15 Τα θαύματα της τελευταίας θάλασσας

Όταν χάθηκε πίσω τους η χώρα του Ραμάντου, οι ταξιδιώτες ένιωσαν πως αρμένιζαν πέρα απ’ τον κόσμο. Όλα ήταν αλλοιώτικα. Πρώτα πρώτα, ανακάλυψαν πως χρειάζονταν τώρα λιγότερο ύπνο. Κανένας δεν ήθελε να πλαγιάσει ούτε να φάει πολύ. Μιλούσαν ελάχιστα, και πάντα χαμηλόφωνα. Κι έπειτα, ήταν το φως. Το φως είχε δυναμώσει ασυνήθιστα. Ο ήλιος που έβγαινε κάθε πρωί, έμοιαζε δυο και τρεις φορές μεγαλύτερος απ’ το κανονικό του. Και κάθε πρωί τα πελώρια άσπρα πουλιά περνούσαν κοπάδια πάνω απ’ το καράβι, χάνονταν στη δύση, να ταϊστούν στο Τραπέζι του Ασλάν, και σε λίγο ξαναγυρνούσαν και χάνονταν στην ανατολή. Η Λούσυ ένιωθε την καρδιά της να σκιρτά καθώς τ’ άκουγε να τραγουδούν με ανθρώπινη φωνή σε μια γλώσσα ακατάληπτη.

«Τι ωραίο και καθαρό που είναι το νερό!» είπε μέσα της η Λούσυ το απογεματάκι της δεύτερης μέρας, γέρνοντας στην αριστερή κουπαστή.

Είχε δίκιο. Το πρώτο που πρόσεξε, ήταν ένα μικρό μαύρο αντικείμενο, ίσαμ’ ένα παπούτσι, που αρμένιζε πλάι τους ακολουθώντας το καράβι με την ίδια ταχύτητα. Για μια στιγμή, η Λούσυ φαντάστηκε πως κάτι έπλεε στην επιφάνεια. Τότε όμως πέρασε δίπλα της ένα ξεροκόμματο που είχε πετάξει ο μάγειρας απ’ το καμπούνι, κι εκεί που νόμιζε πως το ξεροκάμματο θα συγκρουστεί με το μαύρο πράγμα, η Λούσυ το είδε να περνάει από πάνω του, και κατάλαβε πως το μαύρο πράγμα ήταν πολύ πιο βαθιά. Κι άξαφνα, το μαύρο πράγμα μεγάλωσε, κι όλο μεγάλωνε, ώσπου πήρε το κανονικό του μέγεθος.

Η Λούσυ σκέφτηκε πως κάπου το ’χε ξαναδεί αυτό το φαινόμενο –αν μπορούσε μόνο να θυμηθεί που... Έπιασε σφιχτά τό μέτωπό της, ζάρωσε τα φρύδια της κι έβγαλε τη γλώσσα της, πιέζοντας τον εαυτό της να θυμηθεί. Α, ναι, τώρα το θυμόταν. Το ίδιο γινόταν και στο τρένο, αν ταξίδευες μέρα με ήλιο. Έβλεπες τη μαύρη σκιά του βαγονιού σου να τρέχει στα χωράφια παράλληλα με το τρένο, με την ίδια ταχύτητα. Κι έπειτα, περνώντας από κάποιο ανάχωμα, η σκιά σε πλησίαζε και μεγάλωνε τρέχοντας πάνω στο χορτάρι, κι όταν το ανάχωμα τέλειωνε –τσακ!– η μαύρη σκιά ξανάπαιρνε το κανονικό της μέγεθος κι έτρεχε πάλι στα χωράφια.

«Η σκιά μας είναι –η σκιά του Ταξιδιώτη της Αυγής», είπε η Λούσυ. «Η σκιά μας τρέχει στο βυθό της θάλασσας. Κι όταν μεγάλωσε, πρέπει να περνούσε από κάποιο λόφο. Μα τότε το νερό πρέπει να ’ναι απίστευτα καθαρό! Πρέπει να βλέπω το βυθό της θάλασσας, τόσες οργιές βάθος!»

Και λέγοντάς το, συνειδητοποίσε πως η μεγάλη ασημένια επιφάνεια που κοιτούσε (χωρίς να την προσέχει) τόση ώρα, ήταν η άμμος του βυθού, κι όλα τα σκοτεινά και τα φωτεινά μπαλώματα δεν ήταν φώτα και σκιές στην επιφάνεια, αλλά πράγματα στο βυθό. Να, τώρα δα, ας πούμε, περνούσαν πάνω από έναν όγκο απαλό πράσινο με μαβιές ανταύγειες, που τον έκοβε στη μέση μια φαρδιά ελικοειδής λουρίδα σε αχνό γκρίζο. Κι επειδή η Λούσυ ήξερε πια πως βλέπει το βυθό, έδωσε μεγαλύτερη προσοχή. Κάποια σκοτεινά σημεία ήταν ψηλότερα από τ’ άλλα και κυμάτιζαν απαλά. «Σαν τα δέντρα στον άνεμο» είπε μέσα της. «Μα και βέβαια είναι δέντρα. Ένα υποβρύχιο δάσος!»

Κι όπως περνούσαν πάνω απ’ το δάσος, η αχνή λουρίδα έσμιξε με άλλη μια. «Αν ήμουν εκεί, κάτω» σκέφτηκε η Λούσυ, «αυτή η λουρίδα θα ’ταν σαν δρόμος μέσ’ απ’ το δάσος. Κι αυτό το σημείο θα ’μοιαζε με σταυροδρόμι. Αχ, να ’μουν στο βυθό! Α, το δάσος τελειώνει. Να δεις που η λουρίδα ήταν αληθινός δρόμος. Να τον! Συνεχίζεται πάνω στην άμμο. Και τώρα έχει άλλο χρώμα. Οι άκρες του είναι σημαδεμένες με κάτι... Σαν τελίτσες... Μάλλον πέτρες θα ’ναι. Α, ο δρόμος φαρδαίνει...»

Ο δρόμος δε φάρδαινε. Απλώς, ερχόταν πιο κοντά. Η Λούσυ το κατάλαβε, επειδή η σκιά του πλοίου ανέβαινε τρεχάτη προς το μέρος της. Ο δρόμος –γιατί ήταν πια σίγουρη πως πρόκειται για δρόμο– ήταν γεμάτος στροφές, σαν ν’ ανέβαινε σ’ έναν απότομο λόφο. Η Λούσυ έγειρε πλάι και κοίταξε πίσω. Το θέαμα ήταν πανομοιότυπο μ’ αυτό που βλέπουμε απ’ την κορφή ενός λόφου, στο τέλος ενός δρόμου με πολλές στροφές. Το φως του ήλιου έσκιζε τα βαθιά νερά φωτίζοντας τη δασωμένη κοιλάδα. Πέρα μακριά, όλα έλιωναν κι έσμιγαν σ’ ένα ακαθόριστο πράσινο, εκτός από μερικά σημεία –ίσως τα πιο φωτισμένα, σκέφτηκε η Λούσυ– που ήταν βαθυγάλαζα.

Δεν μπορούσε όμως να κοιτάζει μόνο πίσω, γιατί αυτό που ξεπρόβαλλε λίγο λίγο μπροστά της ήταν πιο συναρπαστικό. Ο δρόμος είχε φτάσει στην κορφή του λόφου, και συνεχιζόταν ίσια μπροστά. Μικρές κηλίδες σάλευαν πέρα δώθε. Κάτι υπέροχο φάνηκε, φωτισμένο άπλετα απ’ τον ήλιο –ή πάντως όσο μπορούσε να φωτιστεί σε τέτοιο βάθος. Ήταν όγκοι με οδοντωτά περιγράμματα και κεραίες, στο χρώμα του μαργαριταριού ή του ελεφαντόδοτου. Στην αρχή, η Λούσυ δεν κατάλαβε τι ήταν, γιατί οι παράξενοι όγκοι βρίσκονταν από κάτω της, στην ίδια ευθεία με το βλέμμα της. Κι έπειτα, πρόσεξε τις σκιές. Ο ήλιος έπεφτε πάνω απ’ τους ώμους της, κι οι σκιές των παράξενων όγκων σέρνονταν μακριές στην άμμο. Από το σχήμα τους η Λούσυ μάντεψε πως ήταν κάστρα και σουβλερές στέγες, μιναρέδες και θόλοι.

«Α, πόλη είναι! Ή πελώριο κάστρο...» είπε μέσα της.

«Μα γιατί να το χτίσουν στην κορφή ενός ψηλού βουνού;»

Καιρό αργότερα, όταν βρισκόταν πια στη Αγγλία και το κουβέντιαζε με τον Έντμουντ, σκέφτηκαν κι οι δυο μαζί την απάντηση στο «γιατί», κι είμαι βέβαιος πως μάντεψαν σωστά. Στη θάλασσα, όσο πιο βαθιά κατεβαίνεις, τόσο πιο σκοτεινά και κρύα είναι, κι εκεί, στο κρύο και στη σκοτεινιά, ζουν επικίνδυνα πλάσματα –το Μεγάλο Χταπόδι, το Φίδι της Θάλασσας και το Τέρας Κράκεν. Οι κοιλάδες είναι άγριες και αφιλόξενες, κι οι Άνθρωποι της Θάλασσας έχουν τις κοιλάδες τους όπως εμείς τα απάτητα βουνά, και τα βουνά τους όπως εμείς τις κοιλάδες. Μόνο «στα ψηλά» (όπως για μας «στα χαμηλά») υπάρχει ζέστη και ειρήνη. Οι τολμηροί κυνηγοί και οι γενναίοι ιππότες της θάλασσας κατεβαίνουν στα βαθιά αναζητώντας κινδύνους και περιπέτειες, κι έπειτα επιστρέφουν στα ψηλά, όπου τους περιμένει ξεκούραση και γαλήνη, έρωτες, συμβούλια, χοροί, τραγούδια, κονταρομαχίες.

Τώρα η πόλη ξεμάκραινε πίσω της κι ο βυθός ανέβαινε ολοένα, κοντεύοντας τα εκατό μέτρα απ’ την καρίνα του Ταξιδιώτη της Αυγής. Ο δρόμος δεν υπήρχε πια. Το καράβι περνούσε πάνω από μια ανοιχτή έκταση, σαν πάρκο, με αραιές συστάδες βλάστησης σε λαμπερά χρώματα. Άξαφνα, η Λούσυ έπνιξε μια κραυγή χαράς: είχε δει ανθρώπους!

Θα ’ταν καμιά εικοσαριά, καβάλα σε ιππόκαμπους – όχι σαν τα μικρούτσικα θαλασσινά αλογάκια που βλέπουμε στα μουσεία της φυσικής ιστορίας αλλά μεγάλους ιππόκαμπους, πιο μεγάλους απ’ τους ανθρώπους. Άρχοντες θα ’ναι, ή ευγενείς, σκέφτηκε η Λούσυ γιατί στα μέτωπά τους άστραφτε χρυσάφι, κι απ’ τους ώμους τους κρέμονταν κρόσια από σμαράγδια και πορτοκαλιά πετράδια που σάλευαν απαλά με το ρεύμα. Κι έπειτα:

«Αχ, όχι, όχι, μη! Εσείς μου λείπατε!» φώναξε η Λούσυ, γιατί ένα κοπάδι πλακουτσά ψαράκια περνούσε σχεδόν στον αφρό, ανάμεσα στη Λούσυ και στους Ανθρώπους της Θάλασσας. Όμως αυτό που ακολούθησε, ήταν συναρπαστικό. Άξαφνα, ένα άγριο ψαράκι, που η Λούσυ δεν το ’χε ξαναδεί, όρμησε απ’ τα βαθιά, άνοιξε το στόμα του και, χράτς! άρπαξε στα δόντια του ένα πλακουτσό ψαράκι κι άρχισε να ξαναβουλιάζει ολοταχώς. Οι Άνθρωποι της Θάλασσας, καβάλα στ’ άλογά τους, είχαν σταθεί και παρακολουθούσαν. Η Λούσυ τους είδε να λένε κάτι και να γελούν. Κι όπως το πρώτο κυνηγόψαρο τους πλησίαζε κουβαλώντας τη λεία του, οι Άνθρωποι της Θάλασσας έστειλαν κα δεύτερο κυνηγόψαρο. Η Λούσυ ήταν σχεδόν βέβαιη πως το δεύτερο κυνηγόψαρο το ’χε στείλει ένας πελώριος Άνθρωπος της Θάλασσας, που βρισκόταν στη μέση της συντροφιάς, καβάλα στο θαλασσινό του άλογο. Σαν να το ’χε κουρνιασμένο στον καρπό του, και το ’χε απολύσει μ’ ένα τίναγμα του χεριού του.

«Λοιπόν» είπε φωναχτά η Λούσυ, «να δεις που έχουν βγει κυνήγι. Μα βέβαια, κυνηγοί είναι, σαν κι εκείνους που κυνηγούν με γεράκια. Τ’ άγρια ψάρια κουρνιάζουν στο χέρι τους, όπως κούρνιαζαν στο χέρι μας τα γεράκια, παλιά, όταν βασιλεύαμε στο Κάιρ Πάραβελ. Κι έπειτα πετούν... ή μάλλον κολυμπούν... κι αρπάζουν τη λεία τους...».

Άξαφνα, η σκηνή άλλαξε. Οι Άνθρωποι της Θάλασσας είχαν προσέξει τον Ταξιδιώτη της Αυγής. Τα πλακουτσά ψαράκια σκόρπιζαν δεξιά κι αριστερά, κι οι Άνθρωποι ανηφόριζαν με τ’ άλογά τους να δουν τι ήταν το μεγάλο μαύρο πράγμα που τους είχε σκιάσει τον ήλιο. Πλησίασαν έτσι τόσο κοντά στην επιφάνεια, που της Λούσυ της φάνηκε πως βρίσκονταν πια στον αέρα κι όχι στο νερό, και πως μπορούσαν να της μιλήσουν. Ήταν άντρες και γυναίκες με παράξενες κορόνες και μαργαριταρένια γιορντάνια. Ρούχα δε φορούσαν όμως. Το σώμα τους είχε το χρώμα του παλιωμένου ελεφαντόδοτου και τα μαλλιά τους ήταν μενεξεδένια. Στη μέση, ο βασιλιάς τους (γιατί βασιλιάς έπρεπε να ’ναι αυτό το πλάσμα) κοιτούσε άγρια και περήφανα τη Λούσυ, ανεμίζοντας το ακόντιό του. Το ίδιο έκαναν κι οι ιππότες του, μα οι κυρίες έδειχναν ταραγμένες. Η Λούσυ κατάλαβε πως πρώτη φορά έβλεπαν άνθρωπο και καράβι –γιατί εδώ, στις θάλασσες πέρα απ’ το Τέλος του Κόσμου, κανένα πλοίο δεν είχε φτάσει ποτέ.

«Τι κοιτάς;» είπε δίπλα της μια φωνή.

Η Λούσυ ήταν τόσο απορροφημένη απ’ το θέαμα, που η φωνή την τρόμαξε, κι όπως γύριζε να δει, κατάλαβε πως το χέρι της ήταν μουδιασμένο, γιατί είχε μείνει ώρα σκυμμένη στην κουπαστή. Δίπλα της ήταν ο Έντμουντ και πιο πίσω ο Δρινιανός.

«Κοιτάξτε!» είπε.

Έσκυψαν κι οι δυο, και τότε ο Δρινιανός ψιθύρισε τρομαγμένος:

«Μεγαλειότατοι, κάντε πως δε βλέπετε! Γυρίστε αλλού... έτσι... με την πλάτη στη θάλασσα. Κάντε πως δε συμβαίνει τίποτα... πως δεν τους είδατε...»

«Μα γιατί; Τι έπαθες;» είπε η Λούσυ.

«Αυτά τα πράγματα δεν είναι να τα βλέπουν οι θαλασσινοί» είπε ο Δρινιανός, «γιατί πάντα κάποιος ερωτεύεται μια Γυναίκα της Θάλασσας ή μια υποβρύχια πολιτεία, και πηδάει στο νερό. Έχω ακουστά παρόμοιες ιστορίες από άγνωστες θάλασσες. Είναι γρουσουζιά να τα κοιτάζεις αυτά τα πλάσματα».

«Μα εμείς έχουμε ξαναδεί» είπε η Λούσυ, «παλιά, στο Κάιρ Πάραβελ, όταν Μεγάλος Βασιλιάς ήταν ο αδερφός μου ο Πέτρος. Στη στέψη μας βγήκαν από τη θάλασσα και τραγουδούσαν».

«Εκείνοι ήταν αλλιώτικοι» είπε ο Έντμουντ. «Ζούσαν και στο νερό και στον αέρα. Ετούτοι δω δεν πρέπει να ζουν έξω απ’ το νερό. Κι αν κρίνω απ’ την όψη τους, θα ’χαν βγει κιόλας στην επιφάνεια και θα μας ρίχνονταν. Είδες τι άγριοι που είναι;»

«Και πάντως...» είπε ο Δρινιανός, αλλά η κουβέντα του έμεινε στη μέση, γιατί εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν δυο ήχοι. Ένα «πλατς» και μια φωνή απ’ το καμπούνι: «Άνθρωπος στη θάλασσα!» Έτρεξαν όλοι μαζί. Ναύτες σκαρφάλωναν στο κατάρτι να μαζέψουν το πανί, κι άλλοι ορμούσαν στο αμπάρι, στα κουπιά. Κι ο Ράινς, που είχε βάρδια στην πρύμνη, έστριψε τέρμα το τιμόνι για να γυρίσουν πίσω και να μαζέψουν τον άτυχο ναύτη. Αλλά δεν ήταν ακριβώς ναύτης. Ήταν ο Ριπιτσιπιτσίπ.

«Πανάθεμά τονε για ποντικό!» είπε ο Δρινιανός. «Μονάχος του είναι μεγαλύτερος μπελάς απ’ όλο το πλήρωμα μαζί! Τον τρώει η μύτη του για φασαρία. Μπα, που να τόνε δω στα σίδερα! Να σ’ τον πιάσω και να του μαδήσω τις φαβορίτες τρίχα τρίχα! Το βλέπετε πουθενά το βρομοπόντικο;»

Μη βιαστείτε όμως να πιστέψετε πως ο Δρινιανός δε χώνευε κατά βάθος τον Ριπιτσιπιτσίπ. Κάθε άλλο. Ο Δρινιανός τον υπεραγαπούσε, κι είχε φοβηθεί μήπως πάθει κακό ο φίλος του. Κι από την ταραχή τον είχαν πιάσει τα νεύρα του –όπως κι εσάς η μαμά σας γίνεται έξαλλη όταν τρέχετε στο δρόμο χωρίς να προσέχετε τα αυτοκίνητα. Φυσικά, κανένας δε φοβήθηκε μήπως πνιγεί ο Ριπιτσιπιτσίπ, γιατί ο Ποντικός ήταν λαμπρός κολυμβητής. Όμως οι τρεις, που ήξεραν τι υπάρχει κάτω απ’ το νερό, πήραν μεγάλη τρομάρα –γιατί οι Άνθρωποι της Θάλασσας είχαν μακριά και σουβλερά ακόντια.

Σε λίγα λεπτά, ο Ταξιδιώτης της Αυγής είχε κάνει μεταβολή, και τώρα έβλεπαν ένα σκούρο μπογαλάκι να πλέει στον αφρό. Ήταν ο Ριπιτσιπιτσίπ, που όλο κάτι προσπαθούσε να τους πει αναστατωμένος, αλλά το στόμα του γέμιζε νερό και κανένας δεν έβγαζε άκρη απ’ τις φωνές του.

«Πες του να το βουλώσει γιατί θα πιάσει πάτο!» ούρλιαξε ο Δρινιανός, κι όρμησε στην κουπαστή να πετάξει σκοινί, φωνάζοντας στους ναύτες: «Αφήστε! Όλοι στις θέσεις σας! Αυτό έλειπε, να μην μπορώ να τραβήξω ένα ποντίκι!» Κι όταν ο Ριπιτσιπιτσίπ άρχισε να σκαρφαλώνει στο σκοινί –διόλου σβέλτα, γιατί τον βάραινε η μουσκεμένη γούνα του– ο Δρινιανός έσκυψε όσο πιο πολύ μπορούσε και του ψιθύρισε:

«Σκασμός! Μη μιλήσεις!»

Μα όταν ο Ποντικός πάτησε το κατάστρωμα στάζοντας, αποδείχτηκε πως οι Άνθρωποι της Θάλασσας δεν τον ενδιέφεραν καθόλου.

«Γλυκό!» τσίριξε. «Γλυκό, γλυκό!»

«Τι έκανε, λέει;» είπε αυστηρά ο Δρινιανός. «Και πρόσεξε πώς τινάζεσαι γιατί μ’ έκανες λούτσα!»

«Το νερό είναι γλυκό, γλυκό, σας λέω» φώναξε το Ποντίκι.

«Γλυκό, πόσιμο! Το νερό δεν είναι αρμυρό.»

Για μια στιγμή, κανένας δεν κατάλαβε γιατί είχε τόση σημασία αυτή η λεπτομέρεια, κι ο Ποντικός χρειάστηκε να τους ξαναθυμίσει την προφητεία της νεράιδας:

«Όπου σμίγει ουρανός και νερό,

και το κύμα δεν ειν’ αρμυρό,

το ποντίκι εκεί θα το μάθει...»

Και τότε κατάλαβαν.

«Ρύνελφε, έναν κουβά» πρόσταξε ο Δρινιανός.

Ο κουβάς έφτασε, τον κατέβασαν με το σκοινί και τον ανέβασαν γεμάτο. Το νερό άστραφτε σαν πολύτιμο κρύσταλλο.

«Μεγαλειότατε, θέλετε να δοκιμάσετε πρώτος;» είπε ο Δρινιανός στον Κασπιανό.

Ο Βασιλιάς έπιασε τον κουβά με τα δυο του χέρια, τον έφερε στα χείλια του, δοκίμασε λίγο, κι έπειτα άρχισε να πίνει αχόρταγα. Όταν ξανασήκωσε το κεφάλι του, η όψη του είχε αλλάξει. Δεν έλαμπαν μόνο τα μάτια του. Έλαμπε ολόκληρος.

«Ναι, γλυκό είναι» είπε. «Είναι αληθινό νερό, νερό με τα όλα του. Κι αν ήξερα πως κινδυνεύει η ζωή μου που το ήπια, πάλι αυτόν το θάνατο θα διάλεγα.»

«Τι; Γιατί... Τι λες;» είπε ο Έντμουντ.

«Είναι... είναι σαν φως...» είπε ο Κασπιανός.

«Ακριβώς!» πετάχτηκε ο Ριπιτσιπιτσίπ. «Πόσιμο φως! Πρέπει να ’μαστε πολύ κοντά στο τέλος του Κόσμου.»

Για μια στιγμή δε μίλησε κανείς, κι έπειτα πρώτη η Λούσυ γονάτισε στο κατάστρωμα κι άρχισε να πίνει.

«Πρώτη φορά μου πίνω τόσο υπέροχο πράγμα» είπε παίρνοντας βαθιά ανάσα. «Και... αααχ! Τι δυνατό που είναι! Μου ’κοψε την πείνα. Ούτε φαΐ σκέφτομαι πια, ούτε τίποτα.»

Ένας, ένας ήπιαν όλοι νερό, κι έπειτα έπεσε σιωπή. Ένιωθαν όλοι τόσο γεροί και δυναμωμένοι, που σχεδόν δεν μπορούσαν ν’ αντέξουν αυτήν την ευεξία. Και σε λίγο πρόσεξαν και κάτι άλλο. Όπως σας έχω ξαναπεί, απ’ τη μέρα που είχαν αφήσει το νησί του Ραμάντου, το φως έμοιαζε να δυναμώνει. Ο ήλιος ήταν πιο μεγάλος (μα όχι και πιο καυτός), η θάλασσα πιο αστραφτερή, ο αέρας έφεγγε και λαμποκοπούσε. Και δε θα ’λεγα πως λιγόστεψε το φως –ίσως και να ’χε δυναμώσει, τώρα που το ξανασκέφτομαι– αλλά μπορούσαν να το αντέξουν. Μπορούσαν να κοιτάξουν τον ήλιο χωρίς να θαμπωθούν, κι έβλεπαν περισσότερο φως από πρώτα. Άστραφτε το κατάστρωμα και τα πανιά, τα πρόσωπα και τα κορμιά τους έλαμπαν, και τα σκοινιά γυάλιζαν ολοφώτεινα. Και το άλλο πρωί που ξαναβγήκε ο ήλιος, πέντ’ έξι φορές μεγαλύτερος απ’ το κονονικό του, τον κοίταξαν κατάματα, και ξεχώρισαν ως και τα πούπουλα των πουλιών που πετούσαν απ’ την καρδιά του.

Όλη εκείνη τη μέρα δεν αντάλλαξαν λέξη, και την ώρα του φαγητού (κανείς δεν είχε όρεξη, τους είχε χορτάσει το νερό) ο Δρινιανός είπε:

«Μυστήριο πράγμα! Δε φυσάει καθόλου, το πανί κρέμεται, η θάλασσα είναι λάδι σαν λίμνη –κι όμως τρέχουμε σαν να ’χουμε πίσω μας ανεμοθύελλα.»

«Το ίδιο σκεφτόμουν κι εγώ» είπε ο Κασπιανός. «Μάλλον μας έχει παρασύρει κάποιο δυνατό ρεύμα.»

«Χμμμ...» έκανε ο Έντμουντ, «αυτό δε μ’ αρέσει καθόλου. Αν ο κόσμος έχει στ’ αλήθεια τέλος, πρέπει να το πλησιάζουμε».

«Δηλαδή» είπε ο Κασπιανός, «λες... Λες να μας αδειάσουν τα νερά έξω απ’ τον κόσμο;»

«Ναι, ναι» φώναξε ο Ριπιτσιπιτσίπ χτυπώντας τα μπροστινά του ποδαράκια. «Έτσι το φαντάζομαι εγώ! Ο κόσμος είναι ένα μεγάλο στρογγυλό τραπέζι κι απ’ τις άκρες του κυλούν και χάνονται αιώνια τα νερά των ωκεανών... Το καράβι θα τρανταχτεί, θα σταθεί μια στιγμή όρθιο στην πλώρη του... και τότε θα δούμε πέρα απ’ το Τέλος του Κόσμου! Και μετά... μετά... Κάτω ολοταχώς!»

«Και τι θα μας περιμένει στον πάτο;» είπε ο Δρινιανός.

«Ίσως η Χώρα του Ασλάν» απάντησε το Ποντίκι και τα ματάκια του άστραψαν. «Αλλά μπορεί και να μην υπάρχει πάτος, μπορεί να κατρακυλάμε αιώνια... Ό,τι και να μας περιμένει, θα ’δινα και τη ζωή μου για να κοιτάξω, έστω ένα δευτερόλεπτο, πέρα απ’ την άκρη του κόσμου.»

«Για σιγά!» πετάχτηκε ο Ευστάθιος. «Μη λέτε βλακείες. Ο κόσμος είναι στρογγυλός, στρογγυλός σαν τόπι, όχι σαν τραπέζι.»

«Ο δικός μας κόσμος» τον διόρθωσε ο Έντμουντ. «Αυτός όμως;»

«Τι; Δηλαδή εσείς οι τρεις ζείτε σ’ έναν κόσμο στρογγυλό, ολοστρόγγυλο σαν τόπι, και δε μου το ’πατε; φώναξε ο Κασπιανός.

«Α, είσαστε ασυγχώρητοι! Εμείς στη Νάρνια, έχουμε ένα σωρό παραμύθια που μιλούν για ολοστρόγγυλους κόσμους, κι όταν ήμουν μικρός, δε χόρταινα να τ’ ακούω. Δεν πίστευα βέβαια πως μπορεί να υπάρχουν στ’ αλήθεια, κι όμως πάντα λαχταρούσα να ζήσω σ’ έναν τέτοιο κόσμο. Αχ, και τι δε θα ’δινα! Αφού εσείς μπαίνετε στο κόσμο μας, γιατί να μην μπαίνουμε κι εμείς στον δικό σας; Αχ, να ’βρισκα μια ευκαιρία! Θα ’ναι καταπληκτικό να μένεις σ’ έναν κόσμο που μοιάζει με τόπι. –Δηλαδή, έχετε δει και τις χώρες όπου οι άνθρωποι περπατούν με το κεφάλι;»

Ο Έντμουντ χαμογέλασε. «Δεν είναι ακριβώς έτσι» είπε.

«Οι στρογγυλοί κόσμοι είναι συναρπαστικοί μόνο στα παραμύθια.»

Загрузка...