4 Η Πρόσκληση

Μόνη στα δωμάτιά της στο γυναικωνίτη, η Μουαραίν έσιαξε στους ώμους της το σάλι της, το οποίο ήταν κεντημένο με κουλουριασμένους κισσούς και κλήματα, και περιεργάστηκε το αποτέλεσμα στον ψηλό καθρέφτη, που ορθωνόταν στη γωνία. Τα μεγάλα, μαύρα μάτια της έδειχναν γερακίσια όταν θύμωνε. Τώρα έμοιαζαν να διαπερνούν το επάργυρο γυαλί. Ήταν καθαρή τύχη, που είχε το σάλι στα σακίδια της σέλας της όταν είχε έρθει στο Φαλ Ντάρα. Μια θεριεμένη λευκή Φλόγα της Ταρ Βάλον ερχόταν ακριβώς στο κέντρο της πλάτης αυτής που το φορούσε και τα μακριά κρόσσια στην ούγια είχαν το χρώμα του Άτζα της — ανοιχτογάλανο σαν τον πρωινό ουρανό, στην περίπτωση της Μουαραίν. Το σάλι σπανίως το φορούσαν έξω από την Ταρ Βάλον, και εκεί ακόμα, συνήθως, μόνο μέσα στο Λευκό Πύργο. Με εξαίρεση τη συνάντηση της Αίθουσας του Πύργου, ελάχιστες φορές χρειαζόταν τόση επισημότητα, ενώ έξω από τα Λαμπερά Τείχη η θέα της Φλόγας θα έκανε αρκετούς να το βάλουν στα πόδια, για να κρυφτούν, ή ίσως για να φωνάξουν τα Τέκνα του Φωτός. Τα βέλη των Λευκομανδιτών ήταν εξίσου θανατηφόρα για τις Άες Σεντάι όπως και για τον υπόλοιπο κόσμο, και τα Τέκνα ήταν πονηρά και θα φρόντιζαν να μην δει εγκαίρως η Άες Σεντάι το βέλος, για να μην προλάβει να κάνει κάτι. Η Μουαραίν σίγουρα δεν περίμενε ποτέ ότι θα φορούσε το σάλι στο Φαλ Ντάρα. Αλλά, όταν σε δέχεται η Έδρα της Άμερλιν, υπάρχουν τύποι, τους οποίους πρέπει να τηρήσεις.

Ήταν λεπτή και κάθε άλλο παρά ψηλή, και συχνά φαινόταν νεότερη απ’ όσο ήταν, χάρη στη λεία επιδερμίδα και την άχρονη όψη των Άες Σεντάι, αλλά με την επιβλητική χάρη και τη γαλήνια παρουσία της μπορούσε να κυριαρχήσει σε κάθε συγκέντρωση. Οι τρόποι, που της είχαν εντυπωθεί με την ανατροφή της στο Βασιλικό Παλάτι της Καιρχίν, είχαν αναδειχθεί, αντί να παρακμάσουν μετά από τόσα χρόνια ως Άες Σεντάι. Ήξερε ότι σήμερα ίσως χρειαζόταν όλες της τις δυνάμεις. Υπάρχει πρόβλημα, αλλιώς δεν θα ερχόταν εδώ αυτοπροσώπως, σκέφτηκε, για δέκατη τουλάχιστον φορά. Αλλά υπήρχαν ακόμα χίλιες ερωτήσεις. Τι πρόβλημα, και ποια διάλεξε να τη συνοδεύσει; Γιατί εδώ; Γιατί τώρα; Δεν επιτρέπεται να πάει τίποτα στραβά τώρα.

Το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό στο δεξί της χέρι καθρέφτισε μουντά το φως, καθώς το χέρι της άγγιζε τη λεπτή χρυσή αλυσίδα, η οποία ήταν στερεωμένη στα μελαχρινά μαλλιά της που έπεφταν σαν καταρράκτης στους ώμους της. Μια μικρή, διαφανής γαλάζια πέτρα κρεμόταν στο μέτωπό της. Πολλές στο Λευκό Πύργο ήξεραν τα κόλπα που μπορούσε να κάνει, χρησιμοποιώντας αυτή την πέτρα σαν εστίαση. Ήταν απλώς ένα γυαλισμένο γαλάζιο κρύσταλλο, κάτι που είχε χρησιμοποιήσει μια νεαρή κοπέλα στο πρώτο της μάθημα, δίχως την καθοδήγηση κανενός. Εκείνη η κοπελίτσα είχε θυμηθεί τις ιστορίες για τα ανγκριάλ και τα ακόμα πιο ισχυρά σα-ανγκριάλ — εκείνα τα μυθικά απομεινάρια της Εποχής των Θρύλων, που επέτρεπαν στις Άες Σεντάι να διαβιβάσουν περισσότερη Μία Δύναμη απ’ όσο θα μπορούσε κάποια να χειριστεί αβοήθητη με ασφάλεια. Τις είχε θυμηθεί και είχε πιστέψει πως ήταν αναγκαίο να υπάρχει κάποια τέτοια εστίαση για να διαβιβάσει. Οι αδελφές της στο Λευκό Πύργο ήξεραν μερικά από τα κόλπα της, και υποψιάζονταν άλλα, συμπεριλαμβανομένων μερικών που δεν υπήρχαν, μερικών που την είχαν σοκάρει όταν τα είχε ακούσει. Αυτά που έκανε με την πέτρα ήταν απλά και μικρά, αν και, φορές-φορές, ήταν χρήσιμα· ήταν από κείνα που θα φανταζόταν ένα παιδί. Αλλά, αν είχαν συνοδεύσει την Άμερλιν λάθος γυναίκες, τότε το κρύσταλλο ίσως τις έβαζε σε μειονεκτική θέση, εξαιτίας των διαδόσεων.

Ένα γοργό, επίμονο χτύπημα ακούστηκε από την πόρτα του δωματίου. Κανένας Σιναρανός δεν θα χτυπούσε με τέτοιο τρόπο, ούτε την πόρτα άλλων, αλλά ειδικά τη δική της. Η Μουαραίν συνέχισε να κοπάζει τον καθρέφτη, ώσπου αντίκρισε τα μάτια της να την κοιτάζουν γαλήνια, με όλες τις σκέψεις κρυμμένες στα σκοτεινά βάθη τους. Άγγιξε το σακουλάκι από μαλακό δέρμα που κρεμόταν στην ζώνη της. Όποια και να ’ταν τα προβλήματα που την έβγαλαν από την Ταρ Βάλον, θα τα ξεχάσει, όταν βάλω αυτό το πρόβλημα μπροστά της. Ακούστηκε ένα ακόμα χτύπημα, ακόμα πιο ζωηρό από το πρώτο, ενώ η Μουαραίν διέσχιζε το δωμάτιο και άνοιγε την πόρτα με ένα ήρεμο χαμόγελο για τις δύο γυναίκες που είχαν έρθει να την πάρουν.

Αναγνώρισε και τις δύο. Ήταν η μελαχρινή Ανάγια με τα γαλάζια κρόσσια στο σάλι, και η ξανθομάλλα Λίαντριν με τα κόκκινα. Η Λίαντριν όχι μόνο έδειχνε νέα, αλλά ήταν, νέα και όμορφη, με κουκλίστικο πρόσωπο και μικρό στόμα, που ήταν σφιγμένο με μια τσατισμένη έκφραση· το χέρι της ήταν υψωμένο, έτοιμο να ξαναχτυπήσει την πόρτα. Τα μαύρα φρύδια της και τα ακόμα πιο σκοτεινά μάτια της έρχονταν σε αντίθεση με τη βροχή των καστανόξανθων κοτσίδων που έπεφταν στους ώμους της, αλλά αυτός ο συνδυασμός δεν ήταν ασυνήθιστος στο Τάραμπον. Και οι δύο γυναίκες ήταν ψηλότερες από τη Μουαραίν, αν και η Λίαντριν την ξεπερνούσε λιγότερο από μια πιθαμή.

Στο άχαρο πρόσωπο της Ανάγια φάνηκε ένα χαμόγελο, όταν η Μουαραίν άνοιξε την πόρτα. Αυτό το χαμόγελο της χάριζε τη μόνη ομορφιά που θα είχε ποτέ, μα ήταν αρκετή· σχεδόν όλοι ένιωθαν ασφαλείς, ξεχωριστοί και ανακουφισμένοι, όταν τους χαμογελούσε η Ανάγια. «Το Φως να λάμπει πάνω σου, Μουαραίν. Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. Είσαι καλά; Πέρασε πολύς καιρός από την τελευταία φορά που βρεθήκαμε».

«Η καρδιά μου νιώθει ανάλαφρη μαζί σου, Ανάγια». Αυτή ήταν η καθαρή αλήθεια· χαιρόταν, ξέροντας ότι είχε τουλάχιστον μια φίλη μεταξύ των Άες Σεντάι που είχαν έρθει στο Φαλ Ντάρα. «Το Φως να σε φωτίζει».

Το στόμα της Λίαντριν σφίχτηκε, και το χέρι της τράβηξε απότομα το σάλι. «Η Έδρα της Άμερλιν, απαιτεί να παρουσιαστείς ενώπιόν της, Αδελφή». Κι η φωνή της, επίσης, έδειχνε εκνευρισμό και ψυχρότητα. Όχι εξαιτίας της Μουαραίν, ή τουλάχιστον όχι μόνο εξαιτίας της· η Λίαντριν πάντα φαινόταν σαν κάτι να της πήγαινε στραβά. Καισούφιασε και προσπάθησε να κοιτάξει το δωμάτιο, πάνω από τον ώμο της Μουαραίν. «Αυτός ο θάλαμος, προστατευμένος με φυλακτό. Δεν μπορούμε να μπούμε. Γιατί βάζεις φυλακτά εναντίον των αδελφών σου;»

«Εναντίον όλων», απάντησε η Μουαραίν, δίχως να διατάσει. «Πολλές υπηρέτριες είναι περίεργες για τις Άες Σεντάι και δεν θέλω να ψαχουλεύουν στα δωμάτιά μου όταν λείπω. Μέχρι τώρα δεν υπήρχε ανάγκη να κάνω διάκριση». Έκλεισε πίσω της την πόρτα κι έμειναν και οι τρεις στο διάδρομο. «Να πηγαίνουμε; Δεν πρέπει να μας περιμένει η Άμερλιν».

Προχώρησε στο διάδρομο, με την Ανάγια να τιτιβίζει δίπλα της. Η Λίαντριν στάθηκε για μια στιγμή, κοιτάζοντας την πόρτα σαν να αναρωτιόταν τι έκρυβε η Μουαραίν, και μετά έτρεξε να προλάβει τις άλλες. Στάθηκε στο πλευρό της Μουαραίν, περπατώντας αλύγιστη, σαν φρουρός. Η Ανάγια απλώς περπατούσε, συντροφεύοντας τη Μουαραίν. Τα σανδαλοφορεμένα πόδια τους άγγιζαν απαλά τα πυκνά χαλιά με τα απλά σχέδια.

Γυναίκες με λιβρέες έκλιναν βαθιά το γόνυ, καθώς περνούσαν οι Άες Σεντάι, πολλές μάλιστα πιο βαθιά απ’ όσο θα το έκαναν για τον ίδιο τον Άρχοντα του Φαλ Ντάρα. Άες Σεντάι, τρεις μαζί, ενώ στο οχυρό ήταν η Έδρα της Άμερλιν αυτοπροσώπως· οι γυναίκες του οχυρού δεν περίμεναν να έχουν μεγαλύτερη τιμή στη ζωή τους. Μερικές γυναίκες από Οίκους ευγενών ήταν στους διαδρόμους, κι έκλιναν το γόνυ και αυτές, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν θα έκαναν για τον Άρχοντα Άγκελμαρ. Η Μουαραίν και η Ανάγια χαμογελούσαν και έκλιναν την κεφαλή, ως απάντηση στους όλο σεβασμό χαιρετισμούς των άλλων, των ευγενών και των υπηρετριών αδιακρίτως. Η Λίαντριν αγνοούσε τους πάντες.

Εδώ φυσικά υπήρχαν μόνο γυναίκες, καθόλου άνδρες. Κανένας άρρην Σιναρανός πάνω από την ηλικία των δέκα ετών δεν θα έμπαινε στους γυναικωνίτες δίχως άδεια ή πρόσκληση, αν και μερικά αγοράκια έπαιζαν στους διαδρόμους. Γονάτιζαν αδέξια στο ένα γόνατο όμως, όταν οι αδελφές τους έκλιναν βαθιά το γόνυ. Η Ανάγια μερικές φορές χαμογελούσε και χάιδευε κάποια παιδικά κεφαλάκια καθώς περνούσε.

«Αυτή τη φορά, Μουαραίν», είπε η Ανάγια, «έλειψες πολύ καιρό από την Ταρ Βάλον. Πάρα πολύ καιρό. Η Ταρ Βάλον σε νοσταλγεί. Οι αδελφές σου σε νοσταλγούν. Και ο Λευκός Πύργος σε χρειάζεται».

«Κάποιες πρέπει να δουλέψουμε στον έξω κόσμο», είπε η Μουαραίν γλυκά. «Αφήνω σε σένα την Αίθουσα του Πύργου, Ανάγια. Όμως στην Ταρ Βάλον μαθαίνεις πιο πολλά για όσα συμβαίνουν στον κόσμο απ’ όσα ακούω εγώ. Πολύ συχνά τρέχω και προσπερνώ όσα γίνονται εκεί που ήμουν χθες. Τι νέα άκουσες;»

«Τρεις ακόμα ψεύτικοι Δράκοντες». Η Λίαντριν δαγκώθηκε. «Στη Σαλδαία, στο Μουράντυ και στο Δάκρυ, ψεύτικοι Δράκοντες σπαράζουν τον κόσμο. Ενώ στο μεταξύ εσείς οι Γαλάζιες χαμογελάτε και αερολογείτε και προσπαθείτε να κρυφτείτε στο παρελθόν». Η Ανάγια ύψωσε το φρύδι της και η Λίαντριν έκλεισε το στόμα της ξεφυσώντας κοφτά.

«Τρεις», στοχάστηκε η Μουαραίν χαμηλόφωνα. Για μια στιγμή τα μάτια της άστραψαν, μα γρήγορα το έκρυψε. «Τρεις τα δύο τελευταία χρόνια, και τώρα άλλοι τρεις μονομιάς».

«Όπως έγινε με τους άλλους, θα φροντίσουμε κι αυτούς. Κι αυτά τα αρσενικά παράσιτα και τον συρφετό των κουρελήδων που ακολουθεί τα λάβαρα τους».

Η Μουαραίν βρήκε σχεδόν αστεία τη βεβαιότητα στη φωνή της Λίαντριν. Σχεδόν. Είχε βαθιά επίγνωση της πραγματικότητας, βαθιά επίγνωση των ενδεχομένων. «Λίγοι μήνες ήταν αρκετοί για να ξεχάσεις, Αδελφή; Ο τελευταίος ψεύτικος Δράκοντας σχεδόν τσάκισε την Γκεάλνταν, πριν νικηθεί ο στρατός του, είτε ήταν συρφετός κουρελήδων, είτε όχι. Και ναι, ο Λογκαίν τώρα είναι στην Ταρ Βάλον, ειρηνεμένος και ασφαλής, φαντάζομαι, όμως για να τον κατατροπώσουμε χρειάστηκε να πεθάνουν αδελφές μας. Ακόμα και μια αδελφή νεκρή είναι μεγαλύτερη απώλεια απ’ όσο μπορούμε να αντέξουμε, αλλά οι απώλειες της Γκεάλνταν ήταν ακόμα βαρύτερες. Οι δύο πριν τον Λογκαίν δεν μπορούσαν να διαβιβάσουν, αλλά ακόμα κι έτσι οι λαοί του Κάντορ και του Άραντ Ντόμαν τους θυμούνται καλά. Χωριά καμένα και άνδρες που έπεσαν στη μάχη. Θα ’ναι εύκολο για τον κόσμο μας να αντιμετωπίσει τρεις ταυτοχρόνως; Πόσοι θα συρρεύσουν κάτω από τα λάβαρά τους; Σε κανέναν απ’ όσους ισχυρίστηκαν πως ήταν ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας δεν έλειψαν οι οπαδοί. Πόσο σκληρός θα είναι ο πόλεμος αυτή τη φορά;»

«Δεν είναι τόσο άσχημη η κατάσταση», είπε η Ανάγια. «Απ’ όσο ξέρουμε, μόνο αυτός στη Σαλδαία μπορεί να διαβιβάζει. Δεν είχε χρόνο να προσελκύσει πολλούς οπαδούς, και τώρα πρέπει να έχουν φτάσει οι αδελφές εκεί για να τον αντιμετωπίσουν. Οι Δακρινοί έκαναν το δικό τους ψεύτικο Δράκοντα να οπισθοχωρήσει και να λεηλατήσει το Χάντον Μιρκ, ενώ ο άλλος στο Μουράντυ είναι ήδη αλυσοδεμένος». Άφησε ένα γοργό γελάκι θαυμασμού. «Για σκέψου, απ’ όλους τους λαούς αυτοί που ξεμπέρδεψαν με τον δικό τους τόσο γρήγορα ήταν οι Μουραντιανοί. Κι αν τους ρωτήσεις, δεν αυτοαποκαλούνται Μουραντιανοί, αλλά Λαγκαρντιανοί, ή Ινισλινοί, ή υπήκοοι του τάδε άρχοντα, ή της δείνα αρχόντισσας. Αλλά, φοβούμενοι μήπως κάποιος από τους γείτονες τους βρει πρόφαση για να εισβάλει, οι Μουραντιανοί όρμηξαν στον ψεύτικο Δράκοντά τους μόλις άνοιξε το στόμα για να αναγγείλει την παρουσία του».

«Ακόμα κι έτσι», είπε η Μουαραίν, «δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τρεις μαζεμένους. Μπόρεσε καμιά αδελφή να κάνει κάποια Πρόβλεψη;» Η πιθανότητα ήταν μικρή —ελάχιστες Άες Σεντάι είχαν δείξει δείγματα αυτού του ταλέντου, έστω και το παραμικρό, εδώ και αιώνες— κι έτσι δεν ξαφνιάστηκε, όταν η Ανάγια κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Δεν ξαφνιάστηκε, μα ένιωσε λιγάκι ανακούφιση.

Έφτασαν σε μια συμβολή των διαδρόμων την ίδια στιγμή με την Αρχόντισσα Αμαλίζα. Εκείνη έκλινε βαθιά το γόνυ, σκύβοντας και απλώνοντας διάπλατα το ανοιχτοπράσινο φουστάνι της. «Τιμή στην Ταρ Βάλον», μουρμούρισε. «Τιμή στις Άες Σεντάι».

Για την αδελφή του Άρχοντα του Φαλ Ντάρα δεν αρκούσε ένα νεύμα της κεφαλής. Η Μουαραίν έπιασε τα χέρια της Αμαλίζας και την σήκωσε. «Μας τιμάς, Αμαλίζα. Σήκω, Αδελφή».

Η Αμαλίζα ορθώθηκε με χάρη, ενώ το πρόσωπό της αναψοκοκκίνιζε λιγάκι. Ποτέ δεν είχε πάει στην Ταρ Βάλον και το να αποκληθεί Αδελφή από μια Άες Σεντάι ήταν ιδιαίτερη εμπειρία, ακόμα και για κάποια της τάξης της. Κοντή και μεσήλικη, είχε μια σκοτεινή, ώριμη ομορφιά, την οποία αναδείκνυε το χρώμα στα μάγουλά της. «Είναι πολύ μεγάλη η τιμή, Μουαραίν Σεντάι».

Η Μουαραίν χαμογέλασε. «Πόσον καιρό γνωριζόμαστε, Αμαλίζα; Τώρα πρέπει να σε λέω Αρχόντισσά μου Αμαλίζα, σαν να μην καθίσαμε ποτέ μαζί να πιούμε τσάι;»

«Και βέβαια όχι», απάντησε η Αμαλίζα χαμογελώντας. Η ίδια δύναμη που φανέρωνε το πρόσωπο του αδελφού της φαινόταν και στο δικό της επίσης, χωρίς να τη μειώνουν οι πιο απαλές γραμμές στα μάγουλα και το στόμα της. Υπήρχαν κάποιοι που έλεγαν ότι, παρ’ όλο που ο Άγκελμαρ ήταν σκληρός και ονομαστός μαχητής, ήταν, το πολύ, ισάξιος της αδελφής του. «Αλλά τώρα που είναι εδώ η Έδρα της Άμερλιν... Όταν ο Βασιλιάς Ήζαρ επισκέπτεται το Φαλ Ντάρα, κατ’ ιδίαν τον αποκαλώ Μαγκάμι, μικρό θείο, όπως τότε που ήμουν παιδούλα και με ανέβαζε στους ώμους του, αλλά μπροστά σε κόσμο πρέπει να είναι αλλιώς».

Η Ανάγια πλατάγισε τη γλώσσα. «Μερικές φορές οι τυπικότητες είναι αναγκαίες, μα συχνά οι άνδρες το παρατραβάνε. Σε παρακαλώ, λέγε με Ανάγια κι εγώ θα σε λέω Αμαλίζα, αν μου επιτρέπεις».

Με την άκρη του ματιού της, η Μουαραίν είδε την Εγκουέν, πέρα, στο τέλος του πλαϊνού διαδρόμου, να χάνεται, στρίβοντας βιαστικά σε μια γωνία. Μια καμπουριασμένη μορφή με δερμάτινο γιλέκο, με το κεφάλι χαμηλωμένο και τα χέρια φορτωμένα μπαγκάζια σερνόταν στο κατόπι της. Η Μουαραίν επέτρεψε στον εαυτό της ένα χαμογελάκι, και το έκρυψε αμέσως. Αν η κοπέλα δείχνει ίδια πρωτοβουλία στην Ταρ Βάλον, σκέφτηκε ειρωνικά, κάποια μέρα θα καθίσει στην Έδρα της Άμερλιν. Αν μάθει να τιθασεύει τις πρωτοβουλίες της. Αν υπάρχει Έδρα της Άμερλιν στην οποία να καθίσει.

Όταν έστρεψε την προσοχή της στις άλλες, είδε ότι μιλούσε η Λίαντριν.

«...μετά χαράς την ευκαιρία να μάθω κι άλλα για τη χώρα σας». Ένα χαμόγελο είχε φανεί στο πρόσωπό της, ειλικρινές και σχεδόν κοριτσίστικο, και η φωνή της ήταν φιλική.

Η Μουαραίν κράτησε το πρόσωπό της ανέκφραστο, καθώς η Αμαλίζα προσκαλούσε την άλλη Άες Σεντάι να επισκεφθεί αυτήν και τις κυρίες της τιμής στον προσωπικό της κήπο, και η Λίαντριν δέχθηκε με χαρά. Η Λίαντριν είχε ελάχιστες φίλες, και ποτέ εκτός του Κόκκινου Άτζα. Ποτέ πάντως εκτός των Άες Σεντάι. Προτιμότερο θα έβρισκε να πιάσει φιλίες με άνδρες, ή με Τρόλοκ. Η Μουαραίν δεν ήξερε αν η Λίαντριν έβρισκε διαφορά μεταξύ ανδρών και Τρόλοκ. Λεν ήξερε αν καταλάβαινε τέτοια διαφορά κάποια άλλη του Κόκκινου Άτζα.

Η Ανάγια εξήγησε ότι, προς το παρόν, έπρεπε να παρουσιαστούν στην Έδρα της Άμερλιν. «Βεβαίως», είπε η Αμαλίζα. «Το φως να τη φωτίζει και ο Δημιουργός να την προστατεύει. Αργότερα, τότε». Σηκώθηκε και έκλινε την κεφαλή καθώς την άφηναν.

Η Μουαραίν μελέτησε τη Λίαντριν καθώς προχωρούσαν, χωρίς να την κοιτάζει απευθείας. Η Άες Σεντάι με τα μελόχρωμα μαλλιά ατένιζε ευθεία μπροστά, σουφρώνοντας σκεπτικά τα τριανταφυλλένια χείλη της. Έμοιαζε να είχε ξεχάσει τη Μουαραίν και την Ανάγια. Τι σκαρώνει άραγε;

Η Ανάγια δεν φαινόταν να είχε προσέξει τίποτα ασυνήθιστο, αλλά βέβαια πάντα κατόρθωνε να αποδέχεται τους ανθρώπους, τόσο όπως ήταν, όσο και όπως ήθελαν να είναι. Η Μουαραίν πάντα Θαύμαζε που η Ανάγια τα κατάφερνε τόσο καλά στον Λευκό Πύργο, αλλά, βέβαια, εκείνες που είχαν μέσα τους την πονηριά πάντα έπαιρναν για πανούργα τακτική την ευθύτητα και την ειλικρίνειά της, και τον τρόπο που αποδεχόταν τα πάντα. Πάντα καταλαμβάνονταν εξ απροόπτου, όταν αποδεικνυόταν πως έλεγε αυτό που εννοούσε και εννοούσε αυτό που έλεγε. Είχε βέβαια κι έναν τρόπο να βλέπει την ουσία των πραγμάτων. Και να αποδέχεται αυτό που έβλεπε. Τώρα η Ανάγια ξανάρχισε να λέει χαρωπά για τα νέα.

«Ακούστηκαν και καλά και κακά νέα από το Άντορ. Οι ταραχές στους δρόμους του Κάεμλυν καταλάγιασαν με τον ερχομό της άνοιξης, αλλά ακόμα το συζητάνε, το συζητάνε πολύ και κατηγορούν τη Βασίλισσα, όπως επίσης και την Ταρ Βάλον, για τον μακρύ χειμώνα. Η Μοργκέις δεν κρατά το θρόνο της γερά όπως πέρυσι, μα τον κρατά ακόμα, και Θα τον κρατά όσο ο Γκάρεθ Μπράυν είναι Στρατηγός των Φρουρών της Βασίλισσας. Και η Αρχόντισσα Ηλαίην, η Κόρη-Διάδοχος, και ο αδελφός της, ο Άρχοντας Γκάγουυν, έφτασαν ασφαλείς στην Ταρ Βάλον για να εκπαιδευτούν. Υπήρχαν κάποιοι φόβοι στον Λευκό Πύργο ότι αυτό το έθιμο Θα έπαυε».

«Όσο ζει και αναπνέει η Μοργκέις, όχι», είπε η Μουαραίν.

Η Λίαντριν τινάχτηκε λιγάκι, σαν να είχε μόλις ξυπνήσει. «Προσευχηθείτε να συνεχίσει να αναπνέει. Την ομάδα της Κόρης-Διαδόχου την ακολούθησαν στον Ποταμό Ερίνιν τα Τέκνα του Φωτός. Ακριβώς ως τις γέφυρες της Ταρ Βάλον. Κι είναι άλλοι που στρατοπεδεύουν έξω από το Κάεμλυν, περιμένοντας ευκαιρία για βρωμοδουλειές, και μέσα στο Κάεμλυν υπάρχουν ακόμα αυτοί που τους ακούνε».

«Ίσως είναι καιρός να μάθει η Μοργκέις να προφυλάγεται λιγάκι», είπε η Ανάγια αναστενάζοντας. «Ο κόσμος κάθε μέρα γίνεται πιο επικίνδυνος, ακόμα και για μια βασίλισσα. Ειδικά για μια βασίλισσα. Πάντα ήταν ξεροκέφαλη. Θυμάμαι τότε που είχε έρθει στην Ταρ Βάλον σαν κοριτσάκι. Δεν είχε την ικανότητα να γίνει πλήρης αδελφή, κι αυτό την πείραξε. Μερικές φορές νομίζω ότι γι’ αυτό πιέζει τόσο την Ηλαίην, ό,τι κι αν έχει διαλέξει η κοπέλα».

Η Μουαραίν ξεφύσηξε απαξιωτικά. «Η Ηλαίην γεννήθηκε με τη σπίθα εντός της· δεν ήταν ζήτημα επιλογής. Η Μοργκέις δεν θα ρισκάριζε να πεθάνει το κορίτσι εξαιτίας της έλλειψης εκπαίδευσης, ακόμα κι αν όλοι οι Λευκομανδίτες της Αμαδισίας είχαν στρατοπεδεύσει έξω από το Κάεμλυν. Θα πρόσταζε τον Γκάρεθ Μπράυν και τους Φρουρούς της Βασίλισσας να ανοίξουν από μέσα τους δρόμο για την Ταρ Βάλον, και ο Γκάρεθ Μπράυν θα το έκανε, ακόμα και αν ήταν μόνος του». Αλλά και πάλι, θα έπρεπε να κρατήσει κρυφό το πλήρες εύρος της πιθανής δύναμης της κοπέλας. Άραγε, ο λαός του Άντορ θα δεχόταν την Ηλαίην στον Θρόνο του Λιονταριού μετά τη Μοργκέις, αν το γνώριζε; Ότι η βασίλισσα όχι μόνο είχε εκπαιδευθεί στην Ταρ Βάλον, κατά το έθιμο, αλλά ήταν και πλήρης Άες Σεντάι; Σ’ όλη την καταγραμμένη ιστορία μόνο μια χούφτα βασίλισσες είχαν υπάρξει που είχαν δικαίωμα να αποκαλούνται Άες Σεντάι, και οι λίγες που το είχαν αφήσει να μαθευτεί, όλες έζησαν για να το μετανιώσουν. Ένιωσε κάποια θλίψη. Μα συνέβαιναν πάρα πολλά και δεν περίσσευε βοήθεια, ούτε καν έγνοια, για μια μόνο χώρα και έναν θρόνο. «Τι άλλο, Ανάγια;»

«Πρέπει να ξέρεις ότι ανήγγειλαν το Μεγάλο Κυνήγι του Κέρατος στο Ίλιαν, πρώτη φορά μετά από τετρακόσια χρόνια. Οι Ιλιανοί λένε ότι πλησιάζει η Τελευταία Μάχη» —η Ανάγια ρίγησε, καθόλου αδικαιολόγητα, αλλά συνέχισε δίχως να σταματήσει— «και το Κέρας του Βαλίρ πρέπει να βρεθεί, πριν την τελική μάχη εναντίον της Σκιάς. Έχουν ήδη αρχίσει να μαζεύονται άνδρες απ’ όλες τις χώρες, ολοπρόθυμοι να γίνουν κι αυτοί μέρος των θρύλων, να βρουν το Κέρας. Το Μουράντυ και η Αλτάρα είναι σε αναταραχή, φυσικά, νομίζοντας πως όλα είναι προπέτασμα καπνού για εισβολή. Μάλλον γι’ αυτό οι Μουραντιανοί έπιασαν τόσο γρήγορα τον δικό τους ψεύτικο Δράκοντα. Όπως και να ’χει, θα υπάρξουν πολλές καινούργιες ιστορίες για να τις προσδέσουν οι βάρδοι και οι τραγουδιστές στον κύκλο. Το Φως ας δώσει να είναι μόνο καινούργιες ιστορίες».

«Ίσως όχι οι ιστορίες που περιμένουν», είπε η Μουαραίν. Η Λίαντριν την κάρφωσε με το βλέμμα, και έμεινε ανέκφραστη.

«Μάλλον όχι», είπε η Ανάγια με πράο τόνο. «Οι αναπάντεχες ιστορίες είναι ακριβώς αυτές που θα προσθέσουν στον κύκλο. Πέρα απ’ αυτό, μόνο διαδόσεις έχω να πω. Οι Θαλασσινοί είναι ανάστατοι, τα πλοία τους τρέχουν από λιμάνι σε λιμάνι, σχεδόν χωρίς να δέσουν. Οι αδελφές από τα νησιά λένε ότι έρχεται ο Κοραμούρ, ο Εκλεκτός τους, αλλά δεν λένε τίποτα άλλο. Ξέρεις πόσο λιγομίλητοι είναι οι Άθα’αν Μιέρε με τους ξένους για τον Κοραμούρ, και σ’ αυτό οι αδελφές μας μοιάζουν να σκέφτονται περισσότερο σαν Θαλασσινές παρά σαν Άες Σεντάι. Κι οι Αελίτες επίσης δείχνουν να κινούνται, αλλά κανένας δεν ξέρει γιατί. Με τους Αελίτες, κανείς δεν ξέρει. Τουλάχιστον δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι σκοπεύουν να διασχίσουν πάλι τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου, δόξα στο Φως». Αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι. «Κι τι δεν θα ’δινα για μία έστω αδελφή από τους Αελίτες. Μόνο μία. Ξέρουμε ελάχιστα γι’ αυτούς».

Η Μουαραίν γέλασε. «Μερικές φορές νομίζω ότι ανήκεις στις Καφέ Άτζα, Ανάγια».

«Η Πεδιάδα Άλμοθ», είπε η Λίαντριν, και έδειξε να ξαφνιάζεται που είχε μιλήσει.

«Αυτά κι αν είναι διαδόσεις, Αδελφή», είπε η Ανάγια. «Κάποιοι ψίθυροι που ακούσαμε φεύγοντας από την Ταρ Βάλον, Ίσως να άρχισαν μάχες στην Πεδιάδα Άλμοθ, ίσως και στο Τόμαν Χεντ, επίσης. Επαναλαμβάνω, ίσως. Οι ψίθυροι ήταν ασαφείς. Φήμες φημών. Φύγαμε πριν προλάβουμε να μάθουμε περισσότερα».

«Θα πρέπει να ήταν το Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν», είπε η Μουαραίν, και κούνησε το κεφάλι. «Πάνω από τριακόσια χρόνια καυγαδίζουν για την Πεδιάδα Άλμοθ, αλλά ποτέ δεν κατέληξαν σε μάχη». Κοίταξε τη Λίαντριν· υποτίθεται πως κάθε Άες Σεντάι εγκατέλειπε την πρότερη αφοσίωση και υποταγή της σε χώρες και ηγεμόνες, ελάχιστες όμως αποκόβονταν τελείως. Ήταν δύσκολο να αδιαφορήσεις για τη χώρα που σε γέννησε. «Γιατί να ξεκινήσουν τώρα;»

«Φτάνουν οι άσκοπες φλυαρίες», τη διέκοψε θυμωμένα η γυναίκα με τα μελόχρωμα μαλλιά. «Εσένα περιμένει η Άμερλιν, Μουαραίν». Έκανε τρία βιαστικά βήματα μπροστά από τις άλλες και άνοιξε το ένα από τα δύο φύλλα μιας ψηλής πόρτας. «Δεν θα καθίσει να φλυαρήσει μαζί σου».

Η Μουαραίν άγγιξε ασυναίσθητα το σακουλάκι στη μέση της και μπήκε προσπερνώντας τη Λίαντριν, νεύοντας στην άλλη γυναίκα σαν να της είχε κάνει εξυπηρέτηση. Δεν χαμογέλασε καν, όταν το πρόσωπο της Λίαντριν φωτίστηκε για μια στιγμή από θυμό. Τι σκαρώνει η κακόμοιρη;

Στρώματα πολύχρωμων χαλιών σκέπαζαν το δάπεδο του προθαλάμου και η αίθουσα ήταν ευχάριστα επιπλωμένη, με καρέκλες και τραπεζάκια και πάγκους με μαξιλαράκια, των οποίων το ξύλο ήταν απλώς λειασμένο ή γυαλισμένο. Μπροκάρ κουρτίνες κάλυπταν τις ψηλές βελοθυρίδες για να τις κάνουν να μοιάζουν με παράθυρα η μέρα ήταν ζεστή και η Σιναρανή παγωνιά θα έπεφτε μόνο μετά το ηλιοβασίλεμα.

Εκεί βρίσκονταν πέντε μόνο από τις Άες Σεντάι που είχαν συνοδεύσει την Άμερλιν. Η Βέριν Μάθγουιν και η Σεραφέλ, του Καφέ Άτζα, δεν σήκωσαν το κεφάλι όταν μπήκε η Μουαραίν. Η Σεραφέλ διάβαζε απορροφημένη ένα παλιό βιβλίο με φθαρμένο και ξεθωριασμένο, δερμάτινο εξώφυλλο, γυρνώντας τις ταλαιπωρημένες σελίδες του με κάθε προσοχή, ενώ η Βέριν, μια παχουλή γυναίκα, καθόταν σταυροπόδι κάτω από μια βελοθυρίδα, υψώνοντας ένα μπουμπούκι στο φως, κρατώντας ταυτόχρονα σημειώσεις και σκιτσάροντας με ακριβείς κινήσεις σε ένα τετράδιο, που ισορροπούσε στο γόνατό της. Είχε ένα ανοιχτό μελανοδοχείο στο πάτωμα δίπλα της και μια στοίβα λουλούδια στην αγκαλιά της. Λίγα πράγματα απασχολούσαν τις Καφέ αδελφές εκτός από την αναζήτηση της γνώσης. Η Μουαραίν μερικές φορές αναρωτιόταν αν αντιλαμβάνονταν τι συνέβαινε στον κόσμο, ή ακόμα και στο ίδιο δωμάτιο μ’ αυτές.

Οι άλλες τρεις γυναίκες που ήταν ήδη στο δωμάτιο στράφηκαν προς το μέρος της, αλλά δεν έκαναν να την πλησιάσουν, απλώς την κοίταξαν. Μία απ’ αυτές της ήταν άγνωστη, μια λεπτή γυναίκα του Κίτρινου Άτζα· η Μουαραίν περνούσε πολύ λίγο καιρό στο Λευκό Πύργο και δεν ήξερε όλες τις Άες Σεντάι, παρ’ όλο που τώρα πια το αλλοτινό πλήθος τους είχε λιγοστέψει. Γνώριζε όμως τις υπόλοιπες. Η Καρλίνυα είχε ψυχρούς τρόπους και χλωμή επιδερμίδα, σαν τα λευκά κρόσσια στο σάλι της, η απόλυτη αντίθεση της μελαχρινής και φλογερής Αλάνα Μοσβάνι από το Πράσινο, μα και οι δυο στέκονταν και την κοίταζαν δίχως να μιλήσουν, ανέκφραστες. Η Αλάνα τύλιξε το σάλι γύρω της με μια απότομη κίνηση, αλλά η Καρλίνυα δεν κουνήθηκε καθόλου. Η λεπτή Κίτρινη αδελφή γύρισε αλλού, με θλιμμένο ύφος.

«Το Φως να σας φωτίζει όλες, Αδελφές», είπε η Μουαραίν. Καμία απάντηση. Δεν ήξερε αν η Σεραφέλ και η Βέριν την είχαν ακούσει καν, Πού είναι οι άλλες; Δεν ήταν ανάγκη να είναι όλες εδώ —οι περισσότερες θα αναπαύονταν στα δωμάτιά τους, για να φρεσκαριστούν από το ταξίδι— αλλά τώρα η Μουαραίν ήταν σε ένταση, και στο μυαλό της τριγυρνούσαν οι ερωτήσεις που δεν θα μπορούσε να κάνει. Τίποτα απ’ αυτά δεν φανερώθηκε στην έκφρασή της.

Η εσωτερική πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε η Ληάνε, χωρίς το ραβδί της με τη χρυσή φλόγα. Η Τηρήτρια των Χρονικών ήταν ψηλή σαν άντρας, με σώμα λιγνό και όλο χάρη, ακόμα όμορφη, με δέρμα στο χρώμα του χαλκού και κοντά, μελαχρινά μαλλιά. Φορούσε γαλάζιο οράριο, με πλάτος μια πιθαμή, αντί για σάλι, επειδή καθόταν στην Αίθουσα του Πύργου, αλλά ως Τηρήτρια και όχι για να εκπροσωπήσει το Άτζα της.

«Εδώ είσαι», είπε απότομα στη Μουαραίν, και έδειξε την πόρτα πίσω της. «Έλα, Αδελφή. Η Έδρα της Άμερλιν περιμένει». Μιλούσε από φυσικού της μ’ έναν κοφτό, γοργό τρόπο, που δεν άλλαζε ποτέ, είτε ένιωθε θυμό, είτε χαρά, είτε έξαψη. Καθώς η Μουαραίν ακολουθούσε τη Ληάνε, αναρωτήθηκε τι αισθανόταν αυτή τη στιγμή η Τηρήτρια. Η Ληάνε βρόντηξε την πόρτα πίσω τους, η οποία έκλεισε με ήχο που θύμιζε πόρτα κελιού.

Η Έδρα της Άμερλιν καθόταν σε ένα φαρδύ τραπέζι στο κέντρο του χαλιού και στο τραπέζι υπήρχε ίνας χρυσός πεπλατυσμένος κύβος, μεγάλος σαν κασέλα για ταξίδι, με περίτεχνα ασημένια στολίδια. Το τραπέζι ήταν καλοφτιαγμένο, με γερά πόδια, αλλά έμοιαζε να υποχωρεί κάτω από ένα βάρος, που δύο δυνατοί άνδρες θα δυσκολεύονταν να σηκώσουν.

Στη θέα του χρυσού κύβου, η Μουαραίν δυσκολεύτηκε να κρατήσει το πρόσωπό της απαθές. Την τελευταία φορά που τον είχε δει ήταν κλειδωμένος στο οχυρό του Άγκελμαρ. Ακούγοντας για την άφιξη της Έδρας της Άμερλιν, σκόπευε να της πει γι’ αυτό μόνη της. Ήταν ασήμαντη λεπτομέρεια, το ότι ήταν ήδη στην κατοχή της Άμερλιν, όμως μια ασήμαντη λεπτομέρεια που προκαλούσε ανησυχία, Τα γεγονότα ίσως είχαν αρχίσει να την ξεπερνούν.

Έκλινε βαθιά το γόνυ και είπε με επισημότητα, «Όπως με κάλεσες, Μητέρα, έτσι ήρθα». Η Άμερλιν άπλωσε το χέρι της και η Μουαραίν φίλησε το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό, που δεν ήταν διαφορετικό από κάθε άλλης Άες Σεντάι. Σηκώθηκε και μίλησε με στο οικείο ύφος, όχι όμως πολύ. Ένιωθε την Τηρήτρια που στεκόταν πίσω της, πλάι στην πόρτα. «Ελπίζω να ήταν ευχάριστο το ταξίδι που, Μητέρα».

Η Άμερλιν είχε γεννηθεί στο Δάκρυ, σε μια οικογένεια απλών ψαράδων, όχι σε Οίκο ευγενών, και το όνομά της ήταν Σιουάν Σάντσε, αν και ελάχιστοι είχαν προφέρει αυτό το όνομα, ή το είχαν σκεφτεί καν, τα τελευταία δέκα χρόνια, από τότε που την είχε αναδείξει η Αίθουσα του Πύργου. Ήταν η Έδρα της Άμηρλιν· τίποτα λιγότερο. Το πλατύ οράριο στους ώμους της είχε ρίγες με τα χρώματα των επτά Άτζα· η Άμερλιν ήταν όλων των Άτζα και κανενός. Είχε μέτριο ανάστημα, η όψη της ήταν απλή μάλλον παρά όμορφη, αλλά το πρόσωπό της είχε μια δύναμη, η οποία υπήρχε εκεί πριν την ανάδειξή της, τη δύναμη της κοπέλας που είχε επιζήσει στους δρόμους του Μάουλε, της περιοχής του λιμανιού στο Δάκρυ, και το καθάριο γαλανό βλέμμα της είχε κάνει βασιλιάδες και βασίλισσες, ακόμα και τον Διοικητή των Τέκνων του Φωτός, να χαμηλώσουν τα μάτια. Τα δικά της μάτια ήταν κουρασμένα, τώρα, και έσφιγγε το στόμα πιο δυνατά.

«Καλέσαμε τους ανέμους για ν’ ανέβουν πιο γρήγορα τα σκάφη μας τον Ερίνιν, Κόρη, ακόμα και τα ρεύματα γυρίσαμε προς βοήθειά μας». Η φωνή της Άμερλιν ήταν βαθιά, και λυπημένη. «Είδα τι πλημμύρες προκαλέσαμε στα χωριά κατά μήκος του ποταμού, και το Φως μόνο ξέρει τι κάναμε στον καιρό. Δεν κερδίσαμε φίλους με τις ζημιές που κάναμε και τις σοδειές που χαλάσαμε. Όλα αυτά για να φτάσουμε εδώ το συντομότερο δυνατόν». Το βλέμμα της πλανήθηκε στον στολισμένο χρυσό κύβο και ύψωσε το χέρι της, σαν να ήθελε να τον αγγίξει, αλλά, όταν μίλησε, αυτό που είπε ήταν, «Η Ελάιντα είναι στην Ταρ Βάλον, Κόρη. Ήρθε μαζί με την Ηλαίην και τον Γκάγουιν».

Η Μουαραίν ένιωθε τη Ληάνε να στέκεται στο πλάι, σιωπηλή, όπως πάντα ενώπιον της Άμερλιν. Μα κοιτάζοντας, κι ακούγοντας. «Είμαι έκπληκτη, Μητέρα», είπε με προσοχή. «Δεν είναι οι καιροί για να μείνει η Μοργκέις χωρίς τη συμβουλή των Άες Σεντάι». Η Μοργκέις ήταν ένας από τους λίγους ηγέτες που παραδέχονταν ανοιχτά ότι είχαν Άες Σεντάι σύμβουλο· σχεδόν όλοι είχαν από μία, όμως ελάχιστοι το παραδέχονταν.

«Η Ελάιντα επέμεινε, Κόρη, και είτε είναι Βασίλισσα, είτε όχι, μάλλον η δύναμη της Θέλησης της Μοργκέις είναι κατώτερη της Ελάιντα. Όπως και να ’ναι, ίσως αυτή τη φορά δεν το ήθελε. Η Ηλαίην έχει δυνατότητες. Πιο πολλές απ’ όσο έχω δει ποτέ μου. Ήδη δείχνει σημάδια προόδου. Οι Κόκκινες αδελφές καμαρώνουν γι’ αυτό σαν φουσκόψαρα. Δεν νομίζω ότι η κοπέλα τείνει προς τις δικές τους ιδέες, αλλά είναι μικρή ακόμα και κανείς δεν ξέρει. Ακόμα κι αν δεν καταφέρουν να την προσελκύσουν, αυτό δεν θα παίξει μεγάλο ρόλο. Η Ηλαίην θα μπορούσε να γίνει η πιο ισχυρή Άες Σεντάι εδώ και χίλια χρόνια, και τη βρήκε το Κόκκινο Άτζα. Κέρδισαν αρκετό κύρος στην Αίθουσα, εξαιτίας της κοπέλας».

«Έχω δυο νεαρές γυναίκες μαζί μου στο Φαλ Ντάρα, Μητέρα», είπε η Μουαραίν. «Και οι δύο είναι από τους Δύο Ποταμούς, όπου το αίμα της Μανέθερεν είναι ακόμα δυνατό, παρ’ όλο που δεν θυμούνται ότι υπήρχε κάποτε χώρα που ονομαζόταν Μανέθερεν. Το αρχαίο αίμα τραγουδά, Μητέρα, και τραγουδά δυνατά στους Δύο Ποταμούς. Η Εγκουέν, ένα χωριατοκόριτσο, είναι, το λιγότερο, εξίσου δυνατή με την Ηλαίην, Έχω δει την Κόρη-Διάδοχο και ξέρω. Όσο για την άλλη, η Νυνάβε ήταν η Σοφία του χωριού της, αλλά κι αυτή είναι ακόμα κοριτσόπουλο σχεδόν. Κάτι λέει γι’ αυτήν το ότι οι γυναίκες του χωριού της τη διάλεξαν για Σοφία στα χρόνια της. Όταν μάθει να ελέγχει συνειδητά αυτά που κάνει τώρα χωρίς να ξέρει, θα είναι πιο δυνατή από κάθε άλλη στην Ταρ Βάλον. Με την εκπαίδευση θα λάμψει σαν πυρά, πλάι στα κεριά που είναι η Ηλαίην και η Εγκουέν. Κι εδώ δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να διαλέξουν αυτές οι δύο τις Κόκκινες. Με τους άνδρες διασκεδάζουν, αγανακτούν, αλλά τους συμπαθούν. Εύκολα θα ανατρέψουν την όποια επιρροή κερδίσει το Κόκκινο Άτζα στο Λευκό Πύργο, βρίσκοντας την Ηλαίην».

Η Άμερλιν ένευσε, σαν να ήταν όλα αυτά αμελητέα. Τα φρύδια της Μουαραίν υψώθηκαν από την έκπληξη, πριν συγκρατηθεί και γαληνέψει την έκφραση της. Ήταν τα δύο θέματα που προκαλούσαν τη μεγαλύτερη αγωνία στην Αίθουσα του Πύργου, το ότι κάθε χρόνο φαινόταν να βρίσκουν όλο και λιγότερες κοπέλες που να μπορούν να διαβιβάσουν τη Μία Δύναμη, και το ότι έβρισκαν όλο και λιγότερες που να είναι πραγματικά ισχυρές. Χειρότερο από το φόβο εκείνων που κατηγορούσαν τις Άες Σεντάι για το Τσάκισμα του Κόσμου, χειρότερο από το μίσος των Τέκνων του Φωτός, χειρότερο ακόμα κι από τα σχέδια των Σκοτεινόφιλων, ήταν το κατρακύλισμα των αριθμών των Άες Σεντάι και η κάμψη των ικανοτήτων τους. Οι διάδρομοι του Λευκού Πύργου ήταν έρημοι, εκεί που παλιά περνούσαν πλήθη, και αυτό που παλιά μπορούσε άνετα να γίνει με τη Μία Δύναμη, τώρα γινόταν μόνο με δυσκολία, ή και καθόλου.

«Η Ελάιντα έχει κι άλλο λόγο που έρχεται στην Ταρ Βάλον, Κόρη. Έστειλε το ίδιο μήνυμα με έξι διαφορετικά περιστέρια, για να είναι σίγουρη ότι θα το λάβω —και που αλλού στην Ταρ Βάλον έστειλε περιστέρια, μόνο να υποθέσω μπορώ— και ύστερα ήρθε και η ίδια. Είπε στην Αίθουσα του Πύργου ότι ασχολείσαι μ’ έναν νεαρό, που είναι τα’βίρεν, κι επικίνδυνος. Ο νεαρός έμενε σ’ ένα πανδοχείο στο Κάεμλυν, είπε η Ελάιντα, αλλά, όταν το ανακάλυψε, βρήκε ότι τον είχες φυγαδεύσει».

«Οι άνθρωποι εκείνου του πανδοχείου μας υπηρέτησαν πιστά, Μητέρα. Αν τους πείραξε...» Η Μουαραίν δεν μπόρεσε να κρύψει την τραχύτητα της φωνής της, κι άκουσε τη Ληάνε να σαλεύει πίσω της. Κανείς δεν μιλούσε στην Έδρα της Άμερλιν μ’ αυτόν τον τόνο· ούτε ακόμα και βασιλιάς από το θρόνο του.

«Θα ’πρεπε να ξέρεις, Κόρη», είπε ξερά η Άμερλιν, «ότι η Ελάιντα δεν πειράζει κανέναν, παρά μόνο όσους θεωρεί επικίνδυνους Σκοτεινόφιλους, ή εκείνους τους ανόητους άνδρες, που προσπαθούν να διαβιβάσουν τη Μία Δύναμη. Ή εκείνους που απειλούν την Ταρ Βάλον. Στο δικό της βλέμμα, όσοι δεν είναι Άες Σεντάι είναι σαν πιόνια σε άβακα για παιχνίδι λίθων. Ευτυχώς γι’ αυτόν, ο πανδοχέας, κάποιος Αφέντης Γκιλ, αν θυμάμαι, μοιάζει να έχει μεγάλη ιδέα για τις Άες Σεντάι, κι έτσι απάντησε ικανοποιητικά στις ερωτήσεις της. Μάλιστα η Ελάιντα είπε καλά λόγια γι’ αυτόν. Όμως μίλησε περισσότερο για τον νεαρό που πήρες μαζί σου. Πιο επικίνδυνος από κάθε άλλον άνδρα μετά τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο, είπε. Έχει μερικές φορές την Πρόβλεψη, ξέρεις, και τα λόγια της έχουν μεγάλη βαρύτητα στην Αίθουσα».

Για χάρη της Ληάνε, η Μουαραίν έκανε τη φωνή της όσο πιο ταπεινή μπορούσε. Δεν ήταν και πολύ ταπεινή, αλλά δεν μπορούσε να την κάνει καλύτερη. «Έχω τρεις νεαρούς μαζί μου, Μητέρα, όμως κανείς τους δεν είναι βασιλιάς, και πολύ αμφιβάλλω αν κάποιος απ’ αυτούς ονειρεύεται να ενώσει όλο τον κόσμο υπό έναν ηγέτη. Κανείς δεν έχει ονειρευτεί το όνειρο του Άρτουρ του Γερακόφτερου μετά τον Εκατονταετή Πόλεμο»,

«Ναι, Κόρη. Χωριατόπαιδα, αυτό μου είπε ο Άρχοντας Άγκελμαρ. Μα ένας απ’ αυτούς είναι Τα’βίρεν». Το βλέμμα της Άμερλιν πλανήθηκε πάλι στον πεπλατυσμένο κύβο. «Προτάθηκε στην Αίθουσα να αναχωρήσεις σε ησυχαστήριο για να στοχαστείς. Το έθεσε μια από τις Καθήμενες του Πράσινου, ενώ οι άλλες ένευαν πως συμφωνούσαν καθώς μιλούσε».

Η Ληάνε έκανε ένα ήχο αηδίας, ή ίσως ενόχλησης. Πάντα έμενε στην άκρη, όταν μιλούσε η Έδρα της Άμερλιν, όμως η Μουαραίν τώρα δικαιολογούσε αυτή τη μικρή διακοπή. Το Πράσινο Άτζα ήταν σύμμαχος του Γαλάζιου επί χίλια χρόνια· από την εποχή του Άρτουρ του Γερακόφτερου, μιλούσαν με μια φωνή. «Δεν έχω την παραμικρή επιθυμία να σκαλίζω λαχανικά σε κάποιο μακρινό χωριουδάκι, Μητέρα». Ούτε και θα το κάνω, κι ας πει ό,τι θέλει η Αίθουσα του Πύργου.

«Πέραν τούτου, προτάθηκε, πάλι από το Πράσινο, να δοθεί η φροντίδα σου κατά τη διάρκεια της αναχώρησής σου στο Κόκκινο Άτζα. Οι Κόκκινες Καθήμενες προσπάθησαν να δείξουν έκπληξη, αλλά έμοιαζαν με ψαροπούλια, που ξέρουν ότι η λεία ήταν αφύλαχτη». Η Άμερλιν ξεφύσηξε. «Οι Κόκκινες προσποιήθηκαν ότι ήταν απρόθυμες να αναλάβουν την κηδεμονία κάποιας που δεν ανήκει στο Άτζα τους, αλλά είπαν ότι θα υποτάσσονταν στις επιθυμίες της Αίθουσας».

Άθελά της, η Μουαραίν ανατρίχιασε. «Αυτό θα ήταν... εξαιρετικά δυσάρεστο, Μητέρα». Θα ήταν χειρότερο από δυσάρεστο, πολύ χειρότερο· οι Κόκκινες δεν ήταν ποτέ τους ευγενικές. Παραμέρισε αυτή τη σκέψη, για να ασχοληθεί αργότερα. «Μητέρα, δεν καταλαβαίνω αυτή την συμμαχία, όπως φαίνεται, μεταξύ των Πράσινων και των Κόκκινων. Οι πεποιθήσεις τους, η στάση τους απέναντι στους άνδρες, η άποψή τους για τους σκοπούς μας ως Άες Σεντάι, είναι άκρως αντίθετες. Μια Κόκκινη και μια Πράσινη δεν μπορούν καν να μιλήσουν μεταξύ τους χωρίς να καταλήξουν σε καυγά».

«Τα πράγματα αλλάζουν, Κόρη. Είμαι η πέμπτη κατά σειρά που ανεβάζει στην Έδρα της Άμερλιν το Γαλάζιο. Ίσως νομίζουν ότι αυτό παρατράβηξε, ή ίσως ο τρόπος σκέψης των Γαλάζιων δεν αρκεί πια σε έναν κόσμο γεμάτο ψεύτικους Δράκοντες. Μετά από χίλια χρόνια, πολλά πράγματα αλλάζουν». Η Άμερλιν έκανε ένα μορφασμό και συνέχισε σαν να μονολογούσε. «Τα παλιά τείχη καταρρέουν και οι παλιοί φραγμοί εξασθενούν». Τινάχτηκε λιγάκι και μίλησε με πιο σταθερή φωνή. «Έγινε κι άλλη μια πρόταση, που ακόμα βρωμά, σαν ψάρι που μια βδομάδα σαπίζει στο μόλο. Εφόσον η Ληάνε ανήκει στο Γαλάζιο Άτζα, απ’ όπου προέρχομαι κι εγώ, τέθηκε το ζήτημα ότι, στέλνοντας μαζί μου δύο αδελφές του Γαλάζιου σ’ αυτό το ταξίδι, θα έδιναν τέσσερις εκπροσώπους στο Γαλάζιο. Αυτό τέθηκε στην Αίθουσα, μπροστά μου, σαν να συζητούσαν για επισκευές στις αποχετεύσεις. Δύο Λευκές Αδελφές μίλησαν εναντίον μου, και δύο Πράσινες. Οι Κίτρινες άρχισαν να μουρμουρίζουν μεταξύ τους, και μετά δεν πήραν θέση, ούτε υπέρ ούτε κατά. Άλλη μια να έλεγε όχι, και οι αδελφές σου, η Ανάγια και η Μάιγκαν, δεν θα ήταν εδώ. Μέχρι που συζητήθηκε, εκεί στα φανερά, μήπως δεν έπρεπε να φύγω καν από τον Λευκό Πύργο».

Η Μουαραίν ένιωσε μεγαλύτερο σοκ από πριν, που είχε ακούσει ότι το Κόκκινο Άτζα την ήθελε στα χέρια του. Απ’ όποιο Άτζα και να προερχόταν, η Τηρήτρια των Χρονικών μιλούσε μόνο εκ μέρους της Έδρας της Άμερλιν, και η Έδρα της Άμερλιν μιλούσε εκ μέρους όλων των Άες Σεντάι και όλων των Άτζα. Πάντα έτσι ήταν και κανένας δεν είχε τολμήσει ποτέ να πει το αντίθετο, ούτε ακόμα και στους πιο σκοτεινούς καιρούς των Πολέμων των Τρόλοκ, ούτε ακόμα κι όταν οι στρατιές του Άρτουρ του Γερακόφτερου είχαν μαντρώσει στην Ταρ Βάλον όλες τις Άες Σεντάι που είχαν επιζήσει. Πάνω απ’ όλα, η Έδρα της Άμερλιν ήταν η Έδρα της Άμερλιν. Όλες οι Άες Σεντάι είχαν ορκιστεί να την υπακούουν. Καμία τους δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τις πράξης της, ή το πού σκόπευε να πάει. Αυτή η πρόταση ήταν αντίθετη με τρισχιλιετή έθιμα και νόμους.

«Ποιος θα το τολμούσε, Μητέρα;»

Το γέλιο της Έδρας της Άμερλιν ήταν πικρόχολο. «Σχεδόν όλοι, Κόρη. Στο Κάεμλυν ξέσπασαν ταραχές. Το Μεγάλο Κυνήγι αναγγέλθηκε χωρίς να το μυριστούμε πριν την ανακοίνωση. Ψεύτικοι Δράκοντες ξεπηδούν σαν κοκκινοκούδουνα μετά τη βροχή. Έθνη σβήνουν, και περισσότεροι ευγενείς από κάθε άλλη φορά παίζουν το Παιχνίδι των Οίκων από τότε που οι Άρτουρ ο Γερακόφτερος ξερίζωσε τις δολοπλοκίες τους. Και το χειρότερο, όλες μας ξέρουμε ότι ο Σκοτεινός σαλεύει ξανά. Αν υπάρχει μια αδελφή που δεν πιστεύει ότι ο Λευκός Πύργος μένει πίσω από τα γεγονότα, τότε ή είναι του Καφέ Άτζα, ή πεθαμένη. Δεν μας μένει πολύς χρόνος, Κόρη. Μερικές φορές τον νιώθω να κυλά τόσο γρήγορα».

«Όπως λες, Μητέρα, τα πράγματα αλλάζουν. Αλλά υπάρχουν μεγαλύτεροι κίνδυνοι έξω από τα Λαμπερά Τείχη παρά μέσα».

Για μια ατέλειωτη στιγμή η Άμερλιν στάθηκε μπροστά στο σταθερό βλέμμα της Μουαραίν, και ύστερα ένευσε αργά. «Άφησέ μας, Ληάνε. Θέλω να μιλήσω μονάχη στην Κόρη μου τη Μουαραίν».

Η Ληάνε μόνο για μια στιγμή δίστασε πριν πει, «Όπως επιθυμείς, Μητέρα». Η Μουαραίν ένιωσε την έκπληξη της. Η Άμερλιν δεν δεχόταν πολύ κόσμο δίχως την παρουσία της Τηρήτριας, ειδικά μια αδελφή την οποία είχε λόγους να ψέξει.

Η πόρτα άνοιξε κι έκλεισε πίσω από τη Ληάνε. Δεν Θα έλεγε λέξη στον προθάλαμο για όσα είχαν διαμειφθεί εκεί μέσα, αλλά η είδηση ότι η Μουαραίν ήταν μόνη μαζί με την Έδρα της Άμερλιν θα απλωνόταν στις Άες Σεντάι του Φαλ Ντάρα σαν πυρκαγιά σε ξερό δάσος, και όλες θα άρχιζαν να κάνουν υποθέσεις.

Μόλις έκλεισε η πόρτα, η Άμερλιν σηκώθηκε, και η Μουαραίν ένιωσε ένα στιγμιαίο γαργαλητό στην επιδερμίδα της, καθώς η άλλη γυναίκα διαβίβαζε τη Μία Δύναμη. Για μια στιγμή, η Έδρα της Άμερλιν της φάνηκε περικυκλωμένη από μια λαμπερή άλω.

«Δεν ξέρω αν καμιά άλλη ξέρει το παλιό σου κόλπο», είπε η Έδρα της Άμερλιν, αγγίζοντας ανάλαφρα μ’ ένα δάχτυλο τη γαλάζια πέτρα στο μέτωπο της Μουαραίν, «αλλά οι πιο πολλές θυμόμαστε κάποια κολπάκια από τότε που ήμασταν παιδιά. Πάντως, τώρα δεν μας ακούει κανείς».

Ξαφνικά τύλιξε τα χέρια της γύρω από τη Μουαραίν, μια ζεστή αγκαλιά μεταξύ παλιών φιλενάδων η Μουαραίν την ανταπέδωσε.

«Είσαι η μοναδική, Μουαραίν, με την οποία μπορώ να θυμηθώ ποια ήμουν. Ακόμα και η Ληάνε πάντα κάνει ότι έγινα το οράριο και το ραβδί, ακόμα κι όταν είμαστε μόνες, λες και δεν χαχανίζαμε παρέα όταν ήμασταν μαθητευόμενες. Μερικές φορές λέω μακάρι να ήμασταν ακόμα μαθητευόμενες, εγώ κι εσύ. Ακόμα αθώες, να βλέπουμε τα πάντα σαν ιστορία βάρδου που βγήκε αληθινή, ακόμα αθώες, για να νομίζουμε ότι θα μπορούσαμε να βρούμε άνδρες —θα ήταν πρίγκιπες, θυμάσαι;— που θα άντεχαν να ζήσουν με γυναίκες που έχουν τη δύναμη των Άες Σεντάι. Αρκετά αθώες για να ονειρευόμαστε ότι η ιστορία του βάρδου θα είχε ευτυχισμένο τέλος, ότι θα ζούσαμε τη ζωή μας όπως οι άλλες γυναίκες, απλώς με κάτι παραπάνω απ’ αυτές».

«Είμαστε Άες Σεντάι, Σιουάν. Έχουμε το καθήκον μας. Ακόμα κι αν εμείς οι δύο δεν είχαμε γεννηθεί με την ικανότητα να διαβιβάζουμε, θα τα εγκατέλειπες όλα για ένα σπιτικό κι έναν σύζυγο, έστω κι αν ήταν πρίγκιπας; Δεν το πιστεύω. Είναι το όνειρο μιας νοικοκυράς από χωριό. Ακόμα και οι Πράσινες δεν το τραβάνε τόσο».

Η Άμερλιν έκανε ένα βήμα πίσω. «Όχι, δεν θα τα εγκατέλειπα. Τις περισσότερες φορές, αυτό λέω. Αλλά ήρθαν στιγμές που ζήλεψα τη νοικοκυρά του χωριού. Αυτή τη στιγμή, σχεδόν έτσι νιώθω. Μουαραίν, αν κανείς ανακαλύψει, ακόμα και η Ληάνε, τι σχεδιάζουμε, τότε θα μας σιγανέψουν και τις δύο. Και δεν μπορώ να πω ότι θα είναι λάθος τους».

Загрузка...