10 Το βιβλίο τον μάγου

Οι αόρατοι άνθρωποι περιποιήθηκαν βασιλικά τους καλεσμένους τους, κι ήταν πολύ αστείο να βλέπεις πιάτα και πιατέλες να προσγειώνονται στο τραπέζι χωρίς να τα κρατάει κανείς. Όμως τα πιατικά δεν προχωρούσαν ήσυχα ήσυχα, παράλληλα με το πάτωμα, όπως γίνεται πάντα όταν τα κρατούν αόρατα χέρια. Διέσχιζαν την τραπεζαρία με χοροπηδητά και σάλτα στον αέρα, και με κάθε σάλτο, έβλεπες τα πιάτα να τινάζονται τέσσερα πέντε μέτρα ψηλά, κι έπειτα να κατεβαίνουν και να σταματούν απότομα στο ένα μέτρο απ’ το πάτωμα. Κι αν είχαν μέσα σούπα ή σάλτσα, το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό.

«Μ’ έχει φάει η περιέργεια» ψιθύρισε ο Ευστάθιος στον Έντμουντ. «Λες να ’χουν ανθρώπινη μορφή; Εγώ λέω πως θα μοιάζουν με πελώριες ακρίδες ή γι-γάντια βατράχια.»

«Το ίδιο θα ’λεγα κι εγώ» είπε ο Έντμουντ, «αλλά μη σου φύγει κουβέντα γι’ ακρίδες μπροστά στη Λούσυ. Τα έντομα δεν τα πολυσυμπαθεί –και προπαντός τα μεγάλα».

Το δείπνο θα ’ταν καλύτερο αν δεν υπήρχε τόση ακαταστασία, κι αν η συζήτηση στο τραπέζι δεν ήταν όλο συμφωνίες. Οι αόρατοι άνθρωποι συμφωνούσαν με τα πάντα. Γεγονός είναι ότι τα περισσότερα σχόλια δε σήκωναν καμιά διαφωνία: «Εγώ πάντα το ’λεγα, όποιος πεινάει, πρέπει να τρώει» ή «Κοίτα, σκοτεινιάζει. Πάντα σκοτεινιάζει τη νύχτα» ή πάλι «Α, μάλιστα, απ’ τη θάλασσα ήρθατε! Πολύ βρεμένο πράμα η θάλασσα, ε;» Κι η Λούσυ κοιτούσε κάθε τόσο το σκοτεινό άνοιγμα που έχασκε στη βάση της σκάλας –γιατί όπως καθόταν, το ’χε απέναντι της– κι αναρωτιόταν τι θα ’βρισκε στο πάνω πάτωμα το επόμενο πρωί. Κατά τα άλλα, ήταν ωραίο δείπνο, με μανιταρόσουπα, βραστό κοτόπουλο και ψητό χοιρινό, βατόμουρα και φράουλες και ανθότυρο, κρέμα, γάλα και υδρόμελι. Όλοι ξετρελάθηκαν με το υδρόμελι, μα τον Ευστάθιο τον έπιασε το στομάχι του.

Ξυπνώντας το επόμενο πρωί, η Λούσυ ένιωσε σαν να την περίμενε διαγώνισμα στο σχολείο ή ραντεβού στον οδοντογιατρό. Ήταν υπέροχη μέρα. Μέλισσες μπαινόβγαιναν ζουζουνίζοντας απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο, κι ο κήπος έξω θύμιζε Αγγλία. Η Λούσυ ντύθηκε και κατέβηκε για πρωινό, βάζοντας τα δυνατά της να φανεί αδιάφορη. Έφαγε και κουβέντιασε σαν να μη συνέβαινε τίποτα, κι έπειτα άκουσε προσεχτικά τις οδηγίες που της έδωσε η Φωνή του Αρχηγού. Στο τέλος, αποχαιρέτησε τους υπόλοιπους, σηκώθηκε αμίλητη κι άρχισε ν’ ανεβαίνει τις σκάλες χωρίς να κοιτάζει πίσω της.

Ευτυχώς, οι σκάλες ήταν λουσμένες στο φως της μέρας, γιατί στο πρώτο κεφαλόσκαλο, ίσια μπροστά της, είχε ένα μεγάλο παράθυρο. Ως το πρώτο κεφαλόσκαλο, η Λούσυ άκουγε καθαρά το τικ τακ του πελώριου ρολογιού στην είσοδο. Έπειτα έστριψε αριστερά στις επόμενες σκάλες, κι ο ήχος του ρολογιού έσβησε.

Στην κορφή της σκάλας ήταν ένας μακρύς και φαρδύς διάδρομος που έκοβε το σπίτι απ’ άκρη σ’ άκρη. Στο τέλος του είχε ένα τεράστιο παράθυρο, κι ένα σωρό πόρτες δεξιά κι αριστερά. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι σκαλίσματα και ανάγλυφα, και το πάτωμα ντυμένο με χαλί. Η Λούσυ στάθηκε ακίνητη κι αφουγκράστηκε. Άκουγε καθαρά τους ανεπαίσθητους θορύβους του σπιτιού –το βουητό μιας μύγας, το χαρχάλεμα των ποντικών, το θρόισμα κάποιας κουρτίνας –όλα, εκτός απ’ τους τρελούς χτύπους της καρδιάς της.

«Τελευταία πόρτα αριστερά» ψιθύρισε. Η ιδέα δεν της άρεσε καθόλου. Για να φτάσει εκεί, έπρεπε να προσπεράσει ένα σωρό πόρτες –και πίσω από κάποια πόρτα μπορεί να ’ταν ο μάγος, κοιμισμένος, ξύπνιος, αόρατος... Ή νεκρός. Προσπάθησε να μην το σκέφτεται και προχώρησε. Τα βήματά της πνίγηκαν μέσα στο παχύ χαλί.

«Δεν υπάρχει φόβος... Τουλάχιστον για την ώρα» είπε μέσα της η Λούσυ. Ο διάδρομος ήταν φωτεινός και σιωπηλός. Ίσως υπερβολικά σιωπηλός. Τα πράγματα θα ’ταν πιο εύκολα, αν στις πόρτες δεν υπήρχαν μυστήρια σύμβολα, χαραγμένα με βαθυκόκκινη μπογιά –ένα σωρό περίεργα συμπλέγματα, που κάτι έπρεπε να σημαίνουν, κι αυτό το κάτι δεν ήταν απαραίτητα καλό. Κι ύστερα, ήταν κι οι μάσκες που κρέμονταν στους τοίχους. Δε θα τις έλεγες αποκρουστικές, αλλά ούτε και συμπαθητικές ήταν. Τα άδεια μάτια τους έμοιαζαν παράξενα, κι αν άφηνες λίγο τη φαντασία σου ελεύθερη, θα ’λεγες πως, μόλις τους γυρνούσες την πλάτη, οι μάσκες μόρφαζαν απαίσια πίσω σου.

Φτάνοντας στην έκτη πόρτα, η Λούσυ πέρασε την πρώτη λαχτάρα. Για μια στιγμή, ήταν σχεδόν σίγουρη πως ένα σατανικό μουτράκι με μακριά γένια είχε ξεπηδήσει απ’ τον τοίχο και την κορόιδευε. Μάζεψε όλη της τη δύναμη για να σταματήσει και να βεβαιωθεί. Όχι, δεν ήταν μουτράκι, μόνο ένας καθρέφτης, στο μέγεθος και στο σχήμα του δικού της προσώπου. Όμως αυτός ο καθρέφτης είχε μαλλιά και γένια, κι όταν καθρεφτιζόσουν μέσα του, τα μαλλιά και τα γένια έμοιαζαν φυτρωμένα στο δικό σου πρόσωπο. «Δεν ήταν τίποτα» είπε μέσα της η Λούσυ. «Τον εαυτό μου είδα περνώντας. Δεν υπάρχει φόβος.» Όμως ο εαυτός της δεν της είχε αρέσει καθόλου με γένια και μαλλιά. (Καταλαβαίνω πως σας τρώει η περιέργεια, αλλά δεν ξέρω να σας πω τι ακριβώς ήταν ο Γενειοφόρος Καθρέφτης. Βλέπετε, δεν είμαι μάγος.)

Πριν φτάσει στην τελευταία πόρτα αριστερά, η Λούσυ είχε αρχίσει ν’ αναρωτιέται αν μάκραινε ο διάδρομος με κάθε βήμα της –ή μη– πως έφταιγαν τα μάγια του σπιτιού. Όμως, όταν έφτασε με τα πολλά, βρήκε την πόρτα ανοιχτή.

Πίσω απ’ την πόρτα ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο, με τρία τεράστια παράθυρα, γεμάτο βιβλία απ’ το πάτωμα ως το ταβάνι. Τόσα βιβλία, πρώτη φορά τα ’βλεπε στη ζωή της. Είχε βιβλιαράκια τόσα δα, και βιβλία χοντρά και πελώρια, κι άλλα που ήταν μεγαλύτερα κι απ’ το Ευαγγέλιο στην εκκλησία. Όλα ήταν ντυμένα με δέρμα, και μύριζαν πολυκαιρία, σοφία και μάγια. Από τις οδηγίες που της είχε δώσει η Φωνή του Αρχηγού, η Λούσυ δε χρειάστηκε να ψάξει καθόλου. Το βιβλίο που ζητούσε, το Μαγικό Βιβλίο, ήταν ακουμπισμένο σ’ ένα αναλόγιο στη μέση του δωματίου. Η Λούσυ κατάλαβε πως έπρεπε να το διαβάσει όρθια (έτσι κι αλλιώς, καρέκλες δεν υπήρχαν), και μάλιστα με την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα. Κι επειδή αυτή η ιδέα δεν της άρεσε ιδιαίτερα, έκανε μεταβολή, αποφασισμένη να κλείσει την πόρτα –για κάθε ενδεχόμενο.

Όμως η πόρτα δεν έκλεινε.

Ίσως μερικοί να διαφωνήσουν με τη Λούσυ, αλλά δεν νομίζω πως είχε δίκιο. Όπως είπε κι η ίδια αργότερα, με την πόρτα κλειστή θα φοβόταν λιγότερο, γιατί δεν είναι και τόσο ευχάριστο να ’χεις μια πόρτα ανοιχτή στην πλάτη σου, σε τέτοιο μέρος. Κι εγώ έτσι θα ’νιωθα στη θέση της. Όμως τώρα δεν της έμενε άλλη λύση.

Το δεύτερο πράγμα που την ανησύχησε, ήταν ο όγκος του βιβλίου. Η Φωνή του Αρχηγού δεν της είχε πει πού ακριβώς βρισκόταν το ξόρκι που έκανε τους ανθρώπους αόρατους, κι έδειξε μάλιστα ν’ απορεί όταν η Λούσυ ρώτησε και ξαναρώτησε. Ήταν φανερό πως η Φωνή του Αρχηγού δεν είχε πολλά πάρε δώσε με βιβλία, κι έτσι τη συμβούλεψε, απλώς, να το φυλλομετρήσει όλο, απ’ την αρχή ως το τέλος. «Μα μπορεί να ψάχνω μέρες και βδομάδες» ψιθύρισε η Λούσυ κοιτάζοντας τον πελώριο τόμο, «κι έχω ήδη την αίσθηση πως είμαι ώρες εδώ πάνω!»

Πλησίασε αργά το αναλόγιο κι άγγιξε το βιβλίο, κι αμέσως ένιωσε τα δάχτυλά της να μουδιάζουν, λες και το ξώφυλλο ήταν ηλεκτρισμένο. Προσπάθησε να το ανοίξει. Το βιβλίο δεν άνοιγε. Δεν έφταιγαν όμως τα μάγια, μα δυο σιδερένια θηλυκωτήρια. Όταν η Λούσυ τα ξεκούμπωσε, χωρίς δυσκολία, το βιβλίο άνοιξε μόνο του, και... Τι παράξενο!

Δεν ήταν τυπωμένο βιβλίο, αλλά χειρόγραφο. Τα γράμματά του ήταν καθαρά και συμμετρικά, με μακριές παχιές ουρές που ανηφόριζαν και κατηφόριζαν –πελώρια γράμματα, που τα διάβαζες πιο εύκολα απ’ τα τυπωμένα, και τόσο όμορφα, που η Λούσυ έμεινε να τα χαζεύει, και για κάμποση ώρα ξέχασε πως έπρεπε να ψάξει. Το χαρτί ήταν λείο και κρουστό, και μύριζε πολύ ωραία. Γύρω απ’ τα κεφαλαία γράμματα, αρχή αρχή σε κάθε ξόρκι, είχε ζωγραφιές. Το ίδιο και στα περιθώρια της σελίδας.

Το βιβλίο δεν είχε πρωτοσέλιδα ούτε τίτλο. Άρχιζε αμέσως με ξόρκια. Τα πρώτα δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο: συνταγές για τις μυρμηγκιές («πλύνε τα χέρια σου με αστροφεγγιά μέσα σε ασημένια λεκάνη»), για τον πονόδοντο και τις κράμπες, κι ένα ξόρκι για να διώχνεις τις μέλισσες. Όμως ο ζωγραφιστός άνθρωπος με το πονεμένο δόντι ήταν τόσο ζωντανός, που αν τον κοιτούσες πολύ, σ’ έπιανε πονόδοντος, και οι χρυσές μέλισσες που ήταν ζωγραφισμένες γύρω γύρω στο τέταρτο ξόρκι, έμοιαζαν να πετάνε.

Η Λούσυ δεν έλεγε να ξεκολλήσει απ’ την πρώτη σελίδα. Όταν κατάφερε επιτέλους να τη γυρίσει, διαπίστωσε πως κι η επόμενη είχε μεγάλο ενδιαφέρον. «Πρέπει να συνεχίσω» ψιθύρισε, και φυλλομέτρησε καμιά τριανταριά σελίδες. Αν μπορούσε να τις μάθει απέξω, θα ’ξερε να βρίσκει θαμμένους θησαυρούς, να θυμάται ξεχασμένα πράγματα και να ξεχνάει αυτά που έπρεπε να ξεχαστούν, να μαντεύει αν κάποιος έλεγε την αλήθεια, να φέρνει και να σταματάει ανέμους, ομίχλη, χιόνια και βροχές, να κοιμίζει ανθρώπους με μάγια, ή να τους φορτώνει γαϊδουρινά κεφάλια (όπως στο Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας). Και με κάθε σελίδα που γυρνούσε, οι εικόνες γίνονταν πιο όμορφες και πιο ζωντανές.

Κι έτσι έφτασε σε μια σελίδα με ζωγραφιές τόσο εκθαμβωτικές, που το μάτι σάστιζε και δεν πρόσεχε πως υπήρχαν και γράμματα. Η Λούσυ πρόλαβε μόνο να δει τις πρώτες λέξεις, που έλεγαν: Ξόρκι αλάθητο και μαγικό, που όποια το προσφέρει, αποκτά καλλονή εξώκοσμη. Η Λούσυ κόλλησε τη μύτη της στη σελίδα και περιεργάστηκε τις ζωγραφιές. Από μακριά, της είχαν φανεί στριμωγμένες και μπερδεμένες, μα τώρα έβλεπε μερικές που ξεχώριζαν καθαρά. Στην πρώτη, ένα κορίτσι στεκόταν μπροστά σ’ ένα αναλόγιο. Το κορίτσι διάβαζε ένα πελώριο βιβλίο, κι ήταν ντυμένο ακριβώς όπως η Λούσυ. Στην επόμενη εικόνα, η Λούσυ (γιατί αυτή ήταν το ζωγραφιστό κορίτσι) ήταν πολύ σοβαρή κι είχε ανοίξει το στόμα της: κάτι τραγουδούσε ή διάβαζε φωναχτά. Στην τρίτη εικόνα το κορίτσι είχε αποκτήσει «καλλονή εξώκοσμη» –και μόλο που οι ζωγραφιές ήταν τόσο μικρές στην αρχή, τώρα, εντελώς ανεξήγητα, η ζωγραφιστή Λούσυ φαινόταν μεγάλη, σαν την αληθινή. Τα δυο κορίτσια κοιτάχτηκαν στα μάτια, κι η αληθινή Λούσυ αναγκάστηκε να χαμηλώσει τα δικά της, γιατί η ομορφιά της άλλης Λούσυ τη θάμπωσε. Πρόλαβε όμως να ξεχωρίσει στο πεντάμορφο πρόσωπο της ζωγραφιάς κάποια ομοιότητα με το δικό της. Κι έπειτα οι εικόνες πύκνωσαν κι άρχισαν να συνωστίζονται με τρομαχτική ταχύτητα. Η Λούσυ είδε τον εαυτό της στο θρόνο, να παρακολουθεί μια μεγάλη κονταρομαχία στην Καλορμίνα. Όλοι οι βασιλιάδες του κόσμου αγωνίζονταν να κερδίσουν το χέρι της. Και παρακάτω οι κονταρομαχίες έγιναν πόλεμοι, κι η Νάρνια, η Αρχελάνδη, το Τέλμαρ, η Καλορμίνα, η Γκάλμα κι η Τερεβινθία ερημώθηκαν καθώς βασιλιάδες και δούκες και μεγάλοι λόρδοι πολεμούσαν λυσσασμένα για το χατίρι της. Μετά, όλα άλλαξαν. Η Λούσυ, πάντα «καλλονή εξώκοσμη», βρισκόταν πάλι στην Αγγλία, κι η Σούζαν (που ήταν ως τότε η ωραία της οικογένεια) είχε γυρίσει απ’ την Αμερική. Η Σούζαν της ζωγραφιάς ήταν ίδια κι απαράλλαχτη με την αληθινή, μόνο λίγο πιο άχρωμη, και με έκφραση ξινισμένη. Η Σούζαν ζήλευε τρομερά την εκθαμβωτική καλλονή της Λούσυ, μα δεν είχε σημασία, γιατί κανένας πια δεν είχε μάτια για τη Σούζαν.

«Εγώ θα το πω το ξόρκι» σκέφτηκε η Λούσυ. «Θα το πω, και δε με νοιάζει καθόλου.» Το τελευταίο δε με νοιάζει καθόλου το πρόφερε φωναχτά, γιατί κάτι μέσα της της έλεγε πως δεν πρέπει.

Όμως, ξανακοιτάζοντας τις πρώτες λέξεις της σελίδας, εκεί, ανάμεσα στα γράμματα, που λίγο πριν δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο –θα ’παιρνε όρκο– είδε άξαφνα το πελώριο πρόσωπο ενός λιονταριού. Ήταν ο Ασλάν και την κοιτούσε κατάματα. Το λιοντάρι ήταν ζωγραφισμένο με τόσο αστραφτερό χρυσαφί χρώμα, που της Λούσυ της φάνηκε πως ξεκολλούσε απ’ τη σελίδα κι ερχόταν προς το μέρος της. Κι αργότερα που το ξαναθυμόταν, πάλι το ίδιο θα ’λεγε: η ζωγραφιά είχε σαλέψει. Η όψη του Λιονταριού δεν άφηνε περιθώρια για παρεξήγηση. Το Λιοντάρι βρυχιόταν κι έδειχνε τα δόντια του. Κι η Λούσυ, κατατρομαγμένη, βιάστηκε να γυρίσει σελίδα.

Λίγο πιο κάτω, πέτυχε ένα ξόρκι για να μαθαίνεις τι γνώμη είχαν για σένα οι φίλοι σου. Κι επειδή είχε λαχταρήσει τόσο να , διαβάσει το προηγούμενο ξόρκι και να γίνει «καλλονή εξώκοσμη», αλλά το σχέδιό της ματαιώθηκε, η Λούσυ σκέφτηκε τώρα πως, γι’ αντάλλαγμα, δε θα ’ταν άσκημα να διαβάσει αυτό εδώ. Γρήγορα γρήγορα, για να μην το μετανιώσει, διάβασε φωναχτά τα λόγια (που δεν πρόκειται βέβαια να σας τα επαναλάβω) και περίμενε να δει τι θα γίνει.

Τίποτα δεν έγινε. Μα όπως κοιτούσε αφηρημένα τις ζωγραφιές, ανακάλυψε κάτι παράξενο, το τελευταίο πράγμα που περίμενε στον κόσμο: μια ζωγραφιά που έδειχνε ένα βαγόνι της τρίτης θέσης στο τρένο. Μέσα κάθονταν δυο μαθήτριες, κι η Λούσυ τις γνώρισε αμέσως. Ήταν η Μάρτζορι Πρέστον και η Ανν Φέδερστον. Και πια δεν ήταν καθόλου ζωγραφιστές. Ολοζώντανες έμοιαζαν! Είχε ζωντανέψει και το σκηνικό, και φαίνονταν ως και τα τηλεγραφόξυλα που περνούσαν έξω απ’ το παράθυρο με μεγάλη ταχύτητα. Τα δυο κορίτσια κουβέντιαζαν και γελούσαν –και λίγο λίγο, σαν να πιάνεις καθαρότερα ένα σταθμό στο ραδιόφωνο, άρχισαν να ξεχωρίζουν και τα λόγια τους.

«Θα ’ρθεις στην παρέα μας αυτή τη χρονιά» έλεγε η Ανν, «ή θα κολλήσεις πάλι με τη Λούσυ Πήβενσυ;»

«Δε σε καταλαβαίνω. Τι θα πει θα κολλήσω;» απάντησε η Μάρτζορι.

«Όχι και δεν καταλαβαίνεις» είπε η Ανν. «Πέρσι όλο με τη Λούσυ έκανες παρέας».

«Σιγά!» είπε η Μάρτζορι. «Για τόσο βλάκα με πέρασες; Δεν είναι κακό παιδί, βέβαια, μα τη σκυλοβαρέθηκα πριν τελειώσει η σχολική χρονιά.»

«Αυτή τη χρονιά δε θα προλάβεις να με βαρεθείς!» φώναξε η Λούσυ. «Τέρας! Διπρόσωπη!» Και τότε ο ήχος της φωνής της τη συνέφερε: η πραγματική Μάρτζορι βρισκόταν πολύ μακριά, σ’ έναν άλλο κόσμο, κι η Λούσυ τα ’χε βάλει με μια ζωγραφιά!

«Για σκέψου» είπε μέσα της η Λούσυ, «κι εγώ που την είχα για φίλη! Πέρσι της έκανα όλα της τα χατίρια, της στάθηκα όσο καμιά –και το ξέρει καλά. Και να με βρίζει έτσι, σε ποιαν; Στην Ανν Φέδερστον! Λες να ’ναι τα ίδια όλες μου οι φίλες; Έχει κι άλλες εικόνες εδώ, ένα σωρό. Α, όχι, όχι, δε θέλω να τις δω, δε θέλω, δε θέλω...» και γύρισε με κόπο τη σελίδα. Όμως ένα μεγάλο, θυμωμένο δάκρυ είχε προλάβει να λεκιάσει την προηγούμενη.

Στην καινούρια σελίδα βρήκε ένα ξόρκι «για την ανανέωση του πνεύματος». Εδώ ήταν λιγότερες οι ζωγραφιές, και πιο ωραίες. Κι όταν η Λούσυ άρχισε να διαβάζει, διαπίστωσε πως δεν ήταν ξόρκι, αλλά ιστορία. Έπιανε τρεις σελίδες αυτή η ιστορία, και πριν φτάσει στο τέλος της πρώτης σελίδας, η Λούσυ είχε ξεχαστεί και ζούσε την ιστορία σαν αληθινή, γιατί κι οι ζωγραφιές είχαν γίνει ολοζώντανες, κι όταν έφτασε στο τέλος της τρίτης σελίδας, είπε: «Ποτέ στη ζωή μου δε διάβασα ούτε θα ξαναδιαβάσω τόσο ωραία ιστορία. Και δέκα χρόνια να κρατούσε, πάλι δε θα τη χόρταινα. Στάσου τουλάχιστον να την ξαναδιαβάσω απ’ την αρχή».

Και τότε κατάλαβε πόσο μαγικό ήταν το βιβλίο. Οι σελίδες του δεν μπορούσαν να γυρίσουν προς τα πίσω. Καθώς το ’χε ανοιχτό μπροστά της, μόνο οι δεξιές του σελίδες γύριζαν. Οι αριστερές είχαν κλείσει για πάντα.

«Κρίμα» είπε η Λούσυ, «κι ήθελα τόσο να την ξαναδιαβάσω... Τουλάχιστον να θυμηθώ τι έλεγε... Για να δούμε... Έλεγε... Έλεγε... Περίεργο. Όσο προσπαθώ να θυμηθώ, τόσο σβήνει απ’ το μυαλό μου. Κι η τελευταία σελίδα έγινε άγραφη! Μυστήριο βιβλίο! Μα πώς την ξέχασα έτσι; Έλεγε για ένα κύπελλο κι ένα σπαθί κι ένα δέντρο κι έναν πράσινο λόφο –ως εδώ θυμάμαι. Μα παρακάτω;»

Και δεν μπόρεσε να θυμηθεί ποτέ. Από τη μέρα εκείνη, όταν η Λούσυ μιλάει για «ωραίες ιστορίες», έχει πάντα στο νου της τη λησμονημένη ιστορία απ’ το Βιβλίο του Μάγου.

Κι έτσι, η Λούσυ γύρισε σελίδα, κι είδε πως η επόμενη δεν είχε καθόλου ζωγραφιές. Άλλο και τούτο! Και πάνω πάνω, έλεγε: Ξόρκι που τα κρυμμένα πράματα τα κάνει ορατά. Το διάβασε μια φορά από μέσα της, για να μη σκοντάψει στις δύσκολες λέξεις, κι έπειτα το είπε και φωναχτά. Κι αμέσως το κατάλαβε πως έπιανε, γιατί όπως το διάβαζε, τα κεφαλαία γράμματα άρχιζαν ν’ αποκτούν χρώματα, και τα περιθώρια της σελίδας γέμιζαν ζωγραφιές. Όπως κρατάς πάνω απ’ τη φλόγα του κεριού ένα χαρτί γραμμένο με συμπαθητική μελάνη, και λίγο λίγο φαίνεται η γραφή, μόνο που εδώ, αντί για το μουντό χρώμα απ’ το χυμό του λεμονιού (που είναι η ευκολότερη συμπαθητική μελάνη), η σελίδα γέμιζε χρυσά και πορφυρά και υπέροχα βαθιά γαλάζια. Ήταν παράξενες οι ζωγραφιές, μ’ ένα σωρό μορφές που της Λούσυ δεν της άρεσαν πολύ. Και τότε σκέφτηκε: «Να δεις που με το ξόρκι δεν έκανα ορατούς μόνο τους υπηρέτες. Μπορεί να ’χει κι άλλα αόρατα πλάσματα κρυμμένα σ’ ένα μέρος σαν κι αυτό, και δεν έχω καμιά όρεξη να τα δω».

Εκείνη τη στιγμή, άκουσε μαλακά και βαριά πατήματα να πλησιάζουν στο διάδρομο. Και, βέβαια, θυμήθηκε τι είχαν πει οι Φωνές για το Μάγο που κυκλοφορούσε ξιπόλητος και αθόρυβος σαν γάτα. Κι επειδή είναι πάντα καλύτερα να βλέπεις, αντί να αισθάνεσαι απλώς κάτι πίσω απ’ την πλάτη σου, η Λούσυ γύρισε.

Και τότε το πρόσωπό της φωτίστηκε, και για μια στιγμή (χωρίς ποτέ η ίδια να το μάθει) έγινε πεντάμορφη σαν την άλλη Λούσυ, της εικόνας, κι όρμησε πνίγοντας μια κραυγή χαράς και με τα χέρια απλωμένα. Στην πόρτα στεκόταν ο Ασλάν, το Λιοντάρι, ο μεγαλύτερος απ’ όλους τους Μεγάλους Βασιλιάδες. Κι ήταν χειροπιαστός κι αληθινός και ζεστός, και την άφησε να τον φιλήσει και να χωθεί στην αστραφτερή του χαίτη. Κι απ’ το βαθύ ήχο που αφουγκράστηκε μέσα του, και που έμοιαζε λίγο σαν τη βουή του σεισμού, η Λούσυ τόλμησε να υποθέσει πως ο Ασλάν γουργούριζε.

«Αχ, Ασλάν» είπε, «τι καλά που ήρθες!»

«Εδώ ήμουν πάντα» είπε το Λιοντάρι, «αλλά εσύ μ’ έκανες ορατό».

«Ασλάν!» τον μάλωσε η Λούσυ, «μη με κοροϊδεύεις. Μπορώ να κάνω τίποτα εγώ για να γίνεις ορατός εσύ;»

«Κι όμως, το ’κανες» είπε ο Ασλάν. «Λες πως δεν πρέπει να συμμορφώνομαι με τους δικούς μου κανόνες;»

Σώπασε λίγο, κι έπειτα ξαναμίλησε.

«Παιδί μου» είπε, «νομίζω πως κρυφάκουγες».

«Κρυφάκουγα; Εγώ;»

«Ναι, τις δυο συμμαθήτριές σου που μιλούσαν για σένα.»

«Α, αυτό; Μα δε σκέφτηκα πως ήταν κακό. Τα μάγια το ’καναν.»

«Είτε με μάγια κατασκοπεύεις, είτε χωρίς μάγια, το ίδιο είναι. Κι ύστερα, δεν έκρινες σωστά τη φίλη σου. Μπορεί να ’χει. αδύνατο χαρακτήρα, αλλά σ’ αγαπάει. Απλώς, φοβήθηκε λίγο το άλλο κορίτσι, και είπε πράγματα που δεν τα εννοεί.»

«Όμως εγώ νομίζω πως δε θα ξεχάσω εύκολα τι είπε...»

«Το ξέρω.»

«Και τώρα; Τα ’κανα μούσκεμα, ε; Δηλαδή... δηλαδή, θα ’ταν ακόμα φίλη μου αν δεν είχα κρυφακούσει... θα ’ταν πολύ καλή μου φίλη, ίσως για όλη μου τη ζωή, και πια...»

«Παιδί μου» είπε ο Ασλάν, «σου εξήγησα κι άλλοτε πως κανένας δεν έμαθε ούτε θα μάθει ποτέ τι θα γινόταν».

«Ναι, Ασλάν, μου το εξήγησες» είπε η Λούσυ. «Με συγχωρείς... Όμως, σε παρακαλώ...»

«Ναι, μικρή μου.»

«Θα ξαναδιαβάσω ποτέ εκείνη την ιστορία; Την ιστορία που δεν μπορώ να θυμηθώ; Ασλάν, θα μου την πεις εσύ; Αχ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ...»

«Και βέβαια θα σου την πω. Θα σου τη λέω χρόνια και χρόνια... Μα τώρα, έλα. Πρέπει να γνωρίσεις τον οικοδεσπότη.»

Загрузка...