε τώρα, Ματ. Δεν με νοιάζει αν χρειαστεί να διασχίσουμε την κοιλάδα μέσα στη νύχτα. Όπως είπες, θα κάνει δροσιά. Δεν θέλω να μείνω άλλο εδώ».

«Μου φαίνεται καλή ιδέα», είπε ο Ματ βήχοντας. «Όμως να πιούμε πρώτα λίγο νεράκι στο σιντριβάνι».

Ο Ραντ ακολούθησε το ρυθμό του Ματ, που στην αρχή ήταν αργός, καθώς προχωρούσε κουτσά και χρησιμοποιούσε το δόρυ για να στηρίζεται. Κοντοστάθηκε μια φορά για να κοιτάξει δύο φιγούρες, έναν άντρα και μια γυναίκα που κρατούσαν κρυστάλλινες σφαίρες, αλλά τους άφησε εκεί. Δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα. Θα αργούσε πολύ να έρθει, αν ήταν τυχερός.

Όταν άφησαν πίσω τους την πλατεία, τα ημιτελή παλάτια που ορθώνονταν στο δρόμο είχαν απειλητική όψη και οι οδοντωτές κορφές τους έμοιαζαν με τείχη μεγάλων φρουρίων. Ο Ραντ αγκάλιασε το σαϊντίν, αν και δεν έβλεπε πραγματική απειλή. Εντούτοις την ένιωθε, ήταν σαν να είχε φονικά μάτια στυλωμένα στην πλάτη του. Το Ρουίντιαν ήταν ειρηνικό και άδειο, δίχως σκιές σ' εκείνη τη γαλάζια ανταύγεια της ομιχλώδους οροφής του. Η σκόνη στους δρόμους κυμάτισε στον άνεμο... Τον άνεμο. Δεν υπήρχε άνεμος.

«Ωχ, κάψε με τώρα», μουρμούρισε ο Ματ. «Ραντ, νομίζω ότι μπλέξαμε. Να τι παθαίνω που σου κάνω παρέα. Πάντα με βάζεις σε μπελάδες».

Τα κυματάκια έρχονταν πιο γρήγορα, ενώνονταν για να σχηματίσουν παχύτερες γραμμές, τρεμούλιαζαν συνεχώς.

«Μπορείς να προχωρήσεις πιο γρήγορα;» ρώτησε ο Ραντ.

«Να περπατήσω; Μα το αίμα και τις στάχτες, μπορώ να τρέξω». Ο Ματ έπιασε λοξά το δόρυ στο στήθος και συνόδευσε τα λόγια του με έναν απότομο πήδο.

Τρέχοντας δίπλα του, ο Ραντ εμφάνισε ξανά το σπαθί του, μην ξέροντας τι θα μπορούσε να κάνει μ' αυτό κόντρα σε ριγηλές γραμμές σκόνης, μην ξέροντας αν υπήρχε όντως ανάγκη. Ήταν απλή σκόνη. Όχι, που να πάρει, κάθε άλλο παρά απλή σκόνη. Είναι μια από εκείνες τις φυσαλίδες. Το κακό τον Σκοτεινού, που πλέει στο Σχήμα και αναζητά τα'βίρεν. Ξέρω ότι αυτό είναι.

Ολόγυρά τους η σκόνη κυμάτισε και τρεμούλιασε, ενώ μαζευόταν και πύκνωνε. Ξαφνικά, ακριβώς μπροστά του, μια μορφή ορθώθηκε στη δεξαμενή ενός στεγνού σιντριβανιού, μια συμπαγής, ανδρική μορφή, σκοτεινή, δίχως χαρακτηριστικά, με δάχτυλα σαν γαμψώνυχα. Σιωπηλά, χίμηξε πάνω τους.

Ο Ραντ αντέδρασε ακαριαία —Το Φεγγάρι Υψώνεται Πάνω Από Τα Νερά― και η λεπίδα της Δύναμης έσκισε τη σκοτεινή μορφή. Μέχρι ν' ανοιγοκλείσει τα μάτια, είχε απομείνει μόνο ένα πυκνό σύννεφο σκόνης, που έπεφτε απαλά στο οδόστρωμα.

Την αντικατέστησαν όμως άλλες, μαύρες μορφές, δίχως χαρακτηριστικά, που χιμούσαν απ' όλες τις κατευθύνσεις, όλες ανόμοιες μεταξύ τους, όμως πάντα απλώνοντας εκείνα τα γαμψώνυχα. Ο Ραντ χόρευε με τις φιγούρες της ξιφασκίας γύρω τους και η λεπίδα του έπλεκε περίπλοκα σχήματα στον αέρα, αφήνοντας πίσω αιωρούμενους κόκκους. Ο Ματ χρησιμοποιούσε το δόρυ του σαν πολεμική ράβδο, που ήταν σαν μια περιστρεφόμενη θολούρα, όμως αξιοποιούσε τη λεπίδα της σαν να χρησιμοποιούσε ανέκαθεν αυτό το όπλο. Τα πλάσματα πέθαιναν —ή τουλάχιστον ξαναγίνονταν σκόνη — όμως ήταν πολλά και γρήγορα. Αίμα κυλούσε από το πρόσωπο του Ραντ και η παλιά λαβωματιά στο πλευρό του τον έκαιγε, έτοιμη να ξανανοίξει. Το κόκκινο υγρό απλωνόταν και στο πρόσωπο του Ματ, όπως και στο στήθος του. Ήταν πολλά, και ήταν γρήγορα.

Δεν κάνεις ούτε το ένα δέκατο απ' όσα ήδη μπορείς. Αυτό του είχε πει η Λανφίαρ. Γέλασε καθώς χόρευε με τις φιγούρες. Είχε διδαχθεί από έναν Αποδιωγμένο. Μπορούσε να το κάνει, αν και όχι όπως σκόπευε η Λανφίαρ. Ναι, μπορούσε. Διαβίβασε, ύφανε ίνες της Δύναμης κι έστειλε έναν ανεμοστρόβιλο στο κέντρο κάθε μαύρης μορφής. Αυτές εξερράγησαν, δημιουργώντας σύννεφα σκόνης που του έφεραν βήχα. Ως εκεί που έφτανε το βλέμμα του, σκόνη έπεφτε από τον αέρα.

Βήχοντας, ο Ματ έγειρε στο δόρυ του με το σκούρο κοντάρι λαχανιασμένος. «Εσύ το έκανες αυτό;» είπε με φωνή ασθματικού, σκουπίζοντας αίμα από τα μάτια του. «Καιρός ήταν. Αφού ήξερες πώς γίνεται, γιατί δεν το έκανες ευθύς από την αρχή, που να πάρει;»

Ο Ραντ έκανε να ξαναγελάσει -επειδή δεν το σκέφτηκα. Επειδή δεν ήξερα πώς να το κάνω, πριν το κάνω― όμως το γέλιο πάγωσε στο στόμα του. Σκόνη έπεφτε από τον αέρα κι όταν έφτανε στο έδαφος, άρχιζε να κυματίζει. «Τρέξε», είπε. «Πρέπει να φύγουμε από δω. Τρέξε!»

Άρχισαν να τρέχουν προς την ομίχλη ο ένας δίπλα στον άλλο, κόβοντας τις γραμμές της σκόνης όταν αυτές έδειχναν να πυκνώνουν πολύ, κλωτσώντας τες, κάνοντας τα πάντα για να μην τις αφήσουν να γίνουν συμπαγείς. Ο Ραντ έστελνε ανέμους να στριφογυρίζουν τρελά προς όλες τις κατευθύνσεις. Η διαλυμένη σκόνη αμέσως άρχιζε να τρέμει και να ενώνεται ξανά, και τώρα το έκανε πριν καν φτάσει στο έδαφος. Συνέχισαν να τρέχουν, χώθηκαν στην ομίχλη, την πέρασαν και βγήκαν στο μουντό φως με τις έντονες σκιές.

Με το πλευρό του να πονάει, ο Ραντ έστριψε, έτοιμος να δοκιμάσει αστραπές, φωτιά, οτιδήποτε. Τίποτα δεν βγήκε από την ομίχλη για να τους ακολουθήσει. Ίσως η ομίχλη να ήταν ένα τείχος γι' αυτές τις σκοτεινές μορφές. Ίσως να τις κρατούσε μέσα. Ίσως... Δεν ήξερε. Δεν τον ένοιαζε ιδιαίτερα, αρκεί να μην τον ακολουθούσαν τα πλάσματα.

«Που να καώ», μουρμούρισε βραχνά ο Ματ, «ήμασταν μέσα όλη νύχτα. Κοντεύει να φέξει. Δεν κατάλαβα ότι είχε περάσει τόση ώρα».

Ο Ραντ κοίταξε τον ουρανό. Ο ήλιος ακόμα δεν είχε σηκωθεί από τα βουνά· μια οδυνηρή, εκτυφλωτική άλως περιέβαλλε τις τραχιές κορυφές. Μακριές σκιές απλώνονταν στον πυθμένα της κοιλάδας. Θα έρθει από το Ρουίντιαν την αυγή και θα σας ενώσει με ακατάλυτα δεσμά. Θα σας γυρίσει πίσω και θα σας καταστρέψει.

«Ας ξανανέβουμε το βουνό», είπε χαμηλόφωνα. «Θα μας περιμένουν». Θα με περιμένουν.

Загрузка...