24 Καινούργιοι Φίλοι και Παλιοί Εχθροί

Η Εγκουέν ακολούθησε την Αποδεχθείσα στους διαδρόμους του Λευκού Πύργου. Οι τοίχοι ήταν κατάλευκοι, σαν το εξωτερικό του πύργου, και τους κάλυπταν ταπισερί και πίνακες· το πάτωμα ήταν από πλακάκια με γεωμετρικά σχήματα. Το λευκό φόρεμα της Αποδεχθείσας ήταν ολόιδιο με το δικό της, με εξαίρεση τις επτά στενές χρωματιστές λωρίδες στον ποδόγυρο και στα μανίκια. Η Εγκουέν έσμιξε τα φρύδια, κοιτάζοντας αυτό το φόρεμα. Η Νυνάβε από την προηγούμενη μέρα φορούσε φόρεμα Αποδεχθείσας και δεν έδειχνε να το χαίρεται πολύ, ούτε αυτό ούτε το χρυσό δαχτυλίδι, ένα φίδι που έτρωγε την ουρά του, το οποίο έδειχνε το επίπεδό της. Τις λίγες φορές που η Εγκουέν είχε καταφέρει να τη δει, τα μάτια της έμοιαζαν γεμάτα σκιές, σαν να είχε δει πράγματα, που ευχόταν μ’ όλη της την καρδιά να μην τα είχε δει.

«Εδώ», είπε απότομα η Αποδεχθείσα, δείχνοντας μια πόρτα. Λεγόταν Πέντρα, ήταν κοντή και νευρώδης, λίγο μεγαλύτερη από τη Νυνάβε, και η φωνή της πάντα ήταν απότομη. «Σου έδωσαν χρόνο, επειδή είναι η πρώτη μέρα σου, αλλά εγώ θα σε περιμένω στο πλυντήριο όταν το γκονγκ χτυπήσει την Υψηλή, ούτε στιγμή αργότερα».

Η Εγκουέν υποκλίθηκε ελαφρά, έπειτα έβγαλε τη γλώσσα στην πλάτη της Αποδεχθείσας που έφευγε. Ίσως να ήταν μονάχα το προηγούμενο απόγευμα που η Σέριαμ είχε βάλει το όνομά της στο βιβλίο των μαθητευομένων, αλλά ήξερε ήδη ότι δεν της άρεσε η Πέντρα. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα.

Το δωμάτιο ήταν απλό και μικρό, με άσπρους τοίχους, και υπήρχε μια νεαρή εκεί, με χρυσοκόκκινα μαλλιά που έπεφταν στους ώμους της, η οποία καθόταν στον ένα από τους δύο σκληρούς πάγκους. Το πάτωμα ήταν γυμνό· οι μαθητευόμενες δεν θα προλάβαιναν να απολαύσουν τα χαλιά, αν υπήρχαν. Η Εγκουέν σκέφτηκε πως η κοπέλα ήταν στην ηλικία της, αλλά είχε μια αξιοπρέπεια και μια αυτοκυριαρχία που την έκανε να φαίνεται μεγαλύτερη. Το απλά φτιαγμένο φόρεμα των μαθητευομένων πάνω της γινόταν κάτι παραπάνω. Κομψό. Αυτό ήταν.

«Το όνομά μου είναι Ηλαίην», είπε. Έγειρε το κεφάλι, μελετώντας την Εγκουέν. «Κι εσύ είσαι η Εγκουέν. Από το Πεδίο του Έμοντ, στους Δύο Ποταμούς». Το είπε σαν να είχε κάποια σημασία αυτό, αλλά συνέχισε αμέσως. «Όταν κάποια έχει περάσει λίγο καιρό εδώ, πάντα της αναθέτουν μια καινούργια μαθητευόμενη για μερικές μέρες, για να τη βοηθήσει να βγάλει κάποια άκρη. Κάθισε, σε παρακαλώ».

Η Εγκουέν πήρε τον άλλο πάγκο, αντίκρυ στην Ηλαίην. «Νόμιζα ότι θα με δίδασκαν οι Άες Σεντάι, τώρα που είμαι επιτέλους μαθητευόμενη. Αλλά το μόνο που έγινε ως τώρα ήταν ότι με ξύπνησε η Πέντρα δυο ολόκληρες ώρες πριν χαράξει και με έβαλε να σκουπίζω τους διαδρόμους. Κι είπε, επίσης, ότι μετά το βραδινό πρέπει να πλύνω τα πιάτα».

Η Ηλαίην έκανε μια γκριμάτσα. «Σιχαίνομαι να πλένω πιάτα. Ποτέ δεν είχε χρειαστεί να — τέλος πάντων, δεν έχει σημασία. Θα εκπαιδευθείς. Και μάλιστα, από δω και πέρα, αυτή την ώρα κάθε μέρα θα είσαι στην εκπαίδευση. Από το πρόγευμα ως την Υψηλή, και μετά από το γεύμα ως την Τρίτη. Αν είσαι ιδιαίτερα γρήγορη, ή ιδιαίτερα αργή, τότε ίσως σε πάρουν από το δείπνο ως την Πλήρη, επίσης, αλλά αυτό είναι συνήθως για περισσότερες αγγαρείες». Τα γαλανά μάτια της Εγκουέν πήραν μια σκεφτική έκφραση. «Γεννήθηκες μ’ αυτό, ε;» Η Εγκουέν ένευσε. «Ναι, μου φάνηκε ότι το ένιωσα. Το ίδιο κι εγώ, μ’ αυτό γεννήθηκα. Μην απογοητευτείς, αν δεν το ήξερες. Θα μάθεις να αισθάνεσαι την ικανότητα στις άλλες. Εγώ είχα το πλεονέκτημα να μεγαλώσω κοντά σε μια Άες Σεντάι».

Η Εγκουέν θέλησε να τη ρωτήσει γι’ αυτό -Ποιες μεγαλώνουν κοντά σε Άες Σεντάι;— αλλά η Ηλαίην συνέχισε.

«Κι επίσης μην απογοητευτείς αν χρειαστείς καιρό για να πετύχεις κάτι. Με τη Μία Δύναμη, θέλω να πω. Ακόμα και τα πιο απλά πράγματα θέλουν χρόνο. Η υπομονή είναι αρετή που πρέπει να μάθεις». Ζάρωσε τη μύτη. «Η Σέριαμ Σεντάι πάντα αυτό λέει και βάζει κι δυνατά της να το μάθουμε. Τρέξε καμιά φορά, αν σου πει να περπατήσεις, και θα σε πάρει αμέσως στο γραφείο της να σου τα ψάλει».

«Έχω ήδη κάνει μερικά μαθήματα», είπε η Εγκουέν, προσπαθώντας να δείξει ταπεινότητα. Ανοίχτηκε για λίγο στο σαϊντάρ —αυτό το στάδιο τώρα ήταν ευκολότερο— και ένιωσε τη ζέστη να ποτίζει το σώμα της. Αποφάσισε να δοκιμάσει το μεγαλύτερο πράγμα που ήξερε να κάνει. Άπλωσε το χέρι της και μια λαμπερή σφαίρα σχηματίστηκε πάνω του, από αγνό φως. Τρεμόπαιζε —ακόμα δεν κατάφερνε να το κρατήσει σταθερό— αλλά ήταν εκεί.

Η Ηλαίην άπλωσε γαλήνια το χέρι της και πάνω από την παλάμη εμφανίστηκε μια μπάλα φωτός. Και η δική της, επίσης, τρεμόπαιζε.

Μετά από μια στιγμή, ένα αμυδρό φως φάνηκε ολόγυρα στην Ηλαίην. Η Εγκουέν άφησε μια κραυγούλα και η μπάλα της εξαφανίστηκε.

Η Ηλαίην ξαφνικά χαχάνισε και το φως της έσβησε, τόσο η σφαίρα όσο και το φως γύρω της. «Το είδες γύρω μου;» είπε ενθουσιασμένη. «Εγώ το είδα γύρω σου. Η Σέριαμ Σεντάι είχε πει ότι κάποια στιγμή θα το δω. Αυτή ήταν η πρώτη φορά. Και για σένα;»

Η Εγκουέν ένευσε, γελώντας μαζί με την άλλη κοπέλα. «Μου αρέσεις. Νομίζω ότι θα γίνουμε φίλες».

«Κι εγώ το νομίζω, Εγκουέν. Είσαι από τους Δύο Ποταμούς, από το Πεδίο του Έμοντ. Ξέρεις ένα αγόρι που λέγεται Ραντ αλ’Θορ;»

«Τον ξέρω». Ξαφνικά η Εγκουέν θυμήθηκε μια ιστορία που είχε πει ο Ραντ, μια ιστορία που δεν την είχε πιστέψει· πως είχε πέσει από έναν τοίχο σ’ έναν κήπο, κι εκεί είχε συναντήσει... «Είσαι η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ», είπε με κομμένη την ανάσα.

«Ναι», είπε απλά η Ηλαίην. «Αν η Σέριαμ Σεντάι άκουγε ότι το ανέφερα έστω, θα με έσερνε την ίδια στιγμή στο γραφείο της».

«Όλοι λένε για το γραφείο της Σέριαμ. Ακόμα και οι Αποδεχθείσες. Τόσο άγρια σας μαλώνει; Μου φαίνεται καλοσυνάτη γυναίκα».

Η Ηλαίην κοντοστάθηκε, και όταν άνοιξε το στόμα της, μίλησε αργά, κοιτάζοντας την Εγκουέν κατάματα. «Έχει μια βέργα από ιτιά πάνω στο γραφείο. Λέει ότι, αν δεν μάθεις να ακολουθείς τους κανόνες με πολιτισμένο τρόπο, θα σου τους μάθει αλλιώς. Υπάρχουν τόσοι πολλοί κανόνες για ας μαθητευόμενες, που είναι δύσκολο να μην παραβείς κάποιους», κατέληξε.

«Μα αυτό είναι — είναι φρικιό! Δεν είμαι παιδί, ούτε κι εσύ. Δεν δέχομαι να μου φέρονται έτσι».

«Μα, είμαστε παιδιά. Οι Άες Σεντάι, τα πλήρη μέλη της αδελφότητας, είναι οι ώριμες γυναίκες. Οι Αποδεχθείσες είναι οι κοπέλες, αρκετά μεγάλες για να τις εμπιστεύονται χωρίς να τις έχουν συνέχεια από κοντά. Και οι μαθητευόμενες είναι τα παιδιά, που τα προστατεύουν και τα φροντίζουν, τα καθοδηγούν για να πάνε εκεί που πρέπει, και τα τιμωρούν, όταν κάνουν αυτό που δεν πρέπει. Έτσι το εξηγεί η Σέριαμ. Καμία δεν θα σε τιμωρήσει για τα μαθήματα σου, εκτός αν δοκιμάσεις κάτι που σου είπαν να μην το κάνεις. Μερικές φορές είναι δύσκολο να μην το προσπαθήσεις· θα δεις ότι θα θέλεις να διαβιβάζεις όσο και να ανασαίνεις. Αλλά, αν σπάσεις πολλά πιάτα, επειδή ονειροπολείς τη στιγμή που θα έπρεπε να τα πλένεις, αν είσαι ασεβής προς κάποια Αποδεχθείσα, αν φύγεις από τον Πύργο δίχως άδεια, αν μιλήσεις σε μια Άες Σεντάι πριν σου μιλήσει αυτή, αν... Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κάνεις όσο μπορείς το καλύτερο. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κάνεις».

«Να θελήσουμε να φύγουμε, αυτό φαίνεται ότι πάνε να μας κάνουν», διαμαρτυρήθηκε η Εγκουέν.

«Όχι, μα, από την άλλη μεριά, ναι. Εγκουέν, υπάρχουν μόνο σαράντα μαθητευόμενες στον Πύργο. Μόνο σαράντα, και το πολύ επτά ή οκτώ θα γίνουν Αποδεχθείσες. Η Σέριαμ Σεντάι λέει ότι δεν φτάνουν. Λέει ότι δεν υπάρχουν αρκετές Άες Σεντάι τώρα για να κάνουν αυτό που πρέπει να γίνει. Αλλά ο Πύργος δεν θα χαλαρώσει τις απαιτήσεις του, δεν μπορεί να το κάνει. Οι Άες Σεντάι δεν μπορούν να πάρουν μια γυναίκα ως αδελφή αν δεν έχει την ικανότητα, και τη δύναμη, και την επιθυμία. Δεν μπορούν να δώσουν το σάλι και το δαχτυλίδι σε κάποια που δεν μπορεί να διαβιβάσει καλά τη Δύναμη, που αφήνει τις άλλες να της επιβληθούν, που δα γυρίσει την πλάτη όταν δυσκολέψει η κατάσταση. Η διαβίβαση είναι θέμα της εκπαίδευσης και των δοκιμασιών, και όσο για τη δύναμη και την Επιθυμία... Αν θελήσεις να φύγεις, θα σε αφήσουν. Από τη στιγμή που θα ξέρεις αρκετά για να μη σε σκοτώσει η άγνοιά σου».

«Νομίζω πως η Σέριαμ μας είπε κάτι γι’ αυτά», είπε η Εγκουέν αργά. «Δεν είχα σκεφτεί όμως ότι δεν υπάρχουν αρκετές Άες Σεντάι».

«Έχει μια θεωρία. Λέει ότι ξεσκαρτάραμε την ανθρωπότητα. Ξέρεις τι είναι το ξεσκαρτάρισμα; Που βγάζεις από το κοπάδι τα ζώα που έχουν ανεπιθύμητα χαρακτηριστικά;» Η Εγκουέν ένευσε ανυπόμονα· δεν υπήρχε κανείς που να έχει μεγαλώσει κοντά σε πρόβατα χωρίς να ξέρει για το ξεσκαρτάρισμα του κοπαδιού. «Η Σέριαμ Σεντάι λέει ότι έτσι που το Κόκκινο Άτζα κυνηγά εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια τους άνδρες που μεταβιβάζουν, ξεσκαρτάρουμε από όλους μας την ικανότητα να διαβιβάζουμε. Αν ήμουν στη θέση σου, δεν θα το έλεγα σε καμιά Κόκκινη. Η Σέριαμ Σεντάι έχει τσακωθεί πολλές φορές γι’ αυτό, κι εμείς δεν είμαστε παρά μαθητευόμενες».

«Λεν θα το πω».

Η Ηλαίην έκανε μια παύση, και ύστερα είπε, «Είναι καλά ο Ραντ;»

Η Εγκουέν ένιωσε ένα ξαφνικό σούβλισμα ζήλιας —η Ηλαίην ήταν πολύ όμορφη— αλλά πιο δυνατός ήταν ο φόβος που την άρπαξε. Ξανάφερε στο νου της τα λίγα που ήξερε για τη μοναδική συνάντηση του Ραντ με την Κόρη-Διάδοχο, και ανακουφίστηκε: δεν υπήρχε περίπτωση να ξέρει η Ηλαίην ότι ο Ραντ μπορούσε να διαβιβάζει.

«Εγκουέν;»

«Αναλόγως, καλά είναι». Ελπίζω να είναι καλά, ο χοντροκέφαλος. «Την τελευταία φορά που τον είδα, ήταν στ’ άλογα μαζί με κάτι Σιναρανούς στρατιώτες».

«Σιναρανούς! Μου είχε πει πως είναι βοσκός». Κούνησε το κεφάλι. «Τις πιο παράξενες στιγμές ανακαλύπτω ότι τον σκέφτομαι. Η Ελάιντα πιστεύει πως για κάποιο λόγο είναι σημαντικός. Δεν το είπε έτσι καθαρά, αλλά είχε διατάξει να ψάξουν γι’ αυτόν και έγινε έξω φρενών όταν έμαθε ότι είχε φύγει από το Κάεμλυν».

«Η Ελάιντα;»

«Η Ελάιντα Σεντάι. Σύμβουλος της μητέρας μου. Είναι του Κόκκινου Άτζα, αλλά όμως η μητέρα φαίνεται να τη συμπαθεί».

Η Εγκουέν ένιωσε το στόμα της να ξεραίνεται. Του Κόκκινου Άτζα, και την ενδιαφέρει ο Ραντ. «Δεν — δεν ξέρω πού είναι τώρα. Έφυγε από το Σίναρ και δεν νομίζω να επιστρέψει».

Η Ηλαίην την κοίταξε κατάματα. «Εγκουέν, αν το ήξερα, δεν θα έλεγα στην Ελάιντα πού να τον βρει. Ο Ραντ, απ’ ό,τι ξέρω, δεν έχει κάνει τίποτα κακό, και φοβάμαι πως η Ηλαίην θέλει με κάποιον τρόπο να τον εκμεταλλευτεί. Τέλος πάντων, έχω να τη δω από τη μέρα που φτάσαμε, με Λευκομανδίτες να μας ακολουθούν από κοντά. Ακόμα είναι στρατοπεδευμένοι στην πλαγιά του Όρους του Δράκοντα». Ξαφνικά, πήδηξε όρθια. «Ας πούμε για πιο ευχάριστα πράγματα. Υπάρχουν άλλες δύο εδώ πέρα που ξέρουν τον Ραντ και θα ήθελα να συναντήσεις μία». Πήρε την Εγκουέν από το χέρι και την έβγαλε τραβώντας από το δωμάτιο.

«Δύο κοπέλες; Ο Ραντ φαίνεται να γνωρίζει πολλές κοπέλες».

«Μμμμ;» Ενώ ακόμα τραβούσε την Εγκουέν στο διάδρομο, η Ηλαίην γύρισε και την περιεργάστηκε. «Ναι. Ε. Η μία είναι ένα μυξιάρικο, μια τεμπέλα, που τη λένε Έλσε Γκρίνγουελ. Δεν νομίζω να κάτσει καιρό εδώ. Αμελεί τις δουλειές της και συνέχεια ξεγλιστράει για να δει τους Πρόμαχους να εξασκούνται στην ξιφομαχία. Λέει ό,τι ο Ραντ ήρθε στο αγρόκτημα του πατέρα της, μαζί με έναν φίλο του. Τον Ματ. Φαίνεται ότι της γέμισαν τα μυαλά με ιδέες για τον έξω κόσμο και το έσκασε για να γίνει Άες Σεντάι».

«Άνδρες», μουρμούρισε η Εγκουέν. «Χόρεψα μερικούς χορούς με ένα καλό παιδί και ο Ραντ κατέβασε τα μούτρα του, σαν σκυλί με πονεμένο δόντι, αλλά αυτός —» Σταμάτησε να μιλά, καθώς ένας άνδρας έβγαινε στο διάδρομο μπροστά τους. Και η Ηλαίην σταμάτησε πλάι της και έσφιξε το χέρι της Εγκουέν.

Λεν φαινόταν τίποτα πάνω του που να προκαλεί ανησυχία, πέρα από το ξαφνικό της εμφάνισής του. Ήταν ψηλός και ωραίος, σχεδόν μεσήλικας, με μακριά, μελαχρινά και κατσαρά μαλλιά, αλλά οι ώμοι του καμπούριαζαν και τα μάτια του ήταν θλιμμένα. Δεν πλησίασε την Εγκουέν και την Ηλαίην, απλώς στάθηκε εκεί, κοιτάζοντάς τις, ώσπου φάνηκε στο πλευρό του μια Αποδεχθείσα.

«Δεν πρέπει να έρχεσαι εδώ», του είπε, με κάποια καλοσύνη.

«Ήθελα να περπατήσω». Η φωνή του ήταν βαθιά, και θλιμμένη σαν τα μάτια του.

«Μπορείς να περπατήσεις στον κήπο, που έπρεπε να είσαι. Η λιακάδα θα σου κάνει καλό».

Ο άνδρας άφησε ένα πικρό γέλιο. «Με δυο και τρεις από σας να παρακολουθείτε την κάθε μου κίνηση; Απλώς φοβάστε μήπως βρω μαχαίρι». Βλέποντας το ύφος της Αποδεχθείσας, γέλασε ξανά. «Για μίνα, γυναίκα. Για μένα. Οδήγησέ με στον κήπο και στα αδιάκοπα βλέμματά σας».

Η Αποδεχθείσα τον άγγιξε ελαφρά στο μπράτσο και τον οδήγησε πέρα.

«Ο Λογκαίν», είπε η Ηλαίην, όταν ο άνδρας είχε φύγει.

«Ο ψεύτικος Δράκοντας!»

«Τον ειρήνεψαν, Εγκουέν. Τώρα δεν είναι πιο επικίνδυνος απ’ όσο ο κάθε άνδρας. Αλλά θυμάμαι που τον είχα δει την άλλη φορά, όταν είχαν χρειαστεί έξι Άες Σεντάι για να τον εμποδίσουν να χειριστεί τη Μία Δύναμη και να μας αφανίσει όλους». Ανατρίχιασε.

Το ίδιο και η Εγκουέν. Αυτό θα έκαναν οι Κόκκινες Άτζα στον Ραντ.

«Πάντα πρέπει να τους ειρηνεύουν;» ρώτησε. Η Ηλαίην την κοίταζε με το στόμα ορθάνοιχτο, και η Εγκουέν πρόσθεσε βιαστικά, «Να, σκέφτομαι ότι οι Άες Σεντάι θα μπορούσαν να βρουν κάποιον άλλο τρόπο να τους αντιμετωπίσουν. Η Ανάγια και η Μουαραίν είχαν πει ότι οι μεγαλύτεροι άθλοι της Εποχής των Θρύλων είχαν χρειαστεί άνδρες και γυναίκες που δούλευαν μαζί, με τη Δύναμη. Απλώς σκέφτηκα ότι θα μπορούσαν να βρουν τρόπο».

«Ε λοιπόν, μην σε ακούσει καμιά Κόκκινη αδελφή να κάνεις τέτοιες σκέψεις. Εγκουέν, δοκίμασαν. Τριακόσια χρόνια μετά το χτίσιμο του Λευκού Πύργου δοκίμαζαν. Τα παράτησαν, επειδή δεν βρέθηκε τίποτα. Έλα. Θέλω να γνωρίσεις τη Μιν. Δόξα στο Φως, δεν είναι στον κήπο που πηγαίνει ο Λογκαίν».

Το όνομα φάνηκε κάπως γνώριμο στην Εγκουέν και, όταν είδε τη νεαρή γυναίκα, κατάλαβε γιατί. Υπήρχε ένα στενό ρυάκι στον κήπο, με μια χαμηλή πέτρινη γέφυρα, και η Μιν καθόταν σταυροπόδι στον τοίχο της γέφυρας. Φορούσε ανδρικό στενό παντελόνι και φαρδύ πουκάμισο, και έτσι που είχε τα μελαχρινά μαλλιά της κομμένα κοντά, μπορούσε σχεδόν να περάσει για αγόρι, αν και ασυνήθιστα όμορφο. Ένας γκρίζος μανδύας κειτόταν πλάι της στο πεζούλι.

«Σε ξέρω», είπε η Εγκουέν. «Δούλευες στο πανδοχείο στο Μπάερλον». Μια αύρα χάιδεψε το νερό κάτω από τη γέφυρα, ενώ τα γκριζοπούλια κελαηδούσαν στα δέντρα του κήπου.

Η Μιν χαμογέλασε. «Κι εσύ ήσουν μια από κείνους που έφεραν εκεί τους Σκοτεινόφιλους και το έκαψαν ολόκληρο. Μπα, μην ξεσηκώνεσαι. Ο αγγελιοφόρος που ήρθε να με πάρει, έφερε τόσο χρυσάφι, που ο Αφέντης Φιτς το ξαναχτίζει διπλό απ’ όσο ήταν. Καλή σου μέρα, Ηλαίην. Δεν ιδρώνεις στα μαθήματά σου; Ή στις κατσαρόλες σου;» Μίλησε πειραχτικά, όπως οι φίλες μεταξύ τους, κάτι που απέδειξε το χαμόγελο της Ηλαίην.

«Βλέπω ότι η Σέριαμ ακόμα δεν κατάφερε να σου φορέσει φουστάνι»

Η Μιν γέλασε δαιμονικά. «Δεν είμαι μαθητευόμενη». Έκανε τη φωνή της ψιλή. «Μάλιστα, Άες Σεντάι. Όχι, Άες Σεντάι. Μπορώ να σκουπίσω άλλο ένα πάτωμα, Άες Σεντάι; Εγώ», είπε ξαναβρίσκοντας τη φυσιολογική, βαθιά φωνή της, «φοράω ό,τι μου καπνίσει». Στράφηκε στην Εγκουέν. «Είναι καλά ο Ραντ;»

Το στόμα της Εγκουέν σφίχτηκε. Ο Ραντ θα ’πρεπε να φορά κέρατα τράγου, σαν Τρόλοκ, σκέφτηκε θυμωμένα. «Λυπήθηκα που το πανδοχείο σου έπιασε φωτιά και χαίρομαι που ο Αφέντης Φιτς μπόρεσε να το ξαναχτίσει. Γιατί ήρθες στην Ταρ Βάλον; Είναι φανερό ό,τι δεν σκοπεύεις να γίνεις Άες Σεντάι». Η Μιν σήκωσε ένα φρύδι και η Εγκουέν ένιωσε σίγουρη ότι το έβρισκε αστείο.

«Τον συμπαθεί», εξήγησε η Ηλαίην.

«Το ξέρω». Η Μιν έριξε μια ματιά στην Εγκουέν, και για μια στιγμή της Εγκουέν της φάνηκε πως είδε θλίψη —ή μεταμέλεια;— στα μάτια της. «Είμαι εδώ», είπε μαζεμένα η Μιν, «επειδή ήρθαν να με πάρουν, και μου είπαν να διαλέξω αν θα ερχόμουν καβάλα ή δεμένη στο σακί».

«Όλο τα παραφουσκώνεις», είπε η Ηλαίην. «Η Σέριαμ Σεντάι είδε το γράμμα και λέει ότι ήταν απλώς ένα αίτημα. Η Μιν βλέπει πράγματα, Εγκουέν. Γι’ αυτό είναι εδώ· για να μελετήσουν οι Άες Σεντάι πώς το κάνει. Δεν είναι η Δύναμη».

«Αίτημα», ξεφύσηξε η Μιν. «Όταν μια Άες Σεντάι αιτείται την παρουσία σου, είναι σαν διαταγή από βασίλισσα, με εκατό στρατιώτες για να την επιβάλουν».

«Όλοι βλέπουν πράγματα», είπε η Εγκουέν.

Η Ηλαίην κούνησε το κεφάλι. «Όχι όπως η Μιν. Βλέπει... αύρες γύρω από τους ανθρώπους. Και εικόνες».

«Όχι πάντα», είπε η Μιν. «Όχι γύρω απ’ όλους».

«Και απ’ αυτά μπορεί να διαβάσει πράγματα για σένα, αν και δεν ξέρω αν πάντα λέει την αλήθεια. Είπε ότι θα αναγκαστώ να μοιραστώ τον άνδρα μου με άλλες δύο γυναίκες, αλλά εγώ ποτέ δεν θα το ανεχόμουν. Γέλασε και είπε ότι ούτε και η ίδια πίστευε πιο πριν ότι αυτή ήταν η καλύτερη λύση. Αλλά έχει πει ότι θα γινόμουν βασίλισσα πριν μάθει ποια ήμουν· είπε ότι είδε ένα στέμμα, κι ήταν το Ρόδινο Στέμμα του Άντορ».

Άθελά της, η Εγκουέν ρώτησε, «Τι βλέπεις όταν με κοιτάς;»

Η Μιν γύρισε το βλέμμα πάνω της. «Μια λευκή φλόγα, και... Α, λογής-λογής πράγματα. Δεν ξέρω τι σημαίνουν».

«Όλο αυτό λέει», είπε ξερά η Ηλαίην. «Κάτι που είπε ότι είδε σε μένα ήταν ένα κομμένο χέρι. Δεν ήταν δικό μου, είπε. Δεν ξέρει τι σημαίνει ούτε κι αυτό, έτσι ισχυρίζεται».

«Επειδή δεν ξέρω», είπε η Μιν. «Τα μισά απ’ αυτά, δεν ξέρω τι σημαίνουν».

Ακούστηκαν μπότες να τρίζουν στο δρομάκι και οι τρεις κοπέλες γύρισαν και είδαν δύο νεαρούς, που είχαν τα πουκάμισα και τα πανωφόρια τους ριγμένα στα χέρια, και προχωρούσαν και οι δύο με το στέρνο γυμνό και το σπαθί θηκαρωμένο. Η Εγκουέν βρέθηκε να κοιτάζει τον πιο ωραίο άνδρα που είχε δει ποτέ της. Ήταν ψηλός και λεπτός, αλλά με σφιχτό κορμί και προχωρούσε με χάρη αιλουροειδούς. Ξαφνικά, κατάλαβε ότι ο νεαρός έσκυβε το κεφάλι πάνω από το χέρι της —δεν τον είχε νιώσει καν να το σφίγγει με το δικό του— και έψαξε στο νου της για να βρει το όνομα που είχε ακούσει.

«Γκάλαντ», μουρμούρισε η Εγκουέν. Τα μαύρα μάτια του κοίταξαν τα δικά της. Ήταν μεγαλύτερός της. Μεγαλύτερος από τον Ραντ. Όταν σκέφτηκε τον Ραντ, τινάχτηκε και συνήλθε.

«Κι εγώ είμαι ο Γκάγουιν» —ο άλλος νεαρός χαμογέλασε πλατιά— «μιας και νομίζω ότι δεν το άκουσες πριν». Και η Μιν επίσης χαμογελούσε, και μόνο η Ηλαίην κατσούφιαζε.

Η Εγκουέν, ξαφνικά, θυμήθηκε το χέρι της, που το κρατούσε ακόμα ο Γκάλαντ, και το τράβηξε.

«Αν το έπιτρέπουν τα καθήκοντά σου», είπε ο Γκάλαντ, «θα ήθελα να σε ξαναδώ, Εγκουέν. Θα μπορούσαμε να κάνουμε έναν περίπατο, ή, αν πάρεις άδεια για να βγεις από τον Πύργο, να πάμε μια εκδρομούλα έξω από την πόλη».

«Θα — θα ήταν ωραίο». Ένιωθε αμήχανη με την παρουσία των άλλων — η Μιν και ο Γκάγουιν ακόμα χαμογελούσαν πλατιά και η Ηλαίην ήταν ακόμα κατσουφιασμένη. Προσπάθησε να ηρεμήσει, να σκεφτεί τον Ραντ. Είναι τόσο... όμορφος. Τινάχτηκε, φοβούμενη μήπως το είχε πει δυνατά.

«Εις το επανιδείν». Ο Γκάλαντ τελικά πήρε το βλέμμα του από πάνω της και στράφηκε στην Ηλαίην. «Αδελφή». Προχώρησε στη γέφυρα, λυγερός σαν λεπίδα.

«Αυτός», μουρμούρισε η Μιν, ακολουθώντας τον με το βλέμμα, «θα κάνει πάντα το σωστό. Όποιον κι αν πονέσει».

«Αδελφή;» είπε η Εγκουέν. Το κατσούφιασμα της Ηλαίην είχε υποχωρήσει ελάχιστα. «Νόμιζα ότι σου ήταν ο... Θέλω να πω, έτσι που συννέφιασες...» Της είχε φανεί πως η Ηλαίην ζήλευε, και ακόμα δεν ήταν σίγουρη.

«Δεν είμαι αδελφή του», είπε αποφασιστικά η Ηλαίην. «Αρνούμαι να είμαι η αδελφή του».

«Ο πατέρας μας ήταν ο πατέρας του», είπε ξερά ο Γκάγουιν. «Δεν μπορείς να το αρνηθείς, εκτός αν θέλεις να πεις τη μητέρα μας ψεύτρα, κι αυτό νομίζω πως θα χρειαζόταν περισσότερο θάρρος απ’ όσο έχουμε κι οι δυο μαζί».

Η Εγκουέν συνειδητοποίησε μόλις τώρα ότι ο Γκάγουιν είχε τα ίδια χρυσοκόκκινα μαλλιά με την Ηλαίην, αν και τα δικά του είχαν σκουρύνει και κατσαρώσει από τον ιδρώτα.

«Η Μιν έχει δίκιο», είπε η Ηλαίην. «Ο Γκάλαντ δεν έχει μέσα του την παραμικρή στάλα ανθρωπιάς. Βλέπει το σωστό ανώτερο από το έλεος, τον οίκτο, το... Δεν είναι πιο ανθρώπινος από τους Τρόλοκ».

Στα χείλη του Γκάγουιν άνθισε πάλι το χαμόγελο. «Όσο γι’ αυτό, δεν ξέρω. Αν κρίνω από τον τρόπο που κοίταζε την Εγκουέν εδώ». Είδε το βλέμμα της και το βλέμμα της αδελφής του και σήκωσε τα χέρια, σαν να ήθελε να τις αποκρούσει με το θηκαρωμένο σπαθί του. «Εκτός αυτού, στο σπαθί είναι ο καλύτερος που έχω δει ποτέ. Αρκεί να του δείξει κάτι μια φορά ένας Πρόμαχος και το έχει μάθει. Εγώ πεθαίνω στον ιδρώτα για να μάθω τα μισά απ’ αυτά που μαθαίνει ο Γκάλαντ χωρίς κόπο».

«Και αρκεί να είναι κανείς καλός στο σπαθί;» είπε η Ηλαίην. «Άνδρες! Εγκουέν, όπως ίσως μάντεψες, αυτός ο ξεδιάντροπα ξέντυτος χοντροκέφαλος είναι ο αδελφός μου. Γκάγουιν, η Εγκουέν ξέρει τον Ραντ αλ’Θορ. Είναι από το ίδιο χωριό».

«Ναι; Στ’ αλήθεια γεννήθηκε στους Δύο Ποταμούς, Εγκουέν;»

Η Εγκουέν βίασε τον εαυτό της να νεύσει ατάραχα. Τι ξέρει; «Φυσικά, εκεί γεννήθηκε. Μαζί μεγαλώσαμε».

«Φυσικά», είπε αργά ο Γκάγουιν. «Τι παράξενος τύπος. Βοσκός, είπε, αν και ούτε έμοιαζε ούτε φερόταν σαν τους βοσκούς που έχω δει. Παράξενο. Έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους που συνάντησαν τον Ραντ αλ’Θορ. Μερικοί δεν ξέρουν καν το όνομά του, αλλά η περιγραφή δεν μπορεί να ανήκει σε άλλον, και έχει αλλάξει τις ζωές τους. Ήταν ένας γέρος αγρότης, που ήρθε στο Κάεμλυν μόνο για να δει τον Λογκαίν, όταν είχαν περάσει από κει φέρνοντάς τον εδώ· αλλά ο αγρότης έμεινε για να πάρει το μέρος της μητέρας, όταν άρχισαν οι ταραχές. Εξαιτίας ενός νεαρού που πήγε να δει τον κόσμο, που τον έκανε να σκεφτεί πως ο κόσμος είχε κι άλλα πράγματα πέρα από το αγρόκτημά του. Ο Ραντ αλ’Θορ. Θα ’λεγε κανείς πως είναι τα’βίρεν. Η Ελάιντα δείχνει ενδιαφέρον γι’ αυτόν. Αναρωτιέμαι αν η γνωριμία μας μαζί του θα αλλάξει τη δική μας ζωή στο Σχήμα».

Η Εγκουέν κοίταξε την Ηλαίην και τη Μιν. Ήταν σίγουρη πως δεν είχαν την παραμικρή υποψία ότι ο Ραντ ήταν πράγματι τα’βίρεν. Αυτό δεν το είχε ξανασκεφτεί άλλοτε· ήταν ο Ραντ, και είχε αυτή την κατάρα, την ικανότητα να διαβιβάζει. Αλλά οι τα’βίρεν άλλαζαν τους ανθρώπους, είτε ήθελαν να αλλάξουν, είτε όχι. «Στ’ αλήθεια μου αρέσετε», είπε ξαφνικά, με μια κίνηση του χεριού προς τις δύο κοπέλες. «Θέλω να γίνω φίλη σας».

«Κι εγώ θέλω να γίνω φίλη σου», είπε η Ηλαίην.

Η Εγκουέν την αγκάλιασε αυθόρμητα, και τότε η Μιν πήδηξε κάτω και στάθηκαν οι τρεις τους εκεί στη γέφυρα, αγκαλιάζοντας η μια την άλλη.

«Εμείς οι τρεις είμαστε ενωμένες», είπε η Μιν, «και δεν μπορούμε να αφήσουμε κάποιον άνδρα να μπει ανάμεσα μας. Ούτε καν αυτόν».

«Μήπως θα ήθελε κάποια να μου πει περί τίνος πρόκειται;» ρώτησε ευγενικά ο Γκάγουιν.

«Δεν θα καταλάβεις», είπε η αδελφή του, και τα τρία κορίτσια ξέσπασαν σε γέλια.

Ο Γκάγουιν έξυσε το κεφάλι του, ύστερα το κούνησε. «Λοιπόν, αν έχει να κάνει με τον Ραντ αλ’Θορ, προσέξτε μην ακούσει τίποτα η Ελάιντα. Τρεις φορές από τότε που φτάσαμε, έπεσε πάνω μου σαν Λευκομανδίτης Ιεροεξεταστής. Λεν νομίζω ότι οι προθέσεις της είναι—» Τινάχτηκε· μια γυναίκα διέσχιζε τον κήπο, μια γυναίκα που φορούσε σάλι με κόκκινα κρόσσια. «‘Μίλα για τον Σκοτεινό’», είπε, επαναλαμβάνοντας το ρητό, «‘και θα τον δεις μπροστά σου’. Δεν θέλω να τ’ ακούσω πάλι, επειδή έβγαλα το πουκάμισο χωρίς να είμαι στους χώρους εξάσκησης. Καλήν ημέρα σε όλες σας».

Η Ελάιντα, καθώς ερχόταν στη γέφυρα, έριξε μια ματιά στον Γκάγουιν που έφευγε. Η Εγκουέν σκέφτηκε πως ήταν εμφανίσιμη χωρίς να είναι όμορφη, αλλά η αγέραστη όψη τη χαρακτήριζε, όπως το σάλι της. Όταν το βλέμμα της πέρασε από την Εγκουέν, σταματώντας μόνο για μια στιγμή, η Εγκουέν ξαφνικά είδε μια σκληράδα στην Άες Σεντάι. Πάντα θεωρούσε τη Μουαραίν δυνατή, ατσάλι κάτω από μετάξι, αλλά η Ελάιντα είχε ξεφορτωθεί το μετάξι.

«Ελάιντα», είπε η Ηλαίην, «αυτή είναι η Εγκουέν. Γεννήθηκε κι αυτή με το σπόρο μέσα της. Και έχει ήδη κάνει μερικά μαθήματα, έτσι είναι προχωρημένη σχεδόν όσο κι εγώ. Ελάιντα;»

Το πρόσωπο της Άες Σεντάι ήταν ανέκφραστο και δεν φανέρωνε τίποτα. «Στο Κάεμλυν, παιδί μου, είμαι σύμβουλος της Βασίλισσας μητέρας σου, αλλά εδώ είναι Λευκός Πύργος κι εσύ μαθητευόμενη». Η Μιν έκανε να φύγει, όμως η Ελάιντα τη σταμάτησε, λέγοντας κοφτά, «Στάσου, κορίτσι μου. Θέλω να σου μιλήσω».

«Σε ξέρω όλη μου τη ζωή, Ελάιντα», είπε η Ηλαίην, χωρίς να πιστεύει στ’ αυτιά της. «Με είδες να μεγαλώνω, έκανες τους κήπους να ανθίσουν το χειμώνα για να παίξω».

«Παιδί μου, εκεί ήσουν η Κόρη-Διάδοχος. Εδώ είσαι μαθητευόμενη. Αυτό πρέπει το μάθεις. Κάποια μέρα θα γίνεις σπουδαία, αλλά πρέπει να μάθεις!»

«Μάλιστα, Άες Σεντάι».

Η Εγκουέν είχε μείνει αποσβολωμένη. Αν κάποιος την είχε επιπλήξει έτσι μπροστά σε άλλους, θα ήταν έξαλλη.

«Τώρα φύγετε κι οι δυο σας». Ένα γκονγκ άρχισε να χτυπά, βαθύ και μελωδικό, και η Ελάιντα έγειρε το κεφάλι. Ο ήλιος στεκόταν στα μισά της διαδρομής για το αποκορύφωμά του. «Υψηλή», είπε η Ελάιντα. «Πρέπει να βιαστείτε, αν δεν θέλετε κι άλλες κατσάδες. Και, Ηλαίην; Δες την Κυρά των Μαθητευομένων στο γραφείο της μετά τις αγγαρείες σου. Οι μαθητευόμενες δεν μιλούν στις Άες Σεντάι χωρίς άδεια. Τρέξτε, και οι δύο. Θα αργήσετε. Τρέξτε!»

Έτρεξαν, σηκώνοντας τις φούστες τους. Η Εγκουέν κοίταξε την Ηλαίην. Τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει και το πρόσωπό της είχε μια αποφασισμένη έκφραση.

«Θα γίνω Άες Σεντάι», είπε η Ηλαίην με απαλή φωνή, αλλά ακούστηκε σαν υπόσχεση.

Η Εγκουέν άκουσε πίσω τους την Άες Σεντάι να λέει, «Απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι, κορίτσι μου, σε έφερε εδώ η Μουαραίν Σεντάι».

Ήθελε να μείνει και να ακούσει, να ακούσει αν η Ελάιντα ρωτούσε για τον Ραντ, αλλά η Υψηλή αντηχούσε σ’ ολόκληρο τον Λευκό Πύργο, και της είχαν αναθέσει δουλειές. Έτρεξε, σαν να την είχαν διατάξει να τρέξει.

«Θα γίνω Άες Σεντάι», μούγκρισε. Η Ηλαίην χαμογέλασε φευγαλέα με κατανόηση, και έτρεξαν πιο γρήγορα.


Το πουκάμισο της Μιν κολλούσε πάνω της, όταν τελικά έφυγε από τη γέφυρα. Δεν είχε ιδρώσει από τον ήλιο, αλλά από την πυρά των ερωτήσεων της Ελάιντα. Κοίταξε πάνω από τον ώμο της για να βεβαιωθεί ότι η Άες Σεντάι δεν την ακολουθούσε, αλλά η Ελάιντα δεν φαινόταν πουθενά.

Πώς ήξερε η Ελάιντα ότι την είχε καλέσει η Μουαραίν; Η Μιν ήταν σίγουρη πως αυτό το μυστικό ήταν γνωστό μονάχα στην ίδια, στη Μουαραίν και στη Σέριαμ. Κι όλες αυτές οι ερωτήσεις για τον Ραντ. Δεν ήταν εύκολο να κρατήσει την έκφρασή της γαλήνια και το βλέμμα σταθερό, καθώς έλεγε κατά πρόσωπο σε μια Άες Σεντάι ότι δεν είχε ακούσει ποτέ γι’ αυτόν και δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτόν. Τι θέλει απ’ αυτόν; Φως μου, τι θέλει η Μουαραίν απ’ αυτόν; Τι είναι ο Ραντ; Φως μου, δεν θέλω να ερωτευτώ έναν άνδρα που συνάντησα μονάχα μια φορά, και μάλιστα ένα αγροτόπαιδο.

«Μουαραίν, που το Φως να σε τυφλώσει», μουρμούρισε, «όποιος κι αν είναι ο λόγος που με έφερες εδώ, βγες από την κρυψώνα σου και πες μου, για να φύγω!»

Η μόνη απάντηση ήταν το γλυκό κελάηδισμα των γκριζοπουλιών. Έκανε μια γκριμάτσα κι πήγε να βρει μέρος να ησυχάσει.

Загрузка...