18 Προς το Λευκό Πύργο

Η Εγκουέν στεκόταν κρατώντας την ισορροπία της στο κατάστρωμα που παλατζάριζε, καθώς η Βασίλισσα του Ποταμού κατέβαινε τον πλατύ Ερίνιν κάτω από το σκοτεινό, συννεφιασμένο ουρανό, με τα πανιά φουσκωμένα και τον άνεμο να δέρνει λυσσασμένα το λάβαρο με τη Λευκή Φλόγα στο μεσαίο κατάρτι. Ο αέρας είχε δυναμώσει μόλις είχε ανέβει και ο τελευταίος στα πλοία; τότε στο Μέντο, και δεν είχε σταματήσει ή κοπάσει στιγμή από τότε, ούτε μέρα ούτε νύχτα. Ο ποταμός είχε αρχίσει να κυλά φουσκωμένος, όπως και τώρα, τραντάζοντάς τα, ενώ ταυτόχρονα τα έσπρωχνε μπροστά. Ο άνεμος και ο ποταμός δεν είχαν σταματήσει, ούτε και τα πλοία, που ήταν μαζεμένα κοντά. Οδηγούσε η Βασίλισσα του Ποταμού, κι ήταν σωστό, μιας και μετέφερε την Έδρα της Άμερλιν.

Ο τιμονιέρης κρατούσε βλοσυρός το πηδάλιο, με τα πόδια απλωμένα και στηριγμένα γερά, και οι ναύτες πηγαινοέρχονταν ξυπόλυτοι στις δουλειές τους, αφοσιωμένοι σ’ ό,τι έκαναν· όταν κοίταζαν τον ουρανό ή το ποτάμι, αμέσως ξανατραβούσαν το βλέμμα μουρμουρίζοντας. Πίσω τους χανόταν από τα μάτια ένα χωριό κι ένα αγόρι έτρεχε να τους παραβγεί στην όχθη· είχε ακολουθήσει τα πλοία για λίγη απόσταση, αλλά τώρα το άφηναν πίσω τους. Όταν χάθηκε, η Εγκουέν κατέβηκε κάτω.

Στη μικρή, κοινή καμπίνα τους, η Νυνάβε την αγριοκοίταζε από τη στενή κουκέτα της. «Λένε ότι θα φτάσουμε σήμερα στην Ταρ Βάλον. Το Φως να με βοηθήσει, θα χαρώ να ξαναπατήσω στεριά, ακόμα κι αν είναι η Ταρ Βάλον». Το πλοίο κλυδωνίστηκε από τον αέρα και το ρεύμα και η Νυνάβε ξεροκατάπιε. «Ποτέ ξανά δεν θα πατήσω το πόδι μου σε πλοίο», είπε ξέπνοα.

Η Εγκουέν τίναξε το μανδύα της για να διώξει τα αφρόνερα από το ποτάμι που την είχαν καταβρέξει και το έβαλε σε ένα κρεμαστάρι κοντά στην πόρτα. Η καμπίνα δεν ήταν μεγάλη —δεν φαινόταν να υπάρχει μεγάλη καμπίνα στο πλοίο, ούτε ακόμα και εκείνη που είχε πάρει η Άμερλιν από τον καπετάνιο, αν και ήταν μεγαλύτερη από τις άλλες. Έτσι όπως είχε τα δύο κρεβάτια, κολλητά στους τοίχους, με ράφια από κάτω τους και ντουλάπια από πάνω, όλα έμοιαζαν να είναι τόσο κοντά, που έφτανε να απλώσεις το χέρι για να τα πιάσεις.

Αν και αναγκαζόταν να προσέχει την ισορροπία της, οι κινήσεις του πλοίου δεν την ενοχλούσαν όπως τη Νυνάβε· είχε σταματήσει να προσφέρει στη Νυνάβε φαγητό την τρίτη φορά που η Σοφία της είχε πετάξει τη γαβάθα. «Ανησυχώ για τον Ραντ», είπε.

«Ανησυχώ για όλους», απάντησε ζαλισμένα η Νυνάβε. Μετά από μια στιγμή, πρόσθεσε, «Είδες κι άλλο όνειρο χθες το βράδυ; Έχεις ένα χαμένο βλέμμα από τη στιγμή που σηκώθηκες...»

Η Εγκουέν ένευσε. Ποτέ δεν κατάφερνε να κρύψει τίποτα από τη Νυνάβε και δεν είχε δοκιμάσει να κρύψει τα όνειρά της. Η Νυνάβε στην αρχή είχε προσπαθήσει να βρει κάποιο φάρμακο, ώσπου άκουσε μια Άες Σεντάι να δείχνει ενδιαφέρον· μετά, το πίστεψε. «Ήταν όπως όλα τα άλλα. Διαφορετικό, αλλά ίδιο. Ο Ραντ αντιμετωπίζει κάποιον κίνδυνο. Το ξέρω. Και η κατάσταση χειροτερεύει. Έκανε κάτι, ή θα κάνει κάτι, που θα τον βάλει σε...» Έπεσε στο κρεβάτι της και έσκυψε προς την άλλη γυναίκα. «Εύχομαι μόνο να μπορούσα να βγάλω νόημα απ’ όλα αυτά».

«Διαβιβάζει;» είπε η Νυνάβε χαμηλόφωνα.

Άθελά της η Εγκουέν κοίταξε γύρω για να δει μήπως ήταν κανείς εκεί και άκουγε. Ήταν μόνες, με την πόρτα κλειστή, αλλά και πάλι μίλησε χαμηλόφωνα. «Δεν ξέρω. Ίσως». Δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι μπορούσαν να κάνουν οι Άες Σεντάι —είχε κιόλας δει αρκετά για να πιστέψει όλα τα παραμύθια για τις δυνάμεις τους— και δεν ήθελε να ρισκάρει το ενδεχόμενο να κρυφάκουγε κάποια. Δεν θα βάλω τον Ραντ σε κίνδυνο. Αν έκανα το σωστό, θα τους το έλεγα, αλλά η Μουαραίν ξέρει και δεν το έχει πει. Είναι ο Ραντ! Δεν μπορώ. «Δεν ξέρω τι να κάνω».

«Έχει πει τίποτα άλλο η Ανάγια για τα όνειρα;» Η Νυνάβε φρόντιζε να μην προσθέτει ποτέ τον τίτλο Σεντάι, ακόμα κι όταν ήταν μόνες οι δυο τους. Οι πιο πολλές Άες Σεντάι δεν έδειχναν να νοιάζονται, αλλά αυτή η συνήθεια έκανε μερικές να την κοιτάξουν παράξενα και κάποιες άλλες να της ρίξουν αυστηρές ματιές· στο κάτω-κάτω, πήγαινε να εκπαιδευθεί στον Λευκό Πύργο.

«‘Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει’», είπε η Εγκουέν, παραθέτοντας τα λόγια της Ανάγια. «‘Το αγόρι είναι πολύ μακριά, παιδί μου, και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα μέχρι να μάθουμε περισσότερα. Θα φροντίσω να σε περάσω εγώ η ίδια από τη δοκιμασία, όταν φτάσουμε στο Λευκό Πύργο, παιδί μου’. Ααα! Ξέρει ότι κάτι υπάρχει σ’ αυτά τα όνειρα. Το ξέρω ότι ξέρει. Τη συμπαθώ αυτή τη γυναίκα, Νυνάβε· τη συμπαθώ. Αλλά δεν μου λέει αυτά που θέλω να μάθω. Και δεν μπορώ να της πω τα πάντα. Ίσως, αν μπορούσα...»

«Πάλι ο άνδρας με τη μάσκα;»

Η Εγκουέν ένευσε. Για κάποιον λόγο, ήταν βέβαιη πως ήταν καλύτερα να μην πει στην Ανάγια γι’ αυτόν. Δεν μπορούσε να φανταστεί γιατί, αλλά ήταν βέβαιη. Ο άνδρας που τα μάτια του ήταν φωτιά είχε εμφανιστεί τρεις φορές στα όνειρά της, πάντα όταν η Εγκουέν ονειρευόταν, κάτι που την έπειθε ότι ο Ραντ κινδύνευε. Πάντα φορούσε μάσκα· μερικές φορές η Εγκουέν μπορούσε να δει τα μάτια του και μερικές φορές το μόνο που έβλεπε στη θέση τους ήταν η φωτιά. «Γέλασε μαζί μου. Έδειξε τόση... περιφρόνηση. Σαν να ήμουν ένα κουταβάκι, που θα το παραμέριζε από το δρόμο του με τη μπότα. Με φοβίζει αυτό. Με φοβίζει αυτός».

«Είσαι σίγουρη ότι έχει σχέση με τα άλλα όνειρα, με τον Ραντ; Μερικές φορές το όνειρο είναι απλώς όνειρο».

Η Εγκουέν σήκωσε τα χέρια. «Και μερικές φορές, Νυνάβε, κάνεις σαν την Ανάγια Σεντάι!» Έβαλε ιδιαίτερη έμφαση στον τίτλο και χάρηκε όταν είδε τη Νυνάβε να κάνει μια γκριμάτσα.

«Αν σηκωθώ ποτέ απ’ αυτό το κρεβάτι, Εγκουέν—»

Ένα χτύπημα στην πόρτα έκοψε τα λόγια που δα έλεγε η Νυνάβε. Πριν η Εγκουέν προλάβει να μιλήσει, ή να κάνει οποιαδήποτε κίνηση, η ίδια η Άμερλιν μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω της, Ήταν, τι θαύμα, μόνη της· σπάνια έφευγε από την καμπίνα της, και όταν έβγαινε ήταν πάντα με τη Ληάνε στο πλευρό της και ίσως με άλλη μια Άες Σεντάι.

Η Εγκουέν σηκώθηκε σαν αστραπή. Το δωμάτιο ήταν λιγάκι στενό, τώρα που ήταν τρεις μέσα.

«Νιώθετε καλά;» είπε κεφάτα η Άμερλιν. Έγειρε το κεφάλι προς τη Νυνάβε. «Τρως καλά, φαντάζομαι; Είσαι ευδιάθετη;»

Η Νυνάβε πάλεψε να ανακαθίσει, με τη ράχη να στηρίζεται στον τοίχο. «Η διάθεση μου είναι μια χαρά, σ’ ευχαριστώ πολύ».

«Μας τιμάς, Μητέρα», άρχισε να λέει η Εγκουέν, αλλά η Άμερλιν της έκανε νόημα να σωπάσει.

«Είναι ωραίο να βρίσκεσαι πάλι στο νερό, αλλά καταντά βαρετό σα νερολακούβα μετά από λίγο, όταν δεν έχεις τίποτα να κάνεις». Το πλοίο έγειρε κι αυτή κουνήθηκε, κρατώντας την ισορροπία της χωρίς να δείχνει ότι το είχε καταλάβει. «Εγώ θα κάνω το σημερινό μάθημα». Κάθισε στο κρεβάτι της Εγκουέν, με τα πόδια διπλωμένα κάτω από το σώμα της. «Κάθισε, παιδί μου».

Η Εγκουέν κάθισε, αλλά η Νυνάβε προσπάθησε να σηκωθεί όρθια. «Λέω να πάω στο κατάστρωμα».

«Είπα, κάθισε!» Η φωνή της Άμερλιν ήχησε σαν μαστίγιο, αλλά η Νυνάβε συνέχισε την προσπάθεια να σηκωθεί, τρέμοντας. Είχε ακόμα τα δύο χέρια στο κρεβάτι, αλλά είχε σχεδόν σηκωθεί όρθια. Η Εγκουέν ετοιμάστηκε για να την πιάσει, όταν θα έπεφτε.

Η Νυνάβε, κλείνοντας τα μάτια, χαμήλωσε αργά στο κρεβάτι. «Ίσως μείνω. Σίγουρα θα φυσά αέρας εκεί πάνω».

Η Άμερλιν γέλασε ξερά. «Μου είπαν ότι είσαι νευριασμένη, σαν ψαροπούλι με κόκαλο στο λαιμό. Μερικές, παιδί μου, λένε ότι καλά θα ήταν να περάσεις λίγο καιρό ως μαθητευόμενη, παρά την ηλικία σου. Εγώ είπα ότι, αν έχεις την ικανότητα που ακούω, τότε σου αξίζει να γίνεις Αποδεχθείσα». Γέλασε πάλι. «Πάντα πιστεύω ότι πρέπει να δίνουμε στους ανθρώπους αυτό που τους αξίζει. Μάλιστα. Υποπτεύομαι πως θα μάθεις πολλά, όταν φτάσεις στο Λευκό Πύργο».

«Θα προτιμούσα να μου μάθει ένας Πρόμαχος πώς να κρατώ το σπαθί», μούγκρισε η Νυνάβε. Κατάπιε σπασμωδικά και άνοιξε τα μάτια. «Υπάρχει ένα άτομο που θέλω να του δώσω ένα μάθημα». Η Εγκουέν την κοίταξε αυστηρά· άραγε η Νυνάβε εννοούσε την Άμερλιν —κάτι που ήταν ανόητο, αλλά κι επικίνδυνο— ή τον Λαν; Η Νυνάβε της έβαζε τις φωνές κάδε φορά που αναφερόταν το όνομά του.

«Το σπαθί;» είπε η Άμερλιν. «Ποτέ δεν πίστεψα ότι το σπαθί είναι χρήσιμο —ακόμα κι όταν έχεις τη δεξιοτεχνία, παιδί μου, υπάρχουν πάντα άλλοι που είναι ισάξιοί σου και πιο χεροδύναμοι— αλλά, αν θες σπαθί...» Σήκωσε το χέρι —η Εγκουέν έμεινε με κομμένη την ανάσα, ακόμα και η Νυνάβε γούρλωσε τα μάτια— και κρατούσε σπαθί. Ένα σπαθί που είχε λεπίδα και λαβή με ένα παράξενο γαλαζωπό χρώμα, και φαινόταν κατά κάποιον τρόπο... κρύο. «Φτιαγμένο από τον αέρα, παιδί μου, με Αέρα. Είναι καλό, ίσως και καλύτερο από τις περισσότερες ατσάλινες λεπίδες, μα και πάλι δεν είναι χρήσιμο». Το σπαθί έγινε μαχαίρι για ξεκοίλιασμα ψαριών. Δεν μίκρυνε· απλώς, πρώτα ήταν το ένα και μετά το άλλο. «Αυτό, όμως, είναι χρήσιμο». Το μαχαίρι έγινε ομίχλη, και η ομίχλη χάθηκε. Η Άμερλιν κατέβασε πάλι το άδειο χέρι στην αγκαλιά της. «Αλλά δεν αξίζει ο κόπος, ούτε για το ένα ούτε για το άλλο. Καλύτερο, ευκολότερο, είναι να έχεις μαζί σου ένα καλό μαχαίρι. Θα πρέπει να μάθεις πότε να χρησιμοποιείς την ικανότητά σου, όχι μόνο το πως, κι επίσης πότε να κάνεις κάτι όπως το κάνουν όλες οι γυναίκες. Άσε τον σιδερά να κάνει μαχαίρια για ψάρια. Αν χρησιμοποιείς τη Μία Δύναμη πολύ συχνά και χωρίς ώριο, τότε θα αρχίσει να σου αρέσει παραπάνω απ’ όσο πρέπει. Εκεί βρίσκεται ο κίνδυνος. Αρχίζεις να θέλεις περισσότερη και κάποια στιγμή θα διακινδυνεύσεις να αντλήσεις περισσότερη απ’ όση έμαθες να χειρίζεσαι. Κι αυτό μπορεί να σε κάψει σαν κερί, ή—»

«Αν πρέπει να τα μάθω όλα αυτά», είπε η Νυνάβε ξινά, «θα προτιμούσα να μάθω κάτι χρήσιμο. Όλα αυτά — αυτά τα... ‘Κάνε τον αέρα να σαλέψει, Νυνάβε. Άναψε το κερί, Νυνάβε. Τώρα σβήσε το. Ξανάναψε το’. Πα!»

Η Εγκουέν έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια. Σε παρακαλώ, Νυνάβε. Σε παρακαλώ, κράτα τα νεύρα σου. Δάγκωσε τα χείλη της για να μην το πει.

Η Άμερλιν έμεινε σιωπηλή για μια στιγμή. «Χρήσιμο», είπε τελικά. «Κάτι χρήσιμο. Ήθελες σπαθί. Ας πούμε ότι ερχόταν ένας άνδρας καταπάνω μου με σπαθί. Τι θα έκανα; Κάτι χρήσιμο, να είσαι σίγουρη. Αυτό, νομίζω».

Για μια στιγμή η Εγκουέν πίστεψε πως έβλεπε μια λάμψη γύρω από τη γυναίκα στην άλλη άκρη του κρεβατιού της. Έπειτα ο αέρας φάνηκε να πυκνώνει· απ’ ό,τι μπορούσε να δει η Εγκουέν δεν είχε αλλάξει τίποτα, αλλά σίγουρα το ένιωθε. Προσπάθησε να σηκώσει το χέρι της· ο αέρας δεν παραμέρισε, ήταν σαν να την είχαν βαμμένη ως το λαιμό σε πηχτή μαρμελάδα. Δεν μπορούσε να κουνήσει τίποτα εκτός από το κεφάλι της.

«Ελευθέρωσε με!» τσίριξε η Νυνάβε. Τα μάτια της έριχναν αγριεμένες ματιές και το κεφάλι της τιναζόταν δεξιά κι αριστερά, αλλά το υπόλοιπο κορμί της καθόταν ασάλευτο σαν άγαλμα. Η Εγκουέν κατάλαβε πως δεν ήταν η μόνη αιχμαλωτισμένη. «Άφησέ με!»

«Χρήσιμο, δεν νομίζεις; Και δεν είναι παρά μόνο Αέρας». Η Άμερλιν μιλούσε απλά και φιλικά, σαν να συζητούσαν πίνοντας τσάι. «Δυο μέτρα μπόι, με ποντίκια και σπαθί, και το σπαθί του είναι άχρηστο όσο οι τρίχες στο στήθος».

«Άφησέ με είπα!»

«Και αν δεν μου αρέσει το μέρος που είναι, ε, τότε τον σηκώνω». Η Νυνάβε έκρωξε λυσσασμένα, καθώς υψωνόταν αργά, ακόμα σε καθιστή θέση, ώσπου το κεφάλι της άγγιξε το ταβάνι. Η Άμερλιν χαμογέλασε. «Συχνά ευχόμουν να μπορούσα να το χρησιμοποιήσω αυτό για να πετάξω. Τα αρχεία λένε ότι οι Άμερλιν μπορούσαν να πετάξουν, στην Εποχή των Θρύλων, αλλά δεν λένε με σαφήνεια πώς. Όχι μ’ αυτόν τον τρόπο όμως. Δεν λειτουργεί έτσι. Θα μπορούσες να απλώσεις τα χέρια και να σηκώσεις ένα κιβώτιο που ζυγίζει όσο κι εσύ. Φαίνεσαι δυνατή. Αλλά, απ’ όπου και να πιάσεις το κορμί σου, δεν μπορείς να το σηκώσεις».

Το κεφάλι της Νυνάβε τιναζόταν μανιασμένα, όμως οι υπόλοιποι μύες της δεν σάλευαν καν. «Που να σε κάψει το Φως, άφησε με!»

Η Εγκουέν ξεροκατάπιε και ευχήθηκε να μην τη σήκωνε κι αυτήν.

«Επομένως», συνέχισε η Άμερλιν, «να ο μεγάλος και τριχωτός και τα λοιπά άνδρας. Δεν μπορεί να μου κάνει τίποτα, ενώ εγώ μπορώ να του κάνω τα πάντα. Αν μου περνούσε από το νου» —έγειρε μπροστά, με τα μάτια καρφωμένα στη Νυνάβε· το χαμόγελό της δεν φαινόταν πολύ φιλικό— «θα μπορούσα να τον αναποδογυρίσω και να τους τις βρέξω στα μαλακά. Όπως ακριβώς—» Ξαφνικά η Άμερλιν πέταξε προς τα πίσω, τόσο δυνατά που το κεφάλι της αναπήδησε στον τοίχο, και έμεινε εκεί, σαν κάτι να την πίεζε.

Η Εγκουέν κοίταζε χάσκοντας. Αυτό δεν συμβαίνει. Δεν συμβαίνει.

«Είχαν δίκιο», είπε η Άμερλιν. Η φωνή της ακουγόταν πνιχτή, σαν να δυσκολευόταν να αναπνεύσει. «Έλεγαν ότι μαθαίνεις γρήγορα. Και είπαν ότι έπρεπε να ανάψει ο θυμός σου για να αγγίξεις την καρδιά των ικανοτήτων σου». Ανάσανε με μόχθο. «Να ελευθερώσουμε μαζί η μια την άλλη, παιδί μου;»

Η Νυνάβε, που έπλεε στον αέρα με τα μάτια να πετούν φλόγες, είπε, «Άφησέ με, τώρα αμέσως, αλλιώς θα—» Ξαφνικά μια έκφραση κατάπληξης φάνηκε στο πρόσωπό της, μια έκφραση απώλειας. Το στόμα της ανοιγόκλεισε δίχως ήχο.

Η Άμερλιν ανακάθισε, κουνώντας τους ώμους της. «Ακόμα δεν ξέρεις τα πάντα, ε, παιδί μου; Ούτε το ένα εκατοστό απ’ όλα. Δεν υποψιαζόσουν ότι μπορούσα να σε αποκόψω από την Αληθινή Πηγή. Μπορείς ακόμα να τη νιώσεις εκεί, αλλά δεν μπορείς να την αγγίζεις, όπως ένα ψάρι δεν μπορεί να αγγίξει το φεγγάρι. Όταν μάθεις αρκετά για να γίνεις πλήρες μέλος της αδελφότητος, δεν θα μπορεί να σου το κάνει αυτό μια γυναίκα μόνη της. Όσο δυνατότερη γίνεσαι, τόσο περισσότερες Άες Σεντάι θα είναι απαραίτητες για να σε θωρακίσουν ενάντια στη βούλησή σου. Μήπως τώρα θες να μάθεις;» η Νυνάβε έσφιξε τα χείλη, τόσο που έμεινε μια λεπτή γραμμή και την κοίταξε κατάματα με σκοτεινό ύφος. Η Άμερλιν αναστέναξε. «Αν δεν ήταν τόσο μεγάλες οι λανθάνουσες ικανότητές σου, παιδί μου, θα σε έστελνα στην Κυρά των Μαθητευομένων και θα της έλεγα να σε κρατήσει εκεί για όλη σου τη ζωή. Αλλά θα σου έρθει αυτό που σου αξίζει».

Η Νυνάβε γούρλωσε τα μάτια και μόλις που πρόλαβε να βγάλει μια τσιρίδα, που την έκοψε όταν έπεσε και βρόντηξε στο κρεβάτι μ’ ένα δυνατό γδούπο. Η Εγκουέν έκανε μια γκριμάτσα· τα στρώματα ήταν λεπτά και το ξύλο από κάτω σκληρό. Το πρόσωπο της Νυνάβε έμεινε παγωμένο, και το σώμα της σάλεψε εκεί που ήταν, όχι πολύ.

«Και τώρα», είπε η Άμερλιν με ατάραχη φωνή, «αν δεν θέλεις κι άλλη επίδειξη, ας προχωρήσουμε στο μάθημα. Ας συνεχίσουμε το μάθημα, θα μπορούσαμε να πούμε».

«Μητέρα;» είπε αδύναμα η Εγκουέν. Ακόμα δεν μπορούσε να κουνηθεί από το σαγόνι και κάτω.

Η Άμερλιν την κοίταζε ερωτηματικά, κι έπειτα χαμογέλασε. «Α. Συγνώμη, παιδί μου. Φοβάμαι ότι η φίλη σου απασχολούσε την προσοχή μου». Ξαφνικά η Εγκουέν ένιωσε ότι μπορούσε να κουνηθεί ξανά· σήκωσε τα χέρια της, μόνο για να πειστεί ότι μπορούσε. «Είστε έτοιμες να μάθετε;»

«Ναι, Μητέρα», είπε γοργά η Εγκουέν,

Η Άμερλιν κοίταξε τη Νυνάβε, υψώνοντας το φρύδι της.

Μετά από μια στιγμή» η Νυνάβε είπε πνιγμένα, «Ναι, Μητέρα».

Η Εγκουέν αναστέναξε ανακουφισμένη.

«Ωραία. Τώρα, λοιπόν. Αδειάστε τις σκέψεις σας κι αφήστε μόνο ένα μπουμπούκι».

Η Εγκουέν ήταν λουσμένη στον ιδρώτα όταν πια έφυγε η Άμερλιν. Πίστευε πως μερικές από τις άλλες Άες Σεντάι ήταν κακές δασκάλες, αλλά αυτή η χαμογελαστή γυναίκα με το κοινό πρόσωπο τις έπειθε να βάλουν τα δυνατά τους, τις εξαντλούσε, και όταν δεν είχε απομείνει τίποτα κατόρθωνε να βγάλει κι άλλα από μέσα τους. Όλα όμως είχαν πάει καλά. Καθώς η πόρτα έκλεινε πίσω από την Άμερλιν, η Εγκουέν σήκωσε το χέρι της· μια φλογίτσα ξεπήδησε, ισορροπώντας σε απόσταση μιας τρίχας πάνω από την άκρη του δείκτη της, και μετά άρχισε να χορεύει από το ένα δάχτυλο στο άλλο. Κανονικά απαγορευόταν να το κάνει δίχως δασκάλα —κάποια Αποδεχθείσα, τουλάχιστον— να την επιβλέπει, αλλά ήταν τόσο ενθουσιασμένη με την πρόοδο της που δεν το σκέφτηκε καν.

Η Νυνάβε όρμηξε όρθια και πέταξε το μαξιλάρι της στην πόρτα που έκλεινε. «Η — ρυπαρή, η ελεεινή, η τιποτένια — η παλιόγρια! Το Φως να την κάψει! Θα ’θελα εγώ να τη ρίξω στα ψάρια! Θα ’θελα να την ποτίσω ένα καταπότι, που να την κάνει πράσινη για όλη της τη ζωή! Δεν με νοιάζει το ότι είναι αρκετά μεγάλη για να ’ναι μητέρα μου, αν την είχα στο Πεδίο του Έμοντ, θα έκανε πολύ καιρό να καθίσει χωρίς να πονά...» Έτριξε τα δόντια με τόση δύναμη, που η άλλη γυναίκα τρόμαξε.

Η Εγκουέν άφησε τη φλόγα να σβήσει και χαμήλωσε το βλέμμα. Σκεφτόταν ότι μακάρι να εύρισκε τρόπο να βγει από το δωμάτιο χωρίς να κοιτάξει τη Νυνάβε στα μάτια.

Το μάθημα δεν είχε πάει καλά για τη Νυνάβε, επειδή συγκρατούσε τα νεύρα της μέχρι τη στιγμή που είχε φύγει η Άμερλιν. Ποτέ δεν κατάφερνε κάτι το ιδιαίτερο αν δεν ήταν θυμωμένη, και τότε όλα έβγαιναν σαν πλημμύρα από μέσα της. Βλέποντας ότι η μια αποτυχία ακολουθούσε την άλλη, η Άμερλιν είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να την ξεσηκώσει πάλι, Η Εγκουέν ευχόταν να ξεχνούσε η Νυνάβε ότι ήταν κι αυτή εκεί, βλέποντας κι ακούγοντας.

Η Νυνάβε προχώρησε μουδιασμένα προς το κρεβάτι της και στάθηκε κοιτάζοντας τον τοίχο του, με τη γροθιά σφιγμένη στο πλευρό της. Η Εγκουέν κοίταξε την πόρτα με λαχτάρα.

«Δεν ήταν δικό σου το σφάλμα», είπε η Νυνάβε, και η Εγκουέν τινάχτηκε.

«Νυνάβε—»

Η Νυνάβε γύρισε και την κοίταξε. «Δεν ήταν δικό σου το σφάλμα», επανέλαβε, χωρίς να δείχνει ότι είχε πειστεί. «Αλλά, αν πεις λέξη σε κανέναν, Θα σε — Θα σε...»

«Ούτε λέξη», είπε γοργά η Εγκουέν. «Ούτε που θυμάμαι τίποτα για να πω λέξη».

Η Νυνάβε την κοίταξε λιγάκι ακόμα και ένευσε. Ξαφνικά, ξίνισε τα μούτρα της. «Φως μου, δεν ήξερα ότι υπάρχει κάτι με χειρότερη γεύση από τη ρίζα προβατόγλωσσας. Θα το θυμάμαι την άλλη φορά που θα παιδιαρίζεις, γι’ αυτό πρόσεχε».

Η Εγκουέν μόρφασε. Αυτό ήταν το πρώτο που είχε δοκιμάσει η Άμερλιν για να συδαυλίσει το θυμό της Νυνάβε. Είχε εμφανιστεί ξαφνικά μια σκούρα, πηχτή μάζα από κάτι που γυάλιζε σαν λίπος και μύριζε βρωμερά, και είχε μπει στο στόμα της Νυνάβε» ενώ η Άμερλιν την κρατούσε με τη Δύναμη. Η Άμερλιν, μάλιστα, της είχε σφίξει τη μύτη για να την κάνει να το καταπιεί. Και η Νυνάβε θυμόταν καλά, ακόμα κι αν το είχε δει να γίνεται μόνο μία φορά. Η Εγκουέν δεν πίστευε πως υπήρχε τρόπος να σταματήσει τη Νυνάβε, αν αποφάσιζε να της το κάνει· παρά την πετυχημένη προσπάθειά της να κάνει τη φλόγα να χορέψει, δεν θα κατάφερνε να κολλήσει την Άμερλιν στον τοίχο. «Τουλάχιστον το πλοίο δεν σου φέρνει πια ναυτία».

Η Νυνάβε γρύλισε, και μετά άφησε ένα γοργό, κοφτό γέλιο. «Είμαι τόσο θυμωμένη, που δεν με πιάνει ναυτία». Γέλασε πάλι πένθιμα και κούνησε το κεφάλι, «Νιώθω τόσο φριχτά, που δεν με πιάνει ναυτία. Φως μου, νιώθω σαν να με πέρασαν από το μύλο. Αν είναι έτσι η εκπαίδευση των μαθητευομένων, θα έχεις κίνητρο να μάθεις γρήγορα».

Η Εγκουέν κοίταξε τα γόνατά της μουτρωμένη. Σε σύγκριση με τη Νυνάβε, η Άμερλιν απλώς είχε παροτρύνει την Εγκουέν, είχε χαμογελάσει με τις επιτυχίες της, την είχε συμπονέσει για τις αποτυχίες και μετά την είχε παροτρύνει ξανά. Μα όλες οι Άες Σεντάι έλεγαν ότι στο Λευκό Πύργο θα ήταν αλλιώτικα· θα ήταν πιο δύσκολα, αν και δεν έλεγαν πώς. Αν έπρεπε να υπομένει αυτά που είχε περάσει η Νυνάβε τώρα, τη μια μέρα μετά την άλλη, δεν πίστευε πως θα το άντεχε.

Κάτι άλλαξε στην κίνηση του πλοίου. Το κούνημα καταλάγιασε και στο κατάστρωμα πάνω τους ακούστηκαν ποδοβολητά. Ένας άνδρας φώναζε κάτι, το οποίο η Εγκουέν δεν μπόρεσε να καταλάβει.

Σήκωσε το βλέμμα στη Νυνάβε. «Λες... η Ταρ Βάλον;»

«Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να δούμε», απάντησε η Νυνάβε, και πήρε το μανδύα της από το κρεμαστάρι με αποφασισμένο ύφος.

Όταν έφτασαν στο κατάστρωμα, υπήρχαν παντού ναύτες που έτρεχαν, τραβούσαν σχοινιά, κατέβαζαν πανιά, ετοίμαζαν μακριά κουπιά. Τώρα ο άνεμος είχε κοπάσει και φυσούσε ένα αεράκι μόνο, και τα σύννεφα σκόρπιζαν.

Η Εγκουέν έτρεξε στην κουπαστή. «Αυτή είναι! Αυτή είναι η Ταρ Βάλον!» Η Νυνάβε πήγε κοντά της ανέκφραστη.

Το νησί ήταν τόσο μεγάλο, που το ποτάμι έμοιαζε να ανοίγει στα δύο παρά να περικλείει μια άκρη γης. Γέφυρες, που έμοιαζαν φτιαγμένες από δαντέλα, εκτείνονταν από όλες τις όχθες ως το νησί, περνώντας όχι μόνο πάνω από το ποτάμι, αλλά και πάνω από βαλτώδες έδαφος. Τα τείχη της πόλης, τα Λαμπερά Τείχη της Ταρ Βάλον, άστραψαν κατάλευκα, καθώς ο ήλιος ξεπρόβαλλε ανάμεσα στα σύννεφα. Και στη δυτική όχθη, με την τσακισμένη κορυφή του να αφήνει ένα λεπτό συννεφάκι καπνού, το Όρος του Δράκοντα υψωνόταν μαύρο κόντρα στον ουρανό, ένα βουνό που στεκόταν ανάμεσα σε κάμπους και χαμηλούς λόφους που σχημάτιζαν κυματάκια. Το Όρος του Δράκοντα, όπου είχε πεθάνει ο Δράκοντας. Το Όρος του Δράκοντα, που είχε δημιουργηθεί από το θάνατο του Δράκοντα.

Η Εγκουέν ευχήθηκε να μην είχε σκεφτεί τον Ραντ τη στιγμή που είχε κοιτάξει το βουνό. Ένας άνδρας που διαβιβάζει. Φως μου, βοήθησέ τον.

Η Βασίλισσα του Ποταμού πέρασε από ένα φαρδύ άνοιγμα του ψηλού, κυκλικού τείχους που χωνόταν ως το ποτάμι. Μέσα, μια μακριά αποβάθρα περιέβαλλε ένα στρογγυλό λιμάνι. Οι ναύτες μάζεψαν και τα τελευταία πανιά και έπιασαν τα μακριά κουπιά για να πάνε το πλοίο με την πρύμνη στην προβλήτα του. Στη μακριά αποβάθρα, τα άλλα πλοία που είχαν κατέβει το ποτάμι έμπαιναν στα αγκυροβόλια τους ανάμεσα στα πλοία που ήταν ήδη εκεί. Το λάβαρο με τη Λευκή Φλόγα ξεσήκωσε το μελίσσι των εργατών στην αποβάθρα, όπου ήδη γινόταν χαλασμός.

Η Άμερλιν βγήκε στο κατάστρωμα πριν δέσουν το πλοίο, αλλά οι λιμενεργάτες άπλωσαν σανιδόσκαλα αμέσως μόλις έκανε την εμφάνισή της. Η Ληάνε βάδιζε στο πλευρό της, κρατώντας το ραβδί με τη φλόγα στην κορυφή του, και οι άλλες Άες Σεντάι από το πλοίο τις ακολούθησαν στη στεριά. Καμιά τους δεν έδωσε σημασία στην Εγκουέν ή τη Νυνάβε. Στην αποβάθρα, μια αντιπροσωπεία χαιρέτησε την Άμερλιν — Άες Σεντάι, με σάλι, που υποκλίνονταν επίσημα και φιλούσαν το δαχτυλίδι της Άμερλιν. Η αποβάθρα βούιζε, αφού εκτός από την άφιξη της Έδρας της Άμερλιν υπήρχαν και τα πλοία που ξεφόρτωναν· οι στρατιώτες συντάχθηκαν όταν αποβιβάστηκαν, οι εργάτες έστησαν μπίγες για το φορτίο και οι σάλπιγγες παιάνισαν, αντιλαλώντας στον τοίχο και παραβγαίνοντας με τις ζητωκραυγές των θεατών.

Η Νυνάβε ξεφύσηξε δυνατά. «Φαίνεται ότι μας ξέχασαν. Έλα μαζί μου. Θα πάμε μόνες μας».

Η Εγκουέν δεν ήθελε να χάσει την πρώτη θέα της Ταρ Βάλον, αλλά ακολούθησε τη Νυνάβε κάτω για να μαζέψουν τα πράγματά τους. Όταν ξανανέβηκαν, με τα μπογαλάκια αγκαλιά, οι στρατιώτες και οι σάλπιγγες είχαν εξαφανιστεί — το ίδιο και οι Άες Σεντάι. Οι ναύτες άνοιγαν τις μπουκαπόρτες του καταστρώματος και κατέβαζαν σχοινιά στα αμπάρια.

Στο κατάστρωμα, η Νυνάβε έπιασε έναν λιμενεργάτη από το μπράτσο, έναν γεροδεμένο άνδρα με τραχύ καφέ πουκάμισο δίχως μανίκια. «Τα άλογά μας», άρχισε να του λέει.

«Δεν αδειάζω», μούγκρισε αυτός, τραβώντας το χέρι του. «Όλα τ’ άλογα τα πήραν στο Λευκό Πύργο». Τις κοίταζε από την κορφή ως τα νύχια. «Αν έχετε δουλειές στον Πύργο, καλύτερα να πάτε μόνες σας. Οι Άες Σεντάι δεν καλοβλέπουν τις καινούργιες που χασομερούν». Ένας άλλος άνδρας, που πάλευε με ένα δέμα που έβγαζαν με σχοινί από το αμπάρι, του φώναζε κάτι, κι αυτός άφησε τις γυναίκες δίχως δεύτερη ματιά.

Η Εγκουέν και η Νυνάβε κοιτάχτηκαν. Φαινόταν πως έπρεπε να τα βγάλουν πέρα μόνες τους.

Η Νυνάβε άφησε το πλοίο με έκφραση βλοσυρή και αποφασισμένη, αλλά η Εγκουέν κατέβηκε τη σανιδόσκαλα αποθαρρυμένη, μυρίζοντας την οσμή του κατραμιού που τύλιγε την αποβάθρα. Τόσα λέγανε ότι μας Θέλουν εδώ, και να τώρα που δεν τις νοιάζει.

Φαρδιά σκαλιά οδηγούσαν από την προβλήτα σε μια πλατιά αψίδα από σκούρα κοκκινόπετρα. Όταν η Εγκουέν και η Νυνάβε έφτασαν εκεί, στάθηκαν χάσκοντας.

Όταν έφτασαν στο κατάστρωμα, υπήρχαν παντού ναύτες που έτρεχαν, τραβούσαν σχοινιά, κατέβαζαν πανιά, ετοίμαζαν μακριά κουπιά. Τώρα ο άνεμος είχε κοπάσει και φυσούσε ένα αεράκι μόνο, και τα σύννεφα σκόρπιζαν.

Η Εγκουέν έτρεξε στην κουπαστή. «Αυτή είναι! Αυτή είναι η Ταρ Βάλον!» Η Νυνάβε πήγε κοντά της ανέκφραστη.

Το νησί ήταν τόσο μεγάλο, που το ποτάμι έμοιαζε να ανοίγει στα δύο παρά να περικλείει μια άκρη γης. Γέφυρες, που έμοιαζαν φτιαγμένες από δαντέλα, εκτείνονταν από όλες τις όχθες ως το νησί, περνώντας όχι μόνο πάνω από το ποτάμι, αλλά και πάνω από βαλτώδες έδαφος. Τα τείχη της πόλης, τα Λαμπερά Τείχη της Ταρ Βάλον, άστραψαν κατάλευκα, καθώς ο ήλιος ξεπρόβαλλε ανάμεσα στα σύννεφα. Και στη δυτική όχθη, με την τσακισμένη κορυφή του να αφήνει ένα λεπτό συννεφάκι καπνού, το Όρος του Δράκοντα υψωνόταν μαύρο κόντρα στον ουρανό, ένα βουνό που στεκόταν ανάμεσα σε κάμπους και χαμηλούς λόφους που σχημάτιζαν κυματάκια. Το Όρος του Δράκοντα, όπου είχε πεθάνει ο Δράκοντας. Το Όρος του Δράκοντα, που είχε δημιουργηθεί από το θάνατο του Δράκοντα.

Η Εγκουέν ευχήθηκε να μην είχε σκεφτεί τον Ραντ τη στιγμή που είχε κοιτάξει το βουνό. Ένας άνδρας που διαβιβάζει. Φως μου, βοήθησε τον.

Η Βασίλισσα του Ποταμού πέρασε από ίνα φαρδύ άνοιγμα του ψηλού, κυκλικού τείχους που χωνόταν ως το ποτάμι. Μέσα, μια μακριά αποβάθρα περιέβαλλε ένα στρογγυλό λιμάνι. Οι ναύτες μάζεψαν και τα τελευταία πανιά και έπιασαν τα μακριά κουπιά για να πάνε το πλοίο με την πρύμνη στην προβλήτα του. Στη μακριά αποβάθρα, τα άλλα πλοία που είχαν κατέβει το ποτάμι έμπαιναν στα αγκυροβόλια τους ανάμεσα στα πλοία που ήταν ήδη εκεί. Το λάβαρο με τη Λευκή Φλόγα ξεσήκωσε το μελίσσι των εργατών στην αποβάθρα, όπου ήδη γινόταν χαλασμός.

Η Άμερλιν βγήκε στο κατάστρωμα πριν δέσουν το πλοίο, αλλά οι λιμενεργάτες άπλωσαν σανιδόσκαλα αμέσως μόλις έκανε την εμφάνισή της. Η Ληάνε βάδιζε στο πλευρό της, κρατώντας το ραβδί με τη φλόγα στην κορυφή του, και οι άλλες Άες Σεντάι από το πλοίο τις ακολούθησαν στη στεριά. Καμιά τους δεν έδωσε σημασία στην Εγκουέν ή τη Νυνάβε. Στην αποβάθρα, μια αντιπροσωπεία χαιρέτησε την Άμερλιν — Άες Σεντάι, με σάλι, που υποκλίνονταν επίσημα και φιλούσαν το δαχτυλίδι της Άμερλιν. Η αποβάθρα βούιζε, αφού εκτός από την άφιξη της Έδρας της Άμερλιν υπήρχαν και τα πλοία που ξεφόρτωναν οι στρατιώτες συντάχθηκαν όταν αποβιβάστηκαν, οι εργάτες έστησαν μπίγες για το φορτίο και οι σάλπιγγες παιάνισαν, αντιλαλώντας στον τοίχο και παραβγαίνοντας με τις ζητωκραυγές των θεατών.

Η Νυνάβε ξεφύσηξε δυνατά. «Φαίνεται ότι μας ξέχασαν. Έλα μαζί μου. Θα πάμε μόνες μας».

Η Εγκουέν δεν ήθελε να χάσει την πρώτη θέα της Ταρ Βάλον, αλλά ακολούθησε τη Νυνάβε κάτω για να μαζέψουν τα πράγματά τους. Όταν ξανανέβηκαν, με τα μπογαλάκια αγκαλιά, οι στρατιώτες και οι σάλπιγγες είχαν εξαφανιστεί — το ίδιο και οι Άες Σεντάι. Οι ναύτες άνοιγαν τις μπουκαπόρτες του καταστρώματος και κατέβαζαν σχοινιά στα αμπάρια.

Στο κατάστρωμα, η Νυνάβε έπιασε έναν λιμενεργάτη από το μπράτσο, έναν γεροδεμένο άνδρα με τραχύ καφέ πουκάμισο δίχως μανίκια. «Τα άλογά μας», άρχισε να του λέει.

«Δεν αδειάζω», μούγκρισε αυτός, τραβώντας το χέρι του. «Όλα τ’ άλογα τα πήραν στο Λευκό Πύργο». Τις κοίταξε από την κορφή ως τα νύχια. «Αν έχετε δουλειές στον Πύργο, καλύτερα να πάτε μόνες σας. Οι Άες Σεντάι δεν καλοβλέπουν τις καινούργιες που χασομερούν». Ένας άλλος άνδρας, που πάλευε με ένα δέμα που έβγαζαν με σχοινί από το αμπάρι, του φώναξε κάτι, κι αυτός άφησε τις γυναίκες δίχως δεύτερη ματιά.

Η Εγκουέν και η Νυνάβε κοιτάχτηκαν. Φαινόταν πως έπρεπε να τα βγάλουν πέρα μόνες τους.

Η Νυνάβε άφησε το πλοίο με έκφραση βλοσυρή και αποφασισμένη, αλλά η Εγκουέν κατέβηκε τη σανιδόσκαλα αποθαρρυμένη, μυρίζοντας την οσμή του κατραμιού που τύλιγε την αποβάθρα. Τόσα λέγανε ότι μας θέλουν εδώ, και να τώρα που δεν τις νοιάζει.

Φαρδιά σκαλιά οδηγούσαν από την προβλήτα σε μια πλατιά αψίδα από σκούρα κοκκινόπετρα. Όταν η Εγκουέν και η Νυνάβε έφτασαν εκεί, στάθηκαν χάσκοντας.

Κάθε κτίριο έμοιαζε με παλάτι, αν και τα κοντινότερα στην αψίδα έδειχναν να φιλοξενούν πανδοχεία ή μαγαζιά, σύμφωνα με τις πινακίδες πάνω από τις πόρτες. Παντού υπήρχαν περίτεχνες λιθόκτιστες κατασκευές και οι γραμμές του ενός κτίσματος έμοιαζαν σχεδιασμένες να συμπληρώνουν και να γίνονται αφετηρία για το επόμενο, οδηγώντας το βλέμμα κατά τέτοιο τρόπο, που τα πάντα έμοιαζαν μέρος ενός τεράστιου σχεδίου. Μερικά κτίσματα δεν έμοιαζαν με κτίρια, αλλά με γιγαντιαία κύματα που έγερναν, ή με πελώρια κελύφη, ή με περίπλοκους γκρεμούς, που τους είχε σμιλέψει ο άνεμος. Ακριβώς μπροστά στην αψίδα υπήρχε μια μεγάλη πλατεία, με σιντριβάνι και δένδρα, και η Εγκουέν είδε μια ακόμα πλατεία παραπέρα. Πιο πάνω ξεπρόβαλλαν πύργοι, που έφταναν τον ουρανό, ψηλοί και κομψοί, μερικοί με γέφυρες να κρέμονται ανάμεσά τους. Και πάνω απ’ όλα ορθωνόταν ένας πύργος, ψηλότερος και πλατύτερος από τους άλλους, κατάλευκος σαν τα Λαμπερά Τείχη.

«Σου κόβει την ανάσα όταν το βλέπεις πρώτη φορά», είπε μια γυναικεία φωνή πίσω τους. «Και τη δέκατη φορά, δηλαδή. Και την εκατοστή».

Η Εγκουέν γύρισε προς τα κει. Η γυναίκα ήταν Άες Σεντάι· η Εγκουέν ήταν σίγουρη γι’ αυτό, παρ’ όλο που η άλλη δεν φορούσε το σάλι. Καμία άλλη δεν είχε αυτή την αγέραστη όψη· και η στάση της είχε μια αυτοπεποίθηση, μια σιγουριά που έμοιαζε να το επιβεβαιώνει. Μια ματιά στο χέρι της φανέρωσε το χρυσό δαχτυλίδι, το φίδι που δάγκωνε την ουρά του. Η Άες Σεντάι ήταν λιγάκι παχουλή, με ζεστό χαμόγελο, με όψη τόσο παράξενη, που η Εγκουέν δεν είχε δει όμοιά της. Το παχουλό πρόσωπο της γυναίκας δεν μπορούσε να κρύψει τα ψηλά ζυγωματικά, τα μάτια της ήταν κάπως στραβά και είχαν το πιο καθαρό ανοιχτοπράσινο χρώμα, και τα μαλλιά της είχαν σχεδόν το χρώμα της φωτιάς. Η Εγκουέν μόλις που κατάφερε να μην κοιτάξει γουρλωμένη αυτά τα μαλλιά και τα κάπως γερτά μάτια.

«Ογκιρανής κατασκευής, φυσικά», συνέχισε η Άες Σεντάι, «η καλύτερη δουλειά τους, απ’ ό,τι λένε. Μια από τις πρώτες πόλεις που χτίστηκαν μετά το Τσάκισμα. Τότε ήταν δεν ήταν πεντακόσια άτομα συνολικά εδώ —το πολύ είκοσι αδελφές— αλλά έχτιζαν γι’ αυτά που θα χρειάζονταν στο μέλλον».

«Είναι υπέροχη πόλη», είπε η Νυνάβε. «Πρέπει να πάμε στο Λευκό Πύργο. Ήρθαμε εδώ για να εκπαιδευθούμε, αλλά κανείς δεν δείχνει να νοιάζεται αν πάμε ή αν φύγουμε».

«Νοιάζονται», είπε η γυναίκα χαμογελώντας. «Ήρθα εδώ για να σας προϋπαντήσω, αλλά καθυστέρησα μιλώντας με την Άμερλιν. Είμαι η Σέριαμ, η Κυρά των Μαθητευομένων».

«Δεν πάω για μαθητευόμενη», είπε η Νυνάβε με σταθερή φωνή, με κάπως υπερβολική βιασύνη. «Η ίδια η Άμερλιν είπε ότι θα γινόμουν Αποδεχθείσα».

«Αυτό μου είπαν». Το ύφος της έδειχνε σαν να έβρισκε κάτι αστείο. «Πρώτη φορά ακούω τέτοιο πράγμα, αλλά λένε ότι είσαι... ξεχωριστή. Μην ξεχνάς όμως ότι μπορώ να καλέσω στο γραφείο μου ακόμα και μια από τις Αποδεχθείσες. Πρέπει να έχει παραβιάσει περισσότερους κανόνες απ’ όσο μια μαθητευόμενη, αλλά συμβαίνει». Στράφηκε στην Εγκουέν, σαν να μην είχε δει τη Νυνάβε να κατσουφιάζει. «Κι εσύ είσαι η καινούργια μαθητευόμενή μας. Πάντα χαίρομαι όταν βλέπω να έρχονται καινούργιες μαθητευόμενες. Έχουμε πολύ λίγες, αυτόν τον καιρό. Με σένα θα είναι σαράντα. Μόνο σαράντα. Και μόνο οκτώ ή εννιά από αυτές θα γίνουν Αποδεχθείσες. Αν και δεν νομίζω ότι θα πρέπει να ανησυχείς γι’ αυτό, αρκεί να δουλέψεις σκληρά και αφοσιωμένα. Η δουλειά είναι δύσκολη, και ακόμα και για κάποια με τις λανθάνουσες ικανότητες που λένε ότι έχεις, δεν θα είναι πιο εύκολη. Αν δεν μπορείς να αφιερώσεις τον εαυτό σου, παρά τις δυσκολίες, ή αν σε λυγίσει το φορτίο, καλύτερα να το μάθουμε τώρα και να πάρεις το δρόμο σου, παρά να περιμένουμε μέχρι να γίνεις αδελφή, τότε που θα εξαρτώνται άλλες από σένα. Η ζωή της Άες Σεντάι δεν είναι εύκολη. Εδώ θα σε προετοιμάσουμε γι’ αυτήν, αν το έχεις μέσα σου».

Η Εγκουέν ξεροκατάπιε. Να με λυγίσει το φορτίο; «Θα προσπαθήσω, Σέριαμ Σεντάι», είπε ξέπνοα. Και δεν θα λυγίσω.

Η Νυνάβε την κοίταξε ανήσυχα. «Σέριαμ...» Σταμάτησε και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Σέριαμ Σεντάι» —φάνηκε να προφέρει τον τίτλο με δυσκολία— «πρέπει να είναι τόσο δύσκολο γι’ αυτήν; Το αίμα και η σάρκα έχουν ένα όριο. Ξέρω... κάτι... γι’ αυτά που πρέπει να περάσουν οι μαθητευόμενες. Δεν είναι ανάγκη να την κάνετε να λυγίσει για να δείτε πόσο δυνατή είναι».

«Εννοείς αυτό που σου έκανε η Άμερλιν σήμερα;» Η Νυνάβε ίσιωσε το κορμί της· η Σέριαμ φαινόταν σαν να προσπαθούσε να μη χαμογελάσει. «Σου είπα ότι μίλησα με την Άμερλιν. Μην ανησυχείς για τη φίλη σου. Η εκπαίδευση των μαθητευομένων είναι σκληρή, αλλά όχι τόσο σκληρή. Αυτό συμβαίνει τις πρώτες βδομάδες, όταν κάποια γίνεται Αποδεχθείσα». Η Νυνάβε έμεινε με το στόμα ανοιχτό· της Εγκουέν της φάνηκε ότι τα μάτια της Νυνάβε θα πετιόνταν από τις κόγχες τους. «Για να πιάσουμε τις λίγες εκείνες που ξεγλίστρησαν από την εκπαίδευση των μαθητευομένων, ενώ δεν θα έπρεπε. Δεν μπορούμε να ρισκάρουμε να έχουμε κάποια ανάμεσά μας —μια πλήρη Άες Σεντάι— που θα λυγίσει μπροστά στην ένταση του έξω κόσμου». Η Άες Σεντάι τις μάζεψε, απλώνοντας τα χέρια της γύρω από τους ώμους τους. Η Νυνάβε δεν έδειχνε να καταλαβαίνει πού πήγαινε. «Έλα», είπε η Σέριαμ, «θα σας βάλω στα δωμάτιά σας. Ο Λευκός Πύργος περιμένει».

Загрузка...