7 Το Αίμα Ζητάει Αίμα

Καθώς το φορείο που μετέφερε τον Ματ έφευγε από τα διαμερίσματα της Έδρας της Άμερλιν, η Μουαραίν ξανατύλιξε με προσοχή το ανγκριάλ —ένα μικρό αγαλματάκι από ελεφαντόδοντο, που είχε πάρει σκούρα απόχρωση από τα χρόνια, και το οποίο έδειχνε μια γυναίκα με φαρδιά ρόμπα— σε ένα τετράγωνο βελούδινο πανί και το ξανάβαλε στο σακίδιο της ζώνης της. Είχε δουλέψει μαζί με τις άλλες Άες Σεντάι, είχαν ενώσει τις ικανότητές τους, διαβιβάζοντας τη ροή της Μίας Δύναμης σε ένα συγκεκριμένο έργο, και αυτό ήταν κουραστική δουλειά, ακόμα και υπό τις καλύτερες συνθήκες, ακόμα και με τη βοήθεια ενός ανγκριάλ, και η ολονύχτια δουλειά δίχως στιγμή ύπνου δεν ήταν οι καλύτερες συνθήκες. Και το έργο που είχαν κάνει στο αγόρι δεν ήταν καθόλου εύκολο.

Η Ληάνε έδωσε οδηγίες στους τραυματιοφορείς με έντονες κινήσεις και μερικά ξερά λόγια. Οι δύο άνδρες συνεχώς έσκυβαν το κεφάλι, νιώθοντας νευρικότητα κοντά σε τόσο πολλές Άες Σεντάι, μια εκ των οποίων ήταν η ίδια η Άμερλιν, πόσο μάλλον που οι Άες Σεντάι χρησιμοποιούσαν τη Δύναμη. Περίμεναν στο διάδρομο, ακουμπώντας μισογονατισμένοι στον τοίχο, ανυπομονώντας να φύγουν από τους γυναικωνίτες. Ο Ματ κειτόταν με τα μάτια κλειστά και το πρόσωπο χλωμό, αλλά το στήθος του ανεβοκατέβαινε με τον ομαλό ρυθμό του ύπνου.

Πώς Θα επηρεάσει αυτό την κατάσταση; αναρωτήθηκε η Μουαραίν. Δεν είναι αναγκαίος τώρα που χάθηκε το Κέρας, αλλά όμως...

Η πόρτα έκλεισε πίσω από τη Ληάνε και τους τραυματιοφορείς και η Άμερλιν ανάσανε κοφτά. «Απαίσιο πράγμα. Απαίσιο». Το πρόσωπό της ήταν ήρεμο, αλλά έτριβε τα χέρια της σαν να ήθελε να τα πλύνει.

«Αλλά ενδιαφέρον», είπε η Βέριν. Ήταν η τέταρτη Άες Σεντάι που είχε διαλέξει η Άμερλιν για τη δουλειά. «Πολύ κρίμα, που δεν έχουμε το εγχειρίδιο για να είναι ολοκληρωμένη η Θεραπεία. Παρά τα όσα κάναμε απόψε, δεν θα ζήσει πολύ. Μήνες, ίσως, στην καλύτερη περίπτωση». Οι τρεις Άες Σεντάι ήταν μόνες τους στα διαμερίσματα της Άμερλιν. Πέρα από τις βελοθυρίδες, η αυγή έδινε μια μαργαριταρένια ανταύγεια στον ουρανό.

«Αλλά τώρα θα έχει αυτούς τους μήνες», είπε απότομα η Μουαραίν. «Και, αν καταφέρουμε να το βρούμε, ο σύνδεσμος μπορεί ακόμα να σπάσει». Αν το βρούμε. Ναι, φυσικά.

«Μπορεί ακόμα να σπάσει», συμφώνησε η Βέριν. Ήταν μια παχουλή γυναίκα με τετράγωνο πρόσωπο και, παρά το χάρισμα των Άες Σεντάι που τις έκανε να δείχνουν αγέραστες, τα καστανά μαλλιά της έδειχναν ίχνη γκρίζου. Ήταν το μόνο δείγμα της ηλικίας της, αλλά για μια Άες Σεντάι σήμαινε ότι ήταν πραγματικά πολύ ηλικιωμένη. Η φωνή της όμως ήταν σταθερή, ταίριαζε με τα λεία μάγουλά της. «Ήταν όμως πολύ καιρό συνδεμένος με το εγχειρίδιο, όπως πρέπει να υπολογίζουμε το χρόνο γι’ αυτό. Και θα είναι συνδεμένος πολύ καιρό ακόμα, είτε το βρούμε, είτε όχι. Ίσως ήδη έχει αλλάξει, τόσο που να μην υπάρχει πλήρης Θεραπεία, έστω κι αν δεν μπορεί να μολύνει άλλους. Τόσο μικρό πραγματάκι, αυτό το εγχειρίδιο», είπε στοχαστικά, «αλλά διαφθείρει όποιον το έχει πάνω του καιρό. Κι αυτός που το μεταφέρει με τη σειρά του θα διαφθείρει όσους έρθουν σε επαφή μαζί του, κι αυτοί θα διαφθείρουν άλλους, και το μίσος και οι καχυποψίες που κατέστρεψαν τη Σαντάρ Λογκόθ, στρέφοντας το χέρι κάθε ανδρός και γυναικός εναντίον όλων των άλλων, θα είναι πάλι ελεύθερα στον κόσμο. Αναρωτιέμαι πόσους ανθρώπους μπορούν να μολύνουν σε ένα χρόνο, ας πούμε. Μια λογική, κατά προσέγγιση απάντηση πρέπει να μπορεί να υπολογιστεί».

Η Μουαραίν κοίταξε ειρωνικά την Καφέ αδελφή. Άλλος ένας κίνδυνος μας απειλεί και αυτή μιλά λες και είναι γρίφος σε βιβλίο.

Φως μου, οι Καφέ πραγματικά δεν αντιλαμβάνονται καθόλου τον κόσμο. «Τότε πρέπει να βρούμε το εγχειρίδιο, Αδελφή. Ο Άγκελμαρ θα στείλει άνδρες να κυνηγήσουν αυτούς που πήραν το Κέρατο και έσφαξαν τους ορκοδοσμένους του, κι είναι οι ίδιοι που πήραν το εγχειρίδιο. Αν βρεθεί το ένα, θα βρεθεί και το άλλο».

Η Βέριν ένευσε, αλλά ταυτόχρονα έσμιξε τα φρύδια. «Όμως, ακόμα κι αν βρεθεί, ποιος μπορεί να το επιστρέψει με ασφάλεια; Εκείνοι που θα το αγγίξουν ρισκάρουν να μολυνθούν, αν το κρατήσουν πολύ. Ίσως μέσα σε κιβώτιο, καλοτυλιγμένο και μονωμένο, αλλά κι έτσι θα ήταν επικίνδυνο σ’ όσους περνούσαν αρκετό διάστημα κοντά του. Δίχως το ίδιο το εγχειρίδιο για να το μελετήσουμε, δεν μπορούμε να ξέρουμε πόσο πρέπει να θωρακιστεί. Μα εσύ είδες και το εγχειρίδιο και άλλα πράγματα, Μουαραίν. Το αντιμετώπισες, όσο χρειαζόταν για να επιζήσει ο νεαρός που το μετέφερε χωρίς να μολύνει άλλους. Πρέπει να έχεις κάποια εκτίμηση για τη δύναμη της επιρροής του».

«Υπάρχει κάποιος», είπε η Μουαραίν, «που μπορεί να ανακτήσει το εγχειρίδιο δίχως να τον βλάψει. Κάποιος, τον οποίο έχουμε όσο το δυνατόν καλύτερα θωρακισμένο και προστατευμένο απ’ αυτό το μόλυσμα. Ο Ματ Κώθον».

Η Άμερλιν ένευσε. «Ναι, φυσικά. Μπορεί να το κάνει. Αν ζήσει. Το Φως μόνο ξέρει πόσο μακριά θα φτάσει το εγχειρίδιο μέχρι να το βρουν οι άνδρες του Άγκελμαρ. Αν το βρουν. Και, αν το αγόρι πεθάνει στο μεταξύ... ε, αν το εγχειρίδιο μείνει αφύλακτο τόσον καιρό, θα έχουμε άλλα βάσανα». Έτριψε κουρασμένα τα μάτια της. «Νομίζω ότι πρέπει να βρούμε κι αυτόν τον Πάνταν Φάιν. Γιατί άραγε αυτός ο Σκοτεινόφιλος είναι τόσο σημαντικός, ώστε να ρισκάρουν τόσο για να τον σώσουν; Ευκολότερο θα τους ήταν, αν απλώς έκλεβαν το Κέρας. Και πάλι θα ήταν επικίνδυνο, σαν χειμωνιάτικο μπουρίνι στη Θάλασσα των Καταιγίδων, μα ρισκάρισαν ακόμα περισσότερο για να απελευθερώσουν αυτόν τον Σκοτεινόφιλο. Αν τα Καρτέρια τον θεωρούν τόσο σημαντικό» —κοντοστάθηκε, και η Μουαραίν κατάλαβε ότι αναρωτιόταν αν πραγματικά επικεφαλής ήταν μονάχα ο Μυρντράαλ— «τότε το ίδιο πρέπει να κάνουμε κι εμείς».

«Πρέπει να βρεθεί», συμφώνησε η Μουαραίν, ελπίζοντας να μην φαινόταν η αγωνία που ένιωθε, «αλλά το πιθανότερο είναι ότι θα βρεθεί μαζί με το Κέρας».

«Όπως το λες, Κόρη μου». Η Άμερλιν έφερε τα δάχτυλα στα χείλη της για να πνίξει ένα χασμουρητό. «Και τώρα, Βέριν, συγχώρεσε με, θέλω απλώς να πω δυο λόγια στη Μουαραίν και ύστερα να κοιμηθώ λιγάκι. Φαντάζομαι όχι ο Άρχοντας Άγκελμαρ θα επιμένει να κάνει τη γιορτή απόψε, αφού μας χάλασαν τη χτεσινή βραδιά. Η βοήθειά σου ήταν ανεκτίμητη, Κόρη μου. Θυμήσου, σε παρακαλώ, να μην πεις τίποτα σε κανέναν για τη φύση της αρρώστιας του αγοριού. Υπάρχουν αδελφές σου που θα προτιμούσαν να δουν τη Σκιά μέσα του παρά κάτι το οποίο έφτιαξαν οι άνθρωποι μόνοι τους».

Δεν υπήρχε ανάγκη να αναφέρει το Κόκκινο Άτζα. Ίσως πάλι, σκέφτηκε η Μουαραίν, να μην έπρεπε να φυλάγονται μόνο από «κ; Κόκκινες.

«Δεν θα πω τίποτα, φυσικά, Μητέρα». Η Βέριν υποκλίθηκε, αλλά δεν έκανε να φύγει. Σκεφτόμουν ότι θα ήθελες να το δεις αυτό, Μητέρα». Από την τσέπη της έβγαλε ένα μικρό σημειωματάριο, δεμένο με μαλακό, καφέ δέρμα. «Αυτά που ήταν γραμμένα στους τοίχους του μπουντρουμιού. Η μετάφραση δεν είχε πολλά προβλήματα. Τα πιο πολλά απ’ αυτά που ήταν γραμμένα ήταν τα συνηθισμένα —βλασφημίες και κομπασμοί· οι Τρόλοκ δεν φαίνεται να ξέρουν σχεδόν τίποτα άλλο— όμως υπήρχαν αποσπάσματα με καλύτερο γραφικό χαρακτήρα. Κάποιος μορφωμένος Σκοτεινόφιλος, ή ίσως ένας Μυρντράαλ. Μπορεί να είναι απλός χλευασμός, αλλά έχει μορφή ποίησης, ή τραγουδιού, και ακούγεται σαν προφητεία. Λίγα πράγματα ξέρουμε για τις προφητείες από τη Σκιά, Μητέρα».

Η Άμερλιν δίστασε μόνο για μια στιγμή πριν νεύσει. Οι προφητείες από τη Σκιά, οι σκοτεινές προφητείες, είχαν την ατυχή συνήθεια να εκπληρώνονται εξίσου καλά με τις προφητείες από το Φως. «Διάβασε το μου».

Η Βέριν ξεφύλλισε το σημειωματάριο, ύστερα έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό της και άρχισε με ήσυχη, ήρεμη φωνή.

«Η Κόρη της Νυκτός, περπατά ξανά.

Ο πόλεμος αρχαίος, όμως ακόμα πολεμά.

Τον καινούργιο εραστή της αναζητά, που θα την υπηρετήσει και θα πεθάνει, αλλά όμως θα συνεχίσει να την υπηρετεί.

Ποιος Θα εμποδίσει τον ερχομό της;

Τα Λαμπερά Τείχη θα γονατίσουν.

Το αίμα τρέφει το αίμα.

Το αίμα ζητάει αίμα.

Το αίμα είναι, και το αίμα ήταν, και το αίμα θα είναι για πάντα.

Ο άνδρας που διαβιβάζει στέκεται μονάχος.

Προσφέρει θυσία τους φίλους του.

Δύο δρόμοι μπροστά του, ο ένας για το θάνατο πέρα από το θάνατο, ο άλλος για την αιώνια ζωή.

Ποιον θα διαλέξει; Ποιον θα διαλέξει;

Ποιο χέρι προστατεύει; Ποιο χέρι σφάζει;

Το αίμα τρέφει το αίμα.

Το αίμα ζητάει αίμα.

Το αίμα είναι, και το αίμα ήταν, και το αίμα θα είναι για πάντα.

Ο Λουκ ήρθε στα Όρη του Χαμμού.

Ο Ίσαμ περίμενε στα ψηλά περάσματα.

Το κυνήγι τώρα άρχισε. Τα κυνηγόσκυλα της Σκιάς τώρα τρέχουν, και σκοτώνουν.

Ένας έζησε, και ένας πέθανε, μα και οι δύο είναι.

Ο Καιρός της Αλλαγής ήρθε.

Το αίμα τρέφει το αίμα.

Το αίμα ζητάει αίμα.

Το αίμα είναι, και το αίμα ήταν, και το αίμα θα είναι για πάντα.

Οι Παρατηρητές περιμένουν στο Τόμαν Χεντ.

Η σπορά του Σφυριού καίει το αρχαίο δέντρο.

Ο θάνατος θα σπείρει, το καλοκαίρι θα κάψει, πριν έρθει ο Μέγας Άρχοντας.

Ο Θάνατος θα θερίσει, και τα σώματα θα σωριαστούν, πριν έρθει ο Μέγας Άρχοντας.

Τη σπορά σφάζει το αρχαίο λάθος, πριν έρθει ο Μέγας Άρχοντας.

Τώρα έρχεται ο Μέγας Άρχοντας.

Τώρα έρχεται ο Μέγας Άρχοντας.

Το αίμα τρέφει το αίμα.

Το αίμα ζητάει αίμα.

Το αίμα είναι, και το αίμα ήταν, και το αίμα θα είναι για πάντα.

Τώρα έρχεται ο Μέγας Άρχοντας».

Όταν τελείωσε, έπεσε μεγάλη σιωπή.

Τελικά η Άμερλιν είπε, «Ποιοι άλλοι το είδαν αυτό, Κόρη μου; Ποιοι ξέρουν;»

«Μόνο η Σεραφέλ, Μητέρα. Μόλις το αντιγράψαμε, έβαλα άνδρες να καθαρίσουν τους τοίχους. Δεν έφεραν αντιρρήσεις· κι αυτοί βιάζονταν να το ξεφορτωθούν».

Η Άμερλιν ένευσε. «Ωραία. Είναι πολλοί στις Μεθόριες που ξέρουν να διαβάζουν τη γραφή των Τρόλοκ. Δεν χρειάζεται να έχουν άλλη μια σκοτούρα στο κεφάλι τους. Έχουν αρκετές».

«Τι νόημα βγάζεις;» ρώτησε η Μουαραίν τη Βέριν με προσεκτική τόνο. «Λες να είναι προφητεία;»

Η Βέριν έγειρε το κεφάλι, κοίταξε σκεφτική τις σημειώσεις της. «Πιθανόν. Έχει τη μορφή κάποιων από τις καινούργιες σκοτεινές προφητείες που ξέρουμε. Και κάποια μέρη του είναι αρκετά σαφή. Μπορεί πάντως απλώς να μας χλευάζουν». Το δάχτυλο της έδειξε μια γραμμή. «‘Η Κόρη της Νυκτός, περπατά ξανά’. Αυτό δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι η Λανφίαρ είναι πάλι ελεύθερη. Ή κάποιος θέλει να το νομίζουμε».

«Αυτό θα ’πρεπε να μας βάλει σ’ ανησυχία, Κόρη μου», είπε η Έδρα της Άμερλιν, «αν ήταν αλήθεια. Αλλά οι Αποδιωγμένοι είναι ακόμα παγιδευμένοι». Κοίταξε τη Μουαραίν, που για μια στιγμή φάνηκε ταραγμένη, πριν καλμάρει την έκφραση της. «Ακόμα κι αν οι σφραγίδες εξασθενούν, οι Αποδιωγμένοι είναι ακόμα παγιδευμένοι».

Η Λανφίαρ. Στην Παλιά Γλώσσα, Κόρη της Νυκτός. Πουθενά δεν ήταν καταγραμμένο το αληθινό της όνομα, αλλά αυτό ήταν το όνομα που είχε διαλέξει η ίδια, αντίθετα από τους περισσότερους Αποδιωγμένους, που είχαν ονομαστεί απ’ εκείνους τους οποίους είχαν προδώσει. Μερικοί έλεγαν ότι ήταν η πιο ισχυρή από τους Αποδιωγμένους, μαζί με τον Ισαμαήλ, τον Προδότη της Ελπίδας, μα κρατούσε τις δυνάμεις της κρυφές. Ελάχιστα είχαν απομείνει από κείνους τους καιρούς για πουν οι λόγιοι με βεβαιότητα.

«Μ’ όλους τους ψεύτικους Δράκοντες που εμφανίζονται, δεν είναι παράξενο που κάποιος θέλει να αναμίξει τη Λανφίαρ». Η φωνή της Μουαραίν ήταν ατάραχη σαν το πρόσωπό της, αλλά μέσα της ήταν ανάστατη. Εκτός του ονόματός της, μόνο ένα πράγμα ήταν βέβαιο για τη Λανφίαρ: πριν περάσει στη Σκιά, πριν ο Λουζ Θέριν Τέλαμον συναντήσει την Ιλυένα, η Λανφίαρ ήταν ερωμένη του. Δεν θέλουμε τέτοιες περιπλοκές.

Η Έδρα της Άμερλιν συνοφρυώθηκε, σαν να της είχε περάσει το ίδιο από το νου, αλλά η Βέριν ένευσε, λες και ήταν όλα λέξεις. «Κι άλλα ονόματα ήταν σαφή, Μητέρα. Ο Άρχοντας Λουκ, φυσικά, ήταν αδελφός της Τιγκραίν, που τότε ήταν Κόρη-Διάδοχος του Άντορ, και χάθηκε στη Μάστιγα. Ποιος είναι ο Ίσαμ, ή τι σχέση έχει με τον Λουκ, δεν ξέρω».

«Εν καιρώ, θα βρούμε αυτά που πρέπει να μάθουμε», είπε επιτήδεια η Μουαραίν. «Δεν υπάρχει ακόμα καμιά απόδειξη ότι πρόκειται για προφητεία». Ήξερε το όνομα. Ο Ίσαμ ήταν γιος της Μπρέγιαν, της γυναίκας του Λαν Μαντράγκοραν, της οποίας η απόπειρα να αρπάξει το Θρόνο της Μαλκίρ για τον άνδρα της είχε σαν αποτέλεσμα την εισβολή των Τρόλοκ. Η Μπρέγιαν και ο γιος της, που ήταν ακόμα μωρό, είχαν εξαφανιστεί, όταν οι Τρόλοκ πήραν τη Μαλκίρ. Και ο Ίσαμ ήταν συγγενής εξ αίματος του Λαν. Ή μήπως είναι ακόμα ζωντανός; Πρέπει να του το κρύψω, μέχρι να καταλάβω πώς θα αντιδράσει. Μέχρι να απομακρυνθούμε από τη Μάστιγα. Αν πίστευε πως ο Ίσαμ είναι ακόμα ζωντανός...

«‘Οι Παρατηρητές περιμένουν στο Τόμαν Χεντ’», συνέχισε η Βέριν. «Υπάρχουν κάποιοι λίγοι, οι οποίοι ακόμα διατηρούν την παλιά πεποίθηση ότι οι στρατιές, που είχε στείλει ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος να περάσουν τον Ωκεανό Άρυθ, κάποια μέρα θα επιστρέψουν, αν και μετά από τόσον καιρό...» Ξεφύσηξε απαξιωτικά. «Οι Ντο Μιέρε Α’βρον, οι Παρατηρητές Πάνω από τα Κύματα, έχουν ακόμα μια... κοινότητα, είναι η πιο κατάλληλη λέξη, νομίζω... στο Τόμαν Χεντ, στο Φάλμε. Και ένα από τα παλιά ονόματα του Άρτουρ του Γερακόφτερου ήταν Σφυρί του Φωτός».

«Ισχυρίζεσαι, Κόρη μου», είπε η Έδρα της Άμερλιν, «ότι οι στρατοί του Άρτουρ του Γερακόφτερου, ή μάλλον οι απόγονοι τους, ίσως πραγματικά επιστρέψουν μετά από χίλια χρόνια;»

«Υπάρχουν φήμες για πόλεμο στην Πεδιάδα Άλμοθ και στο Τόμαν Χεντ», είπε αργά η Μουαραίν. «Και ο Γερακόφτερος έστειλε δύο από τους γιους του, μαζί με στρατό. Αν επέζησαν στις χώρες που βρήκαν, ίσως να υπάρχουν πολλοί απόγονοι του Γερακόφτερου. Η κανένας».

Η Άμερλιν κοίταξε καχύποπτα τη Μουαραίν, και ήταν φανερό ότι ήθελε να ήταν μόνες για να της ζητήσει να πει τι ετοίμαζε. Η Μουαραίν έκανε μια συμφιλιωτική χειρονομία και η παλιά φίλη της μόρφασε.

Η Βέριν, με τη μύτη χωμένη στις σημειώσεις της, δεν πρόσεξε τίποτα. «Δεν ξέρω, Μητέρα. Όμως αμφιβάλλω. Δεν ξέρουμε τίποτα για τις χώρες που ξεκίνησε να κατακτήσει ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος. Είναι μεγάλο κρίμα που οι Θαλασσινοί αρνούνται να διασχίσουν τον Ωκεανό Άρυθ. Λένε ότι από την άλλη μεριά βρίσκονται οι Νήσοι των Νεκρών. Μακάρι να ήξερα τι εννοούν μ’ αυτό, αλλά οι Θαλασσινοί δεν ανοίγουν εύκολα το στόμα τους, ανάθεμά τους...» Αναστέναξε, χωρίς να σηκώσει ακόμα κεφάλι. «Το μόνο που έχουμε είναι μια αναφορά σε ‘χώρες κάτω από τη Σκιά, πέρα από τον δύοντα ήλιο, πέρα από τον Ωκεανό Άρυθ, όπου βασιλεύουν οι Στρατιές της Νύχτας’. Δεν υπάρχει τίποτα εδώ που να μας λέει αν οι στρατιές που έστειλε εκεί ο Γερακόφτερος ήταν αρκετές για να νικήσουν αυτές τις ‘Στρατιές της Νύχτας’, ή ακόμα και για να αντέξουν μετά το θάνατό του. Όταν άρχισε ο Εκατονταετής Πόλεμος, όλοι έτρεχαν να αρπάξουν από ένα κομματάκι της αυτοκρατορίας του, και κανένας δεν άδειαζε να σκεφτεί τις στρατιές του πέρα από τη θάλασσα. Μου φαίνεται, Μητέρα, ότι αν οι απόγονοί τους ζούσαν ακόμα, και αν σκόπευαν ποτέ να επιστρέψουν, δεν θα περίμεναν τόσον καιρό».

«Τότε πιστεύεις ότι δεν είναι προφητεία, Κόρη μου;»

«Τώρα, ‘το αρχαίο δέντρο’, είπε η Βέριν, απορροφημένη στις σκέψεις της. ‘Πάντα κυκλοφορούσαν φήμες —τίποτα παραπάνω— που έλεγαν ότι όσο υπήρχε το έθνος του Άλμοθ’, είχε ένα κλαρί του Αβεντεσόρα, ίσως μάλιστα ένα ζωντανό δενδρύλλιο. Και το λάβαρο του Άλμοθ ήταν ‘γαλάζιο για τον ουρανό από πάνω, καφέ για τη γη από κάτω, με το πλατύ Δένδρο της Ζωής να τα ενώνει’. Φυσικά, οι Ταραμπονέζοι αυτοαποκαλούνται Δένδρο του Ανθρώπου, και υποστηρίζουν ότι κατάγονται από άρχοντες και ευγενείς της Εποχής των Θρύλων. Και οι Ντομανοί μιλούν για καταγωγή από κείνους που έφτιαξαν το Δένδρο της Ζωής στην Εποχή των Θρύλων. Υπάρχουν κι άλλες πιθανότητες, μα σημείωσε, Μητέρα, πως τουλάχιστον τρεις απ’ αυτές επικεντρώνονται στην Πεδιάδα Άλμοθ και στο Τόμαν Χεντ».

Η φωνή της Άμερλιν έγινε απατηλά απαλή. «Θα αποφασίσεις επιτέλους, Κόρη μου; Αν η σπορά του Άρτουρ του Γερακόφτερου δεν επιστρέφει, τότε αυτό δεν είναι προφητεία, και δεν αξίζει ούτε όσο ένα σαπισμένο ψαροκέφαλο να μάθουμε ποιο αρχαίο δέντρο εννοεί».

«Μπορώ μόνο να σου πω τι ξέρω, Μητέρα», είπε η Βέριν, σηκώνοντας το βλέμμα από τις σημειώσεις της, «και να αφήσω την απόφαση στα δικά σου χέρια. Πιστεύω πως οι τελευταίοι εναπομείναντες, από τις στρατιές που είχε στείλει εκεί πέρα ο Γερακόφτερος, πέθαναν πριν πολύ καιρό, αλλά δεν σημαίνει πως είναι αλήθεια επειδή το πιστεύω. Ο Καιρός της Αλλαγής, φυσικά, αναφέρεται στο τέλος μιας Εποχής, και ο Μέγας Άρχοντας—»

Η Άμερλιν χτύπησε με το χέρι το τραπέζι, μ’ έναν κρότο σαν κεραυνό. «Ξέρω πολύ καλά ποιος είναι ο Μέγας Άρχοντας, Κόρη μου. Νομίζω πως καλά θα κάνεις να πηγαίνεις τώρα». Πήρε μια βαθιά ανάσα και φάνηκε καθαρά ότι προσπαθούσε να συγκρατηθεί. «Πήγαινε, Βέριν. Δεν θέλω να σου θυμώσω. Δεν θέλω να ξεχάσω ποια έβαζε τις μαγείρισσες να αφήνουν έξω μπισκοτάκια τα βράδια, τότε που ήμουν μαθητευόμενη».

«Μητέρα», είπε η Μουαραίν, «δεν υπάρχει τίποτα εδώ που να υποδεικνύει προφητεία. Όποιος έχει λίγο μυαλό και λίγες γνώσεις θα μπορούσε να σκαρώσει κάτι ανάλογο, και κανένας δεν είπε ποτέ ότι οι Μυρντράαλ δεν έχουν πονηρό μυαλό».

«Και φυσικά», είπε ήρεμα η Βέριν, «ο άνδρας που διαβιβάζει πρέπει να είναι ένας από τους τρεις άνδρες που ταξιδεύουν μαζί σου, Μουαραίν».

Η Μουαραίν στάθηκε, κοιτάζοντάς την σαν να είχε πάθει σοκ. Λεν αντιλαμβάνεται τον κόσμο; Εγώ είμαι η ανόητη. Πριν καταλάβει τι κάνει, είχε απλώσει στην παλλόμενη λάμψη, που πάντα ένιωθε να περιμένει εκεί, στην Αληθινή Πηγή. Η Μία Δύναμη κύλησε σας φλέβες της, φορτίζοντάς την με ενέργεια, σβήνοντας την ανταύγεια της Δύναμης από την Έδρα της Άμερλιν, καθώς έκανε κι εκείνη το ίδιο. Η Μουαραίν δεν είχε σκεφτεί ποτέ της πως θα χειριζόταν τη Δύναμη εναντίον μιας άλλης Άες Σεντάι. Ζούμε σε επικίνδυνους καιρούς, διακυβεύεται ο ίδιος ο κόσμος, και πρέπει να γίνει ό,τι πρέπει να γίνει. Πρέπει. Αχ, Βέριν, γιατί έχωσες τη μύτη σου σε λάθος μέρος;

Η Βέριν έκλεισε το βιβλίο και το έχωσε πάλι στη ζώνη της, και μετά κοίταξε πρώτα τη μια γυναίκα και μετά την άλλη. Σίγουρα είχε αναληφθεί την άλω που περιέβαλλε την καθεμιά τους, το φως που προερχόταν από το άγγιγμα της Αληθινής Πηγής. Μόνο κάποια που είχε εκπαιδευτεί στη διαβίβαση μπορούσε να δει τη λάμψη, αλλά δεν υπήρχε καμία πιθανότητα μια Άες Σεντάι να μην την προσέξει σε μια άλλη γυναίκα.

Το πρόσωπο της Βέριν είχε μια αμυδρή έκφραση ικανοποίησης, αλλά δεν έδειχνε να συνειδητοποιεί τι κεραυνό είχε εξαπολύσει. Απλώς φαινόταν σαν να είχε βρει άλλο ένα κομμάτι που ταίριαζε σ’ ένα παζλ. «Ναι, σκεφτόμουν πως έτσι έπρεπε να είναι. Η Μουαραίν δεν θα μπορούσε να το κάνει μόνη της, και ποια θα ήταν η καλύτερη για να την βοηθήσει από την παιδική της φίλη, που μαζί κατέβαιναν στα κρυφά για να κλέψουν μπισκοτάκια». Ανοιγόκλεισε τα μάτια.

«Με συγχωρείς, Μητέρα. Αυτό δεν έπρεπε να το πω».

«Βέριν, Βέριν». Η Άμερλιν κούνησε το κεφάλι μ’ απορία.

«Κατηγορείς την αδελφή σου —κι εμένα;— για... Δεν θα το πω καν. Και ανησυχείς μήπως απευθύνθηκες με υπερβολική οικειότητα στην Έδρα της Άμερλιν; Ανοίγεις τρύπα στον πάτο της βάρκας και ανησυχείς που βρέχει. Σκέψου τι υπαινίσσεσαι, Κόρη μου».

Είναι πολύ αργά γι’ αυτό, Σιουάν, σκέφτηκε η Μουαραίν. Αν δεν είχαμε απλώσει στην Πηγή πάνω στον πανικό μας, ίσως τότε... Μα τώρα είναι σίγουρη. «Γιατί μας το λες, Βέριν;» τη ρώτησε. «Αν πιστεύεις αυτά που λες, θα έπρεπε να το πεις στις άλλες αδελφές, στις Κόκκινες πιο συγκεκριμένα».

Τα μάτια της Βέριν άνοιξαν διάπλατα από έκπληξη. «Ναι. Ναι, φαντάζομαι ότι αυτό έπρεπε να κάνω. Δεν το σκέφτηκα. Αλλά βέβαια, αν τους το έλεγα, θα σε σιγάνευαν, Μουαραίν, κι εσένα, Μητέρα, και θα ειρήνευαν τον νεαρό. Ποτέ δεν καταγράφτηκε αυτή η πορεία σ’ έναν άνδρα που χειρίζεται τη Μία Δύναμη. Πότε ακριβώς έρχεται η τρέλα και πώς τον καταλαμβάνει; Πόσο γρήγορα εξαπλώνεται Μπορεί ο άνδρας να λειτουργήσει με το σώμα του να σαπίζει ολόγυρά του; Για πόσο διάστημα; Αν δεν ειρηνευτεί, αυτό που θα συμβεί σ’ αυτόν τον άνδρα, όποιος κι αν είναι, θα συμβεί, είτε είμαι εκεί για να σημειώσω τις απαντήσεις, είτε όχι. Αν παρακολουθείται και καθοδηγείται, μάλλον θα μπορέσουμε να κρατήσουμε κάποιο ιστορικό με σχετική ασφάλεια, για ένα διάστημα τουλάχιστον. Και υπάρχει επίσης Ο Κύκλος της Κάρεδον». Αντιγύρισε γαλήνια τα έκπληκτα βλέμματά τους. «Υποθέτω, Μητέρα, πως είναι πράγματι ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας, ε; Δεν πιστεύω πως θα έκανες κάτι τέτοιο —πως θα άφηνες να τριγυρνά ελεύθερος ένας άνδρας που μπορεί να διαβιβάσει— εκτός αν ήταν ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας».

Σκέφτεται μόνο τη γνώση, θαύμασε η Μουαραίν. Το αποκορύφωμα της πιο δεινής προφητείας που ξέρει ο κόσμος, ίσως και το τέλος του κόσμου, κι αυτή νοιάζεται μόνο για τη γνώση. Αλλά κι έτσι είναι επικίνδυνη.

«Ποια άλλη το ξέρει αυτό;» Η φωνή της Άμερλιν ήταν χαμηλή, μα ακόμα σκληρή. «Η Σεραφέλ, φαντάζομαι. Ποια άλλη, Βέριν;»

«Καμία, Μητέρα. Η Σεραφέλ δεν νοιάζεται για κάτι που δεν έχει ήδη γραφτεί σε βιβλίο, κατά προτίμηση όσο το δυνατόν παλαιότερο. Νομίζει πως υπάρχουν αρκετά παλιά βιβλία και χειρόγραφα, και αποσπάσματα σκορπισμένα ολόγυρα, χαμένα ή ξεχασμένα, τα οποία είναι δεκαπλάσια απ’ όσα έχουμε συλλέξει στην Ταρ Βάλον. Αίσθησή της είναι πως υπάρχουν ακόμα αρκετές από τις παλιές γνώσεις εκεί και μπορούν να βρεθούν για—»

«Αρκετά, Αδελφή», είπε η Μουαραίν. Άφησε την Αληθινή Πηγή και μετά από μια στιγμή ένιωσε την Άμερλιν να κάνει το ίδιο. Πάντα ήταν σαν να χάνεις κάτι, όταν ένιωθες την Δύναμη να στερεύει, σαν αίμα και ζωή που κυλούσαν από μια ανοιχτή πληγή. Ένα μέρος του εαυτού της ήθελε να κρατηθεί, αλλά, αντίθετα από μερικές αδελφές της, γι’ αυτήν ήταν ζήτημα αυτοπειθαρχίας να μην πολυσυνηθίζει την αίσθηση. «Κάθισε κάτω, Βέριν, και πες μας τι ξέρεις και πώς το ανακάλυψες. Μην παραλείψεις τίποτα».

Καθώς η Βέριν έπιανε μια καρέκλα —με μια ματιά στην Άμερλιν για να ζητήσει άδεια να καθίσει μπροστά της— η Μουαραίν την παρακολουθούσε με θλίψη.

«Είναι απίθανο», άρχισε να λέει η Βέριν, «ότι κάποια που δεν έχει μελετήσει εξονυχιστικά τα παλιά αρχεία θα πρόσεχε οτιδήποτε πέραν του ότι φερόσασταν αλλόκοτα. Συγχώρεσέ με, Μητέρα. Σχεδόν πριν από είκοσι χρόνια, τότε που πολιορκούσαν την Ταρ Βάλον, βρήκα το πρώτο στοιχείο, και αυτό μόνο επειδή...»

Το Φως να με βοηθήσει, Βέριν, πόσο σ’ αγαπούσα για κείνα τα μπισκοτάκια και για τον κόρφο σου, όταν ήθελα να κλάψω. Αλλά θα πάνω αυτό που πρέπει να κάνω. Πρέπει να το κάνω. Θα το κάνω.


Γύρω από τη γωνία, ο Πέριν κρυφοκοίταξε την πλάτη της Άες Σεντάι που απομακρυνόταν. Μύριζε σαπούνι λεβάντας, αν και οι πιο πολλοί δεν θα το οσφραίνονταν ούτε κι από κοντά. Μόλις αυτή χάθηκε στην άλλη γωνία, ο Πέριν έτρεξε στην πόρτα του αναρρωτηρίου. Είχε ήδη προσπαθήσει να δει τον Ματ μια φορά, κι αυτή η Άες Σεντάι —είχε ακούσει κάποιον να την λέει Ληάνε— του είχε βάλει τις φωνές, χωρίς να δει καν ποιος ήταν. Ένιωθε άβολα κοντά στις Άες Σεντάι, ειδικά όταν κοίταζαν τα μάτια του.

Κοντοστάθηκε στην πόρτα για να αφουγκραστεί —δεν άκουγε βήματα από κανένα σημείο του διαδρόμου, ούτε τίποτα από την άλλη μεριά της πόρτας— και μετά μπήκε μέσα και την έκλεισε απαλά πίσω του.

Το αναρρωτήριο ήταν ένα μακρύ δωμάτιο με άσπρους τοίχους, και οι είσοδοι για τα μπαλκόνια των τοξοτών στις δύο άκρες άφηναν να περνά άφθονο φως. Ο Ματ ήταν σ’ ένα από τα στενά κρεβάτια που άγγιζαν τους τοίχους. Μετά από την προηγούμενη νύχτα, ο Πέριν περίμενε ότι θα υπήρχαν άνδρες στα πιο πολλά κρεβάτια, αλλά αμέσως σκέφτηκε ότι το οχυρό ήταν γεμάτο Άες Σεντάι. Το μόνο που δεν μπορούσε να Θεραπεύσει μια Άες Σεντάι ήταν ο θάνατος. Πάντως το δωμάτιο του μύριζε αρρώστια.

Ο Πέριν μόρφασε, όταν το σκέφτηκε. Ο Ματ κειτόταν ακίνητος, με τα μάτια κλειστά, τα χέρια ακουμπισμένα πάνω στις κουβέρτες. Φαινόταν εξαντλημένος. Όχι ακριβώς σαν να ήταν άρρωστος, αλλά σαν να δούλευε τρεις μέρες στα χωράφια και είχε ξαπλώσει μόλις τώρα να αναπαυτεί. Όμως, μύριζε... λάθος. Ο Πέριν δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Απλώς λάθος.

Κάθισε προσεκτικά στο διπλανό κρεβάτι. Πάντα αυτά που έκανε τα έκανε προσεκτικά. Ήταν πιο μεγαλόσωμος από τους περισσότερους ανθρώπους, και από τότε που θυμόταν τον εαυτό του ήταν πιο μεγαλόσωμος από τα άλλα αγόρια. Έπρεπε να προσέχει για να μην κάνει κακό σε κανέναν κατά λάθος, για να μην σπάσει τίποτα. Τώρα του ήταν δεύτερη φύση. Του άρεσε να σκέφτεται τα πράγματα σε βάθος, επίσης, και μερικές φορές να τα συζητά με άλλους. Τώρα που ο Ραντ περνιέται για άρχοντας, δεν μπορώ να τον μιλήσω, και σίγουρα ο Ματ δεν θα ’χει πολλά να πει.

Την προηγούμενη νύχτα είχε πάει σ’ έναν κήπο, για να σκεφτεί την κατάσταση σε βάθος. Η ανάμνηση ακόμα του έφερνε ντροπή. Αν δεν είχε πάει, θα ήταν στο δωμάτιό του, κι έτσι θα ακολουθούσε την Εγκουέν και τον Ματ, και ίσως τους γλίτωνε απ’ αυτό που είχαν πάθει. Ήξερε πως το πιθανότερο θα ήταν να είχε καταλήξει κι ο ίδιος σ’ ένα κρεβάτι εκεί, σαν τον Ματ, ή να είχε σκοτωθεί, όμως αυτό που ένιωθε δεν άλλαζε. Όμως είχε πάει στον κήπο, και αυτό που τον βασάνιζε τώρα δεν είχε σχέση με την επίθεση των Τρόλοκ.

Οι υπηρέτριες τον είχαν βρει να κάθεται εκεί στο σκοτάδι, μαζί τους και μια από τις ακόλουθους της Αρχόντισσας Αμαλίζας, η Αρχόντισσα Τιμόρα. Μόλις έπεσαν πάνω του, η Τιμόρα είχε στείλει αμέσως μια υπηρέτρια, και ο Πέριν την είχε ακούσει να της λέει, «Βρες τη Λίαντριν Σεντάι! Βιάσου!»

Είχαν σταθεί εκεί, κοιτάζοντάς τον, λες και πίστευαν ότι θα εξαφανιζόταν από μπροστά τους μ’ ένα σύννεφο καπνού, όπως κάνουν οι βάρδοι. Τότε είχε χτυπήσει ο πρώτος συναγερμός, και οι πάντες στο οχυρό είχαν αρχίσει να τρέχουν.

«Η Λίαντριν», μουρμούρισε τώρα. «Κόκκινο Άτζα. Η μόνη ασχολία τους είναι να κυνηγούν άνδρες που διαβιβάζουν. Λες να πιστεύει ότι είμαι τέτοιος; Όχι, ε;» Ο Ματ, φυσικά, δεν απάντησε. Ο Πέριν έτριψε λυπημένα τη μύτη του. «Να που μιλάω μόνος μου. Αυτό μου έλειπε, με τόσα που γίνονται».

Τα βλέφαρα του Ματ τρεμόπαιξαν. «Ποιος...; Πέριν; Τι έγινε;» Τα μάτια του δεν άνοιξαν τελείως και η φωνή του έμοιαζε σαν να ήταν ακόμα κοιμισμένος.

«Δεν θυμάσαι, Ματ;»

«Αν θυμάμαι;» Ο Ματ σήκωσε κοιμισμένα το χέρι προς το πρόσωπό του, το άφησε να ξαναπέσει στενάζοντας. Τα μάτια του μισόκλεισαν. «Θυμάμαι την Εγκουέν. Μου ζήτησε... να κατεβούμε... να δούμε τον Φάιν». Γέλασε, και το γέλιο έγινε χασμουρητό. «Δεν μου ζήτησε. Μου είπε... Δεν ξέρω τι έγινε ύστερα...» Έγλειψε τα χείλη και ξανακούστηκε η βαθιά, ομαλή ανάσα του ύπνου.

Ο Πέριν τινάχτηκε όρθιος, καθώς τα αυτιά του έπιαναν τον ήχο βημάτων που πλησίαζαν, αλλά δεν είχε μέρος να πάει. Ακόμα στεκόταν εκεί, δίπλα στο κρεβάτι του Ματ, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα η Ληάνε. Η Άες Σεντάι σταμάτησε, στήριξε τις γροθιές στους γοφούς της και τον κοίταξε αργά από πάνω ως κάτω. Ήταν σχεδόν εξίσου ψηλή μ’ αυτόν.

«Για δες», είπε, με τόνο ήρεμο, αλλά και κοφτό συνάμα, «είσαι σχεδόν τόσο ωραίο παλικάρι, που θα ευχόμουν να ήμουν Πράσινη. Σχεδόν. Αλλά, αν ενόχλησες τον ασθενή μου... ε, τα έβαζα με αδέλφια που σ’ έφταναν στο μπόι, πριν πάω στον Πύργο, μη νομίζεις λοιπόν ότι θα σε βοηθήσουν οι πλάτες που έχεις».

Ο Πέριν ξερόβηξε. Τις μισές φορές δεν καταλάβαινε τι έλεγαν οι γυναίκες όταν μιλούσαν. Δεν είμαι σαν τον Ραντ. Αυτός ξέρει πώς να μιλά στα κορίτσια. Κατάλαβε ότι είχε κατσουφιάσει και πήρε άλλη έκφραση. Δεν ήθελε να σκεφτεί τον Ραντ, αλλά και δεν ήθελε να ι αράζει μια Άες Σεντάι, ειδικά αυτήν που είχε αρχίσει να χτυπά το πόδι στο πάτωμα με ανυπομονησία. «Α... δεν τον ενόχλησα. Ακόμα κοιμάται. Βλέπεις;»

«Όντως κοιμάται. Ευτυχώς για σένα. Τώρα, τι γυρεύεις εδώ; Θυμάμαι που σε έδιωξα μια φορά· μη νομίζεις ότι δεν το θυμάμαι».

«Ήθελα μόνο να δω τι κάνει».

Εκείνη δίστασε. «Κοιμάται, να τι κάνει. Και σε μερικές ώρες θα σηκωθεί απ’ αυτό το κρεβάτι, και θα σκεφτείς ότι ποτέ δεν είχε πάθει τίποτα».

Η παύση έκανε τις τρίχες του να σηκωθούν. Έλεγε ψέματα, με κάποιον τρόπο. Οι Άες Σεντάι ποτέ δεν έλεγαν ψέματα, μα και δεν έλεγαν πάντα την αλήθεια. Ο Πέριν δεν ήξερε τι συνέβαινε —η Λίαντριν τον έψαχνε, η Ληάνε του έλεγε ψέματα— αλλά του φαινόταν πως ήταν καιρός να το σκάσει από τις Άες Σεντάι. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για τον Ματ.

«Ευχαριστώ», είπε. «Ας τον αφήσω τότε να κοιμηθεί. Με συγχωρείς».

Προσπάθησε να γλιστρήσει γύρω της για να φτάσει στην πόρτα, αλλά ξαφνικά εκείνη τίναξε τα χέρια και τον έπιασε από το πρόσωπο, γέρνοντάς το προς τα κάτω για να κοπάζει τα μάτια του. Κάτι έμοιασε να περνάει από μέσα του, ένα ζεστό ρυτίδισμα, που ξεκίνησε από την κορυφή του κεφαλιού του και έφτασε ως τα πόδια του, κατ μετά ξανανέβηκε πάνω. Τράβηξε το κεφάλι του από τα χέρια της.

«Είσαι υγιής σαν νεαρό άγριο ζώο», του είπε αυτή, σουφρώνοντας τα χείλη της. «Αλλά, αν εσύ γεννήθηκες μ’ αυτά τα μάτια, τότε εγώ είμαι Λευκομανδίτισσα».

«Αυτά είναι τα μάτια που είχα πάντα», μούγκρισε ο Πέριν. Ένιωσε λίγη ενοχή, που μιλούσε σε μια Άες Σεντάι μ’ αυτόν τον τόνο, αλλά ξαφνιάστηκε κι ο ίδιος όσο κι αυτή, όταν την έπιασε απαλά απ’ τα μπράτσα, την σήκωσε και την ξανάφησε απαλά παραπέρα, απομακρύνοντάς την από μπροστά του. Καθώς κοιτάζονταν, ο Πέριν αναρωτήθηκε, αν και τα δικά του μάτια ήταν διάπλατα ανοιχτά από το σοκ όσο τα δικά της. «Με συγχωρείς», ξανάπε, και προχώρησε, βάζοντάς το, παραλίγο, στα πόδια.

Τα μάτια μου. Το Φως να τα καταραστεί! Το φως του πρωινού ήλιου έπεσε στα μάτια του, κι έλαμψαν σαν στιλβωμένος χρυσός.


Ο Ραντ στριφογύριζε στο κρεβάτι του, προσπαθώντας να βρει βολική θέση στο λεπτό στρώμα. Το φως του ήλιου χυνόταν από τις βελοθυρίδες κι έβαφε τους γυμνούς πέτρινους τοίχους. Δεν είχε κοιμηθεί την υπόλοιπη νύχτα και ήταν σίγουρος πως δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί τώρα. Το δερμάτινο γιλέκο κειτόταν στο πάτωμα, ανάμεσα στο κρεβάτι του και τον τοίχο, αλλά, κατά τα άλλα, ήταν ντυμένος κανονικά, και φορούσε ακόμα και τις καινούργιες μπότες του. Το σπαθί του ήταν ακουμπισμένο πλάι στο κρεβάτι, και το τόξο με τη φαρέτρα βρισκόταν σε μια γωνιά, πέρα από τα δέματα που είχε κάνει με τους μανδύες.

Λεν μπορούσε να ξεφύγει από την αίσθηση ότι έπρεπε να πιάσει την ευκαιρία που του είχε δώσει η Μουαραίν και να φύγει αμέσως. Η παρόρμηση του είχε κρατήσει συντροφιά όλη νύχτα. Τρεις φορές είχε σηκωθεί να φύγει. Δυο φορές είχε φτάσει στο σημείο να ανοίξει την πόρτα. Οι διάδρομοι ήταν άδειοι, με εξαίρεση κάποιους υπηρέτες, οι οποίοι έκαναν κάτι τελευταίες δουλειές· ο δρόμος ήταν ανοιχτός. Αλλά έπρεπε να ξέρει.

Ο Πέριν μπήκε στο δωμάτιο, με το κεφάλι σκυμμένο ενώ χασμουριόταν, και ο Ραντ ανακάθισε. «Τι κάνει η Εγκουέν; Και ο Ματ;»

«Η Εγκουέν κοιμάται, αυτό μου είπαν. Δεν μ’ άφησαν να μπω στους γυναικωνίτες να τη δω. Ο Ματ είναι—» Ο Πέριν ξαφνικά χαμήλωσε το βλέμμα στο πάτωμα, κατσουφιάζοντας. «Αν σε νοιάζει, γιατί δεν πήγες να τον δεις εσύ; Νόμιζα ότι δεν νοιάζεσαι άλλο πια για μας. Έτσι είπες». Άνοιξε το πορτάκι στο δικό του μέρος της ντουλάπας, έψαξε να βρει καθαρό πουκάμισο.

«Μα πήγα στο αναρρωτήριο, Πέριν. Ήταν μια Άες Σεντάι εκεί πέρα, εκείνη η ψηλή, που είναι πάντα μαζί με την Έδρα της Άμερλιν. Είπε ότι ο Ματ κοιμόταν, ότι έμπλεκα στα πόδια της, ότι έπρεπε να πάω άλλη ώρα. Έκανε σαν τον Αφέντη Θέην, όταν δίνει προστάγματα στους εργάτες στο μύλο. Ξέρεις πώς είναι ο Αφέντης Θέην, όλο φωνές και κακό, κάνε τη δουλειά σωστά με την πρώτη, δούλευε τώρα».

Ο Πέριν δεν απάντησε. Έβγαλε το παλτό του και τράβηξε το πουκάμισο πάνω από το κεφάλι του.

Ο Ραντ κοίταξε για μια στιγμή την πλάτη του φίλου του, και μετά άφησε ένα γέλιο. «Θέλεις ν’ ακούσεις κάτι; Ξέρεις τι μου είπε; Η Άες Σεντάι στο αναρρωτήριο, εννοώ. Είδες πόσο ύψος έχει. Ψηλή σαν άνδρας. Μια παλάμη ψηλότερη να ήταν, θα με κοίταγε ίσια στα μάτια. Τέλος πάντων, με κοιτάζει από πάνω ίσαμε κάτω, και ύστερα λέει μουρμουριστά, ‘Σαν ψηλός να είσαι, ε; Πού ήσουν όταν ήμουν δεκάξι χρονών, ή ακόμα και τριάντα;’ Και βάζει τα γέλια, σαν να ήταν αστείο. Πώς σου φαίνεται αυτό;»

Ο Πέριν έβαλε καθαρό πουκάμισο και τον στραβοκοίταξε. Με τους πλατιούς ώμους του και τα πυκνά κατσαρά μαλλιά, θύμιζε στον Ραντ πληγωμένη αρκούδα. Μια αρκούδα που δεν καταλάβαινε γιατί είχε πληγωθεί.

«Πέριν—»

«Αν θέλεις να κάνεις αστεία με τις Άες Σεντάι», τον έκοψε ο Πέριν, «είναι δικός σου λογαριασμός. Άρχοντά μου». Έχωσε τις άκρες από το πουκάμισο στο παντελόνι του. «Δεν κάθομαι να λέω ευφυολογήματα —ευφυολογήματα; Αυτή είναι η σωστή λέξη;— μαζί με Άες Σεντάι. Αλλά, βέβαια, εγώ δεν είμαι παρά ένας αδέξιος σιδεράς, και δεν πρέπει να μπλέκω στα πόδια των άλλων. Άρχοντά μου». Άρπαξε το παλιό του από το πάτωμα και ξεκίνησε κατά την πόρτα.

«Που να καώ, Πέριν, συγνώμη. Φοβόμουν, νόμιζα ότι είχα μπλέξει —μπορεί να είχα μπλέξει, μπορεί ακόμα να είμαι μπλεγμένος, δεν ξέρω— και δεν ήθελα εσύ κι ο Ματ να βρείτε το μπελά σας μαζί μου. Φως μου, όλες οι γυναίκες χθες το βράδυ μ’ έψαχναν, μπορεί κι αυτό να έχει σχέση. Έτσι νομίζω. Και η Λίαντριν... Αυτή...» Σήκωσε τα χέρια. «Πέριν, πίστεψέ με, δεν πρέπει να μπλέξεις εδώ».

Ο Πέριν είχε σταματήσει, αλλά στεκόταν αντικρίζοντας την πόρτα και γύρισε το κεφάλι, μόνο όσο να δει ο Ραντ ένα χρυσαφένιο μάτι. «Έψαχναν εσένα; Μπορεί να έψαχναν για όλους μας».

«Όχι, εμένα έψαχναν. Μακάρι να μην ήταν έτσι, αλλά ξέρω τι ήταν».

Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι. «Η Λίαντριν πάντως ήθελε εμένα, το ξέρω. Το άκουσα».

Ο Ραντ έσμιξε τα φρύδια. «Γιατί να σε...; Δεν αλλάζει τίποτα. Κοίτα, άνοιξα το στόμα μου και είπα κάτι που δεν έπρεπε. Δεν το εννοούσα, Πέριν. Τώρα, σε παρακαλώ, θα μου πεις για τον Ματ;»

«Κοιμάται. Η Ληάνε —αυτή είναι η Άες Σεντάι— είπε ότι σε λίγες ώρες θα ξανασηκωθεί». Σήκωσε τους ώμους του αμήχανα. «Νομίζω ότι έλεγε ψέματα. Ξέρω ότι οι Άες Σεντάι ποτέ δεν λένε ψέματα, τουλάχιστον με τρόπο που να μπορείς να το πιάσεις, αλλά έλεγε ψέματα, ή έκρυβε κάτι». Κοντοστάθηκε, κοίταξε τον Ραντ με την άκρη του ματιού. «Δεν τα εννοούσες αυτά που είπες; Θα φύγουμε μαζί από δω; Εσύ, κι εγώ, και ο Ματ;»

«Δεν μπορώ, Πέριν. Δεν μπορώ να σου πω γιατί, αλλά στ’ αλήθεια πρέπει να φύγω μονάχος — Πέριν, στάσου!»

Η πόρτα βρόντηξε πίσω από τον φίλο του.

Ο Ραντ έπεσε στο κρεβάτι. «Δεν μπορώ να σου πω», μουρμούρισε. Βρόντηξε τη γροθιά στο πλευρό του κρεβατιού. Αλλά τώρα μπορείς να φύγεις, είπε μια φωνή στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Η Εγκουέν θα συνέλθει και ο Ματ σε μια-δυο ώρες θα είναι πάλι στα πόδια του. Μπορείς να φύγεις τώρα. Πριν αλλάξει γνώμη η Μουαραίν.

Ανακάθιζε, όταν ένα βροντοχτύπημα στην πόρτα τον έκανε να σηκωθεί μ’ έναν πήδο. Αν ήταν ο Πέριν που είχε ξαναγυρίσει, δεν θα χτυπούσε. Το χτύπημα ξανακούστηκε.

«Ποιος είναι;»

Ο Λαν μπήκε μέσα, κλείνοντας την πόρτα πίσω του με τη φτέρνα της μπότας του. Όπως συνήθως, φορούσε το σπαθί του πάνω από ίνα απλό πράσινο παλτό, το οποίο μέσα σε δάσος θα ήταν αόρατο. Αυτή τη φορά όμως είχε ένα φαρδύ, χρυσό κορδόνι δεμένο ψηλά στο αριστερό του μπράτσο και η κροσσωτή άκρη έφτανε σχεδόν ως τον αγκώνα του. Στον κόμπο ήταν καρφιτσωμένος ένας χρυσός γερανός που πετούσε, το σύμβολο της Μαλκίρ.

«Σε θέλει η Έδρα της Άμερλιν, βοσκέ. Δεν μπορείς να πας έτσι που είσαι. Βγάλε αυτό το πουκάμισο και βούρτσισε τα μαλλιά σου. Μοιάζεις με θημωνιά». Άνοιξε απότομα τη ντουλάπα και άρχισε να ψάχνει τα ρούχα, που ο Ραντ σκόπευε να παρατήσει.

Ο Ραντ στάθηκε μουδιασμένος εκεί που ήταν· ένιωθε σαν να τον είχαν χτυπήσει στο κεφάλι με σφυρί. Το περίμενε, φυσικά, κατά κάποιον τρόπο, αλλά ήταν σίγουρος πως, όταν ερχόταν η πρόσκληση, αυτός θα είχε φύγει. Η Άμερλιν το ξέρει. Φως μου, είμαι σίγουρος γι’ αυτό. «Τι εννοεί ότι με θέλει; Φεύγω, Λαν, Είχες δίκιο. Πάω στο στάβλο τώρα αμέσως, να πάρω το άλογο και να φύγω».

«Έπρεπε να φύγεις χτες το βράδυ». Ο Πρόμαχος πέταξε στο κρεβάτι ένα λευκό μεταξωτό πουκάμισο. «Κανένας δεν αρνείται να παρουσιαστεί μπροστά στην Έδρα της Άμερλιν, βοσκέ. Ούτε ακόμα και ο ίδιος ο Άρχοντας Μάγιστρος των Λευκομανδιτών. Ο Πέντρον Νάιαλ ίσως περνούσε όλο το ταξίδι σχεδιάζοντας τρόπους να τη σκοτώσει, αν μπορούσε να το κάνει και να γλιτώσει μετά, αλλά θα ερχόταν». Γύρισε μ’ ένα από τα παλτά με τα ψηλά κολάρα στα χέρια και το σήκωσε. «Αυτό καλό είναι». Μπλεγμένα αγκαθωτά κλαριά ανηφόριζαν στα κόκκινα μανίκια, σχηματίζοντας μια χοντρή χρυσοκέντητη γραμμή, και κύκλωναν τα μανικέτια. Χρυσοί ερωδιοί στέκονταν στις δύο άκρες του γιακά, που είχαν χρυσό τελείωμα. «Και το χρώμα επίσης είναι σωστό». Φαινόταν να βρίσκει κάτι αστείο, ή ικανοποιητικό. «Άντε, βοσκέ. Άλλαξε πουκάμισο. Κουνήσου».

Ο Ραντ τράβηξε απρόθυμα πάνω από το κεφάλι του το εργατικό πουκάμισο από τραχύ μαλλί που φορούσε. «Σαν βλάκας θα είμαι», μουρμούρισε. «Μεταξωτό πουκάμισο! Ποτέ στη ζωή μου δεν φόρεσα μεταξωτό πουκάμισο. Ούτε φόρεσα ποτέ τόσο φανταχτερό παλιό, ακόμα και σε γιορτή». Φως μου, αν με δει ο Πέριν να το φοράω... Που να καώ, μετά από τις χαζομάρες που έλεγε ότι κάνω τον άρχοντα, αν με δει να το φοράω, μετά δεν θ’ ακούει τίποτα.

«Δεν μπορείς να εμφανιστείς μπροστά στην Έδρα της Άμερλιν ντυμένος σαν βοηθός που μόλις ήρθε από τους στάβλους, βοσκέ. Για να δω τις μπότες σου. Καλές είναι. Άντε, τελείωνε, τελείωνε. Δεν θα σε περιμένει η Άμερλιν. Φόρα το σπαθί σου».

«Το σπαθί μου!» Το μεταξωτό πουκάμισο που περνούσε πάνω από το κεφάλι του Ραντ έπνιξε την κραυγή του. Το τράβηξε κι αυτό κατέβηκε. «Στους γυναικωνίτες; Λαν, αν πάω σε ακρόαση μπροστά στην Έδρα της Άμερλιν —την Έδρα της Άμερλιν!— φορώντας σπαθί, θα με—»

«Δεν θα σου κάνει τίποτα», τον έκοψε ξερά ο Λαν. «Αν σε φοβηθεί η Άμερλιν —και βάλ’ το στο μυαλό σου ότι αυτό δεν θα γίνει, επειδή δεν ξέρω τίποτα που θα φόβιζε αυτή τη γυναίκα— δεν θα φταίει το σπαθί. Μην ξεχάσεις να γονατίσεις, όταν βρεθείς μπροστά της. Το ένα μόνο γόνατο, πρόσεχε», πρόσθεσε κοφτά. «Δεν είσαι κανένας έμπορος, που τον έπιασαν να κλέβει στο ζύγι. Ίσως πρέπει να κάνεις λίγη εξάσκηση».

«Νομίζω ότι ξέρω πώς. Είδα τους Φρουρούς της Βασίλισσας να γονατίζουν μπροστά στη Βασίλισσα Μοργκέις».

Μια υποψία χαμόγελου άγγιξε τα χείλη του Πρόμαχου. «Ναι, καν’ το έτσι. Θα τις βάλεις σε σκέψεις».

Ο Ραντ έσμιξε τα φρύδια. «Γιατί μου τα λες όλα αυτά, Λαν; Είσαι Πρόμαχος. Κάνεις σαν να ’σαι με το μέρος μου».

«Είμαι με το μέρος σου, βοσκέ. Λιγάκι. Όσο για να σε βοηθήσω κάπως». Το πρόσωπο του Πρόμαχου ήταν σαν πέτρα, και τα συμπονετικά λόγια φάνταζαν παράξενα μ’ αυτή την τραχιά φωνή. «Ό,τι εκπαίδευση έχεις, εγώ σου την πρόσφερα, και δεν θέλω να τρέμεις και να κλαψουρίζεις. Ο Τροχός μας υφαίνει όλους στο Σχήμα όπως το Μέλει. Έχεις λιγότερη ελευθερία σ’ αυτό απ’ όσο ο περισσότερος κόσμος, αλλά, μα το Φως, μπορείς να κρατήσεις το κεφάλι ψηλά. Μην ξεχνάς ποια είναι η Έδρα της Άμερλιν, βοσκέ, και δείξε της τον πρέποντα σεβασμό, αλλά κάνε ό,τι σου λέω και κοίτα την κατάματα. Ε, μη στέκεις χάσκοντας. Βάλε το πουκάμισο στο παντελόνι».

Ο Ραντ έκλεισε το στόμα και έστρωσε το πουκάμισο του. Να μην ξεχνώ ποια είναι; Που να καώ, και τι δεν θα ’δινα για να το ξεχάσω!

Ο Λαν συνέχισε ασταμάτητα να του δίνει οδηγίες, όσο ο Ραντ έκανε να φορέσει το κόκκινο παλτό και να τακτοποιήσει το σπαθί του. Τι να πει και σε ποια, και τι να μην πει. Ακόμα και πώς έπρεπε να προχωρήσει. Ο Ραντ δεν ήξερε αν θα τα θυμόταν όλα —τα πιο πολλά φαίνονταν παράξενα, κι εύκολο να ξεχαστούν— και ήταν σίγουρος πως, αν ξεχνούσε κάτι, θα ήταν ακριβώς εκείνο που θα έκανε τις Άες Σεντάι να θυμώσουν μαζί του. Αν δεν είναι ήδη θυμωμένες. Αν η Μουαραίν το είπε στην Έδρα της Άμερλιν, σε ποια άλλη Θα το έχει πει;

«Λαν, γιατί να μην φύγω έτσι απλά όπως το σχεδίαζα; Όταν πια καταλάβει ότι δεν θα πάω, εγώ θα είμαι μια λεύγα μακριά από τα τείχη και θα καλπάζω».

«Κι αυτή θα στείλει ανιχνευτές στο κατόπι σου πριν κάνεις δεύτερη λεύγα. Αυτό που θέλει η Έδρα της Άμερλιν, το παίρνει». Έστρωσε τη ζώνη του σπαθιού του Ραντ για να είναι η βαριά αγκράφα στο κέντρο. «Κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για σένα. Πίστεψε το».

«Μα γιατί όλα αυτά; Τι νόημα έχουν; Γιατί να βάλω το χέρι πάνω από την καρδιά μου, αν η Έδρα της Άμερλιν σηκωθεί; Γιατί να αρνηθώ τα πάντα εκτός από νερό —όχι ότι θέλω να φάω μαζί της— και μετά να στάξω λίγο στο πάτωμα και να πω ‘η γη διψά’; Κι αν ρωτήσει πόσων χρονών είμαι, γιατί να της πω πόσος καιρός πέρασε από τότε που πήρα το σπαθί; Τα μισά απ’ όσα μου είπες δεν τα καταλαβαίνω».

«Τρεις σταγόνες, βοσκέ, μην το χύσεις. Θα ρίξεις τρεις σταγόνες μόνο σα να ραντίζεις. Θυμήσου το τώρα και καταλαβαίνεις μετά. Σκέψου ότι υπακούς σ’ ένα έθιμο. Η Άμερλιν θα κάνει μαζί σου αυτό που πρέπει να κάνει. Αν πιστεύεις ότι μπορείς να το αποφύγεις, είναι σαν να πιστεύεις ότι μπορείς να πετάξεις στο φεγγάρι όπως ο Λεν. Δεν μπορείς να ξεφύγεις, αλλά ίσως κάτι καταφέρεις, και θα κρατήσεις την περηφάνια σου, τουλάχιστον. Που να με κάψει το Φως, μάλλον άδικα χάνω την ώρα μου, αλλά δεν έχω να κάνω τίποτα άλλο. Μην κουνιέσαι». Ο Πρόμαχος έβγαλε από την τσέπη του ένα χρυσό κορδόνι με κρόσσια, μακρύ και φαρδύ, και το έδεσε μ’ έναν περίπλοκο κόμπο γύρω από το αριστερό μπράτσο του Ραντ. Στον κόμπο έβαλε μια κόκκινη σμαλτωμένη καρφίτσα, έναν αετό με τα φτερά απλωμένα. «Παράγγειλα να τη φτιάξουν για σένα, και δεν είναι άσχημη στιγμή να σου τη δώσω. Θα τις βάλει σε σκέψεις». Τώρα δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία. Ο Πρόμαχος χαμογελούσε.

Ο Ραντ χαμήλωσε ανήσυχα το βλέμμα στην καρφίτσα. Καλντάζαρ. Ο Κόκκινος Αετός της Μανέθερεν. «Αγκάθι στο πόδι του Σκοτεινού», μουρμούρισε, «και κεντρί στο χέρι του». Κοίταξε τον Πρόμαχο. «Η Μανέθερεν χάθηκε και ξεχάστηκε πριν πολύ καιρό, Λαν. Τώρα δεν είναι παρά όνομα από βιβλίο. Μόνο οι Δύο Ποταμοί υπάρχουν. Ό,τι άλλο κι αν είμαι, είμαι βοσκός κι αγρότης. Αυτό είναι όλο».

«Το σπαθί που δεν έσπαζε, στο τέλος έγινε χίλια κομμάτια, βοσκέ, μα πολέμησε τη Σκιά ως το τέλος. Υπάρχει ένας μόνο κανόνας, πάνω από κάθε άλλον, για να ’σαι άνδρας. Ό,τι κι αν σε περιμένει, αντιμετώπισε το με το κεφάλι ψηλά. Είσαι έτοιμος, λοιπόν; Η Έδρα της Άμερλιν περιμένει».

Μ’ ένα παγωμένο κόμπο στο στομάχι του, ο Ραντ ακολούθησε τον Πρόμαχο στο διάδρομο.

Загрузка...