7 Πώς τελείωσε αυτή η περιπέτεια

«Τι πράγμα;» είπε ο Έντμουντ.

«Το χρυσό βραχιόλι» είπε ο Κασπιανός.

«Ένα σφυράκι, κι απάνω του ένα διαμάντι σαν αστέρι» είπε το Δρινιανός. «Σαν κάπου να το ’χω ξαναδεί.»

«Αυτό είναι!» φώναξε ο Κασπιανός. «Και βέβαια το ’χεις ξαναδεῖ. Είναι το οικόσημο ενός μεγάλου γένους τῆς Νάρνια. Το βραχιόλι του Λόρδου Ὀκτεσιανοῦ».

«Αχρείε!» φώναξε στο δράκο ο Ριπιτσιπιτσίπ. «Εσύ καταβρόχθισες το ναρνιανό άρχοντα;» Όμως ο δράκος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

«Ξέρετε» είπε η Λούσυ, «μπορεί αυτός να είναι ο Λόρδος Ὀκτεσιανός που μεταμορφώθηκε σε δράκο –ίσως με μάγια».

«Δεν είναι απαραίτητο» είπε ο Έντμουντ. «Όλοι οι δράκοι μαζεύουν χρυσάφι. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε πως ο Οκτεσιανός δεν έφτασε πιο πέρα απ’ αυτό το νησί.»

«Μήπως είσαι ο Λόρδος Οκτεσιανός;» ρώτησε το δράκο η Λούσυ, κι όταν τον είδε να της γνέφει Όχι λυπημένος, πρόσθεσε: «Μήπως είσαι μαγεμένος –μήπως ήσουν ποτέ άνθρωπος;»

Ο δράκος άρχισε να κουνάει καταφατικά το κεφάλι του σαν τρελός.

Και τότε κάποιος –κανείς δεν ήταν σίγουρος αργότερα αν το ’πε πρώτη η Λούσυ ή ο Έντμουντ– πάντως κάποιος, φώναξε: «Δε μου λες... Μήπως είσαι ο Ευστάθιος;»

Κι ο Ευστάθιος κούνησε καταφατικά το πελώριο κεφάλι του και άρχισε να χτυπάει την ουρά του στη θάλασσα, κι όλοι έκαναν πίσω (μερικοί ναύτες μάλιστα με επιφωνήματα που δε γράφονται) για να μην τους λούσει με τα πελώρια, βραστά δάκρυα που κύλησαν απ’ τα μάτια του.

Η Λούσυ τον παρηγόρησε όσο μπορούσε, κι επιστρατεύοντας όλο της το θάρρος, του φίλησε τα λέπια της μουσούδας του. Κι έπειτα όλοι είπαν «Βρε, το φουκαρά», και μερικοί τον καθησύχασαν πως δε θα τον εγκαταλείψουν, και πολλοί έλεγαν πως, δεν μπορεί, κάποιος τρόπος θα υπάρχει να λυθούν τα μάγια, και να δεις που σε δυο μέρες θα το ’χεις ξεχάσει, και τα λοιπά. Και βέβαια τους έτρωγε η περιέργεια να μάθουν τα καθέκαστα, αλλά ο δράκος δε μιλούσε. Τις επόμενες μέρες, προσπάθησε κάμποσες φορές να τους γράψει κάτι στην άμμο, αλλά πάντα τα ’κανε μούσκεμα. Γιατί, όπως είπαμε, ο Ευστάθιος δεν είχε διαβάσει ποτέ του βιβλία τής προκοπής, και δεν ήξερε να διηγείται ιστορίες, κι έπειτα, τα πόδια των δράκων έχουν άλλο μυϊκό σύστημα και δεν είναι φτιαγμένα για να γράφουν. Έτσι, κάθε φορά, πριν αποτελειώσει την ιστορία, τα κύματα φούσκωναν κι έσβηναν τα γραμμένα –όσα δηλαδή δεν είχε σβήσει ο ίδιος κατά λάθος, με τα πόδια του ή με την ουρά του. Κι όσα πρόλαβαν να διαβάσουν οι άλλοι, έλεγαν πάνω κάτω τα εξής –χωρίς τα σβησμένα:

ΜΕΠΗΡΟΥ ΠΝΟΣ ... ΡΚΟΣ ΑΔΡΟΚΣ ΦΤΟΥΝΑΠΑΡΕΙ ΔΡΑΚΟΣ ΣΤΗΣΠΗΛΙΑ ΠΥΟΠΕΘΑΝΕ ΚΑΙΜΕΤΑ ... ΞΥΠΝΑΩΚΑΙ ... ΔΕ ... ΤΟΧΕΡΙ ΜΟΥ... ΟΥΦ...

Όλοι ωστόσο συμφωνούσαν σε ένα: ο χαρακτήρας του Ευστάθιου είχε αλλάξει προς το καλύτερο τώρα που έγινε δράκος. Σκοτωνόταν να βοηθήσει, κι όργωνε πάνω κάτω το νησί, πετώντας. Έτσι ανακάλυψε πως τα βουνά είχαν αγριοκάτσικα και κοπάδια αγριογούρουνα, και σε κάθε βόλτα τούς έφερνε κάμποσα, να ’χουν κρέας για το ταξίδι. Τα ζώα τα σκότωνε με το μαλακό. Έφτανε μόνο ένα χτύπημα με την ουρά του, κι η λεία του περνούσε στον άλλο κόσμο χωρίς να το πάρει είδηση (κι ίσως να μην το ’χει πάρει ούτε τώρα που μιλάμε). Το μερτικό του τό ἔτρωγε πάντα μόνος, γιατί ήταν δράκος και το κρέας το προτιμούσε ωμό, και δεν ήταν σωστό να τον βλέπουν οι άλλοι με τη μουσούδα πασαλειμμένη φαΐ. Ώσπου, μια μέρα, πετώντας αργά αργά, κατάκοπος αλλά θριαμβευτής, κουβάλησε στον καταυλισμό ένα πελώριο πεύκο. Το ’χε βγάλει μαζί με τις ρίζες του από μια γειτονική κοιλάδα, και το ’φερνε για να φτιάξουν καινούριο κατάρτι. Κι όταν έπεφτε ψύχρα τα βράδια, κυρίως μετά τη βροχή, ο Ευστάθιος τούς ήταν πολύτιμος, γιατί κάθονταν όλοι με την πλάτη ακουμπισμένη στο καυτό πλευρό του, κι έτσι ζεσταίνονταν και στέγνωναν τα ρούχα τους. Ακόμα, έφτανε μια φλογισμένη ανάσα του για ν’ ανάψει φωτιά και στα πιο μουσκεμένα ξύλα. Κάπου κάπου, τους έπαιρνε με δόσεις και τους έβγαζε βόλτα στον αέρα, καβάλα στη ράχη του, και τότε οι τυχεροί έβλεπαν να περνούν από κάτω πράσινες πλαγιές, βράχια, χαράδρες, κορυφές, στενές και βαθουλωτές κοιλάδες, και πέρα μακριά, στη θάλασσα της ανατολής, ξεχώριζαν μια σκουρογάλαζη κηλίδα μέσα στο γαλάζιο – ίσως κάποια στεριά.

Το μόνο πράγμα που έδινε δύναμη στον Ευστάθιο, μέσα στην απελπισία του, ήταν η πρωτόγνωρη χαρά του να σ’ αγαπούν –κι ακόμα περισσότερο, του ν’ αγαπάς τους άλλους. Ήξερε πόσο απαίσιο πράγμα είναι ένας δράκος, κι ανατρίχιαζε όταν έβλεπε τυχαία το είδωλό του, πετώντας πάνω απ’ τις λίμνες των βουνών. Αχ, πώς τα σιχαινόταν τα πελώρια νυχτεριδίσια φτερά του, την πριονωτή του καμπούρα, και τα φριχτά, άγρια νύχια του! Όταν έμενε μόνος, φοβόταν τον εαυτό του, κι όταν ήταν μαζί με τους άλλους, ντρεπόταν. Κι έτσι τα πιο ζεστά βράδια, που δεν έκανε χρέη θερμοφόρας, ξέκοβε απ’ τον καταυλισμό και κουλουριαζόταν σαν φίδι ανάμεσα στο δάσος και τη θάλασσα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, προς μεγάλη του κατάπληξη, είχε μόνιμη παρηγοριά του τον Ριπιτσιπιτσίπ. Ο ευγενικός Ποντικός άφηνε τον καταυλισμό και τις φωτιές, και περνούσε τη νύχτα δίπλα στο κεφάλι του δράκου, φροντίζοντας μόνο να μην είναι απ’ τη μεριά που φυσούσε ο αέρας, γιατί τον έπιανε βήχας απ’ τόν καπνό της ανάσας του. Και τότε του έλεγε πως αυτό που είχε πάθει ο Ευστάθιος ήταν χαρακτηριστικό παράδειγμα του Τροχού της Τύχης που γυρίζει, και πως αν είχε τον Ευστάθιο στο σπίτι του στη Νάρνια (που ήταν στην πραγματικότητα τρύπα κι όχι σπίτι, και δε θα χώραγε μήτε το κεφάλι του δράκου, χώρια το πελώριο κορμί του) θα του ’δειχνε εκατό παραδείγματα με βασιλιάδες, αυτοκράτορες, δούκες, ιππότες, ποιητές, εραστές, αστρονόμους, φιλόσοφους και μάγους, που είχαν χάσει την καλή τους τύχη κάτω από φοβερές περιστάσεις, και πολλοί την ξαναβρήκαν κι έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα. Μπορεί βέβαια οι συζητήσεις αυτές να μην τον ανακούφιζαν πολύ, μα η πρόθεση του Ποντικού ήταν αγαθή, κι ο Ευστάθιος δεν το ξέχασε ποτέ.

Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα που κρεμόταν απειλητικά πάνω απ’ όλους: τι θα τον έκαναν το δράκο όταν ήταν έτοιμοι να σαλπάρουν; Προσπάθησαν να μην το κουβεντιάζουν μπροστά του, αλλά θέλοντας και μη όλο και κάτι έπαιρνε τ’ αυτί του: «Να τον ξαπλώσουμε στη μια μεριά του καταστρώματος, σ’ όλο το μάκρος. Κι απ’ την άλλη μεριά να στοιβάξουμε στο αμπάρι όλες τις προμήθειες, γι’ αντίβαρο» ή «Μήπως είναι καλύτερα να τον ρυμουλκήσουμε;» ή «θ’ αντέξει να μας ακολουθεί πετώντας;» και (τις περισσότερες φορές) «Και τι θα τον ταΐζουμε;» Κι ο καημένος ο Ευστάθιος συνειδητοποιούσε λίγο λίγο πως απ’ την πρώτη μέρα που βρέθηκε στο καράβι τούς ήταν μεγάλος μπελάς και τώρα τους είχε γίνει ακόμα μεγαλύτερος. Αυτή η σκέψη τού ροκάνιζε το μυαλό, όπως το χρυσό βραχιόλι τού ροκάνιζε το μπροστινό του πόδι. Ήξερε πως το χειροτέρευε όταν το τραβούσε με τα μεγάλα δόντια του, κι ωστόσο όλο το πάλευε και το δάγκωνε, κυρίως τις ζεστές νύχτες.

Την έκτη μέρα απ’ την απόβαση στο Νησί του Δράκου, ο Έντμουντ ξύπνησε αχάραγα. Το σκοτάδι άρχιζε μόλις ν’ αραιώνει, κι έβλεπες τους κορμούς των δέντρων μόνο αν ήταν ανάμεσα σ’ εσένα και στον κόλπο, μα όχι απ’ την αντίθετη μεριά. Ξύπνησε, γιατί άκουσε κάτι να χαρχαλεύει, κι ανασηκώθηκε στον αγκώνα να κοιτάξει γύρω του. Στο δάσος, προς το μέρος της θάλασσας, πήρε το μάτι του μια σκοτεινή σιλουέτα. Μια σκέψη πέρασε απ’ το νου του σαν αστραπή: «Κι αν υπάρχουν ιθαγενείς στο νησί;» Έπειτα σκέφτηκε πως μπορεί να ’ταν ο Κασπιανός. Όμως ο Κασπιανός κοιμόταν δίπλα του και δεν είχε σαλέψει. Ο Έντμουντ βεβαιώθηκε πως το σπαθί του ήταν στη θέση του, και σηκώθηκε για να εξακριβώσει από κοντά τι έτρεχε.

Κατηφόρισε αθόρυβα ως την άκρη του δάσους. Η σκοτεινή σιλουέτα ήταν πάντα εκεί. Τώρα έβλεπε πως ο άγνωστος ήταν πιο κοντός από τον Κασπιανό και πιο ψηλός απ’ τη Λούσυ –και δεν το ’βαλε στα πόδια βλέποντας τον Έντμουντ. Ο Έντμουντ τράβηξε το σπαθί του, μα πριν προλάβει να μιλήσει, ο άγνωστος ψιθύρισε πνιχτά:

«Έντμουντ... Εσύ είσαι;»

«Ναι. Κι εσύ ποιος είσαι;»

«Δε με γνώρισες; Εγώ... Ο Ευστάθιος...»

«Φίλε μου! Τι έκπληξη ήταν αυτή...»

«Σουτ» έκανε ο Ευστάθιος και παραπάτησε, έτοιμος να πέσει κάτω.

«Κουράγιο» είπε ο Έντμουντ και τον έπιασε. «Τι έχεις; Άρρωστος είσαι;»

Ο Ευστάθιος δεν απάντησε αμέσως, κι ο Έντμουντ φοβήθηκε μην του λιποθυμήσει, αλλά στο τέλος ο Ευστάθιος ξαναβρήκε τη μιλιά του. «Ήταν φρίκη» είπε, «δεν ξέρεις... Μα τώρα πέρασε. Πάμε κάπου να σου μιλήσω; Δε θέλω να με δουν οι άλλοι από τώρα».

«Ναι καλύτερα... Πάμε όπου θες» είπε ο Έντμουντ. «Πάμε να κάτσουμε εκεί πέρα, στα βράχια. Πάντως τι να σου πω, χαίρομαι αφάνταστα που.... που ξαναβρήκες τον εαυτό σου. Πρέπει να ζορίστηκες πολύ, ε;»

Πλησίασαν στα βράχια και κάθισαν κοιτάζοντας την άλλη μεριά του κόλπου. Ο ουρανός ξάνοιγε και τ’ αστέρια χάνονταν, εκτός από ένα, που κρεμόταν ολόλαμπρο χαμηλά στον ορίζοντα.

«Δε θα σου πω πώς έγινα δράκος, ώσπου να μπορέσω να το πω και στους άλλους και να το βγάλω από πάνω μου» είπε ο Ευστάθιος. «Ξέρεις, δεν είχα καταλάβει πως ήμουν δράκος, ώσπου σας άκουσα να το λέτε όταν με είδατε μπροστά σας εκείνο το πρωί. Τώρα θα σου πω πώς ξανάγινα άνθρωπος.»

«Λέγε» είπε ο Έντμουντ.

«Χτες τη νύχτα, ήμουν σε μαύρο χάλι. Κι αυτό το βραχιόλι με πονούσε φριχτά...»

«Πέρασε τώρα;»

Ο Ευστάθιος γέλασε –πρώτη φορά τον άκουγε ο Έντμουντ να γελάει έτσι– κι έβγαλε το βραχιόλι απ’ το μπράτσο του χωρίς δυσκολία. «Να το» είπε, «κι ας το πάρει όποιος θέλει, εγώ δεν πρόκειται να το κρατήσω. Λοιπόν, όπως σου έλεγα, ήμουν ξάγρυπνος και αναρωτιόμουν τι θ’ απογίνω. Και τότε –αλλά πρόσεξε, δεν ξέρω, μπορεί να το ’δα και στον ύπνο μου...»

«Δεν πειράζει, πες μου» έκανε ο Έντμουντ υπομονετικά.

«Τέλος πάντων, σήκωσα το κεφάλι μου, κι είδα το τελευταίο πράγμα που περίμενα: ένα πελώριο λιοντάρι με πλησίαζε αργά αργά. Και το περίεργο είναι πως χτες δεν είχε φεγγάρι κι όμως εκεί που πατούσε το λιοντάρι υπήρχε φεγγαρόφωτο.

Κι ολοένα, με πλησίαζε κι εγώ έτρεμα απ’ το φόβο μου. Θα μου πεις, κοτζάμ δράκος και δε τα ’βγαζα πέρα μ’ ένα λιοντάρι; Α, όχι, δέν ήταν τέτοιος φόβος. Δε φοβήθηκα μη με φάει. Το λιοντάρι φοβήθηκα –σκέτο, δεν μπορώ να σ’ το εξηγήσω καλύτερα. Και λοιπόν, το λιοντάρι έφτασε κοντά μου και με κοίταξε, κι εγώ έκλεισα τα μάτια μου, σφιχτά σφιχτά, μα δεν τη γλίτωσα. Το λιοντάρι μου είπε να το ακολουθήσω.»

«Σου μίλησε;»

«Δε... δεν ξέρω. Τώρα που το λες, δε νομίζω να μίλησε. Πάντως μου ’πε να το ακολουθήσω, κι εγώ κατάλαβα πως έπρεπε να κάνω ό,τι μου λέει. Σηκώθηκα λοιπόν και το ακολούθησα, και μαζί ανεβήκαμε στα βουνά. Κι όπου πατούσε το λιοντάρι, είχε πάντα φεγγαρόφωτο. Φτάσαμε έτσι σε μια κορφή που την έβλεπα πρώτη φορά, κι απάνω εκεί ήταν ένα περιβόλι, με δέντρα και καρπούς κι ένα σωρό άλλα. Και στη μέση του περιβολιού είχε μια στέρνα.

»Βαθιά βαθιά, έβλεπες το νερό ν’ αναβλύζει, κι ήταν μεγάλη στέρνα, πιο μεγάλη απ’ τις συνηθισμένες, πελώρια κι ολοστρόγγυλη, με μαρμαρένια σκαλοπάτια για να μπαίνεις στο νερό. Και το νερό ήταν τόσο καθαρό, που σκέφτηκα, τι καλά, θα μπω και θα λουστώ, να περάσει κι ο πόνος στο πόδι μου. Και τότε το λιοντάρι μου είπε να γδυθώ πρώτα. Δηλαδή, δεν ξέρω αν το ’πε φωναχτά, με λόγια, ή κάπως αλλιώς...

»Κι όπως έκανα να του εξηγήσω πως δε γινόταν να γδυθώ, αφού δε φορούσα ρούχα, θυμήθηκα άξαφνα πως οι δράκοι είναι σαν τα φίδια, και πως τα φίδια αλλάζουν πουκάμισο. Α, μάλιστα, σκέφτηκα, αυτό θα εννοεί το λιοντάρι. Άρχισα λοιπόν να ξύνομαι με τα νύχια μου, ξεκολλούσαν από πάνω μου τα λέπια, γέμισε ο τόπος. Έξυσα κι άλλο, πιο βαθιά, κι αντί για τα λέπια άρχισε να ξεφλουδίζει όλο μου το πετσί, ωραία ωραία, σαν να ’μουν μπανάνα. Σε δυο λεπτά, είχα βγει απ’ το τομάρι του δράκου. Το είδα πεσμένο δίπλα μου, κι ήταν πολύ αηδιαστικό. Ένιωθα υπέροχα, κι άρχισα να κατεβαίνω τις σκάλες για να πλυθώ.

»Μα, καθώς ετοιμαζόμουν να βουτήξω στο νερό, έσκυψα κι είδα τα πόδια μου, κι ήταν άγρια και σκληρά και ζαρωμένα κι όλο λέπια, σαν και πριν. Δε βαριέσαι, είπα, θα είχα κι άλλη φορεσιά δράκου κάτω απ’ την πρώτη. Στάσου να τη βγάλω κι αυτήν. Κι έτσι άρχισα πάλι να γδέρνω και να τραβάω, και το δεύτερο πετσί ξεφλούδισε ωραία ωραία και το πέταξα δίπλα στο άλλο, και πάλι πήγα να μπω στη στέρνα.

»Και τότε ξανάγινε το ίδιο πράγμα ακριβώς. Κι είπα μέσα μου, αμάν πια, πόσα πουκάμισα πρέπει ν’ αλλάξω; Γιατί δεν έβλεπα την ώρα να βρέξω το πόδι μου. Κι έτσι γδάρθηκα και τρίτη φορά, έβγαλα και τρίτο πετσί, όπως τ’ άλλα δυο, και το πέταξα. Μα, όταν κοιτάχτηκα στο νερό, κατάλαβα πως δεν είχε γίνει τίποτα.

»Τότε είπε το λιοντάρι –αλλά δεν ξέρω αν μίλησε— “Στάσου να σε γδύσω εγώ”. Φοβήθηκα τα νύχια του, τ’ ομολογώ, μα ήμουν απελπισμένος. Κι έτσι ξάπλωσα τ’ ανάσκελα και το άφησα.

»Το πρώτο του δάκρυ ήταν τόσο βαθύ, που μου φάνηκε πως μπήκε στην καρδιά μου. Κι όταν άρχισε να μου τραβάει το δέρμα, με πόνεσε τόσο φριχτά, όσο τίποτα στη ζωή μου. Μόνο ένα μ’ έκανε ν’ αντέξω: η χαρά που ένιωθα καθώς το δέρμα ξεφλούδιζε –ξέρεις, όπως ξύνεις καμιά φορά τις ξεραμένες πληγές, και πονάει, αλλά σ’ αρέσει που βλέπεις το δέρμα και καθαρίζει.»

«Καταλαβαίνω πολύ καλά τι εννοείς» είπε ο Έντμουντ.

«Κι έτσι, μου ’βγαλε το απαίσιο δέρμα –όπως νόμιζα πως το ’βγαλα μόνος μου τις άλλες τρεις φορές, μόνο που τότε δεν πονούσα– και το ’δα πεταμένο στα χόρτα, πιο μαύρο και πιο χοντρό και πιο άγριο απ’ τ’ άλλα δυο. Κι εγώ ήμουν απαλός και λείος σαν ξεφλουδισμένο μήλο, και μικρότερος από πρώτα. Και τότε το λιοντάρι μ’ έπιασε –και βόγκηξα, γιατί ήμουν πολύ ευαίσθητος χωρίς δέρμα– και μ’ έριξε στο νερό. Μ’ έτσουξε πολύ, αλλά για μια στιγμή. Το νερό ήταν υπέροχο, και σε λίγο άρχισα να κολυμπάω και να πλατσουρίζω, κι ανακάλυψα πως το χέρι μου δε με πονούσε πια. Και τότε κατάλαβα γιατί: είχα ξαναγίνει παιδί. Λοιπόν, θα σου πω κάτι, και μη με περάσεις για ανόητο: καμάρωνα τα χέρια μου. Ξέρω πως δεν έχω ποντίκια κι είμαι πολύ αγύμναστος μπροστά στον Κασπιανό, αλλά δε χόρταινα να τα κοιτάζω...

»Και σε λίγο το λιοντάρι μ’ έβγαλε απ’ το νερό και μ’ έντυσε...»

«Πώς σ’ έντυσε; Με τα πόδια του;»

«Δεν το καλοθυμάμαι... Κάπως έτσι πρέπει να ’γινε. Και μου φόρεσε καινούρια ρούχα, αυτά που βλέπεις. Κι άξαφνα, σε μια στιγμή βρέθηκα πάλι εδώ. Γι’ αυτό λέω πως μάλλον στον ύπνο μου θα το ’δα...»

«Δεν το είδες στον ύπνο σου» είπε ο Έντμουντ.

«Πού το ξέρεις;»

«Πρώτον και κύριον, φοράς τα ρούχα του λιονταριού. Κι ύστερα, δεν είσαι πια δράκος.»

«Δηλαδή, τι λες να ’γινε;» ρώτησε ο Ευστάθιος.

«Μου φαίνεται πως γνώρισες τον Ασλάν» είπε ο Έντμουντ.

«Τον Ασλάν! Τ’ άκουγα πολλές φορές αυτό το όνομα στον Ταξιδιώτη της Αυγής, και κάθε φορά... Δεν ξέρω... Μου φαινόταν μισητό. Μα τότε όλα τα μισούσα. Και, με την ευκαιρία, θέλω να σου ζητήσω συγνώμη. Σας φέρθηκα γαϊδουρινά...»

«Δεν πειράζει» είπε ο Έντμουντ. «Μεταξύ μας, την πρώτη μου φορά στη Νάρνια εγώ φέρθηκα χειρότερα. Δεν ήμουν απλώς γαϊδούρι, αλλά και προδότης.»

«Φτάνει, μη συνεχίσεις» τον έκοψε ο Ευστάθιος. «Μα πες μου, ποιος είναι ο Ασλάν; Τον ξέρεις;»

«Αυτός με ξέρει» είπε ο Έντμουντ. «Είναι το Μεγάλο Λιοντάρι, γιος του Αυτοκράτορα Πέρα απ’ τη Θάλασσα, σωτήρας δικός μου και της Νάρνια. Όλοι τον έχουμε δει, αλλά πιο συχνά τον βλέπει η Λούσυ. Ξέρεις, ίσως κοντεύουμε να φτάσουμε στη Χώρα του Ασλάν.»

Έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Το τελευταίο λαμπρό αστέρι είχε σβήσει, και μόλο που από κει δε φαινόταν η ανατολή, γιατί την έκρυβαν τα βουνά στα δεξιά, κατάλαβαν πως έβγαινε ο ήλιος, γιατί ο ουρανός ψηλά κι ο κόλπος μπροστά τους έγιναν σαν τριαντάφυλλο. Έπειτα ένα πουλί, ένας παπαγάλος, τιτίβισε στο δάσος πίσω τους, κάτι σάλεψε ανάμεσα στα δέντρα, κι αμέσως αντήχησε το κέρας του Κασπιανού. Ο καταυλισμός είχε ξυπνήσει.

Οι σύντροφοί τους κάθονταν γύρω απ’ τη φωτιά, κι έκαναν μεγάλες χαρές βλέποντας τον Έντμουντ να τους φέρνει τον Ευστάθιο, κι όλοι άκουσαν τώρα το πρώτο μισό της ιστορίας του. Μερικοί αναρωτήθηκαν μήπως ο άλλος δράκος είχε σκοτώσει το Λόρδο Οκτεσιανό, χρόνια πριν, ή μήπως ο ίδιος ο Οκτεσιανός είχε μεταμορφωθεί σε δράκο. Τά πετράδια που είχε χώσει στις τσέπες του ο Ευστάθιος, είχαν γίνει άφαντα, μαζί με τα παλιά του ρούχα. Κανείς τους όμως δεν είχε όρεξη να γυρίσει στην κοιλάδα για να πάρει θησαυρούς –και λιγότερο απ’ όλους ο Ευστάθιος.

Σε λίγες μέρες, ο Ταξιδιώτης της Αυγής, φρεσκοβαμμένος και ανεφοδιασμένος, με ολοκαίνουριο κατάρτι, ήταν έτοιμος να σαλπάρει. Πριν ανεβούν στο κατάρτι, ο Κασπιανός έβαλε να χαράξουν σ’ ένα λείο βράχο αντικριστά στον κόλπο τα λόγια:

ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ

ΑΝΑΚΑΛΥΦΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΣΠΙΑΝΟ ΤΟΝ ΔΕΚΑΤΟ ΤΗΣ ΝΑΡΝΙΑ Κ.ΛΠ.

ΚΑΤΑ ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΤΟΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ.

ΕΔΩ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΩΣ ΒΡΗΚΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ Ο ΛΟΡΔΟΣ ΟΚΤΕΣΙΑΝΟΣ.

Θα ’ταν ωραία, και σχεδόν αλήθεια, αν λέγαμε πως «από τότε ο Ευστάθιος έγινε άλλος άνθρωπος». Για την ακρίβεια όμως, δεν έγινε: απλώς, άρχισε ν’ αλλάζει, γιατί είχε και μερικές υποτροπές. Μερικές φορές μάλιστα, γινόταν ανυπόφορος –αλλά καλύτερα να μη σας μιλήσω γι’ αυτές. Σημασία έχει πως ο Ευστάθιος είχε αρχίσει να γιατρεύεται.

Το βραχιόλι του Λόρδου Οκτεσιανού είχε αλλόκοτη τύχη. Ο Ευστάθιος δεν το ’θελε με τίποτα. Το πρόσφερε στον Κασπιανό, κι ο Κασπιανός το ’δωσε στη Λούσυ, μα ούτε εκείνη το ’θελε. «Λοιπόν, όποιος το πιάσει, το κρατάει» είπε ο Κασπιανός, κι όπως στέκονταν όλοι και κοιτούσαν την επιγραφή, πέταξε το βραχιόλι ψηλά, στον αέρα. Και το βραχιόλι, αστράφτοντας στον ήλιο, έκανε μια μεγάλη τροχιά και, σαν κρίκος σε παιχνίδι του λούνα παρκ, πέτυχε το στόχο του και κρεμάστηκε σε μια προεξοχή του βράχου. Και να ’θελαν, δε θα μπορούσαν να το φτάσουν, ούτε από κάτω ούτε από πάνω. Και το βραχιόλι κρέμεται ακόμα εκεί, απ’ όσο ξέρω, και θα κρέμεται ως τη συντέλεια του κόσμου.

Загрузка...