9 Το νησί με τις φωνές

Κι οι άνεμοι, που ως τότε φυσούσαν απ’ τα βορειοδυτικά, άρχισαν να φυσούν από τη δύση, και κάθε πρωί που έβγαινε ο ήλιος απ’ τη θάλασσα, η σκαλισμένη πλώρη του Ταξιδιώτη της Αυγής τον σημάδευε στο κέντρο του. Μερικοί είπαν πως ο ήλιος φαινόταν μεγαλύτερος από δω παρά απ’ τη Νάρνια, μα οι άλλοι δε συμφώνησαν. Κι αρμένιζαν, όλο αρμένιζαν, μ’ ένα απαλό και σταθερό αεράκι, κι ούτε ψάρι ούτε γλάρο είδαν, ούτε καράβι ούτε ακτή. Κι άρχισαν πάλι να σώνονται οι προμήθειες κι ένα σαράκι τους έτρωγε την καρδιά, πως ίσως είχαν μπει στη θάλασσα που δεν έχει τέλος. Όμως, όταν ξημέρωσε η μέρα που λογάριαζαν να σταματήσουν το ταξίδι στ’ ανατολικά, ίσια μπροστά, ανάμεσα στον Ταξιδιώτη της Αυγής και στην ανατολή, φάνηκε μια χαμηλή στεριά, σαν συννεφάκι.

Ήταν απόγευμα όταν άραξαν σ’ έναν πλατύ κόλπο και κατέβηκαν στην ξηρά. Αυτός εδώ ο τόπος ήταν αλλιώτικος απ’ όσους είχαν συναντήσει ως τότε. Γιατί μόλις πέρασαν την αμμουδιά, που ήταν βουβή, έρημη και ακατοίκητη, βρέθηκαν σ’ έναν απέραντο ίσιωμα με χορτάρι κοντοκουρεμένο κι απαλό, σαν περιβόλι μιας μεγάλης έπαυλης, που το φροντίζουν δέκα κηπουροί. Τα δέντρα φύτρωναν αραιά αραιά, και δεν έβλεπες ούτε σπασμένα κλαδιά ούτε φύλλα πεσμένα στο χώμα. Δεν ακουγόταν τίποτα, εκτός απ’ το κουκούρισμα των περιστεριών.

Σε λίγο, έφτασαν σ’ ένα μακρύ, ολόισιο μονοπάτι στρωμένο με άμμο, όπου δε φύτρωνε χορτάρι, κι είχε δέντρα δεξιά κι αριστερά. Και στην άλλη άκρη του μονοπατιού είδαν ένα σπίτι –μακρόστενο, μουντό και σιωπηλό στον ήλιο του απογεύματος.

Και μόλις μπήκαν στο μονοπάτι, η Λούσυ ένιωσε ένα πετραδάκι να την κόβει μέσα στο παπούτσι της και κάθισε κάτω να το βγάλει. Το φρόνιμο, μια και βρίσκονταν σε άγνωστο τόπο, θα ’ταν ίσως να φωνάξει στους άλλους να την περιμένουν –μα δεν τους φώναξε. Έμεινε πίσω αθόρυβα, κάθισε κι έβγαλε το παπούτσι της. Το κορδόνι ήταν κομπιασμένο.

Ώσπου να λύσει τον κόμπο, οι υπόλοιποι είχαν ξεμακρύνει, κι ώσπου να βγάλει το πετραδάκι και να ξαναφορέσει το παπούτσι, δεν τους άκουγε πια. Τότε όμως άκουσε κάτι άλλο, που δεν ερχόταν απ’ το μέρος του σπιτιού.

Ήταν κάτι παράξενοι γδούποι, λες και δεκάδες γεροί εργάτες χτυπούσαν δυνατά το χώμα με πελώριες ξύλινες βαριές. Οι γδούποι ήταν γρήγοροι κι ολοένα πλησίαζαν, κι η Λούσυ, που είχε καθίσει με την πλάτη σ’ ένα δέντρο, δεν πρόλαβε ούτε να τρέξει ούτε να σκαρφαλώσει. Έμεινε λοιπόν ακίνητη, ζουληγμένη στον κορμό του, παρακαλώντας μέσα της να μην τη δουν.

Μπουμ, μπουμ, μπουμ... Ό,τι κι αν ήταν, έπρεπε να ’χει ζυγώσει πολύ, γιατί το χώμα έτρεμε. Πάλι δεν είδε τίποτα, κι έτσι σκέφτηκε πως αυτό –ή αυτά;– θα βρισκόταν πίσω της. Μα το επόμενο μπουμ ακούστηκε στο μονοπάτι, ίσια μπροστά της. Ήταν σίγουρα στο μονοπάτι, το κατάλαβε απ’ την άμμο που σηκώθηκε σαν να την είχε χτυπήσει κάτι δυνατά. Ούτε και τώρα είδε τι την είχε χτυπήσει. Κι έπειτα, όλοι οι γδούποι συγκεντρώθηκαν σε μιαν απόσταση γύρω στα πέντε μέτρα απ’ τη Λούσυ, κι άξαφνα σταμάτησαν. Τότε ακούστηκε η φωνή.

Ήταν τρομερή η Φωνή, γιατί πάλι δε φάνηκε κανείς. Όλος αυτός ο τόπος, που έμοιαζε με πάρκο, ήταν έρημος όπως την πρώτη στιγμή που κατέβηκαν απ’ το καράβι. Κι ωστόσο εκεί, λίγα μέτρα μπροστά της, μια Φωνή μίλησε. Και να τι είπε:

«Σύντροφοι, να η ευκαιρία.»

Κι αμέσως ένα σωρό Φωνές απάντησαν χορωδιακά: «Ακούστε τον. Ακούστε τον. Λέει, να η ευκαιρία. Μπράβο, Αρχηγέ, γεια στο στόμα σου!».

«Ακούστε» είπε η πρώτη Φωνή. «Να κατεβούμε στην ακτή και να τους κόψουμε το δρόμο για το καράβι. Στα όπλα, σύντροφοι. Κι αν δοκιμάσουν να μπουν στη θάλασσα, απάνω τους!»

«Μπράβο, πες τα, χρυσόστομε!» φώναξαν οι άλλες Φωνές. «Σπουδαίο σχέδιο, Αρχηγέ. Μπράβο, Αρχηγέ. Πιο καλό σχέδιο δεν μπορούσες να βρεις.»

«Με ψυχή, σύντροφοι, με ψυχή» είπε η πρώτη Φωνή. «Εμπρός!».

«Μπράβο, Αρχηγέ» είπαν οι άλλοι. «Δεν υπάρχει καλύτερη διαταγή. Αυτό θα λέγαμε κι εμείς. Εμπρός!»

Κι αμέσως ξανάρχισαν οι γδούποι –πολύ δυνατά στην αρχή– κι έπειτα έσβησαν και χάθηκαν προς το μέρος της θάλασσας.

Η Λούσυ κατάλαβε πως δεν ήταν καιρός ν’ αναρωτηθεί το παραμικρό. Μόλις έσβησαν οι γδούποι, όρμησε στο μονοπάτι μ’ όλη τη δύναμη των ποδιών της. Έπρεπε να προλάβει τους άλλους. Έπρεπε να τους ειδοποιήσει, έστω και με κίνδυνο της ζωής της.

Στο μεταξύ, οι υπόλοιποι είχαν φτάσει στο σπίτι, ένα χαμηλό κτίσμα, δίπατο, φτιαγμένο από ωραία κιτρινωπή πέτρα. Είχε ένα σωρό παράθυρα, κι ήταν μισοντυμένο με κισσό. Όλα ήταν τόσο σιωπηλά, που ο Ευστάθιος είπε: «Σαν ακατοίκητο μοιάζει». Ο Κασπιανός όμως του ’δειξε αμίλητος μια στήλη καπνού που ανέβαινε απ’ την καμινάδα.

Βρήκαν τη φαρδιά αυλόπορτα ανοιχτή, την πέρασαν, και μπήκαν σε μια πλακόστρωτη αυλή. Και μόνο τότε κατάλαβαν πως κάτι δεν πήγαινε καλά σ’ εκείνο το νησί. Στη μέση της αυλής ήταν μια βρύση με τρόμπα, και κάτω απ’ τη βρύση ένας κουβάς. Ως εδώ, το πράγμα ήταν κανονικό –όμως το χερούλι της τρόμπας ανεβοκατέβαινε μόνο του, χωρίς να το αγγίζει κανείς.

«Κάτι μαγικό μου μυρίζει» είπε ο Κασπιανός.

«Μπα, μηχανή είναι» είπε ο Ευστάθιος. «Επιτέλους, φτάσαμε σε πολιτισμένο τόπο.»

Πάνω στην ώρα η Λούσυ, ξαναμμένη και λαχανιασμένη, μπήκε τρέχοντας στην αυλή και προσπάθησε να τους εξηγήσει ψιθυριστά όσα είχε κρυφακούσει.

Κι όταν οι άλλοι κατάλαβαν μέσες άκρες τι είχε συμβεί, δε χάρηκαν καθόλου –ακόμα κι οι πιο γενναίοι.

«Αόρατοι εχθροί...» μουρμούρισε ο Κασπιανός. «Θα μας αποκόψουν απ’ το καράβι. Δύσκολα τα βλέπω.»

«Και δεν ξέρεις καθόλου σαν τι μοιάζουν;» ρώτησε τη Λούσυ ο Έντμουντ.

«Πού να ξέρω αφού δεν τους είδα;»

«Και τα βήματα; Σου φάνηκαν ανθρώπινα;»

«Μα δεν άκουσα ήχο ποδιών. Μόνο τις φωνές τους, και κάτι φοβερούς γδούπους, σαν να χτυπούσαν σφυριά.»

«Ποιος ξέρει;» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ. «Μπορεί να γίνονται ορατοί μόλις τρυπηθούν με σπαθί.»

«Σε λίγο θα το μάθουμε, θέλοντας και μη» είπε ο Κασπιανός. «Πάμε να φύγουμε από δω. Κάποιος αόρατος είναι στη βρύση και μας ακούει.»

Βγήκαν λοιπόν και ξαναπήραν το μονοπάτι για να κρυφτούν στα δέντρα. «Όχι πως κερδίζουμε τίποτα» είπε ο Ευστάθιος. «Κρυβόμαστε από πλάσματα που δε τα βλέπουμε, αλλά μπορεί να είναι παντού –ακόμα και δίπλα μας!»

«Δρινιανέ» είπε ο Κασπιανός, «άκου τι σκέφτηκα: να ξεγράψουμε τη βάρκα, να πάμε στην άλλη μεριά του κόλπου, και να κάνουμε σινιάλο στον Ταξιδιώτη της Αυγής να μας μαζέψει από κει».

«Είναι ξέβαθα τα νερά, αφέντη» είπε ο Δρινιανός.

«Να πάμε κολυμπώντας» είπε η Λούσυ.

«Μεγαλειότατοί μου» πετάχτηκε ο Ριπιτσιπιτσίπ, «ακούστε με. Είναι κουτό να νομίζουμε πως θ’ αποφύγουμε έναν αόρατο εχθρό παίζοντας κρυφτούλι. Αν τα πλάσματα αυτά θέλουν να δώσουν μάχη, σίγουρα θα περάσει το δικό τους. Κι όπως και να ’ναι, προτιμώ να τους αντιμετωπίσω καταπρόσωπο, παρά να με πιάσουν απ’ την ουρά».

«Νομίζω πως ο Ριπ έχει δίκιο αυτή τη φορά» είπε ο Έντμουντ.

«Κι ύστερα» είπε η Λούσυ, «αν ο Ράινς και οι άλλοι στον Ταξιδιώτη της Αυγής μας δουν να πολεμάμε στην ακτή, όλο και κάτι θα κάνουν!».

«Δε θα μας δουν να πολεμάμε, αφού δε θα βλέπουν τον εχθρό» είπε ο Ευστάθιος. «Θα νομίζουν πως κουνάμε τα σπαθιά μας στον αέρα.»

Έπεσε μια αμήχανη σιωπή.

«Λοιπόν» είπε στο τέλος ο Κασπιανός, «δε μένει άλλη λύση. Πρέπει να κατεβούμε να τους αντιμετωπίσουμε. Δώστε τα χέρια. Λούσυ, το τόξο σου έτοιμο. Βγάλτε τα σπαθιά σας οι άλλοι. Πάμε. Μπορεί και να δεχτούν διαπραγματεύσεις».

Ήταν τόσο παράξενα σιωπηλό το χορτάρι και τα πελώρια δέντρα τόσο γαλήνια, καθώς προχωρούσαν με βήμα προς την ακτή. Κι όταν έφτασαν κι είδαν τη βάρκα εκεί που την είχαν αφήσει, και την απάτητη αμμουδιά όπου δε φαινόταν κανείς, πολλοί σκέφτηκαν πως η Λούσυ μπορεί να τα ’χε βγάλει απ’ το νου της όσα τους είπε. Μα πριν πατήσουν στην αμμουδιά, μια Φωνή ακούστηκε απ’ το πουθενά:

«Ως εδώ, αφέντες μου. Ως εδώ και μη παρέκει, που λέει ο λόγος. Σταθείτε να σας μιλήσουμε πρώτα. Είμαστε πενήντα νομάτοι, κι οι περισσότεροι κρατάμε όπλα.»

«Ακούστε τον, ακούστε τον» είπε η χορωδία. «Μιλάει ο Αρχηγός. Ακούστε τον και πιστέψτε τον. Αυτά που λέει είναι αλήθεια.»

«Εγώ δε βλέπω ούτε νομάτους ούτε πολεμιστές» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ.

«Σωστά. Πολύ σωστά» είπε η Φωνή του Αρχηγού. «Ορθώς δε μας βλέπετε. Και ξέρετε γιατί δε μας βλέπετε; Διότι είμαστε αόρατοι.»

«Μπράβο, Αρχηγέ! Πες τους τα!» πετάχτηκαν οι Άλλες Φωνές. «Φαρσί τα λες, Αρχηγέ. Τους αποστόμωσες.»

«Μη μιλάς, Ριπ» ψιθύρισε ο Κασπιανός, και πρόσθεσε φωναχτά: «Τι θέλετε από μας, αόρατοι άνθρωποι; Τι σας φταίξαμε και γίνατε εχθροί μας;»

«Θέλουμε κάτι που μόνο το κοριτσάκι το μπορεί» είπε η Φωνή του Αρχηγού. (Και η χορωδία συμπλήρωσε πως το ίδιο ακριβώς ετοιμαζόταν να πει κι αυτή.)

«Κοριτσάκι; Ποιο κοριτσάκι;» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ. «Η Κυρία από δω είναι Βασίλισσα.»

«Εμείς δεν ξέρουμε από βασίλισσες» είπε η Φωνή του Αρχηγού. («Ούτε κι εμείς, ούτε κι εμείς ξέρουμε» πρόσθεσε η χορωδία.) «Θέλουμε όμως κάτι που το μπορεί.»

«Τι πράγμα;» είπε η Λούσυ.

«Αν είναι κάτι που απειλεί την τιμή ή την ασφάλεια της Μεγαλειοτάτης» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ, «θα δείτε πόσους σκοτώνουμε πριν πεθάνουμε».

«Ακούστε» είπε η φωνή του Αρχηγού, «είναι μεγάλη ιστορία. Δεν καθόμαστε καλύτερα;»

Η πρότασή του συνάντησε θερμότατη υποδοχή από τις Άλλες Φωνές, μα οι Ναρνιανοί προτίμησαν να μείνουν όρθιοι.

«Ακούστε λοιπόν» είπε η Φωνή του Αρχηγού. «Τούτο το νησί είναι ιδιόκτητος ιδιοκτησία ενός μεγάλου μάγου, προ αμνημονεύτων χρόνων. Και όλοι εμείς είμαστε υπηρέτες του –δηλαδή, τι είμαστε, τρόπος του λέγειν, γιατί δεν είμαστε πια. Τέλος, για να μην τα πολυλογώ και σας ζαλίζω, ο μάγος που σας έλεγα, ξέρετε ποιος, μας είπε να κάνουμε κάτι που δε μας άρεσε. Και γιατί δε μας άρεσε, θα μου πείτε; Διότι δε θέλαμε, θα σας πω. Και λοιπόν, ο μάγος που σας έλεγα, ξέρετε ποιος, έγινε πυρ και μανία. Διότι πρέπει να σας πω ότι το νησί είναι ιδιόκτητος ιδιοκτησία του και ήταν μαθημένος να γίνεται το δικό του, διότι έτσι είναι. Και είχε πέρα για πέρα δίκιο, ξέρετε. Λοιπόν, πού είχαμε μείνει; Α, μάλιστα, και τότε ο μάγος ανέβηκε πάνω (γιατί πρέπει να ξέρετε πως όλα τα μαγικά του τα είχε πάνω, κι όλοι εμείς μέναμε από κάτω), κι ανεβαίνει πάνω, το λοιπόν, και μας κάνει μάγια. Και μας κάνει άσκημους με τα μάγια. Κι αν μας βλέπατε τώρα με τα μάτια σας, που αν θέλετε τη γνώμη μου, δηλαδή, να φχαριστάτε το τυχερό σας αστέρι που δε μας βλέπετε, τέλος πάντων, δε θα πιστεύατε πώς ήμαστε πριν μας ασκημήνει με τα μάγια. Μωρέ, με τίποτα δε θα το πιστεύατε, κι αλήθεια λέω. Και γίναμε το λοιπόν τόσο άσκημοι, που δεν αντέχαμε να βλέπουμε ο ένας τα μούτρα τ’ αλλουνού. Και λέμε τότε, τι να κάνουμε, τι να κάνουμε... Κι ακούστε τώρα τι κάναμε, θα σας το πω αμέσως και χωρίς πολλά. Περιμέναμε να κοιμηθεί για μεσημέρι ο μάγος που σας έλεγα, ξέρετε ποιος, να μην το ξαναλέω, κι έπειτα ανεβήκαμε πάνω σιγά σιγά, να βρούμε το μαγικό του βιβλίο, μήπως κάνουμε τίποτα και ξεασκημήνουμε. Κι όλοι μας τρέμαμε κι ήμαστε μουσκίδι στον ιδρώτα, άλλο να σας λέω κι άλλο να το βλέπετε, και τέλος πάντων έτσι ήτανε. Κι αν θέτε το πιστεύετε, στο χέρι σας είναι, πάντως εγώ σας βεβαιώνω πως δε βρήκαμε ούτε μισό ξόρκι που να διώχνει την ασκήμια, κι όλο περνούσε η ώρα και φοβόμαστε μήπως ξυπνήσει ο γερο-αφέντης μας –αφού, να φανταστείτε, ποτάμι έτρεχε ο ιδρώτας από πάνω μου, η αλήθεια να λέγεται– και τέλος πάντων, να μην τα πολυλογώ και σας κουράζω, καλώς καμωμένο, κακώς καμωμένο, δεν ξέρω, ακούστε και θα κρίνετε, στο τέλος πετυχαίνουμε ένα ξόρκι που κάνει τους ανθρώπους αόρατους. Και λέμε, κάλλιο αόρατοι παρά άσκημοι. Και γιατί το ’παμε, θα μου πείτε; Διότι έτσι μας άρεσε καλύτερα, και παραπέρα δεν έχει. Και λοιπόν, το κοριτσάκι μου, που ήτανε σχεδόν μια ηλικία με το δικό σας, κι ήτανε νοστιμούλικο το τσαμένο πριν ασκημήνει, γιατί τώρα –τέλος πάντων, μην τα πολυλογώ και σας κουράζω, τι έλεγα λοιπόν; Α, μάλιστα, το κοριτσάκι μου διαβάζει φωναχτά το ξόρκι, γιατί το ξόρκι αυτό πρέπει να το διαβάσει κοριτσάκι, αν δεν το διαβάσει ο ίδιος ο μάγος, με καταλαβαίνετε, ειδαλλιώς το ξόρκι δεν πιάνει. Και γιατί δεν πιάνει; Θα μου πείτε. Διότι έτσι, θα σας πω, και παραπέρα δεν έχει. Μας διαβάζει το λοιπόν η Κλίπσι μου , το ξόρκι, γιατί πρέπει, να σας πω ότι διαβάζει πολύ ωραία, το πουλάκι μου, κι αμέσως γίναμε όλοι αόρατοι, όπως σας βλέπω και με βλέπετε. Και σας βεβαιώνω, ήτανε μεγάλη ανακούφιση που δε βλέπαμε πια ο ένας τα μούτρα τ’ αλλουνού. Μεγάλη ανακούφιση ήτανε –τουλάχιστον στην αρχή. Αλλά, για να μην τα πολυλογώ και σας κουράζω, βαρεθήκαμε να ’μαστε αόρατοι. Χώρια το άλλο, που δε λογαριάσαμε απ’ τα πριν πως κι ο μάγος που σας έλεγα, ξέρετε ποιος, θα γινόταν κι αυτός αόρατος. Κι από τότε δεν τον ξανάδαμε ποτέ το μάγο που σας έλεγα, και δεν ξέρουμε αν έφυγε ή πέθανε, ή μήπως κάθεται κει πάνω κι είναι αόρατος, και μετά κατεβαίνει κι είναι πάλι αόρατος, και σας το λέω και να με πιστέψετε, στήνουμε αυτί, αφουγκραζόμαστε, και πάλι τίποτα, διότι ο μάγος που σας έλεγα, ξέρετε ποιος, όλο ξιπόλητος τριγυρνούσε κι ήταν αθόρυβος σαν τη γάτα, σαν μεγαλούτσικη γάτα, για την ακρίβεια, και για να σας το πω μια και καλή, αφέντες μου, μας έχουνε σπάσει τα νεύρα.»

Αυτή περίπου ήταν η ιστορία της Φωνής του Αρχηγού, που σας την είπα περιληπτικά, γιατί παρέλειψα σκόπιμα τι σεγοντάριζαν οι Άλλες Φωνές. Για να καταλάβετε, ο Αρχηγός δεν ξεστόμιζε ποτέ πάνω από πέντ’ έξι λέξεις μαζεμένες, κι οι Άλλες Φωνές τον έκοβαν και δήλωναν πως συμφωνούν και μπράβο, Αρχηγέ, γεια στο στόμα σου, κι οι Ναρνιανοί είχαν βγει απ’ τα ρούχα τους ώσπου να τελειώσει η ιστορία. Κι όταν τέλειωσε καμιά φορά, έπεσε μεγάλη σιωπή.

«Ωραία όλ’ αυτά» είπε πρώτη η Λούσυ, «αλλά τι δουλειά έχουμε εμείς; Δεν καταλαβαίνω».

«Μπα, σε καλό μου! Ξέχασα να σας πω το κυριότερο» είπε η Φωνή του Αρχηγού.

«Αυτό θα λέγαμε κι εμείς!» αλάλαξαν οι Φωνές όλο ενθουσιασμό.

«Και βέβαια το ξέχασες, Αρχηγέ. Και το ξέχασες υπέροχα, καταπληκτικά το ξέχασες. Κανένας δεν ξεχνάει καλύτερα από σένα, Αρχηγέ! Γεια στο στόμα σου!»

«Δηλαδή..., να τα ξαναπώ απ’ την αρχή;» είπε η Φωνή του Αρχηγού.

«Όχι, όχι, να λείπει!» τον έκοψαν μ’ ένα στόμα ο Κασπιανός και ο Έντμουντ.

«Λοιπόν, για να μην τα πολυλογώ» είπε η Φωνή του Αρχηγού, «τόσον καιρό περιμένουμε ένα καλό κοριτσάκι από ξένα μέρη, σαν κι εσάς καληώρα, δεσποινιδούλα μου, ν’ ανεβεί απάνω και να πάρει το μαγικό βιβλίο και να βρει το ξόρκι που λύνει το άλλο ξόρκι και να το διαβάσει, για να μην είμαστε πια αόρατοι. Και πήραμε όρκο, τους πρώτους ξένους που θα φτάσουν στο νησί (και θα ’χουν μαζί τους ένα καλό κοριτσάκι, εννοείται, γιατί αν δεν έχουν το πράγμα αλλάζει) δε θα τους αφήσουμε να φύγουν ζωντανοί, αν δε μας κάνουν αυτή την εξυπηρετησούλα. Και λοιπόν, αφέντες μου, αν το κοριτσάκι σας δεν πάει απάνω αμέσως, μετά λύπης μας θα πρέπει να σας κόψουμε το λαρύγγι ολουνών. Διότι έτσι είπαμε να κάνουμε, και πρέπει να το κάνουμε, και μη σας κακοφανεί ποσώς».

«Εγώ πάντως δε βλέπω όπλα» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ. «Κι αυτά αόρατα είναι;» Πριν προλάβει όμως να τελειώσει την κουβέντα του, ένα σφύριγμα ακούστηκε και την άλλη στιγμή ένα ακόντιο είχε καρφωθεί στο δέντρο που ήταν πίσω τους.

«Αυτό που βλέπετε είναι ακόντιο» είπε η Φωνή του Αρχηγού.

«Ακόντιο είναι, Αρχηγέ, ακόντιο» είπαν οι άλλοι. «Γεια στο στόμα σου.»

«Κι έφυγε από το χέρι μου» συνέχισε η Φωνή του Αρχηγού. «Τα όπλα γίνονται ορατά όταν δεν τ’ αγγίζουμε.»

«Και γιατί πρέπει να το κάνω εγώ αυτό που λες;» ρώτησε η Λούσυ. «Γιατί δεν το κάνει κάποιος δικός σας; Δεν έχετε κορίτσια;»

«Άπαπα, άπαπα!» είπαν όλες οι Φωνές μαζί. «Εμείς δεν ξανανεβαίνουμε κει πάνω!»

«Μ’ άλλα λόγια» είπε ο Κασπιανός, «ζητάτε από την Κυρία ν’ αντιμετωπίσει έναν κίνδυνο, που δε θέλετε να τον αντιμετωπίσουν οι κόρες και οι αδερφές σας».

«Σωστά, σωστά» είπαν χαρούμενες όλες οι Φωνές. «Γεια στο στόμα σου! Α, εσύ είσαι και γραμματιζούμενος, έτσι φαίνεται. Με την πρώτη φαίνεται.»

«Δεν είμαστε με τα καλά μας!» είπε ο Έντμουντ, αλλά τότε μπήκε στη μέση η Λούσυ.

«Και πρέπει ν’ ανέβω νύχτα ή μέρα;»

«Μέρα, μέρα, και βέβαια μέρα» είπε η Φωνή του Αρχηγού. «Όχι νύχτα! Άπαπα! Ποιος σου ’πε να πας νύχτα; Ν’ ανεβείς εκεί πάνω στα σκοτεινά; Μπρρρ!»

«Τότε θα πάω» είπε η Λούσυ. «Μη δοκιμάσετε να μ’ εμποδίσετε γιατί δε γίνεται αλλιώς. Τα βλέπετε και μόνοι σας. Είναι πολλοί, δεν τα βγάζουμε πέρα μαζί τους. Αν πάω, έχουμε μια ελπίδα.»

«Κι ο μάγος;» είπε ο Κασπιανός.

«Μπορεί να μην είναι και τόσο κακός όσο λένε. Απ’ ό,τι κατάλαβα, οι αόρατοι άνθρωποι δεν είναι και πολύ θαρραλέοι».

«Ούτε πολύ έξυπνοι» είπε ο Ευστάθιος.

«Στάσου» είπε ο Έντμουντ. «Δεν πρόκειται να σ’ αφήσουμε. Είναι τρέλα. Ρώτα και τον Ριπ, να δεις τι θα σου πει.»

«Μόνο έτσι θα σώσω τη ζωή μου και τη δική σας» απάντησε η Λούσυ. «Δεν έχω καμιά όρεξη να με κομματιάσουν τα αόρατα σπαθιά τους.»

«Η Μεγαλειοτάτη έχει δίκιο» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ. «Αν υπήρχε ελπίδα να σωθούμε δίνοντας μάχη, το καθήκον μας θα ήταν σαφές. Μου φαίνεται όμως πως τέτοια ελπίδα δεν υπάρχει. Κι ύστερα, η εξυπηρέτηση που ζητούν δεν προσβάλλει την τιμή της Μεγαλειότητος της. Αντιθέτως, πρόκειται για πράξη ηρωική και ευγενική. Αν η καρδιά της Βασίλισσας τής λέει ν’ αψηφήσει το μάγο, εγώ προσωπικώς δεν πρό-κειται να της εναντιωθώ.»

Ο Ριπιτσιπιτσίπ είχε πει τη γνώμη του καθαρά και ξάστερα, γιατί όλοι ήξεραν πως ήταν γενναίος και δεν υπήρχε φόβος να τον περάσουν για δειλό. Μόνο τ’ αγόρια, που είχαν δειλιάσει πολλές φορές στη ζωή τους, έγιναν κατακόκκινα. Αναγκάστηκαν όμως να συμμορφωθούν. Δυνατές ζητωκραυγές από τους αόρατους ανθρώπους υποδέχτηκαν την απόφαση της Λούσυ, και η Φωνή του Αρχηγού (με τη θερμή υποστήριξη των υπόλοιπων) κάλεσε τους Ναρνιανούς να μείνουν για δείπνο και για τη νύχτα.

Ο Ευστάθιος πρότεινε ν’ αρνηθούν, αλλά η Λούσυ είχε αντίθετη γνώμη. «Είμαι σίγουρη πως δε θα μας προδώσουν. Δεν είναι τέτοιοι τύποι» είπε, και οι άλλοι συμφώνησαν. Κι έτσι, συνοδευμένοι από τρομαχτικά ποδοβολητά και γδούπους (όταν έφτασαν στην πλακόστρωτη αυλή, έγινε χαλασμός) ξαναγύρισαν στο σιωπηλό σπίτι.

Загрузка...