Η Λούσυ ακολούθησε το μεγάλο Λιοντάρι, κι όπως έβγαιναν στο διάδρομο, είδε να ’ρχεται προς το μέρος τους ένας ξιπόλητος γέρος με κόκκινο χιτώνα. Τ’ άσπρα του μαλλιά ήταν στεφανωμένα με φύλλα βελανιδιάς, η γενειάδα του του ’φτανε ως τη ζώνη, και στηριζόταν σ’ ένα ραβδί με περίπλοκα σκαλίσματα. Βλέποντας τον Ασλάν, ο γέρος υποκλίθηκε βαθιά και είπε:
«Αφέντη, καλωσόρισες στον πιο ταπεινό απ’ τους οίκους σου.»
«Τι νέα, Κοριάκιν», είπε ο Ασλάν. «Ακόμα δε βαρέθηκες να κυβερνάς τους ηλίθιους υπηκόους που σου ’δωσα;»
«Όχι» είπε ο Μάγος. «Είναι πολύ κουτοί, αλλά αγαθοί, και μάλλον άρχισα να τους συμπαθώ. Βέβαια, μερικές φορές χάνω την υπομονή μου, και δε βλέπω την ώρα που θα τους κυβερνώ πια μόνο με τη σοφία κι όχι με χοντροκομμένα μαγικά.»
«Κάθε πράγμα στον καιρό του, Κοριάκιν» είπε ο Ασλάν.
«Ναι, Αφέντη, κάθε πράγμα στον καιρό του» συμφώνησε ο Μάγος. «Τι λες; Θα τους φανερωθείς αυτή τη φορά;»
«Α, όχι» είπε το Λιοντάρι πνίγοντας ένα μουγκρητό –γέλιο της φάνηκε της Λούσυ. «Όχι, γιατί θα πάρουν τέτοια τρομάρα, που θα χάσουν και το λιγοστό μυαλό που έχουν. Πολλά αστέρια θα γεράσουν και θα κατέβουν να ξεκουραστούν στα νησιά ώσπου να ωριμάσει ο λαός σου για κάτι τέτοιο. Κι ύστερα, απόψε πριν δύσει ο ήλιος, πρέπει να πάω στον Καλοβολίκ, το Νάνο, που περιμένει στο Κάιρ Πάραβελ κι ανησυχεί για τον αφέντη του τον Κασπιανό. Πρέπει να του πω τα νέα σας, Λούσυ, αλλά μη λυπάσαι. Θ’ ανταμώσουμε πολύ γρήγορα.»
«Αχ, Ασλάν» είπε η Λούσυ, «πόσο γρήγορα;»
«Για μένα κάθε στιγμή είναι γρήγορα» είπε ο Ασλάν –κι έγινε άφαντος. Η Λούσυ έμεινε μόνη με το Μάγο.
«Πάει» είπε ο Μάγος. «Πάντα έτσι φεύγει, δεν τον κρατάς με τίποτα, γιατί ο Ασλάν δεν είναι ήμερο λιοντάρι. Αλλά, δε μου ’πες, πώς σου φάνηκε το βιβλίο μου;»
«Μερικές σελίδες μου άρεσαν πολύ, πάρα πολύ» απάντησε η Λούσυ. «Και... Αλήθεια, το ’ξερες πως ήμουν μέσα και το διάβαζα;»
«Και βέβαια το ’ξερα. Όταν τιμώρησα τις προάλες, τα Χαζούλικα, ήξερα πως θα ’ρθεις να λύσεις τα μάγια. Μόνο τη μέρα δεν είχα προβλέψει ακριβώς, και το πρωί με τσάκωσες στο ύπνο. Βλέπεις μ’ είχαν κάνει κι εμένα αόρατο, κι όταν γίνομαι αόρατος με πιάνει μια νύστα.... Αααα! –σε καλό μου τέτοιο χασμουρητό! Λοιπόν, μικρή μου, δεν πεινάς;»
«Λιγάκι» είπε η Λούσυ. «Τι ώρα είναι;»
«Έλα» είπε ο Μάγος. «Κάθε ώρα μπορεί να ’ναι γρήγορα για τον Ασλάν, αλλά στο σπίτι μου η ώρα της πείνας είναι μία το μεσημέρι.»
Μπρος ο Μάγος, πίσω η Λούσυ, προχώρησαν και μπήκαν σε μια πόρτα. Η Λούσυ βρέθηκε σ’ ένα όμορφο δωμάτιο, γεμάτο φως και λουλούδια. Το τραπέζι σ’ εκείνο το δωμάτιο ήταν γυμνό, αλλά επειδή ήταν μαγικό τραπέζι, με μια λέξη του γέροντα γέμισε τραπεζομάντιλα, ασημικά, πιατικά, ποτήρια και φαγιά.
«Ελπίζω να σου αρέσουν» είπε ο Μάγος. «Προσπάθησα να σου φτιάξω κάτι που να θυμίζει περισσότερο τον τόπο σου –αλλιώτικο απ’ αυτά που τρως τον τελευταίο καιρό...»
«Μα είναι καταπληκτικά!» είπε η Λούσυ, γιατί ο Μάγος είχε «φτιάξει» μια ομελέτα της ώρας, κρύο αρνάκι, μπιζέλια, παγωτό φράουλα, λεμονάδα, κι ένα φλιτζάνι ζεστή σοκολάτα για μετά. Ο Μάγος έφαγε σκέτο ψωμί κι ήπιε το κρασάκι του, κι επειδή δεν ήταν καθόλου τρομερός, σε λίγο κουβέντιαζε με τη Λούσυ σαν παλιός καλός φίλος.
«Θ’ αργήσει να πιάσει το ξόρκι;» ρώτησε η Λούσυ. «Θέλω να δω τα Χαζούλικα.»
«Το ξόρκι έχει πιάσει, μα τα Χαζούλικα πρέπει να κοιμούνται. Πάντα ξαπλώνουν για μεσημέρι.»
«Και τώρα που είναι ορατά, δε θα τα κάνεις όπως πριν; Θα τ’ αφήσεις άσκημα;»
«Κοίταξε... Το ζήτημα είναι κάπως λεπτό...» απάντησε ο Μάγος. «Η αλήθεια είναι πως, πριν, μόνο στα δικά τους μάτια ήταν ωραία. Λένε πως τ’ ασκήμυνα, αλλά δε συμφωνώ. Πολλοί θα πίστευαν πως η αλλαγή έγινε προς το καλύτερο.»
«Και... δε μου λες... Μήπως είναι και λίγο φαντασμένα;»
«Αν είναι, λέει! Και προπαντός ο Αρχηγός τους. Αυτός ξεσηκώνει και τα υπόλοιπα. Ό,τι και να τους πει, συμφωνούν.»
«Το πρόσεξα» είπε η Λούσυ.
«Ξέρεις, χωρίς τον Αρχηγό μπορεί να τα κουμαντάριζα ευκολότερα... Ίσως αν τον μεταμόρφωνα... Ή αν έκανα μάγια στα Χαζούλικα να μην τον πιστεύουν πια... Α, όχι, δε μ’ αρέσει αυτή η λύση. Καλύτερα να θαυμάζουν τον Αρχηγό, παρά να μη θαυμάζουν κανέναν.»
«Δηλαδή, εσένα δε σε θαυμάζουν;» απόρησε η Λούσυ.
«Εμένα;» γέλασε ο Μάγος; «Αστειεύεσαι;»
«Και γιατί τα ασκήμυνες τα Χαζούλικα; Θέλω να πω, γιατί τ’ άλλαξες και τώρα νομίζουν πως ασκήμυναν;»
«Γιατί δε μ’ ακούνε. Δουλειά τους είναι να φροντίζουν το περιβόλι και να μαγειρεύουν –όχι για μένα, όπως φαντάζονται, μα για να τρώνε αυτά... Ε λοιπόν, όλα με το ζόρι τα κάνουν. Στάσου να δεις. Το περιβόλι, όπως ξέρεις, χρειάζεται νερό. Πάνω στο λόφο, μισό μίλι στην ανηφόρα, έχει μια πηγή, κι απ’ την πηγή κυλάει ένα ποταμάκι που περνάει δίπλα απ’ το περιβόλι. Τους είπα λοιπόν να παίρνουν νερό απ’ το ποταμάκι, αντί ν’ ανεβοκατεβαίνουν στην πηγή φορτωμένα κουβάδες δυο και τρεις φορές τη μέρα και να ξεθεώνονται –χώρια που έχυναν το μισό νερό στο δρόμο. Το είπα μία, το είπα δύο, δεν εννοούσαν να το χωνέψουν, και στο τέλος σταύρωσαν τα χέρια και δήλωσαν πως δεν ξαναφέρνουν νερό.»
«Μα τόσο χαζά είναι;» ρώτησε η Λούσυ.
Ο Μάγος αναστέναξε. «Αν σου πω τι σκαρφίζονται κάθε τόσο, δε θα με πιστέψεις. Πριν από μερικούς μήνες, αποφάσισαν να πλένουν τα πιάτα και τα μαχαιροπίρουνα πριν απ’ το φαγητό, για να μην έχουν να τα πλύνουν μετά! Μια μέρα τά τσάκωσα να φυτεύουν βραστές πατάτες, για να γλιτώσουν το μαγείρεμα. Και κάποτε που μπήκε η γάτα στο γαλακτοκομείο, έτρεξαν είκοσι μαζί να βγάλουν έξω το γάλα, και κανένα τους δε σκέφτηκε να βγάλει έξω τη γάτα. Όμως, βλέπω πως τελείωσες το φαγητό σου. Τι λες, πάμε να δεις τα Χαζούλικα, τώρα που ξανάγιναν ορατά;»
Πέρασαν έτσι σ’ ένα άλλο δωμάτιο, γεμάτο γυαλιστερά όργανα που η Λούσυ δεν τα ’χε ξαναδεί. Είχε Αστρολάβους, Χρονοσκόπια, Ποιησόμετρα, Χορίαμβους, Θεοδόλιχους και Πλανητάρια –κι όταν πλησίσαν στο παράθυρο, ο Μάγος είπε: «Κοίτα. Να τα, τα Χαζούλικα».
«Δε βλέπω τίποτα» είπε η Λούσυ. «Μόνο κάτι μανιτάρια.»
Τά «μανιτάρια» που του ’δειχνε ήταν σπαρμένα πάνω στο χορτάρι του κήπου, κι έμοιαζαν μεγαλύτερα απ’ τα συνηθισμένα. Το κοτσάνι τους ήταν γύρω στο ένα μέτρο, κι άλλο ένα μέτρο ήταν η διάμετρος της ομπρελίτσας τους. Η Λούσυ κοίταξε καλύτερα, και πρόσεξε πως τα κοτσάνια δεν κατέληγαν στη μέση της κάθε ομπρελίτσα, αλλά στην άκρη της, και τα μανιτάρια δεν ισορροπούσαν καλά. Κι ύστερα, στη ρίζα κάθε κοτσανιού, ξεχώριζε πάνω στα χόρτα κάτι σαν μπογαλάκι. Κι όσο τα κοιτούσε η Λούσυ, τόσο λιγότερο έμοιαζαν με μανιτάρια. Οι ομπρελίτσες τους δεν ήταν ολοστρόγγυλες, όπως της είχε φανεί στην αρχή. Μάλλον προς το μακρουλό έφερναν, και στη μια τους άκρη φάρδαιναν περισσότερο. Κι είχε ένα σωρό «μανιτάρια» στον κήπο, καμιά πενηνταριά και βάλε.
Το ρολόι σήμανε τρεις.
Και τότε, έγινε κάτι πολύ παράξενο. Όλα τα «μανιτάρια» αναποδογύρισαν. Τα μπογαλάκια έγιναν κορμιά και κεφάλια, και τα κοτσάνια ποδαράκια. Μα, κάθε σώμα δεν είχε δυο πόδια. Είχε μόνο ένα χοντρό πόδι από κάτω, ακριβώς στο κέντρο (κι όχι στο πλάι, όπως το πόδι ενός ανάπηρου, ας πούμε), και στην άκρη του μια πελώρια πατούσα, με χοντρά δαχτυλάκια, ανασηκωμένα, έτσι που κάθε πατούσα, έμοιαζε με μικρό κανό. Κι η Λούσυ κατάλαβε αμέσως γιατί της φάνηκαν για μανιτάρια. Τα ανθρωπάκια ήταν ξαπλωμένα ανάσκελα, με το μοναδικό τους πόδι σηκωμένο στον αέρα και την πελώρια πατούσα τεντωμένη από πάνω τους. Αργότερα έμαθε πως έτσι αναπαύονταν, γιατί το πόδι τους τα προστάτευε απ’ τη βροχή και τον ήλιο, και τα Μονόποδα βολεύονταν περίφημα κάτω απ’ την πατούσα τους, σαν να ’ταν αντίσκηνο!
«Αχ, τι αστεία που είναι, τα χρυσά μου!» φώναξε η Λούσυ σκασμένη στα γέλια. «Εσύ τα ’κανες έτσι;»
«Ναι, ναι, από Χαζούλικα τα έκανα Μονόποδα» είπε ο Μάγος. Γελούσε κι αυτός με την καρδιά του, τόσο, που τα μάτια του δάκρυσαν. «Κοίτα όμως» πρόσθεσε.
Και πραγματικά, το θέαμα άξιζε τον κόπο. Τα μονόποδα ανθρωπάκια δεν μπορούσαν να τρέξουν ούτε να περπατήσουν όπως εμείς, κι έτσι προχωρούσαν πηδώντας, σαν ψύλλοι ή βατράχια. Και τι πήδους που έκαναν! Θα έλεγες πως το κάθε ποδαράκι ήταν φτιαγμένο από ελατήρια. Κι όπως προσγειώνονταν πάλι με φόρα, ακουγόταν ο περίεργος γδούπος που είχε τρομάξει τη Λούσυ την προηγούμενη μέρα. Τώρα τα ανθρωπάκια πηδούσαν δεξιά κι αριστερά και φώναζαν το ’να στ’ άλλο: «Κοιτάξτε! Κοιτάξτε! Δεν είμαστε πια αόρατοι!»
«Δεν είμαστε πια αόρατοι!» φώναξε ένα ανθρωπάκι με κόκκινο σκουφί –αυτός πρέπει να ’ταν ο Αρχηγός. «Κι εγώ ένα έχω να σας πω: όποιος δεν είναι αόρατος, φαίνεται!»
«Μπράβο, Αρχηγέ, γεια στο στόμα σου!» φώναξαν τα Μονόποδα. «Εδώ είναι η ουσία. Είσαι τετραπέρατος. Αρχηγέ! Μυαλό ξουράφι! Πες τα, χρυσόστομε!»
«Τον έπιασε στον ύπνο το γέρο! Τον έπιασε το κοριτσάκι» είπε ο Αρχηγός. «Πάλι του τη φέραμε του γέρου!»
«Αυτό θα λέγαμε κι εμείς» απάντησε η χορωδία. «Σήμερα είσαι παντοδύναμος, Αρχηγέ! Είσαι μεγάλος, Αρχηγέ! Απάνω του!»
«Μα πώς τολμούν να μιλάνε έτσι για σένα;» είπε η Λούσυ. «Χτες νόμιζα πως σε τρέμουν. Δε φαντάζονται πως μπορεί να τ’ ακούς;»
«Αυτό είναι το περίεργο με τα Χαζούλικα» είπε ο Μάγος. «Τη μια νομίζουν πως είμαι παντοδύναμος κι επικίνδυνος και παρακολουθώ τα πάντα, και την άλλη προσπαθούν να με ξεγελάσουν με κόλπα που δεν τα χάφτει ούτε μωρό. Ας είναι καλά, τα καημένα!»
«Και τώρα, θα τα ξανακάνεις όπως ήταν;» ρώτησε η Λούσυ. «Λες να τα πειράζει αν μείνουν έτσι; Αχ, μακάρι να μην τα πειράζει. Εμένα μου φαίνονται πολύ ευτυχισμένα. Κοίτα πώς χοροπηδούν! Αλλά, δε μου ’πες: πώς ήταν πριν;»
«Κοινοί νάνοι» απάντησε ο Μάγος, «μα όχι νόστιμοι σαν τους Ναρνιανούς».
«Θα ’ναι κρίμα να τ’ αλλάξεις πάλι» είπε η Λούσυ. «Είναι τόσο αστεία, τα πουλάκια μου! Εμένα μ’ αρέσουν πολύ. Θα βγει τίποτα αν τους πω πόσο μ’ αρέσουν;»
«Όλο και κάτι θα βγει –φτάνει να καταλάβουν τι τους λες.»
«Ε, τότε, πάμε.»
«Άσε με μένα. Μόνη σου θα τα καταφέρεις καλύτερα.»
«Ευχαριστώ πολύ για το τραπέζι» είπε η Λούσυ, και ξεκίνησε με φόρα. Κατέβηκε φουλαριστή τις σκάλες, που τις είχε ανέβει αργά, γεμάτη αγωνία εκείνο το πρωί, και στο τελευταίο σκαλί έπεσε πάνω στον Έντμουντ. Ήταν κι οι άλλοι εκεί, την περίμεναν, κι η Λούσυ ένιωσε φριχτές τύψεις βλέποντας τα ανήσυχα πρόσωπά τους: τόση ώρα τους είχε ξεχάσει!
«Όλα εντάξει» τους φώναξε βιαστικά, «όλα εντάξει. Ο Μάγος είναι καλός και –και είδα τον Ασλάν!»
Και χωρίς άλλη κουβέντα, όρμησε στον κήπο. Έξω, η γη έτρεμε από τα σάλτα των Χαζούλικων κι ο αέρας αντηχούσε απ’ τις φωνές τους. Κι όταν είδαν τη Λούσυ, ο σαματάς έφτασε στο απροχώρητο.
«Να το! Να το!» φώναζαν. «Ζήτω το κοριτσάκι! Ωραία του την έφερε του γέρου. Ωραία του την έφερε!»
«Λυπούμαστε όμως αφάνταστα που δε θα σου δώσουμε τη χαρά να μας δεις όπως ήμαστε πριν ασκημύνουμε» είπε ο Αρχηγός. «Αν μας έβλεπες όπως ήμαστε πριν, θα ’τριβες τα μάτια σου, η αλήθεια να λέγεται, κι η αλήθεια είναι πως τώρα είμαστε τρομερά άσκημοι, πρέπει να το παραδεχτώ...»
«Και βέβαια είμαστε άσκημοι, Αργηγέ! Είμαστε, πώς δεν είμαστε!» επανέλαβαν οι υπόλοιποι πηδώντας στον αέρα σαν μπαλονάκια. «Γεια στο στόμα σου, Αρχηγέ! Πες μας κι άλλα!»
«Μα εγώ δε σας βρίσκω καθόλου άσκημους» ούρλιαξε η Λούσυ για ν’ ακουστεί μέσα στο χαλασμό. «Εγώ νομίζω πως είσαστε πολύ ωραίοι.»
«Ακούτε, Ακούτε;» φώναξαν τα Μονόποδα. «Γεια στο στόμα σου, δεσποινιδούλα, καλά τα λες! Είμαστε ωραίοι, πολύ ωραίοι, πιο ωραίοι δε γίνεται.» Είχαν αλλάξει γνώμη στο άψε σβήσε, χωρίς να το προσέξουν.
«Όοοχι» είπε ο Αρχηγός. «Λέει πως ήμαστε πολύ ωραίοι πριν ασκημύνουμε!»
«Σωστά, Αρχηγέ, πολύ σωστά!» απάντησε η χορωδία. «Αυτό ακριβώς είπε. Το ακούσαμε με τ’ αυτιά μας.»
«Δεν είπα έτσι!» ούρλιαξε η Λούσυ. «Εγώ είπα πως είσαστε πολύ ωραίοι τώρα!»
«Έτσι είπε, έτσι είπε» φώναξε ο Αρχηγός. «Είπε πως ήμαστε ωραίοι τότε!»
«Ακούστε τους! Ακούστε τους!» αλάλαξαν τα Μονόποδα. «Ακούστε τι ωραία τα ταιριάξανε! Ακούστε πώς συμφωνάνε! Γεια στο στόμα τους!»
«Μα λέμε το αντίθετο!» φώναξε η Λούσυ χτυπώντας το πόδι της κάτω.
«Και βέβαια, και βέβαια λέτε το αντίθετο» απάντησαν τα Μονόποδα. «Γεια στο στόμα σας! Πέστε τα, χρυσόστομοι!»
«Εσείς τρελαίνετε και γάιδαρο» είπε η Λούσυ, εγκαταλείποντας την προσπάθεια. Όμως τα Μονόποδα ήταν ευχαριστημένα, κι η συζήτηση , σε γενικές γραμμές, έδειχνε να έχει πάει καλά.
Εκείνο το βράδυ έγινε και κάτι άλλο που ικανοποίησε αφάνταστα τα Μονόποδα. Ο Κασπιανός κι οι Ναρνιανοί κατέβηκαν στην ακτή, για να ειδοποιήσουν τον Ράινς και τους άλλους που είχαν μείνει στον Ταξιδιώτη της Αυγής και ανησυχούσαν τρομερά. Και βέβαια τα Μονόποδα τους ακολούθησαν χοροπηδώντας σαν τόπια, κι όλο συμφωνούσαν χορωδιακά με τα πάντα, ώσπου κάποια στιγμή ο Ευστάθιος είπε: «Αχ, αυτός ο Μάγος! Καλύτερα να τους έκανε άφωνους παρά αόρατους!» (Αυτή την κουβέντα τη μετάνιωσε πικρά, γιατί βρέθηκε αναγκασμένος να τους εξηγήσει πως άφωνο είναι κάτι που δεν έχει φωνή, και μόλο που μάλλιασε η γλώσσα του, τα Μονόποδα δεν εννοούσαν να καταλάβουν, και στο τέλος, προς μεγάλη του αγανάκτηση, του φώναξαν κατάμουτρα: «Α, δεν τα λέει σαν τον Αρχηγό. Τι να γίνει, μικρέ μου, θα μεγαλώσεις και θα μάθεις. Άκου πώς μιλάει ο Αρχηγός. Άκου και πάρε παράδειγμα. Ο Αρχηγός έχει λέγειν!») Κι όταν έφτασαν στην ακτή, ο Ριπιτσιπιτσίπ κατέβασε μια καταπληκτική ιδέα. Είπε να του φέρουν απ’ το πλοίο το βαρκάκι του, κι έπειτα το πήρε κι έκανε μια βόλτα στα ρηχά, και τα Μονόποδα έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον. Τότε ο Ποντικός φώναξε: «Αξιότιμα και συνετά Μονόποδα, εσείς δεν έχετε ανάγκη από βάρκες. Το ποδαράκι σας γίνεται πρώτης τάξεως βάρκα –πηδήξτε μαλακά στο νερό, και θα δείτε».
Ο Αρχηγός τραβήχτηκε και προειδοποίησε τους υπόλοιπους πως το νερό είναι πολύ βρεμένο πράμα –όμως κάνα δυο νεαρά Μονόποδα είχαν προλάβει κιόλας να βουτήξουν, κι ύστερα ξεθάρρεψαν κι άλλα, και σε λίγο όλα βρίσκονταν στο νερό. Ο Ποντικός είχε δίκιο: η πελώρια πατούσα των Μονόποδων έγινε σπουδαίο βαρκάκι. Κι όταν ο Ριπιτσιπιτσίπ τους έδειξε πώς να φτιάξουν κουπιά, τα Μονόποδα άρχισαν να κόβουν βόλτες στο νερό, γύρω απ’ τον Ταξιδιώτη της Αυγής, κι αν τα ’βλεπες από μακριά, θα ’λεγες πως είναι ολόκληρος στόλος από μικροσκοπικά κανό, μ’ έναν χοντρό νάνο όρθιο στο καθένα. Κι έκαναν αγώνες ταχύτητας, κι απ’ το καράβι τούς έστειλαν κρασί για έπαθλο, κι οι ναύτες είχαν κρεμαστεί στην κουπαστή και γελούσαν ώσπου τους έπιασε πονόκοιλος.
Τα Χαζούλικα ήταν ενθουσιασμένα με το καινούριο τους όνομα, τό «Μονόποδα», που το έβρισκαν πολύ επιβλητικό, αν και ούτε μια φορά δεν το πρόφεραν σωστά. «Τώρα ξέρουμε τι είμαστε» ούρλιαζαν, «είμαστε Ποδόμονα, Νομόποδα, Δομόπονα! Να, εδώ το ’χαμε να το πούμε πρώτοι! Απ’ το στόμα μάς το πήρες!» Κι επειδή ως τότε τα ’λεγαν Χαζούλικα, δέν άργησαν να μπερδέψουν το καινούριο όνομα με το παλιό, κι έφτιαξαν ένα τρίτο όνομα: Χαζουλόποδα. Κι ίσως έτσι να λέγονται πια, ως τη συντέλεια του κόσμου.
Εκείνο το βράδυ, οι Ναρνιανοί δείπνησαν στο πάνω πάτωμα, με το Μάγο, κι η Λούσυ πρόσεξε πως τώρα που δε φοβόταν, όλο το πάνω πάτωμα ήταν διαφορετικό. Τα μυστηριώδη σύμβολα στις πόρτες ήταν πάντα μυστηριώδη, αλλά έμοιαζαν να κρύβουν κάποιο χαρούμενο νόημα. Ακόμα κι ο Γενειοφόρος Καθρέφτης φαινόταν πια αστείος και δεν την τρόμαζε. Στο τραπέζι, καθένας βρήκε μπροστά του με τρόπο μαγικό ό,τι λαχταρούσε να φάει και να πιει. Κι όταν απόφαγαν, ο Μάγος τούς έκανε ένα ωραιότατο και πολύ χρήσιμο κόλπο. Ακούμπησε πάνω στο τραπέζι δυο λευκές περγαμηνές, κι είπε του Δρινιανού να του περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια το ταξίδι τους, απ’ την αρχή ως εκείνη τη μέρα. Κι όπως μιλούσε ο Δρινιανός, όλα όσα περιέγραφε χαράζονταν πάνω στις περγαμηνές με ωραίες, καθαρές γραμμές, και στο τέλος οι περγαμηνές έγιναν δυο υπέροχοι χάρτες, που έδειχναν τον Ανατολικό Ωκεανό, με την Γκάλμα, την Τερεβινθία, τα Εφτά Νησιά, τα Νησιά της Μοναξιάς, το Νησί του Δράκου, το Καμένο Νησί, το Θανατόνερο, και τη Χώρα των Χαζούλικων, όλα στο σωστό τους μέγεθος και στη σωστή τους θέση. Ήταν οι πρώτοι χάρτες που φτιάχτηκαν σ’ αυτές τις θάλασσες, και καλύτεροι απ’ τους άλλους που έγιναν αργότερα, χωρίς μάγια. Γιατί στους χάρτες αυτούς οι πόλεις και τα βουνά φαίνονταν με την πρώτη ματιά όπως και στους συνηθισμένους χάρτες, μα όταν ο Μάγος τούς έδωσε ένα μεγεθυντικό φακό, διαπίστωσαν πως είχαν μπροστά τους τέλεια αντίγραφα των αληθινών, κι είδαν το κάστρο και το σκλαβοπάζαρο και τους δρόμους του Στενολίμανου, όλα πεντακάθαρα αν και λίγο μακρινά, σαν να κοιτάζεις απ’ την ανάποδη μεριά του τηλεσκοπίου. Το μόνο μειονέκτημα ήταν πως το περίγραμμα στα περισσότερα νησιά έμεινε λειψό, γιατί ο χάρτης έδειχνε μόνο ό,τι είδε ο Δρινιανός με τα μάτια του. Κι όταν τέλειωσαν οι χάρτες, ο Μάγος κράτησε τον έναν και τον άλλο τον χάρισε στον Κασπιανό, και θα τον δείτε να κρέμεται ακόμα στην Αίθουσα των Οργάνων, στο Κάιρ Πάραβελ. Ο Μάγος δεν είχε να τους πει τίποτα για τις στεριές και για τις θάλασσες που βρίσκονταν στα βάθη της Ανατολής. Τους έδωσε όμως μια πολύτιμη πληροφορία: εφτά χρόνια πριν, είχε περάσει από κει ένα ναρνιανό καράβι, με το Λόρδο Ρεβιλιανό, το Λόρδο Αργκόζ, το Λόρδο Μάβραμορν και το Λόρδο Ρουπ. Κι έτσι κατάλαβαν πως ο χρυσός άνθρωπος του Θανατόνερου ήταν ο Λόρδος Ρέστιμαρ.
Την άλλη μέρα, ο Κοριάκιν τους διόρθωσε με μαγικά την πρύμνη του Ταξιδιώτη της Αυγής, που όπως θα θυμάστε την είχε σπάσει το φίδι της Θάλασσας, και τους φόρτωσε με χρήσιμα δώρα. Ακολούθησαν φιλικοί αποχεραιτισμοί, κι όταν το πλοίο ξεκίνησε, στις δύο το μεσημέρι, τα Χαζουλόποδα με τα πόδια-βαρκάκια τούς συνόδεψαν ως την έξοδο του λιμανιού, κι εκεί στάθηκαν και φώναζαν ζήτω, ώσπου το πλοίο χάθηκε στον ορίζοντα.