Εκτός απ’ τον Δρινιανό και τα Πηβενσόπουλα, μόνο ο Ριπιτσιπιτσίπ ήξερε για τους Ανθρώπους της Θάλασσας. Είχε δει το Βασιλιά της Θάλασσας να κουνάει το δόρυ του, και βούτηξε αμέσως απ’ το καράβι, γιατί ο Ποντικός δε σήκωνε ούτε απειλές ούτε προκλήσεις, και προτίμησε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση επιτόπου. Όμως η ανακάλυψη του γλυκού νερού ήταν τόσο συγκλονιστική, που ο Ριπιτσιπιτσίπ ξέχασε τους Ανθρώπους της Θάλασσας και, πριν προλάβει να τους ξαναθυμηθεί, η Λούσυ κι ο Δρινιανός τον είχαν πάρει κατά μέρος και του ’χαν πει να μη μιλήσει σε κανέναν γι’ αυτό που είδε.
Η προειδοποίηση ήταν περιττή. Τώρα πια ο Ταξιδιώτης της Αυγής περνούσε πάνω από ακατοίκητες περιοχές. Τους Ανθρώπους της Θάλασσας δεν τους ξανάδε πια κανείς –εκτός από τη Λούσυ, αλλά μόνο για μια στιγμή. Όλο το επόμενο πρωί αρμένιζαν σε ρηχά νερά, κι ο βυθός φαινόταν γεμάτος φύκια. Το μεσημεράκι, η Λούσυ πρόσεξε ένα μεγάλο κοπάδι ψάρια που έβοσκαν στα φύκια. Μασούλιζαν όλα με ρυθμό, και κινούνταν αργά προς την ίδια κατεύθυνση. «Σαν τα πρόβατα» σκέφτηκε η Λούσυ. Κι άξαφνα, είδε το Κοριτσάκι της Θάλασσας. Θα ’χε περίπου τη δική της ηλικία, και στεκόταν ανάμεσα στα ψάρια, σιωπηλό και κάπως λυπημένο, με μια γκλίτσα στο χέρι. Η Λούσυ έκοβε το κεφάλι της πως το κοριτσάκι ήταν βοσκοπούλα –ή ψαροβοσκοπούλα– και πως τα ψάρια ήταν κοπάδι σε βοσκοτόπι. Ψάρια και κοριτσάκι βρίσκονταν πολύ κοντά στην επιφάνεια, κι όπως το καράβι γλιστρούσε στο ήρεμο νερό κι η Λούσυ έσκυβε απ’ την κουπαστή, το κοριτσάκι σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τη Λούσυ κατάματα. Δεν πρόλαβαν να μιλήσουν, γιατί το καράβι προχώρησε και το Θαλασσινό Κορίτσι χάθηκε –όμως η Λούσυ δεν το ξέχασε ποτέ εκείνο το προσωπάκι. Δεν ήταν ούτε τρομαγμένο ούτε θυμωμένο, σαν των άλλων Ανθρώπων της Θάλασσας. Η Λούσυ το συμπάθησε με την πρώτη ματιά, κι ήταν σίγουρη πως τη συμπάθησε και το κορίτσι. Είχαν γίνει φίλες για μια στιγμή. Και βέβαια, δεν υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να ξανανταμώσουν, ούτε σ’ εκείνον ούτε σε κάποιον άλλο κόσμο –μα αν αντάμωναν ποτέ, θα ’τρεχαν αμέσως ν’ αγκαλιαστούν.
Κι έτσι περνούσαν οι μέρες, χωρίς άνεμο στα πανιά, ούτε αφρό στην πλώρη, κι ο Ταξιδιώτης της Αυγής γλιστρούσε στην ακύμαντη θάλασσα πλησιάζοντας ολοταχώς την ανατολή. Μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα, το φως δυνάμωνε, χωρίς να τους θαμπώνει τα μάτια. Και τώρα πια κανείς τους δεν έτρωγε ούτε κοιμόταν. Γέμιζαν μόνο κουβάδες εκτυφλωτικό νερό απ’ τη θάλασσα, νερό πιο δυνατό κι απ’ το κρασί, και πιο υγρό και ρευστό απ’ το συνηθισμένο νερό, κι έπιναν αμίλητοι μεγάλες γουλιές. Και κάνα δυο ναύτες, που είχαν ήδη τα χρονάκια τους στην αρχή του ταξιδιού, άρχισαν λίγο λίγο να ξανανιώνουν, κι όλο το πλήρωμα ήταν χαρούμενο κι αναστατωμένο, και κανείς δεν είχε όρεξη για κουβέντες. Όσο προχωρούσαν, τόσο λιγότερο κουβέντιαζαν, και πάλι ψιθυριστά. Η ακινησία της τελευταίας θάλασσας τους είχε μεγέψει.
«Κυριέ μου, τι βλέπεις μπροστά;» είπε μια μέρα ο Κασπιανός στο Δρινιανό.
«Κάτι άσπρο, αφέντη μου» απάντησε ο Δρινιανός. «Όλος ο ορίζοντας, ως εκεί που φτάνει το μάτι, είναι κατάλευκος απ’ το βορρά ως το νότο.»
«Κι εγώ αυτό βλέπω» είπε ο Κασπιανός. «Τι λες να ’ναι;»
«Αν ήμαστε σε ψηλά γεωγραφικά πλάτη» είπε ο Δρινιανός, «θα ’λεγα πως είναι πάγος, αλλά σ’ αυτά τα μέρη το αποκλείω. Καλού κακού, θα στείλω άντρες στα κουπιά, να συγκρατήσουμε το πλοίο απ’ το ρεύμα. Ό,τι κι αν είναι αυτή η ασπρίλα, δεν πρέπει να πέσουμε μέσα της με τέτοια ταχύτητα».
Έκαναν όπως είπε ο Δρινιανός, και το πλοίο έκοψε ταχύτητα. Όμως, και τώρα που είχαν πλησιάσει πολύ, το μυστήριο του λευκού δε λύθηκε. Αν ήταν ξηρά, ήταν πολύ παράξενη, γιατί έμοιαζε λεία σαν το νερό κι ήταν στο ίδιο επίπεδο με τη θάλασσα. Κι όπως πλησίαζαν κι άλλο, ο Δρινιανός έστριψε το τιμόνι, κι ο Ταξιδιώτης της Αυγής γύρισε με την πλώρη στο νότο και το πλευρό στο ρεύμα, κι άρχισε να πλέει παράλληλα στην κάτασπρη ακτή. Και τότε, έκαναν μια σπουδαία ανακάλυψη: το ρεύμα που τους παράσερνε είχε πλάτος γύρω στα έξι μέτρα, κι η υπόλοιπη θάλασσα ήταν ήσυχη σαν λίμνη. Το πλήρωμα ανακουφίστηκε πολύ, γιατί όλοι είχαν αρχίσει να σκέφτονται πόσο δύσκολος θα ’ταν ο γυρισμός στη χώρα του Ραμάντου, αν είχαν να παλέψουν με τα κουπιά κόντρα στο ρεύμα. (Η Λούσυ κατάλαβε γιατί είχε χάσει αμέσως απ’ τα μάτια της το Θαλασσινό Κορίτσι. Η ψαροβοσκοπούλα ήταν έξω απ’ το ρεύμα, αλλιώς τα νερά θα την παράσερναν ανατολικά, όπως και το καράβι.)
Η ασπρίλα μπροστά τους ήταν ανεξιχνίαστη, κι έτσι κατέβασαν τη βάρκα για να την εξερευνήσουν από κοντά. Όσοι έμειναν στον Ταξιδιώτη της Αυγής, είδαν τη βάρκα να μπαίνει μέσα στο λευκό, κι έπειτα οι φωνές απ’ τη βάρκα ακούστηκαν καθαρά πάνω απ’ το ακίνητο νερό, ξαφνιασμένες. Μετά, σιωπή. Ο Ρύνελφος στην πρύμνη βούτηξε το κοντάρι του στο βυθό. Η βάρκα ξαναγύρισε πνιγμένη στ’ άσπρα, και καθώς πλεύριζε, έτρεξαν όλοι να δουν.
«Κρινάκια, Μεγαλειότατε!» φώναξε ο Ρύνελφος, όρθιος στην πλώρη.
«Τι;» έκανε ο Κασπιανός.
«Ανθισμένα κρινάκια, αφέντη μου» είπε ο Ρύνελφος, «Σαν τα νούφαρα στις λίμνες του τόπου μας.»
«Κοιτάξτε!» φώναξε η Λούσυ απ’ την πρύμνη της βάρκας, και ύψωσε τα βρεγμένα χέρια της γεμάτα λευκά πέταλα και φαρδιά φύλλα.
«Τί βάθος έχουμε, Ρύνελφε;» ρώτησε ο Δρινιανός.
«Εδώ είναι το μυστήριο, καπετάνιε» είπε ο Ρύνελφος. «Τα νερά είναι βαθιά. Τρισήμισι οργιές γεμάτες.»
«Μα τότε αποκλείεται να ’ναι κρινάκια... Εμείς άλλα λέμε κρινάκια» είπε ο Ευστάθιος.
Και μάλλον δεν ήταν κρινάκια –πάντως τους έμοιαζαν πολύ. Έγινε μια γρήγορη σύσκεψη, κι ο Ταξιδιώτης της Αυγής ξαναμπήκε στο θαλάσσιο ρεύμα και τράβηξε ανατολικά, διασχίζοντας τη Λίμνη των Κρίνων ή Ασημένια Θάλασσα (τη βάφτισαν με δύο ονόματα, αλλά επικράτησε το δεύτερο, κι αυτό είναι γραμμένο πια στο χάρτη του Κασπιανού). Κι έτσι άρχισε το πιο παράξενο μέρος του ταξιδιού τους. Σε λίγο, η θάλασσα που άφηναν πίσω τους είχε γίνει μια στενή λουρίδα στο δυτικό ορίζοντα. Το λευκό τούς τύλιξε παντού, απλωμένο ως εκεί που έφτανε το μάτι, φέγγοντας με αχνές χρυσαφιές ανταύγειες. Μόνο η ρότα του καραβιού ξεχώριζε, εκεί όπου τα κρινάκια είχαν παραμερίσει, κι ανάμεσά τους το νερό έλαμπε σαν σκουροπράσινο γυαλί. Στην όψη, αυτή η τελευταία θάλασσα έμοιαζε πολύ με την Αρκτική, κι αν τα μάτια τους δεν είχαν γίνει σαν του αετού, το φως του ήλιου θα ’ταν αφόρητο πάνω σε τόση ασπράδα –προπάντων νωρίς το πρωί, που ο ήλιος ήταν πελώριος. Τα βράδια, το φως αργούσε να σβήσει, πολλαπλασιασμένο απ’ τα άσπρα κρίνα. Μέρα τη μέρα, μίλια και μίλια, λεύγες και λεύγες, η ευωδιά των κρίνων τους τύλιγε από παντού, τόσο παράξενη, που η Λούσυ δυσκολεύτηκε αργότερα να την περιγράψει. Α, ναι, ήταν γλυκιά, μα δε σ’ έπνιγε ούτε σου ’φερνε νύστα. Ήταν μια δροσερή, άγρια και μοναχική ευωδιά, που έμοιαζε να σου ποτίζει το μυαλό, κι ένιωθες τότε πως μπορούσες να μετακινήσεις βουνό ή να παλέψεις με ελέφαντα. Μια φορά που τα κουβέντιαζε με τον Κασπιανό, συμφώνησαν κι οι δυο σε τούτο: «Λες πως δε θα την αντέξεις άλλο, κι όμως δε θες να σταματήσει ποτέ».
Κάθε τόσο μετρούσαν το βυθό, αλλά πέρασαν μέρες ώσπου να τον βρουν πιο ρηχό. Κι έπειτα, τα νερά γίνονταν όλο και πιο ρηχά, κι ήρθε μια μέρα που ο Ταξιδιώτης της Αυγής αναγκάστηκε να βγει απ’ το ρεύμα και να συνεχίσει αργά αργά με τα κουπιά, σχεδόν ψηλαφητά. Κι όταν κατάλαβαν πια πως δεν μπορούσαν να προχωρήσουν άλλο, χρειάστηκαν πολύ επιδέξιες μανούβρες για να μην κολλήσουν στο βυθό.
«Κατεβάστε τη βάρκα» φώναξε ο Κασπιανός. «Οι άντρες να μαζευτούν στο κατάστρωμα. Θέλω να τους μιλήσω.»
«Τι τον έπιασε;» ψιθύρισε ο Ευστάθιος στον Έντμουντ. «Το ύφος του δε μ’ αρέσει καθόλου.»
«Νομίζω πως και το δικό μας κάπως έτσι θα ’ναι» είπε ο Έντμουντ.
Ο Κασπιανός ανέβηκε στο κάσαρο της πρύμνης, κι από κάτω, στα πόδια της ανεμόσκαλας, μαζεύτηκαν όλοι ν’ ακούσουν το Βασιλιά.
«Φίλοι» φώναξε ο Κασπιανός, «εκπληρώσαμε πια το σκοπό του ταξιδιού μας. Τώρα ξέρουμε τι απέγιναν οι Εφτά Λόρδοι, κι αφού ο Αξιότιμος Κύριος Ριπιτσιπιτσίπ ορκίστηκε να μη γυρίσει πίσω, ο Ρεβιλιανός, ο Αργκόζ και ο Μάβραμορν θα ’χουν ξυπνήσει ώσπου να φτάσετε στη Χώρα του Ραμάντου. Λόρδε Δρινιανέ, σου εμπιστεύομαι το πλοίο και σε προστάζω να επιστρέψεις στη Νάρνια όσο πιο γρήγορα μπορείς –και προπαντός, χωρίς να σταματήσεις στο Νησί του Θανατόνερου. Και πες στο Νάνο Καλοβολίκ, τον αντιβασιλέα, να δώσει στους συντρόφους μου την ανταμοιβή που τους υποσχέθηκα. Την αξίζουν και με το παραπάνω. Όσο για μένα, αν δε γυρίσω πίσω, τότε ο αντιβασιλέας και ο Δόκτωρ Κορνήλιος και ο Μανιταροπούλης, κι εσύ Λόρδε Δρινιανέ, θα εκλέξετε άλλον Βασιλιά της Νάρνια, με τη συγκατάθεση...».
«Αφέντη μου» είπε ο Δρινιανός, «παραιτείσαι;».
«Θα πάω μαζί με τον Ριπιτσιπιτσίπ. Θέλω να δω το Τέλος του Κόσμου» είπε ο Κασπιανός.
Ένα ανήσυχο μουρμουρητό πέρασε απ’ άκρη σ’ άκρη το πλήρωμα.
«Θα πάρουμε τη βάρκα» συνέχισε ο Κασπιανός. «Οι θάλασσες εδώ είναι γαλήνιες, δεν πρόκειται να σας λείψει. Και μόλις φτάσετε στη Χώρα του Ραμάντου, φτιάχνετε άλλη. Και τώρα...»
«Κασπιανέ» τον έκοψε αυστηρά ο Έντμουντ, «αυτό που λες, δε γίνεται».
«Φυσικά δε γίνεται» πετάχτηκε ο Ριπιτσιπιτσίπ. «Αποκλείεται, Μεγαλειότατε.»
«Αυτό λέω κι εγώ» φώναξε ο Δρινιανός.
«Από πού κι ως πού;» είπε κοφτά ο Κασπιανός, και για μια στιγμή τους φάνηκε φτυστός ο θείος του ο Μιράζ.
«Η Μεγαλειότης σου να με συγχωρεί» είπε ο Ρύνελφος από κάτω, «μα αν το ’κανε κάποιος από μας, δε θα τον έλεγες λιποτάκτη;»
«Ρύνελφε, μέτρα τα λόγια σου!» είπε ο Κασπιανός.
«Καλά σου λέει, αφέντη» είπε ο Δρινιανός.
«Μα τη Χαίτη του Ασλάν!» φώναζε ο Κασπιανός. «Θα μου κάνουν κουμάντο οι υπήκοοί μου;»
«Εγώ δεν είμαι υπήκοός σου» είπε ο Έντμουντ, «και σου το ζαναλέω: αυτό που θες, δε γίνεται».
«Τι θα πει δε γίνεται;» φώναζε ο Κασπιανός.
«Μεγαλειότατε, ας πούμε καλύτερα πως δεν επιτρέπεται» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ και υποκλίθηκε βαθιά. «Εσύ είσαι ο Βασιλιάς της Νάρνια, κι αν δε γυρίσεις πίσω, θα προδώσεις όλους σου τους υπηκόους –και προπάντων τον Καλοβολίκ. Δεν επιτρέπεται να διασκεδάζεις με περιπέτειες σαν απλός ιδιώτης. Κι αν η Μεγαλειότητά σου δεν ακούσει της φωνή της λογικής, εγώ και κάθε αφοσιωμένος ναύτης σ’ αυτό το πλοίο, έχουμε χρέος να σε αφοπλίσουμε και να σε δέσουμε, ώσπου να ’ρθεις στα συγκαλά σου.»
«Πολύ σωστά» είπε ο Έντμουντ. «Και τον Οδυσσέα τον είχαν δέσει οι σύντροφοί του για να μην πλησιάσει τις Σειρήνες.»
Ο Κασπιανός είχε πιάσει κιόλας τη λαβή του σπαθιού του, αλλά τότε μίλησε η Λούσυ: «Κι ύστερα, μην ξεχνάς: υποσχέθηκες στην κόρη του Ραμάντου πως θα ξαναγυρίσεις».
Ο Κασπιανός κοντοστάθηκε. «Α, ναι.. Είναι κι αυτό...» είπε. Δίστασε μια στιγμή, κι έπειτα φώναξε δυνατά: «Ας γίνει λοιπόν το θέλημά σας. Το ταξίδι μας τέλειωσε και πρέπει να επιστρέψουμε! Ανεβάστε τη βάρκα!».
«Αφέντη» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ, «δεν επιστρέφουμε όλοι. Όπως σου έλεγα και πριν...».
«Σιωπή!» ούρλιαξε ο Κασπιανός. «Ποιος κάνει κουμάντο εδώ μέσα; Πείτε του Ποντικού να σωπάσει!»
«Η Μεγαλειότης σου έδωσε όρκο να είναι καλός βασιλιάς για τα Ζώα Που Μιλούν» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ.
«Καλός βασιλιάς για τα Ζώα Που Μιλούν» είπε ο Κασπιανός. «Όχι για τα Ζώα Που Δε Βάζουν Γλώσσα Μέσα Τους!». Κι έξαλλος απ’ το θυμό, κατέβηκε σαν σίφουνας την ανεμόσκαλα και κλείστηκε στο κάσαρο βροντώντας πίσω του την πόρτα.
Οι άλλοι, που μπήκαν σε λίγο να του μιλήσουν, τον βρήκαν εντελώς αλλαγμένο. Ήταν κατάχλομος και τα μάτια του δακρυσμένα.
«Δε χρειάζεται να πείτε τίποτε» τους πρόλαβε. «Έχασα την ψυχραιμία μου κι έγινα γελοίος. Μου το ’πε κι ο Ασλάν. Όχι, δεν ήρθε –πώς να χωρέσει σε τόσο μικρή καμπίνα; Όμως, το κεφάλι του χρυσού λιονταριού ζωντάνεψε και μου μίλησε. Και τα μάτια του... Ήταν τρομερά. Όχι, όχι, δεν αγρίεψε... Μου μίλησε όμως αυστηρά... τουλάχιστον στην αρχή. Μα και πάλι, τρομερός ήταν... Και μου είπε... μου είπε... Δεν το αντέχω. Είναι φριχτή τιμωρία. Εσείς θα συνεχίσετε –ο Ριπ, ο Έντμουντ, η Λούσυ και ο Ευστάθιος. Κι εγώ θα μείνω πίσω. Μόνος. Αμέσως. Μα δεν έχει νόημα πια...»
«Αγαπημένε μου Κασπιανέ» είπε η Λούσυ, «αφού το ’ξερες. Αργά ή γρήγορα, έπρεπε να ξαναγυρίσουμε στον κόσμο μας».
«Ναι» είπε ο Κασπιανός πνίγοντας έναν λυγμό, «αλλά όχι τόσο γρήγορα!».
«Θα σου περάσει ώσπου να φτάσεις στη Χώρα του Ραμάντου» είπε η Λούσυ.
Και πραγματικά, του πέρασε του Κασπιανού, αλλά ο χωρισμός ήταν πολύ μελαγχολικός και θλιβερός, κι έτσι δεν πρόκειται να σας τον περιγράψω. Κατά τις δύο το μεσημέρι, φόρτωσαν στη βάρκα τρόφιμα, νερό (κι ας ήξεραν πως δε θα τα χρειαστούν) και το βαρκάκι του Ριπιτσιπιτσίπ, και την κατέβασαν από τον Ταξιδιώτη της Αυγής στο υγρό λιβάδι με τ’ άσπρα κρίνα. Κι ο Ταξιδιώτης της Αυγής σήκωσε όλες του τις σημαίες, κι οι ναύτες κρέμασαν στα μπαλόνια του καραβιού όλες τις ασπίδες, για να τιμήσουν την αναχώρηση των φίλων τους. Κι όταν οι τέσσερις βρέθηκαν πια στη βάρκα, ανάμεσα στα κρίνα, είδαν τον Ταξιδιώτη της Αυγής να ορθώνεται πελώριος κι επιβλητικός κι αγαπημένος, σαν το σπίτι τους, κι έπειτα να μακραίνει, να στρίβει δυτικά με τα κουπιά, και να χάνεται απ’ τα μάτια τους. Η Λούσυ δεν έκλαψε, κι ούτε ένιωθε όπως μπορεί να νομίζετε. Το φως, η σιωπή, η ερεθιστική μυρωδιά της Ασημένιας Θάλασσας –ακόμα κι η μοναξιά, μ’ έναν παράξενο τρόπο– ήταν πολύ συναρπαστικά.
Δε χρειάστηκε να τραβήξουν κουπί, γιατί το ρεύμα τους οδηγούσε σταθερά στην ανατολή. Κανείς τους δεν έφαγε ούτε κοιμήθηκε. Όλη εκείνη τη νύχτα και την επόμενη μέρα έπλεαν ανατολικά, κι όταν ξημέρωσε η τρίτη μέρα –με μια λάμψη που εσείς κι εγώ δε θα την αντέχαμε ούτε με μαύρα γυαλιά– είδαν μπροστά τους το θαύμα. Ένας τοίχος ορθωνόταν ανάμεσα στη βάρκα και στον ουρανό, ένας γκριζοπράσινος τοίχος που τρεμούλιαζε κι άστραφτε και λαμποκοπούσε. Κι όπως ξεπρόβαλλε ο ήλιος, τον είδαν πίσω από τον τοίχο, κι ο τόπος πλημμύρισε χρώματα, όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Κατάλαβαν τότε πως ο τοίχος ήταν ένα πελώριο κύμα, καρφωμένο αιώνια στην ίδια θέση, σαν το νερό που γκρεμίζεται απ’ τον καταρράχτη. Θα ’χε καμιά δεκαριά μέτρα ύψος –κι όπως το ρεύμα τους έψερνε ολοταχώς προς τα εκεί, κανένας δε φοβήθηκε. Όλοι ήξεραν πως δεν κινδυνεύουν, όπως θα το ξέρατε κι εσείς στη θέση τους. Και τώρα, είδαν κάτι, πίσω απ’ το κύμα και πίσω απ’ τον ήλιο, γιατί τα μάτια τους είχαν δυναμώσει απ’ το νερό της Τελευταίας Θάλασσας, και δε θάμπωναν πια. Είδαν λοιπόν τον ήλιο που ανάτελλε, και παραπίσω, στ’ ανατολικά, μια οροσειρά τόσο ψηλή, που οι κορφές της δε φαίνονταν –εκτός κι αν τις είδαν κι οι τέσσερις και μετά το ξέχασαν. Όμως, απ’ ό,τι θυμούνται, ουρανός δε φαινόταν πουθενά. Και τα βουνά πρέπει να βρίσκονταν έξω απ’ τον κόσμο, γιατί κάθε βουνό, ακόμα και το πιο χαμηλό, έχει πάγους και χιόνια στην κορφή του, μα εκείνα εκεί ήταν ζεστά και καταπράσινα, γεμάτα δάση και καταρράχτες, όσο ψηλά κι αν τα κοιτούσες. Άξαφνα, ένα απαλό αεράκι φύσηξε απ’ την ανατολή, κι η κορφή του κύματος γέμισε αφρούς και σχήματα, και τα ήσυχα νερά της θάλασσας ρυτιδώθηκαν. Μόνο μια στιγμή κράτησε εκείνο το αεράκι, μα πρόλαβε να κουβαλήσει κάτι, που τα τρία παιδιά δε θα το ξεχάσουν ποτέ: μια ευωδιά κι έναν ήχο, σαν μουσική. Αργότερα, ο Έντμουντ και ο Ευστάθιος αρνήθηκαν να το σχολιάσουν, μα η Λούσυ είπε: «Σου ράγιζε την καρδιά». «Γιατί;» τη ρώτησα, «τόσο λυπητερή ήταν;» «Λυπητερή; Όχι δα!» μ’ έκοψε η Λούσυ.
Κι έτσι, κατάλαβαν κι οι τέσσερις, χωρίς αμφιβολία, πως έβλεπαν πέρα απ’ το Τέλος του Κόσμου, τη Χώρα του Ασλάν.
Εκείνη τη στιγμή, μ’ ένα μαλακό κρακ, η βάρκα κόλλησε στο βυθό. Το νερό ήταν τόσο ρηχό, που δεν μπορούσαν να συνεχίσουν. «Εγώ θα προχωρήσω μόνος μου» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ.
Κανένας δεν προσπάθησε να τον μεταπείσει, γιατί όλα τώρα έμοιαζαν να ’χουν ξανασυμβεί, ή να ’ναι γραμμένα από τη μοίρα. Τον βοήθησαν λοιπόν να κατεβάσει το βαρκάκι του, κι ο Ποντικός έβγαλε το σπαθί του («Δε θα το ξαναχρειαστώ» είπε) και το πέταξε μακριά, στην ανθισμένη θάλασσα. Και το σπαθί έπεσε και καρφώθηκε όρθιο, με τη λαβή του έξω απ’ το νερό. Έπειτα ο Ριπιτσιπιτσίπ τους αποχαιρέτησε, βάζοντας τα δυνατά του να φανεί λυπημένος για να μην τους πληγώσει, γιατί μέσα του σκιρτούσε από ευτυχία. Κι η Λούσυ, για πρώτη και τελευταία φορά, έκανε αυτό που λαχταρούσε πάντα: τον πήρε αγκαλιά και τον χάιδεψε. Στο τέλος, ο Ποντικός μπήκε βιαστικά στο βαρκάκι του, έπιασε το κουπί, και το ρεύμα τον πήρε και τον ταξίδεψε μακριά, σαν μαύρη κουκίδα πάνω στα λευκά κρίνα. Μόνο το κάθετο κύμα δεν είχε κρίνα, κι έμοιαζε με ομαλή, καταπράσινη πλαγιά: και το βαρκάκι, τρέχοντας όλο και πιο γρήγορα, ανηφόρισε το κύμα. Και για μια στιγμή, αλλά μόνο μια στιγμή, είδαν το βαρκάκι με τον Ριπιτσιπιτσίπ στην κορφή του κύματος, κι έπειτα το ’χασαν απ’ τα μάτια τους, κι από τότε κανείς δεν ξανάδε το γενναίο Ποντίκι. Εγώ, όμως, είμαι βέβαιος πως ο Ριπιτσιπιτσίπ έφτασε σώος και αβλαβής στη χώρα του Ασλάν, κι ακόμα και τώρα που μιλάμε, ζει και βασιλεύει.
Ο ήλιος ανέβηκε κι άλλο, σβήνοντας το όραμα των Βουνών Έξω από τον Κόσμο. Το κύμα έμεινε στη θέση του, μόνο που πίσω του φαινόταν πια ο γαλανός ουρανός.
Τα τρία παιδιά βγήκαν από τη βάρκα και προχώρησαν πλατσουρίζοντας στα νερά –όχι προς τα εκεί που ορθωνόταν το κύμα, αλλά νότια, με το νερένιο τοίχο στ’ αριστερά τους. Γιατί; Ούτε κι εκείνα δε θα ’ξεραν να πουν. Αυτός ο δρόμος τούς ήταν γραμμένος. Κι ενώ στον Ταξιδιώτη της Αυγής ένιωθαν –και ήταν– μεγάλοι, τώρα είχαν ξαναγίνει παιδιά, και προχωρούσαν πιασμένα χέρι χέρι μέσα στα κρινάκια. Δεν ένιωθαν κούραση. Το νερό ήταν ζεστό και γινόταν όλο και πιο ρηχό. Κι όταν πάτησαν επιτέλους στη στεγνή αμμουδιά, κι έπειτα σε χορτάρι, είδαν μπροστά τους μια υπέροχη χλοερή πεδιάδα ν’ απλώνεται στο ίδιο επίπεδο με την Ασημένια Θάλασσα, ως πέρα, μακριά, χωρίς να ξεχωρίζει πάνω της μήτε ποντικοφωλιά.
Κι όπως γίνεται πάντα στους πεδινούς και άδεντρους τόπους, είδαν μπροστά τους τον ουρανό να σμίγει με το χορτάρι, κι όσο προχωρούσαν, είχαν μια παράξενη αίσθηση: εδώ, ο ουρανός δε χαμήλωνε να σμίξει με τη γη. Ήταν ένας γαλάζιος τοίχος, αστραφτερός, χειροπιαστός, στερεός, όμοιος με γυαλί. Δεν άργησαν να βεβαιωθούν. Σε λίγο ο τοίχος ήταν μπροστά τους.
Όμως εκεί, ανάμεσα στον τοίχο του ουρανού και στα παιδιά, κάτι λευκό ξεχώριζε πάνω στο χορτάρι –τόσο λευκό, που τα μάτια τους δεν άντεχαν να το κοιτάξουν. Κι όταν πλησίασαν, είδαν πως ήταν ένα Αρνάκι.
«Περάστε να φάτε κάτι» είπε το Αρνάκι, με μια γλυκιά, γαλατένια φωνή.
Πρόσεξαν τότε πως στα χόρτα άναβε μια φωτιά, και πάνω της ψηνόταν ένα ψάρι. Τα παιδιά κάθισαν κι έφαγαν, γιατί πεινούσαν πολύ, πρώτη φορά μετά από τόσες μέρες, και το ψάρι ήταν το πιο υπέροχο πράγμα που γεύτηκαν ποτέ.
«Σε παρακαλώ, Αρνάκι» είπε η Λούσυ, «από δω πάνε για τη Χώρα του Ασλάν;».
«Ναι, αλλά εσείς δεν μπορείτε να πάτε» απάντησε το Αρνάκι. «Για σας, μόνο στον κόσμο σας υπάρχει πόρτα για τη Χώρα του Ασλάν.»
«Τι;» φώναξε ο Έντμουντ. «Στον κόσμο μας; Περνάει απ’ τον κόσμο μας δρόμος για τη Χώρα του Ασλάν;»
«Σ’ όλους τους κόσμους υπάρχουν δρόμοι που οδηγούν στη χώρα μου» είπε το Αρνάκι, και το χιονόλευκο μαλλί του άστραψε εκτυφλωτικά, καστανόχρυσο τώρα, και το σχήμα του άλλαξε –και να, ο Ασλάν ξεπρόβαλε θεόρατος μπροστά τους, σκορπίζοντας φως απ’ τη χαίτη του.
«Αχ, Ασλάν!» φώναξε η Λούσυ. «Πες μας, πώς θα ’ρθούμε στη χώρα σου απ’ τον κόσμο μας;»
«Χρόνια και χρόνια θα σ’ το λέω» είπε ο Ασλάν, «μα δε θα μάθεις πόσο μικρός ή πόσο ατέλειωτος είναι ο δρόμος. Μάθε μόνο πως περνάει πάνω από ένα ποτάμι. Κι αυτό το ποτάμι μην το φοβηθείς, γιατί εγώ είμαι ο Πρωτομάστορας των Γεφυριών. –Ελάτε τώρα, ελάτε. Θ’ ανοίξω την πύλη του ουρανού να σας στείλω στον κόσμο σας».
«Ασλάν, σε παρακαλώ» είπε η Λούσυ, «πριν φύγουμε, πες μας πότε θα ξανάρθουμε στη Νάρνια. Σε παρακαλώ! Και κάνε να ξαναρθούμε γρήγορα».
«Αγαπημένη μου» είπε γλυκά ο Ασλάν, «εσύ κι ο αδερφός σου δε θα ξαναγυρίσετε στη Νάρνια».
«Ασλάν!» φώναξαν και τα δυο παιδιά, απελπισμένα.
«Παιδιά μου, μεγαλώσατε πια» είπε ο Ασλάν. «Τώρα πρέπει να ’ρθείτε πιο κοντά στον δικό σας κόσμο.»
«Μα ξέρεις, δεν το λέω για τη Νάρνια» είπε κλαίγοντας η Λούσυ. «Για σένα το λέω. Δε θα σε ξαναδούμε πια; Γίνεται να μη σε ξαναδούμε;»
«Και βέβαια θα με ξαναδείτε, καλή μου» είπε ο Ασλάν.
«Δηλαδή... δηλαδή υπάρχεις και στον κόσμο μας;» είπε κομπιάζοντας ο Έντμουντ.
«Υπάρχω» απάντησε ο Ασλάν, «μόνο που έχω άλλο όνομα. Πρέπει να μάθετε να με φωνάζετε με το άλλο μου όνομα –γι’ αυτό σας έφερα στη Νάρνια. Στη Νάρνια με γνωρίσατε λίγο. Στον δικό σας κόσμο θα με γνωρίσετε καλύτερα».
«Κι ο Ευστάθιος;» ρώτησε η Λούσυ. «Ούτε αυτός θα ξαναρθεί;»
«Παιδί μου» είπε ο Ασλάν, «γιατί ρωτάς αφού δε θες να μάθεις; Ελάτε, ανοίγω την πύλη του ουρανού!» Και τότε ο γαλάζιος τοίχος σκίστηκε (σαν κουρτίνα) και το τρομερό, κατάλευκο φως, η απαλή χαίτη του Ασλάν, ένα λιονταρίσιο φιλί στο μέτωπό τους, κι έπειτα το δωματιάκι της Λούσυ στο Καίημπριτζ στο σπίτι της θείας Αλμπέρτα.
Μένει ακόμα να σας πω δυο τρία πράγματα. Ο Κασπιανός με τους δικούς του έφτασε με το καλό στο Νησί του Ραμάντου, κι οι τρεις Λόρδοι ξύπνησαν. Κι ο Κασπιανός πήρε γυναίκα του την κόρη του Ραμάντου και ξαναγύρισαν στη Νάρνια. Κι η κόρη του Ραμάντου έγινε Μεγάλη Βασίλισσα, μητέρα και γιαγιά Μεγάλων Βασιλιάδων. Όμως, στον δικό μας κόσμο, όλοι άρχισαν να λένε ξαφνικά πως είχε στρώσει ο Ευστάθιος κι είχε γίνει «άλλο παιδί». Όλοι, εκτός από τη Θεία Αλμπέρτα, που τον έβρισκε πολύ συνηθισμένο και βαρετό, κι όλο γκρίνιαζε πως τον είχαν χαλάσει τα Πηβενσόπουλα!