6 Η μεγάλη περιπέτεια τον Ευστάθιου-Κλάρενς

Την ίδια στιγμή, οι άλλοι έπλεναν χέρια και πρόσωπο στο ποτάμι, κι ετοιμάζονταν για φαγητό και ανάπαυση. Οι τρεις καλύτεροι τοξότες είχαν ανέβει στους λόφους, στα βόρεια του κόλπου, κι είχαν γυρίσει κουβαλώντας δυο αγριοκάτσικα, που τώρα σιγοψήνονταν στη φωτιά. Ο Κασπιανός πρόσταξε να φέρουν απ’ το πλοίο ένα ασκί με δυνατό κρασί της Αρχελάνδης. Θα το ’πιναν νερωμένο, για να φτάσει για όλους. Ως εδώ η δουλειά είχε προχωρήσει καλά, και το γεύμα τους ήταν χαρούμενο. Μα όταν ο Έντμουντ τέλειωσε το πρώτο κοψίδι και πήρε και δεύτερο, είπε: «Πού πήγε αυτός ο γρουσούζης ο Ευστάθιος;»

Στο μεταξύ, ο Ευστάθιος κοιτούσε γύρω γύρω την άγνωστη κοιλάδα. Ήταν τόσο στενή και βαθιά, και γύρω της οι κορφές τόσο απόκρημνες, που έμοιαζε με τεράστια καταβόθρα. Το έδαφος ήταν γεμάτο χόρτα και βράχια, κι ο Ευστάθιος πρόσεξε εδώ κι εκεί κάτι καψαλισμένα μαύρα μπαλώματα, σαν κι αυτά που βλέπετε συνήθως κοντά σας γραμμές του τρένου, τα πολύ ζεστά καλοκαίρια. Μπροστά του, καμιά δεκαπενταριά μέτρα πιο κει, ήταν μια λιμνούλα με ήρεμα, πεντακάθαρα νερά. Τίποτ’ άλλο δε φαινόταν στην κοιλάδα, ούτε πουλί, ούτε αγρίμι, ούτε ζουζούνι. Ο ήλιος την έδερνε αλύπητα, κι από παντού την έκλειναν άγριες κορυφές και βουνά σουβλερά σαν αγκάθια.

Κι έτσι ο Ευστάθιος κατάλαβε πως, μέσα στην ομίχλη, είχε κατέβει κατά λάθος από την άλλη μεριά της κορφής. Έστριψε για να δει το δρόμο, κι ένιωσε το αίμα του να παγώνει. Μόνο από τύχη απίστευτη είχε βρει στα τυφλά το μοναδικό μονοπάτι για να κατέβει: πίσω του ήταν μια ατέλειωτη, καταπράσινη πλαγιά, κάθετη σαν τοίχος, με γκρεμούς που έχασκαν δεξιά κι αριστερά. Άλλος δρόμος επιστροφής δεν υπήρχε. Μα τώρα που έβλεπε τι τον περίμενε και φοβόταν, πώς να τα καταφέρει; Και μόνο που το σκεφτόταν, τον έπιανε ίλιγγος.

Έκανε πάλι μεταβολή, κι αποφάσισε να χορτάσει πρώτα νερό στη λιμνούλα. Μα καθώς έστριβε, πριν προλάβει να προχωρήσει μισό βήμα προς την κοιλάδα, κάτι ακούστηκε πίσω του. Ο θόρυβος ήταν ανεπαίσθητος, κι όμως αντήχησε φοβερά μέσα στην απέραντη σιωπή. Ο Ευστάθιος πέτρωσε στη θέση του. Έπειτα, αργά αργά, γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε.

Αριστερά του, στη ρίζα των βράχων, ήταν μια χαμηλή, σκοτεινή τρύπα – το άνοιγμα κάποιας σπηλιάς. Δυο αραιές στήλες καπνού έβγαιναν από μέσα, και τα χοντρά χαλίκια κάτω απ’ τη μαύρη τρύπα σάλευαν (αυτός ο θόρυβος είχε ακουστεί) λες και κάτι σερνόταν μέσα, στα σκοτεινά.

Α, ναι. Κάτι σερνόταν. Και, το χειρότερο, αυτό το κάτι ετοιμαζόταν να βγει. Αν ήταν από μια μεριά ο Έντμουντ και η Λούσυ, θα το αναγνώριζαν αμέσως –ακόμα κι εσείς θα το αναγνωρίζατε– μα ο Ευστάθιος τα ’χασε, γιατί διάβαζε πάντα λάθος βιβλία. Το πλάσμα που βγήκε απ’ τη σπηλιά ήταν τόσο παράξενο, που ο Ευστάθιος δεν το ’χε ξαναδεί ούτε στο πιο τρελό του όνειρο. Είχε μακρουλό, μολυβί μουσούδι, θολά κατακόκκινα μάτια, κι ούτε πούπουλα ούτε γούνα, μόνο ένα μακρύ, σερπετό σώμα που σερνόταν στο έδαφος, και κάτι αλλόκοτα πόδια που δίπλωναν και κλειδώνονταν πιο ψηλά απ’ τη ράχη του κορμιού, με αγκώνες σαν της αράχνης. Κι ακόμα, άγρια νύχια, φτερά νυχτερίδας που κροτάλιζαν πάνω στις πέτρες, και μια ουρά που έμοιαζε να μην τελειώνει πουθενά. Ο Ευστάθιος δεν είπε ούτε μέσα του τη λέξη δράκος –μα και να την έλεγε, δε θ’ άλλαζε τίποτα.

Ωστόσο, τα καμώματα αυτού εδώ του δράκου θα τον παραξένευαν λιγάκι, αν ήξερε από δράκους. Ο δράκος δε σηκώθηκε όρθιος ούτε ξεδίπλωσε τα φτερά του. Ούτε φωτιά απ’ το στόμα του έβγαλε. Ο καπνός απ’ τα ρουθούνια του έμοιαζε με τον τελευταίο καπνό μιας φωτιάς που αργοσβήνει. Ο δράκος δε φάνηκε να προσέχει τον Ευστάθιο. Προχώρησε σέρνοντας προς τη λιμνούλα –αργά αργά, με πολλές στάσεις. Μέσα στην άγρια τρομάρα του, ο Ευστάθιος πρόλαβε να σκεφτεί πως το τέρας ήταν πολύ γέρικο και πολύ λυπημένο. Λοιπόν, μήπως άξιζε τον κόπο να ορμήσει στην πλαγιά και να πάρει το δρόμο του γυρισμού; Όμως, με τον παραμικρό θόρυβο, ο δράκος θα ’στριβε το κεφάλι του να κοιτάξει, και τότε μπορεί να ζωντάνευε λιγάκι. Άσε που μπορεί να παράσταινε επίτηδες τον ανήμπορο. Και στο κάτω κάτω, να ξεφύγεις τρέχοντας από ένα πλάσμα που πετάει με φτερά;

Ο δράκος έφτασε στη λιμνούλα κι ακούμπησε το μουσούδι με τα φριχτά λέπια πάνω στα βότσαλα, στο χείλος του νερού. Μα δεν πρόλαβε να πιει. Έβγαλε μια άγρια, βραχνή κραυγή, που αντήχησε μεταλλικά, σαν καμπάνα, κι άρχισε να σπαράζει. Σπάραζε κι όλο σπάραζε, ώσπου, άξαφνα, έγειρε στο πλάι κι έμεινε ασάλευτος, με το ’να πόδι στον αέρα. Απ’ τ’ ανοιγμένο στόμα του κύλησε λίγο μαύρο αίμα, κι ο καπνός απ’ τα ρουθούνια του μαύρισε κι έπειτα στέρεψε και διαλύθηκε.

Κάμποση ώρα ο Ευστάθιος έμεινε πετρωμένος, χωρίς να τολμάει να σαλέψει. Κι αν ήταν κόλπο του δράκου; Έτσι μπορεί να ξεγελούσε τους περαστικούς και να τους έτρωγε. Όμως κανένας δεν μπορεί να μείνει ασάλευτος για πολύ. Ο Ευστάθιος έκανε ένα βήμα μπροστά, κι έπειτα άλλα δυο, και πάλι στάθηκε. Ο δράκος δεν είχε κουνηθεί. Η κόκκινη φωτιά των ματιών του είχε σβήσει. Ο Ευστάθιος ξεθάρρεψε και τον πλησίασε πιο κοντά. Τώρα πια ήταν βέβαιο: ο δράκος ήταν νεκρός. Τον άγγιξε ανατριχιάζοντας. Τίποτα.

Η ανακούφισή του ήταν τόσο μεγάλη, που του ’ρθε να βάλει τα γέλια. Μέσα του δεν ένιωθε πια θεατής, αλλά ήρωας, σαν να ’χε σκοτώσει το δράκο. Τον πέρασε με μια δρασκελιά κι έσκυψε στη λιμνούλα, γιατί η ζέστη ήταν πια αφόρητη. Ο κεραυνός που έπεσε κάπου μακριά, δεν τον ξάφνιασε καθόλου. Ο ήλιος κρύφτηκε, και πριν χορτάσει νερό ο Ευστάθιος, άρχισαν να πέφτουν χοντρές στάλες.

Το κλίμα του νησιού ήταν απαίσιο. Μέσα σε μισό λεπτό, ο Ευστάθιος είχε μουσκέψει ως το κόκαλο, μισοτυφλωμένος από μια βροχή τόσο πυκνή, που δεν είχε σχέση με τις μπόρες της Ευρώπης. Ο Ευστάθιος κατάλαβε πως δεν είχε νόημα να γυρίσει πίσω με τέτοια θεομηνία, κι έτσι όρμησε στο μοναδικό καταφύγιο που υπήρχε εκεί κοντά –στη σπηλιά του δράκου. Σύρθηκε μέσα, ξάπλωσε και προσπάθησε να ξαναβρεί την ανάσα του.

Οι περισσότεροι από σας θα ξέρετε τι πάνω κάτω υπάρχει στη φωλιά ενός δράκου. Όμως ο Ευστάθιος, είπαμε, διάβαζε πάντα λάθος βιβλία. Στα δικά του βιβλία είχε ένα σωρό στοιχεία για εισαγωγές, εξαγωγές, καθεστώτα και αρδευτικά έργα, αλλά για δράκους δεν έλεγε κουβέντα. Κι έτσι, τώρα ξαφνιάστηκε προσέχοντας πως ήταν ξαπλωμένος πάνω σε κάτι παράξενα πράγματα, πολύ σουβλερά για πέτρες και πολύ σκληρά γι’ αγκάθια. Ένιωθε και κάτι άλλα πράγματα, στρογγυλά και πλακουτσά, κι όλα μαζί κροτάλιζαν μόλις δοκίμαζε να σαλέψει. Στο λιγοστό φως που έμπαινε απ’ την είσοδο της σπηλιάς, ο Ευστάθιος ανακάλυψε αυτό που όλοι εσείς θα μαντεύατε και χωρίς να το δείτε –έναν ολόκληρο θησαυρό! Είχε στέμματα (αυτά τον τσιμπούσαν) και φλουριά, δαχτυλίδια και βραχιόλια, πελώριες πλάκες χρυσού, κύπελλα, πιάτα και πολύτιμα πετράδια.

Ο Ευστάθιος (που δεν ήταν σαν τ’ άλλα παιδιά) δεν τους είχε ποτέ σε εκτίμηση τους θησαυρούς. Σκέφτηκε όμως πως θα του ήταν χρήσιμοι, εδώ, σ’ αυτόν τον καινούριο κόσμο όπου βρέθηκε πηδώντας απ’ την κορνίζα ενός πίνακα. «Εδώ δεν υπάρχει φορολογία» είπε. «Άρα, δεν είμαι υποχρεωμένος να παραδώσω το θησαυρό στο κράτος. Αν πάρω κάτι μαζί μου, μπορεί να περάσω λίγο καλύτερα –ίσως στην Καλορμίνα. Αυτή μου φάνηκε η πιο υποφερτή απ’ τις άλλες χώρες. Αλλά πόσα να πάρω; Ας πούμε, αυτό το βραχιόλι –σαν διαμάντι μοιάζει η πέτρα του. Αυτό να το φορέσω στο χέρι μου. Μεγάλο μου πέφτει. Θα το ανεβάσω πάνω απ’ τον αγκώνα μου. Έπειτα θα γεμίσω τις τσέπες μου με διαμάντια. Πιο βολικά απ’ το χρυσάφι είναι. Πότε θα σταματήσει επιτέλους αυτή η βροχή;» Σύρθηκε παραμέσα και βρήκε μια αναπαυτική μεριά, που είχε μόνο φλουριά. Εκεί βολεύτηκε να περιμένει. Όμως ο μεγάλος τρόμος, όταν μάλιστα έχει περάσει πια, κι όταν έχει προηγηθεί τόση πεζόπορία στα βουνά, σε κάνει πτώμα στην κούραση. Κι ο Ευστάθιος αποκοιμήθηκε.

Όταν ο ύπνος τον πήρε για τα καλά, κι άρχισε πια να ροχαλίζει, οι άλλοι είχαν τελειώσει το φαγητό κι ανησυχούσαν τρομερά για την τύχη του. «Εεεε! Ευστάθιεεε! Ευστάθιεεε!» φώναζαν ώσπου βράχνιασαν, κι ο Κασπιανός άρχισε τότε να σημαίνει το κέρας του.

«Δεν πρέπει να ’ναι κοντά, αλλιώς θα μας άκουγε» είπε η Λούσυ, κατάχλομη απ’ το φόβο.

«Α, τον ανόητο!» είπε ο Έντμουντ. «Τι στο καλό τον έπιασε κι απομακρύνθηκε χωρίς να τον πάρουμε είδηση;»

«Κάτι πρέπει να κάνουμε» είπε η Λούσυ. «Μπορεί να χάθηκε ή να ’πεσε σε κανένα γκρεμό. Μπορεί και να τον αιχμαλώτισαν ιθαγενείς.»

«Ή να τον έφαγαν τα θηρία» είπε ο Δρινιανός.

«Με τις υγείες τους!» είπε μέσ’ απ’ τα δόντια του ο Ράινς.

«Αφέντη Ράινς» τον αποπήρε ο Ριπιτσιπιτσίπ, «τέτοια κουβέντα δεν την περίμενα από σένα. Το πλάσμα δεν είναι βέβαια φίλος μου, είναι όμως αίμα της Βασίλισσας, κι εφόσον τον έχουμε μαζί μας, είναι ζήτημα τιμής να τον βρούμε– ή να εκδικηθούμε το θάνατό του, αν είναι νεκρός».

«Και βέβαια πρέπει να τον βρούμε, αν μπορέσουμε» είπε ανήσυχος ο Κασπιανός. «Θα ’ναι όμως μεγάλος μπελάς. Πρέπει να χωριστούμε σε ομάδες και να ψάχνουμε ως το πρωί. Αχ, αυτός ο Ευστάθιος!»

Στο μεταξύ, ο Ευστάθιος –που κοιμόταν του καλού καιρού– ξύπνησε από έναν πόνο στο μπράτσο του. Το φεγγάρι έλαμπε απ’ το άνοιγμα της σπηλιάς, και το στρώμα του θησαυρού έμοιαζε πιο αναπαυτικό. Ούτε που το αισθανόταν πια ο Ευστάθιος. Στην αρχή, ο πόνος στο αριστερό του μπράτσο τον παραξένεψε, αλλά λίγο λίγο συνειδητοποίησε πως το βραχιόλι που είχε φορέσει τον έσφιγγε ανεξήγητα. Μάλλον θα του ’χε πρηστεί το χέρι στον ύπνο του.

Σήκωσε το δεξί του χέρι να πιάσει το αριστερό, μα αμέσως σταμάτησε, και δαγκώθηκε λαχταρισμένος. Ίσια μπροστά του και λίγο προς τα δεξιά, εκεί που το φεγγαρόφωτο φώτιζε καθαρά το δάπεδο της σπηλιάς, κάτι φριχτό φάνηκε να σαλεύει. Ο Ευστάθιος το αναγνώρισε αμέσως: ήταν πόδι δράκου. Το πόδι είχε σαλέψει μόλις κούνησε το χέρι του ο Ευστάθιος, και τώρα που είχε σταματήσει, σταμάτησε κι αυτό.

«Τι βλάκας που είμαι!» σκέφτηκε ο Ευστάθιος. «Ο δράκος είχε ταίρι, και τώρα το ταίρι του είναι ξαπλωμένο δίπλα μου.»

Πέρασαν λίγα λεπτά χωρίς να τολμήσει να κουνήσει ούτε το μικρό του δαχτυλάκι. Στο φως του φεγγαριού, δυο λεπτές στήλες καπνού μαύριζαν ακριβώς μπροστά στα μάτια του –κι ήταν σαν τον καπνό που έβγαζε απ’ τη μύτη του ο άλλος δράκος, πριν πεθάνει. Ο Ευστάθιος, κοψοχολιασμένος, κράτησε την ανάσα του –κι αμέσως ο καπνός διαλύθηκε και δεν ξαναφάνηκε. Όμως σε λίγο ο Ευστάθιος πήρε πάλι ανάσα, και πάλι οι δυο στήλες του καπνού έκαναν την εμφάνισή τους μπροστά του. Ούτε τότε μάντεψε τη φριχτή αλήθεια.

Με τα πολλά, αποφάσισε να γυρίσει προσεχτικά στο αριστερό του πλευρό και να συρθεί έξω απ’ τη σπηλιά. Ίσως το τέρας να κοιμόταν –αλλά, και να μην κοιμόταν, δεν του ’μενε άλλη λύση. Κι όπως ήταν φυσικό, πριν γυρίσει, κοίταξε να δει τι είχε στ’ αριστερά του. Φρίκη! Άλλο ένα πόδι δράκου με γαμψά νύχια!

Τώρα ο Ευστάθιος έβαλε τα κλάματα –και κανένας δε θα μπορούσε να τον κοροϊδέψει. Τα δάκρυά του τον ξάφνιασαν όμως, γιατί ήταν πελώρια, κι έσκαγαν με βροντερά πλατς πλουτς πάνω στο θησαυρό. Ήταν ακόμη ασυνήθιστα ζεστά και άχνιζαν.

Ούτε τα δάκρυα ωφέλησαν. Έπρεπε να συρθεί ανάμεσα στους δυο δράκους –έπρεπε να βγει έξω, πάση θυσία. Άπλωσε αργά αργά το δεξί του χέρι. Το μπροστινό πόδι του δράκου στα δεξιά του έκανε ακριβώς την ίδια κίνηση. Έπειτα δοκίμασε το αριστερό του. Το άλλο πόδι του δράκου τον μιμήθηκε.

Δύο δράκοι, δεξιά κι αριστερά, μιμούνταν τις κινήσεις του! Με τα νεύρα σμπαράλια, ο Ευστάθιος ξέχασε τις προφυλάξεις και πετάχτηκε πάνω.

Ήταν τέτοιος ο χαλασμός που επακολούθησε, και πίσω, στη σπηλιά, το χρυσάφι και τα πετράδια κροτάλισαν και κουδούνισαν τόσο άγρια, που ο Ευστάθιος πίστεψε πως οι δύο δράκοι τον κυνηγούσαν. Δεν τόλμησε όμως να γυρίσει να κοιτάξει, κι όρμησε στη λιμνούλα. Στο φως του φεγγαριού, το συσπασμένο σώμα του νεκρού δράκου ήταν αποτρόπαιο. Ο Ευστάθιος ούτε που το πρόσεξε. Μόνο το νερό τον ενδιέφερε.

Ωστόσο, την ώρα που έφτανε στην άκρη της λιμνούλας, έγιναν δύο πράγματα μαζί. Πρώτον, συνειδητοποίησε ξαφνικά, σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός, πως έτρεχε με τα τέσσερα. Τι στο καλό τον είχε πιάσει; Δεύτερον, καθώς έσκυβε στο νερό, του φάνηκε για μια στιγμή πως άλλος ένας δράκος τον αγριοκοίταζε μέσ’ απ’ τη λίμνη. Σ’ ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, ο Ευστάθιος συνειδητοποίησε τη φριχτή αλήθεια: το πρόσωπο του δράκου στη λιμνούλα, ήταν το είδωλό του. Δε χωρούσε αμφιβολία. Το είδωλο κουνιόταν όταν κουνιόταν κι αυτός, κι ανοιγόκλεινε το στόμα του ανάλογα.

Είχε γίνει δράκος στον ύπνο του. Είχε αποκοιμηθεί πάνω στους θησαυρούς του δράκου, με την καρδιά του γεμάτη άγρια απληστία, κι είχε μεταμορφωθεί σε δράκο!

Τώρα εξηγούνταν όλα. Δεν υπήρχαν άλλοι δράκοι στη σπηλιά. Τα φοβερά πόδια, δεξιά κι αριστερά του, ήταν δικά του. Κι ο καπνός που είχε δει, έβγαινε απ’ τα δικά του ρουθούνια. Όσο για τον πόνο στο αριστερό του μπράτσο –σ’ αυτό που ήταν άλλοτε μπράτσο- ανακάλυψε την αιτία αλληθωρίζοντας το αριστερό του μάτι. Το βραχιόλι, που εφάρμοζε τέλεια στο μπράτσο του αγοριού, έπεφτε στενό στο πελώριο πόδι του δράκου: τώρα ήταν βαθιά βυθισμένο στα λέπια και στη σάρκα, και γύρω γύρω το απαίσιο πόδι είχε πρηστεί. Τράβηξε το βραχιόλι με τα σουβλερά του δόντια, μα δεν μπόρεσε να το βγάλει.

Μ’ όλο τον πόνο του, ένιωσε κάτι σαν ανακούφιση. Δεν είχε πια να φοβηθεί τίποτα. Τώρα ήταν φοβερός και τρομερός, και τίποτα στον κόσμο δεν μπορούσε να τα βάλει μαζί του –εκτός από έναν γενναίο ιππότη, και πάλι όχι όποιον κι όποιον. Θα ’δινε λοιπόν ένα καλό μάθημα στον Κασπιανό και στον Έντμουντ, και...

Όμως, τώρα που το σκεφτόταν, κατάλαβε πως δεν ήθελε να τους κάνει κακό. Ήθελε να τους έχει φίλους. Ήθελε να ξαναβρεθεί κοντά σε ανθρώπους, να μιλάει, να γελάει, να μοιράζεται. Κατάλαβε πως ήταν τέρας, πως είχε αποκοπεί απ’ το ανθρώπινο γένος. Η τρομερή μοναξιά τον έπνιγε. Λίγο λίγο, έβλεπε πια πως οι άλλοι δεν ήταν ούτε εχθροί του ούτε «σατανάδες μεταμορφωμένοι». Αναρωτήθηκε για πρώτη φορά αν κι ο ίδιος ήταν πάντα τόσο εντάξει όσο νόμιζε. Είχε πεθυμήσει τις φωνές τους. Αχ, πώς λαχταρούσε ν’ ακούσει μια γλυκιά κουβέντα –μακάρι κι απ’ το στόμα του Ριπιτσιπιτσίπ!

Κι όπως τα σκεφτόταν όλ’ αυτά, ο καημένος ο δράκος και πρώην Ευστάθιος, άρχισε να κλαίει γοερά, και δεν μπορείτε να φανταστείτε ούτε το θέαμα ούτε το άκουσμα, όταν ένας πελώριος και δυνατός δράκος κλαίει με μαύρο δάκρυ σε μια φεγγαρόλουστη κι έρημη κοιλάδα.

Στο τέλος, αποφάσισε να βρει ένα δρόμο για να γυρίσει στην ακτή. Μέσα του ήξερε πια καλά πως ο Κασπιανός δε θα ’φευγε αν δεν τον έβρισκε. Ήταν μάλιστα σίγουρος πως, με κάποιον τρόπο, και σ’ αυτό το χάλι, θα εξηγούσε στους άλλους ποιος είναι.

Ήπιε λοιπόν νερό με την ψυχή του, κι έπειτα (ξέρω πως θ’ ανατριχιάσετε, μα, αν το καλοσκεφτείτε, δεν είναι και τόσο τρομερό) καταβρόχθισε το νεκρό δράκο. Είχε φάει κιόλας τον μισό όταν συνειδητοποίησε τι κάνει –γιατί, βλέπετε, μπορεί να ’χε το μυαλό του Ευστάθιου, αλλά οι γεύσεις και οι ορέξεις του ήταν δρακίσιες. Πρέπει επίσης να σας εξηγήσω ότι ο καλύτερος μεζές για τους δράκους είναι ο φρέσκος δράκος –γι’ αυτό ποτέ δε βρίσκονται δύο δράκοι στην ίδια περιοχή.

Στο τέλος γύρισε κι άρχισε να σκαρφαλώνει την απότομη πλαγιά. Μα δεν πρόλαβε να σκαρφαλώσει και πολύ, γιατί με την πρώτη δρασκελιά, κατάλαβε πως πετούσε. Είχε ξεχάσει εντελώς τα φτερά του, κι αυτή η ευχάριστη έκπληξη ήταν για τον Ευστάθιο η πρώτη εδώ και πολύ καιρό. Σε λίγο, ταξίδευε ψηλά στον αέρα, κι έβλεπε αμέτρητες βουνοκορφές ν’ απλώνονται από κάτω, γυαλίζοντας στο φως του φεγγαριού. Έβλεπε και τον κόλπο, ένα ασημένιο φετάκι σαν πεπόνι, και τον Ταξιδιώτη της Αυγής, και τις φωτιές απ’ τον καταυλιγμό των συντρόφων του να τρεμοπαίζουν στα δάση. Κι έτσι ο Ευστάθιος-δράκος έκανε μια βουτιά, κι από τα ύψη που βρισκόταν άρχισε να κατεβαίνει ορμητικά προς το μέρος τους, σαν να γλιστρούσε σε τσουλήθρα.

Η Λούσυ κοιμόταν βαθιά. Είχε μείνει ξάγρυπνη ως την ώρα που επέστρεψαν οι ανιχνευτές, ελπίζοντας ν’ ακούσει καλές ειδήσεις για τον Ευστάθιο. Όμως οι ανιχνευτές, με επικεφαλής τον Κασπιανό, είχαν γυρίσει αργά, ξεθεωμένοι στην κούραση, κι έφεραν κακά μαντάτα: ούτε ίχνος απ’ τον Ευστάθιο. Είχαν εντοπίσει όμως από ψηλά έναν ψόφιο δράκο σε μια κοιλάδα. Την πληροφορία αυτή προσπάθησαν να τη δουν θετικά, κι ο ένας παρηγορούσε τον άλλο πως δεν είχαν τίποτε να φοβηθούν, πως αυτός ο δράκος θα ’ταν ο τελευταίος στην περιοχή, και πως αφού τον είχαν δει ψόφιο γύρω στις τρεις το απόγευμα, δε θα ’χε προλάβει να σκοτώσει τον Ευστάθιο πριν ψοφήσει.

«Εκτός κι αν το ’φαγε, το βρομόπαιδο, και πέθανε από δηλητηρίαση» είπε ο Ράινς. Το ’πε όμως πολύ σιγανά και δεν τον άκουσε κανείς.

Κι έτσι τώρα, καθώς η Λούσυ κοιμόταν βαθιά, ένιωσε κάποιον να τη σκουντάει απαλά. Βρήκε τους άλλους στο πόδι. Είχαν μαζευτεί σε μια μεριά και κουβέντιαζαν ψιθυριστά.

«Τι πάθατε;» είπε η Λούσυ.

«Σύντροφοι, κάντε καρδιά» έλεγε εκείνη την ώρα ο Κασπιανός. «Ένας δράκος πέρασε πετώντας πάνω απ’ τα δέντρα και προσγειώθηκε στην ακτή. Ναι, φοβάμαι πως μας έχει αποκόψει απ’ το καράβι μας. Κανένα βέλος δεν τρυπάει τους δράκους. Ούτε η φωτιά τούς τρομάζει.»

«Μεγαλειότατε, με την άδειά σας...» πετάχτηκε ο Ριπιτσιπιτσίπ.

«Όχι, μικρέ μου» είπε αποφασιστικά ο Βασιλιάς, «δε σ’ αφήνω να μονομαχήσεις με το δράκο. Κι αν δε μου δώσεις το λόγο σου πως θα με υπακούσεις, θα χρειαστεί να σε δέσω. Πρέπει να ’χουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα και, μόλις φέξει, θα κατεβούμε στην ακτή να πολεμήσουμε. Επικεφαλής θα προχωρήσω εγώ. Ο Βασιλιάς Εδμόνδος θα είναι στα δεξιά μου κι ο Λόρδος Δρινιανός στ’ αριστερά μου. Δε μένει να κανονίσουμε τίποτ’ άλλο. Όπου να ’ναι ξημερώνει. Σε μία ώρα να ετοιμαστεί φαγητό κι όσο κρασί περίσσεψε. Κι όλα να γίνουν σιωπηλά».

«Μπορεί να φύγει από μόνος του» είπε η Λούσυ.

«Τόσο το χειρότερο» απάντησε ο Έντμουντ, «γιατί τότε δε θα ξέρουμε πού είναι. Κι εγώ, άμα μπαίνει καμιά σφήκα στο δωμάτιό μου, δε θέλω να τη χάνω απ’ τα μάτια μου».

Ήταν τρομερή η υπόλοιπη νύχτα, κι όταν ετοιμάστηκε το φαγητό, κανένας δεν είχε όρεξη, κι ας ήξεραν όλοι πως έπρεπε να φάνε για να πάρουν δυνάμεις. Ατέλειωτες τους φάνηκαν οι ώρες ώσπου είδαν το σκοτάδι να ξανοίγει κι άκουσαν δυο τρία πουλάκια να τιτιβίζουν κι ο κόσμος έγινε πιο κρύος και υγρός απ’ ό,τι τη νύχτα κι ο Κασπιανός είπε: «Εμπρός, φίλοι».

Σηκώθηκαν όλοι, με το σπαθί στο χέρι, και σχημάτισαν μια συμπαγή ομάδα με τη Λούσυ στη μέση και τον Ριπιτσιπιτσίπ στον ώμο της. Πιο καλά ήταν έτσι, παρά να περιμένουν, και ο καθένας τους ένιωσε ν’ αγαπάει τους υπόλοιπους πιο πολύ απ’ τις συνηθισμένες στιγμές. Ξεκίνησαν με βήμα στρατιωτικό. Το φως δυνάμωνε όταν έφταναν στην άκρη του δάσους. Και να, στην αμμουδιά, σαν γιγάντια σαύρα ή κροκόδειλος, ήταν ξαπλωμένος ο δράκος, ένα ερπετό όλο πόδια, λέπια κι αγκάθια, πελώριο κι αποτρόπαιο.

Μα όταν τους είδε ο δράκος, αντί να σηκωθεί και να ξεράσει καπνούς και φωτιές, έκανε πίσω –σχεδόν παραπατώντας– και μπήκε στα ρηχά του κόλπου.

«Γιατί κουνάει έτσι το κεφάλι του;» είπε ο Έντμουντ.

«Σαν να γνέφει καταφατικά» είπε ο Κασπιανός.

«Κάτι τρέχει απ’ τα μάτια του» είπε ο Δρινιανός.

«Μα δεν καταλαβαίνετε;» είπε η Λούσυ. «Κλαίει. Δάκρυα είναι.»

«Στη θέση σας, Κυρία, δε θα ’μουν τόσο σίγουρος» είπε ο Δρινιανός. «Το ίδιο κάνουν και οι κροκόδειλοι για να ξεγελάσουν τη λεία τους.»

«Κοίτα! Τώρα που το ’πες, κούνησε το κεφάλι του αρνητικά» είπε ο Έντμουντ. «Λες κι ήθελε να πει Όχι. Κοίτα! Πάλι το κάνει.»

«Λες να καταλαβαίνει τι λέμε;» ρώτησε η Λούσυ.

Ο δράκος άρχισε να κουνάει καταφατικά το κεφάλι του μ’ όλη του τη δύναμη.

Ο Ριπιτσιπιτσίπ πήδηξε απ’ τον ώμο της Λούσυ και βγήκε μπροστά.

«Δράκε» τσίριξε, «καταλαβαίνεις τι λέμε;»

Ο δράκος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.

«Ξέρεις να μιλάς;»

Ο δράκος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

«Τότε» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ, «περιττό να σε ρωτήσω τι γυρεύεις εδώ. Μα αν ορκίζεσαι να γίνεις φίλος μας, σήκωσε ψηλά το μπροστινό σου πόδι. Το αριστερό».

Ο δράκος υπάκουσε, αλλά πολύ αδέξια, γιατί το πόδι του ήταν πρησμένο τούμπανο απ’ το χρυσό βραχιόλι.

«Κοιτάξτε!» είπε η Λούσυ. «Κάτι έχει το πόδι του. Α, τον καημένο! Ίσως γι’ αυτό να κλαίει. Μπορεί να ήρθε εδώ για να τον γιατρέψουμε, όπως το λιοντάρι στον Ανδροκλή.»

«Πρόσεξε, Λουκία» είπε ο Κασπιανός. «Είναι πανέξυπνος δράκος. Μπορεί να το κάνει επίτηδες.»

Όμως η Λούσυ έτρεχε κιόλας, με τον Ριπιτσιπιτσίπ το κατόπι της, μ’ όλη τη δύναμη των μικρών της ποδιών. Τ’ αγόρια κι ο Δρινιανός την ακολούθησαν.

«Δώσ’ μου το καημένο το ποδαράκι σου» είπε η Λούσυ. «Μπορεί να καταφέρω να σ’ το γιατρέψω.»

Κι ο δράκος και πρώην Ευστάθιος άπλωσε το πονεμένο πόδι του μετά χαράς, γιατί θυμόταν πώς τον είχε συνεφέρει απ’ τη ναυτία το μαγικό φίλτρο της Λούσυ, παλιά, πριν γίνει δράκος. Το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό. Το μαγικό υγρό τού πέρασε λίγο το πρήξιμο και τον πόνο, αλλά δεν μπόρεσε να διαλύσει το χρυσάφι.

Όλοι είχαν μαζευτεί γύρω του, να δουν τι θα γίνει, κι άξαφνα ο Κασπιανός φώναξε: «Κοιτάξτε!» Είχε δει το βραχιόλι.

Загрузка...