48 Η Πρώτη Ανακήρυξη

Η Μιν ανηφόριζε με κόπο το καλντερίμι, ανοίγοντας δρόμο μέσα στο πλήθος των ανθρώπων, που στέκονταν χαζεύοντας με πρόσωπο κατάχλωμο, όσοι απ’ αυτούς δεν τσίριζαν υστερικά. Μερικοί έτρεχαν, δείχνοντας να μην έχουν ιδέα προς τα πού πήγαιναν, αλλά οι περισσότεροι προχωρούσαν σαν κακοπαιγμένες μαριονέτες, που περισσότερο φοβούνταν να φύγουν παρά να μείνουν. Η Μιν κοίταζε τα πρόσωπά τους, ελπίζοντας να βρει την Εγκουέν, ή την Ηλαίην, ή τη Νυνάβε, όμως μονάχα Φαλμινούς έβλεπε μπροστά της. Και υπήρχε κάτι που την τραβούσε, σαν να την είχε δεμένη με κορδόνι.

Κάποια στιγμή γύρισε να δει πίσω. Τα πλοία των Σωντσάν καίγονταν στο λιμάνι, και έβλεπε κι άλλα, που τα τύλιγαν οι φλόγες πέρα από το άνοιγμα του λιμανιού. Πολλά τετράγωνα πανιά φαίνονταν μικρά κόντρα στον ήλιο που έδυε, καθώς σάλπαραν προς τα δυτικά όσο πιο γρήγορα μπορούσαν να φέρουν τον άνεμο οι νταμέην τους, κι ένα μικρό πλοίο έφευγε από την αποβάθρα, στρίβοντας τα πανιά για να πιάσει τον αέρα που θα το έφερνε στην ακτή. Το Αφρόνερο. Δεν κατηγορούσε τον Μπέυλ που δεν περίμενε περισσότερο, μετά απ’ όσα είχαν δει τα μάτια της· της φαινόταν ότι ήταν θαύμα και τόσο που είχε κάτσει να τις περιμένει.

Υπήρχε ένα σκάφος των Σωντσάν στο λιμάνι που δεν καιγόταν, αν και οι πύργοι του ήταν μαυρισμένοι από τις φωτιές που είχαν σβήσει. Καθώς το ψηλό πλοίο προχωρούσε προς την έξοδο του λιμανιού, μια μορφή σε άλογο φάνηκε ξαφνικά να έρχεται, στρίβοντας πίσω από τους γκρεμούς που αγκάλιαζαν την είσοδο του λιμανιού. Καλπάζοντας πάνω στα νερά. Η Μιν έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Το ασήμι λαμπύρισε, καθώς η μορφή σήκωνε το τόξο της· μια ασημένια τροχιά κάρφωσε το τετράγωνο πλοίο, μια λαμπερή γραμμή, που ένωσε τόξο και πλοίο. Μ’ ένα βρυχηθμό, τον οποίο η Μιν μπορούσε ν’ ακούσει ακόμα και απ’ αυτή την απόσταση, η φωτιά τύλιξε πάλι τον μπροστινό πύργο, και οι ναύτες άρχισαν να τρέχουν στο κατάστρωμα.

Η Μιν ανοιγόκλεισε τα μάτια, κι όταν ξανακοίταξε, η έφιππη φιγούρα είχε χαθεί. Το πλοίο ακόμα προχωρούσε αργά προς τον ωκεανό, ενώ το πλήρωμά του πολεμούσε τις φλόγες.

Τινάχτηκε για να ξεζαλιστεί και πήρε πάλι το δρόμο. Είχε δει πολλά εκείνη τη μέρα, κι έτσι κάποιος που κάλπαζε πάνω στα νερά δεν μπορούσε να της αποσπάσει την προσοχή παρά μόνο για μια στιγμή. Ακόμα κι αν πράγματι ήταν η Μπιργκίτε και το τόξο της. Και ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος. Τον είδα. Στ’ αλήθεια.

Σταμάτησε διστακτικά μπροστά σε ένα από τα ψηλά, πέτρινα κτίρια, χωρίς να δίνει σημασία στους αποσβολωμένους ανθρώπους, που την έσπρωχναν για περάσουν. Εκεί, κάπου εκεί μέσα, ήταν το μέρος που έπρεπε πάει. Ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά και άνοιξε την πόρτα με δύναμη.

Κανένας δεν προσπάθησε να την εμποδίσει. Απ’ ό,τι έβλεπε, ήταν μόνη της στο κτίριο. Οι περισσότεροι άνθρωποι του Φάλμε ήταν στους δρόμους και απορούσαν μήπως είχαν τρελαθεί ομαδικά. Διέσχισε το σπίτι, βγήκε στον κήπο πίσω του, και ήταν εκεί.

Ο Ραντ κειτόταν ξαπλωμένος ανάσκελα κάτω από μια βαλανιδιά, με το πρόσωπο ωχρό και τα μάτια κλειστά, ενώ το αριστερό του χέρι κρατούσε μια λαβή που κατέληγε σε μια λεπίδα περίπου τριάντα πόντων, που έμοιαζε να έχει λιώσει στην άκρη της. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε υπερβολικά αργά, κι όχι με τον κανονικό ρυθμό κάποιου που ανασαίνει φυσιολογικά.

Η Μιν ανάσανε βαθιά για να καλμάρει και πήγε να δει τι μπορούσε να κάνει γι’ αυτόν. Πρώτα έπρεπε να ξεφορτωθεί εκείνο το απομεινάρι της λεπίδας· θα έκανε ζημιά στον εαυτό του, ή σ’ αυτήν, αν άρχιζε να σφαδάζει. Του άνοιξε το χέρι, και το πρόσωπο της συσπάστηκε, όταν κατάλαβε τη λαβή να κολλά στην παλάμη του. Αλλά ήταν προφανές ότι δεν έφταιγε αυτό που κειτόταν εκεί αναίσθητος. Πώς το κατάφερε; Η Νυνάβε θα του βάλει αλοιφή μετά.

Εξετάζοντάς τον βιαστικά, είδε ότι τα περισσότερα κοψίματα και οι μελανάδες δεν ήταν καινούργια —ή τουλάχιστον το αίμα είχε χρόνο να ξεραθεί και οι μελανάδες είχαν αρχίσει να κιτρινίζουν στις άκρες· αλλά υπήρχε μια τρύπα από κάψιμο στο πανωφόρι του, στην αριστερή πλευρά. Του άνοιξε το πανωφόρι, τράβηξε το πουκάμισο. Η ανάσα βγήκε σφυριχτή από τα χείλη της. Υπήρχε μια πληγή που είχε κάψει το πλευρό του, αλλά είχε καυτηριαστεί μόνη της. Αυτό που την κλόνισε ήταν η αίσθηση της πληγής. Είχε μια αίσθηση παγωνιάς· έκανε τον αέρα να μοιάζει ζεστός.

Τον έπιασε από τους ώμους και άρχισε να τον σέρνει προς το σπίτι. Εκείνος κρεμόταν ασάλευτος, νεκρό βάρος. «Χοντροκέφαλε», είπε μουγκρίζοντας. «Δεν μπορούσες να είσαι κοντός κι ελαφρύς, ε; Έπρεπε να έχεις ώμους και πόδια. Κακώς δεν σε αφήνω εκεί έξω».

Αλλά ανηφόρισε με κόπο τα σκαλιά, προσέχοντας να μην τον τραντάξει περισσότερο απ’ όσο γινόταν, και τον έβαλε στο σπίτι. Τον ακούμπησε λίγο πιο μέσα από την πόρτα κι έξυσε την πλάτη της, μουρμουρίζοντας για το Σχήμα, και έψαξε το κτίριο στα γρήγορα. Υπήρχε μια μικρή κρεβατοκάμαρα στο πίσω μέρος, που ίσως ήταν δωμάτιο υπηρετών, με ένα κρεβάτι γεμάτο κουβέρτες και ξύλα βαλμένα έτοιμα στο τζάκι. Στο πι και φι άναψε τη φωτιά και κατέβασε τις κουβέρτες, κι έβαλε μια λάμπα στο τραπεζάκι δίπλα στο κρεβάτι. Έπειτα ξαναγύρισε στον Ραντ.

Δεν ήταν εύκολη δουλειά να τον φέρει στο δωμάτιο ή να τον ανεβάσει στο κρεβάτι, μα τα κατάφερε, χωρίς να λαχανιάσει πολύ, και μετά τον σκέπασε. Μετά από μια στιγμή, έχωσε το χέρι της κάτω από τις κουβέρτες· μόρφασε και κούνησε το κεφάλι. Τα σεντόνια ήταν παγωμένα· το κορμί του Ραντ δεν είχε θερμότητα για να τη συγκρατήσουν οι κουβέρτες. Μ’ ένα στεναγμό αγανάκτησης, η Μιν χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα δίπλα του. Μετά από λίγο, ακούμπησε το κεφάλι της στο μπράτσο του. Τα μάτια του ήταν ακόμα κλειστά, η ανάσα του ακανόνιστη, αλλά της φαινόταν πως, αν τον άφηνε για να φέρει τη Νυνάβε, θα τον ξανάβρισκε νεκρό. Χρειάζεται μια Άες Σεντάι, σκέφτηκε. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να του προσφέρω λίγη ζεστασιά.

Περιεργάστηκε το πρόσωπο του για λίγη ώρα. Το μόνο που έβλεπε ήταν το πρόσωπο του· δεν μπορούσε να διαβάσει κάποιον που δεν ήταν σε εγρήγορση. «Μου αρέσουν οι ώριμοι άνδρες», του είπε. «Μου αρέσουν οι μορφωμένοι, οι πνευματώδεις. Δεν μ’ ενδιαφέρουν οι φάρμες, τα πρόβατα, οι βοσκοί. Ειδικά οι νεαροί βοσκοί». Αναστέναζε και τράβηξε τα μαλλιά του, που έπεφταν στο πρόσωπο του· ήταν τόσο απαλά. «Μα, βέβαια, δεν είσαι βοσκός, ε; Δεν είσαι πια βοσκός. Φως μου, τι ήθελε το Σχήμα και με έριζε κοντά σου; Δεν μπορούσα να είμαι κάπου ασφαλής και ήσυχη, ας πούμε ναυαγισμένη χωρίς φαγητό μαζί με δέκα Αελίτες;»

Ακούστηκε ένας ήχος από το διάδρομο, και η Μιν σήκωσε το κεφάλι, καθώς άνοιγε η πόρτα. Εκεί στεκόταν η Εγκουέν, κοιτάζοντάς τους στο φως που έριχνε το τζάκι και η λάμπα. «Α», ήταν το μόνο που είπε.

Τα μάγουλά της Μιν κοκκίνισαν. Γιατί κάνω σαν να ’κανα κάτι κακό; Χαζή! «Τον... τον κρατάω ζεστό. Είναι αναίσθητος και παγωμένος».

Η Εγκουέν δεν μπήκε πιο μέσα στο δωμάτιο. «Τον — τον ένιωσα να με τραβά. Να με χρειάζεται. Το ένιωσε και η Ηλαίην επίσης. Νόμιζα ότι κάτι είχε να κάνει με αυτό — με αυτό που είναι ο Ραντ, αλλά η Νυνάβε δεν ένιωσε τίποτα». Πήρε μια βαθιά, τραχιά ανάσα. «Η Ηλαίην και η Νυνάβε πήγαν να φέρουν τα άλογα. Βρήκαμε την Μπέλα. Οι Σωντσάν άφησαν πίσω τα πιο πολλά άλογά τους. Η Νυνάβε λέει ότι πρέπει να φύγουμε μόλις μπορέσουμε, και — και... Μιν, ξέρεις τι είναι ο Ραντ, τώρα, έτσι δεν είναι;»

«Ξέρω». Η Μιν θέλησε να τραβήξει το χέρι της, που ήταν κάτω από το κεφάλι του Ραντ, αλλά δεν μπορούσε να σαλέψει. «Νομίζω, δηλαδή. Ό,τι κι αν είναι, είναι πληγωμένος. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτόν, μόνο να τον κρατήσω ζεστό. Ίσως μπορώ η Νυνάβε».

«Μιν, ξέρεις... ξέρεις ότι δεν μπορεί να παντρευτεί. Δεν είναι... ασφαλής... για καμία μας, Μιν».

«Να μιλάς μόνο για σένα», είπε η Μιν. Έγειρε το κεφάλι του Ραντ στο στήθος της. «Όπως είχε πει η Ηλαίην. Τον παράτησες για το Λευκό Πύργο. Τι σε νοιάζει αν τον μαζέψω εγώ;»

Η Εγκουέν την κοίταξε γι’ αρκετή ώρα, ή έτσι της φάνηκε. Όχι τον Ραντ, καθόλου, μόνο αυτήν. Ένιωσε το πρόσωπο της να γίνεται κατακόκκινο και θέλησε να τραβήξει το βλέμμα, αλλά δεν μπορούσε.

«Θα φέρω τη Νυνάβε», είπε στο τέλος η Εγκουέν, και βγήκε από το δωμάτιο με το κορμί στητό και το κεφάλι ψηλά.

Η Μιν ήθελε να φωνάξει, να την ακολουθήσει, αλλά κειτόταν εκεί σαν παγωμένη. Δάκρυα σύγχυσης ανάβλυσαν στα μάτια της. Έτσι πρέπει να γίνει. Το ξέρω. Το διάβασα σε όλες. Φως μου, δεν θέλω να ανακατευτώ σ’ όλα αυτά. «Το σφάλμα είναι δικό σου», είπε στην ασάλευτη μορφή του Ραντ. «Όχι, δεν είναι. Αλλά νομίζω πως θα πληρώσεις γι’ αυτό. Είμαστε όλοι πιασμένοι σαν μύγες σε ιστό αράχνης. Αν της έλεγα ότι είναι να έρθει άλλη μια γυναίκα, μια που δεν την ξέρει καν; Και τώρα που το σκέφτομαι, τι άραγε θα ’λεγες εσύ γι’ αυτό, καλέ μου Άρχοντα Βοσκέ; Δεν είσαι καθόλου άσχημος, αλλά... Φως μου, δεν ξέρω καν αν θα διαλέξεις εμένα. Δεν ξέρω αν θέλω να με διαλέξεις. Ή μήπως θα προσπαθήσεις να μας αγκαλιάσεις και τις τρεις; Μπορεί να μην είναι δικό σου το σφάλμα, Ραντ αλ’Θορ, αλλά δεν είναι δίκαιο».

«Όχι ο Ραντ αλ’Θορ», είπε μια μελωδική φωνή από την πόρτα. «Ο Λουζ Θέριν Τέλαμον. Ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας».

Η Μιν έμεινε κοιτώντας. Ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει ποτέ της, με χλωμή, απαλή επιδερμίδα, μακριά μελαχρινά μαλλιά και μάτια μαύρα σαν τη νύχτα. Το φόρεμά της ήταν τόσο λευκό, που θα ’κανε το χιόνι να μοιάζει βρώμικο, και είχε ασημένια ζώνη. Όλα τα κοσμήματά της ήταν από ασήμι. Η Μιν ένιωσε να φουντώνει μέσα της. «Τι εννοείς; Ποια είσαι;»

Η γυναίκα ήρθε και στάθηκε πάνω από το κρεβάτι —οι κινήσεις της είχαν τόση χάρη, που η Μιν ένιωσε μια σουβλιά φθόνου, αν και ποτέ άλλοτε δεν είχε ζηλέψει γυναίκα για τίποτα— και έστρωσε τα μαλλιά του Ραντ, σαν να μην ήταν εκεί η Μιν. «Νομίζω πως δεν το πιστεύει ακόμα. Το ξέρει, μα δεν το πιστεύει. Οδήγησα τα βήματά του, τον παρέσυρα, τον παρακίνησα, τον ξελόγιασα. Πάντα ήταν πεισματάρης, μα αυτή τη φορά θα τον πλάσω εγώ. Ο Ισαμαήλ νομίζει πως αυτός κινεί τα νήματα, αλλά τα κινώ εγώ». Το δάχτυλό της χάιδεψε το μάγουλο του Ραντ, σαν να ζωγράφιζε ένα σημάδι· η Μιν σκέφτηκε ταραγμένα ότι έμοιαζε με το Δόντι του Δράκοντα. Ο Ραντ σάλεψε, μουρμουρίζοντας, για πρώτη φορά από τη στιγμή που τον είχε βρει.

«Ποια είσαι εσύ;» ζήτησε να μάθει η Μιν. Η γυναίκα την κοίταξε, απλώς την κοίταξε, αλλά η Μιν ένιωσε να ζαρώνει πάνω στα μαξιλάρια και έσφιξε τον Ραντ με πάθος.

«Με λένε Λανφίαρ, κορίτσι μου».

Η Μιν ξαφνικά ένιωσε το στόμα της τόσο ξερό, που δεν θα μπορούσε να μιλήσει ακόμα κι αν απ’ αυτό κρεμόταν η ζωή της. Μια από τους Αποδιωγμένους! Όχι! Φως μου, όχι! Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να κουνήσει το κεφάλι. Η άρνησή της έκανε τη Λανφίαρ να χαμογελάσει.

«Ο Λουζ Θέριν ήταν και είναι δικός μου, κορίτσι μου. Φρόντισέ τον μου μέχρι να έρθω για να τον πάρω». Και χάθηκε.

Η Μιν έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Τη μια στιγμή ήταν εκεί, την άλλη είχε χαθεί. Η Μιν ένιωσε ότι αγκάλιαζε σφιχτά το αναίσθητο κορμί του Ραντ. Ευχήθηκε να μην ένιωθε μέσα της ότι τον ήθελε να την προστατεύσει.


Με μια βλοσυρή κι αποφασισμένη έκφραση στο ισχνό πρόσωπο του, ο Μπάυαρ κάλπαζε με τον δύοντα ήλιο στην πλάτη του, χωρίς να ρίχνει ούτε ματιά πίσω του. Είχε δει ό,τι χρειαζόταν, όσα μπορούσε με κείνη την καταραμένη ομίχλη. Η λεγεώνα είχε σφαγιασθεί, ο Άρχοντας Ταξιάρχης Τζέφραμ Μπόρνχαλντ ήταν νεκρός, και μόνο μια εξήγηση υπήρχε γι’ αυτό· οι Σκοτεινόφιλοι τους είχαν προδώσει, Σκοτεινόφιλοι σαν εκείνον τον Πέριν από τους Δύο Ποταμούς. Αυτή την είδηση θα μετέφερε στον Ντάιν Μπόρνχαλντ, τον γιο του Άρχοντα Ταξιάρχη, που φύλαγε έξω από την Ταρ Βάλον με τα Τέκνα του Φωτός. Αλλά είχε και χειρότερα νέα, και όχι σε κανέναν άλλον παρά μόνο στον ίδιο τον Πέντρον Νάιαλ. Έπρεπε να πει τι είχε δει στον ουρανό πάνω από το Φάλμε. Καμτσίκωσε το άλογο με τα χαλινάρια, και δεν έριξε πίσω ούτε ματιά.

Загрузка...