15 Ο Σφαγέας

Έτσι όπως έμοιαζαν να γλιστρούν προς τον Ραντ οι παράξενοι, ξεθωριασμένοι λόφοι στο βάθος, όταν τους κοίταζε κατ’ ευθείαν, του έφερναν ζάλη, εκτός αν τυλιγόταν στο κενό. Μερικές φορές η αδειανωσύνη τον κατάπινε αιφνιδιαστικά, αλλά την απέφευγε σαν να ήταν ο θάνατος. Ήταν προτιμότερο να νιώθει ζαλάδα παρά να μοιράζεται το κενό με κείνο το στενόχωρο φως. Προτιμότερο να βλέπει την ξεθωριασμένη χώρα. Πάντως προσπαθούσε να μην κοιτάζει κάτι που ήταν πολύ μακριά, παρά μόνο αν ήταν ακριβώς μπροστά τους.

Ο Χούριν είχε πεισμωμένο ύφος, καθώς συγκέντρωνε την προσοχή του και μύριζε τη διαδρομή, σαν να προσπαθούσε να μην δίνει σημασία στην περιοχή απ’ όπου περνούσε. Όταν ο μυριστής πρόσεχε τι βρισκόταν γύρω τους, τιναζόταν και σκούπιζε τα χέρια στο πανωφόρι του, και μετά σήκωνε τη μύτη σαν λαγωνικό, με τα μάπα να γυαλίζουν, αγνοώντας οτιδήποτε άλλο. Ο Λόιαλ καθόταν καμπουριασμένα στη σέλα του και έσμιγε τα φρύδια κοιτάζοντας τριγύρω, με τα αυτιά να σαλεύουν νευρικά, μουρμουρίζοντας μόνος του.

Πάλι διέσχιζαν μια περιοχή μαυρισμένη και καμένη, που το χώμα τριζοβολούσε κάτω από τις οπλές των αλόγων, σαν να είχε καρβουνιάσει. Οι καμένες λουρίδες, οι οποίες μερικές φορές είχαν πλάτος ένα μίλι, και μερικές μόνο κανά-δυο εκατοντάδες απλωσιές, είχαν κατεύθυνση προς τα ανατολικά και τα δυτικά, ευθείες, σαν τροχιές από βέλη. Ο Ραντ είδε δύο φορές την άκρη ενός καμένου σημείου, μια φορά όπως περνούσαν από πάνω του, μια άλλη από δίπλα· στένευαν και κατέληγαν σε μυτερή κορυφή. Τουλάχιστον έτσι ήταν οι άκρες που είχε δει, αλλά υποψιαζόταν πως όλα ήταν έτσι.

Κάποτε είχε δει τον Χουάτλυ Έλντιν να στολίζει κάρο για την Ημέρα του Ήλιου, στο Πεδίο του Έμοντ· ο Χουάτ ζωγράφιζε τις σκηνές με λαμπερά χρώματα, που τις πλαισίωναν περίπλοκα διακοσμητικά. Για τα πλαίσια, ο Χουάτ άγγιζε το ξύλο με τη μύτη του πινέλου και έκανε μια λεπτή γραμμή, η οποία πλάταινε καθώς πίεζε πιο δυνατά, και μετά ξαναλέπταινε όταν το άφηνε. Έτσι φαινόταν η γη τριγύρω, σαν να την είχε δουλέψει κάποιος με ένα γιγαντιαίο πινέλο από φωτιά.

Τίποτα δεν φύτρωνε στα καμένα μέρη, αν και μερικά έδιναν την αίσθηση ότι είχαν γίνει πριν πολύ καιρό. Ούτε ίχνος καπνίλας δεν έμενε στον αέρα, ούτε η μυρωδιά της, όπως κατάλαβε όταν έγειρε και έσπασε ένα μαύρο κλαρί για να το μυρίσει. Ήταν αρχαία, μα τίποτα δεν είχε έρθει για να διεκδικήσει τη γη. Το μαύρο διαδεχόταν το πράσινο, και το πράσινο το μαύρο, με γραμμές σχεδόν χαραγμένες με μαχαίρι.

Με το δικό της τρόπο, η υπόλοιπη περιοχή ήταν νεκρή, όπως αυτή που είχε καεί, αν και το χώμα ήταν γεμάτο γρασίδι και τα δέντρα γεμάτα φύλλα. Όλα έμοιαζαν ξεθωριασμένα, σαν ρούχα που πλύθηκαν πολλές φορές και έμειναν πολύ στον ήλιο. Δεν υπήρχαν ούτε πουλιά, ούτε ζώα, απ’ ό,τι έβλεπε ο Ραντ. Ούτε γεράκια να πετούν στον ουρανό, ούτε αλεπούδες να κυνηγούν με υλακές, ούτε πουλιά να κελαηδούν. Τίποτα δεν σερνόταν στα χόρτα, τίποτα δεν κούρνιαζε στα κλαριά. Πουθενά μέλισσες, πουθενά πεταλούδες. Αρκετές φορές περνούσαν από ποταμάκια, που το νερό τους ήταν ρηχό, αν και συχνά είχε σκάψει ρέμα βαθύ με απότομες όχθες, στο οποίο τα άλογα κατηφόριζαν και σκαρφάλωναν με κόπο. Το νερό ήταν ολοκάθαρο, με εξαίρεση τη λάσπη που σήκωναν οι οπλές των αλόγων, αλλά εκεί που τάραζαν τα νερά περνώντας, δεν ξεσηκώνονταν ούτε φοξίνοι, ούτε βατράχια, και η επιφάνεια δεν είχε νεροαράχνες να χορεύουν, ούτε χρύσωπους να αιωρούνται.

Το νερό ήταν πόσιμο, ευτυχώς, μιας και το νερό στα παγούρια τους δεν θα κρατούσε για πάντα. Ο Ραντ το δοκίμασε πρώτος και έκανε τον Λόιαλ και τον Χούριν να περιμένουν για να δουν αν πάθαινε κάτι, πριν τους αφήσει να πιουν. Αυτός τους είχε μπλέξει· δική του ήταν η ευθύνη. Το νερό ήταν δροσερό και υγρό, αυτό ήταν το μόνο καλό του. Είχε άνοστη γεύση, σαν να το είχαν βράσει. Ο Λόιαλ ξίνισε τα μούτρα του· ούτε και στα άλογα άρεσε, που κούνησαν τα κεφάλια και ήπιαν απρόδυμα.

Ένα μόνο δείγμα ζωής υπήρξε· ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε στον Ραντ. Δυο φορές είδε μια ρίγα από καπνό να σέρνεται στον ουρανό, σαν γραμμή φτιαγμένη από σύννεφο. Του είχε φανεί πως οι γραμμές ήταν τόσο ίσιες, που σίγουρα δεν ήταν φυσικές, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί τι ήταν. Δεν τις ανέφερε στους άλλους. Ίσως να μην τις είχαν δει, αφού ο Χούριν είχε το νου του στα ίχνη και ο Λόιαλ ήταν βυθισμένος σας σκέψεις του. Πάντως δεν είχαν πει τίποτα για τις γραμμές.

Μετά από αρκετές ώρες δρόμο, ο Λόιαλ κατέβηκε ξαφνικά από το άλογό του χωρίς να πει λέξη και πλησίασε σε μια συστάδα από γιγαντόσκουπες, που οι κορμοί τους χώριζαν σε πολλά χοντρά κλαριά, άκαμπτα και ίσια, μια απλωσιά πάνω από το έδαφος. Κι αυτά στην κορυφή χώριζαν πάλι, καταλήγοντας σε πυκνό φύλλωμα, δίνοντας στα δέντρα το όνομά τους.

Ο Ραντ τράβηξε τα γκέμια του Κοκκινοτρίχη και ήταν έτοιμος να ρωτήσει τον Λόιαλ τι έκανε· αλλά ο τρόπος του Ογκιρανού ήταν τέτοιος, σαν να μην σίγουρος ούτε κι αυτός, που έκανε τον Ραντ να μην ανοίξει το στόμα του. Ο Λόιαλ κοίταξε για λίγο το δέντρο, έβαλε τα χέρια σ’ έναν κορμό και άρχισε να τραγουδά μ’ ένα βαθύ και χαμηλόφωνο μπουμπουνητό.

Ο Ραντ είχε ξανακούσει Ογκιρανό δενδροτράγουδο, κάποτε που ο Λόιαλ είχε τραγουδήσει σ’ ένα δέντρο που πέθαινε και το είχε ξαναζωντανέψει, και είχε ακούσει για το τραγουδισμένο ξύλο, τα αντικείμενα που έφτιαχναν από τα δέντρα με το δενδροτράγουδο. Ο Λόιαλ είχε πει ότι αυτό το Ταλέντο σπάνιζε πια, και τώρα ήταν ένας από τους λίγους που είχαν την ικανότητα· αυτό έκανε το τραγουδισμένο ξύλο ακόμα πιο πολύτιμο και περιζήτητο. Την άλλη φορά που είχε ακούσει τον Λόιαλ να τραγουδά, ήταν σαν να τραγουδούσε η ίδια η γη, αλλά τώρα ο Ογκιρανός έλεγε το τραγούδι μουρμουριστά, σχεδόν με ευλάβεια, και η γη αντηχούσε με ψίθυρο.

Έμοιαζε να είναι ολοκάθαρο τραγούδι, μουσική δίχως λόγια, τουλάχιστον δίχως λόγια τα οποία να αντιλαμβάνεται ο Ραντ· αν υπήρχαν λόγια, χάνονταν στη μουσική σαν νερό που χύνεται στο ποτάμι. Ο Χούριν άφησε μια κοφτή κραυγή και στάθηκε κοιτάζοντας.

Ο Ραντ δεν ήξερε τι έκανε ο Λόιαλ· αν και το τραγούδι ήταν λεπτεπίλεπτο, τον αιχμαλώτιζε υπνωτικά, γεμίζοντας το μυαλό του με τον τρόπο του κενού σχεδόν. Ο Λόιαλ ανεβοκατέβαζε τα χέρια στον κορμό, τραγουδώντας, χαϊδεύοντας και με τη φωνή και με τα δάχτυλα. Ο κορμός τώρα, κατά κάποιον τρόπο, έμοιαζε πιο λείος, λες και το χαίδεμα του έδινε μορφή. Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια. Ήταν σίγουρος πως ο κορμός, στον οποίο δούλευε ο Λόιαλ, πρωτύτερα είχε κλαριά στην κορυφή του όπως και οι άλλοι, όμως τώρα κατέληγε σε μια στρογγυλεμένη άκρη λίγο πιο πάνω από το κεφάλι του Ογκιρανού. Ο Ραντ άνοιξε το στόμα, αλλά το τραγούδι τον καθησύχασε. Του φαινόταν τόσο γνώριμο αυτό το τραγούδι, σαν από κάπου να ήξερε.

Ξαφνικά η φωνή του Λόιαλ έφτασε στο αποκορύφωμα —ακουγόταν σχεδόν σαν ευχαριστήριος ύμνος— και τελείωσε, σβήνοντας όπως σβήνει μια αύρα.

«Κάψε με», είπε χαμηλόφωνα ο Χούριν. Έμοιαζε αποσβολωμένος. «Κάψε με, πρώτη φορά ακούω κάτι σαν... Κάψε με».

Ο Λόιαλ κρατούσε στα χέρια ένα ραβδί ψηλό όσο ο ίδιος και χοντρό όσο ο πήχυς του Ραντ, λείο και γυαλισμένο. Στο σημείο που πριν ήταν ο κορμός πάνω στη γιγαντόσκουπα, τώρα υπήρχε η άκρη ενός μικρού, καινούργιου βλασταριού.

Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα. Πάντα κάτι καινούργιο, πάντα κάτι που δεν περίμενα, και μερικές φορές δεν είναι φρικιό.

Είδε τον Λόιαλ να ανεβαίνει στο άλογο και να ακουμπά το ραβδί στη σέλα μπροστά του, και αναρωτήθηκε τι χρειαζόταν ο Ογκιρανός το ραβδί, αφού πήγαιναν καβάλα. Έπειτα είδε το χοντρό ραβδί, όχι το μέγεθός του καθ’ αυτό, αλλά σε σχέση με τον Ογκιρανό, είδε πώς το κρατούσε ο Λόιαλ. «Ράβδος για ραβδομαχία», είπε, ξαφνιασμένος. «Δεν ήξερα ότι οι Ογκιρανοί φέρουν όπλα, Λόιαλ».

«Συνήθως όχι», απάντησε ο Ογκιρανός σχεδόν απότομα. «Συνήθως. Το κόστος ήταν υψηλό». Ζύγιασε την πελώρια ράβδο και ζάρωσε τη μύτη με απέχθεια. «Ο Πρεσβύτερος Χάμαν σίγουρα θα έλεγε ότι βάζω μακριά λαβή στον πέλεκύ μου, αλλά δεν είμαι ούτε βιαστικός, ούτε απερίσκεπτος, Ραντ. Αυτό το μέρος...» Ανατρίχιασε, και τα αυτιά του σάλεψαν.

«Σύντομα θα βρούμε τρόπο να γυρίσουμε», είπε ο Ραντ, προσπαθώντας να δείξει σιγουριά.

Ο Λόιαλ μίλησε σαν να μην τον είχε ακούσει. «Τα πάντα είναι... συνδεμένα, Ραντ. Είτε κάτι ζει είτε όχι, είτε σκέφτεσαι είτε όχι, όσα υπάρχουν ταιριάζουν μεταξύ τους. Το δέντρο δεν σκέφτεται, αλλά είναι τμήμα του συνόλου, και το σύνολο έχει μια — μια αίσθηση. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, όπως δεν μπορώ να εξηγήσω τι σημαίνει να είσαι ευτυχισμένος, αλλά... Ραντ, αυτή η γη χάρηκε που φτιάχτηκε όπλο. Χάρηκε!»

«Το Φως να λάμπει πάνω μας», μουρμούρισε νευρικά ο Χούριν, «και το χέρι του Δημιουργού να μας προστατεύει. Αν και πάμε στο τελευταίο αγκάλιασμα της μητέρας, το Φως να φωτίζει το δρόμο μας». Συνέχισε να επαναλαμβάνει το ρητό, σαν να ήταν φυλακτό που θα τον προστάτευε.

Ο Ραντ πάλεψε με τον πειρασμό να κοιτάξει γύρω του. Λεν σήκωσε καθόλου το βλέμμα. Εκείνη τη στιγμή, θα αρκούσε μια συννεφένια ρίγα στον ουρανό για να τους κόψει τα γόνατα. «Λεν υπάρχει τίποτα εδώ που να μας βλάψει», είπε σταθερά. «Και θα φυλάμε σκοπιά και θα προσέξουμε να μην συμβεί τίποτα».

Θέλησε να γελάσει με τον εαυτό του, που μιλούσε με τόση σιγουριά. Δεν ήταν σίγουρος για τίποτα. Βλέποντας όμως τους άλλους —τον Λόιαλ, με τα φουντωτά αυτιά πεσμένα, τον Χούριν, που προσπαθούσε να μην κοιτάζει τίποτα— καταλάβαινε ότι τουλάχιστον ο ένας από τους τρεις έπρεπε να δείχνει σιγουριά, αλλιώς ο φόβος και η αβεβαιότητα θα τους τσάκιζαν. Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει. Έδιωξε αυτή τη σκέψη. Καμία σχέση με τον Τροχό. Καμία σχέση με Τα’βίρεν, ή με Άες Σεντάι, ή με τον Δράκοντα. Είναι απλώς αυτό που είναι, τίποτα παραπάνω.

«Λόιαλ, τελείωσες από δω;» Ο Ογκιρανός ένευσε, τρίβοντας λυπημένα τη ράβδο. Ο Ραντ στράφηκε στον Χούριν. «Νιώθεις ακόμα τα ίχνη;»

«Ναι, Άρχοντα Ραντ. Τα νιώθω».

«Τότε ας συνεχίσουμε. Όταν βρούμε τον Φάιν και τους Σκοτεινόφιλους, ε, θα γυρίσουμε στα σπίτια μας ήρωες, με το εγχειρίδιο για τον Ματ και το Κέρας του Βαλίρ. Οδήγησέ μας, Χούριν»». Ήρωες; Θα μου έφτανε να βγούμε από δω ζωντανοί.

«Δεν μου αρέσει αυτό το μέρος», είπε άτονα ο Ογκιρανός. Κρατούσε τη ράβδο σαν να περίμενε ότι σύντομα θα τη χρησιμοποιούσε.

«Πάλι καλά που δεν σκοπεύουμε να μείνουμε, δηλαδή, ε;» Ο Χούριν γέλασε ξερά, σαν να είχε αστειευτεί, αλλά ο Λόιαλ τον κοίταξε ανέκφραστα.

«Πάλι καλά, Ραντ».

Αλλά, καθώς προχωρούσαν προς το νότο, είδε ότι ο δήθεν ανέμελος τρόπος του, με τον οποίο αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο της επιστροφής στα σπίτια τους, τους είχε ζωντανέψει λιγάκι. Ο Χούριν καθόταν πιο στητός στη σέλα του, και τα αυτιά του Λόιαλ δεν φαίνονταν τόσο μαραμένα. Δεν ήταν ούτε ο τόπος ούτε η ώρα για να τους πει ότι συμμεριζόταν το φόβο τους, κι έτσι τον κράτησε μέσα του και τον πολέμησε μόνος του.

Ο Χούριν όμως ήταν ευδιάθετος όλο το πρωί, μουρμούριζε, «Πάλι καλά, που δεν σκοπεύουμε να μείνουμε» και μετά χασκογελούσε, σε σημείο που ο Ραντ σκέφτηκε να του πει να κάνει ησυχία. Προς το μεσημέρι, όμως, ο μυριστής είχε βουβαθεί ξανά, κουνούσε το κεφάλι κι έσμιγε τα φρύδια, και ο Ραντ ευχήθηκε να γελούσε ο άλλος ακόμα, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του.

«Υπάρχει πρόβλημα με τα ίχνη, Χούριν;» ρώτησε.

Ο μυριστής σήκωσε τους ώμους, δείχνοντας ανήσυχος. «Ναι, Άρχοντα Ραντ, και όχι, όπως θα ’λεγες».

«Ή το ένα ή το άλλο θα ’ναι. Έχασες τη διαδρομή τους; Δεν είναι ντροπή. Είπες ότι τα ίχνη ήταν αχνά. Αν δεν μπορέσουμε να βρούμε τους Σκοτεινόφιλους, θα βρούμε μια άλλη Λίθο και θα γυρίσουμε από κει». Φως μου, ό,τι άλλο εκτός απ’ αυτό. Ο Ραντ έμεινε με την ίδια ατάραχη έκφραση. «Αφού μπορούν να πηγαινοέρχονται εδώ οι Σκοτεινόφιλοι, μπορούμε κι εμείς».

«Α, δεν την έχασα, Άρχοντα Ραντ. Ακόμα πιάνω τη βρώμα τους. Απλώς... Είναι που...» Ο Χούριν έκανε μια γκριμάτσα και ξέσπασε, «Είναι σαν να το θυμάμαι, Άρχοντα Ραντ, αντί να το μυρίζω. Αλλά δεν το θυμάμαι. Υπάρχουν δεκάδες μονοπάτια, που το διασχίζουν συνεχώς, δεκάδες δεκάδων, και κάθε λογής οσμές βίας, μερικές φρέσκες σχεδόν, μόνο που είναι ξεπλυμένες όπως όλα εδώ. Σήμερα το πρωί, ακριβώς μετά που φύγαμε από το λάκκωμα, θα ορκιζόμουν ότι είχαν σφαχτεί εκατοντάδες εκεί που πατούσα, λίγα λεπτά πριν, αλλά δεν υπήρχαν πτώματα και ούτε κανένα σημάδι στο γρασίδι, εκτός από τα αχνάρια από τις οπλές. Αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς να σκαφτεί το χώμα και να γεμίσει αίματα, αλλά δεν είχε ούτε σημαδάκι. Όλα είναι έτσι, Άρχοντά μου. Αλλά εγώ ακολουθώ τα ίχνη. Τα ακολουθώ. Αυτό το μέρος μου δίνει στα νεύρα. Αυτό είναι όλο. Μάλλον».

Ο Ραντ κοίταξε τον Λόιαλ —ο Ογκιρανός, μερικές φορές, διέθετε τις πιο παράξενες γνώσεις— αλλά κι εκείνος έμοιαζε μπερδεμένος σαν τον Χούριν. Ο Ραντ έκανε τη φωνή του να ακουστεί πιο σίγουρη απ’ όσο ένιωθε. «Ξέρω ότι βάζεις τα δυνατά σου, Χούριν. Όλοι είμαστε νευρικοί. Απλώς ακολούθησέ τα όσο καλύτερα μπορείς, και θα τους βρούμε».

«Ό,τι πεις, Άρχοντα Ραντ». Ο Χούριν σπιρούνισε το άλογά του. «Ό,τι πεις».

Αλλά, όταν σκοτείνιασε, ακόμα δεν είχαν βρει κανένα σημάδι των Σκοτεινόφιλων, και ο Χούριν είπε ότι τα ίχνη ήταν ακόμα πιο αχνά. Ο μυριστής μουρμούριζε στον εαυτό του ότι «θυμόταν».

Δεν υπήρχε σημάδι. Πραγματικά δεν υπήρχε κανένα σημάδι. Ο Ραντ δεν ήταν τόσο καλός ιχνηλάτης όσο ο Ούνο, αλλά στους Δύο Ποταμούς περίμεναν από τα αγόρια να ξέρουν αρκετά από ιχνηλασία για να βρίσκουν χαμένα πρόβατα ή λαγούς για φαγητό. Δεν είχε δει τίποτα. Ήταν σαν κανένα ζωντανό πλάσμα να μην είχε ταράξει ποτέ αυτή τη γη πριν έρθουν οι τρεις τους εδώ. Θα έπρεπε να υπάρχει κάτι, αν οι Σκοτεινόφιλοι ήταν μπροστά τους. Αλλά ο Χούριν ακολουθούσε τη διαδρομή που έλεγε ότι μύριζε.

Όταν ο ήλιος άγγιξε τον ορίζοντα, έστησαν το στρατόπεδο τους σε μια συστάδα δέντρων που δεν ήταν σε καμένο σημείο κι έφαγαν από τα σακίδιά τους. Ψωμί και ξεραμένο κρέας, με άγευστο νερό για να ξεπλύνουν το στόμα τους· δείπνο λιγοστό, σκληρό και άνοστο. Ο Ραντ υπολόγισε πως είχαν αρκετό για μια βδομάδα. Ύστερα... Ο Χούριν έφαγε αργά και μεθοδικά, αλλά ο Λόιαλ καταβρόχθισε το δικό του με μια γκριμάτσα και έγειρε πίσω με την πίπα του, ενώ είχε κοντά τη μεγάλη ράβδο. Ο Ραντ φρόντισε η φωτιά τους να είναι μικρή και καλά κρυμμένη στα δέντρα. Ο Φάιν και οι Σκοτεινόφιλοι του και οι Τρόλοκ του ίσως να ήταν κοντά και να έβλεπαν τη φωτιά τους, παρά την ανησυχία του Χούριν για τα αλλόκοτα ίχνη τους.

Του φαινόταν παράξενο που είχε αρχίσει να τους θεωρεί Σκοτεινόφιλους του Φάιν, Τρόλοκ του Φάιν, Ο Φάιν ήταν απλώς ένας τρελός. Γιατί τότε τον έσωσαν; Ο Φάιν ήταν μέρος του σχεδίου που είχε καταστρώσει ο Σκοτεινός για να τον βρει. Ίσως να είχε αυτό κάποια σχέση. Γιατί λοιπόν το σκάει αντί να με κυνηγήσει; Και τι σκότωσε εκείνον τον Ξέθωρο; Τι συνέβη στο δωμάτιο που ήταν γεμάτο μύγες; Κι εκείνα τα μάτια, που με παρακολουθούσαν στο Φαλ Ντάρα. Κι εκείνος ο άνεμος, που με άρπαζε σαν σκαθάρι πιασμένο σε ρετσίνι πεύκου. Όχι. Όχι. Ο Μπα’άλζαμον πρέπει να είναι νεκρός. Οι Άες Σεντάι δεν το πίστευαν. Η Μουαραίν δεν το πίστευε, ούτε η Άμερλιν. Πεισμωμένος, αρνήθηκε να το σκεφτεί άλλο πια. Το μόνο που έπρεπε να σκέφτεται ήταν να βρει το εγχειρίδιο για τον Ματ. Να βρει τον Φάιν, και το Κέρας.

Ποτέ δεν τελειώνει, αλ’Θορ.

Η φωνή ήταν σαν αδύνατο αεράκι, το οποίο ψιθύριζε βαθιά στο κεφάλι του, ένα αδύνατο, παγωμένο μουρμούρισμα, που ανέβαινε από τα μύχια του μυαλού του. Παραλίγο θα έψαχνε το κενό για να δραπετεύσει μέσα του, αλλά θυμήθηκε τι τον περίμενε εκεί και έπνιξε την επιθυμία.

Στη σκοτεινιά του σούρουπου, έκανε τις ασκήσεις ξιφομαχίας, με τον τρόπο που του είχε διδάξει ο Λαν, αν και χωρίς το κενό. Το Χώρισμα του Μεταξιού. Το Κολιμπρί Φιλά το Ρόδο. Τον Ερωδιό που Βαδίζει στις Καλαμιές, για ισορροπία. Ξεχάστηκε στις γοργές, σίγουρες κινήσεις, ξέχασε για λίγο πού ήταν και εξασκήθηκε ώσπου τον έλουσε ο ιδρώτας. Αλλά, όταν τελείωσε, όλα ξανάρθαν στο νου του· τίποτα δεν είχε αλλάξει. Ο καιρός δεν ήταν κρύος, αλλά ο Ραντ ένιωσε ρίγος και κουκουλώθηκε με το μανδύα καθώς έσκυβε στη φωτιά. Οι άλλοι κατάλαβαν τη διάθεσή του και απόφαγαν γρήγορα και σιωπηλά. Δεν παραπονέθηκαν όταν ο Ραντ κλώτσησε χώμα στις τελευταίες ασθενικές φλογίτσες για να τις σβήσει.

Ο Ραντ έκανε ο ίδιος την πρώτη βάρδια, περπατώντας στις άκρες της συστάδας με το τόξο του, μερικές φορές λασκάροντας το σπαθί στη θήκη. Το παγερό φεγγάρι, που κόντευε την πανσέληνο, στεκόταν ψηλά στη μαυρίλα, και η νύχτα ήταν εξίσου σιωπηλή με τη μέρα, εξίσου άδεια. Άδεια, ήταν η κατάλληλη λέξη. Η γη ήταν άδεια, σαν σκονισμένη καρδάρα. Δύσκολα πίστευες ότι υπήρχε κανείς σ’ ολόκληρο τον κόσμο, σ’ αυτόν τον κόσμο, εκτός από τους τρεις τους, δύσκολα πίστευες ακόμα και ότι οι Σκοτεινόφιλοι ήταν εκεί, κάπου μπροστά τους.

Για να έχει λίγη παρέα, ξεδίπλωσε το μανδύα του Θομ Μέριλιν, φανερώνοντας την άρπα και το φλάουτο στις σκληρές δερμάτινες Θήκες τους πάνω στα πολύχρωμα μπαλώματα του μανδύα. Έβγαλε το χρυσό και ασημένιο φλάουτο από το θήκη του, το χάιδεψε, ξαναφέρνοντας στο νου του τον βάρδο να του κάνει μάθημα, και έπαιξε μερικές νότες από το “Ο Άνεμος που Σείετ την Ιτιά”, χαμηλά για να μην ξυπνήσει τους άλλους. Ακόμα και χαμηλά, ο θλιμμένος ήχος ήταν υπερβολικά δυνατός σε κείνο το μέρος, υπερβολικά πραγματικός. Αναστέναξε, ξανάβαλε το φλάουτο στη θέση του και ξανάφτιαξε το δέμα.

Συνέχισε να φυλά σκοπιά ως βαθιά μέσα στη νύχτα, αφήνοντας τους άλλους να κοιμηθούν. Δεν ήξερε πόσο αργά ήταν, όταν ξαφνικά κατάλαβε πως είχε πέσει ομίχλη. Ήταν κοντά στο έδαφος, πυκνή, μεταμορφώνοντας τον Χούριν και τον Λόιαλ σε θολούς όγκους, οι οποίοι έμοιαζαν να ξεπηδούν από τα σύννεφα. Αραίωνε ψηλότερα, αλλά τύλιγε τη γη ολόγυρα σαν σάβανο, κρύβοντας τα πάντα εκτός από τα κοντινότερα δέντρα. Το φεγγάρι ήταν σαν να το έβλεπε μέσα από λεπτό μετάξι. Οτιδήποτε θα μπορούσε να τους πλησιάσει χωρίς να φανεί. Άγγιξε το σπαθί του.

«Τα σπαθιά δεν μου κάνουν τίποτα, Λουζ Θέριν. Έπρεπε να το ξέρεις».

Η ομίχλη στροβιλίστηκε γύρω από τα πόδια του Ραντ, καθώς αυτός στριφογυρνούσε και το σπαθί εμφανιζόταν στα χέρια του, με τη λεπίδα με το σήμα του ερωδιού όρθια μπροστά του. Το κενό αμέσως εμφανίστηκε μέσα του· ο Ραντ για πρώτη φορά δεν πρόσεχε το μολυσμένο φως του σαϊντίν.

Μια σκιερή μορφή πλησίασε στην ομίχλη, περπατώντας μ’ ένα ψηλό ραβδί. Πίσω, σαν η σκιά της σκιάς να ήταν αχανής, η ομίχλη σκοτείνιασε, ώσπου έγινε πιο μαύρη κι από τη νύχτα. Ο Ραντ ένιωσε ανατριχίλα. Η μορφή πλησίασε κι άλλο, ώσπου φάνηκε ότι ήταν η σιλουέτα ενός άνδρα που φορούσε μαύρα ρούχα και μαύρα γάντια, με μαύρη μεταξωτή μάσκα, που του κάλυπτε το πρόσωπο, και η σκιά ερχόταν μαζί του. Και το ραβδί του επίσης ήταν μαύρο, σαν το ξύλο να είχε γίνει κάρβουνο από φωτιά, αλλά ήταν λείο και άστραφτε, σαν νερό στο φεγγαρόφωτο. Για μια στιγμή, τα μάτια πίσω από τη μάσκα λαμπύρισαν, σαν να είχε πίσω της φωτιά και όχι μάτια, αλλά ο Ραντ δεν χρειαζόταν τίποτα τέτοιο για να καταλάβει ποιος ήταν.

«Μπα’άλζαμον», είπε χαμηλόφωνα. «Είναι όνειρο. Πρέπει να ονειρεύομαι. Αποκοιμήθηκα, και—»

Ο Μπα’άλζαμον γέλασε με το βρυχηθμό ενός ανοιχτού καμινιού. «Πάντα προσπαθείς να αρνηθείς αυτό που υπάρχει, Λουζ Θέριν. Αν απλώσω το χέρι, Θα σε αγγίξω, Σφαγέα. Μπορώ να σε αγγίξω όποτε Θέλω. Πάντα και παντού».

«Λεν είμαι ο Δράκοντας! Το όνομά μου είναι Ραντ αλ’–!» Ο Ραντ έσφιξε τα δόντια για να πάψει.

«Α, ξέρω το όνομα που έχεις τώρα, Λουζ Θέριν. Ξέρω όλα τα ονόματα που έπαιρνες από τη μια Εποχή στην άλλη, πολύ πριν γίνεις ο Σφαγέας». Η φωνή του Μπα’άλζαμον δυνάμωσε· μερικές φορές οι φωτιές των ματιών του τινάζονταν τόσο ψηλά, που ο Ραντ τις έβλεπε μέσα από τις σχισμές της μεταξωτής μάσκας, τις έβλεπε σαν ατέλειωτες θάλασσες από φλόγες. «Σε ξέρω, ξέρω το αίμα και τη γενιά σου ως πίσω στην πρώτη σπίθα της ζωής που υπήρξε ποτέ, ως την Πρώτη Στιγμή. Ποτέ δεν θα μπορέσεις να μου κρυφτείς. Ποτέ! Είμαστε δεμένοι μαζί, δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Οι συνηθισμένοι άνθρωποι μπορεί να κρύβονται στο γύρισμα του Σχήματος, αλλά οι τα’βίρεν ξεχωρίζουν, σαν φάρος σε λόφο, κι εσύ, εσύ ξεχωρίζεις, σαν να στέκονται δέκα χιλιάδες λαμπερά βέλη στον ουρανό και να σε δείχνουν! Είσαι δικός μου, σε κρατώ στο χέρι μου, αν θέλω!»

«Πατέρα του Ψεύδους!» κατόρθωσε να πει ο Ραντ. Παρά το κενό, η γλώσσα του ήταν κατάξερη. Φως μου, ας είναι όνειρο. Η σκέψη αναπήδησε στην αδειανωσύνη, έξω, Έστω κι από τα όνειρα, που δεν είναι όνειρα. Δεν μπορεί πραγματικά να στέκεται μπροστά μου. Ο Σκοτεινός είναι σφραγισμένος στο Σάγιολ Γκουλ, τον σφράγισε ο Δημιουργός τη στιγμή της Δημιουργίας... Ήξερε μεγάλο μέρος της αλήθειας, που δεν τον βοηθούσε. «Καλά σε ονόμασαν έτσι! Αν μπορούσες να με πάρεις, γιατί δεν το έκανες; Επειδή δεν μπορείς. Περπατώ στο Φως και δεν μπορείς να μ’ αγγίξεις!»

Ο Μπα’άλζαμον έγειρε στο ραβδί του και κοίταξε τον Ραντ για μια στιγμή, και μετά πήγε και στάθηκε πάνω από τον Λόιαλ και τον Χούριν, κοιτάζοντάς τους. Η αχανής σκιά κινήθηκε μαζί του. Ο Ραντ είδε ότι δεν άγγιζε την ομίχλη — προχωρούσε, το ραβδί πηγαινοερχόταν με τα βήματά του, αλλά η γκρίζα ομίχλη δεν σάλευε και δεν έσκαγε γύρω από τα πόδια του, όπως έκανε στα πόδια του Ραντ. Αυτό του έδωσε λίγο κουράγιο. Ίσως ο Μπα’άλζαμον στ’ αλήθεια δεν ήταν εκεί. Ίσως στ’ αλήθεια να ήταν όνειρο.

«Βρίσκεις παράξενους οπαδούς», είπε στοχαστικά ο Μπα’άλζαμον. «Πάντα έτσι έκανες. Αυτοί οι δύο. Η κοπέλα που προσπαθεί να σε φροντίσει. Κακή για φύλακας και αδύναμη, Σφαγέα. Αν είχε μια ζωή για να δυναμώσει, δεν θα γινόταν αρκετά δυνατή για να κρυφτείς πίσω της».

Κοπέλα; Ποια; Η Μουαραίν δεν είναι κοπέλα. «Λεν ξέρω τι λες, Πατέρα του Ψεύδους. Λες ψέματα, ξαναλές ψέματα, κι ακόμα κι όταν λες αλήθεια, την γυρνάς για να ’ναι ψέμα».

«Ψέματα, Λουζ Θέριν; Ξέρεις τι είσαι, ξέρεις ποιος είσαι. Σου το έχω πει. Το ίδιο είπαν κι εκείνες οι γυναίκες της Ταρ Βάλον». Ο Ραντ έκανε μια κίνηση, και ο Μπα’άλζαμον άφησε ένα γέλιο, σαν μικρή βροντή. «Νομίζουν ότι είναι ασφαλείς στον Λευκό Πύργο, αλλά μεταξύ των ακολούθων μου υπάρχουν ακόμα και μερικές από αυτές. Η Άες Σεντάι που ονομάζεται Μουαραίν σου είπε ποιος είσαι, σωστά; Σου είπε ψέματα; Ή μήπως με υπηρετεί; Ο Λευκός Πύργος σκοπεύει να σε χρησιμοποιήσει σαν κυνηγόσκυλο στο λουρί. Λέω ψέματα; Λέω ψέματα λέγοντας ότι αναζητάς το Κέρας του Βαλίρ;» Γέλασε ξανά· παρά τη γαλήνη του κενού, ο Ραντ λίγο έλειψε να σηκώσει τα χέρια για να κλείσει τα αυτιά του. «Μερικές φορές οι παλιοί εχθροί μάχονται τόσον καιρό, που γίνονται σύμμαχοι και δεν το καταλαβαίνουν. Νομίζουν ότι σε χτυπούν, αλλά είστε τόσο στενά δεμένοι, που είναι σαν να οδηγείς το χτύπημα εσύ ο ίδιος».

«Δεν με κυβερνάς εσύ», είπε ο Ραντ. «Σε αρνούμαι».

«Σ’ έχω δεμένο με χίλια νήματα, Σφαγέα, λεπτότερα από μετάξι και δυνατότερα από ατσάλι. Ο Χρόνος έδεσε χίλια σχοινιά ανάμεσά μας. Η μάχη που δίνουμε εμείς οι δύο — θυμάσαι κανένα μέρος της; Έχεις την παραμικρή ανάμνηση από τις μάχες που δώσαμε παλιά, μάχες αναρίθμητες, ως πίσω στην αρχή του Χρόνου; Ξέρω πολλά που δεν ξέρεις! Αυτή η μάχη σε λίγο θα τελειώσει. Η Τελευταία Μάχη έρχεται. Η τελευταία, Λουζ Θέριν. Στ’ αλήθεια, νομίζεις ότι μπορείς να την αποφύγεις; Κακόμοιρο, φοβισμένο σκουλήκι. Θα με υπηρετήσεις, ή θα πεθάνεις! Κι αυτή τη φορά ο κύκλος δεν θα αρχίσει από την αρχή με τον θάνατό σου. Ο τάφος ανήκει στον Μέγα Άρχοντα του Σκότους. Αυτή τη φορά, αν πεθάνεις, θα εξοντωθείς ολοκληρωτικά. Αυτή τη φορά ο Τροχός θα σπάσει ό,τι κι αν κάνεις, και ο κόσμος θα ξαναφτιαχτεί από καινούργιο καλούπι. Υπηρέτησέ με! Υπηρέτησε τον Σαϊ’τάν, αλλιώς θα εξοντωθείς δια παντός!»

Όταν ξεστόμισε εκείνο το όνομα, ο αέρας φάνηκε να πηχτώνει. Το σκοτάδι πίσω από τον Μπα’άλζαμον φούσκωσε κι απλώθηκε, απειλώντας να καταπιεί τα πάντα. Ο Ραντ το ένιωσε να τον κλείνει μέσα του, πιο κρύο από πάγο και πιο καυτό από κάρβουνα την ίδια στιγμή, πιο μαύρο από θάνατο, το ένιωσε να τον ρουφά στα βάθη του, αγκαλιάζοντας όλο τον κόσμο.

Έσφιξε το σπαθί του, τόσο δυνατά που πόνεσαν οι αρθρώσεις του. «Σε αρνούμαι, και αρνούμαι τη δύναμή σου. Περπατώ στο Φως. Το Φως μας φυλάει και βρίσκουμε καταφύγιο στην παλάμη του Δημιουργού». Ανοιγόκλεισε τα μάτια. Ο Μπα’άλζαμον ακόμα στεκόταν εκεί, και το πλατύ σκοτάδι ακόμα κρεμόταν πίσω του, αλλά τώρα όσα είχαν προηγηθεί έμοιαζαν να ήταν ψευδαίσθηση.

«Θέλεις να δεις το πρόσωπό μου;» Ήταν ένας ψίθυρος.

Ο Ραντ κατάπιε. «Όχι».

«Θα ’πρεπε». Το γαντοφορεμένο χέρι πλησίασε τη μαύρη μάσκα.

«Όχι!»

Η μάσκα βγήκε. Πίσω της ήταν ένα ανδρικό πρόσωπο, φρικιά καμένο. Αλλά ανάμεσα στις κόκκινες αυλακιές με τις μαυρισμένες άκρες που διέσχιζαν εκείνα τα χαρακτηριστικά, η επιδερμίδα έμοιαζε υγιής και απαλή. Μαύρα μάτια κοίταξαν τον Ραντ· άσπλαχνα χείλη χαμογέλασαν, αποκαλύπτοντας, φευγαλέα, λευκά δόντια. «Κοίταξέ με, Σφαγέα, και δες το ένα εκατοστό της δικής σου μοίρας». Για μια στιγμή, τα μάτια και το στόμα έγιναν πύλες, οι οποίες έβγαζαν σε πελώρια σπήλαια γεμάτα φωτιά. «Να τι μπορεί να κάνει η Δύναμη, όταν μένει ανεξέλεγκτη, ακόμα και σε μίνα. Αλλά εγώ μπορώ να γιατρευτώ, Λουζ Θέριν. Ξέρω τους δρόμους για ακόμα μεγαλύτερη δύναμη. Εσένα θα σε κάψει, σαν πεταλούδα που μπαίνει σε καμίνι».

«Όχι!» Ο Ραντ ένιωσε το κενό ολόγυρά του, ένιωσε το σαϊντίν. «Δεν θα την αγγίξω».

«Λεν μπορείς να σταματήσεις».

«ΑΦΗΣΕ ΜΕ!»

«Δύναμη». Η φωνή του Μπα’άλζαμον έγινε απαλή, υπαινικτική. «Μπορείς να ξαναποκτήσεις τη δύναμη, Λουζ Θέριν. Είσαι συνδεμένος μαζί της, αυτή τη στιγμή. Το ξέρω. Το βλέπω. Νιώσε την, Λουζ Θέριν. Νιώσε τη λάμψη μέσα σου. Νιώσε τη δύναμη που θα μπορούσε να γίνει δική σου. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να απλώσεις προς αυτήν. Αλλά η Σκιά είναι εκεί, ανάμεσα σε σένα και σ’ αυτήν. Τρέλα, θάνατος. Δεν είναι ανάγκη να πεθάνεις, Λουζ Θέριν, ποτέ ξανά».

«Όχι», είπε ο Ραντ, αλλά η φωνή συνέχισε, τρυπώνοντας μέσα του.

«Μπορώ να σε διδάξω πώς να ελέγχεις τη δύναμη, για να μην σε καταστρέψει. Δεν ζει άλλος που να μπορεί να σου το διδάξει. Ο Μέγας Άρχων του Σκότους μπορεί να σε προστατεύσει από την τρέλα. Η δύναμη μπορεί να γίνει δική σου, μπορείς να ζήσεις για πάντα. Για πάντα! Το μόνο που έχεις να κάνεις σε αντάλλαγμα είναι να υπηρετήσεις. Μόνο να υπηρετήσεις. Απλά λόγια —είμαι δικός σου, Μέγα Άρχοντα— και η δύναμη θα γίνει δική σου. Δύναμη, πέρα από κάδε όνειρο εκείνων των γυναικών της Ταρ Βάλον, αιώνια ζωή, αρκεί μόνο να προσφερθείς και να υπηρετήσεις».

Ο Ραντ έγλειψε τα χείλη του. Χωρίς την τρέλα. Χωρίς το θάνατο. «Ποτέ! Περπατώ στο Φως», είπε βραχνά, «και δεν μπορείς να με αγγίξεις!»

«Λεν μπορώ να σε αγγίξω, Λουζ Θέριν; Λεν μπορώ; Μπορώ να σε κάψω ολόκληρο! Νιώσε το και κατάλαβε, όπως το κατάλαβα κι εγώ!»

Εκείνα τα μαύρα μάτια ξανάγιναν φωτιά, κι εκείνο το στόμα φλόγα που άνθισε και Θέριεψε, ώσπου φαινόταν λαμπρότερη από τον ήλιο τον καλοκαιρινό. Θέριεψε, και ξαφνικά το σπαθί του Ραντ έλαμψε, σαν να ’χε μόλις βγει από το καμίνι. Ο Ραντ φώναξε, καθώς η λαβή του έκαιγε τα χέρια, κραύγασε και έριξε το σπαθί. Και η ομίχλη έπιασε φωτιά, φωτιά που όρμηξε, φωτιά που έκαψε τα πάντα.

Ουρλιάζοντας, χτύπησε τα ρούχα του, καθώς έβγαζαν καπνό και καίγονταν και έπεφταν έχοντας γίνει στάχτη, τα χτύπησε με τα χέρια του που μαύρισαν και ζάρωσαν, καθώς η γυμνή σάρκα έσκαζε και ξεφλούδιζε μέσα στις φλόγες. Τσίριξε. Ο πόνος έδερνε το κενό μέσα του και ο Ραντ προσπάθησε να συρθεί πιο βαθιά στην αδειανωσύνη. Η λάμψη ήταν εκεί, το μολυσμένο φως λίγο πιο πέρα από κει που έφτανε το βλέμμα του. Μισότρελος, χωρίς να τον νοιάζει πια τι ήταν, άπλωσε για το σαϊντίν, προσπάθησε να το τυλίξει ολόγυρά του, προσπάθησε να κρυφτεί εκεί μέσα από το κάψιμο και τον πόνο.

Η φωτιά χάθηκε ξαφνικά όπως ήρθε. Ο Ραντ κοίταξε με απορία το χέρι του, που ξεπρόβαλλε από το κόκκινο μανίκι του πανωφοριού του. Το μάλλινο ύφασμα δεν ήταν καν καψαλισμένο. Τα φαντάστηκα όλα. Κοίταξε γύρω του με αγωνία. Ο Μπα’άλζαμον είχε εξαφανιστεί. Ο Χούριν σάλεψε στον ύπνο του· ο μυριστής και ο Λόιαλ ήταν ακόμα δυο όγκοι που ξεπρόβαλλαν από τη χαμηλή ομίχλη. Πραγματικά τα φαντάστηκα.

Πριν προλάβει να τον κατακλύσει η ανακούφιση, πόνος σούβλισε το δεξί του χέρι και ο Ραντ το γύρισε ανάποδα για να δει. Στην παλάμη ήταν το σημάδι του ερωδιού. Του ερωδιού από τη λαβή του σπαθιού του, με οργισμένο κόκκινο χρώμα, καλοφτιαγμένος, σαν να τον είχαν κάνει με δεξιοτεχνία ζωγράφου.

Έβγαλε με αδέξιες κινήσεις ένα μαντήλι από την τσέπη του πανωφοριού του και τύλιξε το χέρι του. Το χέρι τώρα παλλόταν με πόνο. Το κενό θα τον βοηθούσε —στο κενό, είχε επίγνωση του πόνου, αλλά δεν τον ένιωθε— αλλά έδιωξε τη σκέψη από το μυαλό του. Δυο φορές τώρα χωρίς να ξέρει —και μια φορά ξέροντας· δεν μπορούσε να το ξεχάσει— είχε προσπαθήσει να διαβιβάσει τη Μία Δύναμη, ενόσω ήταν στο κενό. Μ’ αυτό ήθελε να τον δελεάσει ο Μπα’άλζαμον. Η Μουαραίν και η Έδρα της Άμερλιν γι’ αυτό τον ήθελαν. Δεν θα το έκανε.

Загрузка...