5 Τι έφερε η θύελλα

Κόντευαν τρεις βδομάδες απ’ τη μέρα της απόβασης, όταν ο Ταξιδιώτης της Αυγής βγήκε απ’ το Στενολίμανο μ’ ένα ρυμουλκό. Είχαν προηγηθεί επίσημοι και μελαγχολικοί αποχαιρετισμοί, και πλήθος μεγάλο είχε μαζευτεί να τους ξεπροβοδίσει. Δάκρυα χύθηκαν κι αντήχησαν ζητωκραυγές όταν ο Κασπιανός έβγαλε τον τελευταίο λόγο στους Μοναχονησιώτες, κι έπειτα αποχαιρέτησε το Δούκα και την οικογένειά του. Στο τέλος, όλοι βουβάθηκαν, και το πλοίο ξεμάκρυνε απ’ την ακτή, με το πορφυρό πανί του χαλαρό. Η σάλπιγγα σήμανε στο κάσαρο, κι ο ήχος της έσβησε λίγο λίγο στα νερά. Κι ύστερα, το πλοίο βγήκε στ’ ανοιχτά, το ’πιασε ο άνεμος και φούσκωσε το πανί, και το ρυμουλκό ξέκοψε και πήρε με τα κουπιά το δρόμο του γυρισμού στο λιμάνι. Το πρώτο αληθινό κύμα έγλειψε την καρίνα του Ταξιδιώτη της Αυγής, και το καράβι ζωντάνεψε. Όσοι δεν είχαν βάρδια, κατέβηκαν στο αμπάρι, ο Δρινιανός έπιασε το πόστο του στο τιμόνι, κι ο Ταξιδιώτης της Αυγής πέρασε απ’ τα νότια της Άβρα κι έστριψε ανατολικά.

Οι πρώτες μέρες ήταν υπέροχες, κι η Λούσυ σκέφτηκε πως πιο τυχερό παιδί απ’ αυτήν δεν πρέπει να υπήρχε στον κόσμο. Κάθε πρωί που ξυπνούσε, έβλεπε το φως απ’ τα ηλιόλουστα νερά να χορεύει στην οροφή της καμπίνας της, και γύρω της ένα σωρό καινούρια πράγματα, αποκτημένα στα Νησιά της Μοναξιάς –ναυτικές μπότες, πατατούκα, πέτσινο γιλέκο, έναν μακρύ μανδύα κι ένα μάλλινο σάλι. Έπειτα ανέβαινε στο κατάστρωμα να κοιτάξει τη θάλασσα απ’ το καμπούνι, και μέρα τη μέρα τα νερά έμοιαζαν πιο αστραφτερά, κι ο αέρας ζέσταινε διαρκώς. Ακολουθούσε ένα γερό πρόγευμα, γιατί, όπως είπαμε, ο θαλασσινός αέρας ανοίγει την όρεξη.

Την περισσότερη μέρα την περνούσε στην πρύμνη, καθισμένη στο στενό παγκάκι της ουράς του δράκου, κι έπαιζε σκάκι με τον Ριπιτσιπιτσίπ. Ο Ποντικός ήταν πολύ αστείος όταν έπιανε και με τα δυο του ποδαράκια τα πιόνια, που του ’πεφταν μεγάλα, ή πάλι όταν σηκωνόταν στις μύτες για να φτάσει στη μέση της σκακιέρας. Ήταν όμως καλός παίκτης, κι όταν συγκεντρωνόταν, κέρδιζε πάντα την παρτίδα. Κάπου κάπου κέρδιζε και η Λούσυ, γιατί ο Ποντικός έκανε τρέλες, κι έστελνε μόνο του τον αξιωματικό του ανάμεσα στην ξένη βασίλισσα και τον πύργο της. Αυτό του συνέβαινε όταν ξεχνούσε πως έπαιζε σκάκι και σκεφτόταν αληθινές μάχες, κι έβαζε τον αξιωματικό του να κάνει ό,τι θα ’κανε ο ίδιος στη θέση του. Το μυαλό του Ριπιτσιπιτσίπ ήταν γεμάτο ανδραγαθίες, «ελευθερία ή θάνατο» και «πάλη μέχρις εσχάτων».

Όμως οι καλές μέρες δεν κράτησαν πολύ. Έφτασε ένα βράδυ κι η Λούσυ, χαζεύοντας απ’ την πρύμνη το μακρύ αυλάκι που άφηναν πίσω τους, είδε κάτι πελώρια σύννεφα να μαζεύονται στη δύση με τρομαχτική ταχύτητα. Έπειτα τα σύννεφα άνοιξαν και φάνηκε το κίτρινο ηλιοβασίλεμα. Τα κύματα πίσω απ’ το καράβι έπαιρναν αλλόκοτα σχήματα, κι η θάλασσα είχε κιτρινίσει, σαν βρόμικη λινάτσα. Ο άνεμος ψύχρανε, το καράβι άρχισε να σαλεύει ανήσυχα, λες κι ένιωθε τον κίνδυνο πίσω του, και το πανί μια ξεφούσκωνε και κρεμόταν, και μια φούσκωνε σαν τρελό. Κι όπως η Λούσυ πρόσεχε τις αλλαγές κι αναρωτιόταν τι κακό τους ζύγωνε με το θόρυβο του ανέμου, ο Δρινιανός φώναξε: «Όλοι στο κατάστρωμα!». Όσο να πεις τρία, όλοι είχαν πέσει με τα μούτρα στη δουλειά. Έσβησαν τη φωτιά στο μαγειρείο, έκλεισαν γερά τις μπουκαπόρτες, και μερικοί σταρφάλωσαν στα κατάρτια να δέσουν το πανί. Πριν τελειώσουν, τους χτύπησε η θύελλα. Της Λούσυ της φάνηκε πως μια μεγάλη κοιλάδα ανοίχτηκε στη θάλασσα, ακριβώς μπροστά στην πλώρη, και το πλοίο άρχισε να κατρακυλάει, τόσο βαθιά, που σου ’κοβε την ανάσα. Ένας σταχτής νερένιος λόφος, πιο ψηλός κι από το μεσιανό κατάρτι, ερχόταν καταπάνω τους με μεγάλη ταχύτητα. Ο θάνατος έμοιαζε αναπόφευκτος –αλλά, την τελευταία στιγμή, το καράβι τινάχτηκε ψηλά και βρέθηκε στην κορφή του νερού, στριφογύρισε σαν τρελό, κι ένας μανιασμένος καταρράχτης σάρωσε το κατάστρωμα. Πλώρη και πρύμνη ήταν σαν ξερονήσια, που ανάμεσά τους λυσσομανούσαν τ’ άγρια κύματα. Ψηλά, στα κατάρτια, οι ναύτες γαντζωμένοι με νύχια και με δόντια πάσχιζαν να κρατήσουν το πανί. Ένα κομμένο σκοινί σηκώθηκε με τον άνεμο, κι έμεινε κάθετο σαν στύλος, σχεδόν αλύγιστο.

«Κυρία, κατεβείτε κάτω» ούρλιαξε ο Δρινιανός. Κι η Λούσυ, πού ήξερε πως οι στεριανοί –και οι στεριανές– είναι πάντα βάρος για τους θαλασσινούς, υπάκουσε αμέσως. Δεν ήταν κι εύκολη δουλειά το κατέβασμα. Ο Ταξιδιώτης της Αυγής έγερνε τρομερά στο δεξί του πλευρό, και το κατάστρωμα είχε πλαγιάσει σαν σκεπή σπιτιού. Η Λούσυ έφτασε μπουσουλώντας στην μπουκαπόρτα, αρπαγμένη απ’ την κουπαστή, κι εκεί αναγκάστηκε να περιμένει ώσπου να βγουν δυο ναύτες που ανέβαιναν στο μεταξύ. Έπειτα έπιασε την ανεμόσκαλα κι άρχισε να κατεβαίνει. Ευτυχώς που κρατιόταν γερά, γιατί πάνω στην ώρα ένα πελώριο κύμα σάρωσε το κατάστρωμα μουγκρίζοντας, και τη σκέπασε ως τους ώμους. Κι η Λούσυ, μόλο που ήταν ήδη μουσκεμένη απ’ τη βροχή και τους αφρούς, ένιωσε το κρύο να την περονιάζει ως το κόκαλο. Με τα χίλια βάσανα, βρέθηκε στην καμπίνα της κι έκλεισε την πόρτα, αφήνοντας απέξω το τρομερό θέαμα του σκοταδιού που απειλούσε να τους καταπιεί. Δεν κατάφερε όμως να κλείσει απέξω τη βουή, τους τριγμούς, τους βόγκους, το κροτάλισμα, τους γδούπους και τους βρυχηθμούς, που εδώ κάτω ακούγονταν ακόμα πιο τρομαχτικά.

Όλη η άλλη μέρα συνεχίστηκε έτσι, και η παράλλη. Κι έτσι παράδερναν, ώσπου πια δεν μπορούσαν να θυμηθούν πότε άρχισε το κακό. Και πάντα χρειάζονταν τρεις άντρες στο τιμόνι, κι αυτοί οι τρεις πάλευαν μ’ όλες τους τις δυνάμεις για να κρατήσουν κάποια πορεία. Και πάντα χρειάζονταν χέρια στις αντλίες, και κανείς δεν πρόφταινε να ξεκουραστεί, ούτε να μαγειρέψει τίποτα, ούτε να στεγνώσει ρούχα, και τα κύματα τούς πήραν ένα ναύτη απ’ το κατάστρωμα, και ήλιος δε φάνηκε ποτέ.

Όταν πέρασε το κακό, ο Ευστάθιος έγραψε στο ημερολόγιό του:

«3 Σεπτεμβρίου. Πρώτη μέρα που μπορώ και γράφω, εδώ και αιώνες. Δεκατρείς μέρες και δεκατρείς νύχτες παραδέρναμε σ’ έναν κυκλώνα. Το ξέρω πως ήταν δεκατρείς, γιατί τις μέτρησα πολύ προσεχτικά, κι ας λένε οι άλλοι πως ήταν μόνο δώδεκα. Για σκέψου! Να κάνεις τέτοιο επικίνδυνο ταξίδι μαζί με ανθρώπους που δεν ξέρουν να μετράνε! Είδα το χάρο με τα μάτια μου καθώς χορεύαμε στα πελώρια κύματα, μια πάνω μια κάτω, μουσκίδι ως το κόκαλο. Κι ούτε ένας φιλοτιμήθηκε να μας φτιάξει μια σουπίτσα. Περιττό να πω ότι δεν υπάρχει ασύρματος ούτε φωτοβολίδες, κι έτσι δεν μπορούσαμε να ζητήσουμε βοήθεια από πουθενά. Πράγμα που αποδεικνύει ότι καλά τους το λέω: είναι τρέλα να ταξιδεύουμε μ’ αυτό το καρυδότσουφλο. Ακόμα και με άγιους ανθρώπους να κάναμε τέτοιο ταξίδι, πάλι σκούρα θα ’ταν τα πράγματα –χώρια μ’ αυτούς εδώ τους σατανάδες. Ο Κασπιανός κι ο Έντμουντ μου φέρονται απάνθρωπα. Τη νύχτα που χάσαμε το κατάρτι (τώρα έχει μείνει μόνο ένα κούτσουρο), κι εγώ ήμουν πολύ αδιάθετος, μ’ ανέβασαν με το ζόρι στο κατάστρωμα και μ’ ανάγκασαν να δουλέψω σαν χαμάλης. Έβαλε κι η Λούσυ το χεράκι της, κι είπε πως ο Ριπιτσιπιτσίπ ήθελε σαν τρελός να μ’ αντικαταστήσει, μα δεν τον άφηναν γιατί είναι μισή μερίδα. Επιτέλους, δεν καταλαβαίνει πως ό,τι κάνει αυτό το τέρας, το κάνει για φιγούρα; Η Λούσυ είναι μικρή, αλλά έπρεπε να της κόβει ως εκεί. Σήμερα το σαπιοκάραβο στέκεται όρθιο. Βγήκε κι ο ήλιος, κι όλοι τρώγονται τι θα κάνουμε. Τα τρόφιμα είναι αρκετά, αηδίες βέβαια, αλλά μας φτάνουν για δεκάξι μέρες. (Τις κότες τις πήρε απ’ το κατάστρωμα το κύμα. Όμως, και να μην τις έπαιρνε, ποια θα γεννούσε αυγά με τέτοιο χαλασμό;) Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι το νερό. Φαίνεται πως δυο βαρέλια τρύπησαν και τα βρήκαν άδεια. (Άψογη οργάνωση οι Ναρνιανοί.) Αν πίνουμε μετρημένα, μισό κύπελλο τη μέρα, το νερό θα φτάσει για δώδεκα μέρες. (Έχουμε ένα σωρό κρασί και ρούμι, αλλά το οινόπνευμα χειροτερεύει τη δίψα. Ως κι αυτοί οι βλάκες το ξέρουν.)

»Βέβαια, το λογικό θα ήταν να γυρίσουμε δυτικά, και να επιστρέψουμε στα Νησιά της Μοναξιάς. Κάναμε όμως δεκαοχτώ μέρες να φτάσουμε εδώ που βρισκόμαστε, τρέχοντας σαν τρελοί, με τη θύελλα πίσω μας. Και ανατολικός αέρας να φυσήξει, θέλουμε πολύ περισσότερες μέρες για την επιστροφή. Για την ώρα, δε φυσάει ανατολικός αέρας. Δε φυσάει καθόλου, για να είμαι ακριβής. Να συνεχίσουμε με τα κουπιά; Ούτε λόγος. Θα ξεχρονίσουμε. Ο Κασπιανός λέει πως κανένας ναύτης δεν κωπηλατεί με μισό κύπελλο νερό τη μέρα. Δεν ξέρει τι του γίνεται, και μας κάνει και το βασιλιά. Προσπάθησα να του εξηγήσω πως το σώμα δροσίζεται με τον ιδρώτα, και πως αφού οι κωπηλάτες θα δουλεύουν σκληρά, δε θα χρειάζονται νερό. Έκανε πως δε μ’ άκουσε. Πάντα έτσι κάνει όταν τον αποστομώνω. Όλοι οι άλλοι ψήφισαν να τραβήξουμε μπροστά, με την ελπίδα να βρούμε στεριά. Αισθάνθηκα υποχρεωμένος να τους εξηγήσω πως δεν ξέρουμε αν υπάρχει στεριά μπροστά μας, και τους τόνισα πόσο επικίνδυνο είναι να τρέφουμε ευσεβείς πόθους. Αντί να προτείνουν κάτι καλύτερο, είχαν το θράσος να με ρωτήσουν τι είχα να προτείνω εγώ. Τους είπα ήσυχα και ψυχρά πως με έχουν απαγάγει, πως με παρέσυραν δια της βίας σ’ αυτό το ηλίθιο ταξίδι, χωρίς να το θέλω, και πως βέβαια δεν είναι δική μου δουλειά να τους ξελασπώσω.

»4 Σεπτεμβρίου. Άπνοια. Οι μερίδες του φαγητού ελάχιστες. Η δική μου μικρότερη απ’ όλες. Ο Κασπιανός κάνει αδικίες στη μοιρασιά, και νομίζει πως δεν το βλέπω! Η Λούσυ, δεν ξέρω γιατί, προσπάθησε να με καλοπιάσει: μου πρόσφερε και τη δική της μερίδα, μα αυτός ο απαίσιος ο Έντμουντ δεν την άφησε. Ο ήλιος καίει πολύ. Τρελάθηκα στη δίψα όλη νύχτα.

»5 Σεπτεμβρίου. Άπνοια και ζέστη. Είμαι πτώμα όλη μέρα. Σίγουρα έχω πυρετό. Κανένας βέβαια δε σκέφτηκε να πάρει θερμόμετρο στο καράβι.

»6 Σεπτεμβρίου. Απαίσια μέρα. Τη νύχτα ξύπνησα, σίγουρος πως έχω πυρετό. Έπρεπε να πιω νερό. Κι ο παρατελευταίος γιατρός αυτό θα ’λεγε. Μάρτυς μου ο Θεός, δεν ήθελα να εκμεταλλευτώ την κατάσταση, αλλά είναι αδιανόητο να δίνεις νερό με τη μερίδα ακόμα και στους άρρωστους. Σκέφτηκα βέβαια να ξυπνήσω τους άλλους και να ζητήσω νερό, αλλά μετά είπα πως ήταν αμαρτία να τους ξυπνήσω. Έτσι σηκώθηκα, πήρα το κύπελλό μου και βγήκα αθόρυβα από τη Μαύρη Τρύπα όπου κοιμόμαστε, προσέχοντας να μην ενοχλήσω τον Κασπιανό και τον Έντμουντ. Κάνουν πολύ ανήσυχο ύπνο απ’ τη ζέστη και τη δίψα. Εγώ πάντα τους σκέφτομαι τους άλλους, είτε μου φέρονται καλά είτε όχι. Βγήκα σε κείνο το μεγάλο δωμάτιο, αν λέγεται δωμάτιο, εκεί που είναι οι πάγκοι για τους κωπηλάτες και οι προμήθειες. Το νερό το φυλάνε στην άλλη άκρη. Όλα πήγαιναν μια χαρά, μα πριν γεμίσω το κύπελλο, μ’ έπιασε ο σπιούνος ο Ριπ. Προσπάθησα να του εξηγήσω πως ανέβαινα στο κατάστρωμα να πάρω αέρα (σιγά μην του ’δινα λογαριασμό για το νερό!) και τότε με ρώτησε τι το ’θελα το κύπελλο. Έκανε τέτοιο σαματά, που σήκωσε το καράβι στο πόδι. Μου φέρθηκαν σκανδαλωδώς. Τους ρώτησα (όπως όφειλε να ρωτήσει ο καθένας στη θέση μου) τι δουλειά είχε νυχτιάτικα ο Ριπιτσιπιτσίπ δίπλα στο βαρέλι με το νερό. Εκείνος απάντησε πως, επειδή είναι μικροκαμωμένος και δε χρειάζεται στο κατάστρωμα, έκανε νυχτερινή βάρδια στο νερό για να κοιμούνται οι άλλοι. Και τώρα, η αισχρή αδικία: τον πίστεψαν όλοι! Αυτό πια είναι άνω ποταμών!

»Το επικίνδυνο τέρας δεν το ’χε σε τίποτα να μου ριχτεί με το σπαθί του, κι έτσι αναγκάστηκα να ζητήσω συγγνώμη. Κι ο Κασπιανός έδειξε το αληθινό του πρόσωπο, ο απάνθρωπος, ο τύραννος, και είπε φωναχτά για να τ’ ακούσουν όλοι πως, στο εξής, όποιος πιάνεται να κλέβει νερό, “θα τρώει δυο ντουζίνες”. Δεν ήξερα τι θα πει αυτό, αλλά μου το εξήγησε ο Έντμουντ. Εμ, βέβαια, σε κάτι τέτοια είναι ξεφτέρια τα Πηβενσόπουλα, με τα παλιοβιβλία που διαβάζουν!

»Κι αφού με απείλησε τόσο άνανδρα, ο Κασπιανός άλλαξε τροπάρι κι άρχισε τις νουθεσίες. Είπε πως με λυπάται, μα όλοι νιώθουν σαν να ’χουν πυρετό και πως δεν είμαι ο μόνος και πρέπει να κάνουμε υπομονή και τα λοιπά. Είναι αισχρός και ξιπασμένος. Σήμερα έμεινα στο κρεβάτι.

»7 Σεπτεμβρίου. Σήμερα φύσηξε, πάλι απ’ τα δυτικά. Προχωρήσαμε λίγα μίλια ανατολικά, μ’ ένα κομμάτι του πανιού δεμένο στο μπομπρέσο (έτσι το λέει ο Δρινιανός) που το ’στησαν όρθιο και το ’δεσαν στο απομεινάρι του κανονικού καταρτιού. Διψάω φριχτά.

»8 Σεπτεμβρίου. Αρμενίζουμε πάντα ανατολικά. Τώρα δε σηκώνομαι απ’ την κουκέτα μου και δε βλέπω κανέναν άλλον εκτός απ’ τη Λούσυ, ώσπου να κατεβούν για ύπνο οι δυο σατανάδες. Η Λούσυ μου δίνει δυο γουλιές απ’ το νερό της. Λέει πως τα κορίτσια διψάνε λιγότερο απ’ τ’ αγόρια. Πάντα το ’λεγα εγώ, αλλά φαίνεται πως ισχύει περισσότερο στη θάλασσα.

»9 Σεπτεμβρίου. Ξηρά ενόψει. Ένα θεόρατο βουνό, πέρα στα νοτιοανατολικά.

»10 Σεπτεμβρίου. Το βουνό φαίνεται πιο καθαρά, πιο μεγάλο, μα είναι ακόμη μακριά. Σήμερα φύσηξε κανονικά, ούτε κι εγώ ξέρω έπειτα από πόσον καιρό.

»11 Σεπτεμβρίου. Πιάσαμε ψάρια και φάγαμε για βράδυ. Ρίξαμε άγκυρα κατά τις εφτά το απόγευμα στα ρηχά νερά ενός κόλπου, σ’ αυτό το νησί με το βουνό. Ο βλάκας ο Κασπιανός δε μας άφησε να βγούμε στην ακτή, επειδή είχε σκοτεινιάσει. Φοβόταν μήπως έχει θηρία και ιθαγενείς. Απόψε διπλή μερίδα νερό».

Αυτό που τους περίμενε στο νησί, αφορούσε τον Ευστάθιο περισσότερο από κάθε άλλον, μα δεν μπορώ να σας το πω με δικά του λόγια, γιατί μετά τις 11 Σεπτεμβρίου ξέχασε το ημερολόγιο για πολύ καιρό.

Όταν ξημέρωσε, μ’ έναν βαρύ, γκρίζο ουρανό και φοβερή ζέστη, οι ταξιδιώτες μπήκαν σ’ έναν κολπίσκο τριγυρισμένο από άγρια βράχια και χαράδρες, κάτι σαν νορβηγικό φιόρδ. Μπροστά τους, στην κορφή του κόλπου, είχε ένα ίσιωμα πνιγμένο από δέντρα που έμοιαζαν με κέδρους. Ανάμεσά τους κυλούσε ένα ορμητικό ποταμάκι. Πίσω απ’ τα δέντρα ήταν μια απότομη ανηφόρα που τέλειωνε σε κάτι άγρια σουβλερά βράχια, και πάρα πίσω τα σκοτεινά κι ακαθόριστα βουνά που ανέβαιναν ως τα μουντά σύννεφα, τόσο ψηλά, που δεν ξεχώριζες τις κορυφές τους. Τα πιο κοντινά βράχια κι απ’ τις δυο μεριές του κόλπου, χαράζονταν τόπους τόπους από ασημόλευκες γραμμές, κι όλοι κατάλαβαν πως ήταν καταρράχτες, αν και από τόσο μακριά δε φαινόταν η κίνηση του νερού, ούτε η βουή του ακουγόταν. Ο τόπος εκείνος ήταν σιωπηλός, και η κλειστή θάλασσα, στιλπνή σαν καθρέφτης, αντανακλούσε με κάθε λεπτομέρεια τα γύρω βράχια. Η σκηνή θα ’ταν όμορφη σ’ έναν πίνακα, μα από κοντά σου πλάκωνε την ψυχή. Δεν έμοιαζε φιλόξενος αυτός ο τόπος.

Οι ναύτες κατέβηκαν στη στεριά με δυο βάρκες, ήπιαν και χόρτασαν νερό, πλύθηκαν στο ποτάμι, κι έπειτα έφαγαν και ξεκουράστηκαν. Κι όταν απόστασαν, ο Κασπιανός έστειλε τέσσερις ναύτες στο πλοίο για να το φυλάνε, κι άρχισε η δουλειά. Είχαν να κάνουν πολλά. Έπρεπε να βγάλουν στη στεριά τα βαρέλια, να μπαλώσουν τα τρύπια όπως μπορούσαν, και μετά να τα γεμίσουν νερό· έπρεπε να κόψουν ένα δέντρο –πεύκο, αν έβρισκαν πουθενά– για να φτιάξουν καινούριο κατάρτι· έπρεπε να ράψουν τα σκισμένα πανιά· έπρεπε να στείλουν κυνηγούς στην ενδοχώρα για να σκοτώσουν ό,τι φαγώσιμο υπήρχε σ’ εκείνα τα μέρη· τα ρούχα ήθελαν πλύσιμο και μαντάρισμα και το καράβι είχε πάθει του κόσμου τις ζημιές. Ο Ταξιδιώτης της Αυγής –το καταλάβαιναν τώρα που τον έβλεπαν από μακριά– δεν ήταν πια το βασιλικό σκαρί που είχε σαλπάρει απ’ το Στενολίμανο. Ήταν ένα κουφάρι τσακισμένο και ξεβαμμένο, που εύκολα θα το ’παιρνες για ναυάγιο. Μα και το πλήρωμα δεν πήγαινε πίσω. Ήταν όλοι αδυνατισμένοι και χλομοί, με μάτια κόκκινα απ’ την αγρύπνια, ντυμένοι με κουρέλια.

Ο Ευστάθιος, που είχε ξαπλώσει κάτω από ’να δέντρο, τους άκουσε να μιλούν για δουλειές κι η καρδιά του μαύρισε. Γιατί δεν τον άφηναν στην ησυχία του; Απ’ ό,τι μπορούσε να μαντέψει, η πρώτη τους μέρα στην πολυπόθητη στεριά θα ’ταν σκληρή και κουραστική όπως κι οι θαλασσινές. Και τότε, του ’ρθε μια καταπληκτική ιδέα. Τώρα που κουβέντιαζαν για το σαπιοκάραβό τους λες κι ήταν το πιο αγαπημένο τους πλάσμα στον κόσμο, δεν τον πρόσεχε κανείς. Λοιπόν, ευκαιρία να το σκάσει. Θα ’κανε μια βολτούλα στην ενδοχώρα, θα ’βρισκε μια δροσερή κι αερική κρυψώνα στο βουνό, και θα το ’στρωνε στον ύπνο. Κι όταν τέλειωναν οι αγγαρείες της ημέρας, θα σηκωνόταν φρέσκος φρέσκος και θα ξαναγύριζε. Α, όλα κι όλα, τον χρειαζόταν έναν υπνάκο. Έπρεπε όμως να ’χει το νου του, να μη χάσει απ’ τα μάτια του τον κόλπο και το καράβι, για να ξαναβρεί το δρόμο. Η σκέψη πως οι άλλοι θα τον παρατούσαν στις ερημιές και θα ’φευγαν, δεν του άρεσε καθόλου, μα καθόλου.

Δίχως να χασομερήσει, έβαλε το σχέδιό του σ’ εφαρμογή. Σηκώθηκε, δήθεν αδιάφορα, και προχώρησε προς τα δέντρα, αργά αργά και αμέριμνα, έτσι που, όποιος τον δει, να νομίζει πως κάνει βόλτα για να ξεμουδιάσει. Περίεργο! Πόσο γρήγορα έσβησαν πίσω του οι κρότοι κι οι μιλιές! Πόσο βουβό, ζεστό και βαθυπράσινο έγινε το δάσος! Σε λίγο, ο Ευστάθιος έκρινε πως δε χρειαζόταν άλλες προφυλάξεις κι άνοιξε βήμα.

Δεν άργησε να βγει απ’ τα δέντρα. Το έδαφος ανηφόριζε απότομα. Το χορτάρι ήταν στεγνό και γλιστερό, κι αναγκάστηκε να συνεχίσει με τα τέσσερα. Προχωρούσε σταθερά, λίγο λαχανιασμένος, σκουπίζοντας κάθε τόσο το μέτωπό του –κι όσο κι αν δεν το υποψιαζόταν, η νέα του ζωή του ’χε κάνει μεγάλο καλό. Ο παλιός Ευστάθιος, ο κανακάρης του Χάρολντ και της Αλμπέρτα, θα ’χε εγκαταλείψει την αναρρίχηση στα δέκα πρώτα λεπτά.

Αργά και σταθερά, με κάμποσες στάσεις, έφτασε στην κορφή. Δεν είδε όμως την ενδοχώρα, όπως περίμενε. Τα σύννεφα ήταν πιο χαμηλά, και μια θάλασσα από ομίχλη κατρακυλούσε παφλάζοντας προς το μέρος του. Ο Ευστάθιος κάθισε χάμω και κοίταξε πίσω του. Απ’ τα ύψη της κορυφής, ο κόλπος φαινόταν μια σταλιά, και πίσω του απλωνόταν το ανοιχτό πέ-λαγος, μίλια μακριά. Έπειτα, η ομίχλη των βουνών τον πλάκωσε, πυκνή και ζεστούτσικη, κι ο Ευστάθιος ξάπλωσε κι άρχισε να κυλιέται πέρα δώθε, να τη φχαριστηθεί.

Δεν τη φχαριστήθηκε όμως –τουλάχιστον όχι για πολύ. Σχεδόν για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε μοναξιά. Στην αρχή η μοναξιά ήταν υποφερτή, μα λίγο λίγο προστέθηκε κι η ανησυχία για την ώρα. Πουθενά δεν ακουγόταν το παραμικρό. Άξαφνα, του φάνηκε πως είχε ξεμείνει μέρες ολόκληρες εκεί πάνω. Κι αν είχαν φύγει οι άλλοι; Κι αν επίτηδες τον άφησαν να ξεμακρύνει, για να τον παρατήσουν και να φύγουν; Πετάχτηκε πάνω αλαφιασμένος κι άρχισε την κατάβαση.

Δεν πρόσεξε όμως, και με τη φόρα που πήρε, γλίστρησε στο τραχύ χορτάρι και κατρακύλησε δυο τρία μέτρα. Σκέφτηκε τότε πως η πτώση τον είχε παρασύρει προς τ’ αριστερά –κι όταν ανηφόριζε, είχε δει χαράδρες από κείνη τη μεριά. Σκαρφάλωσε λοιπόν πάλι ως το σημείο όπου υπολόγιζε πως είχε ξεκινήσει, και ξανακατέβηκε από κει, λοξοδρομώντας λίγο προς τα δεξιά. Τώρα ήταν καλύτερα. Προχωρούσε με μεγάλη προσοχή, γιατί δεν έβλεπε ούτε τη μύτη του. Παντού βασίλευε νεκρική σιγαλιά. Είναι πολύ κουραστικό να πηγαίνεις αργά, όταν μέσα σου μια φωνή σου φωνάζει διαρκώς «Τρέξε, τρέξε, τρέξε» –γιατί ώρα την ώρα φούντωνε μέσα του μια τρομερή ιδέα: πως οι άλλοι τον είχαν παρατήσει κι έφυγαν. Βέβαια, αν είχε καταλάβει έστω και τόσο δα τον Κασπιανό και τα «Πηβενσόπουλα», θα ήξερε πως δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να τον εγκαταλείψουν –μα, όπως θα θυμόσαστε, ο Ευστάθιος τους έβλεπε όλους σατανάδες με μορφή ανθρώπου!

«Επιτέλους!» είπε κάποια στιγμή. Είχε περάσει γλιστρώντας ένα σωρό πέτρες και προσγειωνόταν σε ίσιωμα. «Μπα! Πού πήγαν τα δέντρα; Α, μάλιστα... Κάτι σκούρο ξεχωρίζει μπροστά... Να, η ομίχλη σηκώνεται...»

Πραγματικά, το φως λίγο λίγο δυνάμωνε και τον έκανε να μισοκλείσει τα μάτια του. Η ομίχλη σηκωνόταν. Κι ο Ευστάθιος είδε πως βρισκόταν σε μιαν άγνωστη κοιλάδα. Θάλασσα δε φαινόταν πουθενά.

Загрузка...