6 Σκοτεινή Προφητεία

Η πόρτα του αγροτόσπιτου τραντάχτηκε με τα μανιασμένα χτυπήματα από έξω· ο βαρύς σύρτης αναπήδησε στα στηρίγματά του. Πιο πέρα από το παράθυρο, πλάι στην πόρτα, σάλευε η σιλουέτα ενός Τρόλοκ με χοντρή μουσούδα. Πανιού υπήρχαν παράθυρα, και σκιώδεις μορφές απ’ έξω. Αλλά δεν ήταν αρκετά σκιώδεις. Ο Ραντ διέκρινε τι ήταν.

Τα παράθυρα, σκέφτηκε με απόγνωση. Απομακρύνθηκε από την πόρτα, σφίγγοντας μπροστά του το σπαθί και με τα δύο χέρια. Ακόμα κι αν η πόρτα αντέξει, μπορούν να σπάσουν τα παράθυρα. Γιατί δεν μπαίνουν από κει;

Με μια εκκωφαντική μεταλλική τσιρίδα, ένα από τα στηρίγματα ξεκόλλησε εν μέρει από το πλαίσιο της πόρτας και κρεμάστηκε από τα καρφιά, τα οποία είχαν βγει ένα δάχτυλο πιο έξω από το ξύλο. Ο σύρτης σείστηκε από ένα ακόμα χτύπημα, και τα καρφιά στρίγκλισαν πάλι.

«Πρέπει να τους σταματήσουμε!» φώναξε ο Ραντ. Μόνο που δεν μπορούμε. Δεν μπορούμε να τους σταματήσουμε. Κοίταξε γύρω του να βρει διέξοδο, αλλά μόνο η πόρτα υπήρχε. Το δωμάτιο ήταν ένα κουτί. Μόνο μια πόρτα και πλήθος παράθυρα. «Κάτι πρέπει να κάνουμε. Κάτι!»

«Είναι πολύ αργά», είπε ο Ματ. «Δεν καταλαβαίνεις;» Το πλατύ του χαμόγελο φάνταζε αλλόκοτο πάνω σ’ ένα πρόσωπο άσπρο σαν χαρτί, και από το στήθος του ξεπρόβαλλε η λαβή ενός εγχειριδίου, μ’ ένα ρουμπίνι στην άκρη το οποίο έλαμπε σαν να έκλεινε μέσα του φωτιά. Το πετράδι έμοιαζε περισσότερο ζωντανό απ’ όσο το πρόσωπό του. «Είναι πολύ αργά, δεν μπορούμε να αλλάζουμε τίποτε».

«Τελικά τα ξεφορτώθηκα», είπε ο Πέριν, γελώντας. Αίμα έτρεχε στο πρόσωπό του, σαν καταρράκτης δακρύων από τις άδειες κόγχες των ματιών του. Άπλωσε τα κόκκινα χέρια του, προσπαθώντας να δείξει στον Ραντ τι κρατούσε. «Είμαι ελεύθερος τώρα. Τελείωσε».

«Ποτέ δεν τελειώνει, αλ’Θορ», φώναξε ο Πάνταν Φάιν, χοροπηδώντας στη μέση του δωματίου. «Η μάχη ποτέ δεν σταματά».

Η πόρτα διαλύθηκε με μια βροχή από σχίζες και πελεκούδια, και ο Ραντ έσκυψε για να ξεφύγει από τα σπασμένα ξύλα που πετούσαν. Δύο κοκκινοφορεμένες Άες Σεντάι πέρασαν μέσα, κάνοντας υπόκλιση για να μπει ο αφέντης τους. Μια μάσκα στο χρώμα του ξεραμένου αίματος κάλυπτε το πρόσωπο του Μπα’άλζαμον, αλλά ο Ραντ μπορούσε να δει τις φλόγες των ματιών του από τα ανοίγματα της μάσκας, και άκουγε τις βρυχώμενες φωτιές του στόματός του.

«Δεν τελειώσαμε εμείς οι δύο, αλ’Θορ,» είπε ο Μπα’άλζαμον, και μαζί με τον Φάιν μίλησαν σαν ένας, λέγοντας, «Για σένα η μάχη δεν σταματά ποτέ».

Με μια κοφτή, πνιγμένη κραυγή, ο Ραντ ανακάθισε στο πάτωμα, ξυπνώντας καθώς ανέμιζε τα χέρια. Του φαινόταν πως ακόμα άκουγε τη φωνή του Φάιν, κοφτερή, σαν να στεκόταν ο πραματευτής δίπλα του. Ποτέ δεν τελειώνει. Η μάχη ποτέ δεν σταματά.

Κοίταξε γύρω με θολωμένα μάτια, για να πειστεί ότι ήταν ακόμα κρυμμένος εκεί που τον είχε αφήσει η Εγκουέν, ξαπλωμένος σε ένα πρόχειρο ξυλοκρέβατο σε μια γωνιά του δωματίου της. Το αμυδρό φως μιας λάμπας διαχεόταν στο δωμάτιο, και ο Ραντ είδε με έκπληξη τη Νυνάβε να πλέκει σε μια κουνιστή πολυθρόνα στην άλλη άκρη του κανονικού κρεβατιού, του οποίου τα σκεπάσματα ήταν απείραχτα. Έξω ήταν νύχτα.

Η Νυνάβε, μελαχρινή και λεπτή, είχε τα μαλλιά της χτενισμένα σε μια χοντρή πλεξούδα, που κρεμόταν από τον ώμο της και κατηφόριζε σχεδόν ως τη μέση της. Δεν είχε ξεχάσει την πατρίδα της. Το πρόσωπό της ήταν γαλήνιο και δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται τίποτα εκτός από το πλέξιμό της, καθώς κουνιόταν απαλά μπρος-πίσω. Το σταθερό κλικ-κλικ από τις βελόνες της ήταν το μόνο που ακουγόταν. Το χαλάκι έπνιγε τους ήχους της κουνιστής πολυθρόνας.

Μερικά από τα τελευταία βράδια ο Ραντ ευχόταν να είχε ένα χαλί στο παγωμένο πέτρινο πάτωμα του δωματίου του, αλλά στο Σίναρ τα δωμάτια των ανδρών ήταν πάντα λιτά και απέριττα. Εδώ οι τοίχοι είχαν δύο ταπισερί, με σκηνές από βουνά με καταρράχτες, και κουρτίνες με κεντημένα λουλούδια πλάι στις βελοθυρίδες. Κομμένα λουλούδια, λευκοί αυγερινοί, ήταν βαλμένα σε ένα κοντό, στρογγυλό βάζο στο τραπέζι πλάι στο κρεβάτι, ενώ άλλα έγερναν το κεφάλι σε άσπρα γυάλινα ανθοδοχεία στους τοίχους. Ένας ολόσωμος καθρέφτης βρισκόταν σε μια γωνία και ένας άλλος κρεμόταν πάνω από το νιπτήρα με τη γαλάζια ριγέ κανάτα και μια μικρή λεκάνη. Αναρωτήθηκε τι τους ήθελε η Εγκουέν δύο καθρέφτες· στο δικό του δωμάτιο δεν υπήρχε κανένας, και δεν ένιωθε την έλλειψη. Μόνο μια λάμπα ήταν αναμμένη, μα υπήρχαν άλλες τέσσερις στο δωμάτιο, το οποίο ήταν μεγάλο, σχεδόν όσο εκείνο που μοιραζόταν με τον Ματ και τον Πέριν. Η Εγκουέν το είχε όλο στη διάθεσή της.

Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι, η Νυνάβε του είπε, «Όταν κοιμάσαι το απόγευμα, μην περιμένεις να σε πιάσει ύπνος το βράδυ».

Την κοίταζε σμίγοντας τα φρύδια, αν και δεν μπορούσε να τον δει. Τουλάχιστον έτσι του φαινόταν. Ήταν λίγα μόνο χρόνια μεγαλύτερή του, αλλά η ιδιότητα της Σοφίας πρόσθετε εξουσία μεγαλύτερης ηλικίας. «Χρειαζόμουν μέρος να κρυφτώ και ήμουν κουρασμένος», είπε, και πρόσθεσε γρήγορα, «Δεν ήρθα τυχαία εδώ. Η Εγκουέν με προσκάλεσε στο γυναικωνίτη».

Η Νυνάβε κατέβασε το πλεκτό της και τον κοίταξε με μια νότα ευθυμίας. Ήταν όμορφη γυναίκα. Αυτό ήταν κάτι που ο Ραντ δεν θα κι πρόσεχε, αν βρίσκονταν ακόμα στην πατρίδα· τη Σοφία του χωριού απλώς δεν την κοίταζες με τέτοιο βλέμμα. «Το Φως να με βοηθήσει, Ραντ, κοντεύεις να γίνεις Σιναρανός. Πρόσκληση για το γυναικωνίτη, αν είναι δυνατόν». Ξεφύσηξε. «Όπου να ’ναι θα αρχίσεις να λες για την τιμή σου και θα ζητάς από την ειρήνη να χαμογελά στο σπαθί σου». Αυτός κοκκίνισε, και ευχήθηκε να μην το είχε προσέξει η Νυνάβε στο μισοσκόταδο. Εκείνη κοίταξε το σπαθί του, που η λαβή του ξεπρόβαλλε από το μακρύ μπόγο εκεί πλάι του στο πάτωμα. Ήξερε ότι η Νυνάβε δεν ενέκρινε το σπαθί, ή οποιοδήποτε άλλο σπαθί, μα αυτή τη φορά, έτσι για αλλαγή, δεν του είπε τίποτα. «Η Εγκουέν μου είπε γιατί χρειάζεσαι κρυψώνα. Μην ανησυχείς. Θα σε κρύψουμε από την Άμερλιν, από κάθε Άες Σεντάι, αν είναι αυτό που Θέλεις».

Τον κοίταξε κατάματα και τράβηξε αμέσως το βλέμμα της, μα ο Ραντ πρόλαβε να δει την ταραχή της. Τις αμφιβολίες της. Σωστά, μπορώ να διαβιβάσω τη Δύναμη. Ένας άνδρας που χειρίζεται τη Μία Δύναμη! Θα ’πρεπε να βοηθήσεις τις Άες Σεντάι να με κυνηγήσουν και να με ειρηνέψουν.

Κατσουφιάζοντας, έσιαξε το δερμάτινο γιλέκο που του είχε βρει η Εγκουέν και έστριψε για να γείρει πίσω στον τοίχο. «Μόλις μπορέσω, θα κρυφτώ σε κάποιο κάρο, ή θα βγω κρυφά. Δεν θα χρειαστεί να με κρύβετε πολύ ακόμα». Η Νυνάβε δεν είπε τίποτα· αφοσιώθηκε στο πλέξιμο της και έκανε έναν ήχο θυμού, όταν της έφυγε πόντος. «Πού είναι η Εγκουέν;»

Η Νυνάβε άφησε το πλεκτό να πέσει στα γόνατά της. «Δεν ξέρω τι κάθομαι και σκάω απόψε. Κάτι φταίει και όλο μου φεύγουν πόντοι. Πήγε κάτω να δει τον Πάνταν Φάιν. Κατά τη γνώμη της, του κάνει καλό να βλέπει γνώριμα πρόσωπα».

«Το δικό μου δεν βοήθησε. Δεν πρέπει να τον πλησιάζει. Είναι επικίνδυνος».

«Θέλει να τον βοηθήσει», είπε γαλήνια η Νυνάβε. «Μην ξεχνάς ότι μάθαινε να αναλάβει βοηθός μου, κατ όταν είσαι Σοφία δεν είναι μοναδική σου δουλειά η πρόβλεψη του καιρού. Πρέπει να θεραπεύεις κιόλας. Η Εγκουέν έχει την επιθυμία να θεραπεύει, την ανάγκη. Και, αν ο Πάνταν Φάιν ήταν τόσο επικίνδυνος, κάτι θα είχε πει η Μουαραίν».

Ο Ραντ γέλασε ξερά. «Δεν τη ρωτήσατε. Η Εγκουέν το παραδέχτηκε, κι εσένα δεν σε βλέπω να ζητάς άδεια για τίποτα». Το υψωμένο φρύδι της του έκοψε το γέλιο. Όμως δεν θα της ζητούσε συγνώμη. Βρίσκονταν πολύ μακριά από το χωριό και ο Ραντ δεν μπορούσε να καταλάβει πώς θα μπορούσε η Νυνάβε να είναι πάλι Σοφία του Πεδίου του Έμοντ, αφού θα πήγαινε στην Ταρ Βάλον. «Άρχισαν να ψάχνουν για μένα, ή ακόμα; Η Εγκουέν δεν ξέρει αν θα με ψάξουν, όμως ο Λαν λέει ότι η Έδρα της Άμερλιν είναι εδώ εξαιτίας μου, και μου φαίνεται ότι η δική του γνώμη είναι πιο σωστή».

Στην αρχή η Νυνάβε δεν απάντησε. Αντίθετα, καταπιάστηκε με τις κούκλες του μαλλιού. Τελικά είπε, «Δεν είμαι σίγουρη. Μια υπηρέτρια ήρθε πριν από λίγο. Για να στρώσει το κρεβάτι, είπε. Λες και η Εγκουέν θα έπεφτε για ύπνο από τώρα, ενώ απόψε έχει το γλέντι για την Άμερλιν. Την έδιωξα· δεν σε είδε».

«Στα διαμερίσματα των ανδρών κανένας δεν σου στρώνει το κρεβάτι». Εκείνη τον κάρφωσε με το βλέμμα, ένα βλέμμα που πριν ίνα χρόνο θα τον είχε κάνει να ψελλίζει. Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι. «Δεν θα χρησιμοποιούσαν τις καμαριέρες για να με βρουν, Νυνάβε».

«Νωρίτερα, όταν πήγα στην κουζίνα για να πάρω ένα φλιτζάνι γάλα, στους διαδρόμους υπήρχαν πάρα πολλές γυναίκες. Εκείνες που θα είναι στη γιορτή κανονικά έπρεπε να ντύνονται, και οι άλλες έπρεπε να τις βοηθούν, ή να κάνουν τις δουλειές τους, ή...» Έσμιξε τα φρύδια με ανησυχία. «Με την Άμερλιν εδώ, είναι πολλές οι δουλειές και λίγα τα χέρια. Και δεν ήταν μονάχα εδώ, στα διαμερίσματα των γυναικών. Είδα την ίδια την Αρχόντισσα Αμαλίζα να βγαίνει από μια αποθήκη κοντά στην κουζίνα με το πρόσωπο κατασκονισμένο».

«Αυτό είναι γελοίο. Γιατί να ψάχνει κι αυτή; Γιατί να ψάχνουν οι γυναίκες, αυτό είναι το θέμα. Θα έβαζαν τους στρατιώτες του Άρχοντα Άγκελμαρ, και τους Προμάχους. Και τις Άες Σεντάι. Πρέπει να έκαναν κάτι για τη γιορτή. Που να καώ αν ξέρω τι χρειάζεται ένα Σιναρανό γλέντι».

«Μερικές φορές είσαι χοντροκέφαλος, Ραντ. Ούτε οι άνδρες που είδα ήξεραν τι κάνουν οι γυναίκες. Άκουσα μερικούς να παραπονιούνται ότι έκαναν όλη τη δουλειά μόνοι τους. Ξέρω ότι δεν είναι λογικό να έψαχναν για σένα. Καμία Άες Σεντάι δεν έδειχνε το παραμικρό ενδιαφέρον. Αλλά η Αμαλίζα δεν λέρωσε το φόρεμά της στην αποθήκη επειδή ετοιμαζόταν για τη γιορτή. Έψαχναν για κάτι, κάτι σημαντικό. Ακόμα κι αν άρχιζε αμέσως μετά που την είδα, μόλις που θα προλάβαινε να μπανιαριστεί και να αλλάξει. Και, μιας που το αναφέραμε, αν η Εγκουέν δεν έρθει σύντομα, θα πρέπει να διαλέξει αν θα αργήσει ή αν θα μείνει με τα ίδια ρούχα».

Μόνο τότε ο Ραντ συνειδητοποίησε ότι η Νυνάβε δεν φορούσε τα μάλλινα ρούχα των Δύο Ποταμών, με τα οποία την είχε συνηθίσει. Το φόρεμα της ήταν από ανοιχτογάλαζο μετάξι, κεντημένο με χιονάνθη γύρω στο λαιμό και σ’ όλο το μήκος των μανικιών. Κάθε μπουμπούκι είχε στο κέντρο ένα μαργαριτάρι, και η ζώνη της ήταν δουλεμένη με ασήμι, με μια ασημένια αγκράφα στολισμένη με μαργαριτάρια. Ποτέ δεν την είχε δει να φορά κάτι παρόμοιο. Ακόμα και τα γιορτινά ρούχα στο χωριό ίσως να μην συγκρίνονταν μ’ αυτό.

«Θα πας στη γιορτή;»

«Φυσικά. Ακόμα κι αν η Μουαραίν δεν είχε πει ότι μπορώ να πάω, δεν θα την άφηνα να νομίζει ότι ήμουν...» Τα μάτια της πήραν φωτιά για μια στιγμή, και ο Ραντ κατάλαβε τι εννοούσε. Η Νυνάβε δεν θα άφηνε κανέναν να σκεφτεί ότι φοβόταν, ακόμα κι αν πράγματι φοβόταν. Ειδικά τη Μουαραίν, και ειδικότερα τον Λαν. Ο Ραντ ευχήθηκε να μην ήξερε η Νυνάβε ότι αυτός αντιλαμβανόταν τα αισθήματα που έτρεφε αυτή για τον Πρόμαχο.

Μετά από μια στιγμή, το βλέμμα της μαλάκωσε, καθώς έπεφτε στο μανίκι του φορέματός της. «Μου το έδωσε η Αρχόντισσα Αμαλίζα», είπε, με τόσο απαλή φωνή που ο Ραντ αναρωτήθηκε μήπως μονολογούσε. Χάιδεψε το μετάξι με τα δάχτυλά της, διατρέχοντας το περίγραμμα των κεντημένων μπουμπουκιών, χαμογελώντας, χαμένη στις σκέψεις της.

«Είναι πολύ ωραίο πάνω σου, Νυνάβε. Είσαι όμορφη απόψε». Μόρφασε αμέσως μόλις το είπε. Κάθε Σοφία ήταν εύθικτη σε ό,τι είχε να κάνει με την εξουσία της, αλλά η Νυνάβε ήταν πιο εύθικτη από το συνηθισμένο. Ο Κύκλος των Γυναικών στο χωριό πάντα στεκόταν πάνω από το κεφάλι της, επειδή ήταν νέα, ίσως κι επειδή ήταν όμορφη, και οι καυγάδες της με τον Δήμαρχο και το Συμβούλιο του Χωριού είχαν γίνει θρυλικοί.

Η Νυνάβε τράβηξε απότομα το χέρι της από τις κεντητές εικόνες και τον αγριοκοίταξε, χαμηλώνοντας τα φρύδια. Ο Ραντ μίλησε γρήγορα για να αλλάξει κουβένια.

«Δεν μπορούν να κρατήσουν αμπαρωμένες τις πύλες συνέχεια. Όταν ανοίξουν, θα φύγω, και οι Άες Σεντάι δεν θα με βρουν ποτέ. Ο Πέριν λέει ότι υπάρχουν μέρη στους Μαύρους Λόφους και στα Λιβάδια του Καραλαίν, στα οποία μπορείς να τριγυρνάς μέρες και να μην δεις ψυχή. Ίσως — ίσως ξεδιαλύνω τι να κάνω για το...» Σήκωσε αμήχανα τους ώμους. Δεν χρειαζόταν να της το πει. «Και αν δεν μπορέσω, δεν θα υπάρχει κανείς για να του κάνω κακό».

Η Νυνάβε έμεινε σιωπηλή για λίγο, και μετά είπε αργά, «Δεν είμαι τόσο σίγουρη, Ραντ. Δεν μπορώ να πω ότι μου φαίνεσαι διαφορετικός από άλλα χωριατόπαιδα, αλλά η Μουαραίν επιμένει ότι είσαι τα’βίρεν, και δεν νομίζω να πιστεύει ότι ο Τροχός ξεμπέρδεψε μαζί σου. Ο Σκοτεινός φαίνεται—»

«Ο Σαϊ’τάν είναι νεκρός», είπε τραχιά, και ξαφνικά το δωμάτιο φάνηκε να κλυδωνίζεται. Έσφιξε το κεφάλι του, καθώς τον διέτρεχαν κύματα ζαλάδας.

«Βλάκα! Ηλίθιε, άμυαλε βλάκα! Ονοματίζεις τον Σκοτεινό, τραβάς την προσοχή του πάνω σου! Δεν σου φτάνουν όσα πέρασες;»

«Είναι νεκρός», μουρμούρισε ο Ραντ, τρίβοντας το κεφάλι του. Ξεροκατάπιε. Η ζαλάδα υποχωρούσε κιόλας. «Καλά, καλά. Ο Μπα’άλζαμον, αν προτιμάς. Μα είναι νεκρός· τον είδα να καίγεται, τον είδα να πεθαίνει».

«Μήπως δεν σε κοίταζα τώρα δα, που το βλέμμα του Σκοτεινού έπεσε πάνω σου; Μη μου πεις ότι δεν ένιωσες τίποτα, γιατί θα σου στρίψω το αυτί· είδα το πρόσωπό σου».

«Είναι νεκρός», επέμεινε ο Ραντ. Στο νου του ήρθε ο αθέατος παρατηρητής, και ο άνεμος στην κορυφή του πύργου. Ανατρίχιασε. «Τόσο κοντά στη Μάστιγα συμβαίνουν παράξενα πράγματα».

«Είσαι μεγάλος βλάκας, Ραντ». Του κούνησε τη γροθιά της. «Στ’ αλήθεια θα σου έστριβα το αυτί, αν πίστευα ότι έτσι θα έβαζες λίγο μυαλό—»

Η υπόλοιπη φράση της πνίγηκε μέσα στα καμπανίσματα που ξέσπασαν απ’ όλο το οχυρό.

Ο Ραντ βρέθηκε όρθιος μ’ έναν πήδο. «Είναι συναγερμός! Ψάχνουν...» Όταν ονοματίζεις τον Σκοτεινό, προσκαλείς το κακό.

Η Νυνάβε σηκώθηκε πιο αργά, κουνώντας το κεφάλι αβέβαια. «Όχι, δεν νομίζω. Αν έψαχναν για σένα, τότε οι καμπάνες απλώς θα σε προειδοποιούσαν. Όχι, αν είναι συναγερμός, δεν είναι για σένα».

«Τότε τι είναι;» Έτρεξε στην κοντινότερη βελοθυρίδα και κοίταξε έξω.

Φώτα πηγαινοέρχονταν γοργά στο οχυρό, το οποίο είχε αγκαλιάσει η νύχτα, όμοια με πυγολαμπίδες, λάμπες καν πυρσοί που χιμούσαν εδώ κι εκεί. Μερικά πήγαιναν στα τείχη και τους πύργους, αλλά, απ’ όσα έβλεπε, τα πιο πολλά ήταν μαζεμένα στο κήπο πιο κάτω και στην αυλή, της οποίας έβλεπε ένα μέρος. Ό,τι κι αν είχε προκαλέσει το συναγερμό, ήταν μέσα στο οχυρό. Οι καμπάνες βουβάθηκαν, αποκαλύπτοντας τις ανθρώπινες φωνές, αλλά ο Ραντ δεν διέκρινε τι έλεγαν.

Αν δεν είναι για μένα... «Η Εγκουέν», είπε ξαφνικά. Αν είναι ακόμα ζωντανός, αν υπάρχει ακόμα το κακό, πρέπει να έρθει σε μένα.

Η Νυνάβε, που κοίταζε από μια άλλη βελοθυρίδα, στράφηκε προς το μέρος του. «Τι;»

«Η Εγκουέν». Διέσχισε το δωμάτιο με βιαστικές δρασκελιές και άρπαζε το σπαθί και τη θήκη από το δέμα. Φως μου, το κακό θα ’πρεπε να βλάψει εμένα, όχι αυτήν. «Είναι στο μπουντρούμι μαζί με τον Φάιν. Αν αυτός με κάποιον τρόπο το έσκασε;»

Η Νυνάβε τον πρόφτασε στην πόρτα και τον άρπαξε από το μπράτσο. Δεν έφτανε στο ύψος ούτε τον ώμο του, αλλά τον κράτησε με σιδερένια λαβή. «Μην κάνεις ακόμα μεγαλύτερη βλακεία, Ραντ. Ακόμα κι αν αυτό δεν έχει σχέση με σένα, υπάρχουν οι γυναίκες, που κάτι ψάχνουν! Μα το Φως, άνθρωπέ μου, αυτά είναι τα δια μερίσματα των γυναικών. Το πιθανότερο είναι να υπάρχουν Άες Σεντάι στους διαδρόμους. Η Εγκουέν δεν θα πάθει τίποτα. Θα έπαιρνε μαζί της τον Ματ και τον Πέριν. Ακόμα κι αν έμπλεκε κάπου, θα την βοηθούσαν».

«Κι αν δεν μπόρεσε να τους βρει, Νυνάβε; Αυτό δεν θα την εμπόδιζε. Θα πήγαινε μόνη της, όπως θα ’κανες κι εσύ, και το ξέρεις. Φως μου, της είπα ότι ο Φάιν είναι επικίνδυνος. Που να καώ, της το είπα!» Που να με κάψει το Φως, το κακό έπρεπε να έρθει σε μένα!

Μια γυναίκα τσίριξε βλέποντάς τον, με το κακοφτιαγμένο γιλέκο εργάτη του και το σπαθί στο χέρι. Οι άνδρες, ακόμα κι όταν ήταν προσκαλεσμένοι, δεν πήγαιναν οπλισμένοι στους γυναικωνίτες, εκτός αν το οχυρό δεχόταν επίθεση. Ο διάδρομος ήταν γεμάτος γυναίκες, υπηρέτριες με μαύρα και χρυσά ρούχα, κυρίες του οχυρού με μεταξωτά και δαντέλες, γυναίκες με κεντημένα σάλια με μακριά κρόσσια, που μιλούσαν μεγαλόφωνα και ταυτοχρόνως, απαιτώντας να μάθουν τι συνέβαινε. Πανιού υπήρχαν παιδιά, που έκλαιγαν πιασμένα από φούστες. Ο Ραντ όρμηξε ανάμεσά τους, απέφυγε όσες μπορούσε, μουρμούρισε συγνώμη από κείνες που είχε παραμερίσει με τον ώμο του, προσπάθησε να αγνοήσει τις έκπληκτες ματιές τους.

Μια από τις γυναίκες που φορούσαν σάλι έστριψε για να πάει στο δωμάτιο της, και ο Ραντ είδε την πίσω πλευρά του σαλιού της, είδε το αστραφτερό λευκό δάκρυ στο κέντρο. Ξαφνικά αναγνώρισε πρόσωπα που είχε δει στην εξωτερική αυλή. Άες Σεντάι, οι οποίες κόρα τον κοίταζαν με ταραχή.

«Ποιος είσαι; Τι θες εδώ;»

«Το οχυρό δέχθηκε επίθεση; Απάντησε μου, νεαρέ!»

«Δεν είναι στρατιώτης. Ποιος είναι; Τι συμβαίνει;»

«Είναι ο νεαρός άρχοντας από το νότο!»

«Ας τον σταματήσει κάποια!»

Ο φόβος τον έκανε να τραβήξει τα χείλη και να γυμνώσει τα δόντια, αλλά συνέχισε να προχωρά μπροστά και προσπάθησε να κάνει πιο γρήγορα.

Έπειτα μια γυναίκα βγήκε στο διάδρομο, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του, και ο Ραντ άθελά του σταμάτησε. Αναγνώριζε αυτό το πρόσωπο καλύτερα από κάθε άλλο· του φαινόταν ότι θα το θυμόταν ακόμα κι αν ζούσε παντοτινά. Η Έδρα της Άμερλιν. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα στη θέα του, και του ανταπέδωσε το βλέμμα. Μια άλλη Άες Σεντάι, η ψηλή γυναίκα, την οποία είχε δει να κρατά το ραβδί, μπήκε ανάμεσα σ’ αυτόν και την Άμερλιν, φωνάζοντάς του κάτι, το οποίο δεν κατάφερε να ακούσει μέσα στην οχλοβοή.

Ξέρει. Φως μου βοήθησέ με, ξέρει. Η Μουαραίν της το είπε. Συνέχισε να τρέχει, γρυλίζοντας. Φως μου, να δω την Εγκουέν σώα και ασφαλή, πριν αυτές οι... Άκουσε πίσω του φωνές, μα δεν έδωσε σημασία.

Στο οχυρό πίσω του τα πάντα ήταν ανάστατα. Άνδρες έτρεχαν προς τις αυλές με το σπαθί στο χέρι, χωρίς να του ρίχνουν ματιά. Πάνω από τη φασαρία των καμπανισμάτων, τώρα μπορούσε να ακούσει κι άλλους ήχους. Φωνές. Στριγκλιές. Μέταλλο που κουδούνιζε πάνω σε μέταλλο. Μόλις είχε προλάβει να αναληφθεί ότι ήταν ήχοι μάχης —Μάχη; Μέσα στο Φαλ Ντάρα;— όταν τρεις Τρόλοκ βγήκαν μπροστά του, τρέχοντας από τη γωνία.

Τριχωτές μουσούδες παραμόρφωναν ανθρώπινα πρόσωπα, που κατά τα άλλα ήταν φυσιολογικά, ένα απ’ αυτά με κέρατα τραγίσια. Γύμνωσαν τα δόντια τους, ύψωσαν σπαθιά όμοια με δρεπάνια, καθώς τον πλησίαζαν γοργά.

Ο διάδρομος, που πριν από μια στιγμή ήταν γεμάτος άνδρες που έτρεχαν, τώρα είχε αδειάσει, και μόνο ο Ραντ και οι τρεις Τρόλοκ απέμεναν. Αιφνιδιασμένος, ξεθηκάρωσε αδέξια το σπαθί του, δοκίμασε τη στάση Το Κολιμπρί Φιλά το Ρόδο. Κλονισμένος, καθώς έβρισκε Τρόλοκ στην καρδιά του οχυρού Φαλ Ντάρα, πήρε τη στάση τόσο άσχημα, που ο Λαν θα τον παρατούσε αηδιασμένος. Ο Τρόλοκ με τη μουσούδα αρκούδας την απέφυγε άνετα, όμως σκούντηξε τους συντρόφους του, που για μια στιγμή έχασαν την ισορροπία τους.

Ξαφνικά εμφανίστηκαν καμιά δεκαριά Σιναρανοί, οι οποίοι τον προσπέρασαν και χίμηξαν στους Τρόλοκ, άνδρες μισοντυμένοι με λαμπρά ρούχα, μα με τα σπαθιά έτοιμα. Ο αρκουδομούρης Τρόλοκ γρύλισε καθώς πέθαινε, και οι σύντροφοί του έτρεξαν, καταδιωκόμενοι από άνδρες που φώναζαν κι ανέμιζαν ατσάλι. Φωνές και ουρλιαχτά ακούγονταν από πανιού.

Εγκουέν!

Ο Ραντ χώθηκε στα βάθη του οχυρού, τρέχοντας σε διαδρόμους άδειους από κάθε ίχνος ζωής, παρ’ όλο που εδώ κι εκεί υπήρχαν νεκροί Τρόλοκ στο πάτωμα. Ή νεκροί άνθρωποι.

Έπειτα έφτασε σε μια διασταύρωση των διαδρόμων, και στα αριστερά του ήταν η άκρη μιας σκάλας. Έξι άνδρες με τα μαλλιά δεμένα κότσο κείτονταν ματωμένοι και ασάλευτοι, κι ένας έβδομος πέθαινε. Ο Μυρντράαλ έστριψε λίγο ακόμα το σπαθί, καθώς το έβγαζε από την κοιλιά του άνδρα, και ο στρατιώτης ούρλιαξε, έριξε το σπαθί και έπεσε κάτω. Ο Ξέθωρος κινήθηκε με χάρη οχιάς, και την εικόνα ερπετού που έδινε την ιόνιζε η μαύρη πανοπλία με τα επικαλυπτόμενα ελάσματα που έκρυβαν το στέρνο του. Γύρισε, και το χλωμό, ανόφθαλμο πρόσωπο μελέτησε τον Ραντ. Ξεκίνησε για να τον πλησιάσει, μ’ ένα ωχρό χαμόγελο, χωρίς να βιάζεται. Δεν είχε λόγο να βιαστεί μπροστά σε έναν μόνο άνθρωπο.

Ο Ραντ ένιωσε τα πόδια του ριζωμένα εκεί που στεκόταν· η γλώσσα του κόλλησε στον ουρανίσκο του. Το βλέμμα του Ανόφθαλμου είναι φόβος. Έτσι έλεγαν στις χώρες της Μεθορίου. Τα χέρια του έτρεμαν, καθώς ύψωνε το σπαθί. Δεν σκέφτηκε καν να περιβληθεί το κενό. Φως μου, μόλις σκότωσε επτά οπλισμένους στρατιώτες μαζί. Φως μου, τι πάω να κάνω. Φως μου!

Ξαφνικά ο Μυρντράαλ σταμάτησε, το χαμόγελο έσβησε.

«Αυτός είναι δικός μου, Ραντ». Ο Ραντ τινάχτηκε, καθώς ο Ίνγκταρ έφτανε στο πλευρό του, μελαψός, γεροδεμένος, με κίτρινο γιορτινό σακάκι, κρατώντας το σπαθί και με τα δυο χέρια. Τα μαύρα μάτια του Ίνγκταρ δεν τραβήχτηκαν στιγμή από το πρόσωπο του Ξέθωρου· αν ένιωθε φόβο, δεν το έδειχνε. «Δοκίμασε με κανά-δυο Τρόλοκ», είπε με απαλή φωνή, «πριν τα βάλεις με τέτσιον».

«Κατέβηκα να δω αν η Εγκουέν είναι καλά. Πήγαινε στο μπουντρούμι να επισκεφθεί τον Φάιν, και—»

«Τότε πήγαινε να τη βρεις».

Ο Ραντ ξεροκατάπιε. «Θα τον πολεμήσουμε μαζί, Ίνγκταρ».

«Δεν είσαι έτοιμος γι’ αυτό. Πήγαινε να βρεις την κοπέλα σου. Πήγαινε! Θέλεις να τη βρουν οι Τρόλοκ απροστάτευτη;»

Για μια στιγμή ο Ραντ στάθηκε εκεί αναποφάσιστος. Ο Ξέθωρος είχε υψώσει το σπαθί του, για τον Ίνγκταρ. Ένα άηχο γρυλλητό παραμόρφωνε το στόμα του Ίνγκταρ, αλλά ο Ραντ ήξερε ό,τι δεν ήταν από φόβο. Και η Εγκουέν ίσως ήταν μόνη στο μπουντρούμι μαζί με τον Φάιν, ή με κάτι χειρότερο. Ακόμα κι έτσι, ένιωθε ντροπή, καθώς έτρεχε στις σκάλες που κατέβαιναν στα υπόγεια. Ήξερε ότι το βλέμμα του Ξέθωρου μπορούσε να μεταδώσει φόβο σε κάθε άνθρωπο, αλλά ο Ίνγκταρ είχε δαμάσει το φόβο του. Ο Ραντ ένιωθε το στομάχι του δεμένο κόμπο.

Οι διάδρομοι κάτω από το οχυρό ήταν σιωπηλοί, αχνοφωτισμένοι από τους πυρσούς που τρεμόπαιζαν σε αραιά διαστήματα στους τοίχους. Βράδυνε το βήμα όταν πλησίασε τα μπουντρούμια και προχώρησε όσο πιο ήσυχα μπορούσε στις μύτες των ποδιών του. Ο ξυστός ήχος που έβγαζαν οι μπότες του πάνω στη γυμνή πέτρα έμοιαζε να γεμίζει τα αυτιά του. Η πόρτα των μπουντρουμιών στεκόταν μισάνοιχτη, ίσα με μια χαραμάδα. Θα ’πρεπε να είναι κλειστή και αμπαρωμένη.

Κοιτάζοντας την πόρτα, προσπάθησε να ξεροκαταπιεί και δεν τα κατάφερε. Άνοιξε το στόμα για να φωνάξει, έπειτα το ξανάκλεισε γρήγορα. Αν η Εγκουέν ήταν εκεί και κινδύνευε, η κραυγή του απλώς θα προειδοποιούσε αυτόν που την απειλούσε. Ό,τι κι αν συνέβαινε. Πήρε μια βαθιά ανάσα, και ετοιμάστηκε.

Με μια κίνηση άνοιξε διάπλατα την πόρτα, σπρώχνοντας την με το θηκάρι που κρατούσε στο αριστερό χέρι, και όρμηξε στο μπουντρούμι, έσκυψε τον ώμο του για να κυλιστεί στα άχυρα που κάλυπταν το πάτωμα και ξαναστάθηκε όρθιος, στρίβοντας δεξιά κι αριστερά τόσο γρήγορα, που δεν πρόλαβε να δει καθαρά την αίθουσα, ψάχνοντας απελπισμένα να δει αν υπήρχε κάποιος που ίσως του επιτιθόταν, ψάχνοντας για την Εγκουέν. Δεν ήταν κανείς εκεί.

Το βλέμμα του έπεσε στο τραπέζι, και ο Ραντ σταμάτησε επιτόπου, με την ανάσα, ακόμα και τη σκέψη, παγωμένες. Δεξιά κι αριστερά της λάμπας, η οποία έκαιγε ακόμα, σαν να την πλαισίωναν, βρίσκονταν τα κεφάλια των φρουρών μέσα σε δυο λίμνες αίματος. Τα μάτια τους τον κοίταζαν, ορθάνοιχτα από φόβο, και τα στόματά τους έχασκαν σε μια τελευταία κραυγή, που δεν μπορούσε να ακούσει κανείς. Ο Ραντ ένιωσε αναγούλα και διπλώθηκε στα δύο· το στομάχι του σφίχτηκε και ξανασφίχτηκε, καθώς έκανε εμετό στα άχυρα. Στο τέλος κατόρθωσε να σηκωθεί όρθιος, σκουπίζοντας το στόμα με το μανίκι· το λαιμό του τον ένιωθε γδαρμένο.

Σιγά-σιγά είδε και το υπόλοιπο δωμάτιο, το οποίο είχε δει χωρίς να το προσέξει, καθώς έψαχνε βιαστικά για κάποια απειλή. Ματωμένοι κόμποι σάρκας ήταν σπαρμένοι στα άχυρα. Δεν υπήρχε τίποτα που να του μοιάζει ανθρώπινο, με εξαίρεση τα δύο κεφάλια. Μερικά από τα κομμάτια έμοιαζαν μασημένα. Να λοιπόν τι έπαθαν τα σώματά τους. Τον ξάφνιασε η αταραξία των σκέψεων του, σχεδόν σαν να είχε πετύχει το κενό δίχως να προσπαθήσει. Κατάλαβε αόριστα πως έφταιγε το σοκ.

Δεν αναγνώριζε κανένα κεφάλι· οι φρουροί είχαν αλλάξει από την προηγούμενη φορά που είχε κατέβει. Χάρηκε γι’ αυτό. Θα ήταν χειρότερα, αν ήξερε ποιοι ήταν, ακόμα κι αν ήταν ο Τσάνγκου. Το αίμα είχε βάψει και τους τοίχους, αλλά εκεί σχημάτιζε βιαστικά γράμματα, απομονωμένες λέξεις και φράσεις παντού τριγύρω. Μερικές ήταν απότομες και γεμάτες γωνίες, σε μια γλώσσα την οποία δεν ήξερε, αν και αναγνώριζε τη γραφή των Τρόλοκ. Άλλες μπορούσε να τις διαβάσει, κι ευχήθηκε να μην το είχε κάνει. Βλασφημίες και χυδαιολογείς, τόσο ελεεινές, που θα έκαναν και σταβλίτη ή φύλακα εμπόρου να χλομιάσουν.

«Εγκουέν». Η γαλήνη χάθηκε. Έχωσε το θηκάρι μέσα από τη ζώνη του, άρπαζε τη λάμπα από το τραπέζι, σχεδόν χωρίς να προσέξει κι κεφάλια που κύλησαν. «Εγκουέν! Πού είσαι;»

Ξεκίνησε για την εσωτερική πόρτα, έκανε δύο βήματα, και σταμάτησε, κοιτάζοντας. Οι λέξεις στην πόρτα, σκούρες λέξεις, που άστραφταν υγρές στο φως της λάμπας, ήταν ξεκάθαρες.

ΘΑ ΞΑΝΑΝΤΑΜΩΣΟΥΜΕ ΣΤΟ ΤΟΜΑΝ ΧΕΝΤ

ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ, ΑΛ’ΘΟΡ

Το σπαθί έπεσε από το χέρι του, που ξαφνικά είχε μουδιάσει. Χωρίς να τραβήξει το βλέμμα από την πόρτα, έσκυψε να το πιάσει. Αντί γι’ αυτό, άρπαξε μια χούφτα άχυρα και άρχισε να τρίβει με μανία τις λέξεις στην πόρτα. Λαχανιάζοντας, συνέχισε να τρίβει, ώσπου όλα ήταν μια ματωμένη μουτζούρα, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει.

«Τι κάνεις;»

Ακούγοντας την έντονη φωνή πίσω του, στριφογύρισε, σκύβοντας για να πιάσει το σπαθί του.

Μια γυναίκα στεκόταν στην εξωτερική πόρτα, με το κορμί κορδωμένο από οργή. Τα μαλλιά της χρύσιζαν, πλεγμένα σε καμιά δεκαριά κοτσίδες ή περισσότερες, αλλά τα μάτια της ήταν μαύρα και φλογερά. Δεν φαινόταν να είναι μεγαλύτερη του, κι ήταν όμορφη, παρά το μουτρωμένο ύφος, αλλά το στόμα της ήταν σφιγμένο, με τρόπο που του Ραντ δεν του καλοφάνηκε καθόλου. Έπειτα είδε το σάλι, το οποίο είχε τυλίξει σφιχτά γύρω της, με τα μακριά, κόκκινα κρόσσια.

Άες Σεντάι. Και, Φως μου βοήθησε με, είναι του Κόκκινου Άτζα. —Να... Απλώς... Είναι βρωμερό αυτό το πράγμα. Ρυπαρό».

«Τα πάντα πρέπει να μείνουν όπως ήταν για να τα εξετάσουμε. Τίποτα μην αγγίξεις». Έκανε ένα βήμα μπρος, κοιτάζοντάς τον, κι εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω. «Ναι. Ναι, καλά μου φάνηκε. Ένας από κείνους με τη Μουαραίν. Τι σχέση έχεις μ’ όλα αυτά;» Η χειρονομία της συμπεριέλαβε τα κεφάλια στο τραπέζι και τη ματωμένη γραφή στους τοίχους.

Για λίγο έμεινε κοιτάζοντάς τη γουρλωμένος. «Εγώ; Τίποτα! Κατέβηκα εδώ για να βρω την... Εγκουέν!»

Γύρισε για να ανοίξει την εσωτερική πόρτα, και η Άες Σεντάι φώναξε, «Όχι! Θα μου απαντήσεις!»

Ξαφνικά ένιωσε ότι μόλις που κατόρθωνε να σταθεί όρθιος, να κρατήσει τη λάμπα και το σπαθί του. Μια παγωνιά τον έσφιγγε απ’ όλες τις μεριές. Ένιωθε το κεφάλι του σαν να το είχε πιάσει μια παγωμένη λαβίδα· η πίεση στο στήθος του ήταν τέτοια που με δυσκολία κατάφερνε να ανασάνει.

«Απάντησε μου, μικρέ. Πες μου το όνομά σου!»

Άθελά του γρύλισε, προσπαθώντας να ανασάνει κόντρα στο ψύχος, που έμοιαζε να πιέζει το πρόσωπό του πάνω στο κρανίο του, πιέζοντας το στήθος του σαν παγωμένα σιδερένια δεσμά. Έσφιξε τα δόντια του για να μην αφήσει τον ήχο να βγει. Με πόνο, γύρισε τα μάτια του για να την αγριοκοιτάξει μέσα από ένα πέπλο δακρίων. Το Φως να σε κάψει, Άες Σεντάι. Δεν θα πω λέξη, που να πάρει η Σκιά!

«Απάντησέ μου, μικρέ. Τώρα!»

Παγωμένες βελόνες τρύπησαν το μυαλό του με αγωνία, χώθηκαν στα κόκαλά του. Το κενό σχηματίστηκε μέσα του, πριν συνειδητοποιήσει καν ότι το είχε σκεφτεί, αλλά δεν μπορούσε να διώξει τον πόνο. Ένιωσε αόριστα φως και ζέστη κάπου μακριά. Τρεμόσβηνε ξεψυχισμένο, αλλά το φως ήταν ζεστό, κι ο ίδιος κρύωνε. Ήταν μακρινό και άπιαστο, αλλά, με κάποιον τρόπο, τόσο κοντά στα χέρια του. Φως μου, τόση παγωνιά. Πρέπει να φτάσω... τι; Με σκοτώνει. Πρέπει να το φτάσω, αλλιώς δα με σκοτώσει. Πλησίασε απεγνωσμένα το φως.

«Τι συμβαίνει εδώ;»

Ξαφνικά η παγωνιά και η πίεση και οι βελόνες χάθηκαν. Τα γόνατά του λύγισαν, αλλά τα ανάγκασε να κρατήσουν. Δεν θα έπεφτε στα γόνατα· δεν θα της έδινε αυτή την ικανοποίηση. Και το κενό, επίσης, είχε χαθεί, όσο ξαφνικά είχε έρθει. Στ’ αλήθεια προσπαθούσε να με σκοτώσει. Σήκωσε το κεφάλι, λαχανιασμένος. Στην είσοδο στεκόταν η Μουαραίν.

«Ρώτησα τι συμβαίνει εδώ, Λίαντριν», είπε.

«Βρήκα εδώ αυτό το αγόρι», απάντησε ήρεμα η Κόκκινη Άες Σεντάι. «Οι φρουροί δολοφονήθηκαν κι αυτός είναι εδώ. Ένας από τους δικούς σου. Επίσης, χι κάνεις εσύ εδώ, Μουαραίν; Η μάχη είναι πάνω, όχι εδώ».

«Θα μπορούσα να ρωτήσω και σένα το ίδιο, Λίαντριν». Η Μουαραίν κοίταξε ολόγυρα στο δωμάτιο, σφίγγοντας ελαφρά μόνο το στόμα της όταν είδε το σφαγείο. «Εσύ, τι κάνεις εδώ;»

Ο Ραντ στράφηκε μακριά τους, τράβηξε αδέξια τους σύριες της εσωτερικής πόρτας και την άνοιξε. «Η Εγκουέν ήρθε εδώ», ανακοίνωσε για όποιον ήθελε να ακούσει, και μπήκε μέσα, κρατώντας ψηλά τη λάμπα. Τα γόνατά του ήθελαν να λυγίσουν· δεν ήξερε πώς κατάφερνε και στεκόταν όρθιος, μόνο ότι έπρεπε να βρει την Εγκουέν. «Εγκουέν!»

Ένας κούφιος ρόγχος κι ένας σφαδαγμός ακούστηκαν από κι δεξιά του, και ο Ραντ πλησίασε εκεί τη λάμπα. Ο φυλακισμένος με το καλό παλιό ήταν σωριασμένος πάνω στη σιδερένια γρίλια του κελιού του, με τη ζώνη να κάνει μια κουλούρα γύρω από τα κάγκελο και ύστερα άλλη μια γύρω από το λαιμό του. Καθώς τον κοίταζε ο Ραντ, τινάχτηκε μια τελευταία φορά, ξύνοντας το γεμάτο άχυρα πάτωμα, και έμεινε ασάλευτος, με τη γλώσσα και τα μάτια να φουσκώνουν σε ένα πρόσωπο που είχε γίνει σχεδόν μαύρο. Τα γόνατά του σχεδόν άγγιζαν το πάτωμα· θα μπορούσε να είχε σηκωθεί όποτε ήθελε.

Ο Ραντ, τρέμοντας, κοίταξε το διπλανό κελί. Ο μεγαλόσωμος άνδρας με τις βουλιαγμένες αρθρώσεις ήταν ζαρωμένος στο βάθος του κελιού του, με μάτια ανοιγμένα διάπλατα όσο πήγαιναν. Βλέποντας τον Ραντ, τσίριξε και στριφογύρισε, ξύνοντας λυσσασμένα τον πέτρινο τοίχο.

«Δεν θα σε πειράξω», φώναξε ο Ραντ. Ο άνδρας συνέχισε να ουρλιάζει και να σκάβει. Τα χέρια του ήταν ματωμένα, και με κινήσεις πάνω-κάτω περνούσαν διαρκώς από τις ίδιες σκούρες, πηχτές κηλίδες. Δεν ήταν η πρώτη του προσπάθεια να σκάψει την πείρα με τα γυμνά του χέρια.

Ο Ραντ γύρισε από την άλλη, νιώθοντας ανακούφιση που το στομάχι του ήταν ήδη άδειο. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτούς. «Εγκουέν!»

Το φως της λάμπας τελικά έφτασε ως το τέλος των κελιών. Η πόρτα του κελιού του Φάιν ήταν ανοιχτή, και το κελί ήταν άδειο, αλλά οι δύο μορφές στην πέτρα μπροστά στο κελί έκαναν τον Ραντ να πηδήξει μπροστά και να γονατίσει ανάμεσά τους.

Η Εγκουέν και ο Ματ κείτονταν με τα μέλη απλωμένα χαλαρά, αναίσθητοι... ή νεκροί. Τον πλημμύρισε ανακούφιση όταν είδε τα στήθη τους να υψώνονται και να χαμηλώνουν. Δεν φαίνονταν να έχουν ούτε σημάδι πάνω τους.

«Εγκουέν; Ματ;» Ακούμπησε κάτω το σπαθί και κούνησε απαλά την Εγκουέν. «Εγκουέν;» Εκείνη δεν άνοιξε τα μάτια. «Μουαραίν! Η Εγκουέν είναι πληγωμένη! Και ο Ματ!» Ο Ματ ακουγόταν ν’ ανασαίνει με κόπο και το πρόσωπό του ήταν νεκρικά χλωμό. Του Ραντ του ήρθε να βάλει τα κλάματα. Εμένα έπρεπε να βλάψει. Εγώ ονομάτισα τον Σκοτεινό. Εγώ!

«Μην τους κουνήσεις». Η Μουαραίν δεν φαινόταν ταραγμένη, ούτε καν έκπληκτη.

Ο θάλαμος ξαφνικά πλημμύρισε φως με την είσοδο των δύο Άες Σεντάι. Κάθε μια κρατούσε μια λαμπρή σφαίρα από ψυχρό φως, που έπλεε στον αέρα λίγο πάνω από την παλάμη της.

Η Λίαντριν προχώρησε με σταθερά βήματα στη μέση του φαρδιού διαδρόμου, κρατώντας μ’ ένα χέρι το φουστάνι ψηλά για να μην αγγίζει τα άχυρα, αλλά η Μουαραίν στάθηκε για να κοιτάξει τους άλλους δύο φυλακισμένους πριν συνεχίσει. «Για τον έναν δεν γίνεται τίποτα», είπε, «και ο άλλος μπορεί να περιμένει».

Η Λίαντριν έφτασε πρώτη τον Ραντ και μισόσκυψε πάνω από την Εγκουέν, αλλά η Μουαραίν όρμηξε μπροστά της και ακούμπησε το ελεύθερο χέρι της στο κεφάλι της Εγκουέν. Η Λίαντριν σηκώθηκε κάνοντας μια γκριμάτσα.

«Δεν είναι βαριά πληγωμένη», είπε η Μουαραίν μετά από μια στιγμή. «Χτυπήθηκε εδώ». Έδειξε μια περιοχή στο πλάι του κεφαλισα της Εγκουέν, που της σκέπαζαν τα μαλλιά της· ο Ραντ δεν έβλεπε τίποτα διαφορετικό εκεί. «Είναι το μόνο τραύμα της. Θα συνέλθει».

Ο Ραντ κοίταξε πρώτα τη μια Άες Σεντάι και μετά την άλλη. «Και ο Ματ;» Η Λίαντριν του έριξε μια ματιά υψώνοντας ένα φρύδι και γύρισε για να δει τη Μουαραίν με ειρωνικό ύφος.

«Κάνε ησυχία», είπε η Μουαραίν. Με τα δάχτυλά της ακόμα στην περιοχή που είχε πει ότι ήταν το τραύμα της Εγκουέν, έκλεισε τα μάτια. Η Εγκουέν μουρμούρισε και σάλεψε, έπειτα έμεινε ακίνητη.

«Είναι...;»

«Κοιμάται, Ραντ. Θα γίνει καλά, αλλά πρέπει να κοιμηθεί». Η Μουαραίν στράφηκε προς τον Ματ, αλλά μόνο τον άγγιζε για μια στιγμή και αποτραβήχτηκε. «Αυτό είναι πιο σοβαρό», είπε με απαλή φωνή. Του άνοιξε το παλτό, έψαξε στη μέση του και έκανε έναν θυμωμένο ήχο. «Λείπει το εγχειρίδιο».

«Ποιο εγχειρίδιο;» ρώτησε η Λίαντριν,

Ξαφνικά ακούστηκαν φωνές από το εξωτερικό δωμάτιο, άνδρες που αναφωνούσαν με αηδία και θυμό.

«Εδώ πέρα», φώναξε η Μουαραίν. «Φέρτε δύο φορεία. Γρήγορα». Κάποιος απ’ έξω φώναξε για τα φορεία.

«Ο Φάιν το έσκασε», είπε ο Ραντ.

Οι δύο Άες Σεντάι τον κοίταξαν. Λεν μπορούσε να καταλάβει την έκφρασή τους. Τα μάτια τους λαμπύριζαν στο φως.

«Το βλέπω», είπε η Μουαραίν με άτονη φωνή.

«Της είπα να μην έρθει. Της είπα ότι ήταν επικίνδυνος».

«Όταν ήρθα», είπε η Λίαντριν με παγερή φωνή, «κατέστρεφε κάτι που ήταν γραμμένο στον εξωτερικό θάλαμο».

Ο Ραντ κούνησε τα πόδια αμήχανα. Τώρα τα μάτια των Άες Σεντάι έμοιαζαν. Τον μετρούσαν και τον ζύγιζαν, ψυχρά και τρομερά.

«Ήταν — ήταν βρωμιές», είπε. «Μόνο βρωμιές». Τον κοίταζαν ακόμα, χωρίς να μιλούν. «Λεν πιστεύετε ότι εγώ θα... Μουαραίν, δεν μπορεί να πιστεύεις ότι εγώ θα είχα καμιά σχέση με — με ό,τι έγινε εκεί έξω». Φως μου, μήπως είχα; Ονομάτισα τον Σκοτεινό.

Εκείνη δεν του απάντησε, και ο Ραντ ένιωσε μια κρυάδα, την οποία δεν την απάλυναν οι άνδρες που μπήκαν μέσα με δαυλούς και λάμπες. Η Μουαραίν και η Λίαντριν άφησαν τις λαμπερές μπάλες να σβήσουν. Οι λάμπες και οι δαυλοί δεν έδιναν τόσο φως· σκιές φύτρωσαν στα βάθη των κελιών. Άνδρες με φορεία έτρεξαν στις μορφές που ήταν ξαπλωμένες στο πάτωμα. Τους οδηγούσε ο Ίνγκταρ. Ο κότσος του σχεδόν έτρεμε από θυμό και το πρόσωπό του έδειχνε ότι ήθελε να βρει κάτι για να τραβήξει το σπαθί του.

«Κι ο Σκοτεινόφιλος χάθηκε, λοιπόν», μούγκρισε. «Ε, είναι το μικρότερο κακό απ’ όσα έγιναν απόψε».

«Το μικρότερο, ακόμα κι εδώ», είπε κοφτά η Μουαραίν. Έδωσε οδηγίες στους άνδρες που έβαζαν την Εγκουέν και τον Ματ στα φορεία. «Θα πάτε την κοπέλα στο δωμάτιό της. Χρειάζεται μια γυναίκα για να την προσέχει, σε περίπτωση που ξυπνήσει τη νύχτα. Μπορεί να είναι τρομαγμένη, τώρα όμως πάνω απ’ όλα χρειάζεται ύπνο. Το αγόρι...» Άγγιξε τον Ματ, καθώς δύο άνδρες σήκωναν το φορείο του, και τράβηξε γοργά το χέρι της. «Πηγαίνετε τον στους θαλάμους της Έδρας της Άμερλιν. Βρείτε την Άμερλιν, όπου κι αν είναι, και πείτε της ότι το αγόρι είναι εκεί. Πείτε της ότι το όνομά του είναι Μάτριμ Κώθον. Θα πάω εκεί μόλις μπορέσω».

«Στην Άμερλιν!» Αναφώνησε η Λίαντριν. «Θέλεις να κάνεις την Άμερλιν Θεραπεύτρια για το — για το ζωάκι σου; Είσαι τρελή, Μουαραίν».

«Η Έδρα της Άμερλιν», είπε ήρεμα η Μουαραίν, «δεν συμμερίζεται τις προκαταλήψεις του Κόκκινου Άτζα σου, Λίαντριν. Θα Θεραπεύσει έναν άνδρα χωρίς να έχει ιδιαίτερο σκοπό γι’ αυτόν. Πηγαίνετε», είπε στους τραυματιοφορείς.

Η Λίαντριν τους παρακολούθησε να φεύγουν, τη Μουαραίν και τους άνδρες που μετέφεραν τον Ματ και την Εγκουέν, και μετά γύρισε για να κοιτάξει τον Ραντ. Αυτός προσπάθησε να την αγνοήσει. Με επιμέλεια, θηκάρωσε το σπαθί του και τίναζε τα άχυρα που είχαν κολλήσει στο πουκάμισο και το παντελόνι του. Όταν όμως σήκωσε πάλι το κεφάλι, η Άες Σεντάι τον μελετούσε ακόμα, με πρόσωπο ανέκφραστο σαν πάγος. Χωρίς να ανοίξει το στόμα της, γύρισε και περιεργάστηκε σκεφτικά τους άλλους άνδρες. Ένας ανασήκωνε το σώμα του κρεμασμένου, ενώ ο άλλος πάσχιζε να λύσει τη ζώνη. Ο Ίνγκταρ και οι υπόλοιποι περίμεναν με έκφραση σεβασμού. Έριξε μια τελευταία ματιά στον Ραντ και έφυγε, με το κεφάλι ψηλά σαν βασίλισσα.

«Σκληρή γυναίκα», μουρμούρισε ο Ίνγκταρ, και φάνηκε να ξαφνιάζεται που είχε μιλήσει. «Τι έγινε εδώ, Ραντ αλ’Θορ;»

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω τίποτα, μόνο ότι ο Φάιν κατάφερε με κάποιον τρόπο να δραπετεύσει. Και φεύγοντας τραυμάτισε την Εγκουέν και τον Ματ. Είδα την αίθουσα των φρουρών» —ένιωσε ανατριχίλα— «αλλά εδώ μέσα... Ό,τι κι αν ήταν, Ίνγκταρ, τρόμαξε αυτόν τον άνθρωπο τόσο πολύ, που κρεμάστηκε μόνος του. Νομίζω ότι ο άλλος τρελάθηκε, όταν το είδε».

«Όλοι τρελαθήκαμε απόψε».

«Ο Ξέθωρος... τον σκότωσες;»

«Όχι!» Ο Ίνγκταρ βρόντηξε το σπαθί στη θήκη του· η λαβή πρόβαλλε πάνω από τον δεξί του ώμο. Φαινόταν την ίδια στιγμή ντροπιασμένος και θυμωμένος. «Τώρα πια έχει φύγει από το οχυρό, μαζί με ό,τι άλλο δεν μπορέσαμε να σκοτώσουμε».

«Τουλάχιστον είσαι ζωντανός, Ίνγκταρ. Αυτός ο Ξέθωρος σκότωσε επτά άνδρες!»

«Ζωντανός; Είναι τόσο σημαντικό;» Ο Ίνγκταρ άλλαξε απότομα έκφραση και αντί για Θυμό φάνηκε κουρασμένος και γεμάτος πόνο. «Το είχαμε στα χέρια μας. Στα χέρια μας! Και το χάσαμε, Ραντ. Το χάσαμε!» Έμοιαζε να μην πιστεύει αυτά που έλεγε.

«Τι χάθηκε;» ρώτησε ο Ραντ.

«Το Κέρας! Το Κέρας του Βαλίρ. Εξαφανίστηκε, μαζί με το κιβώτιο και τα λοιπά».

«Μα ήταν στο θησαυροφυλάκιο».

«Λεηλάτησαν το θησαυροφυλάκιο», είπε ο Ίνγκταρ κουρασμένη, «Λεν πήραν πολλά, με εξαίρεση το Κέρας. Ό,τι μπόρεσαν να χώσουν στις τσέπες τους. Μακάρι να είχαν πάρει τα πάντα και να το άφηναν αυτό. Σκότωσαν τον Ρόναν και τους σκοπούς που φύλαγαν το θησαυροφυλάκιο». Η φωνή του κάλμαρε. «Όταν ήμουν μικρό παιδί, ο Ρόναν είχε κρατήσει τον Πύργο Τζεχάαν με είκοσι άνδρες ενάντια σε χίλιους Τρόλοκ. Δεν έπεσε έτσι εύκολα όμως. Ο γέρος είχε αίμα στο μαχαίρι του. Τι άλλο να ζητήσεις». Έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή. «Πέρασαν από την Πύλη των Σκυλιών, και βγήκαν πάλι από κει. Φάγαμε πενήντα ή παραπάνω, μα ξέφυγαν πολλοί. Τρόλοκ! Ποτέ άλλοτε δεν είχαμε Τρόλοκ μέσα στο οχυρό. Ποτέ!»

«Πώς μπορεί να μπήκαν από την Πύλη των Σκυλιών, Ίνγκταρ; Εκεί ένας άνδρας μόνος μπορεί να σταματήσει εκατό. Και όλες οι πύλες ήταν αμπαρωμένες». Κούνησε τα πόδια ανήσυχα, καθώς θυμόταν το λόγο. «Οι σκοποί δεν θα άνοιγαν για να μπει κανένας».

«Τους είχαν κόψει το λαιμό», είπε ο Ίνγκταρ. «Καλοί άνθρωποι και οι δυο, όμως τους έσφαξαν σαν πρόβατα. Έγινε από μέσα. Κάποιος τους σκότωσε, ύστερα άνοιξε την πύλη. Κάποιος που μπορούσε να τους πλησιάσει χωρίς να τον υποψιαστούν. Κάποιος που τον ήξεραν».

Ο Ραντ κοίταξε το άδειο κελί του Πάνταν Φάιν. «Μα αυτό σημαίνει...»

«Ναι. Υπάρχουν Σκοτεινόφιλοι μέσα στο Φαλ Ντάρα. Ή υπήρχαν. Σύντομα θα μάθουμε, αν είναι έτσι. Ο Κάτζιν ψάχνει να δει αν κάποιος λείπει. Μα την Ειρήνη! Προδοσία στο οχυρό Φαλ Ντάρα!» Κοίταξε βλοσυρά τριγύρω στο μπουντρούμι, τους άνδρες που τον περίμεναν. Όλοι είχαν σπαθιά, φορεμένα πάνω από γιορτινά ρούχα, μερικοί και κράνη. «Άδικα στεκόμαστε εδώ. Έξω! Όλοι!» Ο Ραντ βγήκε μαζί τους. Ο Ίνγκταρ χτύπησε με το δάχτυλο το δερμάτινο γιλέκο του Ραντ. «Τι ’ναι αυτό; Αποφάσισες να γίνεις σταβλίτης;»

«Είναι μεγάλη ιστορία», είπε ο Ραντ. «Δεν μπορώ να στην πω εδώ. Ίσως άλλη φορά». Ίσως ποτέ, αν είμαι τυχερός. Ίσως μέσα στην αναμπουμπούλα καταφέρω να το σκάσω. Όχι, δεν μπορώ. Πρώτα να δω αν η Εγκουέν είναι καλά. Και ο Ματ. Φως μου, τι θα πάθει χωρίς το εγχειρίδιο; «Φαντάζομαι ότι ο Άρχοντας Άγκελμαρ διπλασίασε τους σκοπούς στις πύλες».

«Τους τριπλασίασε», είπε ο Ίνγκταρ με ικανοποιημένο ύφος. «Κανένας δεν θα περάσει απ’ αυτές τις πύλες, είτε για να μπει είτε για να βγει. Μόλις ο Άρχοντας Άγκελμαρ άκουσε τι είχε γίνει, διέταξε να μην επιτραπεί η έξοδος κανενός από το οχυρό χωρίς την προσωπική του άδεια».

Μόλις άκουσε...; «Ίνγκταρ, τι είχε γίνει πριν; Τι έγινε η προηγούμενη διαταγή να μείνουν όλοι μέσα;»

«Προηγούμενη διαταγή; Ποια προηγούμενη διαταγή; Ραντ, το οχυρό έκλεισε μόνο όταν ο Άρχοντας Άγκελμαρ έμαθε τα νέα. Κάποιος σου τα είπε λάθος».

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι αργά. Ούτε ο Ράγκαν ούτε ο Τέμα θα το έβγαζαν από το μυαλό τους. Και ακόμα και αν είχε δώσει τη διαταγή η Έδρα της Άμερλιν, ο Ίνγκταρ θα το ήξερε. Ποιος λοιπόν; Και πώς; Κοίταξε με την άκρη του ματιού τον Ίνγκταρ, κι αναρωτήθηκε αν ο Σιναρανός έλεγε ψέματα. Στ’ αλήθεια τρελάθηκες, αν υποψιάζεσαι τον Ίνγκταρ.

Τώρα περνούσαν από το δωμάτιο των φυλάκων του μπουντρουμιού. Κάποιοι είχαν πάρει τα κομμένα κεφάλια και τα μέλη των φρουρών και υπήρχαν ακόμα κόκκινες κηλίδες στο τραπέζι και υγρά σημεία στα άχυρα που έδειχναν τις θέσεις τους. Εκεί υπήρχαν δύο Άες Σεντάι, γυναίκες με πράο παρουσιαστικό και καφέ κρόσσια στο σάλι, οι οποίες μελετούσαν τις λέξεις που ήταν βιαστικά γραμμένες στους τοίχους, χωρίς να νοιάζονται για τα φουστάνια τους που σκούπιζαν το πάτωμα. Και οι δύο είχαν από ένα μελανοδοχείο σε θήκη με σύνεργα γραφής που κρεμόταν από τη μέση τους και κρατούσαν σημειώσεις με πένα σε σημειωματάρια. Ούτε που κοίταξαν το στρατό που πέρασε από δίπλα τους.

«Κοίτα εδώ, Βέριν», είπε η μια τους, δείχνοντας ένα σημείο της πέτρας που ήταν γεμάτο γραμμές στη γραφή των Τρόλοκ. «Αυτό φαίνεται ενδιαφέρον».

Η άλλη πλησίασε βιαστικά, γεμίζοντας το φόρεμά της κόκκινους λεκέδες. «Ναι, καταλαβαίνω. Πολύ καλύτερος γραφικός χαρακτήρας από τα άλλα. Δεν είναι Τρόλοκ. Πολύ ενδιαφέρον». Άρχισε να γράφει στο σημειωματάριο της, σηκώνοντας κάδε τόσο το κεφάλι για να διαβάσει τα γωνιώδη γράμματα στον τοίχο.

Ο Ραντ απομακρύνθηκε βιαστικά. Ακόμα κι αν οι γυναίκες δεν ήταν Άες Σεντάι, δεν θα ήθελε να είναι στο ίδιο δωμάτιο με κάποιον που έβρισκε ότι το να διαβάζει Τρολοκική γραφή γραμμένη σε τοίχους με ανθρώπινο αίμα ήταν «ενδιαφέρον».

Ο Ίνγκταρ και οι άνδρες του προχωρούσαν μπροστά, πηγαίνοντας στις δουλειές τους. Ο Ραντ βράδυνε το βήμα κι αναρωτήθηκε πού μπορούσε να πάει τώρα. Δεν θα ήταν εύκολο να ξαναμπεί στα διαμερίσματα των γυναικών χωρίς τη βοήθεια της Εγκουέν. Φως μου, μακάρι να γίνει καλά. Η Μουαραίν είπε ότι θα γίνει καλά.

Ο Λαν τον βρήκε πριν φτάσει στην πρώτη σκάλα που έβγαζε από τα μπουντρούμια. «Αν θες, βοσκέ, μπορείς να ξαναγυρίσεις στο δωμάτιο σου. Η Μουαραίν έβαλε να πάρουν τα πράγματά σου από το δωμάτιο της Εγκουέν και να τα πάνε στο δικό σου».

«Πού ήξερε...;»

«Η Μουαραίν ξέρει πολλά πράγματα, βοσκέ. Ακόμα δεν το κατάλαβες; Πρόσεχε τι κάνεις. Όλες οι γυναίκες μιλάνε για σένα, έτσι που έτρεχες στους διαδρόμους κραδαίνοντας το σπαθί σου. Κοίταξες αυθάδικα την Άμερλιν, έτσι λένε».

«Φως μου! Λυπάμαι που θύμωσαν, Λαν, αλλά ήμουν προσκαλεσμένος εκεί. Και όταν άκουσα το συναγερμό... που να καώ, η Εγκουέν ήταν εδώ κάτω!»

Ο Λαν σούφρωσε τα χείλη σκεφτικά· ήταν η μόνη έκφραση στο πρόσωπό του. «Α, δεν είναι Θυμωμένες, όχι ακριβώς. Αν και οι πιο πολλές νομίζουν ότι σου χρειάζεται ένα δυνατό χέρι για να σε βάλει σε μια τάξη. Συνεπαρμένες, αυτό είναι πιο σωστό. Ακόμα και η Αρχόντισσα Αμαλίζα όλο ρωτά και ξαναρωτά για σένα. Μερικές από τις γυναίκες άρχισαν να πιστεύουν αυτά που λένε οι υπηρέτες. Νομίζουν ότι είσαι μεταμφιεσμένος πρίγκιπας, βοσκέ. Καβάλου άσχημο αυτό. Υπάρχει μια παλιά παροιμία εδώ στις Μεθόριες: ‘Καλύτερα να έχεις μια γυναίκα στο πλευρό σου παρά δέκα άνδρες’ Έτσι που μιλάνε μεταξύ τους, μάλλον προσπαθούν να αποφασίσουν ποιανής η κόρη είναι αρκετά δυνατή για να σε φέρει βόλτα. Αν δεν φυλάγεσαι, βοσκέ, θα βρεθείς παντρεμένος και μέλος Σιναρανού Οίκου πριν καταλάβεις τι έπαθες». Ξαφνικά έβαλε τα γέλια· φαινόταν παράξενο, ήταν σαν βράχος που γελά. «Τρέχεις στους διαδρόμους του γυναικωνίτη νυχτιάτικα, φορώντας γιλέκο εργάτη και ανεμίζοντας σπαθί. Και να μη σε μαστιγώσουν, χρόνια ολόκληρα θα λένε για σένα. Ποτέ δεν είδαν άνδρα αλλόκοτο σαν και σένα. Όποια και να ’ναι η γυναίκα που θα σου διαλέξουν, μάλλον θα σε κάνει αρχηγό δικού σου Οίκου μέσα σε δέκα χρόνια, και μάλιστα θα σε πείσει ότι το κατάφερες μόνος σου. Πολύ κρίμα που πρέπει να φύγεις».

Ο Ραντ κοίταζε τον Πρόμαχο χάσκοντας, αλλά τώρα μούγκρισε, «Προσπάθησα. Οι πύλες φρουρούνται και κανένας δεν μπορεί να φύγει. Προσπάθησα όσο ήταν ακόμα μέρα. Δεν μπορούσα ούτε τον Κοκκινοτρίχη να πάρω από το στάβλο».

«Δεν έχει σημασία τώρα. Η Μουαραίν με έστειλε να σου το πω. Μπορείς να φύγεις όποτε θες. Ακόμα και αυτή τη στιγμή. Η Μουαραίν έβαλε τον Άγκελμαρ να σε εξαιρέσει από τη διαταγή».

«Γιατί τώρα και όχι νωρίτερα; Γιατί δεν μπορούσα να φύγω πριν; Λυτή ήταν που είχε βάλει να αμπαρώσουν τις πύλες; Ο Ίνγκταρ είπε ότι δεν ήξερε να υπάρχει διαταγή που να απαγορεύει την έξοδο πριν από απόψε».

Του φάνηκε πως ο Πρόμαχος φάνηκε ανήσυχος, αλλά εκείνος μετά είπε μονάχα, «Όταν σου χαρίζουν άλογο, βοσκέ, μην παραπονιέσαι αν δεν είναι όσο γρήγορο θέλεις».

«Τι θα γίνει με την Εγκουέν; Και τον Ματ; Είναι πράγματι καλά; Δεν φεύγω χωρίς να ξέρω ότι είναι καλά».

«Η κοπέλα είναι μια χαρά. Θα ξυπνήσει το πρωί, και μάλλον ούτε που θα θυμάται τι έγινε. Έτσι γίνεται, όταν σε χτυπούν στο κεφάλι».

«Ο Ματ;»

«Η επιλογή είναι δική σου, βοσκέ. Μπορείς να φύγεις τώρα, ή την άλλη βδομάδα. Από σένα εξαρτάται». Έφυγε, αφήνοντας τον Ραντ να στέκεται εκεί, στο διάδρομο, βαθιά κάτω από το οχυρό Φαλ Ντάρα.

Загрузка...