47 Ο Τάφος δεν Είναι Εμπόδιο στο Κάλεσμά μου

Ο Ματ και ο Πέριν είχαν ανέβει στα άλογα, όταν τους έφτασαν ο Ραντ και ο Χούριν. Ο Ραντ άκουσε από μακριά πίσω του να υψώνεται η φωνή του Ίνγκταρ. «Για το Φως, και τους Σινόβα!» Η κλαγγή του ατσαλιού προστέθηκε στο βρυχηθμό των άλλων φωνών.

«Πού είναι ο Ίνγκταρ;» φώναξε ο Ματ. «Τι συμβαίνει;» Είχε το Κέρας του Βαλίρ δεμένο στο ψηλό μπροστάρι της σέλας του, σαν να ’ταν ένα τυχαίο κέρας, αλλά το εγχειρίδιο ήταν στη ζώνη του και η λαβή με το ρουμπίνι στην άκρη ήταν σφιγμένη σε ένα χλωμό χέρι, που έμοιαζε φτιαγμένο μόνο από κόκαλα και τένοντες.

«Πεθαίνει», είπε σκληρά ο Ραντ, καθώς ανέβαινε στη ράχη του Κοκκινοτρίχη.

«Τότε πρέπει να τον βοηθήσουμε», είπε ο Πέριν. «Ο Ματ μπορεί να πάρει το Κέρας και το εγχειρίδιο στην—»

«Πεθαίνει για να γλιτώσουμε εμείς», είπε ο Ραντ. Και γι’ αυτό επίσης. «Θα πάμε μαζί το Κέρας στη Βέριν, και μετά θα τη βοηθήσετε να το πάει όπου πει ότι πρέπει».

«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Πέριν. Ο Ραντ έχωσε τις φτέρνες του στα πλευρά του αλόγου, και ο Κοκκινοιρίχης όρμηξε προς τους λόφους πέρα από την πόλη.

«Για το Φως, και τους Σινόβα!» Η κραυγή του Ίνγκταρ υψώθηκε πίσω του, θριαμβευτική, και από τον ουρανό απάντησε μια αστραπή κι ένα μπουμπουνητό.

Ο Ραντ μαστίγωσε τον Κοκκινοτρίχη με τα χαλινάρια, και μετά έγειρε στο λαιμό του αλόγου, καθώς αυτό έτρεχε σαν τον άνεμο, με τη χαίτη και την ουρά να πεταρίζουν. Ευχήθηκε να μην ένιωθε ότι το έσκαγαν από την κραυγή του Ίνγκταρ, από αυτό που έπρεπε να κάνει. Ο Ίνγκταρ, Σκοτεινόφιλος. Δεν με νοιάζει. Όπως και να ’χει, ήταν φίλος μου. Ο καλπασμός του αλόγου δεν μπορούσε να τον πάρει μακριά από τις σκέψεις του. Ο θάνατος είναι ελαφρύτερος από πούπουλο, το καθήκον βαρύτερο από βουνό. Τόσα καθήκοντα. Η Εγκουέν. Το Κέρας. Ο Φάιν. Ο Ματ και το εγχειρίδιό του. Γιατί δεν μπορεί να έρχονται ένα τη φορά; Πρέπει να τα φροντίσω όλα. Αχ, Φως μου, η Εγκουέν!

Τράβηξε τα χαλινάρια τόσο απότομα, που ο Κοκκινοτρίχης σταμάτησε γλιστρώντας, μισογονατίζοντας στα πίσω πόδια του. Βρίσκονταν σε μια αραιή συστάδα από δένδρα με γυμνά κλαριά, στην κορυφή ενός λόφου που έβλεπε το Φάλμε από ψηλά. Οι άλλοι σταμάτησαν πίσω του.

«Τι εννοείς;» ζήτησε να μάθει ο Πέριν. «Εμείς θα βοηθήσουμε τη Βέριν να πάρει το Κέρας εκεί που πρέπει; Πού θα πάς εσύ;»

«Μπορεί να άρχισε κιόλας να τρελαίνεται», είπε ο Ματ. «Δεν θα ήθελε να μείνει μαζί μας, αν τρελαινόταν. Θα ’θελες, Ραντ;»

«Εσείς οι τρεις πάριε το Κέρας στη Βέριν», είπε ο Ραντ. Εγκουέν. Τόσα νήματα, με τόσους κινδύνους. Τόσα καθήκοντα. «Δεν με χρειάζεστε».

Ο Ματ χάιδεψε τη λαβή του εγχειριδίου. «Καλά όλα αυτά, αλλά εσύ; Που να καώ, δεν μπορεί να τρελάθηκες από τώρα. Δεν μπορεί!» Ο Χούριν τους κοίταζε χάσκοντας, χωρίς να καταλαβαίνει ούτε τα μισά απ’ όσα έλεγαν.

«Πάω πίσω», είπε ο Ραντ. «Κακώς έφυγα». Δεν φάνηκε πολύ σωστό όπως το άκουγε· δεν του φάνηκε σωστό στο μυαλό του. «Πρέπει να γυρίσω πίσω. Τώρα». Αυτό ήταν κάπως καλύτερο. «Μην ξεχνάτε ότι η Εγκουέν είναι ακόμα εκεί. Μ’ ένα απ’ αυτά τα κολάρα στο λαιμό».

«Είσαι σίγουρος;» είπε ο Ματ. «Δεν την είδα καθόλου. Ααα! Αφού λες ότι είναι εκεί, τότε είναι εκεί. Πάμε μαζί το Κέρας στη Βέριν, και μετά γυρνάμε όλοι να την πάρουμε. Δεν πιστεύω να νόμιζες ότι θα την άφηνα εκεί, ε;»

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι. Νήματα. Καθήκοντα. Ένιωθε έτοιμος να εκραγεί σαν πυροτέχνημα. Φως μου, τι μου συμβαίνει; «Ματ, η Βέριν πρέπει να σε πάει μαζί με το εγχειρίδιο στην Ταρ Βάλον, για να ελευθερωθείς επιτέλους απ’ αυτό. Δεν έχεις καιρό για χάσιμο».

«Άμα είναι να σώσουμε την Εγκουέν, δεν είναι χάσιμο χρόνου!» Αλλά το χέρι του Ματ έσφιγγε το εγχειρίδιο, τόσο δυνατά που έτρεμε.

«Κανείς μας δεν γυρίζει πίσω», είπε ο Πέριν. «Δεν φεύγουμε τώρα. Κοιτάξτε». Έδειξε προς το Φάλμε.

Οι περιφραγμένοι χώροι για τις άμαξες και τα άλογα είχαν μαυρίσει από Σωντσάν στρατιώτες, χιλιάδες στρατιώτες παραταγμένους, μαζί με άλλους που καβαλούσαν φολιδωτά θηρία, όπως επίσης και αρματωμένους πάνω σ’ άλογα, με πολύχρωμα γόμφαλα, που έκαναν τους αξιωματικούς να ξεχωρίζουν. Ανάμεσα στους στρατιώτες υπήρχαν γκρολμ και άλλα παράξενα πλάσματα, που έμοιαζαν πολύ με πελώρια πουλιά και σαύρες, και μεγάλα πλάσματα, τα οποία δεν μπορούσε ούτε να τα περιγράψει, με γκρίζο ρυτιδιασμένο δέρμα και πελώριους χαυλιόδοντες. Κατά διαστήματα στις γραμμές τους στέκονταν δεκάδες σουλ’ντάμ και νταμέην. Ο Ραντ αναρωτήθηκε αν μια απ’ αυτές ήταν η Εγκουέν. Στην πόλη, πίσω από τους στρατιώτες, φαινόταν πού και πού κάποια στέγη που ανατιναζόταν, κι ακόμα οι αστραπές έσχιζαν τον ουρανό. Δυο ιπτάμενα θηρία με πέτσινα φτερά, που έφταναν τις είκοσι απλωσιές από τη μια άκρη ως την άλλη, πετούσαν ψηλά πάνω τους, αρκετά μακριά από κει που χόρευαν τα λαμπερά αστροπελέκια.

«Όλα αυτά για μας;» είπε ο Ματ χωρίς να πιστεύει στα μάτια του. «Για ποιους μας περνούν;»

Ο Ραντ σκέφτηκε μια απάντηση, αλλά την έδιωξε, πριν προλάβει να πάρει μορφή στο νου του.

«Ούτε κι από την άλλη φεύγουμε, Άρχοντα Ραντ», είπε ο Χούριν. «Λευκομανδίτες. Εκατοντάδες».

Ο Ραντ γύρισε το άλογό του για να δει πού έδειχνε ο μυριστής. Μια μακριά γραμμή ανθρώπων με λευκούς μανδύες κυμάτιζε, πλησιάζοντάς τους αργά από τους λόφους.

«Άρχοντα Ραντ», μουρμούρισε ο Χούριν, «αν αυτός ο συρφετός ρίξει έστω μια ματιά στο Κέρας του Βαλίρ, δεν θα καταφέρουμε να το πάμε ποτέ σε καμιά Άες Σεντάι. Μπορεί να μην το ξαναδούμε ούτε και μεις».

«Μπορεί γι’ αυτό να συγκεντρώνονται οι Σωντσάν», είπε με ελπίδα ο Ματ. «Εξαιτίας των Λευκομανδιτών. Μπορεί να μην έχει σχέση με μας».

«Είτε έχει, είτε δεν έχει», είπε ξερά ο Πέριν, «εδώ σε μερικά λεπτά θα γίνει μάχη».

«Και η μια και η άλλη πλευρά μπορεί να μας σκοτώσουν», είπε ο Χούριν, «έστω κι αν δεν δουν το Κέρας. Κι αν το δουν...»

Ο Ραντ δεν κατάφερνε να βάλει στις σκέψεις του τους Λευκομανδίτες, ή τους Σωντσάν. Πρέπει να πάω πίσω. Πρέπει. Συνειδητοποίησε ότι κοίταζε το Κέρας του Βαλίρ. Όλοι το κοίταζαν. Το κουλουριαστό, χρυσό Κέρας κρεμόταν από το μπροστάρι της σέλας του Ματ, τραβώντας όλα τα βλέμματα.

«Πρέπει να είναι στην Τελευταία Μάχη», είπε ο Ματ, γλείφοντας τα χείλη. «Πουθενά δεν λέει ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί πιο πριν». Τράβηξε το Κέρας από τα σχοινιά που το κρατούσαν και τους κοίταξε με αγωνία. «Πουθενά δεν το λέει».

Κανείς τους δεν είπε τίποτα. Ο Ραντ δεν φανταζόταν ότι θα μπορούσε να μιλήσει· οι σκέψεις του είχαν μια αίσθηση τέτοιας βιασύνης, που δεν άφηναν χώρο για ομιλία. Πρέπει να γυρίσω πίσω. Πρέπει να γυρίσω πίσω. Όσο πιο πολύ κοίταζε το Κέρας, τόσο πιο επείγουσες γινόταν οι σκέψεις του. Πρέπει. Πρέπει.

Το χέρι του Ματ έτρεμε, καθώς σήκωνε το Κέρας του Βαλίρ στα χείλη.

Ήταν μια πεντακάθαρη νότα, χρυσή, καθώς χρυσό ήταν και το Κέρας. Τα δέντρα ολόγυρά τους φάνηκαν να αντηχούν μαζί της, και το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, και ο ουρανός εκεί ψηλά. Εκείνος ο μακρύς ήχος αγκάλιαζε τα πάντα.

Από το τίποτα, άρχισε να σηκώνεται ομίχλη. Πρώτα λεπτές τολύπες της που κρέμονταν στον αέρα, και μετά πιο πυκνή και πιο βαριά, ακόμα πιο πυκνή, μέχρι που κουκούλωσε τη γη σαν συννεφιά.


Ο Τζέφραμ Μπόρνχαλντ πάγωσε στη σέλα του, καθώς ένας ήχος γέμιζε τον αέρα, τόσο γλυκός που ήθελε να γελάσει, τόσο θρηνητικός που ήθελε να κλάψει. Έμοιαζε να έρχεται από παντού μονομιάς. Μια αχλύ άρχισε να υψώνεται, που πύκνωνε μπροστά στα μάτια του.

Οι Σωντσάν. Κάτι ετοιμάζουν. Ξέρουν ότι είμαστε εδώ.

Ήταν πολύ νωρίς, η πόλη πολύ μακριά, αλλά τράβηξε το σπαθί του —η κλαγγή των θηκαριών διέτρεξε τη λεγεώνα του— και φώναζε, «Η λεγεώνα να προωθηθεί με τροχασμό».

Τώρα η ομίχλη σκέπαζε τα πάντα, αλλά ο Μπόρνχαλντ ήξερε ό,τι το Φάλμε ήταν ακόμα εκεί, μπροστά. Τα άλογα τάχυναν το ρυθμό τους· δεν τα έβλεπε, αλλά τα άκουγε.

Ξαφνικά, το έδαφος μπροστά του ανατινάχτηκε μ’ ένα βρυχηθμό, ρίχνοντάς του μια βροχή από χώματα και πέτρες. Από την κατάλευκη ερημιά στα δεξιά του άκουσε άλλο ένα βρυχηθμό, και ανθρώπους και άλογα που τσίριζαν, και μετά από τα αριστερά του, και μετά ξανά από τα δεξιά. Και ξανά. Βροντές και ουρλιαχτά, που τα έκρυβε η ομίχλη.

«Η λεγεώνα να εφορμήσει!» Το άλογό του όρμηξε μπροστά, καθώς το χτυπούσε με τις φτέρνες του, και άκουσε το βρυχηθμό, καθώς εφορμούσε η λεγεώνα, όση είχε μείνει ζωντανή.

Βροντές και ουρλιαχτά, τυλιγμένα στο λευκό.

Η τελευταία του σκέψη ήταν ότι λυπόταν. Ο Μπάυαρ δεν θα μπορούσε να πει στον Ντάιν, το γιο του, πώς είχε πεθάνει.


Ο Ραντ δεν μπορούσε πια να δει τα δένδρα γύρω τους. Ο Ματ είχε κατεβάσει το Κέρας, με μάτια διάπλατα ανοιχτά από το δέος, αλλά ο ήχος ακόμα αντηχούσε στα αυτιά του Ραντ. Η ομίχλη έκρυβε τα πάντα με αφρισμένα κύματα, τα οποία ήταν λευκά σαν το πιο ακριβό ξασπρισμένο ξύλο, αλλά ο Ραντ μπορούσε να δει. Μπορούσε να δει, μα ήταν όλα μια τρέλα. Το Φάλμε έπλεε κάπου από κάτω του, με τα χερσαία σύνορά του μαύρα από Σωντσάν στρατιώτες, με αστραπές να γδέρνουν τους δρόμους του. Το Φάλμε κρεμόταν πάνω από το κεφάλι του. Εκεί οι Λευκομανδίτες εφορμούσαν και πέθαιναν, καθώς η γη άνοιγε πύρινη κάτω από τις οπλές των αλόγων τους. Εκεί άνδρες έτρεχαν στα καταστρώματα ψηλών, τετράγωνων πλοίων στο λιμάνι, και σ’ ένα πλοίο, ένα γνώριμο πλοίο, περίμεναν άνδρες φοβισμένοι. Ο Ραντ αναγνώριζε μάλιστα το πρόσωπο του καπετάνιου. Λεγόταν Μπέυλ Ντόμον. Έπιασε το κεφάλι του και με τα δυο του χέρια. Τα δένδρα ήταν κρυμμένα, μα έβλεπε τους άλλους καθαρά. Ο Χούριν φαινόταν αναστατωμένος. Ο Ματ μουρμούριζε φοβισμένα. Ο Πέριν ύψωνε το βλέμμα, σαν να ’ξερε ότι αυτό έμελλε να γίνει. Η ομίχλη έβραζε ολόγυρά τους.

Ο Χούριν άφησε μια κραυγή. «Άρχοντα Ραντ!» Δεν χρειάστηκε να δείξει τι εννοούσε.

Στα πέπλα της ομίχλης, σαν να ’ταν βουνοπλαγιά, κατηφόριζαν έφιππες φιγούρες. Στην αρχή η πυκνή θολούρα δεν φανέρωνε τίποτα παραπάνω, σιγά-σιγά όμως πλησίασαν, και ήταν η σειρά του Ραντ ν’ αφήσει μια πνιχτή κραυγή. Τους ήξερε. Άνδρες, όχι όλοι αρματωμένοι, και γυναίκες. Τα ρούχα και τα όπλα τους προέρχονταν απ’ όλες τις Εποχές, αλλά τους ήξερε όλους.

Ο Ρογκός ο Αετομάτης, με πατρική όψη, άσπρα μαλλιά, και βλέμμα τόσο κοφτερό που το όνομα έπεφτε λίγο. Ο Γκάινταλ Κέιν, μελαψός, με τις λαβές δύο σπαθιών να ξεπροβάλλουν πάνω από τους πλατιούς ώμους του. Η χρυσομάλλα Μπιργκίτε, με το αστραφτερό ασημένιο τόξο της και τη φαρέτρα που ήταν γεμάτη ασημένια βέλη. Κι άλλοι. Ήξερε τα πρόσωπά τους, ήξερε τα ονόματά τους. Αλλά άκουγε εκατό ονόματα, όταν κοίταζε το κάθε πρόσωπο, μερικά τόσο διαφορετικά, που δεν τα αναγνώριζε καν ως ονόματα, αν και ήξερε ότι αυτό ήταν. Μάικλ αντί για Μίκελ. Πάτρικ αντί για Πήντριγκ. Όσκαρ αντί για Οτάριν.

Ήξερε και τον άνδρα που ερχόταν με το άλογό του μπροστά τους. Ψηλός, με γαμψή μύτη και μαύρα μάτια, χωμένα βαθιά στις κόγχες τους, με το μεγάλο σπαθί που λεγόταν Δικαιοσύνη στο πλευρό του. Ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος.

Ο Ματ τους κοίταζε χάσκοντας, καθώς τραβούσαν χαλινάρι μπροστά στον ίδιο και τους άλλους. «Είναι...; Εσείς είστε όλοι;» Ο Ραντ είδε ότι ήταν λίγοι παραπάνω από εκατό, και συνειδητοποίησε ότι, με κάποιον τρόπο, ήξερε ότι τόσοι θα ήταν. Το στόμα του Χούριν είχε μείνει ανοιχτό· τα μάτια του είχαν γουρλώσει τόσο που κόντευαν να πέσουν.

«Δεν φτάνει το θάρρος για να δεσμευθεί ένας άνδρας στο Κέρας». Η φωνή του Άρτουρ του Γερακόφτερου ήταν βαθιά και ηχηρή, φωνή μαθημένη να διατάζει.

«Ή μια γυναίκα», είπε κοφτά η Μπιργκίτε.

«Ή μια γυναίκα», συμφώνησε ο Γερακόφτερος. «Λίγοι μόνο δεσμεύονται στον Τροχό, και τους υφαίνει δίχως τέλος για να εκτελούν το θέλημα του Τροχού στο Σχήμα των Εποχών. Θα μπορούσες να του το πεις, Λουζ Θέριν, αν μόνο μπορούσες να θυμηθείς, τότε που φορούσες σάρκα». Κοίταζε τον Ραντ.

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι, αλλά δεν έχασε χρόνο σε αρνήσεις. «Ήρθαν εισβολείς, άνθρωποι που ονομάζονται Σωντσάν, που χρησιμοποιούν αλυσοδεμένες Άες Σεντάι στη μάχη. Πρέπει να τους ρίξουμε πίσω στη θάλασσα. Και — και υπάρχει μια κοπέλα. Η Εγκουέν αλ’Βερ. Μια μαθητευόμενη από το Λευκό Πύργο. Οι Σωντσάν την κρατούν φυλακισμένη. Πρέπει να με βοηθήσετε να την ελευθερώσουμε».

Προς έκπληξη του, αρκετοί από τη μικρή στρατιά πίσω από τον Γερακόφτερο γέλασαν πνιχτά, και η Μπιργκίτε, δοκιμάζοντας τη χορδή του τόξου της, γέλασε. «Πάντα διαλέγεις γυναίκες που σε βάζουν σε μπελάδες, Λουζ Θέριν». Του μίλησε με συμπάθεια, σαν να ’ταν παλιοί φίλοι.

«Το όνομά μου είναι Ραντ αλ’Θορ», είπε αυτός απότομα. «Πρέπει να βιαστείτε. Δεν έχουμε χρόνο».

«Χρόνο;» είπε η Μπιργκίτε χαμογελώντας. «Έχουμε όλο το χρόνο στη διάθεσή μας». Ο Γκάινταλ Κέιν άφησε τα χαλινάρια του να πέσουν και, οδηγώντας το άλογο με τα γόνατα, τράβηξε ένα σπαθί με κάθε χέρι Όλοι στη μικρή ομάδα των ηρώων ξεθηκάρωσαν σπαθιά, κατέβασαν τόξα, ζύγιασαν δόρατα και πέλεκεις.

Η Δικαιοσύνη γυάλιζε σαν καθρέφτης στο γαντοφορεμένο χέρι του Άρτουρ του Γερακόφτερου. «Αναρίθμητες φορές πολέμησα στο πλευρό σου, Λουζ Θέριν, και άλλες τόσες στάθηκα εναντίον σου. Ο Τροχός μας υφαίνει για δικούς του σκοπούς και όχι δικούς μας, για να υπηρετήσουμε το Σχήμα. Σε γνωρίζω, αν και δεν γνωρίζεις τον εαυτό σου. Θα διώξουμε για σένα αυτούς τους εισβολείς». Το πολεμικό του άτι χοροπήδησε, και εκείνος κοίταξε γύρω του, σμίγοντας τα φρύδια. «Κάτι πάει στραβά εδώ. Κάτι με κρατά». Ξαφνικά, γύρισε το κοφτερό του βλέμμα στον Ραντ. «Είσαι εδώ. Έχεις το λάβαρο;» Ένα μουρμουρητό ακούστηκε από τους άλλους πίσω του.

«Ναι». Ο Ραντ άνοιξε τα λουριά των σακιδίων του και έβγαλε το λάβαρο του Δράκοντα. Του γέμισε τα χέρια και κρεμάστηκε σχεδόν ως τα γόνατα του αλόγου του. Το μουρμουρητό δυνάμωσε.

«Το Σχήμα υφαίνεται γύρω από το λαιμό μας σαν σχοινί κρεμάλας», είπε ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος. «Εσύ είσαι εδώ. Το λάβαρο είναι εδώ. Το υφαντό της στιγμής αυτής πήρε μορφή. Ήρθαμε στο Κέρας, αλλά πρέπει να ακολουθήσουμε το λάβαρο. Και τον Δράκοντα». Ο Χούριν έκανε έναν αχνό ήχο, σαν να ’χει κλείσει ο λαιμός του.

«Που να καώ», είπε χαμηλόφωνα ο Ματ. «Είναι αλήθεια. Που να καώ!»

Ο Πέριν δίστασε μονάχα μια στιγμή, πριν κατέβει από το άλογο και χωθεί στην ομίχλη. Ακούστηκαν κοφτοί κρότοι, κι όταν γύρισε στους άλλους, κρατούσε ένα ίσιο φιντανάκι δίχως τα κλαριά του. «Δώσ’ το μου, Ραντ», είπε σοβαρά. «Αν το χρειάζονται. Δώσ’ το μου».

Ο Ραντ τον βοήθησε βιαστικά να δέσει το λάβαρο στον ιστό. Όταν ο Πέριν καβάλησε ξανά το άλογό του, με τον ιστό στο χέρι, ένα αεράκι φάνηκε να κάνει κυματάκια στο λευκό ύφασμα του λάβαρου, έτσι ώστε ο φιδόμορφος Δράκοντας έμοιασε να κινείται, ζωντανός. Ο άνεμος δεν άγγιξε τη βαριά ομίχλη, μόνο το λάβαρο.

«Μείνε εδώ», είπε ο Ραντ στον Χούριν. «Όταν τελειώσουν όλα... Εδώ θα είσαι ασφαλής».

Ο Χούριν τράβηξε το κοντό σπαθί του, κρατώντας το λες και μπορούσε να το χρησιμοποιήσει από το ύψος της σέλας. «Συγχώρεσέ με, Άρχοντα Ραντ, αλλά δεν νομίζω. Δεν καταλαβαίνω ούτε το ένα στα δέκα απ’ όσα άκουσα... απ’ όσα βλέπω» —η φωνή του χαμήλωσε και μετά ξαναδυνάμωσε— «αλλά έκανα τόσο δρόμο, και λέω να κάνω κι όσον απομένει».

Ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος χτύπησε τον μυριστή στην πλάτη. «Μερικές φορές ο Τροχός προσθέτει άλλον ένα στη συντροφιά μας, φίλε μου. Ίσως κάποια μέρα βρεθείς ανάμεσα μας». Ο Χούριν ανακάθισε σαν να του ’χαν προσφέρει στέμμα. Ο Γερακόφτερος υποκλίθηκε επίσημα από τη σέλα του στον Ραντ. «Με την άδειά σου... Άρχοντα Ραντ. Σαλπιγκτή, θα μας χαρίσεις λίγη μουσική με το Κέρας; Αρμόζει να πάμε στη μάχη με το τραγούδι του Κέρατος. Σημαιοφόρε, θα προχωρήσεις;»

Ο Ματ ήχησε άλλη μια φορά το Κέρας, με μια μακριά και ψιλή νότα —που δόνησε την αχλύ— και ο Πέριν ξεκίνησε το άλογό του. Ο Ραντ τράβηξε τη λεπίδα με το σήμα του ερωδιού και έφερ το άλογο του ανάμεσα στα δικά τους.

Δεν έβλεπε τίποτα εκτός από πυκνά άσπρα νέφη, αλλά, με κάποιον τρόπο, μπορούσε επίσης να δει και αυτό που έβλεπε πριν. Το Φάλμε, όπου κάποια χρησιμοποιούσε τη Δύναμη στους δρόμους, και το λιμάνι, και την ορδή των Σωντσάν, και τους Λευκομανδίτες που πέθαιναν, όλα από κάτω του, όλα να κρέμονται πάνω του, όλα όπως πριν. Έμοιαζε να μην είχε περάσει ούτε στιγμή από τότε που είχε ηχήσει το Κέρας, σαν να ’χε κάνει μια παύση ο χρόνος μέχρι να απαντήσουν οι ήρωες στο κάλεσμα, και τώρα ξανάρχιζε να μετρά.

Ο σκληρός ήχος που έβγαλε ο Ματ από το Κέρας αντήχησε στην ομίχλη, όπως και το ποδοβολητό των οπλών, καθώς τα άλογα έτρεχαν πιο γρήγορα. Ο Ραντ όρμηξε στην ομίχλη, ενώ αναρωτιόταν αν ήξερε πού πήγαινε. Τα σύννεφα πύκνωσαν, κρύβοντας τις άκρες της γραμμής των ηρώων που κάλπαζαν δεξιά κι αρύτερά του, κρύβοντας όλο και περισσότερους, ώσπου στο τέλος μπορούσε να δει καθαρά μονάχα τον Ματ και τον Πέριν και τον Χούριν. Ο Χούριν ζάρωνε χαμηλά στη σέλα, με μάτια διάπλατα, παρακινώντας το άλογό του να κάνει πιο γρήγορα. Ο Ματ ηχούσε το Κέρας, και στις ενδιάμεσες στιγμές γελούσε. Ο Πέριν, με τα κίτρινα μάτια του να λάμπουν, κρατούσε το λάβαρο του Δράκοντα, που ανέμιζε πίσω του. Έπειτα χάθηκαν κι αυτοί, και ο Ραντ κάλπαζε μόνος, όπως του φαινόταν.

Κατά έναν τρόπο, μπορούσε ακόμα να τους δει, αλλά τώρα ήταν με τον ίδιο τρόπο που έβλεπε το Φάλμε, και τους Σωντσάν. Δεν ήξερε πού ήταν οι άλλοι, ή πού ήταν αυτός. Έσφιξε πιο γερά το σπαθί του, κοίταξε στις ομίχλες μπροστά του. Εφορμούσε ολομόναχος διασχίζοντας την ομίχλη, και κάπως σαν να ήξερε ότι έτσι ήταν να γίνει.

Ξαφνικά μπροστά του φάνηκε ο Μπα’άλζαμον, απλώνοντας τα χέρια.

Ο Κοκκινοτρίχης υψώθηκε τρομαγμένος, εκσφενδονίζοντας τον Ραντ από τη σέλα του. Ο Ραντ έσφιξε απελπισμένα το σπαθί του, καθώς πετούσε στον αέρα. Έπεσε, αλλά όχι απότομα. Και μάλιστα, σκέφτηκε απορημένα, ήταν σαν να έπεφτε στο... τίποτα. Τη μια στιγμή έπλεε στις ομίχλες, την άλλη όχι.

Όταν σηκώθηκε όρθιος, το άλογό του είχε χαθεί, μα ο Μπα’άλζαμον ήταν ακόμα εκεί, προχωρώντας προς το μέρος του με ένα μακρύ, καρβουνιασμένο ραβδί στα χέρια. Ήταν μόνοι τους, μόνο αυτοί και η ομίχλη. Πίσω από τον Μπα’άλζαμον υπήρχε σκιά. Η ομίχλη δεν ήταν σκοτεινή πίσω του· αυτή η μαυρίλα απέκλειε τη λευκή ομίχλη.

Ο Ραντ είχε επίσης συνείδηση και άλλων πραγμάτων. Ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος και οι άλλοι ήρωες αντάμωναν τους Σωντσάν μέσα σε πυκνή ομίχλη. Ο Πέριν, με το λάβαρο, ανεβοκατέβαζε τον πέλεκύ του πιο πολύ για να απομακρύνει εκείνους που προσπαθούσαν να τον πλησιάσουν παρά για να τους βλάψει. Ο Ματ ακόμα φυσούσε σκληρές νότες με το Κέρας του Βαλίρ. Ο Χούριν είχε κατέβει από τη σέλα και πολεμούσε με το κοντό σπαθί και το σπαθοσπάστη του, με το μόνο τρόπο που ήξερε. Τα πλήθη των Σωντσάν έδειχναν ότι δα τους έπνιγαν με μια επίδεση, αλλά αυτοί που οπισθοχωρούσαν ήταν ακριβώς οι αρματωμένοι Σωντσάν.

Ο Ραντ προχώρησε για να ανταμώσει τον Μπα’άλζαμον. Απρόθυμα, περιβλήθηκε το κενό, άπλωσε στην Αληθινή Πηγή, γέμισε από τη Μία Δύναμη. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Ίσως να μην είχε καμία πιθανότητα εναντίον του Σκοτεινού, αλλά, αν είχε έστω και μία, αυτή βρισκόταν στη Δύναμη. Η Δύναμη πότισε τα μέλη του, φάνηκε να μουσκεύει τα πάντα πάνω του, τα ρούχα του, το σπαθί του. Ένιωσε ότι το σώμα του έπρεπε να λάμπει σαν τον ήλιο. Τον μάγευε· τον έκανε να θέλει να κάνει εμετό.

«Μην μπαίνεις στο δρόμο μου», είπε τραχιά. «Δεν ήρθα εδώ για σένα».

«Η κοπέλα;» Ο Μπα’άλζαμον γέλασε. Το στόμα του γέμισε φλόγες. Τα εγκαύματά του είχαν σχεδόν επουλωθεί, αφήνοντας πίσω μόνο λίγες ροδαλές ουλές που έσβηναν. Έμοιαζε με εμφανίσιμο άνδρα μέσης ηλικίας. Αν εξαιρούσες το στόμα και τα μάπα του. «Ποια απ’ όλες, Λουζ Θέριν; Αυτή τη φορά δεν θα έχεις κανέναν να σε βοηθήσει. Ή είσαι δικός μου, ή θα πεθάνεις. Και τότε πάλι δικός μου θα είσαι».

«Ψεύτη!» γρύλισε ο Ραντ. Χτύπησε τον Μπα’άλζαμον, αλλά το ραβδί από καρβουνιασμένο ξύλο απέκρουσε τη λεπίδα του με μια βροχή από σπίθες. «Πατέρα του Ψεύδους!»

«Ανόητε! Οι άλλοι ανόητοι που κάλεσες δεν σου είπαν ποιος είσαι;» Οι φλόγες στο πρόσωπο του Μπα’άλζαμον τριζοβόλησαν με το γέλιο του.

Ακόμα κι εκεί που έπλεε στην αδειανωσύνη, ο Ραντ ένιωσε ρίγος. Θα έλεγαν ψέματα; Δεν θέλω να είμαι ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας. Έσφιξε το σπαθί του. Έκανε το Χώρισμα του Μεταξιού, αλλά ο Μπα’άλζαμον παραμέρισε κάθε χτύπημά του· σπίθες τινάχτηκαν, σαν να ’πεφταν από το σφυρί και το αμόνι ενός σιδερά. «Έχω δουλειές στο Φάλμε, όχι μαζί σου. Ποτέ μαζί σου», είπε ο Ραντ. Πρέπει να κρατήσω την προσοχή του μέχρι να ελευθερώσουν την Εγκουέν. Με κείνο τον αλλόκοτο τρόπο, μπορούσε να δει τη μάχη να μαίνεται στους περιφραγμένους χώρους για τις άμαξες και τα άλογα που σκεπάζονταν από ομίχλη.

«Αξιολύπητε. Ήχησες το Κέρας του Βαλίρ. Είσαι συνδεμένος πια μαζί του. Νομίζεις ότι τα σκουλήκια του Λευκού Πύργου θα σε αφήσουν ποτέ ελεύθερο τώρα; Θα σου περάσουν αλυσίδες στο λαιμό, τόσο βαριές που δεν θα τις κόψεις ποτέ».

Ο Ραντ ξαφνιάστηκε τόσο, που το ένιωσε μέσα στο κενό. Δεν ξέρει τα πάντα. Δεν ξέρει! Ήταν σίγουρος ότι η έκφραση του είχε φανερώσει τη σκέψη του. Για να την καλύψει, όρμηξε στον Μπα’άλζαμον. Το Κολιμπρί φιλά το Ρόδο. Το Φεγγάρι στα Νερά. Το Χελιδόνι Σχίζει τον Αέρα. Αστραπές πετάγονταν ανάμεσα στο σπαθί και στο ραβδί. Βροχές από λαμπυριστές σπίθες έπεφταν στην ομίχλη. Ο Μπα’άλζαμον υποχώρησε, με τα μάτια του να φλέγονται σαν θυμωμένα καμίνια.

Με τις άκρες της αντίληψης του, ο Ραντ είδε τους Σωντσάν να οπισθοχωρούν στους δρόμους του Φάλμε, πολεμώντας απελπισμένα. Οι νταμέην όργωναν τη γη με τη Μία Δύναμη, αλλά αυτή δεν μπορούσε να βλάψει τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο και τους άλλους ήρωες του Κέρατος.

«Θα μείνεις σκουλήκι κάτω από πέτρα;» γρύλισε ο Μπα’άλζαμον. Το σκοτάδι πίσω του έβραζε και αναδευόταν. «Θα σκοτωθείς εδώ που στεκόμαστε. Η Δύναμη μαίνεται μέσα σου. Σε καίει. Σε σκοτώνει! Εγώ μονάχα σ’ όλο τον κόσμο μπορώ να σου διδάξω πώς να τη χαλιναγωγήσεις. Υπηρέτησε με, και θα ζήσεις. Υπηρέτησέ με, ή πέθανε!»

«Ποτέ!» Πρέπει να τον κρατήσω όσο χρειαστεί. Βιάσου, Γερακόφτερε. Βιάσου! Εξαπέλυσε άλλη μια επίθεση κατά του Μπα’άλζαμον. Το Περιστέρι Πετά. Το Φύλλο Πέφτει.

Αυτή τη φορά οπισθοχώρησε ο ίδιος. Είδε αμυδρά τους Σωντσάν να μάχονται, προχωρώντας πάλι μπροστά ανάμεσα στους στάβλους. Προσπάθησε πιο δυνατά. Η Αλκυόνη Πιάνει το Ψαρόνι. Οι Σωντσάν υποχώρησαν στην εφόρμηση των άλλων, με τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο και τον Πέριν δίπλα-δίπλα, στην πρώτη γραμμή. Δεματιασμένα Άχυρα. Ο Μπα’άλζαμον απέκρουσε το χτύπημα μ’ ένα σιντριβάνι σαν από πορφυρές πυγολαμπίδες και ο Ραντ αναγκάστηκε να απομακρυνθεί μ’ ένα πήδημα, επειδή το ραβδί θα του άνοιγε το κεφάλι· ο αέρας από το πέρασμα του ραβδιού του άγγιξε τα μαλλιά. Οι Σωντσάν χίμηξαν μπροστά. Το Άναμμα της Σπίθας. Σπίθες πετάχτηκαν σαν χαλάζι, ο Μπα’άλζαμον τινάχτηκε στο πλάι, και οι Σωντσάν απωθήθηκαν ως τους λιθόστρωτους δρόμους.

Ο Ραντ θέλησε να ουρλιάξει δυνατά. Ξαφνικά καταλάβαινε ότι οι δυο μάχες συνδέονταν. Όταν προχωρούσε, οι ήρωες που είχε καλέσει το Κέρας έδιωχναν τους Σωντσάν· όταν υποχωρούσε, οι Σωντσάν ξανάρχονταν.

«Λεν θα σε σώσουν», είπε ο Μπα’άλζαμον. «Εκείνες που θα μπορούσαν ίσως να σε σώσουν θα σταλούν στην άλλη άκρη του Ωκεανού Άρυθ. Αν τις ξαναδείς ποτέ, θα είναι δούλες με κολάρα, και θα σε σκοτώσουν για τους καινούργιους αφέντες τους».

Εγκουέν. Δεν θα τους αφήσω να της το κάνουν αυτό.

Η φωνή του Μπα’άλζαμον έπνιξε τις σκέψεις του. «Μόνο μία είναι η σωτηρία σου, Λουζ Θέριν, Σφαγέα. Εγώ είμαι η μόνη σωτηρία σου. Υπηρέτησέ με, και θα σου χαρίσω τον κόσμο. Αντιστάσου, και θα σε σκοτώσω όπως έκανα πάντα. Αλλά αυτή τη φορά θα σκοτώσω ακόμα και την ψυχή σου, θα σε σκοτώσω οριστικά και δια παντός».

Νίκησα πάλι, Λουζ Θέριν. Η σκέψη ήταν πέρα από το κενό, αλλά χρειάστηκε να καταβάλει κόπο για να την αγνοήσει, για να μην σκεφτεί όλες τις ζωές στις οποίες την είχε ακούσει. Κούνησε το σπαθί, και ο Μπα’άλζαμον ετοίμασε το ραβδί του.

Για πρώτη φορά, ο Ραντ κατάλαβε ότι ο Μπα’άλζαμον έκανε σαν να μπορούσε να τον βλάψει η λεπίδα με το σήμα του ερωδιού. Το ατσάλι δεν μπορεί να πληγώσει τον Σκοτεινό. Αλλά ο Μπα’άλζαμον κοίταζε το σπαθί επιφυλακτικά. Ο Ραντ ήταν ένα με το σπαθί. Μπορούσε να νιώσει κάθε κόκκο του, τα μικρά κομματάκια, χιλιάδες φορές πιο μικρά απ’ ό,τι μπορούσε να δει κανείς με γυμνό μάτι. Και ένιωθε τη Δύναμη που τον πότιζε να κυλά και μέσα στο σπαθί επίσης, να πλέκεται μέσα στα περίπλοκα σχήματα που είχαν πλάσει οι Άες Σεντάι στους Πολέμους των Τρόλοκ.

Τότε άκουσε μια άλλη φωνή. Τη φωνή του Λαν. Θα ’ρθει καιρός που θα θέλεις κάτι περισσότερο κι από τη ζωή σου. Τη φωνή του Ίνγκταρ. Κάθε άνδρας έχει το δικαίωμα να διαλέξει πότε θα Θηκαρώσει το Σπαθί. Του ήρθε μια εικόνα στη νου, η Εγκουέν, φορώντας κολάρο, να ζει ως νταμέην. Νήματα της ζωής μου, που κινδυνεύουν. Εγκουέν. Αν ο Γερακόφτερος μπει στο Φάλμε, θα τη σώσει. Πριν καλά-καλά το καταλάβει, είχε πάρει τη θέση του Ερωδιού που Βαδίζει στις Καλαμιές, ισορροπώντας στο ένα πόδι, με το σπαθί ψηλά, ακάλυπτος και απροστάτευτος. Ο θάνατος είναι ελαφρύτερος από πούπουλο, το καθήκον βαρύτερο από βουνό.

Ο Μπα’άλζαμον τον κοίταξε. «Γιατί χαμογελάς σαν χαζός, ανόητε; Δεν ξέρεις ότι μπορώ να σε αφανίσω;»

Ο Ραντ ένιωσε μια γαλήνη πέρα από εκείνη του κενού. «Ποτέ δεν θα σε υπηρετήσω, Πατέρα του Ψεύδους. Σε χίλιες ζωές, ποτέ δεν σε υπηρέτησα. Το ξέρω. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Έλα. Είναι ώρα να πεθάνεις».

Τα μάτια του Μπα’άλζαμον πλάτυναν· για μια στιγμή, έγιναν καμίνια, που έκαναν τον ιδρώτα να κυλήσει στο πρόσωπο του Ραντ. Η μαυρίλα πίσω από τον Μπα’άλζαμον απλώθηκε ολόγυρά του, και το πρόσωπο του σκλήρυνε. «Τότε πέθανε, σκουλήκι!» Χτύπησε με το ραβδί, σαν να κρατούσε λόγχη.

Ο Ραντ ούρλιαξε, όταν το ένιωσε να τρυπά το πλευρό του, καίγοντας σαν λευκοπυρωμένο σίδερο. Το κενό τρεμούλιασε, αλλά ο Ραντ συγκρατήθηκε με τα τελευταία απομεινάρια της δύναμής του, και έχωσε τη λεπίδα με το σήμα του ερωδιού στην καρδιά του Μπα’άλζαμον. Ο Μπα’άλζαμον έσκουζε, το σκοτάδι πίσω του έσκουξε κι αυτό. Ο κόσμος ανατινάχτηκε και πνίγηκε στις φλόγες.

Загрузка...