Κι έτσι, τέλειωσε κι αυτή η περιπέτεια. Δώδεκα μέρες αρμένιζε νοτιοανατολικά ο Ταξιδιώτης της Αυγής, μ’ ένα απαλό αεράκι στα πανιά του. Κι ο ουρανός ήταν πάντα καθαρός, και το αεράκι ζεστό, αλλά δεν είδαν πουλί ούτε ψάρι –μόνο κάτι φάλαινες που τους προσπέρασαν από τα δεξιά– κι ο Ριπιτσιπιτσίπ με τη Λούσυ βαρέθηκαν να παίζουν σκάκι. Ώσπου, τη δέκατη τρίτη μέρα, κοιτώντας από το καμπούνι, ο Έντμουντ είδε στ’ αριστερά τους κάτι που έμοιαζε με πελώριο μαύρο βουνό φυτρωμένο στη θάλασσα.
Άλλαξαν λοιπόν πορεία και τράβηξαν προς το άγνωστο νησί, με τα κουπιά τώρα, γιατί ο άνεμος φυσούσε αντίθετα και δεν τους βόλευε. Το σκοτάδι τους πρόλαβε πριν φτάσουν στο νησί, και συνέχισαν να τραβούν κουπί όλη νύχτα. Το άλλο πρωί ξημέρωσε με άπνοια και γλυκό καιρό. Ίσια μπροστά τους ξεχώριζε ένα σκοτεινός όγκος, πιο κοντινός και πιο μεγάλος από χτες, μα τόσο θαμπός, που άλλοι είπαν πως είναι ακόμη μακριά, κι άλλοι πως έρχεται ομίχλη.
Κατά τις εννιά το ίδιο πρωί, χωρίς να καλοκαταλάβουν πώς, βρέθηκαν πολύ κοντά στο νησί –και τότε είδαν πως δεν ήταν στεριά, ούτε καν συνηθισμένη ομίχλη, αλλά Σκοτάδι. Τώρα, πώς να σας το περιγράψω; Φανταστείτε πως κοιτάτε το στόμιο ενός τούνελ, και πως το τούνελ είναι μακρύ, με πολλές στροφές, και δε βλέπετε φως απ’ την άλλη άκρη του. Κάπως έτσι. Δυο τρία μέτρα μπροστά σας είναι οι ράγες, οι τραβέρσες και τα χαλίκια, λουσμένα στο φως της ημέρα, κι έπειτα λίγο μισόφωτο, κι αμέσως έπειτα, χωρίς διαχωριστική γραμμή, όλα χάνονται σ’ ένα λείο, συμπαγές σκοτάδι. Έτσι ήταν κι εδώ. Λίγα μέτρα μπροστά απ’ την πρύμνη, έβλεπαν το αστραφτερό γαλαζοπράσινο κύμα να φουσκώνει. Αμέσως μετά, το νερό ξεθώριαζε γκριζωπό, σαν να ’ταν αργά το σούρουπο. Κι αμέσως μετά βασίλευε απόλυτο σκοτάδι, λες κι άρχιζε μια νύχτα αφέγγαρη, δίχως αστέρια.
Ο Κασπιανός φώναξε του λοστρόμου να σταματήσει το καράβι, κι όλοι, εκτός απ’ τους κωπηλάτες της βάρδιας, έτρεξαν μπροστά να κοιτάξουν. Μα όσο επίμονα κι αν κοίταξαν, δεν κατάφεραν να ξεχωρίσουν τίποτα. Πίσω τους είχαν ήλιο και θάλασσα, και μπροστά τους Σκοτάδι.
«Θα μπούμε;» ρώτησε στο τέλος ο Κασπιανός.
«Αν θες τη συμβουλή μου, όχι» είπε ο Δρινιανός.
«Καλά λέει ο καπετάνιος» πετάχτηκαν μερικοί ναύτες.
«Σωστά» είπε ο Έντμουντ.
Η Λούσυ κι ο Ευστάθιος δε μίλησαν, αλλά η απόφαση αυτή τους έβρισκε απόλυτα σύμφωνους. Άξαφνα, η καθαρή φωνούλα του Ριπιτσιπιτσίπ έσκισε τη σιωπή:
«Και γιατί όχι;» είπε ο Ποντικός. «Θέλω να μου εξηγήσει κάποιος γιατί όχι!»
Κανένας δεν είχε όρεξη για εξηγήσεις, κι ο Ριπιτσιπιτσίπ συνέχισε:
«Αν είχα να κάνω με χωρικούς ή με δούλους, θα υπέθετα πως η απόφασή σας υπαγορεύεται μόνο από δειλία. Όμως, πού ξανακούστηκε στη Νάρνια, τόσοι ευγενείς και γαλαζοαίματοι στο άνθος της νιότης τους, να το βάζουν στα πόδια γιατί φοβούνται το σκοτάδι;»
«Και να βουτήξουμε στη μαυρίλα, τι θα βγει;» ρώτησε ο Δρινιανός.
«Τι θα βγει;» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ. «Τι περιμένεις να βγει, καπετάνιε; Αν θες να βγει κάτι για την κοιλιά μας ή για την τσέπη μας, ομολογώ πως δε θα βγει απολύτως τίποτα. Απ’ όσο ξέρω, δεν πήραμε τις θάλασσες για να βγάλουμε κάτι, αλλά μόνο για τη δόξα και την περιπέτεια. Εδώ μπροστά μας υπάρχει μια περιπέτεια, ίσως ανήκουστη, κι αν την αποφύγουμε, η δόξα μας πάει χαμένη.»
Κάμποσοι ναύτες απάντησαν μεσ’ απ’ τα δόντια τους «Να τη βράσω τη δόξα» και άλλα πολλά, μα ο Κασπιανός είπε:
«Αμάν πια, καημένε Ριπιτσιπιτσίπ. Ώρες ώρες λέω πως θα ’ταν καλύτερα να σ’ αφήναμε στη Νάρνια. Τέλος πάντων. Αφού το βλέπετε έτσι, πρέπει να προχωρήσουμε. Εκτός κι αν έχει αντίρρηση η Λουκία...»
Η Λούσυ ήξερε πως είχε αντίρρηση, και μεγάλη μάλιστα, αλλά φωναχτά είπε. «Πάμε.»
«Μεγαλειότατε, ν’ ανάψουμε φώτα τουλάχιστον» είπε ο Δρινιανός.
«Και βέβαια» απάντησε ο Κασπιανός. «Φρόντισέ το εσύ, καπετάνιε μου.»
Κι έτσι άναψαν τρία φανάρια, ένα στην πλώρη, ένα στην πρύμνη κι ένα στο μεσιανό κατάρτι, κι ο Δρινιανός παράγγειλε να στήσουν δυο πυρσούς στο κατάστρωμα. Χλομές κι ασθενικές που έμοιαζαν οι φωτιές τους στη λιακάδα! Έπειτα όλοι οι άντρες, εκτός από λίγους που έμειναν κάτω, στα κουπιά, διατάχτηκαν να πάρουν θέση στο κατάστρωμα, οπλισμένοι ως τα δόντια, με το σπαθί στο χέρι. Η Λούσυ και δυο τοξότες ανέβηκαν στην κόφα του καταρτιού, με το τόξο τεντωμένο και το βέλος περασμένο στη χορδή. Ο Ρύνελφος στάθηκε στην πλώρη, με το κοντάρι του έτοιμο να μετρήσει το βυθό, και μαζί του ο Ριπιτσιπιτσίπ, ο Έντμουντ, ο Ευστάθιος κι ο Κασπιανός, αστράφτοντας μέσα στις πανοπλίες τους. Ο Δρινιανός κάθισε στο τιμόνι.
«Και τώρα, στ’ όνομα του Ασλάν, εμπρός!» φώναξε ο Κασπιανός. «Αργά τα κουπιά. Κι όλοι βουβοί, με τ’ αυτιά τεντωμένα για την επόμενη διαταγή.»
Τρίζοντας και βογκώντας, ο Ταξιδιώτης της Αυγής προχώρησε αργά αργά, με τα κουπιά. Κι η Λούσυ, ψηλά στο κατάρτι, είδε κάτι που της έμεινε αξέχαστο. Η πλώρη βούτηξε στο σκοτάδι, κι η πρύμνη ήταν ακόμα λουσμένη στο φως. Έπειτα χάθηκε κι η πρύμνη. Για μια στιγμή μονάχα, η χρυσωμένη πρύμνη, η γαλάζια θάλασσα κι ο ουρανός έμειναν λουσμένα στο φως του ήλιου –και την άλλη στιγμή θάλασσα και ουρανός χάθηκαν. Μόνο το φανάρι της πρύμνης, που ως τότε έφεγγε χλομά, σχεδόν αόρατο, έδειχνε πια πού τέλειωνε το πλοίο. Μπροστά απ’ το φανάρι ξεχώριζε η μαύρη σιλουέτα του Δρινιανού που καθόταν στο τιμόνι. Κάτω απ’ τη Λούσυ, μακριά, πολύ μακριά, οι δυο πυρσοί φώτιζαν ένα εχλάχιστο κομματάκι του καταστρώματος, και καθρεφτίζονταν πάνω σε σπαθιά και κράνη. Άλλο ένα φωτεινό νησάκι ξεχώριζε μπροστά, στο καμπούνι. Ψηλά, ξεκομμένη απ’ το καράβι, η κόφα έφεγγε απ’ το φανάρι του καταρτιού που κρεμόταν πάνω απ’ τη Λούσυ, σαν ένας φωτεινός πλανήτης που αρμένιζε ολομόναχος μέσα σε απόλυτο σκοτάδι. Κι όλα τα φώτα –όπως πάντα όταν ανάβουν σε λάθος στιγμή της μέρας– έμοιαζαν ανατριχιαστικά και αφύσικα. Η Λούσυ πρόσεξε ακόμα πως είχε πέσει παγωνιά.
Πόσο κράτησε αυτή η διαδρομή στο σκοτάδι, κανείς δεν μπόρεσε να υπολογίσει, κι αν δεν ακουγόταν το τρίξιμο των αρμών και τα κουπιά στα νερά, κανείς δε θα ’νιωθε πως προχωρούσαν. Ο Έντμουντ, απ’ την πλώρη, δεν έβλεπε τίποτα. Μόνο την αντανάκλαση του φαναριού στη θάλασσα, μια θαμπή φλογίτσα, νερουλή –και το κύμα που έσκιζε η πλώρη, έμοιαζε βαρύ κι άψυχο. Η ώρα περνούσε, κι όλοι, εκτός απ’ τους κωπηλάτες, άρχισαν να τρέμουν απ’ το κρύο.
Άξαφνα, μια κραυγή ακούστηκε από κάπου –κανείς δεν είχε πια αίσθηση προσανατολισμού στα σκοτεινά. Δεν ήταν όμως κραυγή ανθρώπου. Ή πάλι, αν ήταν, αυτός που φώναζε πρέπει να παράδερνε σε τόσο άγριο τρόμο, που η φωνή του είχε χάσει την ανθρώπινη χροιά της.
Ο Κασπιανός έκανε να μιλήσει, μα το στόμα του είχε στεγνώσει. Και τότε η τσιριχτή φωνούλα του Ριπιτσιπιτσίπ έσκισε τη σιγαλιά, αφύσικα δυνατή:
«Ποιος φωνάζει; Αν είσαι εχθρός, δε σε φοβόμαστε. Κι αν είσαι φίλος, θα μας φοβηθούν οι εχθροί σου!»
«Έλεος!» ούρλιαξε η φωνή. «Έλεος! Κι όνειρο να ’σαι, λυπήσου με. Πάρε με στο καράβι. Πάρε με, έστω και νεκρό. Όμως, στ’ όνομα του ελέους, μη σβήσεις και μ’ αφήσεις μόνο μου σ’ αυτό τον τόπο...»
«Πού είσαι;» φώναξε ο Κασπιανός. «Αν θες να ’ρθεις στο καράβι, καλώς να ορίσεις.»
Μια κραυγή τού απάντησε –χαράς ή τρόμου; δεν κατάλαβαν τι απ’ τα δυο– και κάτι ακούστηκε να πλησιάζει κολυμπώντας.
«Εμπρός, να τον ανεβάσουμε» είπε ο Κασπιανός.
«Στις διαταγές σου, αφέντη» φώναξαν οι ναύτες. Κάμποσοι έσκυβαν κιόλας απ’ το καμπούνι, στην αριστερή μεριά, και πετούσαν σκοινιά, κι ένας ναύτης είχε γείρει ως κάτω, στη θάλασσα, φέγγοντας μ’ ένα αναμμένο δαδί. Ένα άγριο πρόσωπο, κατάχλομο, φάνηκε μες στα μαύρα νερά, κι έπειτα από κάμποσες μανούβρες, καμιά δεκαριά φιλικά χέρια ανέβαζαν τον ξένο στο πλοίο.
Ο Έντμουντ σκέφτηκε πως πρώτη του φορά έβλεπε τέτοιον αγριάνθρωπο. Ο ξένος δεν ήταν γέρος, αλλά τα μαλλιά του ήταν μπερδεμένα, κάτασπρα κι αχτένιστα, το πρόσωπό του ρουφηγμένο απ’ την αδυναμία, και βρεγμένα κουρέλια κρέμονταν από πάνω του αντί για ρούχα. Όμως αυτό που πρόσεχες με την πρώτη, ήταν τα μάτια του ξένου, γουρλωμένα τόσο, που θα ’λεγες πως δεν είχαν βλέφαρα, και γεμάτα αγωνία και τρόμο. Κι όταν ο ξένος πάτησε στο κατάστρωμα, φώναξε:
«Κάντε φτερά! Πετάξτε! Γυρίστε πίσω το καράβι! Τραβήξτε κουπί για ζωή και για θάνατο, να φύγουμε από τούτη την καταραμένη ακτή.»
«Ηρέμησε» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ. «Εξήγησέ μας πρώτα πού είναι ο κίνδυνος, γιατί φτερά δεν έχουμε κι ούτε σκοπεύουμε να βγάλουμε.»
Ο ξένος τινάχτηκε, προσέχοντας τώρα για πρώτη φορά τον Ποντικό.
«Κι όμως, θα βγάλετε φτερά για να φύγετε μια ώρα αρχύτερα» είπε βραχνά. «Εδώ είναι το Νησί Όπου Ζωντανεύουν Τα Όνειρα.»
«Αυτό γύρευα όλη μου τη ζωή» είπε ένας ναύτης. «Αν κατεβούμε, μπορεί να βρεθώ παντρεμένος με τη Νάνου μου!»
«Κι εγώ μπορεί να ξαναδώ ζωντανό τον Τομ» πετάχτηκε ένας άλλος.
«Ηλίθιοι!» φώναξε ο ξένος και χτύπησε κάτω το πόδι του. «Τέτοιες κουβέντες μ’ έφεραν κι εμένα ως εδώ, που κάλλιο να πνιγόμουν πρώτα ή να μην έσωνα να γεννηθώ. Ακούσατε τι είπα; Τα όνειρα ζωντανεύουν –τα όνειρα, καταλάβατε; Όχι οι ονειροφαντασιές: τα όνειρα!»
Για μια στιγμή, κανένας δε μίλησε. Κι έπειτα, τρέχοντας σαν τρελοί, και με τις πανοπλίες να βροντούν και να χαλάνε τον κόσμο, όρμησαν όλοι στις μπουκαπόρτες κι άρπαξαν τα κουπιά κι άρχισαν να κωπηλατούν μ’ όλη τους τη δύναμη. Ο Δρινιανός έστριψε τέρμα το τιμόνι, κι ο λοστρόμος αποτέλειωσε τη μανούβρα φέρνοντας το πλοίο τα μπρος πίσω: μια στιγμή είχαν χρειαστεί όλοι για να θυμηθούν κάποια όνειρά τους –όνειρα που σε κάνουν να φοβάσαι μη σε ξαναπάρει ο ύπνος– και να συνειδητοποιήσουν τι θα πει να φτάνεις σ’ έναν τόπο όπου τα όνειρα ζωντανεύουν.
Μόνο ο Ριπιτσιπιτσίπ έμεινε ατάραχος μέσα στο χαλασμό.
«Μεγαλειότατε! Μεγαλειότατε!» φώναξε. «Πώς ανέχεστε τέτοια ανταρσία; Μα πρόκειται σαφώς περί φυγομαχίας! Πρόκειται περί πανικού! Πρόκειται περί εξεγέρσεως!»
«Στα κουπιά!» ούρλιαξε ο Κασπιανός. «Τραβάτε μ’ όλη σας τη δύναμη! Δρινιανέ, ίσιωσε το καράβι. Κι εσύ, μικρέ μου, λέγε ό,τι θέλεις. Υπάρχουν πράγματα που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να τ’ αντέξει.»
«Τότε, ευτυχώς που δεν είμαι άνθρωπος» απάντησε ξινισμένα ο Ριπιτσιπιτσίπ.
Η Λούσυ τον άκουσε, ψηλά απ’ το κατάρτι –και για μια στιγμή, ένα όνειρο που προσπαθούσε να το ξεχάσει από καιρό, της ξανάρθε τόσο ζωντανά, σαν να ξυπνούσε από ταραγμένο ύπνο. Ώστε αυτό τους περίμενε στο νησί της σκοτεινιάς; Να, έτσι δα της ερχόταν να κατεβεί στο κατάστρωμα, να ’ναι μαζί με τον Έντμουντ και τον Κασπιανό –μα τι το όφελος; Αν τα όνειρα είχαν αρχίσει να ζωντανεύουν, ο Έντμουντ κι ο Κασπιανός θα μεταμορφώνονταν σε κάτι απαίσιο μόλις τους άγγιζε. Αρπάχτηκε απ’ το παραπέτο της κόφας και στάθηκε στα πόδια της. Οι κωπηλάτες τραβούσαν γερά, σε λίγο θα ξανάβγαιναν στο φως, σε λίγο ο εφιάλτης θα τέλειωνε. Αχ, ας τέλειωνε μια ώρα αρχύτερα!
Μ’ όλο το θόρυβο των κουπιών, το καράβι έμοιαζε τυλιγμένο σε απόλυτη σιωπή. Κι όσο κι αν ήξεραν πως πια δεν είχε νόημα να στήσουν αυτί για ν’ ακούσουν τι γινόταν μέσα στο σκοτάδι, είχαν τεντώσει τ’ αυτιά τους, θέλοντας και μη, και σε λίγο όλοι άρχισαν ν’ ακούνε κι από κάτι:
«Ακου... Χρατς... Χρατς... Σαν ν’ ανοιγοκλείνει ένα πελώριο ψαλίδι εκεί κάτω...» είπε ο Ευστάθιος στο Ρύνελφο.
«Σουτ!» απάντησε ο Ρύνελφος. «Δεν τους ακούς; Σκαρφαλώνουν στα μπαλόνια του καραβιού!»
«Να το, κουρνιάζει στο κατάρτι!» είπε ο Κασπιανός.
«Αααα!» φώναξε ένας ναύτης. «Οι καμπάνες. Το ’ξερα εγώ πως θα σημάνουν!»
Ο Κασπιανός προχώρησε προς την πρύμνη, προσπαθώντας να μην κοιτάζει τίποτα (και προπαντός να μην κοιτάζει πίσω του), και ζύγωσε τον Δρινιανό.
«Δρινιανέ» είπε, σχεδόν ψιθυριστά, «πόση ώρα κωπηλατούσαμε ως το σημείο που μαζέψαμε τον ξένο;».
«Πέντ’ έξι λεπτά» απάντησε ψιθυριστά ο Δρινιανός. «Γιατί ρωτάς, αφέντη μου;»
«Γιατί έχουν περάσει πάνω από πέντε λεπτά, κι ακόμα να βγούμε.»
Το χέρι του Δρινιανού έτρεμε στο τιμόνι και κρύος ιδρώτας έλουζε το πρόσωπό του. Το ίδιο είχαν σκεφτεί όλοι τους.
«Ποτέ δε θα βγούμε, δε θα βγούμε ποτέ» βογκούσαν οι κωπηλάτες. «Πήραμε λάθος δρόμο. Όλο γύρω γύρω πάμε... Κάνουμε κύκλους... Ποτέ δε θα βγούμε, ποτέ...» Κι ο ξένος, που είχε κουβαριαστεί στο κατάστρωμα, ξέσπασε σ’ ένα ανατριχιαστικό, βραχνό γέλιο.
«Δε θα βγούμε ποτέ!» ούρλιαξε. «Και βέβαια! Ποτέ δε θα βγούμε. Τι βλάκας που ήμουν! Θ’ άφηναν να τους ξεφύγω τόσο εύκολα; Όχι, όχι, δε θα βγούμε ποτέ.»
Τότε η Λούσυ, ψηλά στο κατάρτι, έσκυψε και ψιθύρισε στα σκοτεινά: «Ασλάν, Ασλάν, αν μας αγάπησες ποτέ, βοήθησέ μας τώρα!». Το σκοτάδι δε λιγόστεψε, μα η Λούσυ ένιωσε λίγο –πολύ λίγο– καλύτερα. «Στο κάτω κάτω, δεν έχουμε πάθει τίποτα για την ώρα» σκέφτηκε.
«Κοιτάξτε!» ούρλιαξε ο Ρύνελφος απ’ την πλώρη. Μπροστά τους είχε φανεί μια φωτεινή κηλίδα, και τώρα που την κοιτούσαν, μια πλατιά ακτίνα βγήκε απ’ τη φωτεινή κηλίδα κι έπεσε στο πλοίο. Το σκοτάδι που τους τύλιγε δεν άλλαξε, μα το πλοίο φωτίστηκε ολόκληρο, σαν να ’χε ανάψει ένας μεγάλος προβολέας. Ο Κασπιανός ανοιγόκλεισε τα μάτια, κοίταξε γύρω του κι είδε τα πρόσωπα των συντρόφων του χλομά κι αγριεμένα. Όλοι κοιτούσαν προς την ίδια κατεύθυνση, και πίσω τους σέρνονταν κατάμαυρες σκιές.
Η Λούσυ κάρφωσε τα μάτια της στη φωτεινή δέσμη. Λίγο λίγο, κάτι ξεχώριζε μέσα της. Στην αρχή το «κάτι» της φάνηκε σαν σταυρός, κι έπειτα σαν αεροπλάνο, κι αμέσως μετά σαν χαρταετός –και στο τέλος, φτεροκοπώντας δυνατά, το «κάτι» έφτασε πάνω απ’ το κεφάλι της. Ήταν ένα άλμπατρος. Το πουλί έκανε τρεις φορές το γύρο του καταρτιού, κούρνιασε μια στιγμή στη χρυσωμένη ουρά του δράκου, στην πρύμνη, κι άρχισε να κρώζει με γλυκιά φωνή, αρθρώνοντας παράξενες λέξεις που κανείς δεν τις κατάλαβε. Κι ύστερα άπλωσε πάλι τα φτερά του, υψώθηκε στον αέρα, και πέταξε αργά αργά μπροστά και λίγο προς τα δεξιά. Ο Δρινιανός έστριψε το τιμόνι και το ακολούθησε. Μέσα του ήταν σίγουρος πως το άλμπατρος τους έδειχνε το δρόμο. Όμως κανένας, εκτός απ’ τη Λούσυ, δεν ήξερε πως το πουλί, φτερουγίζοντας γύρω απ’ το κατάρτι, της είχε ψιθυρίσει: «Θάρρος, μικρούλα μου», κι η φωνή, α, δε γελιόταν η Λούσυ, ήταν η φωνή του Ασλάν –και μαζί με τα λόγια του πουλιού, μια εξαίσια ευωδιά της είχε χαϊδέψει το πρόσωπο.
Σε λίγα λεπτά, το σκοτάδι μπροστά τους έγινε γκρίζο, κι άξαφνα, πριν προφτάσουν να το ευχηθούν, είχαν βγει στο φως του ήλιου, κι ο κόσμος ήταν πάλι ζεστός και γαλανός. Κι τότε όλοι κατάλαβαν πως δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν, ούτε τώρα ούτε πριν. Ανοιγόκλεισαν τα μάτια θαμπωμένοι και κοίταξαν γύρω τους. Το καράβι άστραφτε τόσο, που τους ξάφνιασε. Ίσως, άθελά τους, περίμεναν πως το σκοτάδι θα ’χε κολλήσει πάνω στ’ άσπρα, τα πράσινα και τα χρυσά, σαν καπνιά ή μούχλα. Και τότε ο πρώτος ναύτης έβαλε τα γέλια, κι έπειτα ένας δεύτερος τον ακολούθησε.
«Μα την πίστη μου, ρεζίλι γίναμε!» είπε ο Ρύνελφος.
Η Λούσυ δεν έμεινε άλλο στο κατάρτι. Κατέβηκε ολοταχώς στο κατάστρωμα, όπου όλοι είχαν μαζευτεί γύρω απ’ τον ξένο. Ο ξένος είχε βουβαθεί απ’ την ευτυχία. Κοιτούσε τη θάλασσα και τον ήλιο, ψηλαφούσε την κουπαστή και τα σκοινιά, λες και δεν πίστευε πως ήταν ξύπνιος, και δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του.
«Ευχαριστώ» είπε στο τέλος. «Με σώσατε από... Όχι, καλύτερα να μη σας πω. Όμως, ποιοι είστε; Εγώ είμαι Τελμαρινός, από τη Νάρνια, κι όταν είχα ακόμα τιμή και υπόληψη, με φώναζαν Λόρδο Ρουπ.»
«Κι εγώ» είπε ο Κασπιανός, «είμαι ο Κασπιανός, ο Βασιλιάς της Νάρνια. Εσένα ψάχνω να βρω και τους συντρόφους σου, τους φίλους του πατέρα μου».
Ο Λόρδος Ρουπ έπεσε στα γόνατα και φίλησε το χέρι του Βασιλιά. «Αφέντη» είπε, «είσαι ο μόνος που λαχταρούσα να δω στον κόσμο. Να σου ζητήσω μια χάρη;»
«Τι χάρη;» είπε ο Κασπιανός.
«Μη με ξαναφέρεις εδώ» είπε ο Λόρδος Ρουπ κι έδειξε πίσω του. Κι όπως γυρνούσαν όλοι να κοιτάξουν, είδαν μονάχα την αστραφτερή γαλάζια θάλασσα και τον απέραντο ουρανό. Το Σκοτεινό Νησί και η μαυρίλα είχαν χαθεί για πάντα.
«Απίστευτο!» είπε ο Λόρδος Ρουπ. «Εσείς το καταστρέψατε!»
«Δε νομίζω...» είπε η Λούσυ.
«Αφέντη» είπε ο Δρινιανός, «έχουμε ούριο άνεμο απ’ τα βορειοδυτικά. Θ’ ανεβάσω πάνω τους ναύτες να λύσουν το πανί, κι έπειτα λέω να γυρίσουν όλοι στις κουκέτες τους».
«Ναι» είπε ο Κασπιανός, «και πρόσταζε να μοιραστεί στο πλήρωμα ζεστό κρασί. Έχω μια νύστα, που θα κοιμόμουν ευχαρίστως δυο μερόνυχτα!»
Κι έτσι, εκείνο το απόγευμα έβαλαν πλώρη για τα νοτιοανατολικά, και μέσα στη χαρά και την ανακούφιση κανένας δεν πρόσεξε πότε εξαφανίστηκε το άλμπατρος.