«Επιτέλους, Λουκία» είπε ο Κασπιανός. «Σε περιμέναμε. Έλα να γνωρίσεις τον καπετάνιο μου, το Λόρδο Δρινιανό.»
Ο μελαχρινός καπετάνιος γονάτισε και της φίλησε το χέρι. Παρακεί στεκόταν ο Ριπιτσιπιτσίπ με τον Έντμουντ.
«Και ο Ευστάθιος;» ρώτησε η Λούσυ.
«Είναι κρεβατωμένος» είπε ο Έντμουντ, «αλλά δεν μπορείς να του κάνεις τίποτα. Μόλις πας να του μιλήσεις, ξερνάει».
«Στο μεταξύ, έχουμε να συζητήσουμε πολλά» είπε ο Κασπιανός.
«Αν έχουμε, λέει!» έκανε ο Έντμουντ. «Και πρώτα πρώτα, στάσου να ξεκαθαρίσουμε το χρόνο. Για μας πέρασαν ακριβώς έντεκα μήνες από τότε που φύγαμε απ’ τη Νάρνια, λίγο πριν απ’ τη στέψη σου. Για σας πόσος καιρός πέρασε;»
«Τρία χρόνια ακριβώς» είπε ο Κασπιανός.
«Όλα καλά;» ρώτησε ο Έντμουντ.
«Τι λες, θ’ άφηνα το βασίλειό μου για τις θάλασσες αν δεν ήταν όλα καλά;» απάντησε ο Βασιλιάς. «Όλα είναι καλύτερα παρά ποτέ. Τέλειωσαν πια οι φασαρίες με τους Τελμαρινούς, τους Νάνους, τα Ζώα Που Μιλούν και τους Φαύνους. Κι αν ρωτάς για τους ενοχλητικούς γίγαντες των συνόρων, τους δώσαμε ένα μαθηματάκι πέρσι το καλοκαίρι, και τώρα μας πληρώνουν φόρο υποτέλειας. Εξάλλου, φεύγοντας, άφησα αντιβασιλέα ένα σπουδαίο πλάσμα –τον Καλοβολίκ, το Νάνο. Τον θυμόσαστε;»
«Αχ, ο γλυκός μου ο Καλοβολίκ!» είπε η Λούσυ. «Και βέβαια τον θυμάμαι! Ε, λοιπόν, δεν μπορούσες να διαλέξεις καλύτερον.»
«Κυρία, είναι πιστός σαν Κάστορας, και γενναίος σαν... σαν Ποντικός» είπε ο Δρινιανός. Ήθελε να πει «σαν λιοντάρι», αλλά πρόσεξε εγκαίρως τον Ριπιτσιπιτσίπ που τον αγριοκοίταγε.
«Και για πού το βάλατε;» ρώτησε ο Έντμουντ.
«Α, είναι μεγάλη ιστορία» είπε ο Κασπιανός. «Αν θυμάσαι, παλιά, όταν ήμουν μικρός, ο θείος μου ο Μιράζ, ο σφετεριστής του θρόνου, θέλησε να ξεφορτωθεί εφτά φίλους του πατέρα μου, για να μην υπερασπιστούν τα δικαιώματά μου. Κι έτσι, τους έστειλε να εξερευνήσουν τις άγνωστες ανατολικές θάλασσες, πέρα απ’ τα Νησιά της Μοναξιάς.»
«Βέβαια» είπε η Λούσυ. «Και δεν ξαναγύρισε κανείς τους.»
«Ακριβώς. Λοιπόν, τη μέρα της στέψης μου, και με την ευχή του Ασλάν, ορκίστηκα ν’ αποκαταστήσω πρώτα την ειρήνη στη Νάρνια, κι έπειτα να πάρω ένα καράβι, να τραβήξω ανατολικά ένα χρόνο και μια μέρα, και να βρω τους φίλους του πατέρα μου –ή, αν μάθω ότι πέθαναν, να εκδικηθώ το θάνατό τους. Ήταν ο Λόρδος Ρεβιλιανός, ο Λόρδος Βερν, ο Λόρδος Αργκόζ, ο Λόρδος Μάβραμορν, ο Λόρδος Οκτεσιανός, ο Λόρδος Ρέστιμαρ και... και... Πάντα τον ξεχνάω τον τελευταίο.»
«Ο Λόρδος Ρουπ, αφέντη μου» είπε ο Δρινιανός.
«Α, ναι, ο Λόρδος Ρουπ... Αυτά, που λέτε, είναι τα δικά μου σχέδια. Όμως ο φίλος μου ο Ριπιτσιπιτσίπ έχει ακόμη μεγαλύτερες φιλοδοξίες.» Όλοι γύρισαν και κοίταξαν τον Ποντικό.
«Φιλοδοξίες μικρές σαν το δέμας μου» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ, «αλλά υψηλές σαν το φρόνημά μου. Διότι, ταξιδεύοντας, μπορεί να φτάσουμε στην ανατολική άκρη του κόσμου. Κι αν φτάσουμε, κανείς δεν ξέρει τι θα βρούμε εκεί... Προσωπικώς, ελπίζω να βρω την πατρίδα του Ασλάν. Πάντα απ’ την Ανατολή μάς έρχεται το Μεγάλο Λιοντάρι. Πέρα απ’ τη θάλασσα!»
«Καταπληκτική ιδέα!» είπε ο Έντμουντ, μα η φωνή του τρεμούλιασε λιγάκι.
«Και νομίζεις πως η Χώρα του Ασλάν θα ’ναι σαν όλες τις άλλες χώρες;» πετάχτηκε η Λούσυ. «Θέλω να πω... σαν τις χώρες που έχουν λιμάνια για ξένα καράβια;»
«Κυρία μου, αυτό δεν το γνωρίζω» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ, «αλλά παρέλειψα να σας αναφέρω κάτι. Όταν ήμουν μωρό Ποντικάκι της κούνιας, κάποια καλή νεράιδα, μια Δρυάδα, μου είχε πει ένα τραγούδι:
Όπου σμίγει ουρανός και νερό,
και το κύμα δεν είν’ αρμυρό,
ό,τι γύρευε τόσον καιρό,
το ποντίκι εκεί θα το μάθει:
στης Ανατολής τα βάθη.
Δεν ξέρω τι νόημα είχαν τα λόγια της, αλλά ομολογώ πως με μάγεψαν κι από τότε με βασανίζουν όλη μου τη ζωή».
Κανείς δε μίλησε, και στο τέλος η Λούσυ ρώτησε: «Και πού βρισκόμαστε τώρα, Κασπιανέ;»
«Καλύτερα να σου πει ο καπετάνιος» απάντησε ο Κασπιανός, κι ο Δρινιανός έβγαλε το χάρτη και τον άπλωσε στο τραπέζι.
«Εδώ» είπε δείχνοντας ένα σημείο με το δάχτυλό του. «Εδώ περίπου είμαστε σήμερα το μεσημέρι. Σαλπάραμε με ούριο άνεμο απ’ το Κάιρ Πάραβελ, και την επομένη φτάσαμε στα βόρεια της Γκάλμα. Εκεί αγκυροβολήσαμε μια βδομάδα, γιατί ο Δούκας της Γκάλμα είχε οργανώσει κονταρομαχίες για τη Μεγαλειότητά του. Κι αφού η Μεγαλειότητά του γκρέμισε κάμποσους ιππότες απ’ τ’ άλογο...»
«Δρινιανέ, τα παραλές!» τον έκοψε ο Κασπιανός. «Ξεχνάς πόσες τούμπες έφαγα κι εγώ; Ακόμα τις έχω τις μελανιές!»
«...κι αφού γκρέμισε απ’ τ’ άλογο κάμποσους ιππότες» συνέχισε απτόητος ο Δρινιανός, «σκεφτήκαμε πως ο Δούκας θα ήθελε πολύ να παντρέψει την κόρη του με τη Βασιλική του Μεγαλειότητα, αλλά δυστυχώς...»
«Ήταν αλλήθωρη κι είχε και φακίδες» είπε ο Κασπιανός.
«Την καημένη!» είπε η Λούσυ.
«Κι έτσι» ξαναπήρε το λόγο ο Δρινιανός, «φύγαμε απ’ την Γκάλμα, και τότε ο άνεμος έπεσε, κι αναγκαστήκαμε να συνεχίσουμε με τα κουπιά δυο ολόκληρες μέρες. Έπειτα φύσηξε πάλι, κάναμε πανιά, και φτάσαμε στην Τερεβινθία την τέταρτη μέρα μετά την Γκάλμα. Όμως ο βασιλιάς της μάς παράγγειλε να μην κατεβούμε, γιατί στην Τερεβινθία είχε πέσει μεγάλη επιδημία, κι έτσι βγήκαμε απ’ το λιμάνι, καβατζάραμε το ακρωτήρι, κι αράξαμε μακριά απ’ την πόλη, στις εκβολές ενός ρυακιού για να πάρουμε νερό. Εκεί δέσαμε αναγκαστικά τρεις μέρες, περιμένοντας νοτιοανατολικό άνεμο, και μετά σαλπάραμε για τα Εφτά Νησιά. Και την τρίτη μέρα μάς κυνήγησε ένα πειρατικό με σημαία της Τερεβινθίας, μα όταν ζύγωσε κι ανταλλάξαμε μερικά βέλη, οι κουρσάροι μας είδαν πάνοπλους κι έκαναν πανιά γι’ αλλού...».
«Κι όμως, εμείς έπρεπε να τους κυνηγήσουμε! Έπρεπε να κάνουμε ρεσάλτο και να τους κρεμάσουμε έναν έναν» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ.
«...και σε άλλες πέντε μέρες αντικρίσαμε το Μούιλ που, αν θυμάστε, είναι το δυτικότερο απ’ τα Εφτά Νησιά. Περάσαμε κωπηλατώντας τα στενά, και με το ηλιοβασίλεμα μπήκαμε στο Κόκκινο Λιμάνι του νησιού Μπρεν. Εκεί μας περιποιήθηκαν βασιλικά, χορτάσαμε φαΐ και νερό. Από το Κόκκινο Λιμάνι φύγαμε πριν από έξι μέρες, κι από τότε αρμενίζουμε ολοταχώς. Ελπίζω να δούμε από μακριά τα Νησιά της Μοναξιάς μεθαύριο. Κι αν ρωτάτε, βρισκόμαστε τριάντα μέρες στη θάλασσα, πάνω από τετρακόσιες λεύγες μακριά απ’ τη Νάρνια.»
«Και μετά τα Νησιά της Μοναξιάς;» είπε η Λούσυ.
«Ποιος ξέρει, Μεγαλειοτάτη;» απάντησε ο Δρινιανός. «Εκτός κι αν μας πουν οι Μοναχονησιώτες...»
«Στην εποχή μας, ούτε εκείνοι ήξεραν» είπε ο Έντμουντ.
«Ε, τότε» πετάχτηκε ο Ριπιτσιπιτσίπ, «η περιπέτεια αρχίζει μετά τα Νησιά της Μοναξιάς!».
Ο Κασπιανός προσφέρθηκε να τους ξεναγήσει στο πλοίο ώσπου να ’ρθει η ώρα του δείπνου, αλλά η Λούσυ, που την έτρωγε η αγωνία για τον Ευστάθιο, είπε: «Λέω να πεταχτώ να του ρίξω μια ματιά. Η ναυτία δεν είναι παίξε γέλασε. Αχ, αν είχα το μαγικό μου φίλτρο!».
«Το μαγικό σου φίλτρο είναι εδώ» απάντησε ο Κασπιανός. «Είδες; Παραλίγο να το ξεχάσω. Όταν έφυγες και το άφησες την περασμένη φορά, το φύλαξα με τους βασιλικούς θησαυρούς, και τώρα το ’χω μαζί μου. Αλλά νομίζεις πως πρέπει να χαραμίζεται με τόσο ασήμαντα πράγματα όπως η ναυτία;»
«Τι ψυχή έχει μια σταγόνα;» είπε η Λούσυ.
Ο Κασπιανός άνοιξε ένα ντουλάπι κάτω απ’ τον πάγκο, κι εβγαλε το υπέροχο διαμαντένιο μπουκαλάκι, που η Λούσυ το θυμόταν καλά. «Βασίλισσά μου, είναι δικό σου» είπε. Κι έπειτα βγήκαν απ’ την καμπίνα και ξαναγύρισαν στο ηλιόλουστο κατάστρωμα.
Εκεί ήταν δυο πελώριες μπουκαπόρτες, μπρος και πίσω απ’ το κατάρτι, κι έστεκαν ορθάνοιχτες, όπως πάντα όταν είναι καλός ο καιρός, για να περνάει φως και αέρας στην κοιλιά του πλοίου. Ο Κασπιανός τους έμπασε από την μπροστινή μπουκαπόρτα και κατέβηκαν μια ανεμόσκαλα. Βρέθηκαν έτσι σ’ ένα μέρος γεμάτο πάγκους για τους κωπηλάτες, όπου το μόνο φως περνούσε από τις τρύπες για τα κουπιά, και χόρευε στην οροφή. Το πλοίο του Κασπιανού δεν ήταν τρομερό, σαν τα κάτεργα όπου τραβούσαν κουπί οι δούλοι. Τα κουπιά τα χρησιμοποιούσαν μόνο όταν έπεφτε ο άνεμος, ή για μανούβρες μέσα στα λιμάνια, και τη βάρδιά τους εκεί κάτω την έκαναν όλοι, με μοναδική εξαίρεση τον Ριπιτσιπιτσίπ, που είχε πολύ κοντά πόδια. Οι πάγκοι έπιαναν τις δυο πλευρές του πλοίου, κι από κάτω ήταν ελεύθεροι για να περνούν τα πόδια των κωπηλατών. Στη μέση όμως του πρώτου αμπαριού είχε κι άλλη μπουκαπόρτα, που οδηγούσε στο δεύτερο αμπάρι, κι εκεί είχε φυλαγμένα του κόσμου τα καλά –σακιά αλεύρι, βαρέλια με νερό και μπίρα, βαρέλια με παστό κρέας, πελώρια δοχεία μέλι, ασκιά με κρασί, μήλα, καρύδια, τυριά, γαλέτες, τουρσιά, σαλάμια. Από την οροφή, δηλαδή απ’ το κάτω μέρος του καταστρώματος, κρέμονταν πλεξάνες κρεμμύδια και ολόκληρα χοιρομέρια. Οι άντρες που δεν είχαν βάρδια, κοιμόντουσαν στις κουκέτες τους. Ο Κασπιανός τους πέρασε ως την άλλη άκρη, δρασκελίζοντας τους πάγκους. Για τη Λούσυ, κάθε δρασκελιά του Κασπιανού ήταν αναρρίχηση, και για τον Ριπιτσιπιτσίπ άλμα εις μήκος και εις ύψος. Έφτασαν έτσι σ’ ένα χώρισμα που είχε μια πόρτα. Ο Κασπιανός την άνοιξε, και τους έμπασε σε μια καμπίνα που βρισκόταν ακριβώς κάτω απ’ το κάσαρο της πρύμνης. Δεν ήταν καθόλου καλά εκεί κάτω, γιατί το ταβάνι κατέβαινε χαμηλά και τα πλαϊνά καμπύλωναν σμίγοντας στο ανύπαρκτο πάτωμα. Και μόλο που τα παράθυρα ήταν γυάλινα, δεν ήταν από κείνα που ανοίγουν, γιατί βρίσκονταν κάτω απ’ το νερό. Μάλιστα, εκείνη τη στιγμή, όπως χόρευε το πλοίο στα κύματα, τα παράθυρα γίνονταν πότε χρυσά απ’ το φως του ήλιου και πότε βαθυπράσινα απ’ τη θάλασσα.
«Εδμόνδε, εμείς οι δυο θα μείνουμε εδώ» είπε ο Κασπιανός. «Θα δώσουμε την κουκέτα στο συγγενή σου, και για μας θα δέσουμε αιώρες.»
«Μεγαλειότατε, σας παρακαλώ πολύ...» είπε ο Δρινιανός.
«Α, όχι, όχι, σύντροφε» τον έκοψε ο Κασπιανός, «αυτό το έχουμε ξεκαθαρίσει. Εσύ κι ο Ράινς» (Ράινς έλεγαν τον υποπλοίαρχό) «κυβερνάτε το πλοίο. Οι νύχτες σας θα ’ναι γεμάτες έγνοια, ενώ οι δικές μας θα ’χουν μόνο τραγούδι και ψιλή κουβέντα. Λοιπόν, εσείς οι δυο θα κρατήσετε την πάνω καμπίνα, την αριστερή. Ο Βασιλιάς Εδμόνδος κι εγώ θα βολευτούμε μια χαρά εδώ κάτω. Κι ο ξένος μας, πώς αισθάνεται;»
Ο Ευστάθιος, που είχε γίνει χαλκοπράσινος, κατσούφιασε και ρώτησε πότε λογάριαζαν να περάσει η θύελλα. Κι ο Κασπιανός είπε: «Ποια θύελλα;» κι ο Δρινιανός έσκασε στα γέλια.
«Ποια θύελλα, μικρέ μου αφέντη;» χαχάνισε. «Τέτοιον καλό καιρό, ούτε παραγγελία να τον είχαμε!»
«Ποιος είν’ αυτός;» είπε τσαντισμένος ο Ευστάθιος. «Να φύγει αμέσως! Μου πήρε τ’ αυτιά με την αγριοφωνάρα του.»
«Έλα, Ευστάθιε, σου ’φερα κάτι που θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα» είπε η Λούσυ.
«Παράτα με κι εσύ!» μούγκρισε ο Ευστάθιος. Ήπιε όμως μια γουλιά απ’ το μπουκαλάκι, κι είπε πώς ήτανε απαίσιο (κι ας μοσκοβόλησε όλη η καμπίνα μόλις άνοιξε το βούλωμα η Λούσυ), και το πρόσωπό του βρήκε το κανονικό του χρώμα στη στιγμή, και πρέπει να ’νιωσε περδίκι, γιατί αμέσως μετά έκοψε την κλάψα για τη θύελλα και για το κεφάλι του, κι άρχισε να φωνάζει να τον κατεβάσουν αμέσως στη στεριά, κι έλεγε πως στο πρώτο λιμάνι θα πάει να βρει το βρετανό πρόξενο και να «καταθέσει μήνυση για απαγωγή ανηλίκου»! Κι όταν ο Ριπιτσιπιτσίπ τον ρώτησε τι θα πει μήνυση και πώς την καταθέτεις (γιατί νόμιζε πως ήταν ξενόφερτος τρόπος μονομαχίας κι ήθελε να τον μάθει), ο Ευστάθιος απάντησε ξερά: «Αυτό είναι δική μου δουλειά». Με τα πολλά, κατάφεραν να πείσουν τον Ευστάθιο πως αρμένιζαν ήδη ολοταχώς για την πληριέστερη στεριά, και πως δεν πέρναγε διόλου απ’ το χέρι τους να τον στείλουν πίσω στο Καίημπριτζ –όπου έμενε ο Θείος Χάρολντ– και πως πιο εύκολο θα ’ταν να τον στείλουν στο φεγγάρι. Στο τέλος, ο Ευστάθιος δέχτηκε μουτρωμένος να φορέσει τις καθαρές αλλαξιές που του έδωσαν και ν’ ανεβεί στο κατάστρωμα.
Έπειτα ο Κασπιανός τους έδειξε και το υπόλοιπο πλοίο –τα λίγα που έμενε να δουν. Ανέβηκαν στο καμπούνι, κι εκεί ανακάλυψαν πως ένας ναύτης φύλαγε σκοπιά, καθισμένος σ’ ένα σκαλάκι μέσα στο λαιμό του χρυσωμένου δράκοντα, για να κοιτάζει το πέλαγος απ’ τ’ ανοιχτό του στόμα. Στο καμπούνι ήταν το μαγειρείο κι οι καμπίνες του λοστρόμου, του μαραγκού, του μάγειρα και του αρχιτοξότη. Κι αν σας φανεί παράξενο που το μαγειρείο ήταν στην πλώρη, και φανταστείτε πως ο καπνός της τσιμινιέρας του θα ’πνιγε όλο το καράβι, έχετε πέσει έξω. Ο Ταξιδιώτης της Αυγής δεν ήταν σαν τα ατμόπλοια, που αρμενίζουν πάντα με τον άνεμο στην πλώρη. Τα ιστιοφόρα, για να ξέρετε, ταξιδεύουν πάντα με τον άνεμο στην πρύμνη, κι έτσι ο καπνός του μαγειρείου σκορπάει μπροστά και δεν ενοχλεί κανέναν. Ο Κασπιανός τους ανέβασε μετά στην κόφα, ψηλά στο κατάρτι. Ήταν φοβερά εκεί πάνω, μια τρελή τραμπάλα που κουνιόταν πέρα δώθε, κι από κάτω το κατάστρωμα φαινόταν μακρινό και μια σταλιά μικρό. Από τα ύψη εκείνα δεν είχε πια. σημασία αν γκρεμιζόσουν στο κατάστρωμα ή στη θάλασσα, γιατί ούτε έτσι θα γλίτωνες ούτε αλλιώς. Τέλος, κατέβηκαν στην πρύμνη, όπου ο Ράινς είχε βάρδια μ’ ένα ναύτη στο τιμόνι. Πίσω τους η ουρά του δράκου ορθωνόταν ψηλά, σκεπασμένη με χρυσά λέπια, και στο κούφωμά της είχε έναν στενό πάγκο. Το πλοίο, όπως είπαμε, το έλεγαν Ταξιδιώτη της Αυγής, κι ήτανε μια μπουκιά μπροστά στα δικά μας καράβια –ή και μπροστά στις κορβέττες, τις καρράκες και τις γαλέρες που είχε ο ναρνιανός στόλος, όταν Μεγάλος Βασιλιάς ήταν ο Πέτρος, και κυβερνούσε μαζί με τη Σουζάνα, τη Λουκία και τον Εδμόνδο. Η Νάρνια πέρασε αργότερα στους προγόνους του Κασπιανού, κι η ναυτιλία έσβησε σιγά σιγά, κι όταν ο θείος του ο Μιράζ, ο σφετεριστής του θρόνου, έστειλε τους Εφτά Λόρδους στη θάλασσα, αναγκάστηκαν ν’ αγοράσουν καράβι απ’ την Γκάλμα και να το επανδρώσουν με ναύτες Γκαλμιανούς. Τώρα όμως ο Κασπιανός ξανάκανε τους Ναρνιανούς θαλασσινό λαό, κι ο Ταξιδιώτης της Αυγής ήταν το ωραιότερο σκαρί πού είχε βγεί ως τότε απ’ τα καρνάγια. Ήταν μικρό πλεούμενο, τόσο μικρό, που μπροστά απ’ το κατάρτι δεν έμενε καθόλου χώρος ανάμεσα στην κεντρική μπουκαπόρτα, τη βάρκα και το κοτέτσι. (Η Λούσυ έτρεξε να ταΐσει τα κοτόπουλα.) Ήταν όμως υπέροχο στο είδος του, βασιλικό, με καθαρά χρώματα και τέλειες γραμμές. Θα ’λεγες πως τα κατάρτια του και τα σκοινιά του, ακόμα και τα καρφιά του, ήταν καμωμένα ένα ένα, με μεγάλο μεράκι. Βέβαια, του Ευστάθιου δεν του άρεσε τίποτα, κι όλη την ώρα παίνευε τα κρουαζερόπλοια και τις βενζινακάτους και τα αεροπλάνα και τα υποβρύχια του δικού μας κόσμου («Λες και τα ’χει δει ποτέ του από κοντά!» μουρμούρισε ο Έντμουντ.) Όμως τ’ άλλα δυο παιδιά ξετρελάθηκαν με τον Ταξιδιώτη της Αυγής, κι όταν ξαναγύρισαν στην πρύμνη για το δείπνο, κι αντίκρισαν το δυτικό ουρανό που φλογιζόταν μ’ ένα καταπόρφυρο ηλιοβασίλεμα, κι ένιωσαν το καράβι να σκιρτά και την άρμη στα χείλια τους, σκέφτηκαν τις άγνωστες χώρες που κρύβονταν στην ανατολική άκρη του κόσμου, κι η Λούσυ ένιωσε τη μιλιά της να κόβεται από ευτυχία.
Όλ’ αυτά, ο Ευστάθιος αισθάνθηκε την ανάγκη να τα εκφράσει με δικά του λόγια, και το επόμενο πρωί, όταν τους ξανάδωσαν τα ρούχα τους στεγνά, έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα μαύρο τετραδιάκι κι ένα μολύβι, κι άρχισε να κρατάει ημερολόγιο. Το μαύρο τετραδιάκι δεν το αποχωριζόταν ποτέ, πρέπει να σας πω, και το είχε για να γράφει τους βαθμούς του στο σχολείο. Όχι πως τον ενδιέφεραν τα μαθήματα –μόνο οι βαθμοί, και πολύ μάλιστα. Έπιανε έναν έναν τους συμμαθητές του και τους έλεγε: «Εγώ πήρα τόσο. Εσύ πόσο πήρες;» Και τώρα που δεν υπήρχε περίπτωση να πάρει βαθμούς πάνω στον Ταξιδιώτη της Αυγής, αποφάσισε ν’ αρχίσει ημερολόγιο. Και να τι έγραψε την πρώτη μέρα:
«7 Αυγούστου. Είμαστε κιόλας 24 ώρες σ’ αυτό το απαίσιο καράβι. Εκτός κι αν ονειρεύομαι. Η τρομερή θύελλα μαίνεται αδιάκοπα. Ευτυχώς που δε με πιάνει ναυτία. Πελώρια κύματα μας καταπίνουν κάθε τόσο. Πολλές φορές είδα το βυθό με τα μάτια μου. Οι άλλοι παρασταίνουν τους ατρόμητους και κάνουν πως δεν το προσέχουν. Καλά λέει ο Χάρολντ: Όταν φοβούνται οι συνηθισμένοι άνθρωποι, κλείνουν τα μάτια τους μπροστά στην Πραγματικότητα. Είναι μεγάλη τρέλα να ταξιδεύεις στη θάλασσα με τέτοιο σκυλοπνίχτη. Είναι μια σταλιά. Σαν ψαρόβαρκα. Κι από μέσα εντελώς πρωτόγονο. Ούτε σαλόνι της προκοπής υπάρχει, ούτε ασύρματος, ούτε ντους, ούτε ξαπλωτές πολυθρόνες στο κατάστρωμα. Χτες το απόγευμα μας έσερναν από δω κι από κει να μας ξεναγήσουν. Ο Κασπιανός παίνευε το καρυδότσουφλό του λες κι ήταν το υπερωκεάνιο Κουήν Μαίρη. Τον άκουγα και μου ’ρχόταν να ξεράσω. Προσπάθησα μετά να του εξηγήσω πώς είναι τα κανονικά πλοία. Δεν κατάλαβε τίποτα. Ο Ε. και η Λ. δε με υποστήριξαν. Φυσικό ήταν. Η Λ. είναι μωρό, δεν έχει επίγνωση του κινδύνου. Ο Ε. γλείφει τον Κασπιανό, όπως κι όλοι οι άλλοι εδώ μέσα. Τον λένε βασιλιά! Εγώ του εξήγησα πως είμαι Δημοκρατικός. Πάλι δεν κατάλαβε τίποτα. Ή κάνει πως δεν καταλαβαίνει. Περιττό να αναφέρω πως μ’ έβαλαν στη χειρότερη καμπίνα. Σωστό μπουντρούμι. Η Λ. κοιμάται μόνη της. Έχει κοτζάμ δωματιάρα στο κατάστρωμα. Μπροστά στο χάλι που έχουν οι υπόλοιπες καμπίνες, της Λ. είναι η καλύτερη. Ο Κ. λέει πως έτσι είναι το σωστό, γιατί η Λ. είναι κορίτσι. Τους εξήγησα πως η Αλμπέρτα θα έλεγε ότι κάτι τέτοιες διακρίσεις είναι υποτιμητικές για το γυναικείο φύλο. Δεν εννοούν να καταλάβουν. Αυτός ο Κ. είναι βλάκας. Δε βλέπει επιτέλους πως θ’ αρρωστήσω αν μείνω κι άλλο σ’ αυτή την τρύπα; Ο Ε. λέει πως δεν κάνει να γκρινιάζουμε, αφού και ο Κ. μένει μαζί μας επειδή έδωσε την καμπίνα του στη Λ. Μας υποχρέωσε. Λες και δε μας έφτανε το στριμωξίδι! Παραλίγο να το ξεχάσω. Υπάρχει εδώ κι ένα πράγμα σαν ποντίκι, που κάνει πολύ τον καμπόσο. Οι άλλοι το ανέχονται, αλλά εγώ, αν μου κολλήσει, θα του δέσω την ουρά φιόγκο. Το φαΐ είναι απαίσιο.»
Τα προβλήματα με τον Ευστάθιο και τον Ριπιτσιπιτσίπ άρχισαν νωρίτερα απ’ το αναμενόμενο. Την άλλη μέρα, λίγο πριν απ’ το δείπνο, την ώρα που όλοι περίμεναν να τους σερβίρουν (και ξέρετε πώς ανοίγει η όρεξη στη θάλασσα), όρμησε στην τραπεζαρία ο Ευστάθιος, σφίγγοντας το ’να του χέρι με τ’ άλλο και ουρλιάζοντας:
«Αυτό το τέρας αποπειράθηκε να με δολοφονήσει! Απαιτώ να το μαζέψετε! Κασπιανέ, θα σου κάνω μήνυση! Σε διατάσσω να το εξοντώσεις!»
Πίσω από τον Ευστάθιο μπήκε ο Ριπιτσιπιτσίπ με το σπαθί στο χέρι. Οι φαβορίτες του ήταν άγριες κι αναμαλλιασμένες, αλλά διατηρούσε τη γνωστή του ευγένεια.
«Ζητώ συγνώμη απ’ όλους σας» είπε, «και προπαντός από τη Μεγαλειοτάτη. Αν γνώριζα ότι αυτό το υποκείμενο θα ζητούσε καταφύγιο στην τραπεζαρία, θα περίμενα ευθετότερο χρόνο για την επανόρθωση».
«Τι στο καλό πάθατε;» είπε ο Έντμουντ.
Και να, τι είχε συμβεί. Ο Ριπιτσιπιτσίπ που δεν έβλεπε την ώρα να φτάσουν στην Ανατολή, είχε ένα συνήθειο: την άραζε στην πλώρη, καβάλα στο κεφάλι του δράκοντα, κάρφωνε τα μάτια του στον ορίζοντα και σιγοτραγουδούσε με την τσιριχτή φωνούλα του εκείνο το τραγούδι που του ’χε πει η Δρυάδα. Και μόλο που δε βαστιόταν από πουθενά, όσο άγρια κι αν σκαμπανέβαζε το πλοίο, κρατούσε τέλεια την ισορροπία του· ίσως να του χρησίμευε γι’ αντίβαρο η μακριά ουρά του, που κρεμόταν ως κάτω στο κατάστρωμα. Όλο το πλήρωμα ήξερε τα χούγια του Ποντικού, κι οι ναύτες που φύλαγαν σκοπιά στο στόμα του δράκου τον αγαπούσαν, γιατί τους έκανε παρέα και περνούσαν την ώρα τους. Δεν έμαθα ποτέ πώς έφτασε ως εκεί ο Ευστάθιος, γλιστρώντας, κουτρουβαλώντας ή παραπατώντας, μια και δεν είχε μάθει να περπατάει σαν τους θαλασσινούς. Ίσως ήθελε να δει τον ορίζοντα, μήπως είχε φανεί στο βάθος στεριά, ή πάλι σκόπευε να τρυπώσει στο αμπάρι και να κλέψει καμιά λιχουδιά. Τέλος πάντως, μόλις είδε τη μακριά ουρά να κρέμεται από ψηλά, μπήκε στον πειρασμό να την αρπάξει, να φέρει τον Ριπιτσιπιτσίπ κάνα δυο βόλτες, κι έπειτα να το βάλει στα πόδια χαχανίζοντας. Στην πρώτη φάση το σχέδιό του πήγε καλά. Το Ποντίκι δεν ήταν πιο βαρύ από μεγάλη γάτα. Όσο να πεις τρία, ο Ριπιτσιπιτσίπ κρεμόταν από την ουρά του, κι ήταν πολύ αστείος (έτσι του φάνηκε του Ευστάθιου) με τα τέσσερα ποδαράκια στον αέρα και το στόμα ορθάνοιχτο. Όμως ο Ποντικός, που είχε αγωνιστεί πολλές φορές για να σώσει το τομάρι του, δεν έχασε λεπτό. Δεν έχασε ούτε τη σβελτάδα του, και τράβηξε αμέσως το σπαθί του, παρ’ όλο που δεν είναι διόλου εύκολο να ξεσπαθώνεις όταν κρέμεσαι στον αέρα απ’ την ουρά σου. Κι άξαφνα, ο Ευστάθιος ένιωσε δυο τρομερές σουβλιές στο χέρι, κι αναγκάστηκε ν’ αφήσει την ουρά του Ποντικού. Και την άλλη στιγμή ο Ποντικός είχε κάνει γκελ στο κατάστρωμα, λες κι ήταν τόπι, και στεκόταν όρθιος μπροστά στον Ευστάθιο, ανεμίζοντας κάτι απίστευτα μακρύ κι αστραφτερό και σουβλερό, μόλις δυο πόντους από το στομάχι του Ευστάθιου. (Πρέπει εδώ να σας πω ότι τα χτυπήματα «κάτω απ’ τη ζώνη» δεν είναι απαγορευμένα για τους Ποντικούς της Νάρνια. Έτσι κι αλλιώς, μόνο απ’ τη ζώνη και κάτω φτάνουν να χτυπήσουν τον αντίπαλο.)
«Φύγε από δω» ψέλλισε ο Ευστάθιος, «παράτα με! Πέτα κι αυτό το παλιόσουβλο γιατί θα τρυπηθούμε κι οι δυο. Κόφ’ το, σου λέω! Θα το πω του Κασπιανού... Θα σου βάλω φίμωτρο και θα σε δέσω σαν λουκάνικο».
«Πού είναι το όπλο σου, άνανδρε;» τσίριξε το Ποντίκι. «Πάρ’ το και πολέμα σαν άντρας, ειδαλλιώς θα σε κάνω μαύρο στο ξύλο με την ανάποδη του σπαθιού μου!»
«Δεν... δεν έχω όπλο» είπε ο Ευστάθιος. «Εγώ είμαι ειρηνιστής. Δεν πιστεύω στα όπλα.»
«Τι εννοείς;» είπε αυστηρά ο Ριπιτσιπιτσίπ, κατεβάζοντας για μια στιγμή το σπαθί του. «Δηλαδή, δε θα μου δώσεις ικανοποίηση;»
«Δε σε καταλαβαίνω» είπε ο Ευστάθιος σφίγγοντας το πονεμένο χέρι του. «Πώς κάνεις έτσι; Δεν καταλαβαίνεις από αστεία;».
«Έτσι, ε; Τότε – άρπα και τούτην – άρπα κι αυτήν» είπε ο Ποντικός, «για να μάθεις τρόπους – και να σέβεσαι – τους ιππότες – και τους Ποντικούς – και τις ουρές των Ποντικών...» και με κάθε φράση έριχνε κι από μια στον Ευστάθιο με την ανάποδη του σπαθιού του, που ήταν από ατσάλι λεπτό, ελαφρύ κι ευλύγιστο, υπέροχα μαστορεμένο από τους Νάνους, κι έτσουζε σαν βέργα από λυγαριά. Ο Ευστάθιος πήγαινε σε σχολείο όπου απαγορεύονταν οι σωματικές τιμωρίες, κι έτσι η εμπειρία τού ήταν εντελώς ξένη. Και μόλο που δεν ήξερε να περπατάει σαν τους θαλασσινούς, ετούτη τη φορά δεν έκανε ούτε μισό λεπτό απ’ την πλώρη ως την πρύμνη όπου βρισκόταν η τραπεζαρία –με τον Ριπιτσιπιτσίπ το κατόπι του. Ήταν ομολογουμένως άγρια καταδίωξη, κι ακόμα πιο άγριο το τσούξιμο απ’ το σπαθί του Ποντικού.
Η παρεξήγηση λύθηκε σχετικά εύκολα, γιατί ο Ευστάθιος συνειδητοποίησε εγκαίρως πως οι άλλοι αντιμετώπιζαν πολύ σοβαρά την ιδέα της μονομαχίας. Κι όταν ο Κασπιανός προσφέρθηκε να του δανείσει σπαθί, κι ο Δρινιανός με τον Έντμουντ πρότειναν να του δέσουν το ένα χέρι για να μην είναι άνιση η μονομαχία, αφού ο Ριπιτσιπιτσίπ ήταν πιο κοντός, τα πράγματα στρίμωξαν ακόμα περισσότερο. Ο Ευστάθιος κρέμασε μια οκά μούτρα και ζήτησε συγγνώμη απ’ τον Ποντικό, κι έπειτα έφυγε μαζί με τη Λούσυ, για να του πλύνει το χέρι και να του το δέσει. Λίγο αργότερα, βρισκόταν στην κουκέτα του, πλαγιασμένος στο πλευρό. Για να ξαπλώσει ανάσκελα, ούτε συζήτηση. Τα πισινά του έτσουζαν τρελά απ’ το σπαθί του Ποντικού.