Όλοι ήταν χαρούμενοι καθώς ο Ταξιδιώτης της Αυγής απομακρυνόταν από το Νησί του Δράκου. Βγαίνοντας απ’ τον κόλπο, συνάντησαν ούριο άνεμο και νωρίς το άλλο πρωί έφτασαν στην άγνωστη ξηρά που είχαν δει απ’ τη ράχη του Ευστάθιου, τότε που ήταν ακόμη δράκος και τους έκανε βόλτες πάνω απ’ τα βουνά. Ήταν ένα πεδινό, καταπράσινο νησί, κατοικημένο μόνο από κουνέλια και κατσίκια, μα από τα ερείπια, που ήταν άλλοτε πέτρινες καλύβες, κι από τις μαυρισμένες μεριές όπου άναβαν κάποτε φωτιές, έβγαλαν το συμπέρασμα πως το νησί είχε κι ανθρώπους ίσαμε λίγο καιρό πριν. Βρήκαν ακόμη κόκαλα και σπασμένα όπλα.
«Αυτό είναι δουλειά πειρατών» είπε ο Κασπιανός.
«Ή του δράκου» συμπλήρωσε ο Έντμουντ.
Στην αμμουδιά βρήκαν και μια βάρκα από δέρματα ζώων τεντωμένα πάνω σ’ έναν καλαμένιο σκελετό. Η βάρκα ήταν πολύ μικρή, ούτε ενάμισι μέτρο μάκρος, κι είχε ένα μικρούτσικο κουπί πλαγιασμένο μέσα της. Σκέφτηκαν τότε πως η βάρκα ήταν φτιαγμένη για παιδί ή πως οι κάτοικοι της χώρας ήταν Νάνοι. Ο Ριπιτσιπιτσίπ αποφάσισε να την πάρει, αφού ήταν στα μέτρα του, κι έτσι ανέβασαν τη βάρκα στο πλοίο. Αυτή τη χώρα τη βάφτισαν Καμένο Νησί, κι έκαναν πάλι πανιά πριν απ’ το μεσημέρι.
Άλλες πέντε μέρες αρμένιζαν, με άνεμο νότιο-νοτιοανατολικό, κι ούτε ξηρά είδαν μπροστά τους ούτε ψάρι ούτε γλάρο. Κι έπειτα ήρθε μια μέρα με βροχή, δυνατή βροχή ως το απόγευμα. Ο Ευστάθιος έχασε δυο παρτίδες σκάκι από τον Ριπιτσιπιτσίπ κι άρχισε να ξαναβρίσκει τον παλιό κακό εαυτό του, κι ο Έντμουντ ευχήθηκε να ’ταν στην Αμερική μαζί με τη Σούζαν. Και τότε η Λούσυ κοίταξε απ’ τα παράθυρα της πρύμνης, κι έβαλε μια φωνή:
«Η βροχή σταμάτησε. Και... Μπα! Τι ’ν’ αυτό;»
Έτρεξαν όλοι μαζί στο κάσαρο, κι εκεί ανακάλυψαν πως δεν έβρεχε πια, κι ο Δρινιανός, που είχε βάρδια, κοιτούσε κάτι που είχε ξεφυτρώσει πίσω τους. Δεν ήταν ένα «κάτι», αλλά πολλά: σαν λεία, στρογγυλά βραχάκια στη σειρά, καμιά δεκαριά μέτρα το ’να απ’ τ’ άλλο.
«Δεν είναι βράχια αυτά, αποκλείεται» είπε ο Δρινιανός. «Πριν από πέντε λεπτά δεν ήταν εκεί.»
«Κοιτάξτε! Το ένα βουλιάζει» είπε η Λούσυ.
«Κι άλλο ένα ξεφυτρώνει!» είπε ο Έντμουντ.
«Και πλησιάζει» πρόσθεσε ο Ευστάθιος.
«Να πάρει η οργή!» μούγκρισε ο Κασπιανός. «Έρχονται καταπάνω μας.»
«Τρέχουν πιο γρήγορα απ’ το καράβι μας, αφέντη» είπε ο Δρινιανός. «Σε μισό λεπτό θα μας φτάσουν.»
Κράτησαν όλοι την ανάσα τους, γιατί ποτέ δεν είναι ευχάριστο να σε καταδιώκει ένα άγνωστο «κάτι», είτε στη θάλασσα είτε στην ξηρά. Όμως η συνέχεια ήταν πιο ζοφερή απ’ τα κακά τους προαισθήματα. Άξαφνα, λίγα μέτρα στ’ αριστερά τους, ένα τρομερό κεφάλι αναδύθηκε απ’ τα κύματα. Ήταν πράσινο και πορφυρό, με μαβιά μπαλώματα και όστρακα κολλημένα τόπους τόπους. Σαν κεφάλι αλόγου έμοιαζε, μόνο που δεν είχε αυτιά. Τα μάτια του ήταν πελώρια, φτιαγμένα για να βλέπουν στα σκοτεινά βάθη του ωκεανού, και το ορθάνοιχτο στόμα του ήταν γεμάτο σειρές ψαρίσια, σουβλερά δόντια. Το κεφάλι στηριζόταν σε κάτι που τους φάνηκε σαν λαιμός, μα καθώς έβγαινε λίγο λίγο απ’ τα κύματα, διαπίστωσαν πως δεν ήταν λαιμός, αλλά το σώμα του, και πως είχαν μπροστά τους κάτι που όλοι το ’ξεραν και κανείς δεν το ’χε δει με τα μάτια του –το πελώριο Φίδι της Θάλασσας. Οι κουλούρες της τεράστιας ουράς του ξεμύτιζαν απ’ τα νερά κι απλώνονταν ως πέρα, μακριά. Τώρα το κεφάλι του είχε σηκωθεί ψηλά, πιο ψηλά κι από το μεσιανό κατάρτι.
Άρπαξαν όλοι τα όπλα τους, μα ήταν ανώφελο γιατί το τέρας ήταν μακριά και δεν το ’φταναν. «Ρίξτε του!» ούρλιαξε ο αρχιτοξότης. Μερικοί τον υπάκουσαν. Όμως τα βέλη γλιστρούσαν πάνω στο δέρμα του Φιδιού της Θάλασσας, σαν να χτυπούσαν σε σίδερο. Για μια τρομερή στιγμή στάθηκαν όλοι ασάλευτοι, κοιτώντας τα μάτια και το στόμα του Φιδιού, χωρίς να ξέρουν πού θα χιμήξει.
Το φίδι δε χίμηξε. Έσκυψε το κεφάλι του πάνω απ’ το καράβι, κι ήρθε ίσα με την κορφή του καταρτιού. Κι έπειτα, γέρνοντας λίγο λίγο, έφτασε πάνω απ’ το κάσαρο, κι όλο ξεδιπλωνόταν, ώσπου το κεφάλι του ζύγωσε τα δεξιά μπαλόνια. Και τότε το κεφάλι άρχισε να κατεβαίνει πιο γρήγορα –μα δε σημάδευε το κατάστρωμα με τους ναύτες. Βούλιαξε μέσα στο νερό, και το καράβι βρέθηκε κάτω απ’ την κουλούρα του τεράστιου ερπετού, κι η κουλούρα άρχισε να σφίγγει και να στενεύει. Απ’ τη δεξιά μεριά, το Φίδι της Θάλασσας κόντευε κιόλας ν’ αγγίξει την κουπαστή του Ταξιδιώτη της Αυγής.
Τότε ο Ευστάθιος (που είχε δείξει καλή διαγωγή ως τη μέρα που υποτροπίασε απ’ τη βροχή και το σκάκι) έκανε την πρώτη ηρωική του πράξη. Κι όπως βαστούσε το σπαθί που του ’χε δανείσει ο Κασπιανός, βλέποντας το σώμα του ερπετού να πλησιάζει από τα δεξιά, πήδηξε πάνω στην κουπαστή κι άρχισε να το χτυπάει μ’ όλη του τη δύναμη. Η αλήθεια είναι πως δέν κέρδισε τίποτα –μόνο που κομμάτιασε το δεύτερο καλό σπαθί του Κασπιανού– αλλά γι’ αρχάριος δεν τα ’χε καταφέρει κι άσχημα.
Θα τον ακολουθούσαν κι άλλοι, μα πάνω στην ώρα τους πρόλαβε ο Ριπιτσιπιτσίπ: «Κάτω τα σπαθιά! Σπρώξτε!» Κι ήταν τόσο παράξενη αυτή η κουβέντα για το στόμα του Ποντικού, που ακόμη και μέσα στον τρόμο εκείνης της στιγμής, όλα τα μάτια γύρισαν και τον κοίταξαν. Κι όταν ο Ποντικός πήδηξε πάνω στο κάσαρο, κι ακούμπησε τη χνουδωτή του πλάτη στην πελώρια ράχη του ερπετού, που ήταν γλιστερή και γεμάτη λέπια, κι άρχισε να σπρώχνει μ’ όλη του τη δύναμη, πολλοί κατάλαβαν τι ακριβώς εννοούσε, κι όρμησαν στις δυο πλευρές του πλοίου να κάνουν το ίδιο. Κι όταν, την επομένη στιγμή, το Φίδι της Θάλασσας έβγαλε το κεφάλι του απ’ την αριστερή μεριά του Ταξιδιώτη της Αυγής, αυτή τη φορά με την πλάτη του στραμμένη προς το μέρος τους, το κατάλαβαν κι οι υπόλοιποι.
Το τέρας είχε κουλουριαστεί γύρω απ’ τον Ταξιδιώτη της Αυγής κι άρχιζε να σφίγγει τον κλοιό του. Κι όταν τον έσφιγγε γερά, τότε, κρατς! το καράβι θα γινόταν σπιρτόξυλα, και το τέρας θα τους μάζευε με την ησυχία του έναν έναν από τα κύματα. Μοναδική τους ευκαιρία ήταν να σπρώξουν την κουλούρα του φιδιού, ώσπου να γλιστρήσει και να βγει απ’ την πρύμνη –ή (για να το πούμε διαφορετικά) να σπρώξουν το πλοίο για να βγει απ’ τον κλοιό του τέρατος.
Βέβαια, μόνος του ο Ριπιτσιπιτσίπ δε θα ’βγαζε τίποτα, χώρια που πιο εύκολα θα σήκωνε ολόκληρη μητρόπολη! Είχε λυγίσει κιόλας απ’ την προσπάθεια ως τη στιγμή που οι άλλοι τον παραμέρισαν. Σε λίγο όλο το πλήρωμα, εκτός από τη Λούσυ και το Ποντίκι (που ήταν μισολιπόθυμο), είχε παραταχθεί σε δυο σειρές στο κάσαρο, καθένας με το στήθος του κολλημένο στην πλάτη του μπροστινού του, έτσι που το βάρος όλης της σειράς να πέφτει στον τελευταίο, κι έσπρωχναν για ζωή και για θάνατο. Για μερικά ανατριχιαστικά δευτερόλεπτα (που τους φάνηκαν ώρες) τίποτα δεν έγινε. Οι κλειδώσεις τους έτριζαν, ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι, η ανάσα τους έβγαινε σαν αγκομαχητό. Κι έπειτα ένιωσαν το πλοίο να κινείται, κι είδαν πως η κουλούρα του ερπετού είχε απομακρυνθεί λίγο απ’ το κατάρτι. Τώρα όμως ήταν μικρότερη. Είχε φτάσει η κρίσιμη στιγμή: θα κατάφερναν να την περάσουν απ’ την πρύμνη, ή μήπως είχε προλάβει να σφίξει; Ναι, η κουλούρα ερχόταν πια ίσα ίσα, το Φίδι ακουμπούσε κιόλας στα πλαϊνά της πρύμνης. Καμιά δεκαριά ναύτες σκαρφάλωσαν στο παραπέτο. Τώρα ήταν πιο βολικά. Το σώμα του Φιδιού της Θάλασσας είχε χαμηλώσει πολύ, τόσο, που έφτανε να κάνουν σειρά κατά μήκος της πρύμνης και να σπρώχνουν πλάι πλάι. Οι ελπίδες τους είχαν αρχίσει να αναπτερώνονται –όταν όλοι σκέφτηκαν πως το ανάγλυφο της πρύμνης, η ουρά του δράκοντα, ανέβαινε πολύ ψηλά, και καμιά δύναμη δε θα μπορούσε να περάσει την κουλούρα του ερπετού από πάνω της.
«Ένα τσεκούρι» φώναξε βραχνά ο Κασπιανός, «και σπρώξτε!» Η Λούσυ που ήξερε καλά πού φύλαγαν το καθετί, τον άκουσε από κει που στεκόταν στο κατάστρωμα, χωρίς ν’ αφήνει απ’ τα μάτια της την κουλούρα του τέρατος. Μέσα σε δευτερόλεπτα κατέβηκε στο αμπάρι, πήρε το τσεκούρι, κι ανέβαινε ολοταχώς την ανεμόσκαλα. Μα την ώρα που έφτανε στην μπουκαπόρτα, ακούστηκε ένας μεγάλος κρότος, σαν να γκρεμιζόταν θεόρατο δέντρο, και το πλοίο τραμπαλίστηκε και τινάχτηκε μπροστά. Γιατί εκείνην ακριβώς τη στιγμή το Φίδι της Θάλασσας υποχώρησε στην πίεση, ή ίσως έκανε την κουταμάρα να σφίξει κι άλλο τον κλοιό του, κι η σκαλιστή ουρά του δράκου ξεκόλλησε. Το πλοίο ήταν ελεύθερο.
Ήταν όλοι τόσο ξεθεωμένοι, που δεν πρόσεξαν αυτό που είδε η Λούσυ. Λίγα μέτρα πίσω τους, η κουλούρα του ερπετού μίκρυνε απότομα και βούλιαξε σ’ ένα σύννεφο από μπουρμπουλήθρες. Η Λούσυ είπε αργότερα (μα έτσι κι αλλιώς ήταν τόσο αναστατωμένη εκείνη τη στιγμή, που μπορεί και να το φαντάστηκε) πως στο πρόσωπο του τέρατος είχε ζωγραφιστεί μια ηλίθια ικανοποίηση. Γιατί το Φίδι, που ήταν πολύ χαζό, αντί να κυνηγήσει το πλοίο, έστριψε το κεφάλι του κι άρχισε να ψάχνει το κορμί του, λες και περίμενε να βρει τα συντρίμμια του Ταξιδιώτη της Αυγής. Όμως ο Ταξιδιώτης της Αυγής ξεμάκραινε ολοταχώς, μ’ έναν δροσερό ζέφυρο στα πανιά του, κι οι ναύτες του, ξαπλωμένοι στο κατάστρωμα, ξεφυσούσαν ακόμα λαχανιασμένοι. Κι όταν ξαναβρήκαν τη μιλιά τους, έβαλαν τα γέλια, κι αργότερα, που ανέβασαν και λίγο ρούμι απ’ το αμπάρι, ακούστηκαν κάνα δυο ζητωκραυγές, κι όλοι είχαν να λένε για την ανδραγαθία του Ευστάθιου (κι ας ήταν ανώφελη) και για το θάρρος του Ριπιτσιπιτσίπ.
Κι έτσι ταξίδεψαν άλλες τρεις μέρες, και μόνο θάλασσα έβλεπαν και ουρανό. Την τέταρτη μέρα ο άνεμος γύρισε, έγινε βοριάς, κι η θάλασσα άρχισε να φουσκώνει. Ως το απόγευμα είχε φουρτουνιάσει για καλά. Και τότε, είδαν ξηρά στ’ αριστερά τους.
«Αφέντη, με την άδειά σου» είπε ο Δρινιανός, «λέω να ζητήσουμε καταφύγιο σ’ αυτή τη χώρα. Θα μπούμε με τα κουπιά στο λιμάνι της ώσπου να καλμάρει ο καιρός». Ο Κασπιανός συμφώνησε, μα καθώς είχαν να παλέψουν τον άνεμο με τα κουπιά, τους βρήκε το σκοτάδι πριν κατεβούν στη στεριά. Με το τελευταίο φως έμπαιναν σ’ ένα φυσικό λιμάνι κι έριχναν άγκυρα. Κανένας δε βγήκε στην ακτή εκείνη τη νύχτα, κι όταν ξημέρωσε, είδαν πως βρίσκονταν σ’ έναν καταπράσινο κόλπο που γύρω γύρω τον έκλειναν βράχια. Ο τόπος ήταν έρημος. Τα βράχια ανηφόριζαν ψηλά, σχηματίζοντας άγριες ράχες και κορφές, και πάνω απ’ τις κορφές ο βοριάς κυνηγούσε τα σύννεφα που έτρεχαν σαν τρελά. Κατέβασαν λοιπόν τη βάρκα, φορτωμένη με τα βαρέλια του νερού που είχαν αδειάσει.
«Δρινιανέ, από πού λες να πάρουμε νερό;» φώναξε ο Κασπιανός που καθόταν στην πλώρη της βάρκας. «Βλέπω δύο ρυάκια που χύνονται στον κόλπο.»
«Το ίδιο κάνει, αφέντη» απάντησε ο Δρινιανός. «Αλλά, τώρα που το λες, μου φαίνεται πιο κοντά το δεξί –το ανατολικό.»
«Θα βρέξει» είπε η Λούσυ.
«Πολύ νωρίς το κατάλαβες» είπε ο Έντμουντ, που είχε φάει κιόλας την πρώτη χοντρή στάλα. «Εγώ λοιπόν λέω να πάμε στο άλλο ρυάκι, που έχει και δέντρα για να προστατευτούμε.»
«Σωστά» συμφώνησε ο Ευστάθιος. «Δεν έχει νόημα να μουσκέψουμε παραπάνω.»
Όμως ο Δρινιανός κρατούσε το τιμόνι στριμμένο δεξιά, σαν κάτι κουρασμένους οδηγούς στο αυτοκίνητο, που τους λες πως έκαναν λάθος στο δρόμο και δεν κόβουν ταχύτητα.
«Δρινιανέ!» φώναξε ο Κασπιανός. «Δυτικά πάμε. Στρίψε!»
«Όπως αγαπάτε, Μεγαλειότατε» είπε κοφτά ο Δρινιανός.
Από χτες, με τη φουρτούνα, ήταν πολύ κουρασμένος και δεν ήθελε συμβουλές από στεριανούς. Άλλαξε όμως πορεία –κι αυτό, όπως αποδείχτηκε σε λίγο, τους έσωσε απ’ του χάρου τα δόντια.
Ώσπου να γεμίσουν τα βαρέλια στο ποταμάκι, η βροχή σταμάτησε, κι ο Κασπιανός, ο Ευστάθιος, τα Πηβενσόπουλα κι ο Ριπιτσιπιτσίπ αποφάσισαν ν’ ανέβουν στην κορφή του λόφου για να δουν τι φαίνεται από κάτω. Ήταν δύσκολη η ανάβαση στ’ άγρια χόρτα και στα βρύα, και δεν είδαν ψυχή πουθενά, μόνο κάτι γλάρους. Απ’ την κορφή, διαπίστωσαν πως το νησί ήταν μια σταλιά, καμιά εκατοστή στρέμματα το πολύ, κι η θάλασσα έμοιαζε απέραντη κι έρημη τώρα που δεν την έβλεπαν απ’ το κατάστρωμα του Ταξιδιώτη της Αυγής.
«Είμαστε για δέσιμο» ψιθύρισε στη Λούσυ ο Ευστάθιος, καρφώνοντας τα μάτια του στον ανατολικό ορίζοντα. «Τραβάμε στα τυφλά, χωρίς να ξέρουμε πού πάμε.» Το είπε όμως μηχανικά, κι όχι με κακία όπως παλιότερα.
Έκανε κρύο εκεί στην κορφή, και δεν ήταν να μείνουν πολύ, γιατί το βοριαδάκι έτσουζε.
«Να μη γυρίσουμε απ’ τον ίδιο δρόμο» είπε η Λούσυ. «Πάμε ράχη ράχη, να κατεβούμε απ’ το άλλο ποτάμι, εκείνο που έλεγε ο Δρινιανός.»
Όλοι συμφώνησαν, και σ’ ένα τέταρτο της ώρας βρίσκονταν στις πηγές του δεύτερου ποταμού. Το θέαμα τούς ξάφνιασε, γιατί δεν ήταν καθόλου συνηθισμένο: μια βαθιά ορεινή λιμνούλα και γύρω γύρω βράχια, που άνοιγαν σ’ ένα σημείο, απ’ τη μεριά της θάλασσας, σχηματίζοντας ένα στενό κανάλι απ’ όπου κυλούσε το νερό. Ήταν απάγκια εδώ, κι οι οδοιπόροι κάθισαν χάμω, στα βρύα, να ξαποστάσουν.
Για την ακρίβεια, δεν κάθισαν όλοι: ο Έντμουντ έκανε να καθίσει και πετάχτηκε πάνω.
«Πόπο, σουβλερές πέτρες έχει αυτό το νησί» είπε ψαχουλεύοντας μέσα στα βρύα. «Πού ’ν’ τηνε, η παλιόπετρα;... Α, να τη... Την έπιασα... Μπα! Δεν είναι πέτρα. Σα λαβή σπαθιού μοιάζει. Τι λαβή λέω; Ολόκληρο σπαθί είναι –ή μάλλον ό,τι απόμεινε απ’ τη σκουριά. Μα την πίστη μου, πρέπει να βρίσκεται αιώνες εδώ!»
«Σαν ναρνιανό μου φαίνεται το σπαθί» είπε ο Κασπιανός, καθώς έσκυβαν όλοι να δουν.
«Κι εγώ κάπου κάθομαι» είπε η Λούσυ. «Σε κάτι σκληρό.» Απ’ ό,τι αποδείχτηκε, ήταν τ’ απομεινάρια ενός αλυσιδωτού θώρακα. Κι έτσι, όλοι έπεσαν στα τέσσερα κι άρχισαν να ψάχνουν δεξιά κι αριστερά, μέσα στα βρύα. Οι έρευνες έφεραν στο φως, με τη σειρά, ένα κράνος, ένα μαχαίρι και κάμποσα νομίσματα –όχι μισοφέγγαρα της Καλορμίνας, αλλά γνήσια «Δέντρα» και «Λιοντάρια» της Νάρνια, σαν κι αυτά που κυκλοφορούν κάθε μέρα στις αγορές του Φράγματος των Καστόρων ή της Βερούνα.
«Φαίνεται πως μόνο αυτά απόμειναν από κάποιον Λόρδο» είπε ο Έντμουντ.
«Κι εγώ το ίδιο σκεφτόμουνα» είπε ο Κασπιανός. «Ποιος να ’ταν, άραγε; Πάνω στο μαχαίρι δεν έχει κανένα διακριτικό. Ποιος ξέρει πώς πέθανε...»
«... και πώς θα εκδικηθούμε το θάνατό του» πρόσθεσε ο Ριπιτσιπιτσίπ.
Ο Έντμουντ, ο μόνος απ’ την παρέα που είχε διαβάσει αστυνομικές ιστορίες, έβαλε το μυαλό του να δουλέψει πυρετωδώς.
«Ακούστε» είπε στο τέλος. «Κάτι δεν πάει καλά εδώ. Ο Λόρδος αποκλείεται να σκοτώθηκε σε μάχη.»
«Πώς το ξέρεις;» ρώτησε ο Κασπιανός.
«Βλέπετε πουθενά κόκαλα;» είπε ο Έντμουντ. «Αν υπήρχε εχθρός, θα ’παιρνε την πανοπλία και θ’ άφηνε το πτώμα. Πού ξανακούστηκε αντίπαλος να νικάει στη μάχη και να παίρνει το πτώμα αφήνοντας την πανοπλία;»
«Κι αν τον σκότωσε κανένα θηρίο;» πετάχτηκε η Λούσυ.
«Πρέπει να ’ταν πολύ έξυπνο θηρίο» είπε ο Έντμουντ, «για να μπορέσει να του βγάλει κοτζάμ θώρακα».
«Κι αν ήταν δράκος;» είπε ο Κασπιανός.
«Α, αυτό αποκλείεται» είπε ο Ευστάθιος. «Οι δράκοι δεν τα καταφέρνουν με τις πανοπλίες. Το λέω εκ πείρας!»
«Κι εγώ λέω να τα μαζεύουμε και να φεύγουμε» είπε η Λούσυ. Απ’ τη στιγμή που άκουσε τον Έντμουντ να μιλάει για κόκαλα, δεν τη χωρούσε ο τόπος.
«Σύμφωνοι» είπε ο Κασπιανός και σηκώθηκε. «Όσο γι’ αυτά, δεν αξίζει τον κόπο να τα πάρουμε μαζί μας.»
Κατηφόρισαν λοιπόν από το άνοιγμα των βράχων, πλάι στο νερό. Κι αν η μέρα ήταν ζεστή, όλοι θα ’θελαν να πιουν, και μερικοί θα ’μπαιναν σίγουρα στον πειρασμό να κολυμπήσουν. Αφού και τώρα, μ’ όλη την ψύχρα, ο Ευστάθιος έσκυψε –αλλά πάνω που ετοιμαζόταν να μαζέψει νερό στις χούφτες του, ο Ριπιτσιπιτσίπ κι η Λούσυ φώναξαν μ’ ένα στόμα: «Κοιτάξτε!» Ο Ευστάθιος ξέχασε το νερό και κοίταξε.
Ο πάτος της λιμνούλας ήταν φτιαγμένος από μεγάλες γκριζογάλανες πέτρες, κι όπως το νερό ήταν πεντακάθαρο, είδε ξαπλωμένο στον πάτο ένα ομοίωμα ανθρώπου σε φυσικό μέγεθος. Σαν χρυσό έμοιαζε το ομοίωμα. Ήταν πεσμένο μπρούμυτα, με τα χέρια σηκωμένα ψηλά. Εκείνη τη στιγμή, τα σύννεφα άνοιξαν και βγήκε ο ήλιος. Το χρυσό ομοίωμα αστραποβόλησε απ’ την κορφή ως τα νύχια, κι η Λούσυ σκέφτηκε πως πρώτη φορά στη ζωή της έβλεπε τόσο ωραίο άγαλμα.
«Μάλιστα!» σφύριξε θαυμαστικά ο Κασπιανός. «Αυτό το θέαμα άξιζε τον κόπο. Θα μπορέσουμε άραγε να το βγάλουμε έξω;»
«Αφέντη, να βουτήξουμε» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ.
«Άδικος κόπος» είπε ο Έντμουντ. «Αν είναι αληθινό χρυσάφι και συμπαγές, θα ’ναι ασήκωτο. Η λίμνη πρέπει να ’χει πέντ’ έξι μέτρα βάθος. Μα, για σταθείτε. Έχω μαζί μου ένα κυνηγετικό ακόντιο. Για να δούμε ως πού φτάνει. Κασπιανέ, πιάσε με απ’ το χέρι να σκύψω.» Ο Κασπιανός τον έπιασε, κι ο Έντμουντ έγειρε μπροστά και βούτηξε το ακόντιο στα νερά.
Μα τη στιγμή που το ακόντιο είχε βουλιάξει ως τη μέση, η Λούσυ είπε: «Δεν είναι χρυσό το άγαλμα. Το φως φταίει. Κοίτα το ακόντιό σου!»
«Ε! Τι έπαθες;» φώναξαν τότε κάμποσοι μαζί –γιατί ο Έντμουντ είχε αφήσει άξαφνα το ακόντιο.
«Δεν μπορούσα να το κρατήσω» είπε λαχανιασμένος ο Έντμουντ. «Ξαφνικά, μου φάνηκε πολύ βαρύ.»
«Κοιτάξτε! Πήγε στον πάτο» είπε ο Κασπιανός. «Είχε δίκιο η Λούσυ. Είναι ίδιο με το άγαλμα τώρα.»
Μα ο Έντμουντ, που είχε κάποιο πρόβλημα με τις μπότες του –γιατί είχε σκύψει και τις κοιτούσε καλά καλά– σηκώθηκε απότομα και φώναξε, τόσο δυνατά, που τον άκουσαν όλοι:
«Πίσω! Μην αγγίζετε το νερό! Όλοι πίσω!»
Υπάκουσαν και τον κοίταξαν απορημένοι.
«Κοιτάξτε!» είπε ο Έντμουντ. «Κοιτάξτε τις μπότες μου στις μύτες!»
«Κιτρίνισαν λίγο» είπε ο Ευστάθιος.
«Είναι χρυσές. Καθαρό χρυσάφι» τον έκοψε ο Έντμουντ. «Κοίτα! Πιάσ’ τες! Δεν είναι πια δέρμα, και τις νιώθω βαριές σαν μολύβι.»
«Μα τον Ασλάν!» είπε ο Κασπιανός. «Θες να πεις πως...»
«Ναι, αυτό θέλω να πω» έκανε ο Έντμουντ. «Το νερό μεταμορφώνει τα πράγματα σε χρυσάφι. Και το ακόντιο το ’κανε χρυσάφι, γι’ αυτό έγινε τόσο βαρύ. Κι όπως μου ’γλειφε τα πόδια (πάλι καλά που δεν ήμουν ξιπόλητος) έκανε και τις μπότες μου χρυσάφι. Κι αυτός ο φουκαράς στον πάτο –καταλάβατε;»
«Δεν είναι άγαλμα» είπε σιγανά η Λούσυ.
«Όχι. Τώρα ξεκαθαρίζουν όλα. Βρέθηκε εδώ μια ζεστή μέρα. Γδύθηκε στην κορφή του λόφου –εκεί που είχαμε καθίσει. Τα ρούχα του σάπισαν ή τα πήραν τα πουλιά για να φτιάξουν φωλιές. Η πανοπλία του είναι ακόμα εκεί. Έπειτα έκανε μια βουτιά και...»
«Φτάνει!» φώναξε η Λούσυ. «Είναι τρομερό».
«Φτηνά τη γλιτώσαμε» είπε ο Έντμουντ.
«Πολύ φτηνά» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ. «Για φαντάσου να βούταγε κατά λάθος στο νερό κανένα δάχτυλο, κανένα πόδι, καμιά φαβορίτα... ή καμιά ουρά...»
«Σταθείτε να κάνουμε μια δοκιμή» είπε ο Κασπιανός. Έσκυψε, ξερίζωσε μια τούφα βρύα, κι έπειτα, με μεγάλη προσοχή, γονάτισε στην όχθη της λίμνης και βούτηξε μέσα τα βρύα. Αυτό που ξανάβγαλε απ’ το νερό, ήταν ένα πιστό αντίγραφο των βρύων, καμωμένο από ατόφιο χρυσάφι, βαρύ και μαλακό σαν μολύβι.
«Ο βασιλιάς που θ’ αποκτήσει τούτο το νησί» είπε αργά ο Κασπιανός, και το πρόσωπό του κοκκίνισε, «θα είναι ο πλουσιότερος του κόσμου. Στο εξής, αυτό το νησί θ’ ανήκει στη Νάρνια και θα το λέμε Νησί του Χρυσόνερου. Σας εξορκίζω όμως να το κρατήσετε μυστικό. Κανείς δεν πρέπει να το μάθει, ούτε του Δρινιανού να το μαρτυρήσετε –αλλιώς σας περιμένει ο θάνατος. Μ’ ακούσατε;»
«Σε ποιον μιλάς έτσι;» είπε ο Έντμουντ. «Εγώ δεν είμαι υποτελής σου. Κι αν κάποιος είναι υποτελής εδώ πέρα, αυτός είσαι εσύ. Εγώ είμαι ένας απ’ τους τέσσερις πανάρχαιους ηγεμόνες της Νάρνια, κι έχεις ορκιστεί πίστη και αφοσίωση στον αδερφό μου, το Μεγάλο Βασιλιά!»
«Ώστε έτσι, ε;» φώναξε ο Κασπιανός, αγγίζοντας τη λαβή του σπαθιού του.
«Σταματήστε κι οι δυο!» μπήκε στη μέση η Λούσυ. «Εσείς τ’ αγόρια είσαστε ανυπόφορα ώρες ώρες. Όλο νεύρα και φιγούρα, σαν τα κοκοράκια, και –Άααα!» η φωνή της έσβησε σ’ έναν ψίθυρο. Γύρισαν τότε όλοι και είδαν αυτό που έβλεπε η Λούσυ.
Από πάνω τους, στην γκρίζα κορυφή –γκρίζα, γιατί τα βρύα δεν είχαν ανθίσει ακόμη– αθόρυβο και αστραφτερό σαν ηλιόλουστο, μόλο που ο ήλιος είχε κρυφτεί στα σύννεφα, περνούσε αργά αργά το μεγαλύτερο λιοντάρι που αντίκρισαν ποτέ μάτια ανθρώπου. Αργότερα, περιγράφοντας τη σκηνή, η Λούσυ είπε: «Ήταν πελώριο σαν ελέφαντας», αν και μιαν άλλη φορά είπε μόνο: «Ήταν ίσαμ’ ένα άλογο». Όμως το μέγεθος του δεν ήταν το πιο σημαντικό. Κανένας δεν τόλμησε να ρωτήσει τι ήταν. Ήξεραν πως είχαν δει τον Ασλάν.
Και κανείς δεν κατάλαβε ποτέ πώς έφυγε και πού πήγε. Μόνο κοιτάχτηκαν, σαν να ’χαν ξυπνήσει εκείνη τη στιγμή.
«Τι λέγαμε;» είπε ο Κασπιανός. «Μου φαίνεται πως έγινα γελοίος.»
«Αφέντη» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ, «ο τόπος είναι καταραμένος. Να γυρίσουμε αμέσως στο καράβι. Κι αν είχα την τιμή να δώσω εγώ όνομα στο νησί, θα το ’λεγα Νησί του Θανατόνερου».
«Πολύ ωραίο όνομα, Ριπ» είπε ο Κασπιανός, «αν και, τώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν ξέρω γιατί μ’ αρέσει. Κοιτάξτε, ο καιρός έχει καλμάρει, ο Δρινιανός θα θέλει να ξεκινήσουμε. Έχουμε να του πούμε σπουδαία νέα».
Στην πραγματικότητα, δεν είχαν να του πουν και πολλά. Η ανάμνηση του τελευταίου περιστατικού είχε αρχίσει να σβήνει.
«Οι Μεγαλειότητές τους ήτανε σαν μαγεμένες όταν ανέβηκαν στο πλοίο» είπε ο Δρινιανός στον Ράινς λίγες ώρες αργότερα, όταν ο Ταξιδιώτης της Αυγής είχε κάνει πανιά και το Νησί του Θανατόνερου χανόταν πίσω τους στον ορίζοντα. «Κάτι έγινε σ’ εκείνο τον τόπο. Το μόνο που κατάλαβα, ήταν πως βρήκαν το πτώμα ενός από τους Λόρδους που γυρεύουμε.»
«Μακάρι, καπετάνιε μου» απάντησε ο Ράινς. «Δηλαδή, ως τώρα τρεις. Μας μένουν άλλοι τέσσερις. Όπως πάμε, μπορεί να δούμε το σπιτάκι μας την Πρωτοχρονιά. Πάλι καλά, κι άρχισε να μου σώνεται ο ταμπάκος. Καληνύχτα, αφέντη.»