29 Σωντσάν

Ο Τζέφραμ Μπόρνχαλντ δεν έδωσε σημασία στη μυρωδιά των φλεγόμενων σπιτιών και στα πτώματα που κείτονταν φύρδην-μίγδην στο χωματόδρομο. Ο Μπάυαρ και μια φρουρά εκατό έφιππων ανδρών με λευκούς μανδύες μπήκαν πίσω του στο χωριό, η μισή δύναμη που είχε μαζί του. Η λεγεώνα του ήταν αραιά σκορπισμένη, κι αυτό δεν του άρεσε καθόλου, ειδικά τώρα, που οι Ιεροεξεταστές είχαν δικαίωμα να δίνουν διαταγές, αλλά οι οδηγίες του ήταν σαφείς: Υπάκουσε στους Ιεροεξεταστές.

Οι χωρικοί εδώ είχαν προβάλει ελάχιστη αντίσταση· μόνο τα μισά οικήματα έβγαζαν στήλες καπνού. Ο Μπόρνχαλντ είδε ότι το πανδοχείο ήταν ακόμα στη θέση του, πέτρινο και σοβατισμένο, όπως τα περισσότερα κτίρια στην Πεδιάδα Άλμοθ.

Τράβηξε τα χαλινάρια μπροστά στο πανδοχείο και το βλέμμα του προσπέρασε τους αιχμαλώτους, που κρατούσαν οι στρατιώτες του κοντά στο πηγάδι του χωριού και στάθηκε στη μακριά κρεμάλα, η οποία με την παρουσία της διατάρασσε το κοινό λιβάδι του χωριού. Ήταν βιαστικά φτιαγμένη, μονάχα ένα μακρύ κοντάρι με στηρίγματα δεξιά κι αριστερά, αλλά από κει κρέμονταν τριάντα πτώματα, που τα ρούχα τους πετάριζαν στο αεράκι. Υπήρχαν και μικρά κορμάκια ανάμεσα στα μεγάλα. Ακόμα και ο Μπάυαρ τα κοίταξε χωρίς να πιστεύει στα μάτια του.

«Μουάντ!» βρυχήθηκε. Ένας ψαρομάλλης ήρθε σχεδόν τρέχοντας, από εκείνους που φύλαγαν τους αιχμαλώτους. Ο Μουάντ είχε πέσει κάποτε στα χέρια των Σκοτεινόφιλων· το σημαδεμένο πρόσωπο του τρόμαζε ακόμα και τον πιο σκληροτράχηλο. «Είναι δικό σου έργο, Μουάντ, ή των Σωντσάν;»

«Ούτε το ένα ούτε το άλλο, Άρχοντα Ταξιάρχη». Η φωνή του Μουάντ ήταν ένα βραχνό, ψιθυριστό μουγκρητό, άλλο ένα δώρο των Σκοτεινόφιλων. Δεν είπε τίποτα άλλο.

Ο Μπόρνχαλντ συννέφιασε. «Δεν πιστεύω να το ’καναν αυτοί εκεί», είπε, δείχνοντας τους αιχμαλώτους. Τα Τέκνα δεν έδειχναν πια τόσο καθαρά και περιποιημένα, όπως όταν τα είχε φέρει περνώντας το Τάραμπον, αλλά έμοιαζαν έτοιμα για παρέλαση σε σύγκριση με τον όχλο των ανδρών που ζάρωναν κάτω από τα άγρυπνα βλέμματά τους. Κουρελήδες, με κάτι απομεινάρια από αρματωσιά, με πρόσωπα βλοσυρά. Υπολείμματα του στρατού που είχε στείλει το Τάραμπον εναντίον των εισβολέων από το Τόμαν Χεντ.

Ο Μουάντ δίστασε, και μετά είπε προσεκτικά, «Οι χωρικοί λένε ότι φορούσαν μανδύες Ταραμπονέζικους, Άρχοντα Ταξιάρχη μου. Ανάμεσά τους ήταν ένας ψηλός, με γκρίζα μάτια και μακρύ μουστάκι, που μοιάζει δίδυμος με το Τέκνο Ήργουιν, κι ένα παλικαράκι, που προσπαθεί να κρύψει το όμορφο πρόσωπο του μ’ ένα κίτρινο γένι, που πολεμούσε με το αριστερό του χέρι. Μοιάζει πολύ με το Τέκνο Γούαν, Άρχοντα Ταξιάρχη μου».

«Ιεροεξεταστές!» είπε ο Μπόρνχαλντ σαν να έφτυνε. Ο Ήργουιν και ο Γούαν ήταν μεταξύ των ανδρών του που είχε αναγκαστεί να δώσει στη διοίκηση των Ιεροεξεταστών. Είχε ξαναδεί τις τακτικές των Ιεροεξεταστών, αλλά ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε μπροστά του πτώματα παιδιών.

«Αφού το λέει ο Άρχοντας Ταξιάρχης μου». Ο Μουάντ το έκανε να ακουστεί σαν να συμφωνούσε ολόψυχα.

«Κατεβάστε τους», είπε κουρασμένα ο Μπόρνχαλντ. «Κατεβάστε τους, και δώστε στους χωρικούς να καταλάβουν ότι τελείωσαν οι σκοτωμοί». Εκτός αν κάνας βλάκας θελήσει να κάνει τον γενναίο, επειδή τον κοιτάζει κάποια γυναίκα, και τότε αναγκαστώ να τον κάνω παράδειγμα για όλους. Ξεπέζεψε, κοιτάζοντας πάλι τους αιχμαλώτους, καθώς ο Μουάντ έτρεχε, φωνάζοντας να φέρουν σκάλες και μαχαίρια. Είχε να σκεφτεί για άλλα πράγματα, όχι μόνο για τον υπέρμετρο ζήλο των Ιεροεξεταστών· ευχήθηκε να μην είχε καθόλου τους Ιεροεξεταστές στο νου του.

«Δεν αντιστάθηκαν πολύ, Άρχοντα Ταξιάρχη μου», είπε ο Μπάυαρ, «ούτε αυτοί οι Ταραμπονέζοι, ούτε οι λιγοστοί Ντομανοί που απέμειναν. Δαγκώνουν σαν παγιδευμένα ποντίκια, αλλά μόλις τους δαγκώσεις τρέχουν».

«Για να δούμε πώς θα τα πάμε με τους εισβολείς, Μπάυαρ, πριν αρχίσουμε να νιώθουμε ανώτεροι απ’ αυτούς τους ανθρώπους, εντάξει;» Τα πρόσωπα των αιχμαλώτων είχαν μια ηττημένη έκφραση, που υπήρχε πριν έρθουν οι άνδρες του. «Βάλε τον Μουάντ να μου διαλέξει έναν». Το πρόσωπο του Μουάντ αρκούσε από μόνο του να λυγίσει τους περισσότερους. «Κατά προτίμηση κάποιον αξιωματικό. Κάποιον που να φαίνεται αρκετά έξυπνος για να πει αυτά που είδε χωρίς να τα παραφουσκώσει, και αρκετά νέος για να μην είναι ακόμα ξεροκέφαλος. Πες στον Μουάντ να μην του φερθεί με το γάντι, εντάξει; Να τον κάνει να πιστέψει ότι θα του κάνω χειρότερα απ’ ό,τι ονειρεύτηκε ποτέ, εκτός αν καταφέρει να με πείσει». Πέταξε τα χαλινάρια σε ένα Τέκνο και μπήκε στο πανδοχείο.

Ο πανδοχέας ήταν εκεί, ως εκ θαύματος, ένας πειθήνιος, ιδρωμένος άνδρας, του οποίου το βρώμικο πουκάμισο τεντωνόταν πάνω από την κοιλιά του, τόσο πολύ που τα κόκκινα κεντητά σπειροειδή στολίσματα κόντευαν να σχιστούν. Ο Μπόρνχαλντ τον έδιωξε με ένα νόημα· είδε αφηρημένα με την άκρη του ματιού μια γυναίκα και κάτι παιδιά, που ζάρωναν σε μια πόρτα, ώσπου ο χοντρός πανδοχέας τους έδιωξε.

Ο Μπόρνχαλντ έβγαλε τα χειρόκτια και κάθισε σ’ ένα τραπέζι. Ήξερε ελάχιστα πράγματα για τους εισβολείς, τους ξένους. Έτσι τους αποκαλούσαν οι περισσότεροι, όσοι έλεγαν κάτι παραπάνω, αντί να παραμιλούν μονάχα για τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο. Ήξερε ότι αυτοαποκαλούνταν Σωντσάν, και Χαϊλέν. Μιλούσε κάτι λίγα από την Παλιά Γλώσσα και ήξερε ότι το δεύτερο σήμαινε Εκείνοι που Έρχονται Πριν, ή Πρόδρομοι. Επίσης αυτοαποκαλούνταν Ρυαγκέλ, Εκείνοι που Γυρίζουν στην Πατρίδα, και μιλούσαν για το Κορίν, το Γυρισμό. Σχεδόν τον έκαναν να πιστέψει τις ιστορίες, που έλεγαν ότι οι στρατιές του Άρτουρ του Γερακόφτερου είχαν γυρίσει πίσω. Κανένας δεν ήξερε από πού είχαν έρθει οι Σωντσάν, εκτός του ότι είχαν έρθει με πλοία. Ο Μπόρνχαλντ είχε παρακαλέσει για πληροφορίες τους Θαλασσινούς, αλλά η μόνη απάντηση τους ήταν η σιωπή. Το Άμαντορ δεν έβλεπε με καλό μάτι τους Άθα’αν Μιέρε, κι αυτοί του το ανταπέδιδαν με το παραπάνω. Το μόνο που ήξερε ο Μπόρνχαλντ για τους Σωντσάν ήταν όσα είχε ακούσει από ανθρώπους σαν αυτούς εκεί έξω. Τσακισμένοι, νικημένοι φουκαράδες, που μιλούσαν ιδρωμένοι και με μάτια γουρλωμένα για ανθρώπους που είχαν έρθει, καβαλώντας όχι μόνο άλογα αλλά και τέρατα, που πολεμούσαν με τέρατα στο πλευρό τους, και που έφερναν Άες Σεντάι για να ανοίξουν τη γη κάτω από τα πόδια των εχθρών τους.

Ο ήχος από μπότες στην εξώπορτα τον έκανε να χαμογελάσει πονηρά, αλλά ο Μπάυαρ δεν είχε πλάι του τον Μουάντ. Το Τέκνο του Φωτός που ήταν μαζί του, με το κορμί στητό και το κράνος στον αγκώνα, ήταν ο Τζέραλ, που ο Μπόρνχαλντ νόμιζε πως ήταν εκατό μίλια τουλάχιστον πιο πέρα. Ο νεαρός πάνω από την αρματωσιά του φορούσε ένα μανδύα ραμμένο στο στυλ των Ντομανών με γαλάζιο στρίφωμα, κι όχι το λευκό μανδύα των Τέκνων.

«Ο Μουάντ μιλάει τώρα στον νεαρό, Άρχοντα Ταξιάρχη μου», είπε ο Μπάυαρ. «Το Τέκνο Τζέραλ μόλις ήρθε και φέρνει μήνυμα».

Ο Μπόρνχαλντ έκανε νόημα στον Τζέραλ να αρχίσει.

Ο νεαρός δεν χαλάρωσε καθόλου. «Με τους χαιρετισμούς του Τζάιτσιμ Καρίντιν», άρχισε να λέει, κοιτάζοντας ευθεία μπροστά, «που οδηγεί το Χέρι του Φωτός στη—»

«Δεν θέλω ν’ ακούσω τους χαιρετισμούς του Ιεροεξεταστή», μούγκρισε ο Μπόρνχαλντ, και είδε τον νεαρό που είχε πάρει έκπληκτο ύφος. Ο Τζέραλ ήταν μικρός ακόμα. Αλλά κι ο Μπάυαρ έδειχνε να νιώθει άβολα. «Θα μου πεις το μήνυμά του, εντάξει; Όχι λέξη προς λέξη, παρά μόνο αν σου το ζητήσω. Απλώς πες μου τι θέλει».

Το Τέκνο, που ήταν έτοιμο να τα πει αυτολεξεί, ξεροκατάπιε και άρχισε. «Άρχοντα Ταξιάρχη μου, λέει — λέει ότι έχεις φέρει πολλούς άνδρες και τους έχεις υπερβολικά κοντά στο Τόμαν Χεντ. Λέει ότι οι Σκοτεινόφιλοι στην Πεδιάδα Άλμοθ πρέπει να ξεριζωθούν, και πρέπει —συγχώρεσέ με, Άρχοντα Ταξιάρχη μου— πρέπει να γυρίσεις αμέσως πίσω και να κατευθυνθείς προς το κέντρο της πεδιάδας». Στάθηκε αλύγιστος, περιμένοντας.

Ο Μπόρνχαλντ τον κοίταξε εξεταστικά. Η σκόνη της πεδιάδας είχε λερώσει τις μπότες και το μανδύα του Τζέραλ, ακόμα και το πρόσωπο του. «Πήγαινε να φας κάτι», του είπε ο Μπόρνχαλντ. «Σε κάποιο από τα σπίτια θα έχει νερό να πλυθείς, αν θέλεις. Ξαναέλα να με βρεις σε μια ώρα. Θα έχω μερικά μηνύματα να μεταφέρεις». Έκανε ένα νόημα για να διώξει τον νεαρό.

«Οι Ιεροεξεταστές μπορεί να έχουν δίκιο, Άρχοντα Ταξιάρχη μου», είπε ο Μπάυαρ όταν έφυγε ο Τζέραλ. «Υπάρχουν πολλά χωριά σκορπισμένα στην πεδιάδα και οι Σκοτεινόφιλοι—»

Τα λόγια του κόπηκαν, όταν το χέρι του Μπόρνχαλντ έπεσε βαρύ στο τραπέζι. «Ποιοι Σκοτεινόφιλοι; Στα χωριά που κατέλαβε δεν είδα τίποτα, παρά μόνο γεωργούς και τεχνίτες, οι οποίοι φοβούνταν μήπως τους κάψουμε τη σοδειά και τα μαγαζιά, και μερικές γριούλες που φροντίζουν τους αρρώστους». Το πρόσωπο του Μπάυαρ ήταν ένας πίνακας αφιερωμένος στην έλλειψη οποιασδήποτε έκφρασης· είχε περισσότερο ζήλο από τον Μπόρνχαλντ, όταν ήταν να βρουν Σκοτεινόφιλους. «Και τα παιδιά, Μπάυαρ; Τα παιδιά εδώ γίνονται Σκοτεινόφιλοι;»

«Τα αμαρτήματα της μητρός φτάνουν ως την πέμπτη γενεά», παρέθεσε ο Μπάυαρ, «και τα αμαρτήματα του πατρός ως τη δέκατη». Αλλά φαινόταν ταραγμένος. Ακόμα και ο Μπάυαρ δεν είχε σκοτώσει παιδί.

«Μπάυαρ, έτυχε καμιά φορά να αναρωτηθείς γιατί ο Καρίντιν πήρε τα λάβαρά μας, και τους μανδύες των ανδρών, οι οποίοι τώρα είναι υπό τις διαταγές των Ιεροεξεταστών. Ακόμα και οι ίδιοι οι Ιεροεξεταστές έχουν βγάλει το λευκό. Αυτό κάτι δείχνει, ε;»

«Θα έχει τους λόγους του, Άρχοντα Ταξιάρχη», είπε ο Μπάυαρ αργά. «Οι Ιεροεξεταστές πάντα έχουν τους λόγους τους, ακόμα κι όταν δεν τους λένε σε μας τους άλλους».

Ο Μπόρνχαλντ προσπάθησε να μην ξεχάσει ότι ο Μπάυαρ ήταν καλός στρατιώτης. «Τα Τέκνα στο βορρά φορούν μανδύες των Ταραμπονέζων, Μπάυαρ, και στο νότο των Ντομανών. Αυτό μου βάζει ιδέες στο μυαλό που δεν μου αρέσουν. Υπάρχουν Σκοτεινόφιλοι εδώ, αλλά είναι στο Φάλμε, όχι στην πεδιάδα. Όταν φύγει ο Τζέραλ, δεν θα φύγει μόνος. Θα σταλούν μηνύματα σε όλες τις ομάδες των Τέκνων που ξέρω πώς να τις βρω. Σκοπεύω να πάρω τη λεγεώνα στο Τόμαν Χεντ, Μπάυαρ, και να δω τι ετοιμάζουν οι πραγματικοί Σκοτεινόφιλοι, αυτοί οι Σωντσάν».

Ο Μπάυαρ έδειξε σαν κάτι να τον προβλημάτιζε, αλλά, πριν ανοίξει το στόμα, εμφανίστηκε ο Μουάντ μ’ έναν αιχμάλωτο. Ο ιδρωμένος νεαρός, που φορούσε ένα χτυπημένο, στολισμένο θώρακα, έριχνε τρομαγμένες ματιές στο απαίσιο πρόσωπο του Μουάντ.

Ο Μπόρνχαλντ τράβηξε το εγχειρίδιό του και άρχισε να κόβει τα νύχια του. Δεν είχε καταλάβει ποτέ γιατί μερικοί ένιωθαν νευρικότητα μπροστά σ’ αυτό το θέαμα, αλλά πάντως το χρησιμοποιούσε. Ακόμα και το πατρικό του χαμόγελο έκανε το βρώμικο πρόσωπο του αιχμαλώτου να χλομιάσει. «Τώρα, νεαρέ μου, θα μου πεις ό,τι ξέρεις γι’ αυτούς τους ξένους, εντάξει; Αν θελήσεις να σκεφτείς πριν απαντήσεις, θα σε στείλω έξω μαζί με το Τέκνο Μουάντ για να το συλλογιστείτε μαζί».

Ο αιχμάλωτος έριξε μια γουρλωμένη ματιά στον Μουάντ. Έπειτα οι λέξεις άρχισαν να βγαίνουν από μέσα του ποτάμι.


Τα μακριά, χαμηλά κύματα του Ωκεανού Άρυθ έκαναν το Αφρόνερο να παλαντζάρει, αλλά ο Ντόμον κρατούσε την ισορροπία του με απλωμένα πόδια, καθώς είχε κολλημένο στο μάτι του το μακρύ σωλήνα του κιαλιού και κοίταζε εξεταστικά το μεγάλο σκάφος που τους καταδίωκε. Που τους καταδίωκε και σιγά-αιγά τους προσπερνούσε. Ο άνεμος που έσπρωχνε το Αφρόνερο δεν ήταν ούτε πολύ βολικός ούτε πολύ δυνατός, αλλά ήταν ο καλύτερος για τώρα, όπως φαινόταν όταν το άλλο πλοίο έπεφτε με δύναμη πάνω στα κύματα, τινάζοντας βουνά από αφρούς. Στα ανατολικά πρόβαλλε η ακτή του Τόμαν Χεντ, με τις σκοτεινές, απόκρημνες πλαγιές της και τις στενές αμμώδεις παραλίες. Ο Ντόμον είχε αποφύγει να βγάλει το Αφρόνερο στα ανοιχτά και τώρα φοβόταν πως ίσως το πλήρωνε ακριβά.

«Ξένοι, Καπετάνιε;» Η φωνή του Γιάριν είχε τον απόηχο του ιδρώτα του. «Είναι πλοίο ξένων;»

Ο Ντόμον κατέβασε το κιάλι, αλλά στο βλέμμα του είχε ακόμα το ψηλό, τετραγωνισμένο πλοίο με τα παράξενα ριγέ πανιά του. «Σωντσάν», είπε, και άκουσε τον Γιάριν να βογκά. Ταμπούρλισε με τα χοντρά του δάχτυλα την κουπαστή, και μετά είπε στον τιμονιέρη, «Πάρε το πιο μέσα. Αυτό το πλοίο δεν δα τολμήσει να μπει στα ρηχά νερά που μπορεί να πάει το Αφρόνερο».

Ο Γιάριν έδωσε εντολές και οι ναύτες έτρεξαν να κατεβάσουν τις μπούμες, καθώς ο τιμονιέρης γυρνούσε το πηδάλιο, στρίβοντας το πλοίο προς την κατεύθυνση της ακτής. Το Αφρόνερο πήγαινε πιο αργά, κόντρα στον άνεμο, αλλά ο Ντόμον ήταν σίγουρος ότι θα έφτανε τα ρηχά πριν τους πλησιάσει το άλλο σκάφος. Ακόμα κι αν τα αμπάρια του ήταν γεμάτα, θα μπορούσε να αρμενίσει σε πιο ρηχά νερά απ’ όσο αυτό το μεγάλο σκαρί.

Το πλοίο του δεν βούλιαζε τόσο πολύ στο νερό όσο όταν ερχόταν από το Τάντσικο. Το ένα τρίτο των πυροτεχνημάτων που είχαν πάρει από κει είχαν φύγει, τα είχαν πουλήσει στα χωριά των ψαράδων του Τόμαν Χεντ, αλλά μαζί με το ασήμι που είχαν πάρει για να πυρομαχικά, είχαν έρθει και μερικές ανησυχητικές ειδήσεις. Οι άνθρωποι μιλούσαν για επισκέψεις από τα ψηλά, άχαρα πλοία των εισβολέων. Όταν τα πλοία των Σωντσάν αγκυροβολούσαν στ’ ανοιχτά, οι χωρικοί, που μαζεύονταν για να υπερασπίσουν τα σπίτια τους, δέχονταν χτυπήματα από αστραπές που έπεφταν από τον ουρανό και η γη άνοιγε κάτω από τα πόδια τους ξερνώντας φωτιά, ενώ οι εισβολείς έβγαιναν με μικρές βάρκες στην παραλία. Ο Ντόμον είχε πιστέψει πως άκουγε παραμύθια, μέχρι που του έδειξαν το μαυρισμένο έδαφος, και είχε δει τα ίδια σε τόσα χωριά που δεν αμφέβαλλε πλέον. Οι χωρικοί έλεγαν πως πλάι στους στρατιώτες Σωντσάν πολεμούσαν τέρατα, όχι ότι υπήρχε μεγάλη αντίσταση, και μάλιστα μερικοί υποστήριζαν πως και οι ίδιοι οι Σωντσάν ήταν τέρατα, με κεφάλια σαν πελώρια έντομα.

Στο Τάντσικο κανένας δεν ήξερε καν πως τους έλεγαν, και οι Ταραμπονέζοι μιλούσαν με αυτοπεποίθηση για τους στρατιώτες τους, που θα ξανάριχναν τους εισβολείς στη θάλασσα. Αλλά η κατάσταση ήταν διαφορετική στις παραθαλάσσιες πόλεις. Οι Σωντσάν έλεγαν στους έκπληκτους ανθρώπους ότι έπρεπε να ξαναδώσουν τους όρκους που είχαν πατήσει, αν και δεν καταδέχονταν να εξηγήσουν πότε τους είχαν πατήσει και τι σήμαιναν οι όρκοι αυτοί. Έπαιρναν τις κοπέλες μια-μια για να τις εξετάσουν, και μερικές τις πήγαιναν στα πλοία, απ’ όπου δεν ξαναεμφανίζονταν ποτέ. Εξαφανίζονταν επίσης και κάποιες μεγαλύτερες σε ηλικία, κάποιες από τις Οδηγούς και τις Θεραπεύτριες. Οι Σωντσάν διάλεγαν καινούργιους δημάρχους και καινούργια συμβούλια, και απ’ όσους διαμαρτύρονταν για τις εξαφανίσεις των γυναικών, ή για το ότι δεν συμμετείχαν στην επιλογή, μερικοί γίνονταν ξαφνικά παρανάλωμα σε φλόγες, και μερικούς τους κρεμούσαν ή τους παραμέριζαν σαν σκυλάκια που γάβγιζαν. Δεν ήξερε κανείς από πριν τι θα γινόταν, μόνο όταν ήταν πολύ αργά.

Κι όταν πια οι άνθρωποι ήταν τρομοκρατημένοι, τους έβαζαν να γονατίσουν και να ορκιστούν, σαστισμένοι, ότι θα υπάκουγαν τους Προδρόμους, θα περίμεναν το Γυρισμό και θα υπηρετούσαν Εκείνους που Γυρίζουν στην Πατρίδα, και μετά οι Σωντσάν έφευγαν και συνήθως δεν ξαναγυρνούσαν, Λεγόταν ότι το Φάλμε ήταν η μόνη πόλη που είχαν κρατήσει.

Σε μερικά από τα χωριά που είχαν αφήσει, οι άνθρωποι προσπαθούσαν να ξαναβρούν την προηγούμενη ζωή τους, σε σημείο που μερικοί έλεγαν να επανεκλέξουν το Συμβούλιο του χωριού τους· μα οι περισσότεροι κοίταζαν νευρικά τη θάλασσα και διαμαρτύρονταν κατάχλομοι ότι σκόπευαν να κρατήσουν τους όρκους που είχαν δώσει, έστω κι αν δεν τους καταλάβαιναν.

Ο Ντόμον δεν είχε την παραμικρή πρόσθεση να συναντήσει Σωντσάν, αν μπορούσε να το αποφύγει.

Σήκωνε το κιάλι για να δει μήπως διέκρινε κάτι στα καταστρώματα των Σωντσάν που πλησίαζαν, όταν με δυνατό βρόντο η επιφάνεια της θάλασσας έσπασε και πετάχτηκε ένα σιντριβάνι από νερό και φωτιά, ούτε εκατό απλωσιές από την αριστερή πλευρά του πλοίου. Πριν προλάβει καν να μείνει με το στόμα ανοιχτό, άλλη μια στήλη φωτιάς έσχισε τη θάλασσα από την άλλη πλευρά, κι ενώ γυρνούσε για να κοιτάξει εκεί, μια τρίτη τινάχτηκε από μπροστά. Οι εκρήξεις έσβησαν γοργά όπως είχαν γεννηθεί, και τα αφρισμένα κύματά τους έφτασαν ως το κατάστρωμα. Στο σημείο που είχαν φανεί, η θάλασσα φούσκωνε και άχνιζε, σαν να έβραζε.

«Θα... θα φτάσουμε στα ρηχά πριν προλάβουν να μας πλησιάσουν», είπε ο Γιάριν αργά. Φαινόταν ότι απέφευγε να κοιτάξει το νερό, που ανάβραζε κάτω από τα σύννεφα της αχλής.

Ο Ντόμον κούνησε το κεφάλι. «Ό,τι κι αν έκαναν, μπορούν να μας συντρίψουν, ακόμα κι αν το πάω μέσα στα βράχια». Ανατρίχιασε, όταν σκέφτηκε τις φλόγες μέσα στα σιντριβάνια και τα αμπάρια του, που ήταν γεμάτα βεγγαλικά. «Που να με φάει η μοίρα μου, ίσως δεν πνιγούμε καν». Τράβηξε το γένι του και έτριψε το γυμνό πάνω χείλος του, μην θέλοντας να δώσει τη διαταγή —το σκάφος και το εμπόρευμά του ήταν τα μόνα του υπάρχοντα— μα τελικά κατόρθωσε να μιλήσει. «Φέρε την στον άνεμο, Γιάριν, και κατέβασε τα πανιά. Βιάσου, άνθρωπέ μου, βιάσου! Μην νομίσουν ότι ακόμα πάμε να το σκάσουμε».

Καθώς οι ναύτες έτρεχαν να κατεβάσουν τα τριγωνικά πανιά, ο Ντόμον γύρισε για να δει το πλοίο των Σωντσάν που πλησίαζε. Το Αφρόνερο έχασε το προβάδισμά του κι έμεινε να κλυδωνίζεται στα φουσκωμένα κύματα. Το άλλο σκάφος στεκόταν στη θάλασσα ψηλότερα από το πλοίο του Ντόμον και είχε ξύλινους πύργους στην πλώρη και την πρύμνη. Υπήρχαν άνδρες στα ξάρτια, που ανέβαζαν εκείνα τα παράξενα πανιά, και στους πύργους στέκονταν αρματωμένες μορφές. Μια μακριά λέμβος κατέβηκε στο πλάι και πλησίασε το Αφρόνερο με δέκα κουπιά. Μετέφερε πάνοπλες φιγούρες και —ο Ντόμον ανοιγόκλεισε τα μάτια ξαφνιασμένος— δυο γυναίκες που ζάρωναν στην πρύμνη. Η λέμβος χτύπησε απαλά το κύτος του Αφρόνερου.

Πρώτος ανέβηκε ένας από τους αρματωμένους και ο Ντόμον είδε αμέσως γιατί μερικοί χωρικοί ισχυρίζονταν ότι και οι ίδιοι οι Σωντσάν ήταν τέρατα. Το κράνος έμοιαζε πολύ με κεφάλι τερατώδους εντόμου, με λεπτές κόκκινες προεξοχές σαν κεραίες· ο αρματωμένος έμοιαζε σαν να κοίταζε μέσα από δαγκάνες. Ήταν βαμμένο κι επιχρυσωμένο, για να τονίζει την εντύπωση, και η υπόλοιπη πανοπλία του άνδρα ήταν επίσης βαμμένη και επιχρυσωμένη. Επικαλυπτόμενα ελάσματα, μαύρα και χρυσά με χρυσές άκρες, κάλυπταν το στήθος του και κατέβαιναν στο εξωτερικό των μπράτσων του και στο μπροστινό μέρος των μηρών του. Ακόμα και τα ατσάλινα ελάσματα των χειρόκτιών του ήταν κόκκινα και χρυσά. Όπου δεν φορούσε μέταλλο, τα ρούχα του δερμάτινα, σκούρα. Το γιγάντιο σπαθί στην πλάτη του, με την κυρτή του λεπίδα, είχε λαβή και θήκη από μαύρο και κόκκινο δέρμα.

Μετά η αρματωμένη μορφή έβγαλε το κράνος και ο Ντόμον την κοίταζε χάσκοντας. Ήταν γυναίκα. Τα μελαχρινά μαλλιά της ήταν κομμένα κοντά, το πρόσωπο της σκληρό, αλλά δεν γελιόταν. Δεν είχε ακούσει ποτέ ότι γινόταν τέτοιο πράγμα, παρά μόνο μεταξύ των Αελιτών, αλλά ήταν γνωστό ότι οι Λολίτες ήταν παλαβοί. Επίσης τον σάστιζε το γεγονός ότι το πρόσωπο της δεν έμοιαζε τόσο διαφορετικό όσο θα περίμενε από μια Σωντσάν. Εντάξει, τα μάτια της ήταν γαλανά και το δέρμα της κάτασπρο, αλλά αυτά τα είχε ξαναδεί. Αν αυτή η γυναίκα φορούσε φόρεμα, κανένας δεν θα την κοίταζε δεύτερη φορά. Τη είδε καλά και αναθεώρησε τη γνώμη του, αυτό το παγωμένο βλέμμα και τα ζυγωματικά που έδειχναν σκληρότητα σίγουρα θα προκαλούσαν σχόλια.

Οι άλλοι στρατιώτες ακολούθησαν τη γυναίκα στο κατάστρωμα. Ο Ντόμον ένιωσε ανακούφιση, όταν μερικοί έβγαλαν τα κράνη και ήταν άνδρες· άνδρες με μαύρα μάτια, ή καστανά, που θα περνούσαν απαρατήρητοι στο Τάντσικο ή στο Ίλιαν. Είχε αρχίσει να βλέπει οράματα με σπαθοφόρες γαλανομάτισσες. Άες Σεντάι με σπαθιά, σκέφτηκε, καθώς θυμόταν τη θάλασσα που είχε εκραγεί.

Η Σωντσάν περιεργάστηκε το πλοίο αλαζονικά, και μετά ξεχώρισε τον Ντόμον ως καπετάνιο —ή αυτός θα ήταν ή ο Γιάριν, σύμφωνα με τα ρούχα τους· ο Γιάριν είχε κλείσει τα μάτια και προσευχόταν μουρμουριστά, κάτι που έδειχνε πιθανότερο τον Ντόμον— και τον κάρφωσε μ’ ένα βλέμμα σαν λόγχη.

«Υπάρχουν γυναίκες στο πλήρωμα ή μεταξύ των επιβατών σου;» Μίλησε σέρνοντας ελαφρά τα λόγια της, έτσι που δύσκολα καταλαβαινόταν, αλλά η φωνή της είχε μια ένταση, που έλεγε ότι είχε συνηθίσει να κάνει αυτή τις ερωτήσεις. «Μίλα, άνθρωπέ μου, αν είσαι ο καπετάνιος. Αν όχι, ξύπνα τον άλλο και πες του να μιλήσει».

«Εγώ είμαι ο καπετάνιος, Αρχόντισσά μου», είπε επιφυλακτικά ο Ντόμον. Δεν είχε ιδέα πώς έπρεπε να την προσφωνήσει, και δεν ήθελε να κάνει λάθος. «Δεν έχω επιβάτες, και δεν υπάρχουν γυναίκες στο πλήρωμά μου». Σκέφτηκε τα κορίτσια και τις γυναίκες που είχαν πάρει οι Σωντσάν, και αναρωτήθηκε, για άλλη μια φορά, τι τις ήθελαν.

Οι δύο γυναίκες, που ήταν ντυμένες σαν γυναίκες, έρχονταν από τη λέμβο, και η μια τραβούσε την άλλη —ο Ντόμον ανοιγόκλεισε τα μάτια— με ένα λουρί από ασημί μέταλλο, καθώς ανέβαιναν στο σκάφος. Το λουρί ξεκινούσε από το βραχιόλι που φορούσε η μια γυναίκα και κατέληγε σε ένα περιλαίμιο που φορούσε η δεύτερη. Ο Ντόμον δεν καταλάβαινε αν ήταν αλυσιδωτό ή αρθρωτό —έμοιαζε να είναι και τα δύο— αλλά ήταν ολοφάνερα ίδιας κατασκευής με το βραχιόλι και το περιλαίμιο. Η πρώτη γυναίκα τύλιξε το λουρί σε κουλούρες, όταν η άλλη έφτασε στο κατάστρωμα. Η γυναίκα με το περιλαίμιο, η οποία φορούσε απλό σκουρόγκριζο φόρεμα, στάθηκε με τα χέρια σταυρωμένα και το βλέμμα στις σανίδες κάτω από τα πόδια της. Η άλλη είχε κόκκινα διακριτικά, με διχαλωτούς, ασημένιους κεραυνούς στο στήθος και χαμηλά στο πλάι του γαλάζιου φορέματός της, που σταματούσε λίγο πριν τους αστραγάλους της, πάνω από τις μπότες της. Ο Ντόμον κοίταξε τη γυναίκα ανήσυχος.

«Μίλα αργά, άνθρωπέ μου», απαίτησε η γαλανομάτα με τη συρτή ομιλία της. Διέσχισε το κατάστρωμα για να σταθεί μπροστά του και, παρ’ όλο που ύψωσε το βλέμμα για να τον δει, φαινόταν να είναι ψηλότερη και πιο μεγαλόσωμή απ’ αυτόν. «Είσαι ακόμα πιο δύσκολος να σε καταλάβω από τους άλλους σ’ αυτή την Φωτοκατάρατη χώρα. Κατ δεν ισχυρίζομαι πως έχω κι εγώ το Αίμα — ακόμα. Μετά το Κορίν... Είμαι η Κυβερνήτρια Εγκήνιν».

Ο Ντόμον τα επανέλαβε, προσπαθώντας να μιλήσει αργά, και πρόσθεσε, «Είμαι ένας φιλήσυχος έμπορος, Κυβερνήτρια. Δεν έχω κακό σκοπό, και δεν ανακατεύομαι στον πόλεμο σας». Άθελά του, κοίταζε πάλι τις δύο γυναίκες που τις ένωνε το λουρί.

«Φιλήσυχος έμπορος;» είπε στοχαστικά η Εγκήνιν. «Σ’ αυτή την περίπτωση, θα είσαι ελεύθερος να φύγεις μόλις ορκιστείς ξανά υποταγή». Πρόσεξε τις ματιές του και γύρισε για να χαμογελάσει προς τις δύο γυναίκες με τη χαρά του ιδιοκτήτη. «Θαυμάζεις τη νταμέην μου; Μου στοίχισε ακριβά, αλλά αξίζει και με το παραπάνω. Λίγοι έχουν νταμέην εκτός από τους ευγενείς, και οι πιο πολλές είναι ιδιοκτησία του θρόνου. Είναι δυνατή, έμπορε. Θα τσάκιζε το πλοίο σου στα δύο, αν το επιθυμούσα».

Ο Ντόμον κοίταζε τις γυναίκες και το ασημένιο λουρί. Είχε συσχετίσει τα φλογερά σιντριβάνια στη θάλασσα με εκείνη που φορούσε τον κεραυνό, και είχε υποθέσει πως ήταν Άες Σεντάι. Αυτό που είχε πει τώρα η Εγκήνιν τον έκανε να ζαλιστεί. Κανένας δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό σε μια... «Είναι Άες Σεντάι;» είπε, χωρίς να πιστεύει στ’ αυτιά του.

Δεν είδε το αυθόρμητο, ανάποδο χαστούκι που δέχθηκε. Παραπάτησε· το ατσάλινο χειρόκτιό της του είχε σκίσει το χείλος.

«Δεν λέμε ποτέ αυτό το όνομα», είπε η Εγκήνιν με απειλητικά χαμηλή φωνή. «Υπάρχουν μόνο νταμέην, οι Δεμένες, και τώρα υπηρετούν, όχι μόνο κατ’ όνομα, αλλά και στ’ αλήθεια». Τα μάτια της έκαναν τον πάγο να μοιάζει ζεστός.

Ο Ντόμον κατάπιε αίμα και κράτησε το χέρι κατεβασμένο στο πλάι, σφίγγοντας τη γροθιά του. Αν είχε κοντά του σπαθί, δεν θα οδηγούσε το πλήρωμά του στη σφαγή ενάντια σε δέκα-δώδεκα αρματωμένους στρατιώτες, αλλά δυσκολεύτηκε να μιλήσει με ταπεινή φωνή. «Δεν ήθελα να δείξω ασέβεια, Κυβερνήτρια. Δεν ξέρω τίποτα για σας και για τις συνήθειες σας. Αν πρόσβαλλα, έγινε από αμάθεια, όχι από πρόθεση».

Εκείνη τον κοίταξε και μετά είπε, «Είστε όλοι αμαθείς, Καπετάνιε, αλλά θα πληρώσετε το χρέος των πατέρων σας. Αυτή η γη ήταν δική μας, και θα ξαναγίνει δική μας. Με το Γυρισμό, όλα θα ξαναγίνουν δικά μας». Ο Ντόμον δεν ήξερε τι να πει –Δεν φαντάζομαι να εννοεί ότι εκείνες οι σαχλαμάρες για τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο είναι αλήθεια;– κι έτσι δεν άνοιξε το στόμα του. «Θα σαλπάρεις για το Φάλμε» —προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, αλλά το άγριο βλέμμα της τον έκανε να σωπάσει— «όπου θα εξετάσουν το πλοίο σου κι εσένα. Αν δεν είσαι παρά ένας φιλήσυχος έμπορος, όπως υποστηρίζεις, τότε θα σου επιτρέψουν να συνεχίσεις το δρόμο σου, όταν δώσετε τους όρκους».

«Τους όρκους, Κυβερνήτρια; Ποιους όρκους;»

«Να υπακούτε, να περιμένετε, και να υπηρετείτε. Οι πρόγονοί σου έπρεπε να τους θυμούνται».

Μάζεψε τους ανθρώπους της —με εξαίρεση έναν άνδρα με απλή αρματωσιά, κάτι που έδειχνε τον κατώτερο βαθμό του, όπως φαινόταν επίσης και από το πόσο βαθιά ήταν η υπόκλισή του προς την Κυβερνήτρια Εγκήνιν— και η λέμβος τους κατευθύνθηκε προς το άλλο πλοίο. Ο Σωντσάν που είχε μείνει δεν έδωσε καμία διαταγή, απλώς κάθισε σταυροπόδι στο κατάστρωμα και άρχισε να ακονίζει το σπαθί του, ενώ το πλήρωμα ανέβαζε τα πανιά και το πλοίο ξεκινούσε. Δεν έμοιαζε να φοβάται που ήταν μόνος, και ο Ντόμον προσωπικά θα έριχνε στη θάλασσα όποιον ναύτη σήκωνε έστω χέρι πάνω του, διότι, καθώς το Αφρόνερο προχωρούσε πλάι στην ακτή, το πλοίο των Σωντσάν ακολουθούσε, στα βαθύτερα νερά πιο έξω. Ένα μίλι χώριζε τα δύο σκάφη, αλλά ο Ντόμον ήξερε ότι δεν υπήρχε καμία ελπίδα να ξεφύγουν, και σκόπευε να παραδώσει τον άνδρα στην Κυβερνήτρια Εγκήνιν σώο κι αβλαβή, σαν να ήταν στην αγκαλιά της μάνας του.

Το ταξίδι για το Φάλμε ήταν μακρύ και ο Ντόμον τελικά έπεισε τον Σωντσάν να μιλήσει, λιγάκι. Ήταν μεσήλικας, με μαύρα μάτια, με μια παλιά ουλή πάνω από το βλέφαρο και άλλη μια στο σαγόνι. Το όνομά του ήταν Κάμπαν και έτρεφε μεγάλη περιφρόνηση για όσους ήταν απ’ αυτή την πλευρά του Ωκεανού Άρυθ. Αυτό έκανε τον Ντόμον να κοντοσταθεί για μια στιγμή. Ίσως οι Σωντσάν είναι στ’ αλήθεια... Μπα, αυτό είναι τρέλα. Η ομιλία του Κάμπαν ήταν συρτή, σαν της Εγκήνιν, αλλά η δική της ήταν μετάξι που κυλούσε σε σίδερο, ενώ η δική του δέρμα που ξυνόταν σε βράχο, και προτιμούσε να μιλά για μάχες, ποτό και τις γυναίκες που είχε γνωρίσει. Μερικές φορές, ο Ντόμον δεν ήξερε αν αυτός ο άνθρωπος μιλούσε για το εδώ και τώρα, ή για το μέρος απ’ όπου είχαν έρθει, όποιο κι αν ήταν. Πάντως δεν έλεγε λέξη γι’ αυτά που ήθελε να μάθει ο Ντόμον.

Κάποια φορά ο Ντόμον ρώτησε για τις νταμέην. Ο Κάμπαν άπλωσε το χέρι από κει που καθόταν μπροστά στον τιμονιέρη και άγγιξε με τη μύτη του σπαθιού του το λαιμό του Ντόμον. «Πρόσεχε τι ακουμπά η γλώσσα σου, ειδάλλως θα τη χάσεις. Αυτά είναι δουλειά του Αίματος, όχι της δικής σου φάρας. Ή της δικής μου». Χαμογελούσε καθώς το έλεγε, και μετά ξανάρχισε να περνά την ακονόπετρα στην κόψη της βαριάς, κυρτής λεπίδας του.

Ο Ντόμον άγγιξε το σημείο απ’ όπου έβγαιναν σταγόνες αίμα πάνω από το κολάρο του και αποφάσισε να μην ξαναρωτήσει, τουλάχιστον αυτό.

Όσο πλησίαζαν τα δύο σκάφη στο Φάλμε, τόσο περισσότερα πλοία των Σωντσάν προσπερνούσαν, με την ψηλή, τετραγωνισμένη εμφάνιση· μερικά αρμένιζαν με τα πανιά υψωμένα, αλλά τα περισσότερα ήταν αγκυροβολημένα. Όλα είχαν απότομη καρίνα και πύργους, τόσο μεγάλους που ο Ντόμον πρώτη φορά έβλεπε τέτοια, ακόμα και μεταξύ των Θαλασσινών. Μερικά σκάφη ντόπιων, με μυτερές πλώρες και γερτά πανιά, πηγαινοέρχονταν, σχίζοντας τα πρασινωπά, φουσκωμένα κύματα. Αυτό το θέαμα του έδωσε την πεποίθηση ότι η Εγκήνιν έλεγε την αλήθεια, όταν είχε πει ότι θα τον άφηναν να φύγει.

Όταν το Αφρόνερο βγήκε πλάι στο ακρωτήριο, όπου στεκόταν το Φάλμε, ο Ντόμον κοίταξε με ανοιχτό στόμα τον αριθμό των πλοίων των Σωντσάν που ήταν αγκυροβολημένα έξω από το λιμάνι. Έκανε να τα μετρήσει και τα παράτησε στα εκατό, μην έχοντας φτάσει καν στα μισά. Είχε ξαναδεί τόσα πλοία στο ίδιο μέρος —στο Ίλιαν, και στο Δάκρυ, ακόμα και στο Τάντσικο, αλλά ανάμεσα σε εκείνα υπήρχαν και πολλά μικρότερα σκάφη. Μουρμουρίζοντας βαρύθυμα μόνος του, έβαλε το Αφρόνερο στο λιμάνι, ενώ πίσω του ήταν το μεγάλο σκυλί-φύλακας, το πλοίο των Σωντσάν.

Το Φάλμε στεκόταν σε μια γλώσσα στεριάς, ακριβώς στη μύτη του Τόμαν Χεντ. Ψηλοί γκρεμοί έφταναν ως την είσοδο του λιμανιού και από τις δύο πλευρές, και πάνω στον έναν, εκεί που όλα τα πλοία έπρεπε να περάσουν από κάτω τους, στεκόταν οι πύργοι των Παρατηρητών Πάνω από τα Κύματα. Ένα κλουβί κρεμόταν από το πλάι ενός πύργου κι ένας άνδρας καθόταν εκεί με απελπισμένο ύφος, με τα πόδια του να κρέμονται ανάμεσα από τα κάγκελα.

«Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε ο Ντόμον.

Ο Κάμπαν είχε επιτέλους πάψει να ακονίζει το σπαθί του, ενώ ο Ντόμον αναρωτιόταν πια αν ήθελε να ξυριστεί μ’ αυτό. Ο Σωντσάν σήκωσε το βλέμμα εκεί που έδειχνε ο Ντόμον. «Α. Αυτός είναι ο Πρώτος Παρατηρητής. Όχι εκείνος που καθόταν στην θέση όταν ήρθαμε, φυσικά. Όταν πεθαίνει, διαλέγουν άλλον, και τον βάζουμε στο κλουβί».

«Μα γιατί;» ζήτησε να μάθει ο Ντόμον.

Το χαμόγελο του Κάμπαν ήταν γεμάτο δόντια. «Παρατηρούσαν το λάθος πράγμα και ξέχασαν αυτό που έπρεπε να θυμούνται».

Ο Ντόμον τράβηξε το βλέμμα από τον Σωντσάν. Το Αφρόνερο κατηφόρισε το τελευταίο φούσκωμα της θάλασσας και μπήκε στα γαλήνια νερά του λιμανιού. Εγώ είμαι έμπορος και αυτά δεν είναι δουλειά μου. Το Φάλμε ξεκινούσε από την πέτρινη προκυμαία και ανηφόριζε στις πλαγιές του λακκώματος που σχημάτιζε το λιμάνι. Ο Ντόμον δεν ήξερε να πει αν τα σπίτια από σκούρα πέτρα σχημάτιζαν ένα μεγάλο χωριό ή μια μικρή πόλη. Πάντως δεν έβλεπε πουθενά κτίριο που να συγκρίνεται και με το μικρότερο παλάτι του Ίλιαν.

Οδήγησε το Αφρόνερο σε ένα σημείο μιας αποβάθρας και αναρωτήθηκε, ενώ το πλήρωμα έδενε βιαστικά το πλοίο, μήπως οι Σωντσάν αγόραζαν κάτι από τα πυροτεχνήματα που είχε μαζί του. Δεν είναι δική μου δουλειά.

Προς έκπληξή του, η Εγκήνιν είχε έρθει με τη λέμβο στην αποβάθρα, μαζί με την νταμέην της. Αυτή τη φορά μια άλλη γυναίκα φορούσε το βραχιόλι, με τα κόκκινα διακριτικά και το διχαλωτό κεραυνό στο φόρεμά της, αλλά η νταμέην ήταν η ίδια γυναίκα με το λυπημένο πρόσωπο, που δεν σήκωνε το κεφάλι αν δεν της μιλούσαν. Η Εγκήνιν έβαλε να πάρουν τον Ντόμον και το πλήρωμά του από το πλοίο του και να καθίσουν στο ντόκο, κάτω από τα βλέμματα δύο στρατιωτών της —φαινόταν να πιστεύει ότι δεν χρειαζόταν περισσότεροι, και ο Ντόμον δεν ήθελε να διαφωνήσει μαζί της— ενώ άλλοι στρατιώτες έψαχναν το Αφρόνερο υπό τις οδηγίες της. Στην έρευνα πήρε μέρος και η νταμέην.

Ένα πράγμα εμφανίστηκε πιο κάτω στον ντόκο. Ο Ντόμον δεν έβρισκε άλλο τρόπο να το περιγράψει. Ένα ογκώδες, άχαρο πλάσμα, με σκληρό γκριζοπράσινο πετσί και σφηνοειδές κεφάλι μ’ ένα ράμφος για στόμα. Και τρία μάτια. Προχωρούσε με βαριά βήματα πλάι σ’ έναν στρατιώτη, του οποίου η αρματωσιά είχε ζωγραφισμένα πάνω της τρία μάτια, σαν εκείνα του πλάσματος. Οι ντόπιοι, οι λιμενεργάτες και οι ναύτες με τα τραχιά κεντητά πουκάμισα και τα μακριά γιλέκα που έφταναν ως τα γόνατα, οπισθοχωρούσαν καθώς περνούσε το ζευγάρι, αλλά οι Σωντσάν δεν έριχναν δεύτερη ματιά. Ο άνδρας με το θηρίο έμοιαζε να το οδηγεί με σινιάλα των χεριών.

Άνθρωπος και πλάσμα έστριψαν στα κτίρια, αφήνοντας πίσω τον Ντόμον να κοιτάζει απλανώς και το πλήρωμά του να μουρμουρίζει. Οι δύο φρουροί Σωντσάν τους χλεύασαν σιωπηλά. Δεν είναι δική μου δουλειά, ξανασκέφτηκε ο Ντόμον. Η δουλειά του ήταν το πλοίο του.

Ο αέρας είχε την οικεία μυρωδιά αρμύρας και κατραμιού. Ο Ντόμον ανακάθισε ανήσυχα στην πέτρα του ντόκου, που έκαιγε από τον ήλιο, και αναρωτήθηκε τι έψαχναν οι Σωντσάν. Τι έψαχνε η νταμέην. Αναρωτήθηκε τι ήταν εκείνο το πλάσμα. Οι γλάροι έκρωζαν, πετώντας σε κύκλους πάνω από το λιμάνι. Σκέφτηκε τι ήχους να ’βγαζε ένας άνθρωπος σε κλουβί. Λεν είναι δική μου δουλειά.

Τελικά η Εγκήνιν οδήγησε τους άλλους πίσω στον ντόκο. Ο Ντόμον πρόσεξε ότι η Σωντσάν κυβερνήτρια είχε κάτι τυλιγμένο σ’ ένα κίτρινο μεταξωτό πανί, και μαζεύτηκε. Ήταν κάτι αρκετά μικρό για να μπορείς να το κουβαλήσεις στο ένα χέρι, αλλά εκείνη το κρατούσε προσεκτικά και με τα δύο.

Σηκώθηκε όρθιος —αργά, εξαιτίας των στρατιωτών, αν και το βλέμμα τους είχε την ίδια περιφρόνηση που ένιωθε και ο Κάμπαν. «Βλέπεις, Κυβερνήτρια; Είμαι απλώς ένας φιλήσυχος έμπορος. Μήπως οι άνθρωποι σου θα ήθελαν να αγοράσουν πυροτεχνήματα;»

«Ίσως, έμπορε». Είχε ένα ύφος κρυμμένης έξαψης, που έκανε τον Ντόμον να ανησυχήσει, και τα επόμενα λόγια της δυνάμωσαν αυτή την αίσθηση. «Θα έρθεις μαζί μου».

Είπε σε δύο στρατιώτες να πάνε μαζί τους και ο ένας τους έσπρωξε τον Ντόμον για να κουνηθεί. Το χτύπημα δεν ήταν βίαιο· ο Ντόμον είχε δει αγρότες να σπρώχνουν με τον ίδιο τρόπο γελάδα για να την κάνουν να ξεκινήσει. Έσφιξε τα δόντια και ακολούθησε την Εγκήνιν.

Ο λιθόστρωτος δρόμος ανηφόριζε στην πλαγιά κι άφηνε πίσω του την οσμή του λιμανιού. Τα σπίτια με τα λιθοκέραμα γίνονταν όλο και πιο μεγάλα και πιο ψηλά, καθώς ο δρόμος προχωρούσε. Στους δρόμους υπήρχαν περισσότεροι ντόπιοι παρά Σωντσάν στρατιώτες, κάτι παράξενο για πόλη που την κατείχαν εισβολείς, και μερικές φορές περνούσε κάποιο παλανκίνο με κουρτίνες, που το σήκωναν άνδρες γυμνοί από τη μέση και πάνω. Οι Φαλμινοί έμοιαζαν να πηγαινοέρχονται στις δουλειές τους σαν να μην υπήρχαν οι Σωντσάν. Ή σχεδόν σαν να μην υπήρχαν. Όταν αντάμωναν παλανκίνο ή στρατιώτη, τόσο οι φτωχοί —που είχαν μονάχα μια κατσαρή γραμμή κεντημένη στα ρούχα τους— όσο και οι πλούσιοι —με τα πουκάμισα, τα γιλέκα και τα φορέματα γεμάτα από τον ώμο ως τη μέση με περίπλοκα σχέδια— υποκλίνονταν και έμεναν διπλωμένοι στα δύο μέχρι να περάσουν οι Σωντσάν. Έκαναν το ίδιο για τον Ντόμον και τη συνοδεία του. Ούτε η Εγκήνιν ούτε οι στρατιώτες της τους έριχναν έστω και μια ματιά.

Ο Ντόμον συνειδητοποίησε έκπληκτος ότι μερικοί από τους ντόπιους που περνούσαν είχαν μαχαίρια στη ζώνη, ακόμα και σπαθιά κάποιες φορές. Τόσο ξαφνιάστηκε, που μίλησε πριν προλάβει να σκεφτεί. «Μερικοί είναι με το μέρος σας;»

Η Εγκήνιν τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της, σμίγοντας τα φρύδια, χωρίς να καταλαβαίνει. Χωρίς να σταματήσει καθόλου, κοίταζε τους ανθρώπους και ένευσε όταν κατάλαβε. «Εννοείς τα σπαθιά. Τώρα είναι δικοί μας άνθρωποι, έμπορε· έδωσαν τους όρκους». Σταμάτησε ξαφνικά, έδειξε έναν ψηλό άνδρα με φαρδιά πλάτη, πολυκέντητο γιλέκο και σπαθί, που κρεμόταν από ένα απλό δερμάτινο τελαμώνα. «Εσύ».

Ο άνδρας σταμάτησε επιτόπου, με το ένα πόδι στον αέρα, και το πρόσωπο του ξαφνικά πήρε φοβισμένη έκφραση. Ήταν ένα τραχύ πρόσωπο, αλλά τώρα έδειχνε ότι θα προτιμούσε να το βάλει στα πόδια. Αντίθετα, γύρισε και υποκλίθηκε, με τα χέρια στα γόνατα και το βλέμμα καρφωμένο στις μπότες της. «Πώς μπορώ να υπηρετήσω την Κυβερνήτρια;» ρώτησε με πνιχτή φωνή.

«Είσαι έμπορος;» είπε η Εγκήνιν. «Έχεις δώσει τους όρκους;»

«Μάλιστα, Κυβερνήτρια. Μάλιστα». Δεν τράβηξε το βλέμμα από τα πόδια της.

«Τι λες στον κόσμο, όταν πας με την άμαξα στα ενδότερα;»

«Ότι πρέπει να υπακούουν στους Πρόδρομους, Κυβερνήτρια, να περιμένουν το Γυρισμό και να υπηρετούν Εκείνους που Γυρίζουν στην Πατρίδα».

«Και δεν σκέφτηκες ποτέ να στρέψεις τούτο το σπαθί εναντίον μας;»

Οι αρθρώσεις του άσπρισαν καθώς έσφιγγε τα γόνατά του, και η φωνή του τρεμούλιασε. «Έδωσα τους όρκους, Κυβερνήτρια. Υπακούω, περιμένω και υπηρετώ».

«Βλέπεις;» είπε η Εγκήνιν, γυρνώντας προς τον Ντόμον. «Δεν υπάρχει λόγος να τους απαγορεύσουμε τα όπλα. Πρέπει να υπάρχει εμπόριο και οι έμποροι πρέπει να προστατεύονται από τους ληστές. Επιτρέπουμε στους ανθρώπους να πηγαινοέρχονται κατά βούληση, αρκεί να υπακούουν, να περιμένουν και να υπηρετούν. Οι πρόγονοί τους πάτησαν τους όρκους τους, αλλά αυτοί πήραν το μάθημά τους». Συνέχισε να ανηφορίζει το λόφο, και οι στρατιώτες έσπρωξαν τον Ντόμον να την ακολουθήσει.

Εκείνος κοίταξε πίσω τον έμπορο. Ο άνθρωπος έμεινε διπλωμένος όπως ήταν, μέχρι να απομακρυνθεί δέκα απλωσιές η Εγκήνιν στο δρόμο, και μετά ίσιωσε το κορμί και έτρεξε προς την αντίθετη κατεύθυνση, πηδώντας στον κατηφορικό δρόμο.

Η Εγκήνιν και οι στρατιώτες δεν κοίταξαν ούτε όταν μια έφιππη φάλαγγα Σωντσάν πέρασαν ανηφορίζοντας το δρόμο. Οι στρατιώτες ίππευαν πλάσματα που έμοιαζαν σχεδόν σαν γάτες μεγέθους αλόγων, αλλά με μπρουτζόχρωμες φολίδες ερπετών, οι οποίες κυμάτιζαν κάτω από τις σέλες τους. Τα πόδια τους άρπαζαν το λιθόστρωτο με γαμψά νύχια. Ένα τρίφθαλμο κεφάλι γύρισε να κοιτάξει τον Ντόμον, καθώς η φάλαγγα περνούσε· πέρα από τα υπόλοιπα, έμοιαζε υπερβολικά... έξυπνο... για την ψυχική ηρεμία του Ντόμον. Παραπάτησε και παραλίγο θα έπεφτε. Κατά μήκος του δρόμου, οι Φαλμινοί στριμώχνονταν στις προσόψεις των κτιρίων και μερικοί έκλειναν τα μάτια. Οι Σωντσάν δεν τους έδωσαν την παραμικρή σημασία.

Ο Ντόμον καταλάβαινε γιατί οι Σωντσάν άφηναν στους ανθρώπους τόση ελευθερία. Αναρωτήθηκε αν ο ίδιος θα είχε το σθένος να αντισταθεί. Νταμέην. Τέρατα. Αναρωτήθηκε αν υπήρχε κάτι που μπορούσε να εμποδίσει τους Σωντσάν να προελάσουν ως τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου. Δεν είναι δική μου δουλειά, ξανασκέφτηκε άγρια, και άρχισε να σκέφτεται αν υπήρχε τρόπος να αποφύγει τους Σωντσάν στα μελλοντικά εμπορικά σχέδιά του.

Έφτασαν στην κορυφή της πλαγιάς, όπου η πόλη έδινε τη θέση της στους λόφους. Δεν υπήρχε τείχος γύρω από την πόλη. Μπροστά υπήρχαν τα πανδοχεία, που σέρβιραν τους εμπόρους που έκαναν εμπόριο στα ενδότερα, και αυλές για να αφήνουν τις άμαξές τους, και στάβλοι. Εδώ τα σπίτια θα ήταν ευπρόσωπα μέγαρα για τους πιο ασήμαντους άρχοντες του Ίλιαν. Το πιο μεγάλο είχε τιμητική φρουρά από Σωντσάν στρατιώτες μπροστά του, ενώ ψηλά κυμάτιζε ένα λάβαρο με γαλάζιο στις άκρες, το οποίο έδειχνε ένα χρυσό γεράκι με απλωμένα τα φτερά. Η Εγκήνιν παρέδωσε το σπαθί της και το εγχειρίδιό της πριν πάρει τον Ντόμον μέσα. Οι δύο στρατιώτες της έμειναν στο δρόμο. Ο Ντόμον άρχισε να ιδρώνει. Του μυριζόταν άρχοντας σ’ όλα αυτά· δεν ήταν καλό να κάνεις δουλειές με άρχοντα στο σπίτι του.

Στον προθάλαμο, η Εγκήνιν άφησε τον Ντόμον στην πόρτα και μίλησε σ’ έναν υπηρέτη. Ήταν ντόπιος, κρίνοντας από τα μακριά μανίκια του πουκάμισου του και τα ελικοειδή σχήματα που ήταν κεντημένα στο στήθος· του Ντόμον του φάνηκε πως έπιασε τις λέξεις «Υψηλός Άρχοντας». Ο υπηρέτης έφυγε βιαστικά και επέστρεψε τελικά για να τους οδηγήσει σε ένα δωμάτιο, που σίγουρα ήταν το μεγαλύτερο του σπιτιού. Είχαν πάρει από κει όλα τα έπιπλα, ακόμα και τα χαλιά, και είχαν γυαλίσει το πέτρινο πάτωμα, τόσο που γυάλιζε. Χωρίσματα που δίπλωναν, ζωγραφισμένα με παράξενα πουλιά, έκρυβαν τους τοίχους και τα παράθυρα.

Η Εγκήνιν σταμάτησε λίγο πιο μέσα από την πόρτα. Όταν ο Ντόμον προσπάθησε να ρωτήσει πού βρίσκονταν και τι ήθελαν εκεί, τον έκοψε με μια άγρια ματιά κι ένα γρύλισμα δίχως λόγια. Δεν σάλεψε από τη θέση της, αλλά έδειχνε ένταση. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε πάρει από το πλοίο του, το κρατούσε σαν να ήταν πολύτιμο. Ο Ντόμον προσπάθησε να φανταστεί τι ήταν.

Ξαφνικά, ένα γκονγκ σήμανε απαλά και η Σωντσάν έπεσε στα γόνατα, αφήνοντας δίπλα της προσεκτικά το τυλιγμένο σε μετάξι αντικείμενο. Με μια ματιά της, ο Ντόμον έπεσε κι αυτός δίπλα της. Οι άρχοντες είχαν παράξενες συνήθειες, και υποψιαζόταν πως οι Σωντσάν άρχοντες ήταν πιο παράξενοι απ’ αυτούς που ήξερε.

Στην είσοδο που ήταν στην απέναντι μεριά του δωματίου εμφανίστηκαν δυο άνδρες. Ο ένας είχε την αριστερή πλευρά του κεφαλιού του ξυρισμένη, και τα ξανθόχρυσα μαλλιά που έμεναν ήταν πλεγμένα σε πλεξούδα και, περνώντας πίσω από το αυτί, έπεφταν στον ώμο του. Η σκουροκίτρινη ρόμπα του ήταν όσο μακριά χρειαζόταν για να ξεπροβάλλουν οι μύτες των κίτρινων σανδαλιών του, όταν περπατούσε. Ο άλλος φορούσε γαλάζια μεταξωτή ρόμπα, με χρυσοκέντητα πουλιά, τόσο μακριά που σερνόταν μια απλωσιά στο πάτωμα πίσω του. Το κεφάλι του ήταν ξυρισμένο γουλί και τα νύχτα του είχαν μάκρος τουλάχιστον τρεις πόντους· εκείνα που ήταν στα δύο πρώτα δάχτυλα του κάθε χεριού ήταν βαμμένα με γαλάζιο βερνίκι. Ο Ντόμον έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

«Βρίσκεσαι ενώπιον του Υψηλού Άρχοντα Τούρακ», είπε τελετουργικά ο κιτρινομάλλης, «που οδηγεί Εκείνους που Γυρίζουν στην Πατρίδα, και εμπνέει το Γυρισμό».

Η Εγκήνιν έπεσε πρηνής, με τα χέρια στο πλάι. Ο Ντόμον τη μιμήθηκε με ζέση. Ακόμα και οι Υψηλοί Άρχοντες του Δακρίου δεν Θα απαιτούσαν κάτι τέτοιο. Με την άκρη του ματιού, είδε την Εγκήνιν να φιλά το πάτωμα. Έκανε μια γκριμάτσα και αποφάσισε πως η μίμηση είχε τα όριά της. Δεν μπορούν να δουν αν το έκανα κι εγώ, στο κάτω-κάτω.

Η Εγκήνιν σηκώθηκε ξαφνικά. Έκανε να σηκωθεί κι αυτός, και μόλις που πρόλαβε να στηρίξει το γόνατο στο πάτωμα, όταν ένα βαθύ γρύλισμα της Εγκήνιν και μια σκανδαλισμένη ματιά στο πρόσωπο του άνδρα με την πλεξούδα τον ξάπλωσαν πάλι κάτω, με το πρόσωπο στο πάτωμα, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του. Δεν θα το έκανα ούτε για τον Βασιλιά του Ίλιαν και το Συμβούλιο των Εννιά μαζί.

«Το όνομά σου είναι Εγκήνιν;» Έπρεπε να είναι η φωνή του άνδρα με τη γαλάζια ρόμπα Η συρτή ομιλία του είχε ένα ρυθμό σχεδόν τραγουδιστό.

«Έτσι με ονόμασαν την ημέρα του σπαθιού μου, Υψηλέ Άρχοντα», απάντησε ταπεινά αυτή.

«Έξοχο, Εγκήνιν. Αρκετά σπάνιο. Επιθυμείς πληρωμή;»

«Η ευχαρίστηση του Υψηλού Άρχοντα είναι αρκετή πληρωμή. Ζω για να υπηρετώ, Υψηλέ Άρχοντα».

«Θα αναφέρω το όνομά σου στην Αυτοκράτειρα, Εγκήνιν. Μετά ον Γυρισμό, νέα ονόματα θα κληθούν στο αίμα. Δείξε ότι είσαι κατάλληλη και ίσως εγκαταλείψεις το όνομα Εγκήνιν για να πάρεις άλλο, ανώτερο».

«Ο Υψηλός Άρχοντας με τιμά».

«Ναι. Μπορείς να φύγεις».

Ο Ντόμον δεν έβλεπε τίποτα, εκτός από τις μπότες της που έβγαιναν από το δωμάτιο οπισθοχωρώντας, ενώ κοντοστέκονταν κατά διαστήματα για υποκλίσεις. Η πόρτα έκλεισε πίσω από την Εγκήνιν. Ακολούθησε μακρά σιωπή. Έβλεπε τον ιδρώτα να στάζει από το μέτωπό του στο πάτωμα, όταν ο Τούρακ ξαναμίλησε.

«Μπορείς να σηκωθείς, έμπορε».

Ο Ντόμον σηκώθηκε, και είδε τι κρατούσε ο Τούρακ στα δάχτυλά του με τα μακριά νύχια. Το δίσκο από κουεντιγιάρ που είχε τη μορφή της αρχαίας σφραγίδας των Άες Σεντάι. Θυμήθηκε την αντίδραση της Εγκήνιν στις Άες Σεντάι και άρχισε στ’ αλήθεια να ιδρώνει. Τα μαύρα μάτια του Υψηλού Άρχοντα δεν έδειχναν θυμό, μονάχα κάποια περιέργεια, αλλά ο Ντόμον δεν εμπιστευόταν τους άρχοντες.

«Ξέρεις τι είναι αυτό, έμπορε;»

«Όχι, Υψηλέ Άρχοντα». Ο Ντόμον απάντησε δίχως να διστάσει· οι έμποροι που δεν μπορούσαν να πουν ψέματα με καθαρό βλέμμα και σταθερή φωνή, δεν έμεναν καιρό στο επάγγελμα.

«Αλλά όμως το φυλούσες σε κρυφό μέρος».

«Κάνω συλλογή από παλιά πράγματα, Υψηλέ Άρχοντα, από τους περασμένους καιρούς. Υπάρχει και κόσμος που θα τα έκλεβε, αν ήταν μπροστά στα μάτια όλων».

Ο Τούρακ περιεργάστηκε για μια στιγμή τον μαύρο-και-άσπρο δίσκο. «Είναι κουεντιγιάρ, έμπορε —ξέρεις αυτό το όνομα;— και είναι παλαιότερο απ’ όσο ίσως νομίζεις. Έλα μαζί μου».

Ο Ντόμον ακολούθησε τον άλλον προσεκτικά, νιώθοντας κάπως πιο σίγουρος. Από τα λίγα που ήξερε για τους άρχοντες σε άλλα μέρη, αν ήταν να καλέσουν τους φρουρούς, θα τους είχαν ήδη καλέσει. Αλλά τα λίγα που είχε δει από τους Σωντσάν του είχαν δείξει ότι δεν έκαναν ό,τι οι άλλοι. Έδιωξε κάθε έκφραση από το πρόσωπο του.

Ο άνδρας τον οδήγησε σε ένα άλλο δωμάτιο. Του Ντόμον του φάνηκε πως τα έπιπλα εκεί πρέπει να τα είχε φέρει ο Τούρακ. Έμοιαζαν να είναι φτιαγμένα από καμπύλες, χωρίς την παραμικρή ευθεία, και το ξύλο ήταν λουστραρισμένο για να αναδεικνύονται τα παράξενα νερά του. Υπήρχε μια πολυθρόνα, πάνω σε μεταξωτό χαλί, με εικόνες από πουλιά και άνθη, και ένα μεγάλο στρογγυλό ντουλάπι. Τα χωριστικά που δίπλωναν σχημάτιζαν καινούργιους τοίχους.

Ο άνδρας με την πλεξούδα άνοιξε τις πόρτες του ντουλαπιού και αποκάλυψε ράφια, που κρατούσαν ένα αλλόκοτο πλήθος από αγαλματάκια, κούπες, γαβάθες, βάζα, πενήντα διαφορετικά πράγματα, που μεταξύ δεν υπήρχαν δύο όμοια στο σχήμα ή στο μέγεθος. Του Ντόμον του κόπηκε η ανάσα, όταν ο Τούρακ ακούμπησε το δίσκο δίπλα σε έναν άλλο, ολόιδιο.

“Κουεντιγιάρ”, είπε ο Τούρακ. «Να τι συλλέγω, έμπορε. Μόνο η ίδια η Αυτοκράτειρα έχει καλύτερη συλλογή».

Τα μάτια του Ντόμον παραλίγο θα έπεφταν από τις κόγχες τους. Αν όσα υπήρχαν στα ράφια ήταν πραγματικά από κουεντιγιάρ, τότε έφταναν για να αγοράσει κανείς ένα ολόκληρο βασίλειο, ή έστω να ιδρύσει έναν μεγάλο Οίκο. Ακόμα και βασιλιάδες θα φτώχαιναν για να αγοράσουν τόσα, αν ήξεραν πού να τα βρουν. Έκανε τα χείλη του να χαμογελάσουν.

«Υψηλέ Άρχοντα, σε παρακαλώ δέξου αυτό το κομμάτι ως δώρο». Δεν ήθελε να το χάσει, αλλά ήταν προτιμότερο από το να θυμώσει τον Σωντσάν. Ίσως τώρα οι Σκοτεινόφιλοι να κυνηγήσουν αυτόν. «Δεν είμαι παρά ένας απλός έμπορος. Το μόνο που θέλω είναι να πουλήσω τα εμπορεύματά μου. Άφησέ με να σαλπάρω, και σου υπόσχομαι ότι—»

Η έκφραση του Τούρακ δεν άλλαξε, αλλά ο άνδρας με την πλεξούδα έκοψε τον Ντόμον, λέγοντας με σκληρή φωνή, «Αξύριστο σκυλί! Λες ότι θα δώσεις στον Υψηλό Άρχοντα αυτό που του έχει ήδη δώσει η Κυβερνήτρια Εγκήνιν. Παζαρεύεις, λες και ο Υψηλός Άρχοντας είναι — είναι έμπορος! Εννιά μέρες θα σε γδέρνουν ζωντανό, σκύλε, και—» Σταμάτησε με μια αδιόρατη, σχεδόν, κίνηση του δάχτυλου του Τούρακ.

«Δεν μπορώ να σου επιτρέψω να φύγεις, έμπορε», είπε ο Υψηλός Άρχοντας. «Σ’ αυτή τη σκιασμένη γη των ανθρώπων που πατούν τους όρκους τους δεν βρίσκω κανέναν που να μπορεί να συζητήσει με έναν ευαίσθητο άνθρωπο. Αλλά εσύ είσαι συλλέκτης. Ίσως να είσαι ενδιαφέρων συζητητής». Κάθισε στην πολυθρόνα και έγειρε στις καμπύλες της για να μελετήσει τον Ντόμον.

Ο Ντόμον προσπάθησε να χαμογελάσει φιλοφρονητικά. «Υψηλέ Άρχοντα, εγώ είμαι ένας απλός έμπορος, απλός άνθρωπος. Δεν ξέρω να μιλάω με σπουδαίους Άρχοντες».

Ο άνδρας με την πλεξούδα τον αγριοκοίταξε, αλλά ο Τούρακ δεν φάνηκε να τον ακούει. Πίσω από ένα χώρισμα εμφανίστηκε μια λεπτή και όμορφη κοπέλα, που πλησίασε τον Τούρακ με γοργές κινήσεις και του πρόσφερε ένα λακαρισμένο δίσκο, που είχε μόνο ένα φλιτζάνι, λεπτό, δίχως χερούλι, με ένα αχνιστό, μαύρο υγρό. Το μελαψό, στρογγυλό πρόσωπο της του θύμιζε αόριστα τους Θαλασσινούς. Ο Τούρακ έπιασε προσεκτικά το φλιτζάνι, χωρίς να κοιτάξει καθόλου την κοπέλα, και εισέπνευσε τους ατμούς του. Ο Ντόμον έριζε μια ματιά στην νεαρή και τράβηξε αμέσως το βλέμμα με μια πνιχτή κραυγούλα· η λευκή, μεταξωτή ρόμπα της είχε κεντημένα λουλούδια, αλλά ήταν τόσο λεπτή που έβλεπε μέσα της, και δεν υπήρχε τίποτα από κάτω, παρά μόνο το λεπτό κορμί της.

«Το άρωμα του καφ», είπε ο Τούρακ, «είναι σχεδόν εξίσου απολαυστικό όσο η γεύση του. Λοιπόν, έμπορε. Έχω μάθει ότι εδώ το κουεντιγιάρ είναι ακόμα πιο σπάνιο απ’ ό,τι στη Σωντσάν. Πες μου πώς ένας απλός έμπορος έχει στην κατοχή του ένα κομμάτι». Ήπιε καφ και περίμενε.

Ο Ντόμον πήρε μια βαθιά ανάσα, και άρχισε να σκαρώνει τα ψέματα που ίσως τον γλίτωναν από το Φάλμε.

Загрузка...