1 Η Φλόγα της Ταρ Βάλον

Ο Τροχός του Χρόνου γυρνά και οι Εποχές έρχονται και φεύγουν, αφήνοντας πίσω αναμνήσεις που γίνονται Θρύλος, ύστερα ξεθωριάζουν για να μείνουν μύθος, και είναι ξεχασμένες από καιρό, όταν πια ξανάρχονται. Μια Εποχή, την οποία μερικοί την αποκαλούν Τρίτη Εποχή, μια Εποχή που ακόμα δεν έχει έρθει, μια Εποχή που έχει περάσει, ένας άνεμος φύσηξε στα Όρη του Χαμμού. Ο άνεμος δεν ήταν η αρχή. Το γύρισμα του Τροχού του Χρόνου δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Αλλά ήταν κάποια αρχή.

Ο άνεμος αυτός, γεννημένος ανάμεσα σε μαύρες κορφές με κόψεις σαν ξυράφι, εκεί που ο Θάνατος λυμαινόταν τα ψηλά περάσματα, αλλά κρυβόταν από πλάσματα που ήταν ακόμα πιο επικίνδυνα, φύσηξε προς το νότο, περνώντας από το άγριο δάσος της Μεγάλης Μάστιγας, ένα δάσος που το είχε μιάνει και αλλοιώσει το άγγιγμα του Σκοτεινού. Η γλυκιά, αρρωστημένη οσμή της σαπίλας διαλύθηκε, όταν πια ο άνεμος διέσχισε την αόρατη γραμμή, την οποία οι άνθρωποι αποκαλούσαν σύνορα του Σίναρ, εκεί που τα άνθη της άνοιξης κρέμονταν πυκνά από τα δέντρα. Κανονικά τώρα θα έπρεπε να ήταν καλοκαίρι, μα η άνοιξη είχε αργήσει να έρθει, καν η γη οργίαζε για να προφτάσει το χαμένο χρόνο. Φρέσκα αχνοπράσινα βλαστάρια ξεπετάγονταν απ’ όλους τους θάμνους και καινούργια, κόκκινα άνθη έβγαιναν στις άκρες όλων των κλαριών των δέντρων. Ο άνεμος έκανε τα χωράφια των αγροτών να κυματίζουν σαν κατάφυτες λιμνούλες, ξεχειλίζοντας από σπαρτά, που έμοιαζαν να ψηλώνουν στιγμή τη στιγμή.

Η οσμή του Θανάτου είχε χαθεί σχεδόν όλη, όταν ο άνεμος έφτασε στα πέτρινα τείχη της πόλης του Φαλ Ντάρα, πάνω στους λόφους της, και μαστίγωσε έναν πύργο του φρουρίου στην καρδιά της πόλης, έναν πύργο, πάνω στον οποίο δύο άνδρες έμοιαζαν να χορεύουν. Το Φαλ Ντάρα, εκεί ψηλά, με γερά τείχη, οχυρό και πόλη μαζί, ποτέ δεν είχε πέσει, ποτέ δεν είχε προδοθεί. Ο άνεμος βόγκηξε πάνω από τις στέγες με τα ξυλοκέραμα, γύρω από τις ψηλές πέτρινες καμινάδες και τους ακόμα πιο ψηλούς πύργους, βόγκηξε σαν μοιρολόι.

Ο Ραντ αλ’Θορ, γυμνός από τη μέση και πάνω, ρίγησε με το παγερό χάδι του ανέμου και τα δάχτυλά του έσφιξαν τη μακριά λαβή του σπαθιού εξάσκησης που κρατούσε. Στον καυτό ήλιο το στήθος του γυάλιζε από τον ιδρώτα και τα σκουροκόκκινα μαλλιά του κολλούσαν στο κεφάλι του σαν μουσκεμένο χαλί. Μια αμυδρή οσμή στο στροβίλισμα του αέρα έκανε τη μύτη του να σουφρώσει, αλλά ο νους του δεν έκανε τη σύνδεση με την εικόνα ενός αρχαίου φρεσκοανοιγμένου τάφου που είδε για μια στιγμή. Ο Ραντ μόλις που αντιλαμβανόταν την οσμή, ή την εικόνα· πάσχιζε να κρατήσει το μυαλό του άσειο, όμως ο άλλος άνδρας, ο οποίος τον συντρόφευε στην κορφή του πύργου, συνεχώς εισέβαλλε στην αδειανωσύνη. Η κορφή του πύργου είχε πλάτος δέκα βημάτων και την κύκλωνε ένα τοιχάκι με πολεμίστρες, που του έφτανε ως τη μέση. Ήταν μεγάλο και με το παραπάνω, έτσι ώστε δεν θα ένιωθε στριμωγμένος, εκτός κι αν το μοιραζόταν μ’ έναν Πρόμαχο.

Αν και αρκετά νέος, ο Ραντ ήταν ψηλότερος από το κανονικό, όμως ο Λαν τον έφτανε στο μπόι κ» είχε βαρύτερους μύες, αν και οι ώμοι του δεν ήταν τόσο φαρδιοί. Μια στενή λωρίδα από πλεγμένο δέρμα κρατούσε τα μακριά μαλλιά του Πρόμαχου για να μην του πέφτουν στο πρόσωπο, ένα πρόσωπο που έμοιαζε φτιαγμένο από πέτρινες ευθείες και γωνίες, ένα πρόσωπο δίχως ρυτίδες, σαν να ήθελε να διαψεύσει τα ίχνη του γκρίζου στους κροτάφους. Παρά τη ζέστη και τον κόπο, μόνο ένα ψιλό στρώμα ιδρώτα άστραφτε στο στήθος και στα μπράτσα του. Ο Ραντ κοίταξε τα παγωμένα, γαλάζια μάτια του Λαν, ψάχνοντας να βρει κάποιο ίχνος των προθέσεών του. Ο Πρόμαχος έμοιαζε να μην ανοιγοκλείνει ποτέ τα μάτια του και το σπαθί εξάσκησης στα χέρια του πηγαινοερχόταν με σίγουρες, ομαλές κινήσεις, καθώς ο Πρόμαχος άλλαζε σχάσεις με άνεση.

Το σπαθί εξάσκησης, που αντί για λεπίδα είχε ένα δεματάκι από χαλαρά δεμένα πηχάκια, έκανε δυνατό κρότο όταν χτυπούσε κάτι, και άφηνε ένα κόκκινο σημάδι όταν έπεφτε σε σάρκα. Ο Ραντ το είχε μάθει καλά. Είχε τρεις λεπτές, κόκκινες γραμμές, που έτσουζαν στα πλευρά του, και άλλη μια που έκαιγε στον ώμο του. Είχε βάλει όλες του τις δυνάμεις για να αποφύγει κι άλλα τέτοια στολίδια. Ο Λαν δεν είχε το παραμικρό σημάδι.

Όπως είχε διδαχθεί, ο Ραντ σχημάτισε μια φλόγα στο νου του και συγκεντρώθηκε σ’ αυτήν, προσπαθώντας να ρίξει εκεί όλα τα συναισθήματα και τα πάθη του, να σχηματίσει ένα κενό εντός του, μ’ όλες τις σκέψεις απ’ έξω. Η αδειανωσύνη ήρθε. Όπως συνέβαινε πολύ συχνά τώρα τελευταία, δεν ήταν τέλεια· η φλόγα υπήρχε ακόμα, ή κάποια αίσθηση φωτός, που έστελνε κυματάκια να διασχίσουν τη γαλήνη. Αλλά αρκούσε, έστω και μετά βίας. Τον τύλιξε η δροσερή γαλήνη του κενού κι έγινε ένα με το σπαθί εξάσκησης, με τις λείες πέτρες κάτω από τις μπότες του, ακόμα και με τον Λαν. Όλα ήταν ένα, και κινήθηκε δίχως σκέψεις, με ρυθμό ανάλογο του Πρόμαχου, βήμα το βήμα και κίνηση την κίνηση.

Ο άνεμος δυνάμωσε πάλι, φέρνοντας τα καμπανίσματα που ακουγόταν στην πόλη. Κάποιοι γιορτάζουν ακόμα τον ερχομό της άνοιξης. Η παρείσακτη σκέψη πετάρισε στο κενό με κύματα φωτός, ενοχλώντας την αδειανωσύνη· το σπαθί εξάσκησης στριφογύρισε στα χέρια του Λαν, σαν ο Πρόμαχος να διάβαζε το μυαλό του Ραντ.

Για αρκετή ώρα το γοργό κλακ-κλακ-κλακ των δεματιών σκέπασε την κορφή του πύργου. Ο Ραντ δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να χτυπήσει τον άλλο· μόλις που κατάφερνε να σταματά τις επιθέσεις του Πρόμαχου. Αποκρούοντας τα χτυπήματα του Λαν την ύστατη στιγμή, ήταν αναγκασμένος να οπισθοχωρεί. Η έκφραση του Λαν δεν άλλαζε καθόλου· το σπαθί εξάσκησης έμοιαζε να έχει ζωντανέψει στα χέρια του. Απότομα, πάνω στην κίνηση, μια γυριστή σπαθιά μετατράπηκε σε ευθύ χτύπημα. Ο Ραντ, έχοντας ξαφνιαστεί, έκανε πίσω, μορφάζοντας κιόλας για το χτύπημα, που ήξερε ότι αυτή τη φορά δεν θα κατάφερνε να το σταματήσει.

Ο άνεμος αλύχτησε στον πύργο... και τον παγίδευσε. Ήταν σαν ο αέρας να είχε γίνει ξαφνικά πηχτός, πιάνοντάς τον μέσα σε κουκούλι. Σπρώχνοντάς τον μπροστά. Ο χρόνος και η κίνηση επιβραδύνθηκαν· τρομαγμένος, παρακολούθησε το σπαθί εξάσκησης του Λαν να πλησιάζει αργά το στήθος του. Η πρόσκρουση δεν είχε τίποτα το αργό ή το απαλό. Τα πλευρά του έτριξαν, σαν να τα είχε χτυπήσει σφυρί. Μούγκρισε, αλλά ο άνεμος δεν του επέτρεψε να κάνει πίσω· αντίθετα, συνέχισε να τον πηγαίνει μπροστά. Τα δεμάτια του σπαθιού εξάσκησης του Λαν λύγισαν και δίπλωσαν —τόσο αργά, όπως του φαινόταν— κι έπειτα τσακίστηκαν, με μυτερές άκρες, οι οποίες σύρθηκαν προς την καρδιά του, και τραχιές γωνίες, που του τρύπησαν το δέρμα. Πόνος διέτρεξε το σώμα του· ένιωσε σαν να τον είχαν μαστιγώσει. Καιγόταν, λες κι ο ήλιος είχε κορώσει για να τον καρβουνιάσει, σαν χοιρινό στο τηγάνι.

Με μια κραυγή, ρίχτηκε παραπατώντας προς τα πίσω, έπεσε πάνω στο πέτρινο τοιχίο. Με το χέρι να τρέμει, άγγιξε τα κοψίματα στο στέρνο του και σήκωσε τα ματωμένα δάχτυλα μπροστά στα γκρίζα μάπα του, χωρίς να μπορεί να το πιστέψει.

«Τι βλακώδης κίνηση ήταν αυτή, βοσκέ;» είπε απότομα ο Λαν. «Ξέρεις πέντε πράγματα πια, ή θα έπρεπε να τα ξέρεις, εκτός αν ξέχασες ό,τι πήγα να σου μάθω. Πόσο άσχημη είναι η–;» Σταμάτησε όταν ο Ραντ ύψωσε το βλέμμα πάνω του.

«Ο άνεμος». Το στόμα του Ραντ ήταν ξερό. «Με — με έσπρωξε! Ήταν... Ήταν στερεός, σαν τοίχος! »

Ο Πρόμαχος τον κοίταξε σιωπηλά, έπειτα του άπλωσε το χέρι. Ο Ραντ το πήρε και άφησε τον Λαν να τον σηκώσει όρθιο.

«Μπορεί να συμβούν παράξενα πράγματα εδώ κοντά στη Μάσαγα», είπε τελικά ο Λαν, αλλά, παρά την ανέκφραστη φωνή του, φαινόταν προβληματισμένος. Αυτό ήταν παράξενο. Οι Πρόμαχοι, αυτοί οι σχεδόν μυθικοί πολεμιστές που υπηρετούσαν τις Άες Σεντάι, σπάνια έδειχναν συναισθήματα, και ο Λαν ήταν κλειστός ακόμα και για Πρόμαχο. Πέταξε παράμερα το τσακισμένο σπαθί και έγειρε στον τοίχο, όπου βρίσκονταν τα πραγματικά σπαθιά τους, μακριά από κει που έκαναν εξάσκηση.

«Δεν ήταν έτσι», διαμαρτυρήθηκε ο Ραντ. Πλησίασε τον άλλο, μισογονάτισε, με την πλάτη κόντρα στον πέτρινο τοίχο. Έτσι η κορυφή του τοίχου ήταν ψηλότερα από το κεφάλι του, προσφέροντας κάποια προστασία από τον άνεμο. Αν ήταν άνεμος. Κανένας άνεμος ποτέ δεν είχε τέτοια αίσθηση... στερεότητας. «Μα την ειρήνη! Μπορεί ούτε ακόμα και μέσα στη Μάστιγα.»

«Για κάποιον σαν και σένα...» Ο Λαν σήκωσε τους ώμους, σαν να εξηγούσε τα πάντα αυτή η φράση. «Πότε φεύγεις, βοσκέ; Πέρασε μήνας από τότε που είπες ότι θα φύγεις, και έλεγα ότι τώρα θα είχες τρεις βδομάδες στο δρόμο.»

Ο Ραντ τον κοίταξε έκπληκτος. Φέρεται σαν να μην έγινε τίποτα! Έσμιξε τα φρύδια, άφησε κάτω το σπαθί εξάσκησης και έφερε το πραγματικό σπαθί στα γόνατα του, με τα δάχτυλά του να τρέχουν στη μακριά, τυλιγμένη με δέρμα λαβή, που είχε το σημάδι ενός μπρούτζινου ερωδιού. Άλλοι ένας μπρούτζινος ερωδιός υπήρχε στο θηκάρι και άλλος ένας ήταν χαραγμένος στη θηκαρωμένη λεπίδα. Ακόμα του φαινόταν λιγάκι παράξενο που είχε σπαθί. Που είχε καν σπαθί, πόσο μάλλον ένα με το σημάδι του δάσκαλου ξιφομάχου. Ήταν ένας αγρότης από τους Δύο Ποταμούς, που τώρα ήταν τόσο μακριά. Ίσως να ήταν για πάντα μακριά. Ο Ραντ ήταν βοσκός, σαν τον πατέρα του —Ήμουν βοσκός. Τι είμαι τώρα;— και ο πατέρας του του είχε δώσει ένα σπαθί με το σημάδι του ερωδιού. Ο Ταμ είναι ο πατέρας μου, ότι και να λένε οι άλλοι. Ευχήθηκε να μην έμοιαζαν οι σκέψεις του σαν να προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του.

Και πάλι ο Λαν φάνηκε να διαβάζει το μυαλό του. «Στις Μεθόριες, βοσκέ, αν ένας άνδρας αναλάβει να μεγαλώσει ένα παιδί, το παιδί είναι δικό του και κανείς δεν μπορεί να φέρει αντίρρηση.»

Ο Ραντ, μουτρωμένος, αγνόησε τα λόγια του Πρόμαχου. Δεν ήταν δουλειά άλλου, μόνο δική του. «Θέλω να μάθω πώς να το χρησιμοποιώ. Είναι ανάγκη.» Του είχε φέρει προβλήματα, το ότι έφερε ένα σπαθί με το σημάδι του ερωδιού. Δεν ήξεραν όλοι τι σήμαινε, ούτε και το πρόσεχαν, αλλά, έστω κι έτσι, μια λεπίδα με το σημάδι του ερωδιού, ειδικά στα χέρια ενός νεαρού, ο οποίος μόλις ήταν αρκετά μεγάλος για να τον πει κανείς άνδρα, τραβούσε την προσοχή λάθος ανθρώπων. «Κατάφερα να μπλοφάρω μερικές φορές, όταν δεν μπορούσα να τρέξω, κι επίσης στάθηκα τυχερός. Αλλά τι θα γίνει, όταν δεν θα μπορώ να φέξω, ούτε να μπλοφάρω, και στερέψει η τύχη μου;»

«Θα μπορούσες να το πουλήσεις», είπε προσεκτικά ο Λαν. «Αυτή η λεπίδα είναι σπάνια, ακόμα και μεταξύ των σπαθιών με το σημάδι του ερωδιού. Θα έβγαζες αρκετά λεφτά.»

«Όχι!» Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε σκεφτεί αυτή την ιδέα, αλλά την απέρριψε και τώρα για τον ίδιο λόγο που την απέρριπτε πάντα, και με περισσότερο θυμό, επειδή την είχε πει άλλος. Όσο την κρατώ, έχω το δικαίωμα να ονομάζω τον Ταμ πατέρα. Εκείνος μου την έδωσε, γι’ αυτό κι έχω το δικαίωμα. «Νόμιζα ότι όλες οι λεπίδες μ’ αυτό το σημάδι ήταν σπάνιες.»

Ο Λαν τον λοξοκοίταξε. «Ο Ταμ δεν σου το είπε, λοιπόν; Πρέπει να το ήξερε. Ίσως δεν το πίστευε. Είναι πολλοί που δεν το πιστεύουν.» Πήρε το δικό του σπαθί, που ήταν σχεδόν δίδυμο με το σπαθί του Ραντ, με εξαίρεση τους ερωδιούς που έλειπαν, και τράβηξε το θηκάρι. Η λεπίδα, κάπως κυρτή και με μονή κόψη, ασήμισε στο φως του ήλιου.

Ήταν το σπαθί των βασιλιάδων της Μαλκίρ. Ο Λαν δεν μιλούσε γι’ αυτό — δεν του άρεσε καν να μιλούν γι’ αυτό οι άλλοι — όμως ο αλ’Λαν Μαντράγκοραν ήταν ο Άρχοντας των Επτά Πύργων, Άρχοντας των Λιμνών και άστεφτος Βασιλιάς της Μαλκίρ. Τώρα οι Επτά Πύργοι είχαν πέσει και οι Χίλιες Λίμνες ήταν το λημέρι ακάθαρτων πλασμάτων. Τη Μαλκίρ την είχε καταπιεί η Μεγάλη Μάστιγα, και απ’ όλους τους Μαλκιρινούς άρχοντες μονάχα ένας ζούσε.

Κάποιοι έλεγαν πως ο Λαν είχε γίνει Πρόμαχος και είχε δεσμευτεί με μια Άες Σεντάι, έτσι ώστε να μπορέσει να αναζητήσει το θάνατο στη Μάστιγα και να ξαναβρεί τους υπόλοιπους του αίματος του. Ο Ραντ είχε πράγματι δει τον Λαν να μπαίνει στον κίνδυνο δίχως, απ’ ό,τι φαινόταν, να νοιάζεται για τη δική του ασφάλεια, αλλά πάνω από τη δική του ζωή και ασφάλεια έβαζε τη Μουαραίν, την Άες Σεντάι που είχε τη δέσμευση του. Κατά τη γνώμη του Ραντ, ο Λαν δεν θα επιζητούσε στ’ αλήθεια τον θάνατο όσο η Μουαραίν ήταν ζωντανή.

Ο Λαν μίλησε, γυρνώντας τη λεπίδα του στο φως. «Στον Πόλεμο της Σκιάς, ακόμα και η Μία Δύναμη χρησιμοποιήθηκε σαν όπλο, και κατασκευάστηκαν όπλα με τη Μία Δύναμη. Κάποια όπλα χρησιμοποιούσαν τη Μία Δύναμη, όπλα που μπορούσαν να καταστρέψουν ολόκληρη πόλη μ’ ένα χτύπημα, να ερημώσουν ολόκληρες περιοχές.» Πάλι καλά που όλα αυτά χάθηκαν με το Τσάκισμα· πάλι καλά που κανένας δεν θυμάται πώς φτιάχνονταν. Αλλά υπήρχαν και πιο απλά όπλα, για εκείνους που θα αντιμετώπιζαν με τη λεπίδα τους Μυρντράαλ και τα χειρότερα πλάσματα που έκαναν οι Άρχοντες του Δέους.

«Με τη Μία Δύναμη, οι Άες Σεντάι έβγαλαν σίδερο και άλλα μέταλλα από τη γη, τα έλιωσαν, τα έπλασαν και τα δούλεψαν. Πάντα με τη Μια Δύναμη. Σπαθιά, κι άλλα όπλα επίσης.» Πολλά απ’ αυτά που διασώθηκαν από το Τσάκισμα του Κόσμου τα κατέστρεψαν άνθρωποι που φοβούνταν και μισούσαν τα έργα των Άες Σεντάι, ενώ άλλα εξαφανίστηκαν με το πέρασμα των χρόνων. Λίγα απομένουν και λίγοι ξέρουν στ’ αλήθεια τι είναι. Υπάρχουν θρύλοι γι’ αυτά, παραφουσκωμένες ιστορίες για σπαθιά, τα οποία μοιάζουν να έχουν δική τους δύναμη. Έχεις ακούσει τις ιστορίες των βάρδων. Η πραγματικότητα είναι αρκετή. Λεπίδες που δεν σπάνε και δεν τσακίζονται, που δεν χάνουν ποτέ την κόψη τους. Έχω δει ανθρώπους να τις ακονίζουν —να κάνουν πως τις ακονίζουν, δηλαδή— αλλά μονάχα επειδή δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι το σπαθί δεν ήθελε ακόνισμα μετά τη χρήση. Το μόνο που έκαναν ήταν να φθείρουν τις ακονόπετρές τους.

«Αυτά τα όπλα τα έφτιαξαν οι Άες Σεντάι, και ποτέ δεν θα υπάρξουν άλλα.» Όταν φτιάχτηκαν, ο πόλεμος και η Εποχή τελείωσαν μαζί, με τον κόσμο συντριμμένο, με περισσότερους άθαφτους νεκρούς απ’ όσους ζωντανούς υπήρχαν, με τους ζωντανούς να το σκάνε, προσπαθώντας να βρουν μέρος ασφαλές, οποιοδήποτε μέρος, με τη μία στις δύο γυναίκες να κλαίει, επειδή δεν θα ξανάβλεπε άνδρα ή γιους· όταν τελείωσαν όλα, οι Άες Σεντάι που ζούσαν ακόμα ορκίστηκαν ότι ποτέ δεν θα ξανάφτιαχναν όπλο για να σκοτώσει κανείς κανέναν. Όλες οι Άες Σεντάι το ορκίστηκαν και από τότε όλες αυτές οι γυναίκες κράτησαν τον όρκο. Ακόμα και το Κόκκινο Άτζα, που δεν πολυνοιάζονται τι παθαίνουν οι άνδρες.

«Ένα από αυτά τα σπαθιά, το σπαθί ενός απλού στρατιώτη» —με έναν αχνό μορφασμό, σχεδόν Θλιμμένο θα τον έλεγε κανείς, αν οι Πρόμαχοι έδειχναν συναισθήματα, ξανάβαλε τη λεπίδα στη θήκη της– «έγινε κάτι παραπάνω. Από την άλλη μεριά, εκείνα που φτιάχτηκαν για άρχοντες στρατηγούς, με λεπίδες τόσο σκληρές, τις οποίες κανένας οπλοποιός δεν μπορούσε να τις σημαδέψει, που όμως ήταν ήδη σημαδεμένες μ’ έναν ερωδιό, αυτές οι λεπίδες έγιναν περιζήτητες.»

Τα χέρια του Ραντ τινάχτηκαν μακριά από το σπαθί που ήταν ακουμπισμένο στα γόνατά του. Αυτό αναποδογύρισε, κι ενστικτωδώς το άρπαξε πριν πέσει στις πέτρες. «Θέλεις να πεις ότι αυτό το έφτιαξαν Άες Σεντάι; Νόμιζα ότι μιλούσες για το δικό σου σπαθί.»

«Δεν είναι έργο των Άες Σεντάι όλες οι λεπίδες με το σημάδι του ερωδιού. Ελάχιστοι είναι αυτοί που ξέρουν το σπαθί με τόση ικανότητα, ώστε να ονομαστούν δάσκαλοι ξιφομάχοι και να τους απονεμηθεί λεπίδα με ερωδιό· αλλά κι έτσι, δεν απομένουν πολλές λεπίδες φτιαγμένες από Άες Σεντάι, παρά μόνο για μια χούφτα ανθρώπους. Οι περισσότερες είναι από δάσκαλους οπλοποιούς· το καλύτερο ατσάλι που μπορεί να φτιάξει άνθρωπος, όμως, έστω κι έτσι, είναι δουλεμένο από ανθρώπινα χέρια. Μα αυτό εδώ, βοσκέ... αυτό έχει να πει ιστορία τριών χιλιάδων χρονών, και παραπάνω.»

«Δεν μπορώ να ξεφύγω απ’ αυτά, ε;» είπε ο Ραντ. Ισορρόπησε το σπαθί μπροστά του στη μύτη της θήκης· δεν του φαινόταν διαφορετικό από πριν, τώρα που ήξερε. «Από τα έργα των Άες Σεντάι.» Μα μου το έδωσε ο Ταμ. Μου το έδωσε ο πατέρας μου. Αρνήθηκε να σκεφτεί πού είχε βρει τέτοια λεπίδα ένας βοσκός στους Δύο Ποταμούς. Υπήρχαν επικίνδυνα ρεύματα σ’ αυτές τις σκέψεις, βάθη που δεν ήθελε να τα εξερευνήσει.

«Στ’ αλήθεια θέλεις να φύγεις, βοσκέ; Θα σε ξαναρωτήσω. Γιατί δεν έφυγες, λοιπόν; Για το σπαθί; Σε πέντε χρόνια θα μπορούσα να σε κάνω αντάξιό του, να σε κάνω δάσκαλο ξιφομάχο. Έχεις γοργούς καρπούς, καλή ισορροπία, και δεν κάνεις δυο φορές το ίδιο λάθος. Αλλά δεν μπορώ να αφιερώσω πέντε χρόνια για να σε διδάξω, και δεν έχεις πέντε χρόνια για να μάθεις. Δεν έχεις ούτε καν έναν χρόνο, και το ξέρεις. Όπως είσαι τώρα, δεν θα τρυπήσεις κατά λάθος το πόδι σου. Στέκεις σαν να ταιριάζει το σπαθί στη μέση σου, βοσκέ, και οι πιο πολλοί νταήδες στα χωριά θα το νιώσουν. Αλλά αυτό το είχες σχεδόν από την μέρα που το πρωτοφόρεσες. Γιατί λοιπόν είσαι ακόμα εδώ;»

«Ο Ματ και ο Πέριν είναι ακόμα εδώ», μουρμούρισε ο Ραντ. «Δεν θέλω να φύγω πριν απ’ αυτούς. Δεν θα τους ξαναδώ —μπορεί να μην τους ξαναδώ— για πολλά χρόνια, ίσως.» Το κεφάλι του έγειρε πάλι στον τοίχο. «Μα το αίμα και τις στάχτες! Τουλάχιστον αυτοί απλώς νομίζουν ότι είμαι τρελός, που δεν πάω σπίτι μαζί τους. Η Νυνάβε άλλοτε με κοιτάζει σαν να είμαι εξάχρονο παιδάκι που έγδαρε το γόνατό του κι αυτή θα το γιατρέψει, κι άλλοτε με κοιτάζει σαν να βλέπει ξένο. Που μάλιστα Θα τον προσβάλει, αν τον κοιτάξει περίεργα. Είναι μια Σοφία, κι εκτός αυτού, δεν νομίζω ότι φοβήθηκε ποτέ της κάτι, αλλά...» Κούνησε το κεφάλι του. «Και η Εγκουέν. Που να καώ! Ξέρει γιατί πρέπει να φύγω, αλλά, κάθε φορά που το αναφέρω, με κοιτάζει κι εγώ μέσα μου δένομαι κόμπος και...» Έκλεισε τα μάτια, πιέζοντας τη λαβή του σπαθιού στο μέτωπό του, σαν να μπορούσε έτσι να εξαφανίσει αυτό που σκεφτόταν. «Θα ήθελα... Θα ήθελα...»

«Θα ήθελες να ήταν όλα όπως παλιά, βοσκέ; Ή δα ήθελες να ερχόταν η κοπέλα μαζί σου, αντί να πάει στην Ταρ Βάλον; Λες να αρνηθεί να γίνει Άες Σεντάι και να προτιμήσει μια ζωή περιπλάνησης; Μαζί σου; Αν της το πεις με τον κατάλληλο τρόπο, ίσως το κάνει. Είναι παράξενο πράγμα ο έρωτας.» Ο Λαν ξαφνικά έδειξε κουρασμένος. «Πιο παράξενο δεν υπάρχει.»

«Όχι». Αυτό ακριβώς ευχόταν, να ήθελε η κοπέλα να έρθει μαζί του. Άνοιξε τα μάτια, ίσιωσε την πλάτη, έκανε τη φωνή του να ακουστεί σίγουρη. «Όχι, δεν θα την άφηνα να έρθει μαζί μου, ακόμα κι αν το ζητούσε». Δεν θα της έκανε κάτι τέτοιο. Αλλά, μα το Φως, δεν θα ήταν γλυκό, έστω για μια στιγμή, αν έλεγε ότι ήθελε; «Πεισμώνει σαν μουλάρι, όταν νομίζει ότι πάω να της πω τι να κάνει, αλλά απ’ αυτό μπορώ να την προστατεύσω.» Ευχήθηκε να βρισκόταν η κοπέλα πίσω στο Πεδίο του Έμοντ, όμως αυτή η ελπίδα είχε χαθεί τη μέρα που η Μουαραίν είχε έρθει στους Δύο Ποταμούς. «Έστω κι αν αυτό σημαίνει πως θα γίνει Άες Σεντάι!» Με την άκρη του ματιού του είδε το υψωμένο φρύδι του Λαν, και κοκκίνισε.

«Και είναι αυτός ο μόνος λόγος; Θέλεις να περάσεις όσο πιο πολύ καιρό μπορείς μαζί με τους παιδικούς σου φίλους πριν φύγουν; Γι’ αυτό δεν λες να το κουνήσεις από δω; Ξέρεις τι σε κυνηγά.»

Ο Ραντ σηκώθηκε όρθιος με θυμό. «Εντάξει, είναι η Μουαραίν! Λεν θα ήμουν καν εδώ, αν δεν υπήρχε αυτή, και δεν καταδέχεται ούτε να μου μιλήσει.»

«Θα ήσουν νεκρός, αν δεν υπήρχε αυτή, βοσκέ», είπε με σταθερή φωνή ο Λαν, όμως ο Ραντ συνέχισε ορμητικά.

«Μου λέει... μου λέει φρικιά πράγματα για τον εαυτό μου» —οι αρθρώσεις του άσπρισαν γύρω από το σπαθί. Ότι θα τρελαθώ και θα πεθάνω!— «και μετά, απότομα, δεν θέλει να μου πει ούτε κουβέντα. Κάνει σαν να μην είμαι διαφορετικός απ’ ό,τι ήμουν τη μέρα που με βρήκε, κι αυτό, επίσης, μου λέει ότι κάτι δεν πάει καλά.»

«Θέλεις να σου φερθεί ανάλογα μ’ αυτό που είσαι;»

«Όχι! Δεν εννοώ τέτοιο πράγμα. Που να καώ, δεν ξέρω τι εννοώ μερικές φορές. Δεν το θέλω αυτό και το άλλο το φοβάμαι. Τώρα κάπου έχει πάει, εξαφανίστηκε...»

«Σου είπα ότι μερικές φορές χρειάζεται να μένει μόνη. Ούτε εσύ, ούτε και κανένας άλλος, δεν μπορεί να αμφισβητεί τις πράξεις της.»

«...χωρίς να πει σε κανέναν πού πάει, πότε θα γυρίσει, ή αν θα γυρίσει καν. Πρέπει να μου πει κάτι για να με βοηθήσει, Λαν. Κάτι. Πρέπει. Αν ξαναγυρίσει ποτέ.»

«Ξαναγύρισε, βοσκέ. Χθες το βράδυ. Αλλά νομίζω πως σου είπε ό,τι μπορούσε. Να είσαι ικανοποιημένος. Έμαθες απ’ αυτήν ό,τι μπορούσες.» Ο Λαν κούνησε το κεφάλι και η φωνή του σκλήρυνε. «Δεν μαθαίνεις τίποτα έτσι που στέκεσαι εκεί. Ώρα να δουλέψεις λίγο την ισορροπία σου. Κάνε το Χώρισμα του Μεταξιού, αρχίζοντας από τον Ερωδιό που Βαδίζει στις Καλαμιές. Να θυμάσαι ότι η μορφή του Ερωδιού είναι μόνο για να εξασκείς την ισορροπία σου. Οπουδήποτε αλλού εκτός από τις ασκήσεις, σε αφήνει εντελώς ακάλυπτο· μπορείς να καταφέρεις ένα καλό χτύπημα ξεκινώντας απ’ αυτήν, αν αφήσεις τον άλλο να κινηθεί πρώτος, αλλά δεν θα μπορέσεις να αποφύγεις τη λεπίδα του.»

«Πρέπει να μου πει κάτι, Λαν. Αυτός ο άνεμος. Δεν ήταν φυσικός, και δεν με νοιάζει πόσο κοντά στη Μάστιγα είμαστε».

«Τον Ερωδιό που Βαδίζει στις Καλαμιές, βοσκέ. Και πρόσεχε τους καρπούς σου».

Από το νότο ακούστηκαν αχνά σαλπίσματα, μια φανφάρα, που δυνάμωσε αργά, με συνοδεία το σταθερό ταμ-ταμ-ΤΑΜ-ταμ των τυμπάνων. Ο Ραντ και ο Λαν κοιτάχτηκαν για μια στιγμή, και μετά τα τύμπανα τους τράβηξαν στο τοιχίο του πύργου, για να κοιτάξουν προς το νότο.

Η πόλη είχε χτιστεί πάνω σε ψηλούς λόφους και είχαν καθαρίσει τη γη γύρω από τα τείχη της, έτσι ώστε να μη φυτρώνει τίποτα ψηλότερα από ύψος αστραγάλου σε απόσταση ενός χιλιομέτρου προς όλες τις κατευθύνσεις· στον πιο ψηλό λόφο έστεκε το οχυρό. Από την κορυφή του πύργου, ο Ραντ είχε ανεμπόδιστη θέα πάνω από τις καμινάδες και τις στέγες, ως το δάσος. Πρώτοι από τα δέντρα εμφανίστηκαν οι τυμπανιστές, δώδεκα τον αριθμό, που ύψωναν τα τύμπανα, καθώς βημάτιζαν με το δικό τους ρυθμό, στριφογυρνώντας τις οφύρες τους. Μετά έρχονταν οι σαλπιγκτές, με τις μακριές, αστραφτερές σάλπιγγές τους υψωμένες, παίζοντας συνεχώς θριαμβευτικά. Ο Ραντ από τόσο μακριά δεν μπορούσε να διακρίνει το πελώριο, τετράγωνο λάβαρο πίσω τους, το οποίο το χτυπούσε ο άνεμος. Ο Λαν όμως γρύλισε· ο Πρόμαχος είχε μάτια χιοναετού.

Ο Ραντ τον κοίταξε, μα ο Πρόμαχος δεν είπε τίποτα, προσηλωμένος ακόμα στη φάλαγγα που ερχόταν από το δάσος. Πάνοπλοι έφιπποι έβγαιναν από τα δέντρα και γυναίκες πάνω σ’ άλογα, επίσης. Έπειτα ήρθε ένα παλανκίνο, που το κουβαλούσαν ένα άλογο μπρος κι ένα πίσω, κι ακολούθησαν κι άλλοι καβαλάρηδες. Στίχοι πεζών, με τις σάρισες να υψώνονται από πάνω τους, σαν θάμνος γεμάτος αγκάθια, και τοξότες, που κρατούσαν το τόξο λοξά στο στήθος τους, βηματίζοντας στο ρυθμό των τυμπάνων. Οι σάλπιγγες ήχησαν πάλι. Σαν ερπετό που τραγουδούσε, η πομπή σύρθηκε προς το Φαλ Ντάρα.

Ο άνεμος μαστίγωνε το λάβαρο που ήταν ψηλότερο από άνθρωπο. Τόσο μεγάλο που ήταν, είχε έρθει αρκετά κοντά κι ο Ραντ το είδε καθαρά. Τα χρώματα που στροβιλίζονταν δεν του έλεγαν τίποτα, μα στην καρδιά είχε ένα σχήμα σαν κατάλευκο δάκρυ. Η ανάσα του πάγωσε στο λαρύγγι του. Η Φλόγα της Ταρ Βάλον.

«Είναι μαζί τους ο Ίνγκταρ.» Ο Λαν μίλησε σαν να ’χε αλλού το νου του. «Γύρισε επιτέλους από το κυνήγι. Αρκετά έλειψε. Να είχε καθόλου τύχη;»

«Άες Σεντάι», ψιθύρισε ο Ραντ, όταν επιτέλους μπόρεσε. Όλες αυτές οι γυναίκες εκεί πέρα... Ναι, η Μουαραίν ήταν Άες Σεντάι, μα είχε ταξιδέψει μαζί της και μπορεί να μην την εμπιστευόταν εντελώς, αλλά τουλάχιστον την ήξερε. Ή νόμιζε ότι την ήξερε. Μα η Μουαραίν ήταν μονάχα μία. Τόσες πολλές Άες Σεντάι μαζεμένες, που έρχονταν με τέτοιο τρόπο, ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του· όταν μίλησε, η φωνή του ακούστηκε βραχνή. «Γιατί τόσες πολλές, Λαν; Γιατί να έρθουν καν; Και με ταμπούρλα και σάλπιγγες και λάβαρο για να τις προαναγγείλει.»

Οι Άες Σεντάι ήταν αξιοσέβαστες στο Σίναρ, τουλάχιστον για τους περισσότερους ανθρώπους, και οι υπόλοιποι τις έβλεπαν με σεβασμό και φόβο, αλλά ο Ραντ είχε βρεθεί σε μέρη που τα πράγματα ήταν αλλιώς, που υπήρχε μονάχα ο φόβος και συχνά μίσος. Εκεί που είχε μεγαλώσει υπήρχαν κάποιοι που μιλούσαν για τις «μάγισσες της Ταρ Βάλον» όπως δα μιλούσαν για τον Σκοτεινό. Ο Ραντ προσπάθησε να μετρήσει τις γυναίκες, αλλά αυτές δεν είχαν σχηματισμό και τάξη, και τριγυρνούσαν με τα άλογά τους για συνομιλήσουν μεταξύ τους, ή με το άτομο στο παλανκίνο, όποιο κι αν ήταν αυτό. Ένιωσε να του σηκώνονται οι τρίχες. Είχε ταξιδέψει με τη Μουαραίν, και είχε ανταμώσει άλλη μια Άες Σεντάι, και είχε αρχίσει να θεωρεί τον εαυτό του κοσμογυρισμένο. Κανένας δεν έφευγε ποτέ από τους Δύο Ποταμούς, σχεδόν κανένας, αλλά αυτός είχε φύγει. Είχε δει πράγματα, τα οποία κανένας στους Δύο Ποταμούς δεν είχε δει ποτέ, είχε κάνει πράγματα που οι άλλοι μονάχα τα ονειρεύονταν, αν τα όνειρά τους έφταναν τόσο μακριά. Είχε δει βασίλισσα και είχε γνωρίσει την Κόρη-Διάδοχο του Άντορ, τα είχε βάλει με Μυρντράαλ και είχε ταξιδέψεις στις Οδούς, και τίποτα από κείνα δεν τον είχε προετοιμάσει γι’ αυτή τη στιγμή.

«Γιατί τόσες πολλές;» ψιθύρισε ξανά.

«Η Έδρα της Άμερλιν ήρθε αυτοπροσώπως.» Ο Λαν τον κοίταξε, με έκφραση σκληρή και ανέκφραστη σαν βράχος. «Τέλος τα μαθήματα, βοσκέ.» Έκανε μια παύση, και του Ραντ σχεδόν του φάνηκε πως το πρόσωπό του έδειχνε συμπόνια. Μα, φυσικά, αυτό αποκλειόταν. «Καλύτερα να είχες φύγει καμιά βδομάδα πριν,» Ύστερα ο Πρόμαχος μάζεψε το πουκάμισό του και χάθηκε στη σκάλα μέσα στον πύργο.

Ο Ραντ κούνησε τη γλώσσα στο ξερό στόμα του. Κοίταξε τη φάλαγγα, η οποία πλησίαζε το Φαλ Ντάρα σαν να ήταν πραγματικό φίδι, Θανάσιμη οχιά. Τα τύμπανα και οι σάλπιγγες τραγουδούσαν δυνατά στα αυτιά του. Η Έδρα της Άμερλιν, που πρόσταζε τις Άες Σεντάι. Ήρθε εξαιτίας μου. Δεν μπορούσε να σκεφτεί άλλο λόγο.

Ήξεραν πολλά και διάφορα, είχαν γνώση που θα μπορούσε να τον βοηθήσει, ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Και δεν τολμούσε να ρωτήσει καμιά τους. Φοβόταν πως είχαν έρθει για να τον ειρηνέψουν. Κι επίσης φοβάσαι ότι δεν ήρθαν γι’ αυτό, παραδέχθηκε. Φως μου, δεν ξέρω τι μα τρομάζει πιο πολύ.

«Δεν ήθελα να διαβιβάσω τη Δύναμη», ψιθύρισε. «Κατά λάθος έγινε! Φως μου, δεν θέλω καμία σχέση μ’ αυτά. Ορκίζομαι ότι δεν θα την ξαναγγίξω! Το ορκίζομαι!»

Τινάχτηκε, όταν συνειδητοποίησε ότι η ομάδα των Άες Σεντάι έμπαινε από τις πύλες. Ο άνεμος στροβιλίστηκε με μανία, έκανε τον ιδρώτα του να μοιάζει με παγωμένες σταγόνες, τις σάλπιγγες να ακούγονται σαν ύπουλα γέλια· του Ραντ του φάνηκε ότι στον αέρα υπήρχε έντονη η οσμή ανοιχτού τάφου. Ο τάφος μου, αν κάτσω μαρμαρωμένος εδώ.

Άρπαξε το πουκάμισό του, κατέβηκε βιαστικά τη σκάλα και άρχισε να τρέχει.

Загрузка...