3 Φίλοι κι Εχθροί

Ο Ραντ δεν έτρεξε πολύ, μόνο μέχρι την άλλη γωνία πέρα από το στάβλο, όπου ήταν η μικρή πύλη. Σταμάτησε να τρέχει πριν φτάσει και συνέχισε περπατώντας, προσπαθώντας να φαίνεται άνετος και ανέμελος.

Η αψιδωτή πύλη ήταν κλειστή και σφαλισμένη. Μόλις που ήταν αρκετά φαρδιά για να χωρούν δύο καβαλάρηδες, όμως, όπως όλες οι άλλες πύλες των εξωτερικών τειχών, ήταν καλυμμένη με πλατιές λωρίδες από μαύρο σίδερο και έκλεινε γερά με ένα χοντρό σύρτη. Δύο σκοποί στέκονταν μπροστά στην πύλη, φορώντας απλά κωνικά κράνη και πλεχτή αρματωσιά με πλάκες, με μακριά σπαθιά στην πλάτη. Οι χρυσαφένιες χλαίνες τους είχαν στο στήθος το σήμα του Μαύρου Γερακιού. Ήξερε λιγάκι τον έναν από τους δύο, τον Ράγκαν. Η ουλή από ένα βέλος των Τρόλοκ σχημάτιζε ένα άσπρο τρίγωνο, το οποίο δημιουργούσε αντίθεση με το μαυριδερό πρόσωπο του Ράγκαν, πίσω από την προσωπίδα του κράνους του. Όταν είδε τον Ραντ, το σουφρωμένο δέρμα γέμισε ρυτίδες από το χαμόγελο που φάνηκε.

«Η ειρήνη να σου χαμογελά, Ραντ αλ’Θορ». Ο Ράγκαν σχεδόν φώναζε για να ακουστεί μέσα στις κωδωνοκρουσίες. «Πας να χτυπήσεις τους λαγούς κατακούτελα, ή μήπως επιμένεις ακόμα ότι αυτό το ραβδί είναι τόξο;» Ο άλλος σκοπός έκανε μια μικρή κίνηση για να έρθει μπροστά στην πύλη.

«Η ειρήνη να σου χαμογελά, Ράγκαν», είπε ο Ραντ, σταματώντας μπροστά τους. Του ήταν κόπος να κρατήσει τη φωνή του ήρεμη. «Ξέρεις ότι είναι τόξο. Με έχεις δει να ρίχνω βέλος μ’ αυτό».

«Πάνω στο άλογο δεν κάνει τίποτα», είπε ξινά ο άλλος φρουρός. Ο Ραντ τώρα τον αναγνώρισε· τα βαθιά, σχεδόν κατάμαυρα μάτια του ποτέ δεν έμοιαζαν να ανοιγοκλείνουν. Κοίταζαν μέσα από το κράνος, σαν δίδυμες σπηλιές μέσα σε μια άλλη σπηλιά. Υπέθεσε ότι θα μπορούσε να του λάχει και χειρότερη κακοτυχία από το να δει τον Μασέμα σκοπό στην πύλη, αλλά δεν ήξερε πώς, εκτός ίσως αν έβρισκε εκεί και μια Κόκκινη Άες Σεντάι. «Πολύ μακρύ», πρόσθεσε ο Μασέμα. «Μπορώ να ρίξω τρία βέλη με κανονικό τόξο, μέχρι εσύ να αμολήσεις ένα μ’ αυτό το θηρίο».

Ο Ραντ χαμογέλασε βεβιασμένα, σαν να το είχε πάρει γι’ αστείο. Ο Μασέμα ποτέ δεν είχε πει αστείο μπροστά του, ούτε είχε γελάσει με κανένα. Οι περισσότεροι άνδρες του Φαλ Ντάρα αποδέχονταν τον Ραντ· γυμναζόταν με τον Λαν και ο Άρχοντας Άγκελμαρ τον είχε στο τραπέζι του, και, το πιο σημαντικό, είχε φτάσει στο Φαλ Ντάρα παρέα με τη Μουαραίν, μια Άες Σεντάι. Μερικοί δυσκολεύονταν να ξεχάσουν πως ήταν ξενομερίτης και μετά βίας του έλεγαν δυο κουβέντες, και αυτές μονάχα αν υπήρχε ανάγκη. Ο Μασέμα ήταν ο χειρότερος απ’ αυτούς.

«Για μένα καλό είναι», είπε ο Ραντ. «Μιας και λέμε για κουνέλια, Ράγκαν, δεν μ’ αφήνεις να βγω; Τόση φασαρία και κακό δεν τα αντέχω. Καλύτερα να βγω να κυνηγήσω κουνέλια, ακόμα κι αν δεν δω ούτε ένα».

Ο Ράγκαν γύρισε να κοιτάξει τον σύντροφό του, και ο Ραντ ένιωσε τις ελπίδες του να ζωντανεύουν. Ο Ράγκαν ήταν φιλικός, ο τρόπος του ήταν αντίθετος απ’ ό,τι έδειχνε η απαίσια ουλή του, και έμοιαζε να συμπαθεί τον Ραντ. Αλλά ο Μασέμα ήδη κουνούσε το κεφάλι. Ο Ράγκαν αναστέναξε. «Δεν γίνεται, Ραντ αλ’Θορ». Έδειξε τον Μασέμα κουνώντας ελαφρά το κεφάλι, σαν να του εξηγούσε. Αν ήταν στο χέρι του... «Κανένας δεν φεύγει χωρίς γραπτή άδεια. Κρίμα που δεν ήρθες πριν λίγα λεπτά. Η διαταγή μόλις τώρα ήρθε να αμπαρώσουμε τις πύλες».

«Μα γιατί ο Άρχοντας Άγκελμαρ να θέλει να κρατήσει εμένα μέσα;» Ο Μασέμα κοίταζε τους μπόγους στην πλάτη του Ραντ και τα σακίδια της σέλας του. Ο Ραντ προσπάθησε να μην του δώσει σημασία. «Είμαι καλεσμένος του», συνέχισε να λέει στον Ράγκαν. «Στην τιμή μου, θα μπορούσα να είχα φύγει οποιαδήποτε στιγμή τις περασμένες βδομάδες. Γιατί να εννοούσε εμένα μ’ αυτή τη διαταγή; Η διαταγή είναι του Άρχοντα Άγκελμαρ, ε;» Ο Μασέμα ανοιγόκλεισε τα μάτια όταν το άκουσε αυτό και συνοφρυώθηκε ακόμα πιο πολύ απ’ όσο συνήθως· σχεδόν φάνηκε να ξεχνά τα μπαγκάζια του Ραντ.

Ο Ράγκαν γέλασε. «Ποιος άλλος να δώσει τέτοια διαταγή, Ραντ αλ’Θορ; Βεβαίως, αυτός που την έφερε σε μένα ήταν ο Ούνο, αλλά ποιανού διαταγή να είναι;»

Ό Μασέμα, που είχε καρφώσει το βλέμμα στο πρόσωπο του Ραντ, δεν βλεφάρισε καν. «Δεν θέλω τίποτα, απλώς να βγω μια βόλτα μόνος μου», είπε ο Ραντ. «Αφού είναι έτσι, λέω να πάω στους κήπους. Δεν έχει λαγούς εκεί, αλλά τουλάχιστον δεν θα είναι πήχτρα στον κόσμο. Το Φως να σας φωτίζει, και η ειρήνη να σας χαμογελά».

Τους άφησε κι έφυγε, χωρίς να περιμένει να αποκριθούν στην ευχή του, αποφασισμένος να μην πλησιάσει τους κήπους για οποιοδήποτε λόγο. Που να καώ, όταν τελειώσει η τελετή μπορεί να έχει Άες Σεντάι σε κάθε κήπο. Νιώθοντας το βλέμμα του Μασέμα να του καίει την πλάτη —ήταν σίγουρος πως ήταν ο Μασέμα— φρόντισε να μην ταχύνει το βήμα.

Ξαφνικά οι καμπάνες έπαψαν να χτυπούν και ο Ραντ παραλίγο θα σκόνταφτε. Τα λεπτά κυλούσαν. Κυλούσαν κι έφευγαν. Ήταν ώρα να πάνε την Έδρα της Άμερλιν στα δωμάτιά της. Ώρα να στείλει να τον φέρουν, και να αρχίσει έρευνα, επειδή δεν θα τον έβρισκαν. Όταν βρέθηκε σε σημείο που δεν φαινόταν από τη μικρή πύλη, ξανάρχισε να τρέχει.

Κοντά στα μαγειρεία των στρατώνων ήταν η Πύλη των Αμαξών, απ’ όπου έφερναν τις προμήθειες του οχυρού· ήταν κλειστή και αμπαρωμένη, με δυο στρατιώτες μπροστά της. Ο Ραντ πέρασε βιαστικά, διασχίζοντας την αυλή των μαγειρείων σαν να είχε εξαρχής άλλο προορισμό.

Η Πύλη των Σκύλων, στο πίσω μέρος του οχυρού, η οποία ήταν μόλις αρκετά ψηλή και πλατιά για να περνά κάποιος πεζός, είχε κι αυτή τους σκοπούς της. Γύρισε πίσω, πριν προλάβουν να τον δουν. Δεν υπήρχαν πολλές πύλες, παρά το μέγεθος του οχυρού, αλλά, αν φύλαγαν την Πύλη των Σκύλων, τότε θα τις φύλαγαν όλες.

Ίσως έβρισκε λίγο σχοινί... Πήρε τις σκάλες για να βγει στο εξωτερικό τείχος, στο πλατύ διάζωμα με τις επάλξεις. Δεν ήταν άνετη θέση, αφού βρισκόταν τόσο ψηλά και θα ήταν εκτεθειμένος, αν ξαναρχόταν εκείνος ο άνεμος, αλλά από κει μπορούσε να δει πέρα από τις ψηλές καμινάδες και ας δίριχτες στέγες των σπιτιών, μέχρι τα τείχη της πόλης. Ακόμα και μετά από ένα μήνα εδώ, τα σπίτια φαίνονταν παράξενα στα μάτια του, τα οποία είχαν συνηθίσει αλλιώς στους Δύο Ποταμούς» με τα γεισώματα που έφταναν σχεδόν ως το χώμα, σαν να ήταν όλο το σπίτι μονάχα η στέγη, με τις καμινάδες τους, οι οποίες ήταν γερτές για να πέφτει το χιόνι που μαζευόταν βαρύ. Μια πλατειά, πλακόστρωτη πλατεία περιέβαλλε το οχυρό, αλλά σε απόσταση μόλις εκατό απλωσιών από το τείχος υπήρχαν δρόμοι γεμάτοι ανθρώπους, οι οποίοι πήγαιναν στις δουλειές τους· μαγαζάτορες με ποδιές κάτω από τις τέντες των καταστημάτων τους, αγρότες με κακοραμμένα ρούχα, που είχαν έρθει στην πόλη για να αγοράσουν και να πουλήσουν, πραματευτές και τεχνίτες και κάτοικοι της πόλης, μαζεμένοι σαν κόμποι στο πλήθος, δίχως αμφιβολία για να μιλήσουν για την επίσκεψη-έκπληξη της Έδρας της Άμερλιν. Ο Ραντ είδε κάρα και ανθρώπους να περνούν από μια πύλη του τείχους της πόλης. Προφανώς οι φρουροί εκεί δεν είχαν διαταγή να σταματήσουν κανέναν.

Σήκωσε τα μάτια στην κοντινότερη σκοπιά· ένας από τους στρατιώτες ύψωσε το γαντοφορεμένο χέρι του. Ο Ραντ, γελώντας πικρά, του ανταπέδωσε το χαιρετισμό. Ούτε σπιθαμή του τείχους δεν ξέφευγε από το βλέμμα των φρουρών. Έγειρε στην έπαλξη και κοίταξε πέρα από τις σχισμές, που υπήρχαν στην πέτρα για να στήνονται εξέδρες, προς την ατέλειωτη πέτρινη επιφάνεια και την τάφρο παρακάτω. Είχε πλάτος είκοσι απλωσιές και βάθος δέκα, ήταν καλυμμένη με πέτρες, που ήταν λειασμένες για να γίνουν λείες και γλιστερές. Την περικύκλωνε ένα χαμηλό τοιχάκι, για να μην πέσει κανείς μέσα κατά λάθος, το οποίο ήταν κεκλιμένο για να μην προσφέρει κρυψώνα. Στον πυθμένα της τάφρου υπήρχε ένα δάσος από πασσάλους, μυτερούς σαν καρφιά. Δεν θα μπορούσε να τη διασχίσει, ακόμα κι αν έβρισκε σκοινί και δεν τον παρακολουθούσαν οι φρουροί. Αυτό που θα κρατούσε τους Τρόλοκ έξω στην έσχατη ανάγκη, τώρα κρατούσε τον ίδιο μέσα.

Ξαφνικά ένιωσε κατάκοπος, ξεθεωμένος. Η Έδρα της Άμερλιν ήταν εδώ και δεν υπήρχε διέξοδος. Δεν υπήρχε διέξοδος και η Έδρα της Άμερλιν ήταν εδώ. Αν ήξερε ότι ο Ραντ ήταν εδώ, αν είχε στείλει τον άνεμο που τον είχε αρπάξει, τότε τον είχε ήδη βάλει στο κυνήγι, τον κυνηγούσε με τις δυνάμεις των Άες Σεντάι. Πιο τυχερός θα ήταν ένας λαγός μπροστά στο τόξο του. Ο Ραντ όμως δεν το έβαλε κάτω. Υπήρχε κόσμος που έλεγε ότι οι άνθρωποι στους Δύο Ποταμούς έδιναν μαθήματα υπομονής στις πέτρες και πείσματος στα μουλάρια. Όταν δεν τους είχε απομείνει τίποτα άλλο, οι Διποταμίτες είχαν ακόμα το πείσμα τους.

Άφησε το τείχος και περιπλανήθηκε στο οχυρό. Δεν πρόσεχε πού πήγαινε, αρκεί να μην ήταν μέρος που Θα τον περίμεναν. Μακριά από το δωμάτιό του, από τους στάβλους, από τις πύλες —ο Μασέμα ίσως αψηφούσε τις διαμαρτυρίες του Ούνο και ανέφερε ότι ο Ραντ είχε προσπαθήσει να φύγει— κι από τους κήπους. Το μόνο που είχε στο μυαλό του ήταν να αποφύγει κάθε Άες Σεντάι. Ακόμα και τη Μουαραίν. Εκείνη όμως ήξερε γι’ αυτόν. Αλλά δεν είχε κάνει καμία κίνηση εναντίον του. Ως τώρα. Απ’ όσο ξέρεις. Όμως, αν άλλαξε γνώμη; Μπορεί να κάλεσε την Έδρα της Άμερλιν.

Για μια στιγμή, νιώθοντας χαμένος, έγειρε στον τοίχο του διαδρόμου, νιώθοντας την πέτρα σκληρή κόντρα στον ώμο του. Με το βλέμμα άδειο, κοίταξε στο βάθος το τίποτα, και είδε πράγματα που δεν ήθελε να δει. Ειρηνεμένος. Θα ήταν τόσο άσχημο αυτό, να τελείωναν όλα; Στ’ αλήθεια να τελείωναν; Έκλεισε τα μάτια, μα πάλι έβλεπε τον εαυτό του να ζαρώνει, σαν λαγός που δεν είχε μέρος να κρυφτεί, και τις Άες Σεντάι να τον πλησιάζουν σαν κοράκια. Σχεδόν πάντα πεθαίνουν λίγο μετά, οι άνδρες που ειρηνεύονταν. Δεν Θέλουν άλλο τη ζωή. Θυμόταν πολύ καλά τα λόγια του Θομ Μέριλιν και δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει κάτι τέτοιο. Κούνησε με δύναμη το κεφάλι και συνέχισε να προχωρά στο διάδρομο. Δεν ήταν ανάγκη να μείνει στο ίδιο μέρος μέχρι να τον βρουν. Πόσο ακόμα για να σε βρουν; Είσαι σαν πρόβατο σε μαντρί. Πόσο ακόμα; Άγγιξε τη λαβή του σπαθιού στο πλευρό του. Όχι, όχι πρόβατο. Ούτε για τις Άες Σεντάι, ούτε για κανέναν άλλο. Ένιωθε λιγάκι ανόητος, μα κι αποφασισμένος.

Οι άνθρωποι γυρνούσαν στις δουλειές τους. Οχλοβοή και κλαγγές κατσαρολικών γέμιζαν την κουζίνα που ήταν πιο κοντά στη Μεγάλη Αίθουσα, εκεί που η Έδρα της Άμερλιν και η συνοδεία της θα είχαν το βράδυ γιορτινό δείπνο. Οι μαγείρισσες και οι λαντζιέρες και οι βοηθοί σερβιτόροι πηγαινοέρχονταν σχεδόν τροχάδην τα σκυλιά έτρεχαν σταθερά μέσα σε καλαμένιους τροχούς για να γυρνούν τα κρέατα στις σούβλες. Ο Ραντ πέρασε βιαστικά μέσα από τους αχνούς και την κάψα, τις μυρωδιές των μπαχαρικών και των φαγητών. Κανείς δεν του έριξε δεύτερη ματιά· όλοι ήταν απορροφημένοι στις δουλειές τους.

Οι πίσω θάλαμοι, όπου οι υπηρέτες ζούσαν σε μικρά καταλύματα, έμοιαζαν με ξεσηκωμένο μελίσσι, καθώς άνδρες και γυναίκες έσπευδαν να φορέσουν επίσημα ρούχα. Τα παιδιά έπαιζαν σε γωνίες, για να μην εμποδίζουν. Τα αγόρια ανέμιζαν ξύλινα σπαθιά, και τα κορίτσια έπαιζαν με σκαλισμένες κούκλες, και κάποια ανακοίνωναν ότι η δική τους κούκλα ήταν η Έδρα της Άμερλιν. Οι περισσότερες πόρτες έστεκαν ορθάνοιχτες, με κουρτίνες από χάντρες μόνο να κλείνουν την είσοδο. Συνήθως αυτό σήμαινε ότι όποιος έμενε εκεί δεν είχε αντίρρηση να δεχθεί επισκέπτη, αλλά σήμερα απλώς έδειχνε βιασύνη. Ακόμα κι αυτοί που υποκλίνονταν στον Ραντ, το έκαναν σχεδόν δίχως να σταματήσουν.

Άραγε, πηγαίνοντας να κάνει τη δουλειά του κάποιος απ’ αυτούς, θα άκουγε ότι αναζητούσαν τον Ραντ και θα έλεγε ότι τον είχε δει; Θα μιλούσε σε μια Άες Σεντάι για να της πει πού να τον βρει; Τα μάτια, που τον προσπερνούσαν ξαφνικά, του φάνηκαν να τον περιεργάζονται ύπουλα, να τον κρίνουν και να τον μετρούν πίσω από την πλάτη του. Στο μυαλό του, ακόμα και τα παιδιά φάνηκαν να έχουν πονηρό ύφος. Ήξερε ότι ήταν μονάχα η φαντασία του —ήταν σίγουρος ότι αυτό έφταιγε· σίγουρα αυτό ήταν— αλλά, όταν άφησε πίσω του τα διαμερίσματα των υπηρετών, ένιωσε σαν να είχε ξεφύγει από παγίδα που ετοιμαζόταν να κλείσει.

Κάποια μέρη του οχυρού ήταν άδεια, αφού οι άνθρωποι που δούλευαν εκεί είχαν πάρει άδεια λόγω της ξαφνικής γιορτής. Στο σιδηρουργείο του οπλοποιού οι φωτιές ήταν σβησμένες, τα αμόνια σιωπηλά. Σιωπηλά. Κρύα. Νεκρά. Αλλά, κατά κάποιον τρόπο, δεν ήταν άδειο. Ένιωσε κάτι να γαργαλά το πετσί του και στριφογύρισε επιτόπου. Κανένας δεν ήταν εκεί. Μονάχα τα μεγάλα τετράγωνα σεντούκια με τα εργαλεία και τα βαρέλια με το λάδι, όπου κρύωναν το καυτό μέταλλο. Οι τρίχες του σβέρκου του ορθώθηκαν και στριφογύρισε ξανά απότομα. Τα σφυριά και οι λαβίδες κρέμονταν στη θέση τους στον τοίχο. Κοίταξε θυμωμένα ολόγυρα στο μεγάλο θάλαμο. Κανένας δεν είναι εδώ. Είναι μονάχα η φαντασία μου. Εκείνος ο άνεμος, και η Άμερλιν αυτά αρκούν για ξυπνήσει η φαντασία μου.

Έξω, στην αυλή του οπλουργού, ο άνεμος στροβιλίστηκε λίγο γύρω του. Νομίζοντας πως ήθελε να τον αρπάξει, ο Ραντ άθελά του αναπήδησε. Του φάνηκε για μια στιγμή ότι μύριζε πάλι αχνή οσμή σαπίλας και ότι είχε ακούσει κάποιον να γελά πονηρά πίσω του. Μόνο για μια στιγμή. Φοβισμένος, έκανε κύκλο, κοιτάζοντας επιφυλακτικά. Η αυλή ήταν στρωμένη με τραχιές πέτρες και μόνο αυτός ήταν εκεί. Δεν είναι παρά μόνο η φαντασία σου! Αλλά το έβαλε στα πόδια, και του φάνηκε ότι πίσω του ξανάκουσε το γέλιο, χωρίς τον άνεμο αυτή τη φορά.

Σε μια αυλή, γεμάτη ξύλα λογής-λογής, η παρουσία επέστρεψε, η εντύπωση ότι κάποιος ήταν εκεί. Τώρα ο Ραντ ένιωθε πιο κοντά του την αίσθηση ματιών, που τον έβλεπαν πίσω από τους ψηλούς σωρούς των καυσόξυλων, κάτω από τα μακριά υπόστεγα, που κρυφοκοίταζαν πάνω από τις στοίβες των σανίδων και των δοκαριών, τα οποία περίμεναν στην άλλη πλευρά για να μεταφερθούν στο μαγαζί του μαραγκού, που τώρα ήταν κλειστό και κλειδωμένο. Ο Ραντ αρνήθηκε να κοιτάξει γύρω του, αρνήθηκε να αναρωτηθεί πώς μπορούσαν δυο μάτια να πάνε τόσο γρήγορα από το ένα μέρος στο άλλο, πώς μπορούσαν να διασχίσουν την αδειανή αυλή από το υπόστεγο με τα καυσόξυλα ως την αποθηκευμένη ξυλεία χωρίς ο ίδιος να δει το παραμικρό παιχνίδισμα της κίνησής τους. Ήταν σίγουρος ότι τα μάτια ήταν μόνο δύο. Φαντασία. Ή μπορεί να άρχισε κιόλας να μου στρίβει. Ανατρίχιασε, Όχι ακόμα. Φως μου, σε παρακαλώ, όχι ακόμα. Προχώρησε επιφυλακτικά στην αυλή, με το σώμα μουδιασμένο, και ο αθέατος παρατηρητής τον ακολούθησε.

Ο Ραντ κατέβηκε σε βαθιούς διαδρόμους, που τους φώτιζαν μόνο μισοσβησμένοι δαυλοί, πέρασε από αποθήκες, γεμάτες σακιά ξεραμένα μπιζέλια ή φασόλια, με σειρές από ράφια ξέχειλα από μαραμένα γογγύλια και παντζάρια, με βαρέλια και βαρελάκια, τα οποία είχαν μέσα κρασί ή αλατισμένο βοδινό ή ζύθο· τα μάτια ήταν πάντα εκεί, άλλοτε τον ακολουθούσαν κι άλλοτε περίμεναν μέσα όταν έμπαινε. Δεν άκουσε βήματα άλλα εκτός από τα δικά του, δεν άκουσε πόρτες να τρίζουν, παρά μόνο εκείνες που άνοιγε κι έκλεινε ο ίδιος, μα τα μάτια ήταν εκεί. Φως μου, πράγματι τρελαίνομαι.

Έπειτα άνοιξε την πόρτα άλλης μιας αποθήκης, και ακούστηκαν ανθρώπινες φωνές, ανθρώπινα γέλια, που τον γέμισαν ανακούφιση. Εδώ δεν θα υπήρχαν αθέατα μάτια. Μπήκε μέσα.

Η μισή αίθουσα ήταν γεμάτη ως το ταβάνι με σακιά δημητριακών. Στην άλλη μισή, υπήρχαν άνθρωποι, που σχημάτιζαν ένα πυκνό ημικύκλιο, γονατισμένοι μπροστά σε έναν γυμνό τοίχο. Όλοι έμοιαζαν να φορούν τα δερμάτινα γιλέκα και να έχουν τα κομμένα σε σχήμα κούπας μαλλιά των εργατών. Δεν υπήρχαν εδώ οι κότσοι των πολεμιστών, ούτε λιβρέες. Κανένας που ίσως να τον πρόδιδε κατά λάθος. Σκοπίμως, όμως; Μέσα από το απαλό μουρμουρητό τους ακούστηκε το κροτάλισμα των ζαριών, και κάποιος γέλασε τρανταχτά με τη ζαριά του.

Ο Λόιαλ τους παρακολουθούσε να παίζουν, τρίβοντας σκεπτικός το σαγόνι του με ένα πελώριο δάχτυλο, ενώ το κεφάλι του σχεδόν έφτανε στα δοκάρια της στέγης, που είχε ύψος κοντά στις δύο απλωσιές. Οι τζογαδόροι δεν του έδιναν σημασία. Οι Ογκιρανοί δεν ήταν συνηθισμένο θέαμα στις Μεθόριες, ούτε και πουθενά αλλού, όμως εδώ ήταν γνωστοί και ευπρόσδεκτοι, και ο Λόιαλ είχε περάσει αρκετό καιρό στο Φαλ Ντάρα και η παρουσία του δεν προκαλούσε ιδιαίτερα σχόλια. Η σκούρα τουνίκα του με το σκληρό κολάρο ήταν κουμπωμένη ως επάνω στο λαιμό του και κατέβαινε περνώντας τη μέση, ώσπου έφτανε τις ψηλές μπότες του, και μια από τις μεγάλες τσέπες του φούσκωνε και είχε σακουλιάσει από κάποιο βάρος. Ξέροντάς τον, ο Ραντ θα έλεγε ότι είχε εκεί βιβλία. Ακόμα κι όταν ο Λόιαλ παρακολουθούσε ανθρώπους να παίζουν τυχερά παιχνίδια, κάπου κοντά του θα υπήρχε ένα βιβλίο.

Παρά τα όσα είχαν συμβεί, ο Ραντ χαμογέλασε πλατιά. Αυτό του συνέβαινε συχνά με τον Λόιαλ. Ο Ογκιρανός ήξερε πολλά για μερικά πράγματα, ελάχιστα για άλλα, κι έμοιαζε να θέλει να μάθει τα πάντα. Όμως ο Ραντ ακόμα θυμόταν την πρώτη φορά που είχε δει τον Λόιαλ, με τα φουντωτά αυτιά του και τα φρύδια του που κρέμονταν σαν μακριά μουστάκια και τη μύτη του, που ήταν σχεδόν εξίσου φαρδιά με το πρόσωπό του — τη φορά εκείνη που τον είχε δει και είχε νομίσει πως έβλεπε Τρόλοκ. Ακόμα ντρεπόταν για τότε. Ογκιρανοί και Τρόλοκ, Μυρντράαλ, και πράγματα από τις σκοτεινές γωνιές των ιστοριών που λέγονται τα μεσάνυχτα. Πράγματα από παραμύθια και θρύλους. Αυτό πίστευε πριν φύγει από το Πεδίο του Έμοντ. Αλλά, από τότε που είχε φύγει από την πατρίδα του, είχε δει τόσες ιστορίες να παίρνουν μπροστά του σάρκα και οστά, που είχε χάσει εκείνη τη σιγουριά. Άες Σεντάι και αθέατοι παρατηρητές, και ένας άνεμος που σε άρπαζε και σε έσφιγγε. Το χαμόγελό του έσβησε.

«Όλες οι ιστορίες είναι αληθινές», είπε χαμηλόφωνα.

Τα αυτιά του Λόιαλ σάλεψαν και το κεφάλι του γύρισε προς τον Ραντ. Όταν είδε ποιος ήταν, το πρόσωπο του Ογκιρανού φωτίστηκε από ένα πλατύ χαμόγελο, και τον πλησίασε. «Α, εδώ είσαι». Η φωνή του ήταν ένα βαθύ, βουερό μπουμπουνητό. «Δεν σε είδα στο Καλωσόρισμα. Ήταν κάτι που δεν είχα ξαναδεί. Δύο πράγματα. Το Σιναρανό Καλωσόρισμα, και την Έδρα της Άμερλιν. Πώς σου φαίνεται, δεν δείχνει κουρασμένη; Σίγουρα δεν είναι εύκολο να είσαι η Άμερλιν. Χειρότερο, φαντάζομαι, από το να είσαι Πρεσβύτερος». Κοντοστάθηκε με μια σκεπτική ματιά, αλλά μόνο για να πάρει μια ανάσα. «Πες μου, Ραντ, παίζεις κι εσύ ζάρια; Εδώ παίζουν ένα απλούστερο παιχνίδι, με μόνο τρία ζάρια. Στο στέντιγκ χρησιμοποιούμε τέσσερα. Δεν με αφήνουν να παίζω, ξέρεις. Απλώς λένε, «Δόξα στους Κατασκευαστές», και δεν στοιχηματίζουν εναντίον μου. Λεν μου φαίνεται δίκαιο, εσύ τι λες; Τα ζάρια που χρησιμοποιούν είναι αρκετά μικρά» —κοίταξε κατσουφιάζοντας το χέρι του, που ήταν αρκετά μεγάλο για να πιάσει ανθρώπινο κεφάλι— «αλλά, πάντως, εγώ νομίζω—»

Ο Ραντ τον άρπαξε από το μπράτσο και τον διέκοψε. Οι Κατασκευαστές! «Λόιαλ, οι Ογκιρανοί δεν έχτισαν το Φαλ Ντάρα; Ξέρεις κάποια έξοδο εκτός από τις πύλες; Καμιά τρύπα. Κάναν αγωγό. Οτιδήποτε, αρκεί να χωρά να περάσει άνθρωπος. Και θα ήταν καλό να μην τη χτυπά ο άνεμος».

Ο Λόιαλ έκανε ένα μορφασμό πόνου και οι άκρες των φρυδιών του σχεδόν χάιδεψαν τα μάγουλά του. «Ραντ, οι Ογκιρανοί έχασαν το Μάφαλ Ντανταράνελ, αλλά εκείνη η πόλη καταστράφηκε στους Πολέμους των Τρόλοκ. Αυτό» —άγγιξε ελαφρά τον πέτρινο τοίχο με τα πλατιά ακροδάχτυλά του— «χτίστηκε από ανθρώπους. Μπορώ να σου κάνω το σχέδιο του Μάφαλ Ντανταράνελ —είδα κάποτε τους χάρτες σε ένα παλιό βιβλίο στο Στέντιγκ Σανγκτάι— αλλά για το Φαλ Ντάρα ξέρω όσα κι εσύ. Αλλά είναι καλοφτιαγμένο, ε; Λιτό, μα καλοκαμωμένο».

Ο Ραντ έγειρε καμπουριάζοντας στον τοίχο, κλείνοντας τα μάτια. «Πρέπει να βρω δρόμο για έξω», ψιθύρισε. «Οι πύλες είναι αμπαρωμένες και δεν αφήνουν κανέναν να περάσει, μα εγώ πρέπει να βγω».

«Μα γιατί, Ραντ;» είπε αργά ο Λόιαλ. «Εδώ κανένας Θέλει να σε βλάψει. Είσαι καλά; Ραντ;» Ξαφνικά δυνάμωσε τη φωνή. «Ματ! Πέριν! Μου φαίνεται ότι ο Ραντ είναι άρρωστος».

Ο Ραντ άνοιξε τα μάτια και είδε τους φίλους του να ορθώνονται μέσα στο πλήθος των τζογαδόρων. Τον Ματ Κώθον, που θύμιζε πελαργό με τα μακριά λεπτά μέλη του, μ’ ένα χαμογελάκι, σαν να έβλεπε κάτι αστείο που δεν το έβλεπε κανείς άλλος. Τον δασύτριχο Πέριν Αϋμπάρα, με τους γερούς του ώμους και τα φουσκωμένα μπράτσα από τη δουλειά του μαθητευόμενου σιδερά. Και οι δύο φορούσαν ακόμα τα ίδια που είχαν και στους Δύο Ποταμούς, ρούχα απλά και γερά, αλλά φθαρμένα από τα ταξίδια.

Ο Ματ πέταξε τα ζάρια στο ημικύκλιο καθώς έβγαινε, κι ένας άνδρας φώναξε, «Έλα εδώ, νότιε, δεν μπορείς να τα παρατήσεις τώρα που κερδίζεις».

«Καλύτερα τώρα παρά όταν θα χάνω», είπε ο Ματ γελώντας. Άγγιξε ασυναίσθητα τη μέση του πάνω από το παλτό του και ο Ραντ έκανε ένα μορφασμό. Ο Ματ είχε από κάτω ένα εγχειρίδιο με ρουμπίνι στη λαβή, ένα εγχειρίδιο που δεν το αποχωριζόταν ποτέ, ένα εγχειρίδιο που δεν μπορούσε να το αποχωριστεί ποτέ. Ήταν μια μολυσμένη λεπίδα, από τη νεκρή πόλη της Σαντάρ Λογκόθ, που την είχε μολύνει και χαλάσει μια κακή δύναμη, κακή σχεδόν όσο κι ο Σκοτεινός, ένα κακό που είχε αφανίσει τη Σαντάρ Λογκόθ πριν δύο χιλιάδες χρόνια, αλλά όμως ζούσε ακόμα ανάμεσα στα εγκαταλειμμένα ερείπια. Αυτό το μόλυσμα θα σκότωνε τον Ματ, αν κρατούσε το εγχειρίδιο· θα τον σκότωνε ακόμα πιο γρήγορα, αν το παρατούσε. «Θα ’χεις άλλη φορά την ευκαιρία να κερδίσεις τα λεφτά σου». Το ειρωνικό ξεφύσημα των γονατισμένων ανδρών έδειξε πως, κατά τη γνώμη τους, τέτοια ευκαιρία δεν θα ξαναρχόταν.

Ο Πέριν είχε το βλέμμα χαμηλωμένο, καθώς ακολουθούσε τον Ματ για να έρθουν στον Ραντ. Ο Πέριν πάντα είχε το βλέμμα χαμηλωμένο αυτόν τον καιρό και οι ώμοι του ήταν πεσμένοι, σαν να κουβαλούσε βάρος που δεν το άντεχαν παρά τον όγκο τους.

«Τι έγινε, Ραντ;» ρώτησε ο Ματ. «Είσαι κάτασπρος σαν το πουκάμισό σου. Ε! Πού βρήκες τέτοια ρούχα; Έγινες Σιναρανός; Μπορεί να πάρω κι εγώ τέτοιο παλτό, με καλό πουκάμισο». Χτύπησε την τσέπη του παλτού του κι ακούστηκαν κέρματα να κουδουνίζουν. «Φαίνεται έχω μεγάλη τύχη στα ζάρια. Πριν τ’ ακουμπήσω, κερδίζω».

«Δεν χρειάζεται να αγοράσεις τίποτα», είπε κουρασμένα ο Ραντ. «Η Μουαραίν έβαλε να αλλάξουν όλα τα ρούχα μας. Μπορεί να τα έχουν κιόλας κάψει, όλα εκτός απ’ ό,τι φοράτε. Μάλλον η Ελάνσου θα ’ρθει να τα πάρει κι αυτά, και θα ’λεγα να αλλάξετε γρήγορα, πριν τα βγάλει η ίδια από πάνω σας». Ο Πέριν δεν σήκωσε το βλέμμα, όμως τα μάγουλά του κοκκίνισαν το χαμόγελο του Ματ έγινε ακόμα πιο πλατύ, αν και φάνηκε κάπως προσποιητό. Είχαν κι αυτοί διάφορες συναντήσεις στα λουτρά, και μόνο ο Ματ έκανε πως δεν πείραζε. «Και δεν είμαι άρρωστος. Έχει έρθει η Έδρα της Άμερλιν. Ο Λαν είπε... είπε ότι μιας κι αυτή είναι εδώ, θα ήταν καλύτερα αν είχα φύγει από την περασμένη βδομάδα. Πρέπει να φύγω, και οι πόρτες είναι αμπαρωμένες».

«Έτσι είπε;» Ο Ματ έσμιξε τα φρύδια. «Δεν καταλαβαίνω. Ποτέ δεν θα έλεγε τίποτα εναντίον μιας Άες Σεντάι. Γιατί τώρα; Κοίτα, Ραντ, ούτε κι εγώ συμπαθώ τις Άες Σεντάι, αλλά δεν θα μας κάνουν τίποτα». Χαμήλωσε τη φωνή του για να το πει, και κοίταξε πάνω από τον ώμο του για να δει μήπως τον άκουγαν οι άνδρες που έπαιζαν. Μπορεί οι Άες Σεντάι να ενέπνεαν φόβο, αλλά στις Μεθόριες κάθε άλλο παρά τις μισούσαν, κι ένα ασεβές σχόλιο σε βάρος τους μπορεί να ήταν αφορμή για καυγά, ή κάτι χειρότερο. «Δες τη Μουαραίν. Δεν είναι και τόσο κακή, έστω κι αν είναι Άες Σεντάι. Σκέφτεσαι σαν τον γέρο, τον Τσεν Μπούι, που λέει στο χωριό τα παραμύθια του, εκεί, στο Πανδοχείο της Οινοπηγής. Θέλω να πω, η Μουαραίν δεν μας έβλαψε, ούτε θα μας βλάψουν οι Άες Σεντάι. Γιατί να το κάνουν;»

Ο Πέριν σήκωσε τα μάτια. Κίτρινα μάτια, τα οποία έλαμπαν στο αμυδρό φως σαν στιλβωμένο χρυσάφι. Η Μουαραίν δεν μας έβλαψε; σκέφτηκε ο Ραντ. Τα μάτια του Πέριν ήταν βαθυκάστανα σαν του Ματ, όταν είχαν φύγει από τους Δύο Ποταμούς. Ο Ραντ δεν είχε ιδέα πώς είχε γίνει αυτή η αλλαγή —ο Πέριν δεν ήθελε να μιλά γι’ αυτό, ούτε και πολυμιλούσε από τότε— αλλά ήταν τότε που είχε αποκτήσει τους πεσμένους ώμους και τον απόμακρο τρόπο του, σαν να ένιωθε μόνος, ακόμα και όταν είχε κοντά τους φίλους του. Τα μάτια του Πέριν και το εγχειρίδιο του Ματ. Τίποτα δεν θα είχε συμβεί, αν δεν είχαν φύγει από το Πεδίο του Έμοντ, και ήταν η Μουαραίν που τους είχε πάρει από κει. Ο Ραντ ήξερε ότι αυτό που σκεφτόταν ήταν άδικο. Μάλλον θα τους είχαν σκοτώσει όλους οι Τρόλοκ, μαζί με πολύ κόσμο ακόμα στο Πεδίο του Έμοντ, αν δεν είχε έρθει αυτή στο χωριό τους. Αλλά αυτό δεν έκανε τον Πέριν να γελά όπως κάποτε, ούτε και έπαιρνε το εγχειρίδιο από τη ζώνη του Ματ. Κι εγώ; Αν βρισκόμουν σπίτι και ήμουν ακόμα ζωντανός, θα ήμουν πάλι αυτό που είμαι τώρα; Τουλάχιστον δεν θα ανησυχούσα τι θα μου κάνουν οι Άες Σεντάι,

Ο Ματ ακόμα τον κοίταζε ερωτηματικά και ο Πέριν είχε σηκώσει το κεφάλι όσο για να κοιτάξει κάτω από τα φρύδια του. Ο Λόιαλ περίμενε υπομονετικά. Ο Ραντ δεν μπορούσε να τους πει γιατί έπρεπε να αποφύγει την Έδρα της Άμερλιν. Δεν ήξεραν τι ήταν τώρα ο φίλος τους. Ο Λαν ήξερε, και η Μουαραίν. Και η Εγκουέν, και η Νυνάβε. Ευχόταν να μην ήξερε κανείς τους, και πάνω απ’ όλα ευχόταν να μην το ήξερε η Εγκουέν, όμως τουλάχιστον ο Ματ και ο Πέριν πίστευαν πως ήταν ακόμα ο ίδιος. Σκεφτόταν πως θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να τους το πει, παρά να δει το δισταγμό και την ανησυχία, που έβλεπε μερικές φορές στο βλέμμα της Εγκουέν, και της Νυνάβε, ακόμα κι όταν προσπαθούσαν να την κρύψουν.

«Κάποιος... με παρακολουθεί», είπε τελικά. «Με ακολουθεί. Μόνο... Μόνο που δεν είναι κανείς τριγύρω».

Το κεφάλι του Πέριν τινάχτηκε και ο Ματ έγλειψε τα χείλη του και ψιθύρισε, «Ξέθωρος;»

«Και βέβαια όχι», είπε ρουθουνίζοντας ο Λόιαλ. «Πώς θα μπορούσε κάποιος Ανόφθαλμος να μπει στο Φαλ Ντάρα, είτε στην πόλη είτε στο οχυρό; Σύμφωνα με το νόμο, κανένας δεν επιτρέπεται να κρύβει το πρόσωπό του εντός των τειχών, και οι φωτιστές είναι υπεύθυνοι για να κρατούν τους δρόμους φωτισμένους όλη νύχτα, έτσι ώστε να μην υπάρχει σκιά για να κρυφτεί εκεί Μυρντράαλ. Αποκλείεται να συμβεί».

«Οι τοίχοι δεν σταματούν έναν Ξέθωρο», μουρμούρισε ο Ματ, «αν θελήσει να μπει. Δεν ξέρω αν οι νόμοι και οι λάμπες κάνουν τίποτα». Δεν έμοιαζε με κάποιον που πριν μισό χρόνο πίστευε πως οι Ξέθωροι ήταν μονάχα ιστορίες βάρδων. Είχε δει κι αυτός πολλά.

«Ήταν και ο άνεμος», πρόσθεσε ο Ραντ. Η φωνή του δεν έτρεμε σχεδόν καθόλου, καθώς έλεγε τι είχε συμβεί στην κορυφή του πύργου. Οι γροθιές του Πέριν σφίχτηκαν και οι αρθρώσεις του άφησαν ξερούς κρότους. «Απλώς θέλω να φύγω από δω», κατέληξε ο Ραντ. «Θέλω να πάω νότια. Κάπου μακριά. Απλώς κάπου μακριά».

«Μα, αν οι πύλες είναι αμπαρωμένες», είπε ο Ματ, «πώς θα βγούμε έξω;»

Ο Ραντ τον κοίταξε. «Πώς θα βγούμε;» Έπρεπε να πάει μόνος του. Στο τέλος θα ήταν επικίνδυνο για όποιον ήταν κοντά του. Θα ήταν επικίνδυνο, και ακόμα και η Μουαραίν δεν ήξερε να του πει πόσος χρόνος του έμενε. «Ματ, ξέρεις ότι πρέπει να πας στην Ταρ Βάλον με τη Μουαραίν. Είπε ότι μόνο εκεί μπορούν να σε χωρίσουν από αυτό το παλιομάχαιρο χωρίς να πεθάνεις. Και ξέρεις τι θα συμβεί αν το κρατήσεις».

Ο Ματ άγγιξε το παλιό του πάνω από το εγχειρίδιο, χωρίς να δείχνει ότι συνειδητοποιούσε τι έκανε. «Το δώρο μιας Άες Σεντάι είναι δόλωμα για το ψάρι», παρέθεσε. «Ε, μπορεί να μην θέλω να καταπιώ το αγκίστρι. Μπορεί αυτό που θέλει να κάνει στην Ταρ Βάλον να είναι χειρότερο από το να μην πάω καθόλου. Μπορεί να λέει ψέματα. ‘Η αλήθεια που λέει μια Άες Σεντάι δεν είναι ποτέ η αλήθεια που νομίζεις’».

«Έχεις κι άλλες παλιές παροιμίες να βγάλεις για να ξαλαφρώσεις;» ρώτησε ο Ραντ. «Ο νότιος άνεμος φέρνει καλό επισκέπτη, ο βόρειος άνεμος άδειο σπίτι»; «Ένα γουρούνι βαμμένο χρυσό δεν παύει να ’ναι γουρούνι»; «Τα λόγια του ανόητου είναι σαν σκόνη;»

«Ηρέμησε, Ραντ», είπε απαλά ο Πέριν. «Δεν είναι ανάγκη να γίνεσαι κακός».

«Όχι; Μπορεί να μην θέλω να έρθετε εσείς οι δύο μαζί μου, έτσι που πάντα τριγυρνάτε γύρω μου, που μπλέκετε σε φασαρίες και περιμένετε να σας γλιτώσω εγώ. Μήπως το σκεφτήκατε ποτέ; Που να καώ, μήπως σας πέρασε από το νου ότι βαρέθηκα να σας βρίσκω πανιού όπου γυρίσω τα μάτια; Όλο πέφτω πάνω σας, και βαρέθηκα πια». Ο πόνος που φάνηκε στο πρόσωπο του Πέριν τον τρύπησε σαν μαχαίρι, αλλά συνέχισε δίχως έλεος. «Κάποιοι εδώ νομίζουν ότι είμαι άρχοντας. Άρχοντας. Μπορεί να μου αρέσει αυτό. Αλλά για κοιταχτείτε, που πάτε και παίζετε με τους σταβλίτες. Όταν φύγω, Θα φύγω μόνος μου. Εσείς οι δύο να πάτε στην Ταρ Βάλον, να πάτε να κρεμαστείτε, αλλά εγώ φεύγω μόνος».

Ο Ματ είχε μια μουδιασμένη έκφραση, κι έσφιγγε το εγχειρίδιο πάνω από το παλτό, τόσο που οι αρθρώσεις του είχαν ασπρίσει. «Αφού το θέλεις έτσι», είπε ψυχρά. «Νόμιζα ότι εμείς θα... Όπως θέλεις, αλ’Θορ. Μα, αν αποφασίσω να φύγω πάνω που θα φεύγεις κι εσύ, θα φύγω, και μην με πλησιάσεις».

«Κανείς δεν φεύγει όσο οι πύλες είναι αμπαρωμένες», είπε ο Πέριν. Κοίταζε πάλι το πάτωμα. Γέλια ακούστηκαν από τους τζογαδόρους κοντά στον τοίχο, καθώς κάποιος απ’ αυτούς έχανε.

«Είτε φύγετε, είτε μείνετε», είπε ο Λόιαλ, «μαζί ή χώρια, δεν έχει σημασία. Είστε και οι τρεις τα’βίρεν. Ακόμα κι εγώ μπορώ να το δω, παρ’ όλο που δεν έχω το Ταλέντο, απλά και μόνο κοιτάζοντας τι συμβαίνει γύρω σας. Το λέει και η Μουαραίν Σεντάι».

Ο Ματ σήκωσε τα χέρια. «Φτάνει πια, Λόιαλ. Λεν θέλω να ξανακούσω γι’ αυτό».

Ο Λόιαλ κούνησε το κεφάλι. «Είτε το ξανακούσεις, είτε όχι, δεν παύει να είναι αλήθεια. Ο Τροχός του Χρόνου υφαίνει το Σχήμα της Εποχής, χρησιμοποιώντας για νήμα ανθρώπινες ζωές. Κι εσείς οι τρεις είστε τα’βίρεν, κομβικά σημεία στο υφαντό».

«Φτάνει πια, Λόιαλ».

«Για ένα διάστημα, ο Τροχός θα στρίβει το Σχήμα γύρω από σας τους τρεις, ό,τι κι αν κάνετε. Και ό,τι κάνετε είναι πιθανότερο να το έχει επιλέξει ο Τροχός παρά εσείς. Οι τα’βίρεν σέρνουν πίσω τους την ιστορία και δίνουν μορφή στο Σχήμα απλά και μόνο με την υπαρξή τους, όμως ο Τροχός υφαίνει τους τα’βίρεν πιο σφιχτά απ’ όσο τους άλλους ανθρώπους. Όπου και να πάτε και ό,τι και να κάνετε, αν δεν διαλέξει κάτι άλλο ο Τροχός, θα—»

«Φτάνει πια!» φώναξε ο Ματ. Οι άνδρες που έπαιζαν ζάρια κοίταξαν γύρω, τους αγριοκοίταξαν και μετά από λίγο ξαναγύρισαν στο παιχνίδι τους.

«Λυπάμαι, Ματ», μπουμπούνισε ο Λόιαλ. «Ξέρω ότι μιλάω πολύ, αλλά δεν ήθελα να—»

«Δεν μένω άλλο εδώ», είπε ο Ματ, με το κεφάλι στραμμένο προς την οροφή, «μαζί μ’ έναν Ογκιρανό, που η γλώσσα του πάει ροδάνι, και μ’ έναν βλάκα, που τα μυαλά του έχουν πάρει αέρα. Θα έρθεις, Πέριν;» Ο Πέριν αναστέναξε, έριξε μια ματιά στον Ραντ και μετά ένευσε.

Ο Ραντ τους είδε να φεύγουν, μ’ έναν κόμπο στο λαιμό. Πρέπει να πάω μόνος μου. Φως μου, βοήθα με.

Κι ο Λόιαλ επίσης τους ακολουθούσε με το βλέμμα, ενώ τα φρύδια του ήταν πεσμένα με ανησυχία. «Ραντ, πραγματικά δεν σκόπευα να—»

Ο Ραντ σκλήρυνε τη φωνή του. «Τι περιμένεις; Πήγαινε μαζί τους! Τι θες και στέκεσαι μπροστά μου. Είσαι άχρηστος, αφού δεν ξέρεις πώς βγαίνουμε από δω. Φύγε! Πήγαινε να βρεις τα δέντρα σου, τα αγαπημένα σου αλσύλλια, αν δεν τα έκοψαν ακόμα, και καλό ξεφόρτωμα, αν τα έκοψαν».

Τα μάτια του Λόιαλ, μεγάλα σαν φλιτζάνια, έδειξαν έκπληξη και πόνο στην αρχή, αλλά μετά πήραν μια έκφραση που θα μπορούσε να είναι θυμός. Ο Ραντ δεν νόμιζε ότι αυτό ήταν. Κάποιες παλιές ιστορίες υποστήριζαν πως οι Ογκιρανοί ήταν άγριοι, αν και δεν ανέφεραν με ποια έννοια, αλλά ο Ραντ δεν είχε συναντήσει πράο άτομο σαν τον Λόιαλ.

«Αν αυτό επιθυμείς, Ραντ αλ’Θορ», είπε παγερά ο Λόιαλ. Υποκλίθηκε με άκαμπτο κορμί και έφυγε στο κατόπι του Ματ και του Πέριν.

Ο Ραντ σωριάστηκε στα στοιβαγμένα σακιά με τα δημητριακά. Λοιπόν, είπε μια περιπαιχτική φωνή στο νου του, τα κατάφερες, ε; Έπρεπε, απάντησε στη φωνή. Η παρουσία μου και μόνο θα είναι επικίνδυνη για τους γύρω μου. Μα το αίμα και τις στάχτες, θα τρελαθώ, και... Όχι! Όχι, δεν θα τρελαθώ! Δεν θα χρησιμοποιήσω τη Δύναμη, άρα δεν Θα τρελαθώ, και... Αλλά δεν μπορώ να το ρισκάρω. Δεν μπορώ, το καταλαβαίνεις; Μα η φωνή μόνο γέλασε μαζί του.

Συνειδητοποίησε ότι οι τζογαδόροι τον κοίταζαν. Όλοι, που ακόμα ήταν γονατισμένοι στον τοίχο, είχαν γυρίσει και τον κοίταζαν. Οι Σιναρανοί όλων των τάξεων ήταν σχεδόν πάντα αβροί κι ευγενικοί, ακόμα και απέναντι σε άσπονδους εχθρούς τους, και οι Ογκιρανοί ποτέ δεν ήταν εχθροί του Σίναρ. Τα μάτια τους έδειχναν σοκαρισμένα. Τα πρόσωπά τους ήταν ανέκφραστα, αλλά τα μάτια τους έλεγαν ότι αυτό που είχε κάνει ήταν λάθος. Ένα μέρος του εαυτού του πίστευε πως είχαν δίκιο, κι αυτό έκανε ακόμα πιο οδυνηρό το βουβό κατηγορώ τους. Απλώς τον κοίταζαν, αλλά ο Ραντ βγήκε τρέχοντας και παραπατώντας από την αποθήκη, σαν να τον κυνηγούσαν.

Συνέχισε να τριγυρνά ζαλισμένος στις αποθήκες, ψάχνοντας μέρος να τρυπώσει, μέχρι να επιτραπεί ξανά η κυκλοφορία στις πύλες. Έπειτα ίσως κρυβόταν στην άμαξα κάποιου προμηθευτή τροφίμων. Αν δεν τις έψαχναν στην έξοδό τους. Αν δεν ερευνούσαν τις αποθήκες, ψάχνοντας ολόκληρο το οχυρό γι’ αυτόν. Αρνήθηκε πεισματικά να βάλει κάτι τέτοιο στο νου του, συγκεντρώθηκε πεισματικά στο να βρει σίγουρο μέρος. Όμως σ’ όλα τα μέρη που έβρισκε —ένα κούφωμα σε μια στοίβα σακιών με δημητριακά, ένα στενό διαδρομάκι στον τοίχο πίσω από κρασοβάρελα, μια εγκαταλειμμένη αποθήκη μισογεμάτη άδεια καφάσια και σκιές— φανταζόταν τους διώκτες του να τον βρίσκουν. Φανταζόταν επίσης και τον αθέατο παρατηρητή να τον βρίσκει εκεί, όποιος —ή ό,τι— κι αν ήταν. Έτσι συνέχισε να ψάχνει, διψασμένος και σκονισμένος, και με τα μαλλιά γεμάτα ιστούς.

Και μετά βγήκε σε έναν διάδρομο, που τον φώτιζαν μισοσβησμένοι δαυλοί, κι εκεί καραδοκούσε η Εγκουέν, σταματώντας για να κοιτάξει στις αποθήκες από τις οποίες περνούσε. Τα μελαχρινά μαλλιά της, που έπεφταν ως τη μέση της, ήταν πιασμένα πίσω με μια κόκκινη κορδέλα, και φορούσε ένα ανοιχτόγκριζο φόρεμα, απ’ αυτά που ήταν της μόδας στο Σίναρ, με κόκκινο ποδόγυρο. Στη θέα της, ένιωσε να τον κατακλύζουν αισθήματα θλίψης και απώλειας, χειρότερα απ’ όσο πριν που είχε διώξει τον Ματ και τον Πέριν και τον Λόιαλ. Είχε μεγαλώσει πιστεύοντας πως κάποια μέρα θα παντρευόταν την Εγκουέν και οι δύο αυτό πίστευαν. Αλλά τώρα...

Η Εγκουέν αναπήδησε όταν ο Ραντ πετάχτηκε μπροστά της, της κόπηκε η ανάσα, μα είπε μόνο, «Εδώ είσαι λοιπόν. Ο Ματ και ο Πέριν μου είπαν τι έκανες. Και ο Λόιαλ. Ξέρω τι μαγειρεύεις, Ραντ, και είναι μεγάλη χαζομάρα». Σταύρωσε τα χέρια κάτω από τα στήθη της και τα μεγάλα, μαύρα μάτια της στηλώθηκαν πάνω του αυστηρά. Ο Ραντ ανέκαθεν απορούσε πώς μπορούσε να τον κοιτάζει αφ’ υψηλού —το έκανε κατά βούληση— τη στιγμή που έφτανε ίσαμε το στήθος του, και εκτός αυτού ήταν και δυο χρόνια μικρότερή του.

«Ωραία», της είπε. Ξαφνικά θύμωσε με τα μαλλιά της. Πριν φύγει από τους Δύο Ποταμούς, δεν είχε δει ποτέ του μεγάλη γυναίκα που να μην είχε τα μαλλιά πλεγμένα σε πλεξούδα. Εκεί κάθε κοπέλα περίμενε με λαχτάρα να πει ο Κύκλος των Γυναικών πως ήταν αρκετά μεγάλη για να αρχίσει να πλέκει τα μαλλιά της. Η Εγκουέν τουλάχιστον έτσι ένιωθε. Κι εμφανιζόταν εδώ με τα μαλλιά λυτά, πιασμένα μονάχα με μια κορδέλα. Εγώ Θέλω να πάω σπίτι και δεν μπορώ, ενώ αυτή βιάζεται να ξεχάσει το Πεδίο του Έμοντ. «Φύγε κι άσε με ήσυχο κι εσύ. Τι να τις κάνεις τις παρέες μ’ έναν βοσκό. Γέμισε ο τόπος Άες Σεντάι για να τις χαζεύεις. Και μην πεις ότι με είδες. Με κυνηγούν, και καλά θα κάνεις να μην τις βοηθήσεις».

Τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Πιστεύεις ότι εγώ θα σε—»

Γύρισε για να φύγει και η Εγκουέν με μια κραυγή όρμηξε πάνω του, αγκαλιάζοντας τα πόδια του. Έπεσαν και οι δύο στο πέτρινο δάπεδο και τα σακίδια και τα δέματα πετάχτηκαν δεξιά κι αριστερά. Εκείνος μούγκρισε, όταν χτύπησε κάτω και η λαβή του σπαθιού βούλιαξε στην πλευρά του, και ξαναμούγκρισε, όταν η Εγκουέν σκαρφάλωσε πάνω του και κάθισε στην πλάτη του σαν σε καρέκλα. «Η μητέρα μου», του είπε με σταθερή φωνή, «πάντα μου έλεγε ότι ο καλύτερος τρόπος για να κουμαντάρεις άντρα είναι να μάθεις πώς να καβαλικεύεις μουλάρι. Είπε ότι τις πιο πολλές φορές έχουν τα ίδια μυαλά. Καμιά φορά το μουλάρι είναι εξυπνότερο».

Ο Ραντ σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε πάνω από τον ώμο του. «Κατέβα από πάνω μου, Εγκουέν! Κατέβα! Εγκουέν, αν δεν κατέβεις» —χαμήλωσε απειλητικά τη φωνή του— «θα σου κάνω κάτι. Ξέρεις τι είμαι». Πρόσθεσε και μια άγρια ματιά καλού-κακού.

Η Εγκουέν ρούφηξε τη μύτη της. «Δεν θα μου έκανες τίποτα, ακόμα κι αν μπορούσες. Δεν θα πείραζες κανέναν. Δεν μπορείς, πάντως. Ξέρω ότι δεν μπορείς να διαβιβάσεις τη Μία Δύναμη όποτε θέλεις· απλώς συμβαίνει, και δεν μπορείς να την ελέγξεις. Εγώ, από την άλλη μεριά, κάνω μαθήματα με τη Μουαραίν, έτσι, αν δεν ακούσεις τη φωνή της λογικής, Ραντ αλ’Θορ, ίσως βάλω φωτιά στο παντελόνι σου. Τουλάχιστον αυτό είναι μέσα στις ικανότητές μου. Αν συνεχίσεις το ίδιο βιολί, θα σου δείξω». Απότομα, για μια στιγμή, η φλόγα στον κοντινότερο δαυλό του τοίχου θέριεψε και βρυχήθηκε. Η Εγκουέν τσίριξε και την κοίταξε, ξαφνιασμένη.

Ο Ραντ στριφογύρισε, την άρπαξε από το μπράτσο, την κατέβασε από την πλάτη του και την έβαλε να καθίσει κόντρα στον τοίχο. Όταν ανακάθισε και ο ίδιος, η Εγκουέν καθόταν απέναντι του, τρίβοντας με γοργές κινήσεις το μπράτσο της. «Στ’ αλήθεια θα το έκανες, ε;» της είπε θυμωμένα. «Παίζεις με πράγματα που δεν καταλαβαίνεις. Μπορεί να μας έκανες και τους δύο κάρβουνο!»

«Άνδρες! Όταν χάνετε στη συζήτηση, ή φεύγετε ή καταφεύγετε στη βία».

«Για μια στιγμή! Ποιος έβαλε τρικλοποδιά τον άλλο; Ποιος κάθισε πάνω στον άλλο; Και απείλησες —προσπάθησες!— να—» Σήκωσε και τα δύο χέρια. «Όχι, τέρμα. Πάντα αυτό κάνεις. Κάθε φορά που βλέπεις ότι η συζήτηση δεν πάει όπως θες, ξαφνικά τσακωνόμαστε για κάτι εντελώς διαφορετικό. Όχι αυτή τη φορά».

«Δεν τσακώνομαι», είπε εκείνη γαλήνια, «ούτε και αλλάζω το θέμα. Τι σημαίνει το ότι κρύβεσαι, αν όχι ότι τρέχεις να ξεφύγεις; Και αφού κρυφτείς, θα το σκάσεις στ’ αλήθεια. Και γιατί πληγώνεις τον Ματ και τον Πέριν και τον Λόιαλ; Και μένα; Ξέρω γιατί. Φοβάσαι ότι θα πληγώσεις κάποιον ακόμα χειρότερα, αν τον αφήσεις να μείνει κοντά σου. Αν δεν κάνεις αυτό που δεν πρέπει να κάνεις, τότε δεν θα έχεις να φοβηθείς μήπως πληγώσεις κανέναν, Τόσο τρέξιμο και τσακωμοί, και δεν ξέρεις καν αν υπάρχει λόγος. Γιατί να ξέρουν καν την ύπαρξη σου η Έδρα της Άμερλιν, ή οποιαδήποτε άλλη Άες Σεντάι εκτός από τη Μουαραίν;»

Ο Ραντ για μια στιγμή στάθηκε κοιτάζοντας την. Όσο περισσότερο έμενε με τη Μουαραίν και τη Νυνάβε, τόσο πιο πολλά φερσίματά τους αποκτούσε, τουλάχιστον όταν το ήθελε. Φορές-φορές έμοιαζαν πολύ, η Άες Σεντάι και η Σοφία, με το απόμακρο βλέμμα που έδειχνε να ξέρει πολλά. Το ίδιο βλέμμα από την Εγκουέν του έφερνε ταραχή. Τελικά, της είπε τι είχε πει ο Λαν, «Τι άλλο να εννοούσε;»

Το χέρι της πάγωσε πάνω στο μπράτσο της και έσμιξε τα φρύδια βυθισμένη σε σκέψεις. «Η Μουαραίν ξέρει για σένα, και δεν έκανε τίποτε, άρα γιατί να κάνει κάτι τώρα; Όμως, αν ο Λαν...» Ακόμα συνοφρυωμένη, τον κοίταξε κατάματα. «Οι αποθήκες είναι το πρώτο μέρος που θα ψάξουν. Αν ψάξουν. Μέχρι να δούμε αν ψάχνουν, πρέπει να πας σε μέρος που δεν θα σκεφτούν καθόλου να κοιτάξουν. Ξέρω. Το μπουντρούμι».

Εκείνος σηκώθηκε όρθιος. «Το μπουντρούμι!»

«Όχι σε κελί, χαζέ. Πηγαίνω εκεί μερικά απογεύματα για να επισκεφθώ τον Πάνταν Φάιν. Το ίδιο και η Νυνάβε. Κανένας δεν θα παραξενευτεί, αν σήμερα πάω νωρίτερα. Στην πραγματικότητα, τώρα που όλοι έχουν στο νου τους την Άμερλιν, κανένας δεν θα μας προσέξει».

«Αλλά, η Μουαραίν...»

«Δεν πάει στα μπουντρούμια για να ανακρίνει τον Πάνταν Φάιν. Τον πηγαίνουν σ’ αυτήν. Κι έχει βδομάδες να τον δει. Πίστεψέ με, εκεί θα είσαι ασφαλής».

Ο Ραντ ακόμα δίσταζε. Ο Πάνταν Φάιν. «Γιατί, εν πάση περιπτώσει, πας και βλέπεις τον πραματευτή; Είναι Σκοτεινόφιλος, το παραδέχτηκε ο ίδιος, και από τους χειρότερους. Που να καώ, Εγκουέν, αυτός έφερε τους Τρόλοκ στο Πεδίο του Έμοντ! Κυνηγόσκυλο του Σκοτεινού, έτσι αποκάλεσε τον εαυτό του, και από τη Νύχτα του Χειμώνα μύριζε το δρόμο μου».

«Δεν είναι επικίνδυνος πίσω από τα σιδερένια κάγκελα, Ραντ». Ήταν η σειρά της να διστάσει και τον κοίταζε σχεδόν ικετευτικά. «Ραντ, πριν ακόμα γεννηθώ έφερνε την άμαξά του κάθε άνοιξη στους Δύο Ποταμούς. Ξέρει όλους τους ανθρώπους που ξέρω, όλα τα μέρη. Είναι παράξενο, αλλά, όσο περισσότερο μένει κλειδωμένος, τόσο πιο άνετος γίνεται με τον εαυτό του. Είναι σχεδόν σαν να ξεφεύγει από τον Σκοτεινό. Γελάει ξανά, λέει αστείες ιστορίες, για τους ανθρώπους του Πεδίου του Έμοντ και, μερικές φορές, για μέρη που πρώτη φορά ακούω. Μερικές φορές είναι σαν τον παλιό εαυτό του. Απλώς θέλω κάποιον να μιλώ μαζί του για την πατρίδα».

Αφού εγώ σε αποφεύγω, σκέφτηκε ο Ραντ, αφού ο Πέριν αποφεύγει τους πάντες και ο Ματ περνά τον καιρό τον στο τζόγο και τα ξεφαντώματα. «Δεν έπρεπε να κλειστώ τόσο στον εαυτό μου», μουρμούρισε, και ύστερα αναστέναξε. «Τέλος πάντων, αφού η Μουαραίν νομίζει ότι είναι ασφαλές για σένα, ε, τότε θα είναι ασφαλές και για μένα. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να ανακατευτείς κι εσύ».

Η Εγκουέν σηκώθηκε και άρχισε να ξεσκονίζει το φόρεμά της, αποφεύγοντας το βλέμμα του.

«Η Μουαραίν είπε ότι είναι ασφαλές, έτσι δεν είναι; Εγκουέν;»

«Η Μουαραίν Σεντάι ποτέ δεν μου είπε να μην επισκεφθώ τον Πάνταν Φάιν», είπε εκείνη, προσέχοντας τα λόγια της.

Ο Ραντ την κοίταξε και ύστερα ξέσπασε. «Δεν τη ρώτησες. Δεν το ξέρει. Εγκουέν, αυτό είναι βλακεία. Ο Πάνταν Φάιν είναι Σκοτεινόφιλος, από τους χειρότερους Σκοτεινόφιλους».

«Είναι κλειδωμένος σε κλουβί», απάντησε η Εγκουέν πειραγμένη, «κι εγώ δεν είμαι υποχρεωμένη να ζητώ για όλα την άδεια της Μουαραίν. Δεν είναι λίγο αργά για να αναρωτιέσαι πώς θα υπακούσεις στις επιθυμίες μιας Άες Σεντάι; Θα έρθεις λοιπόν;»

«Μπορώ να βρω το μπουντρούμι χωρίς εσένα. Με ψάχνουν, ή θα αρχίσουν να με ψάχνουν σε λίγο, και δεν είναι προς όφελός σου να σε βρουν μαζί μου».

«Χωρίς εμένα», είπε εκείνη ξερά, «θα σκοντάψεις στα πόδια σου και θα πέσεις στην αγκαλιά της Έδρας της Άμερλιν, και μετά θα ομολογήσεις τα πάντα, προσπαθώντας να τα κρύψεις».

«Μα το αίμα και τις στάχτες, έπρεπε να είσαι στον Κύκλο των Γυναικών στο χωριό. Αν οι άνδρες ήταν τόσο ανίκανοι κι ανήμποροι όσο νομίζεις, τότε δεν θα—»

«Θα μείνεις εδώ να μιλάς μέχρι να σε βρουν; Μάζεψε τα μπαγκάζια σου, Ραντ, κι έλα μαζί μου». Χωρίς να περιμένει την απάντησή του, έστριψε και πήρε το διάδρομο. Ο Ραντ την υπάκουσε απρόθυμα, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του.

Υπήρχαν λίγοι άνθρωποι —κυρίως υπηρέτες— στον απόμερο δρόμο που πήραν, αλλά ο Ραντ είχε την αίσθηση ότι όλοι του έδιναν ιδιαίτερη προσοχή. Όχι σε έναν άνθρωπο που ετοιμαζόταν για ταξίδι, αλλά σ’ αυτόν, τον Ραντ αλ’Θορ πιο συγκεκριμένα. Ήξερε ότι έφταιγε η φαντασία του —αυτό ευχόταν— αλλά, ακόμα κι έτσι, δεν ένιωσε καθόλου ανακουφισμένος, όταν σταμάτησαν σε ένα διάδρομο βαθιά κάτω από το οχυρό, μπροστά σε μια ψηλή πόρτα με μια μικρή σιδερένια γρίλια, η οποία ήταν ενισχυμένη με σίδερο, σαν τις εξωτερικές πύλες. Ένα ρόπτρο κρεμόταν κάτω από τη γρίλια.

Ο Ραντ μέσα από τη γρίλια είδε γυμνούς τοίχους και δύο στρατιώτες με κότσο, που κάθονταν δίχως κράνη σ’ ένα τραπέζι με μια λάμπα. Ο ένας ακόνιζε ένα εγχειρίδιο με μακριές, αργές κινήσεις πάνω σε μια πέτρα. Ο ρυθμός του έμεινε αναλλοίωτος όταν η Εγκουέν χτύπησε το ρόπτρο, βγάζοντας μια οξεία κλαγγή, όταν το σίδερο χτύπησε σε σίδερο. Ο άλλος άνδρας, με πρόσωπο πλακουτσό και βλοσυρό, κοίταξε την πόρτα σαν να συλλογιζόταν κάτι, πριν τελικά σηκωθεί και πλησιάσει. Ήταν κοντός και γεροδεμένος, μόλις που έφτανε για να κοιτάξει από τα κάγκελα που διασταυρώνονταν.

«Τι θες; Α, εσύ είσαι πάλι, κοπέλα μου. Ήρθες να δεις τον Σκοτεινόφιλό σου; Ποιος είναι αυτός;» Δεν έκανε την παραμικρή κίνηση για να ανοίξει την πόρτα.

«Ένας φίλος μου, Τσάνγκου. Θέλει κι αυτός να δει τον Αφέντη Φάιν».

Ο στρατιώτης κοίταξε εξεταστικά τον Ραντ και το πάνω χείλος του τρεμούλιασε αποκαλύπτοντας τα δόντια του. Ο Ραντ δεν πίστεψε πως σκόπευε να χαμογελάσει. «Λοιπόν», είπε τελικά ο Τσάνγκου. «Λοιπόν. Είσαι ψηλός, ε; Ψηλός. Και κάποιος σαν του λόγου σου, να φορά τέτοια φανταχτερά ρούχα. Σ’ έπιασε κανένας όταν ήσουν μικρός, εκεί στα Ανατολικά Σύνορα, και σε δάμασε;» Έσυρε βροντερά τις αμπάρες και τράβηξε την πόρτα. «Άντε, αν θέλετε να μπείτε». Πήρε χλευαστικό τόνο. «Πρόσεχε μην κουτουλήσεις το κεφάλι σου, Άρχοντά μου».

Δεν υπήρχε τέτοιος κίνδυνος· η πόρτα ήταν αρκετά ψηλή, ακόμα και για τον Λόιαλ. Ο Ραντ ακολούθησε την Εγκουέν, σμίγοντας τα φρύδια, ενώ αναρωτιόταν μήπως αυτός ο Τσάνγκου ήθελε να τους μπλέξει σε καμιά φασαρία. Ήταν ο πρώτος αγενής Σιναρανός που συναντούσε ο Ραντ· ακόμα και ο Μασέμα ήταν ψυχρός, όχι αγενής. Αλλά ο τύπος αυτός έκλεισε την πόρτα με κρότο και έσυρε τις βαριές αμπάρες, και μετά πήγε στα ράφια που υπήρχαν πέρα από το τραπέζι και πήρε μια από τις λάμπες που ήταν εκεί. Ο άλλος άνδρας δεν σταμάτησε στιγμή να ακονίζει το μαχαίρι του, δεν σήκωσε καν το βλέμμα. Το δωμάτιο ήταν άδειο, είχε μόνο το τραπέζι, πάγκους και ράφια, ενώ στο πάτωμα υπήρχαν άχυρα, και πιο πέρα μια πόρτα με σιδερένιο δέσιμο, η οποία οδηγούσε ακόμα βαθύτερα.

«Θα θέλετε και φωτάκι», είπε ο Τσάνγκου, «εκεί στα σκοτάδια, με τον Σκοτεινόφιλο φίλο σας». Γέλασε βραχνά, χωρίς καθόλου ευθυμία, και άναψε τη λάμπα. «Σε περιμένει». Έδωσε τη λάμπα στην Εγκουέν και άνοιξε την εσωτερική πόρτα σχεδόν βιαστικά. «Σε περιμένει. Εκεί, στο σκοτάδι».

Ο Ραντ κοντοστάθηκε ανήσυχα, με το σκοτάδι να απλώνεται παραπέρα και τον Τσάνγκου πίσω του, αλλά η Εγκουέν τον έπιασε από το μανίκι και τον τράβηξε. Η πόρτα βρόντηξε, πιάνοντας σχεδόν τη φτέρνα του· οι αμπάρες έκλεισαν με κρότο. Μόνο το φως της λάμπας υπήρχε, μια λιμνούλα γύρω τους στο σκοτάδι.

«Είσαι σίγουρη ότι θα μας αφήσει να βγούμε;» ρώτησε την Εγκουέν. Τώρα συνειδητοποιούσε ότι ο άλλος δεν είχε κοιτάξει καν το σπαθί και το τόξο του, δεν είχε ρωτήσει τι είχε στα πράγματά του. «Δεν είναι ευσυνείδητοι σκοποί. Πού ξέρει αν δεν ήρθαμε να ελευθερώσουμε τον Φάιν;»

«Με ξέρουν καλά», είπε εκείνη, αλλά φαινόταν μπερδεμένη, και πρόσθεσε, «Κάθε φορά που έρχομαι μοιάζουν χειρότεροι. Όλοι οι φρουροί. Πιο κακοί, πιο άγριοι. Ο Τσάνγκου έλεγε αστεία την πρώτη φορά που ήρθα, και τώρα ο Νιντάο δεν ανοίγει καθόλου το στόμα του. Αλλά φαντάζομαι ότι δεν σου ξαλαφρώνει την καρδιά το να δουλεύεις σε τέτοιο μέρος. Μπορεί να είναι ιδέα μου. Νιώθω το μέρος να πλακώνει και τη δική μου καρδιά». Παρά τα λόγια της, τον τράβηξε πίσω της στο σκοτάδι, προχωρώντας με άνεση. Ο Ραντ ακούμπησε το ελεύθερο χέρι στο σπαθί του.

Το αμυδρό φως της λάμπας έδειχνε ένα φαρδύ προθάλαμο με επίπεδες σιδερένιες γρίλιες στα αριστερά και τα δεξιά, στις προσόψεις των κελιών με τους πέτρινους τοίχους. Από τα κελιά που είχαν περάσει, μόνο δύο ήταν κατειλημμένα. Οι φυλακισμένοι ανακάθιζαν στα στενά κρεβάτια τους, όταν τους χτυπούσε το φως, προστατεύοντας τα μάτια με τα χέρια και αγριοκοιτάζοντας τον Ραντ και την Εγκουέν μέσα από τα δάχτυλά τους. Αν και τα πρόσωπά τους ήταν κρυμμένα, ο Ραντ ήταν σίγουρος πως τους αγριοκοίταζαν. Τα μάτια τους λαμπύριζαν στο φως της λάμπας.

«Αυτού εδώ του αρέσει να μεθά και να καυγαδίζει», μουρμούρισε η Εγκουέν, δείχνοντας έναν σωματώδη άνδρα με βουλιαγμένες τις αρθρώσεις των δαχτύλων του. «Αυτή τη φορά έκανε μονάχος του φύλλο και φτερό την κοινή αίθουσα ενός πανδοχείου της πόλης και τραυμάτισε σοβαρά μερικούς ανθρώπους». Ο άλλος φυλακισμένος φορούσε χρυσοκέντητο παλιό με φαρδιά μανίκια και κοντές μπότες που άστραφταν. «Πήγε να φύγει από την πόλη χωρίς να πληρώσει το λογαριασμό του στο πανδοχείο» —η Εγκουέν ξεφύσηξε δυνατά καθώς το έλεγε· ο πατέρας της ήταν πανδοχέας, όπως επίσης και Δήμαρχος του Πεδίου του Έμοντ— «και χωρίς να πληρώσει σε πεντ’ έξι ακόμα μαγαζάτορες κι εμπόρους αυτά που τους χρωστούσε».

Οι άνδρες τους έλουσαν με μουγκρητά και βλαστήμιες, χειρότερες απ’ ό,τι είχε ακούσει ποτέ ο Ραντ από τους φρουρούς των εμπόρων που έρχονταν στο χωριό του.

«Κι αυτοί επίσης κάθε μέρα χειροτερεύουν», είπε η Εγκουέν με πνιγμένη φωνή, και τάχυνε το βήμα.

Ήταν τόσο μπροστά του, όταν έφτασαν στο κελί του Πάνταν Φάιν, που ήταν πέρα στην άκρη, που η λάμπα δεν φώτιζε τον Ραντ. Στάθηκε εκεί, στις σκιές πίσω της.

Ο Φάιν καθόταν στο κρεβάτι του, γέρνοντας μπροστά με προσμονή, σαν να περίμενε, όπως είχε πει ο Τσάνγκου. Ήταν κοκαλιάρης με διαπεραστικό βλέμμα, με μακριά χέρια και μεγάλη μύτη, πιο ισχνός απ’ όσο τον θυμόταν ο Ραντ. Δεν ήταν ισχνός από τη ζωή στο μπουντρούμι —το φαγητό εδώ ήταν ίδιο με των υπηρετών, και δεν στερούσαν φαγητό ακόμα και στον χειρότερο φυλακισμένο— αλλά απ’ αυτά που είχε κάνει προτού έρθει στο Φαλ Ντάρα.

Η όψη του έφερε στον Ραντ ανεπιθύμητες αναμνήσεις. Τον Φάιν στο κάθισμα της μεγάλης άμαξάς του, όταν ήταν πραματευτής, να περνά τη Γέφυρα των Κάρων και να φτάνει στο Πεδίο του Έμοντ ανήμερα τη Νύχια του Χειμώνα. Τη Νύχια του Χειμώνα είχαν έρθει οι Τρόλοκ, σκοτώνοντας και καίγοντας, κυνηγώντας. Κυνηγούσαν τρεις νεαρούς, είχε πει η Μουαραίν. Κυνηγούσαν εμένα, αν μονάχα το ήξεραν, και είχαν τον Φάιν σαν κυνηγόσκυλο να τους δείξει το δρόμο.

Ο Φάιν σηκώθηκε όρθιος, όταν πλησίασε η Εγκουέν, χωρίς να κρύβει τα μάτια, χωρίς καν να βλεφαρίσει στο φως. Της χαμογέλασε, μ’ ένα χαμόγελο που άγγιξε μόνο τα χείλη του, και ύστερα ύψωσε το βλέμμα πάνω από το κεφάλι της. Κοιτάζοντας κατευθείαν τον Ραντ, ο οποίος ήταν κρυμμένος στο σκοτάδι πίσω από το φως, τον έδειξε μ’ ένα γαμψό δάχτυλο. «Σε νιώθω εκεί, να κρύβεσαι, Ραντ αλ’Θορ», είπε, σχεδόν τραγουδιστά. «Δεν μπορείς να κρυφτείς, ούτε από μένα, ούτε απ’ αυτούς. Νόμιζες ότι όλα είχαν τελειώσει, ε; Αλλά η μάχη ποτέ δεν τελειώνει, αλ’Θορ. Έρχονται για μένα, έρχονται για σένα, και ο πόλεμος συνεχίζεται. Είτε ζήσεις, είτε πεθάνεις, για σένα ποτέ δεν τελειώνει. Ποτέ». Ξαφνικά, άρχισε να απαγγέλλει.

«Έρχεται η μέρα που όλοι θα λευτερωθούν.

Ακόμα κι εσύ, ακόμα κι εγώ.

Έρχεται η μέρα που όλοι θα πεθάνουν.

Σίγουρα εσύ, μα ποτέ εγώ».

Άφησε το χέρι του να πέσει χαλαρό και τα μάτια του υψώθηκαν για να κοιτάζουν με προσήλωση ψηλά, προς τα πάνω στο σκοτάδι. Το στόμα του παραμορφώθηκε μ’ ένα στραβό χαμόγελο· χασκογέλασε βαθιά μέσα στο λαιμό του, σαν να του φαινόταν αστείο αυτό που έβλεπε. «Ο Μόρντεθ ξέρει πιο πολλά απ’ όλους σας. Ο Μόρντεθ ξέρει».

Η Εγκουέν οπισθοχώρησε, ώσπου έφτασε στον Ραντ, και το φως της λάμπας μόλις που άγγιζε τα κάγκελα του κελιού του Φάιν. Ο πραματευτής ήταν κρυμμένος στο σκοτάδι, αλλά πάλι άκουγαν το χασκόγελό του. Ακόμα και χωρίς να τον βλέπει, ο Ραντ ήταν σίγουρος πως ο Φάιν ακόμα ατένιζε το τίποτα.

Ανατριχιάζοντας, πήρε το χέρι του από τη λαβή του σπαθιού. «Φως μου!» είπε βραχνά. «Αυτό εννοούσες, όταν είπες ότι ήταν όπως άλλοτε;»

«Μερικές φορές καλυτερεύει και μερικές χειροτερεύει». Η φωνή της Εγκουέν σιγότρεμε. «Τώρα είναι χειρότερα — πολύ χειρότερα απ’ όσο συνήθως».

«Αναρωτιέμαι τι να βλέπει. Είναι τρελός, έτσι που κοιτάζει το πέτρινο ταβάνι μέσα στο σκοτάδι». Αν δεν υπήρχε το ταβάνι, θα κοίταζε κατευθείαν τα διαμερίσματα των γυναικών. Εκεί που είναι η Μουαραίν και η Έδρα της Άμερλιν. Ανατρίχιασε ξανά. «Είναι τρελός».

«Δεν ήταν καλή η ιδέα μου, Ραντ». Κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο της προς το κελί, τον τράβηξε παραπέρα και χαμήλωσε τη φωνή της, σαν να φοβόταν ότι θα τους άκουγε ο Φάιν. Το χασκόγελο του Φάιν τους ακολούθησε. «Ακόμα κι αν δεν ψάξουνε εδώ, δεν μπορώ να μείνω μ’ αυτόν σε τέτοια κατάσταση και νομίζω ότι ούτε συ δεν θα ’πρεπε να μείνεις. Έχει κάτι πάνω του σήμερα που...» Ανάσανε τρέμοντας. «Υπάρχει ένα μέρος, που είναι ακόμα πιο ασφαλές απ’ αυτό. Δεν το ανέφερα πριν, επειδή ήταν πιο εύκολο να σε βάλω εδώ, αλλά δεν θα κοιτάξουν στους γυναικωνίτες. Ποτέ».

«Στους...! Εγκουέν, μπορεί ο Φάιν να είναι τρελός, μα εσύ είσαι για δέσιμο. Δεν μπορείς να κρυφτείς από τις σφήκες στη σφηκοφωλιά».

«Υπάρχει καλύτερο μέρος; Σε ποιο σημείο του οχυρού δεν μπαίνει κανείς άνδρας δίχως πρόσκληση από γυναίκα, ούτε καν ο Άρχοντας Άγκελμαρ; Ποιο είναι το μόνο μέρος που δεν θα σκεφτεί κανείς να ψάξει για να βρει κάποιον άνδρα;»

«Ποιο είναι το μόνο μέρος στο οχυρό που σίγουρα θα ’ναι γεμάτο Άες Σεντάι; Είναι τρέλα, Εγκουέν».

Εκείνη, πιάνοντας τα μπαγκάζια του, μίλησε σαν να ήταν όλα κανονισμένα. «Πρέπει να τυλίξεις το σπαθί και το τόξο με το μανδύα, έτσι θα μοιάζει σαν να σε έβαλα να κουβαλήσεις τα πράγματά μου. Δεν θα δυσκολευτούμε να σου βρούμε άλλο γιλέκο και πουκάμισο, όχι σαν τα ωραία που φοράς. Όμως θα πρέπει να καμπουριάζεις».

«Σου είπα, δεν έρχομαι».

«Έτσι που μουλάρωσες, θα σου είναι παιχνιδάκι να κάνεις το υποζύγιό μου. Εκτός αν ειλικρινά προτιμάς να μείνεις εδώ κάτω μαζί μ’ αυτόν».

Ο γελαστός ψίθυρος του Φάιν ακούστηκε από τις μαύρες σκιές. «Η μάχη ποτέ δεν τελειώνει, αλ’Θορ. Ο Μόρντεθ ξέρει».

«Περισσότερες ελπίδες θα είχα, αν σαλτάριζα από τα τείχη», μουρμούρισε ο Ραντ. Αλλά κατέβασε τα πράγματα από τον ώμο του και άρχισε να κουκουλώνει το σπαθί και το τόξο και τη φαρέτρα, όπως του είχε υποδείξει η Εγκουέν.

Στο σκοτάδι, ο Φάιν γέλασε. «Ποτέ δεν τελειώνει, αλ’Θορ. Ποτέ».

Загрузка...