14 Η αρχή τον τέλους τον κόσμον

Η πόρτα άνοιξε αργά αργά, και βγήκε μια σιλουέτα ψηλή και στητή σαν της κοπέλας, μα λίγο πιο γεμάτη. Και μόλο που δεν κρατούσε κερί, έμοιαζε ν’ ακτινοβολεί κάποιο φως. Η σιλουέτα προχώρησε προς το μέρος τους, κι η Λούσυ είδε τότε πως ήταν ένας γέρος. Τ’ ασημένια του γένια κρέμονταν ως κάτω, στα πόδια του, τ’ ασημένια μαλλιά του ακουμπούσαν στις φτέρνες του, κι ο μακρύς του χιτώνας έμοιαζε καμωμένος από προβιές ασημένιων προβάτων. Ήταν τόσο γλυκός και σοβαρός, που οι ταξιδιώτες σηκώθηκαν πάλι όρθιοι και δε μίλησαν.

Ο γέρος πλησίασε αμίλητος και στάθηκε στην άλλη μεριά του τραπεζιού, αντίκρυ στην κόρη του. Κι έπειτα σήκωσαν κι οι δυο τα χέρια τους και γύρισαν προς την ανατολή, κι έτσι, με τα χέρια τεντωμένα μπροστά, άρχισαν να τραγουδούν. Θα ’θελα πολύ να σας μιλήσω γι’ αυτό το τραγούδι, μα κανένας απ’ τους ταξιδιώτες δεν μπόρεσε να το θυμηθεί μετά. Η Λούσυ είπε μόνο πως είχαν ψιλές φωνές, σχεδόν στριγκές, αλλά πολύ ωραίες, κι έλεγαν «ένα ψυχρό τραγούδι, ένα τραγούδι που ταιριάζει στο ξημέρωμα». Κι όσο τραγουδούσαν, τα γκρίζα σύννεφα σηκώνονταν απ’ τον ουρανό της ανατολής και το άσπρο φως απλωνόταν ολοένα, ώσπου ο ουρανός έγινε κατάλευκος κι η θάλασσα άστραψε σαν ασήμι. Κι όλο τραγουδούσαν, ώσπου η ανατολή ρόδισε και βγήκε ο ήλιος απ’ τη θάλασσα, και μια μακριά, πλατιά ακτίνα φώτισε απ’ άκρη σ’ άκρη το Τραπέζι, με τα χρυσάφια και τ’ ασήμια του και το Πέτρινο Μαχαίρι.

Κάνα δυο φορές ως τότε, οι Ναρνιανοί είχαν σκεφτεί πως ο ήλιος που ανάτελλε έμοιαζε μεγαλύτερος σε τούτες τις θάλασσες απ’ ό,τι στην πατρίδα τους. Αυτή τη φορά βεβαιώθηκαν –δε χωρούσε αμφιβολία. Η λάμψη της ηλιαχτίδας που έσκιζε την πρωινή πάχνη κι ακουμπούσε στο τραπέζι, ξεπερνούσε κάθε λάμψη που είχαν δει τα μάτια τους. Όπως είπε αργότερα ο Έντμουντ, «Απ’ όσα θαύματα έγιναν σ’ εκείνο το ταξίδι, ήταν η πιο συγκλονιστική στιγμή». Ήξεραν πως είχαν φτάσει πια στην Αρχή του Τέλους του Κόσμου.

Και τότε, είδαν κάτι να ξεκολλάει απ’ την καρδιά του ήλιου και να τους πλησιάζει πετώντας –αλλά μπορεί και να τους φάνηκε, γιατί ποιος μπορεί να κοιτάξει κατάματα τον ήλιο για να βεβαιωθεί; Κι αμέσως ο αέρας πλημμύρισε φωνές –φωνές που έπιαναν το τραγούδι της Κυρίας και του Πατέρα, όμως σε τόνους πιο άγριους, σε μια γλώσσα που δεν την καταλάβαινε κανείς. Και σε λίγο οι ταξιδιώτες είδαν σε ποιους ανήκαν οι φωνές. Ήταν πουλιά, μεγάλα άσπρα πουλιά, εκατοντάδες, χιλιάδες πουλιά, που έρχονταν και κάθονταν παντού, στα χόρτα, στο πλακόστρωτο, στο τραπέζι, στους ώμους τους, στα χέρια, στα κεφάλια, κι ο τόπος άσπρισε σαν χιονισμένος. Γιατί τα πουλιά δεν είχαν μόνο το χρώμα του χιονιού, μα όπου κάθονταν, άλλαζαν και μπέρδευαν το σχήμα των ανθρώπων και των πραγμάτων. Κι ανάμεσα απ’ τις φτερούγες των πουλιών που τη σκέπαζαν, η Λούσυ είδε ένα πουλί να πλησιάζει πετώντας το Γέρο. Στο ράμφος του κρατούσε κάτι που έμοιαζε με μικρό καρπό, εκτός κι αν ήταν αναμμένο καρβουνάκι –που μπορεί και να ’ταν, γιατί σε τύφλωνε όταν το κοιτούσες. Και το πουλί απόθεσε το καρβουνάκι στο στόμα του Γέρου.

Τα πουλιά τέλειωσαν το τραγούδι τους κι έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά. Κι όταν τραβήχτηκαν, στο τραπέζι δεν υπήρχε πια τίποτα πόσιμο ή φαγώσιμο. Κι έπειτα τα πουλιά πήραν στο ράμφος τους τ’ αποφάγια, κόκαλα, φλούδες και τσόφλια, και ξανάφυγαν πετώντας, εκατοντάδες και χιλιάδες μαζί, προς τον ήλιο που όλο ανέβαινε. Και τώρα που δεν τραγουδούσαν πια, το φτεροκόπημά τους τράνταζε τον αέρα. Οι ταξιδιώτες είδαν το τραπέζι άδειο και πεντακάθαρο, και τους τρεις ναρνιανούς Λόρδους να κοιμούνται του καλού καιρού.

Και μόνο τότε γύρισε στους ταξιδιώτες ο Γέρος και τους καλωσόρισε.

«Κύριε» είπε ο Κασπιανός, «πώς να λύσουμε τα μάγια που κρατούν κοιμισμένους τους τρεις Λόρδους της Νάρνια;»

«Να σου το πω ευχαρίστως, γιε μου» είπε ο Γέρος. «Για να λύσεις τα μάγια, πρέπει να ταξιδέψεις ως το Τέλος του Κόσμου, ή όσο πιο κοντά μπορέσεις να πλησιάσεις, και να γυρίσεις πίσω χωρίς ένα σύντροφό σου.»

«Και τι θ’ απογίνει αυτός ο σύντροφος;» ρώτησε ο Ριπιτσιπιτσίπ.

«Πρέπει να συνεχίσει, να φτάσει ως το απώτατο σημείο της ανατολής, και να μην ξαναγυρίσει πια στον κόσμο.»

«Αυτό ποθεί κι εμένα η καρδιά μου» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ.

«Κύριε, κοντεύουμε να φτάσουμε στο Τέλος του Κόσμου;» ρώτησε ο Κασπιανός. «Ξέρετε καθόλου τις θάλασσες και τις στεριές που βρίσκονται πιο ανατολικά από δω;»

«Τις έχω δει, πολύ καιρό πριν» είπε ο Γέρος, «αλλά από ψηλά. Δεν ξέρω να σας πω όσα ζητούν συνήθως να μάθουν οι ναυτικοί».

«Δηλαδή, πετούσατε στον αέρα;» ξεφούρνισε ο Ευστάθιος, που τον έτρωγε η περιέργεια.

«Ήμουν πολύ πιο ψηλά απ’ τον αέρα, γιε μου» απάντησε ο Γέρος. «Είμαι ο Ραμάντου. Α, κοιταζόσαστε απορημένοι. Δεν το ’χετε ξανακούσει αυτό το όνομα. Φυσικό είναι, γιατί έπαψα να είμαι αστέρι πολύ πριν γνωρίσει τον κόσμο κανένας από σας, κι οι αστερισμοί έχουν αλλάξει πια.»

«Φίλε μου!» έκανε ο Έντμουντ μεσ’ απ’ τα δόντια του. «Συνταξιούχο αστέρι!»

«Και τώρα, δεν είσαστε αστέρι;» ρώτησε η Λούσυ.

«Είμαι Αστέρι Που Αναπαύεται, κόρη μου» απάντησε ο Ραμάντου. «Όταν έδυσα για τελευταία φορά, τόσο γέρος και τόσο κουρασμένος, που δεν περιγράφεται, μ’ έφεραν σ’ αυτό το νησί. Τώρα δεν είμαι τόσο γέρος όσο πριν. Κάθε πρωί, ένα πουλί μου φέρνει ένα μούρο της φωτιάς απ’ τις κοιλάδες του Ήλιου, και κάθε μούρο της φωτιάς μ’ αλαφρώνει λίγο λίγο απ’ τα γερατειά μου. Κι όταν ξαναγίνω παιδί, σαν γεννημένος χτες, τότε πάλι θ’ ανατείλω από δω, απ’ την ανατολική άκρη της γης, και θα ξαναμπώ στο μεγάλο χορό.»

«Στον κόσμο μας» είπε ο Ευστάθιος, «τ’ αστέρια είναι πελώριες μπάλες από διάπυρα αέρια».

«Ακόμα και για τον δικό σου κόσμο, γιε μου, αυτό που λες δεν είναι τ’ αστέρια, αλλά μονάχα η ύλη των αστεριών. Στον δικό μου κόσμο πρέπει να γνωρίσατε ήδη ένα αστέρι. Δεν είχατε περάσει από του Κοριάκιν;».

«Κι αυτό συνταξιούχο αστέρι είναι;» ρώτησε η Λούσυ.

«Όχι ακριβώς» είπε ο Ραμάντου. «Δεν είναι ανάπαυση να κυβερνάς τα Χαζούλικα. Μάλλον τιμωρία θα το ’λεγα. Αν όλα είχαν πάει καλά, θα φώτιζε τον ουρανό του κόσμου χιλιάδες χρόνια ακόμη.»

«Τι έκανε;» ρώτησε ο Κασπιανός.

«Παιδί μου» είπε ο Ραμάντου, «εσύ, ένας Γιος του Αδάμ, δεν επιτρέπεται να μάθεις σε τι παράπτωμα μπορεί να πέσει ένα αστέρι. Ελάτε όμως, μη χάνουμε καιρό με κουβέντες. Έχετε πάρει την απόφαση σας; Θα πάτε στην άκρη της ανατολής και θα γυρίσετε, αφήνοντας πίσω ένα σύντροφό σας για να λυθούν τα μάγια; Ή θα τραβήξετε δυτικά;»

«Κύριέ μου» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ, «δεν τίθεται θέμα. Σκοπός της αναζήτησής μας ήταν να σώσουμε απ’ τα μάγια αυτούς τους τρεις Λόρδους».

«Συμφωνώ» είπε ο Κασπιανός. «Αλλά κι έτσι να μην ήταν, δε θα το άντεχε η καρδιά μου να μη φτάσουμε στο Τέλος του Κόσμου, τουλάχιστον ως εκεί που μπορεί να μας πάει ο Ταξιδιώτης της Αυγής. Σκέφτομαι όμως και τους ναύτες. Όλοι δέχτηκαν να με ακολουθήσουν ώσπου να βρούμε τους Εφτά Λόρδους, όχι ως το Τέλος του Κόσμου. Ανατολικά από δω είναι η άκρη της γης, που κανένας δεν ξέρει πόσο απέχει. Οι ναύτες είναι γενναία παλικάρια, όμως το βλέπω πως μερικοί έχουν κουραστεί και περιμένουν πώς και τι να ξανακάνουμε πανιά για τη Νάρνια. Λοιπόν, νομίζω πως δεν πρέπει να προχωρήσουμε χωρίς να τους το πούμε και ν’ ακούσουμε αν συμφωνούν. Κι ύστερα, είναι κι ο καημένος ο Λόρδος Ρουπ.

Έχει γίνει ερείπιο, ο δύστυχος...»

«Γιε μου» είπε το αστέρι, «και να ’θελες, δε θα γινόταν να σαλπάρεις για το Τέλος του Κόσμου μαζί με συντρόφους απρόθυμους ή ξεγελασμένους. Δε λύνονται έτσι τα μεγάλα μάγια. Οι σύντροφοί σου πρέπει να ξέρουν πού πηγαίνουν και γιατί. Όμως... για ποιον δύστυχο μιλούσες;»

Κι ο Κασπιανός είπε στον Ραμάντου την ιστορία του Ρουπ.

«Εγώ μπορώ να του δώσω αυτό που λαχταράει» είπε ο Ραμάντου. «Σε τούτο το νησί υπάρχει ένας ύπνος χωρίς μέτρο και όριο, ένας ύπνος, που μέσα του δεν αντηχεί ποτέ πατημασιά ονείρου. Άφησέ τον να μείνει μ’ αυτούς τους τρεις και να πιει λησμονιά ώσπου να γυρίσετε.»

«Καλά σου λέει, Κασπιανέ» είπε η Λούσυ. «Να δεις που κι ο ίδιος θα το θέλει».

Πάνω στην ώρα, ακούστηκαν να ζυγώνουν βήματα και φωνές: ήταν ο Δρινιανός με το πλήρωμα του Ταξιδιώτη της Αυγής. Μα όταν είδαν τον Ραμάντου και την κόρη του, όλοι σταμάτησαν ξαφνιασμένοι και μαντεύοντας πως είχαν να κάνουν με πλάσματα αρχοντικά, έβγαλαν τα σκουφιά και τα καπέλα τους. Κάποια μάτια καρφώθηκαν παραπονεμένα στα άδεια πιάτα και στα μπουκάλια του τραπεζιού.

«Καπετάνιε» είπε ο Βασιλιάς στον Δρινιανό, «στείλε σε παρακαλώ δυο άντρες στον Ταξιδιώτη της Αυγής, να δώσουν ένα μήνυμα στο Λόρδο Ρουπ. Να του πουν πως οι τελευταίοι απ’ τους παλιούς του συντρόφους κοιμούνται εδώ, μ’ έναν ύπνο χωρίς όνειρα, και πως κι αυτός μπορεί να κοιμηθεί μαζί τους».

Κι όταν έγινε όπως παράγγειλε, ο Κασπιανός είπε στους ναύτες να καθίσουν, και τους εξήγησε καταλεπτώς πώς είχαν τα πράγματα. Μεγάλη σιωπή ακολούθησε τα λόγια του, ακούστηκαν μερικά ψιθυρίσματα, και στο τέλος σηκώθηκε ο αρχιλοστρόμος.

«Μεγαλειότατε» είπε, «πολλοί από μας, καιρό τώρα, θέλαμε να ρωτήσουμε κάτι: είτε από δω αρχίσει η επιστροφή μας είτε απ’ αλλού, πώς θα φτάσουμε στην πατρίδα; Ίσαμε τώρα, είχαμε μόνο δυτικούς και βορειοδυτικούς ανέμους, αν εξαιρέσω κάνα δυο μπουνάτσες. Αν δε γυρίσει ο άνεμος, τι ελπίδα μένει να ξαναδούμε τη Νάρνια; Κι ύστερα, τα εφόδια δε θα φτάσουν αν κάνουμε όλο το δρόμο με τα κουπιά!».

«Σαν στεριανός μιλάς» τον έκοψε ο Δρινιανός. «Αυτές οι θάλασσες έχουνε πάντα δυτικούς ανέμους στα τέλη του καλοκαιριού. Με τον καινούριο χρόνο οι άνεμοι αλλάζουν, και θα ’χουμε όσους τραβάει η ψυχή σου για να γυρίσουμε δυτικά –ίσως και παραπάνω απ’ ό,τι χρειαζόμαστε, αν με πληροφορούν σωστά.»

«Έτσι, είναι, αφέντη μου» πετάχτηκε ένας γέρο-θαλασσινός από την Γκάλμα. «Γενάρη και Φλεβάρη σηκώνονται απ’ την ανατολή μεγάλες φουρτούνες. Και, με την άδειά σου, αν έκανα εγώ κουμάντο στο καράβι, θα ’λεγα να ξεχειμωνιάσουμε δωνά, και κατά το Μάρτη να φύγουμε για την πατρίδα.»

«Και τι θα τρώτε όλο το χειμώνα;» ρώτησε ο Ευστάθιος.

«Αυτό το τραπέζι» είπε ο Ραμάντου, «θα γεμίζει με βασιλικά φαγιά κάθε ηλιοβασίλεμα».

«Τώρα, μάλιστα!» είπαν κάμποσοι ναύτες.

«Μεγαλειότατοι» είπε ο Ρούνελφος, «έχω κι εγώ να πω κάτι. Σ’ αυτό το ταξίδι κανένας μας δεν ήρθε με το ζόρι. Είμαστε όλοι εθελοντές. Τώρα βέβαια, μερικοί κοιτάζουν το τραπέζι και ονειρεύονται βασιλικά τσιμπούσια, όμως τη μέρα που σαλπάραμε από το Κάιρ Πάραβελ μιλούσαν μόνο για περιπέτειες, κι ορκίζονταν να μη γυρίσουν αν δε φτάσουν στην άκρη του κόσμου. Και πίσω, στο μόλο, έμειναν μερικοί που θα ’διναν ό,τι είχαν και δεν είχαν για να ’ρθουν μαζί μας. Εκείνη τη μέρα μετρούσε πιο πολύ να ’σαι μούτσος στον Ταξιδιώτη της Αυγής, παρά να φοράς βασιλική κορόνα. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε. Να, θέλω να πω πως θα ’ναι πιο χαζός κι απ’ τα Χαζουλόποδα όποιος ξεκινάει για τέτοιο ταξίδι, και γυρίζει στον τόπο του λίγο πριν φτάσει στο Τέλος του Κόσμου, μόνο και μόνο γιατί δεν το λέει η καρδιά του να προχωρήσει!».

Κάμποσοι ναύτες χειροκρότησαν, αλλά μερικοί μουρμούρισαν πως δεν πειράζει, καλά είναι κι έτσι.

«Δύσκολα τα βλέπω» ψιθύρισε ο Έντμουντ στον Κασπιανό. «Αν μείνουν πίσω οι μισοί, τι θα κάνουμε;».

«Στάσου» απάντησε ψιθυριστά ο Κασπιανός. «Δεν εξάντλησα όλα τα μέσα.»

«Ριπ, δε μιλάς;» είπε σιγανά η Λούσυ.

«Να μιλήσω; Και γιατί να μιλήσω, Μεγαλειότατη;» απάντησε μεγαλόφωνα ο Ριπιτσιπιτσίπ για να τον ακούσουν όλοι. «Εγώ τα δικά μου σχέδια τα έχω κάνει. Όσο μπορώ, θα συνεχίσω ανατολικά με τον Ταξιδιώτη της Αυγής. Κι αν το καράβι μ’ εγκαταλείψει, θα προχωρήσω με το βαρκάκι μου και το κουπί. Κι αν το βαρκάκι βουλιάξει, θα συνεχίσω κολυμπώντας και με τα τέσσερα πόδια μου. Κι αν οι δυνάμεις μου μ’ εγκαταλείψουν πριν φτάσω στη χώρα του Ασλάν ή πριν βουτήξω απ’ την άκρη του κόσμου σε κάποιον αιώνιο καταρράχτη, τότε θα βουλιάξω με τη μουσούδα μου στραμμένη προς την ανατολή, και στη Νάρνια αρχηγός των Ποντικών Που Μιλούν θα γίνει ο Πιπιτσίκ.»

«Καλά σας λέει» φώναξε ένας ναύτης. «Κι εγώ τα ίδια ακριβώς θα ’κανα, εκτός απ’ το βαρκάκι –που δε με χωράει.» Και πρόσθεσε πιο σιγανά: «Όχι, θ’ αφήσω να μου κάνει τον έξυπνο ο Ποντικός!»

Και τότε σηκώθηκε ο Κασπιανός. «Φίλοι» είπε, «νομίζω πως δεν έχετε καταλάβει το σκοπό μας. Μιλάτε σαν να σας πλησίασα με το χέρι απλωμένο, ζητιανεύοντας συντρόφους, μα δεν είναι έτσι. Εγώ, μαζί με τα βασιλικά αδέρφια μου, το συγγενή τους, τον άξιο ιππότη Ριπιτσιπιτσίπ και το Λόρδο Δρινιανό, είχαμε μια αποστολή: να φτάσουμε στην άκρη του κόσμου. Κι αν ευαρεστηθούμε, θα επιλέξουμε απ’ όσους δηλώσουν πρόθυμοι, μόνο αυτούς που θα κριθούν άξιοι για μια τόσο υψηλή αποστολή. Εμείς δεν είπαμε ποτέ πως μπορεί να ’ρθει όποιος θέλει. Γι’ αυτό, θα διατάξω τώρα το Λόρδο Δρινιανό και τον Ράινς να λογαριάσουν προσεχτικά ποιοι από σας είναι οι καλύτεροι στη μάχη, οι πιο έμπειροι στη θάλασσα και πιο αφοσιωμένοι στο πρόσωπό μου, ποιοι έχουν το πιο καθαρό αίμα, το πιο έντιμο παρελθόν και τους καλύτερους τρόπους, κι έπειτα, όπως συμφωνήσαμε, θα μου δώσουν τα ονόματά τους». Κοντοστάθηκε λίγο, και συνέχισε πιο γρήγορα: «Μα τη Χαίτη του Ασλάν! Θαρρείτε πως έτσι απλά κι ανέξοδα θα εξασφαλίσετε το προνόμιο να δείτε τα Έσχατα των Έσχατων Πραγμάτων; Όποιος μας ακολουθήσει, θα κερδίσει τον τίτλο του “Ταξιδιώτη της Αυγής”, που θα ’ναι κληρονομικός και για τους απογόνους του, κι όταν γυρίσουμε με το καλό στο Κάιρ Πάραβελ, θα πάρει όσο χρυσάφι ή γη χρειαστεί για να ζήσει πλούσιος την υπόλοιπη ζωή του. Λοιπόν, διαλυθείτε, σκορπιστείτε στο νησί. Σε μισή ώρα θα πάρω τα ονόματα από το Λόρδο Δρινιανό».

Έπεσε μια αμήχανη σιωπή, κι έπειτα οι ναύτες προσκύνησαν κι άρχισαν να φεύγουν, ένας από δω, άλλος από κει. Οι περισσότεροι μαζεύονταν παρέες παρέες για να τα μιλήσουν.

«Και τώρα, ο Λόρδος Ρουπ» είπε ο Κασπιανός.

Μα καθώς γύριζε προς το τραπέζι, ανακάλυψε πως ο Λόρδος Ρουπ βρισκόταν ήδη εκεί. Είχε έρθει, βουβός και απαρατήρητος, όσο βαστούσε η συζήτηση, και τώρα καθόταν δίπλα στο Λόρδο Αργκόζ. Η κόρη του Ραμάντου τον παράστεκε, λες και τον είχε βοηθήσει να καθίσει, και πίσω του ο Ραμάντου ακουμπούσε τα χέρια του στο ψαρό κεφάλι του Ρουπ. Ακόμα και στο φως του ήλιου, μια αχνή ασημιά λάμψη έβγαινε απ’ τα χέρια του άστρου. Το σκαμμένο πρόσωπο του Ρουπ χαμογέλασε. Άπλωσε τα χέρια στη Λούσυ και στον Κασπιανό σαν να ’θελε να πει κάτι, κι έπειτα το χαμόγελό του έγινε πιο πλατύ, γεμάτο ευδαιμονία, αναστέναξε βαθιά, ανακουφισμένος, και το κεφάλι του έγειρε μπροστά. Είχε αποκοιμηθεί.

«Τον καημενούλη τον Ρουπ» είπε η Λούσυ. «Ευτυχώς! Πρέπει να πέρασε μεγάλα βάσανα...»

«Ας μην τα σκέφτομαι καλύτερα» είπε ο Ευστάθιος.

Στο μεταξύ, τα λόγια του Κασπιανού, ενισχυμένα ίσως κι απ’ τα μάγια του νησιού, έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα. Πολλοί, που ως τώρα δεν έβλεπαν την ώρα να τελειώσει το ταξίδι, ανυπομονούσαν να το συνεχίσουν. Και κάθε φορά που κάποιος έλεγε πως πήρε απόφαση να προχωρήσει, οι υπόλοιποι ένιωθαν πιο λίγοι και πιο ντροπιασμένοι. Κι έτσι, πριν περάσει η μισή ώρα, ένα σωρό ναύτες είχαν βάλει στη μέση το Δρινιανό και το Ράινς, και τους χιλιοπαρακαλούσαν να τους προτείνουν στον Κασπιανό. Και στο τέλος μόνο τρεις έμειναν που δεν ήθελαν ν’ ακολουθήσουν, και δοκίμασαν να μεταπείθουν τους αποφασισμένους. Και σε λίγο ακόμα, έμεινε μόνο ένας, αλλά κι αυτός φοβόταν να κάτσει στο νησί ολομόναχος, κι άλλαξε γνώμη.

Στο τέλος της διορίας, μαζεύτηκαν πάλι στο Τραπέζι του Ασλάν και παρατάχθηκαν από τη μια πλευρά. Ο Δρινιανός και ο Ράινς κάθισαν δίπλα στον Κασπιανό και του έδωσαν αναφορά, κι ο Κασπιανός τους δέχτηκε όλους –εκτός από κείνον που το μετάνιωσε την τελευταία στιγμή. Αυτός ο ναύτης, που τον έλεγαν Πίτενκρημ, έμεινε στο Νησί του Άστρου όταν οι άλλοι σαλπάρισαν για το Τέλος του Κόσμου, κι έσκασε απ’ το κακό του που δεν τον πήραν. Κι επειδή δεν ήταν απ’ τους τύπους που θα είχαν να συζητήσουν τίποτα με τον Ραμάντου και την κόρη του (κι ο Ραμάντου με την κόρη του δεν είχαν και πολλά να του πουν), σκυλοβαρέθηκε, κι ύστερα έβρεχε όλη την ώρα, και μόλο που το Τραπέζι στρωνόταν κάθε βράδυ με του πουλιού το γάλα, ο Πίτενκρημ δε φχαριστήθηκε μπουκιά. Μετά, είπε πως έτρεμε το φυλλοκάρδι του όταν καθόταν θεομόναχος (καμιά φορά μες στη βροχή), κι έβλεπε τους τέσσερις Λόρδους να κοιμούνται στην άλλη άκρη του Τραπεζιού. Κι όταν γύρισαν οι σύντροφοί του, ένιωθε τόσο παραπεταμένος, που δεν τους ακολούθησε ως τη Νάρνια. Κατέβηκε στα Νησιά της Μοναξιάς, κι από κει πέρασε στην Καλορμίνα, όπου είχε να λέει καταπληκτικές ιστορίες για τις περιπέτειές του στο Τέλος του Κόσμου, κι απ’ το πες πες, τις πίστεψε κι αυτός. Έτσι, από μιαν άποψη, δεν κακοπέρασε την υπόλοιπη ζωή του. Μόνο που πια δεν άντεχε να δει ποντίκι –ούτε ζωγραφιστό.

Εκείνη τη νύχτα έφαγαν κι ήπιαν στο Τραπέζι του Ασλάν, που ξαναγέμισε ως δια μαγείας με φαγητά. Και το πρωί, μόλις έφυγαν τ’ άσπρα πουλιά, ο Ταξιδιώτης της Αυγής έκανε πανιά.

«Κυρία» είπε ο Κασπιανός, «ελπίζω να σας ξαναδώ όταν λυθούν τα μάγια». Κι η κόρη του Ραμάντου τον κοίταξε και χαμογέλασε.

Загрузка...