4 Τι έκανε μετά ο Κασπιανός

Το άλλο πρωί, ο Λόρδος Βερν ξύπνησε τους ξένους του νωρίς, και μετά το πρόγευμα είπε στον Κασπιανό να οπλίσει τους άντρες του απ’ την κορφή ως τα νύχια. «Πρέπει να ’ναι γυαλισμένοι και στολισμένοι σαν να πηγαίνουν στην πρώτη μάχη ενός μεγάλου πολέμου» πρόσθεσε, «ενός πολέμου ανάμεσα σε σπουδαίους βασιλιάδες, που θα τον παρακολουθήσει όλη η οικουμένη». Έτσι κι έγινε. Έπειτα, τρεις βάρκες με τον Κασπιανό, το πλήρωμα του Ταξιδιώτη της Αυγής, το Λόρδο Βερν και λίγους δικούς του, ξεκίνησαν για το Στενολίμανο. Στην πρώτη βάρκα ήταν δεμένη η βασιλική σημαία, και πλάι της στεκόταν ο σαλπιγκτής.

Στην προκυμαία του Στενολίμανου, κόσμος πολύς είχε μαζευτεί για να τους υποδεχτεί. «Το ’χε κανονίσει ο απεσταλμένος μου από χτες το βράδυ» εξήγησε ο Λόρδος Βερν. «Είναι όλοι φίλοι μου, τίμιοι άνθρωποι.» Μόλις ο Κασπιανός πάτησε πόδι στη στεριά, το πλήθος ξέσπασε σε αλαλαγμούς και ζητωκραυγές: «Νάρνια! Νάρνια! Ζήτω ο Βασιλιάς!» Την ίδια στιγμή –γιατί κι αυτό το ’χε κανονίσει ο απεσταλμένος του Βερν– καμπάνες άρχισαν να σημαίνουν απ’ όλες τις μεριές της πόλης. Κι έτσι, με το λάβαρο μπροστά και τη σάλπιγγα να σημαίνει, οι άντρες του Κασπιανού έβγαλαν τα σπαθιά τους και πήραν το δρόμο με βηματισμό. Ήταν χαρούμενοι μα σοβαροί, κι ο δρόμος έτρεμε απ’ τα βήματά τους, και τ’ άρματά τους άστραφταν (γιατί ήταν ηλιόλουστο πρωινό) και θάμπωναν τα μάτια του πλήθους.

Στην αρχή, ζητωκραύγαζαν μόνοι εκείνοι που είχαν ειδοποιηθεί από τον αγγελιοφόρο του Λόρδου Βερν, κι ήξεραν τι συμβαίνει και ήθελαν να συμβεί. Μα σε λίγο τους ακολούθησαν και τα μικρά παιδιά, γιατί τα παιδιά πάντα τρελαίνονται για παρελάσεις, χώρια που ετούτα δω δεν είχαν μάθει σε τέτοια μεγαλεία. Κι έπειτα τους ακολούθησαν τα μαθητούδια, γιατί εκτός απ’ τις παρελάσεις τούς άρεσε και το σκασιαρχείο απ’ τα μαθήματα. Κι έπειτα οι γυναίκες βγήκαν σε πόρτες και παράθυρα κι άρχισαν τις κουβέντες και τα ζήτω, γιατί στο κάτω κάτω, βασιλιάς περνούσε, και τι μετράει ένας κυβερνήτης μπροστά σε κοτζάμ βασιλιά; Κι οι κοπέλες τούς ακολούθησαν για τον ίδιο λόγο, και για έναν ακόμα, γιατί ο Κασπιανός κι ο Δρινιανός κι οι άλλοι Ναρνιανοί ήταν μια χαρά λεβέντες. Κι έπειτα βγήκαν και τα παλικάρια να δουν τι κοιτάζουν οι κοπέλες, κι ώσπου να φτάσει ο Κασπιανός στις πύλες του κάστρου, όλη η πολιτεία είχε σηκωθεί στο πόδι και τον επευφημούσε. Κι ο Τσιμπλούνιους, που καθόταν στο κάστρο του χωμένος σ’ ένα σωρό λογαριασμούς, συμβόλαια, κανονισμούς και διατάξεις, άκουσε τη φασαρία.

Έξω απ’ το κάστρο, ο σαλπιγκτής του Κασπιανού σήμανε δυνατά τη σάλπιγγα και φώναξε: «Ανοίξτε να περάσει ο Βασιλιάς της Νάρνια! Ο Βασιλιάς της Νάρνια έρχεται να επισκεφθεί τον πιστό και πολυαγαπημένο του υπηρέτη, τον κυβερνήτη των Νησιών της Μοναξιάς». Εκείνη την εποχή, στα τρία νησιά δεν υπήρχε πια ετικέτα, κι όλα γίνονταν άτσαλα και πρόχειρα. Ένα παραπόρτι άνοιξε πλάι στην πύλη, και βγήκε ένας τύπος αναμαλλιασμένος, με βρόμικο σκουφί αντί για κράνος και μια σκουριασμένη λόγχη στο χέρι. Οι αστραφτερές πανοπλίες τον θάμπωσαν κι ανοιγόκλεισε τα μάτια του ζαλισμένος. «Η ’πάρκιτ’ δέφκερι» είπε μέσ’ απ’ τα δόντια του (δηλαδή: «Η Επάρκειά του δεν ευκαιρεί»). «Δέχεται ’πι συνεντεύξ’ ’ννιά με δέκα δεύτερη Κυριακή του μηνός.»

«Μόνο ασκεπείς απευθύνουν το λόγο στη Νάρνια, σκύλε!» βροντοφώναξε ο Λόρδος Βερν, και με το μαστίγιο που κρατούσε στο γαντοφορεμένο χέρι του, έστειλε το βρόμικο σκουφί του φρουρού στην άλλη άκρη.

«Μπα, σε καλό σας! Τι τρέχει;» είπε ο φρουρός, αλλά κανείς δεν του ’δωσε σημασία. Δυο άντρες του Κασπιανού πέρασαν από το παραπόρτι κι άνοιξαν διάπλατα την πύλη, αφού πάλεψαν κάμποσο με τις σκουριασμένες αμπάρες και τις κλειδωνιές. Ο Βασιλιάς με την ακολουθία του μπήκε στο προαύλιο του κάστρου. Οι άντρες του κυβερνήτη τεμπέλιαζαν εδώ κι εκεί, και κάποιοι άλλοι (σκουπίζοντας το στόμα τους, οι περισσότεροι) έβγαιναν κουτρουβαλώντας απ’ τις πόρτες, δεξιά κι αριστερά. Και μόλο που τα όπλα και οι θώρακές τους ήταν σε κακό χάλι, έμοιαζαν άνθρωποι που θα πολεμούσαν γερά αν είχαν αρχηγό ή αν ήξεραν τι συμβαίνει. Ήταν δύσκολη στιγμή, κι επικίνδυνη, όμως ο Κασπιανός δεν τους άφησε καιρό να συνέρθουν.

«Πού είναι ο διοικητής σας;» ρώτησε.

«Ολόκληρος... δηλαδή, σχεδόν... δηλαδή, εγώ...» απάντησε ένας κομψευάμενος νεαρός, που δεν κρατούσε όπλο κι έδειχνε αγουροξυπνημένος.

«Η επιθυμία μου» είπε ο Κασπιανός, «είναι μία: η βασιλική μου επίσκεψη στα Νησιά της Μοναξιάς θέλω να γίνει κατά το δυνατόν αφορμή χαράς για τους πιστούς μου υπηκόους. Αν τα αισθήματά μου δεν ήταν φιλικά, θα είχα πολλά να σου πω για την κατάντια των στρατιωτών σου και για το χάλι που έχουν τα όπλα τους. Έστω. Σε συγχωρώ. Πρόσταξε ν’ ανοίξουν ένα ασκί κρασί, να πιείτε όλοι στην υγειά μου. Μα, ως αύριο το μεσημέρι, τους θέλω μαζεμένους εδώ, και να μη μοιάζουν πια με αλήτες, αλλά με στρατιώτες. Αυτό θα το φροντίσεις εσύ προσωπικά, ειδαλλιώς θα γνωρίσεις την άκρα δυσαρέσκειά μου».

Ο αρχηγός της φρουράς έμεινε με το στόμα ανοιχτό, αλλά ο Βερν φώναξε τότε: «Υποδεχτείτε το Βασιλιά σας!» Κι οι φρουροί, που δεν είχαν βγάλει άκρη απ’ τα λόγια του Κασπιανού, όμως εκείνο το σημείο με το κρασί το ’χαν καταλάβει και με το παραπάνω, ξέσπασαν σε ζητωκραυγές. Έπειτα ο Κασπιανός άφησε τους περισσότερους ακόλουθούς του στο προαύλιο, και μαζί με τον Βερν, τον Δρινιανό κι άλλους τέσσερις, μπήκε στο κάστρο.

Στο βάθος της μεγάλης αίθουσας, σ’ ένα τραπέζι μ’ ένα σωρό γραμματείς γύρω του, καθόταν η Επάρκειά του, ο κυβερνήτης των Νησιών της Μοναξιάς, ένα ύπουλο ανθρωπάκι, με μαλλιά που ήταν άλλοτε κατακόκκινα, και τώρα σχεδόν άσπρα. Ο Τσιμπλούνιους σήκωσε τα μάτια του καθώς έμπαιναν οι ξένοι, κι έπειτα έσκυψε πάλι στα χαρτιά του και είπε μηχανικά: «Δέχομαι μόνο επί συνεντεύξει, εννέα με δέκα κάθε δεύτερη Κυριακή».

Ο Κασπιανός έκανε ένα νεύμα στον Βερν, και παραμέρισε. Ο Βερν κι ο Δρινιανός προχώρησαν, έπιασαν το τραπέζι απ’ τις δυο του άκρες, το σήκωσαν και το πέταξαν στην άλλη άκρη της αίθουσας, όπου αναποδογυρίστηκε μέσα σ’ ένα χείμαρρο από χαρτιά, φακέλους, μελανοδοχεία, πένες, βουλοκέρια και επίσημα έγγραφα. Κι έπειτα, καθόλου άγρια αλλά πολύ σταθερά, λες και τα χέρια τους ήταν ατσάλινες τανάλιες, σήκωσαν τον Τσιμπλούνιους απ’ την καρέκλα του και τον έστησαν όρθιο ένα μέτρο πιο κει. Ο Κασπιανός κάθισε στην καρέκλα του κυβερνήτη κι ακούμπησε το γυμνό του σπαθί στα γόνατά του.

«Κύριε» είπε καρφώνοντας τα μάτια του στον Τσιμπλούνιους, «δε μας επεφύλαξες την υποδοχή που περιμέναμε. Είμαι ο Βασιλιάς της Νάρνια».

«Δε λέει τέτοιο πράμα στην αλληλογραφία» είπε βιαστικά ο κυβερνήτης. «Ούτε υπόμνημα μάς ήρθε. Κανένας δε μας ειδοποίησε για την επίσκεψη. Όλα αντικανονικά. Θα λάβω ευχαρίστως υπόψη μου την αίτησή σας...»

«Και ήρθα να δω πώς εκτελεί τα καθήκοντά της η Επάρκειά σου» συνέχισε ο Κασπιανός. «Υπάρχουν προπάντων δύο θέματα στα οποία απαιτώ εξηγήσεις. Πρώτον, απ’ ό,τι βλέπω στα κατάστιχά μας, ο φόρος των νησιών στο Στέμμα της Νάρνια έχει να πληρωθεί εκατόν πενήντα χρόνια.»

«Α, αυτό είναι θέμα του Συμβουλίου που θα συνεδριάσει τον άλλο μήνα» είπε ο Τσιμπλούνιους. «Αν κάνετε μια αιτησούλα στην πρώτη συνεδρίαση της άλλης χρονιάς, θ’ ανοίξουμε το αρχείο των φορολογικών μας και...»

«Επίσης, οι νόμοι μας το ορίζουν σαφώς» συνέχισε ο Κασπιανός. «Αν δεν πληρωθεί ο φόρος, το χρέος πρέπει να εξοφληθεί από τον κυβερνήτη των νησιών. Από δικά του χρήματα.»

Στο σημείο αυτό, ο Τσιμπλούνιους άρχισε να προσέχει καλύτερα. «Άπαπα, ούτε συζήτηση» είπε, «αποκλείεται... Είναι οικονομικώς αδύνατον και... Η Μεγαλειότης σας πρέπει να αστειεύεται».

Μέσα του, ο Τσιμπλούνιους σκεφτόταν κιόλας με τι τρόπο να ξεφορτωθεί τους ανεπιθύμητους επισκέπτες. Κι αν ήξερε πως ο Κασπιανός είχε μονάχα ένα καράβι κι όλο του το πλήρωμα μαζί του, θα τους καλόπιανε εκείνη τη στιγμή, και τη νύχτα θα τους σκότωνε στον ύπνο τους. Όμως από τα χτες είχε δει το πολεμικό που κατηφόριζε τα Στενά, κι είχε διαβάσει τα σινιάλα που έστειλε στον υπόλοιπο στόλο –έτσι νόμιζε. Μόνο που τότε δεν είχε καταλάβει πως ήταν πλοίο βασιλικό, γιατί δε φυσούσε αέρας να ξετυλίξει τη σημαία και να φανεί το χρυσό λιοντάρι. Κάθισε λοιπόν και περίμενε τις εξελίξεις, και πίστεψε πως ο Κασπιανός είχε ολόκληρο στόλο στο Βέρνστεντ. Κι επειδή ο Τσιμπλούνιους ήταν πολύ δειλός, κι ο ίδιος ποτέ δε θα τολμούσε κάτι τέτοιο, δεν του πέρασε απ’ το μυαλό πως ο Κασπιανός είχε μπει στο Στενολίμανο για να καταλάβει τα νησιά με μια χούφτα πολεμιστές.

«Δεύτερον» είπε ο Κασπιανός, «απαιτώ να μου εξηγήσεις γιατί άφησες να ανθίσει εδώ το ακατονόμαστο και απάνθρωπο εμπόριο των δούλων, καταπατώντας τα πανάρχαια έθιμα των κτήσεών μου».

«Μα ήταν αναγκαίο... Ήταν αναπόφευκτο» είπε η Επάρκειά του. «Σας διαβεβαιώ ότι το δουλεμπόριο συνέβαλε στην οικονομική ανάπτυξη των νησιών μας. Η σημερινή μας ευημερία οφείλεται αποκλειστικά σ’ αυτό.»

«Τι τους θέλετε τους δούλους;»

«Κάνουμε εξαγωγές, Μεγαλειότατε. Κυρίως στην Καλορμίνα. Τους πουλάμε όμως και σ’ άλλες αγορές, είμαστε μεγάλο εμπορικό κέντρο.»

«Μ’ άλλα λόγια» είπε ο Κασπιανός, «αφού είσαστε μεγάλο εμπορικό κέντρο, δεν τους έχετε ανάγκη. Πες μου, σε τι χρησιμεύουν; Μόνο τις τσέπες κάτι υποκειμένων σαν τον Κουτάβιο γεμίζουν!»

«Μεγαλειότατε» είπε ο Τσιμπλούνιους, μ’ ένα χαμόγελο που άδικα προσπάθησε να φανεί πατρικό, «η τρυφερή σας ηλικία δε σας επιτρέπει να καταλάβετε πώς ακριβώς έχει το οικονομικό πρόβλημα. Υπάρχουν στατιστικές, υπάρχουν πίνακες, υπάρχουν...».

«Η ηλικία μου μπορεί να είναι τρυφερή» είπε ο Κασπιανός, «αλλά το δουλεμπόριο το καταλαβαίνω καλύτερα απ’ την Επάρκειά σου. Κι όπως βλέπω, δε φέρνει στα νησιά ούτε ψωμί ούτε κρέας, ούτε κρασί ούτε μπίρα, ούτε ξυλεία ούτε λάχανα, ούτε βιβλία ούτε μουσικά όργανα, ούτε άλογα ούτε όπλα. Δε φέρνει τίποτε απαραίτητο. Μα, ό,τι άλλο και να φέρνει, πρέπει να σταματήσει!»

«Και να γυρίσουμε πίσω το ρολόι;» έκανε ξεψυχισμένα ο κυβερνήτης. «Δεν καταλαβαίνετε από ανάπτυξη, από πρόοδο;»

«Τα ’χω δει και τα δυο σ’ ένα αυγό» είπε ο Κασπιανός, «και στη Νάρνια έχουμε πολλές παροιμίες για τα κλούβια αυγά. Το δουλεμπόριο πρέπει να σταματήσει!»

«Εγώ πάντως δεν αναλαμβάνω τέτοια ευθύνη» είπε ο Τσιμπλούνιους.

«Πολύ καλά» απάντησε ο Κασπιανός. «Τότε, σε απαλλάσσω από τα καθήκοντά σου. Λόρδε Βερν, πλησίασε.» Και πριν συνέρθει απ’ το σάστισμά του ο Τσιμπλούνιους, ο Λόρδος Βερν είχε γονατίσει, με τα χέρια του στα χέρια του Βασιλιά, κι έδινε όρκο πως θα κυβερνήσει τα Νησιά της Μοναξιάς σύμφωνα με τους γραπτούς και τους άγραφους νόμους της Νάρνια. Και ο Κασπιανός είπε: «Αρκετούς κυβερνήτες είχαμε ως τώρα», κι έχρισε τον Βερν Δούκα των Νησιών της Μοναξιάς.

«Όσο για σένα, Κύριέ μου» είπε στον Τσιμπλούνιους, «σου χαρίζω τα χρέη σου. Μα ως αύριο το μεσημέρι, εσύ κι οι άνθρωποί σου πρέπει να μου αδειάσετε τη γωνιά. Στο κάστρο θα μένει του λοιπού ο Δούκας».

«Μια στιγμή, άρχοντες μου» πετάχτηκε ένας γραμματέας. «Καλό είναι το θέατρο, δε λέω, μα έχουμε και δουλειές. Να δούμε και λιγάκι τις υποθέσεις μας. Το ζήτημα είναι...»

«Αυτό έλεγα κι εγώ» τον έκοψε ο Δούκας. «Το ζήτημα είναι αν εσύ και οι άλλοι χαραμοφάηδες θα φύγετε από δω μέσα με το βούρδουλα ή χωρίς. Διαλέγετε και παίρνετε.»

Κι όταν όλα κανονίστηκαν, ο Κασπιανός παράγγειλε να φέρουν τ’ άλογα της φρουράς, που ήταν ελεεινά και ψωριασμένα, και κατέβηκε στην πόλη με τον Βερν, τον Δρινιανό και κάνα δυο άλλους. Τράβηξαν γραμμή για το σκλαβοπάζαρο, ένα μακρύ, χαμηλό κτίριο κοντά στο λιμάνι. Η σκηνή που αντίκρισαν μπαίνοντας, ήταν παρόμοια μ’ αυτήν που θα δείτε σε κάθε πλειστηριασμό. Κόσμος πολύς είχε μαζευτεί, κι ο Κουτάβιος, πάνω σε μια εξέδρα, βρυχιόταν με την αγριοφωνάρα του:

«Και τώρα, κύριοι, το νούμερο είκοσι τρία. Ένας ωραίος αγρότης από την Τερεβινθία. Πρώτος στο κάτεργο. Πρώτος και στο λατομείο. Ούτε είκοσι πέντε χρονών. Κι ούτε μισό χαλασμένο δόντι στο στόμα. Γερός και μπρατσωμένος. Τακς, βγάλ’ του το πουκάμισο να τον δουν οι κύριοι. Χορτάστε μούσκουλο! Στήθος μάρμαρο! Δέκα μισοφέγγαρα απ’ τον κύριο στη γωνία. Κύριέ μου, αστειεύεστε! Δεκαπέντε! Δεκαοχτώ! Δεκαοχτώ για το νούμερο είκοσι τρία. Κανείς πάνω από δεκαοχτώ; Είκοσι ένα. Ευχαριστώ πολύ, κύριέ μου. Είκοσι ένα για...»

Στο σημείο αυτό ο Κουτάβιος σταμάτησε κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό, βλέποντας τους σιδερόφραχτους στρατιώτες που είχαν κυκλώσει την εξέδρα.

«Γονατίστε μπροστά στο Βασιλιά της Νάρνια» είπε ο Δούκας. Κι επειδή όλοι είχαν ακούσει απέξω τα ποδοβολητά και τα κουδούνια των αλόγων, και πολλοί είχαν μάθει τις φήμες της απόβασης και τα γεγονότα στο κάστρο, υπάκουσαν αμέσως. Τους λίγους που δίσταζαν, τους γονάτισαν με το ζόρι οι διπλανοί τους. Μερικοί φώναξαν ζήτω.

«Κουτάβιε, θα μπορούσα να ζητήσω την εκτέλεσή σου, γιατί χτες πρόσβαλες το βασιλικό μου πρόσωπο» είπε ο Κασπιανός. «Όμως σε συγχωρώ, επειδή το αγνοούσες. Εδώ και δέκα λεπτά, το δουλεμπόριο απαγορεύτηκε σ’ όλη την επικράτειά μου. Δίνω λοιπόν την ελευθερία στους δούλους αυτού του παζαριού.»

Άπλωσε το χέρι για να σταματήσει τις ζητωκραυγές των δούλων, και συνέχισε: «Πού είναι οι φίλοι μου;»

«Α... Το χρυσό μου το κοριτσάκι... κι ο νεαρός κύριος...» τραύλισε ο Κουτάβιος χαμογελώντας δουλικά. «Ξέρετε... έγιναν ανάρπαστοι.»

«Κασπιανέ, εδώ! Εδώ είμαστε!» φώναξαν μ’ ένα στόμα ο Έντμουντ και η Λούσυ. «Αφέντη, στις διαταγές σου!» πετάχτηκε κι ο Ριπιτσιπιτσίπ απ’ την αντικρινή γωνία. Είχαν πουληθεί και οι τρεις, αλλά ευτυχώς οι αγοραστές τους δεν έφυγαν αμέσως, γιατί περίμεναν ν’ αγοράσουν κι άλλους δούλους. Το πλήθος παραμέρισε για να τους αφήσει να περάσουν, κι επακολούθησαν αγκαλιές, χειραψίες και χαρές. Πίσω τους φάνηκαν να πλησιάζουν δυο έμποροι απ’ την Καλορμίνα. Οι Καλορμίνιοι, όπως θα ξέρετε, είναι όλοι τους μελαψοί, με μακριά γένια, και φοράνε πορτοκαλί τουρμπάνι και φαρδιά άσπρη κελεμπία. Είναι αρχαίος λαός, πλούσιος, σοφός, ευγενικός –και άγριος. Οι δυο έμποροι υποκλίθηκαν στον Κασπιανό και τον έλουσαν με φιλοφρονήσεις για ποταμούς αφθονίας που αρδεύουν τα περιβόλια της σύνεσης και της αρετής και τα παρόμοια. Στο βάθος, μόνο ένα ζητούσαν: τα λεφτά που πλήρωσαν για τους δούλους.

«Κύριοι, έχετε δίκιο» είπε ο Κασπιανός. «Όσοι αγόρασαν δούλους σήμερα, πρέπει να πάρουν πίσω τα χρήματά τους. Κουτάβιε, θέλω αμέσως τις εισπράξεις σου, ως το τελευταίο μίνιμ». (Το μίνιμ, αν δεν το ξέρετε, είναι το ένα τεσσαρακοστό του μισοφέγγαρου.)

«Μεγαλειότατε, θα καταντήσω ζητιάνος» κλαψούρισε ο Κουτάβιος.

«Έζησες όλη σου τη ζωή καταστρέφοντας ζωές» είπε ο Κασπιανός. «Καλύτερα ζητιάνος, παρά δούλος. Και, δε μου λες; Πού είναι ο άλλος φίλος μου;»

«Α, αυτός;» είπε ο Κουτάβιος. «Αυτόν σας τον χαρίζω, δεν κάνει τίποτα. Μετά χαράς να τον ξεφορτωθώ. Τέτοιο τεφαρίκι δεν ξαναπέρασε από σκλαβοπάζαρο. Του κατέβασα την τιμή στα πέντε μισοφέγγαρα, μα δεν τον έπαιρνε κανείς. Τον έβαλα προσφορά σ’ όποιον αγόραζε άλλο δούλο. Τίποτα. Ούτε τζάμπα δεν τον ήθελαν. Ούτε να τον αγγίξουν, ούτε να τον δουν στα μάτια τους. Τακς, φέρε τον Μουρμούρη.»

Και τότε εμφανίστηκε ο Ευστάθιος, με μια μούρη κρεμασμένη ως το πάτωμα –γιατί βέβαια κανένας δε θέλει να πουληθεί δούλος, αλλά και πάλι, είναι μεγάλη τσαντίλα να μη σε παίρνει κανείς. Ο Ευστάθιος πλησίασε τον Κασπιανό μουρμουρίζοντας: «Ξέρω, ξέρω, πάλι τα ίδια. Εσύ καλοπερνούσες, κι εμείς ήμαστε δεμένοι στο μπουντρούμι. Και φυσικά, δε ρώτησες για το Βρετανικό Προξενείο. Πού να σου μείνει καιρός!»

Εκείνη τη νύχτα έγινε μεγάλο γλέντι στο κάστρο του Στενολίμανου, και στο τέλος: «Αύριο αρχίζει η πραγματική περιπέτεια» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ, προτού υποκλιθεί και αποσυρθεί για ύπνο. Μα, το αύριο ήταν μόνο μια κουβέντα, γιατί τώρα πια ετοιμάζονταν ν’ αφήσουν πίσω τους όλες τις γνωστές στεριές και τις θάλασσες, κι έπρεπε να κάνουν μεγάλες ετοιμασίες. Άδειασαν λοιπόν τον Ταξιδιώτη της Αυγής και τον έβγαλαν στη στεριά με οχτώ άλογα, πάνω σε καρούλια, κι οι καλύτεροι ναυπηγοί των νησιών τον επιθεώρησαν απ’ την κορφή ως τα νύχια. Έπειτα τον έριξαν πάλι στη θάλασσα και τον γέμισαν με όσα τρόφιμα και νερό μπορούσε ν’ αντέξει –εφόδια για είκοσι οχτώ μέρες τα λογάριασαν. Ακόμη κι έτσι, σκέφτηκε απογοητευμένος ο Έντμουντ, τους έμενε ένα περιθώριο δεκαπέντε ημερών αναζήτησης στα ανατολικά, πριν εγκαταλείψουν τις επιχειρήσεις.

Κι όσο ετοιμαζόταν το καράβι, ο Κασπιανός δεν έχασε την ευκαιρία. Ρώτησε και ξαναρώτησε όλους τους γερο-θαλασσινούς που πέτυχε στο Στενολίμανο, για να μάθει αν είχαν ακούσει φήμες για κάποια χώρα στα βάθη της Ανατολής. Στο κάστρο άδειασαν πολλά βαρέλια μπίρα για να ποτιστούν άντρες γερασμένοι απ’ την άρμη της θάλασσας, με κοντά γκρίζα γένια και καθαρά γαλάζια μάτια, που αράδιασαν γι’ αντάλλαγαμα ένα σωρό ιστορίες. Οι πιο αξιόπιστοι έλεγαν πως πέρα απ’ τα Νησιά της Μοναξιάς δεν υπήρχε τίποτα. Άλλοι πάλι είπαν πως, αν συνέχιζες ν’ αρμενίζεις ανατολικά, θα ’φτανες σε μιαν άγρια θάλασσα δίχως ίχνος στεριάς, που δερνόταν και στριφογυρνούσε αδιάκοπα στο χείλος του κόσμου –«Και τότε θα πιάσετε πάτο, Μεγαλειότατε, κι εσείς κι οι άντρες σας». Άλλοι πάλι είχαν να διηγηθούν εξωφρενικές ιστορίες, με νησιά όπου κατοικούσαν ακέφαλοι άνθρωποι, με νησιά που παράδερναν στα κύματα, με φοβερές ρουφήχτρες και με φωτιές που άναβαν μέσα στα νερά. Μόνο ένας, προς μεγάλη αγαλλίαση του Ριπιτσιπιτσίπ, είπε απλά: «Μετά από δω είναι η Χώρα του Ασλάν. Βρίσκεται όμως πέρα απ’ την άκρη του κόσμου, και δε φτάνει κανείς ως εκεί». Κι όταν τον ρώτησαν, είπε πως το ’χε ακούσει απ’ τον πατέρα του.

Ο Βερν δεν είχε να τους πει πολλά: είδε τους έξι συντρόφους του να φεύγουν για την Ανατολή, κι από τότε, ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Το ’χε πει στον Κασπιανό μια μέρα που κάθονταν μαζί στο ψηλότερο σημείο της Άβρα, κι ατένιζαν τον ανατολικό ωκεανό στα πόδια τους. «Πολλά πρωινά ανεβαίνω εδώ πάνω» είπε ο Δούκας, «και βλέπω τον ήλιο που βγαίνει απ’ τη θάλασσα. Καμιά φορά, θαρρείς πως είναι μόνο δυο μίλια από κει. Σκέφτομαι τότε τους φίλους μου, κι αυτό που μπορεί να κρύβεται πίσω απ’ τον ορίζοντα. Ξέρω, το πιθανότερο είναι πως δεν υπάρχει τίποτα, κι ωστόσο, πάντα ντρέπομαι που δεν τους ακολούθησα. Μεγαλειότατε, σε συμβουλεύω να μην πας πουθενά. Κι ύστερα, μπορεί να χρειαστούμε τη βοήθειά σου εδώ στα νησιά. Εκείνη τη μέρα στο σκλαβοπάζαρο γεννήθηκε ένας νέος κόσμος, και δεν αποκλείεται να ’χουμε πόλεμο με την Καλορμίνα. Σε ικετεύω, σκέψου το ξανά».

«Άρχοντά μου, έχω πάρει όρκο» είπε ο Κασπιανός. «Χώρια που, αν σ’ ακούσω, θα βρω τον μπελά μου απ’ τον Ριπιτσιπιτσίπ.»

Загрузка...