Ο άνεμος δεν έπεσε ποτέ, μα κάθε μέρα μαλάκωνε, και στο τέλος τα κύματα έγιναν σαν ρυτίδες στα νερά, και το καράβι γλιστρούσε και πήγαινε σαν ν’ αρμένιζε σε λίμνη. Και κάθε νύχτα έβλεπαν στην ανατολή νέους αστερισμούς, που κανένας δεν τούς είχε δει ποτέ στη Νάρνια –ούτε και πουθενά αλλού, σκέφτηκε η Λούσυ, χαρούμενη και φοβισμένη συνάμα. Τα καινούρια αστέρια ήταν μεγάλα και λαμπερά, κι οι νύχτες είχαν ζεστάνει. Οι περισσότεροι κοιμόντουσαν πια στο κατάστρωμα, ψιλοκουβεντιάζοντας ως αργά, ή έγερναν στην κουπαστή και χάζευαν το φωτεινό αφρό που χόρευε στην πλώρη.
Κι ένα βράδυ που η ομορφιά του σου ’κοβε την ανάσα, μ’ ένα ηλιοβασίλεμα τόσο πορφυρό και μενεξεδένιο κι απέραντο, που θα ’λεγες πως είχε μεγαλώσει ο ουρανός, μπροστά τους, στα δεξιά της πλώρης, φάνηκε στεριά. Η στεριά τούς πλησίαζε αργά, και το φως που είχαν πίσω τους έκανε τ’ ακρωτήρια και τις κορφές της να μοιάζουν τυλιγμένα στις φλόγες. Σε λίγο, ο Ταξιδιώτης της Αυγής αρμένιζε γιαλό γιαλό, κι όπως άφηνε πίσω του το δυτικό ακρωτήρι, μαύρο πάνω στον κόκκινο ουρανό, και σουβλερό σαν να ’ταν ψαλιδισμένο σε χαρτόνι, είδαν όλοι καλύτερα πώς ήταν αυτός ο άγνωστος τόπος. Δεν είχε βουνά, μόνο κάτι χαμηλούς λόφους με στρογγυλεμένες πλαγιές σαν μαξιλάρια. Από τους λόφους ερχόταν ένα υπέροχο άρωμα –«θαμπό και βαθυπόρφυρο» είπε η Λούσυ, κι ο Κασπιανός απάντησε: «Ξέρω, κατάλαβα τι εννοείς», αλλά του Έντμουντ του φάνηκε πως μυρίζει κάτι σάπιο, κι ο Ράινς συμφώνησε νοερά μαζί του.
Κι έτσι προχώρησαν, γιαλό γιαλό, περνώντας ένα ένα τα ακρωτήρια, με την ελπίδα να πετύχουν κάποιο ωραίο λιμάνι με βαθιά νερά. Στο τέλος όμως συμβιβάστηκαν μ’ έναν φαρδύ, ξέβαθο κολπίσκο. Και μόλο που έξω, στ’ ανοιχτά, η θάλασσα ήταν λάδι, τώρα μεγάλα κύματα έσπαγαν στην αμμουδιά, κι ο Ταξιδιώτης της Αυγής δεν μπόρεσε να πλησιάσει όσο λογάριαζε. Έριξαν λοιπόν άγκυρα κάπως μακριά, και βγήκαν στη στεριά με τη βάρκα, με κάμποσο κούνημα και κατάβρεγμα. Το Λόρδο Ρουπ τον άφησαν στον Ταξιδιώτη της Αυγής, γιατί είπε πως τα ’χε μπουχτίσει τα νησιά. Κι όσο έμειναν σ’ εκείνο τον τόπο, δεν έχασαν απ’ τ’ αυτιά τους τον ήχο των κυμάτων που έσπαγαν στην ακτή.
Δυο άντρες έμειναν να φυλάνε τη βάρκα, κι ο Κασπιανός οδήγησε τους υπόλοιπους στην ενδοχώρα, όχι πολύ μακριά, γιατί ήταν ήδη αργά για εξερευνήσεις και το φως λιγόστευε. Δεν ήταν όμως ανάγκη να πάνε μακριά για να συναντήσουν την επόμενη περιπέτεια. Η επίπεδη κοιλάδα, που βρισκόταν στο κέντρο του κόλπου, δεν είχε δρόμους ούτε ίχνη κατοίκων. Ήταν στρωμένη με πυκνό, αφράτο χορτάρι, και τόπους τόπους είχε κάτι χαμηλά θαμνάκια –ρείκια του φάνηκαν του Έντμουντ, και η Λούσυ συμφώνησε. Ο Ευστάθιος, που ήταν πολύ καλός στη βοτανολογία, διαφώνησε, και μάλλον είχε δίκιο –πάντως, ό,τι κι αν ήταν εκείνα τα φυτά, έμοιαζαν πολύ με ρείκια.
Είχαν κάνει κιόλας απόσταση ενός βέλους απ’ την ακτή, όταν ο Δρινιανός είπε: «Κοιτάξτε! Τι ’ν’ αυτό;» κι όλοι σταμάτησαν.
«Σαν μεγάλα δέντρα μοιάζουν» είπε ο Κασπιανός.
«Εγώ λέω πως είναι πύργοι» είπε ο Ευστάθιος.
«Μπορεί να ’ναι και γίγαντες» είπε σιγανά ο Έντμουντ.
«Αν δεν πλησιάσουμε αρκετά, δεν πρόκειται να μάθουμε ποτέ τι είναι» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ, και τραβώντας το σπαθί του, προχώρησε πρώτος.
«Σαν χαλάσματα φαίνονται» είπε η Λούσυ, όταν πια είχαν πλησιάσει αρκετά, μαντεύοντας πιο σωστά απ’ όλους.
Έβλεπαν τώρα έναν φαρδύ, παραλληλόγραμμο χώρο, που τον έκλειναν σμιλεμένες πέτρες και γκρίζες κολόνες, αλλά δεν είχε από πάνω σκεπή. Κι απ’ άκρη σ’ άκρη του τον χώριζε ένα μακρύ τραπέζι, ντυμένο με πλούσιο δαμασκηνό που σερνόταν ως το πάτωμα. Από τις δυο μεριές του είχε πέτρινα καθίσματα με βαριά σκαλίσματα και μεταξωτά μαξιλάρια. Και πάνω στο τραπέζι ήταν στρωμένα τόσα φαγητά, που δεν τα ’χαν δει ούτε στο Κάιρ Πάραβελ όταν βασίλευε ο Πέτρος ο Μεγάλος Βασιλιάς. Είχε γαλοπούλες και χήνες και φασιανούς, είχε κεφάλια αγριόχοιρων και ελάφια, είχε πίτες σε σχήμα καραβιών με ανοιγμένα πανιά, κι άλλες όμοιες με δράκους ή ελέφαντες, είχε παγωμένες πουτίγκες και αστραφτερούς αστακούς, σολομούς που γυαλοκοπούσαν, αμύγδαλα, καρύδια και σταφύλια, ανανάδες και ροδάκινα, ρόδια, πεπόνια, ντομάτες. Είχε μπουκάλες από χρυσάφι, ασήμι κι ένα περίεργα δουλεμένο γυαλί, και το άρωμα των φρούτων και του κρασιού ερχόταν προς το μέρος τους με τον άνεμο, σαν υπόσχεση ατέλειωτης ευτυχίας.
«Πόπο!» είπε σιγανά η Λούσυ.
Συνέχισαν να πλησιάζουν, αμίλητοι, χωρίς να κάνουν θόρυβο.
«Μα πού είναι οι καλεσμένοι;» ρώτησε ο Ευστάθιος.
«Αυτούς, να σου τους φέρω στο άψε σβήσε, αφεντικό» πετάχτηκε ο Ράινς. «Το μόνο εύκολο!»
«Κοιτάξτε!» είπε κοφτά ο Έντμουντ. Τώρα βρίσκονταν ανάμεσα στις κολόνες και πατούσαν στο πλακόστρωτο. Όλοι κοίταξαν εκεί που τους έδειχνε ο Έντμουντ. Στο κεφάλι του τραπεζιού και στις δυο θέσεις δεξιά κι αριστερά του, ήταν κάτι –ή, μάλλον, τρία κάτι.
«Τι ν’ αυτά;» ρώτησε ψιθυριστά η Λούσυ. «Σαν κάστορες καθισμένοι στο τραπέζι μοιάζουν.»
«Ή σαν πελώριες φωλιές πουλιών» συμπλήρωσε ο Έντμουντ.
«Ή σαν μικρές θημωνιές» είπε ο Κασπιανός.
Ο Ριπιτσιπιτσίπ πετάχτηκε μπροστά, πήδηξε σ’ ένα κάθισμα κι από κει στο τραπέζι, και παρακάμπτοντας με χάρη, σαν χορευτής, τα κύπελλα με τα πολύτιμα πετράδια, τις πυραμίδες των φρούτων και τις φιλντισένιες αλατιέρες, έφτασε στον μυστηριώδη γκρίζο όγκο της άλλης άκρης, τον περιεργάστηκε, τον άγγιξε και τους φώναξε:
«Αυτοί εδώ αποκλείεται να πολεμήσουν!»
Και τώρα πλησίασαν κι οι άλλοι, κι είδαν καθισμένους στο τραπέζι τρεις άντρες –ή μάλλον τρία πλάσματα, που έπρεπε να τα κοιτάξεις πολύ προσεχτικά για να καταλάβεις πως ήταν άντρες. Είχαν γκρίζα μαλλιά, τόσο μακριά, που τους έπεφταν στα μάτια και τους σκέπαζαν το πρόσωπο, κι οι γενειάδες τους σέρνονταν στο τραπέζι αγκαλιάζοντας πιάτα, κύπελλα και πιατέλες όπως οι βατομουριές το φράχτη, κι ένα σωρά σερβίτσια είχαν κυλήσει απ’ το τραπέζι στο πάτωμα μπερδεμένα σ’ ένα πυκνό στρώμα από τρίχες. Και τα μαλλιά τους κρέμονταν πίσω, τόσο μακριά, που σκέπαζαν ως κάτω τα πέτρινα καθίσματα. Θα ’λεγες πως οι τρεις άντρες ήταν φτιαγμένοι μόνο από μαλλιά.
«Νεκροί είναι;» ρώτησε ο Κασπιανός.
«Δε μου φαίνεται, αφέντη» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ, προσπαθώντας να ξεμπερδέψει και με τα δυο του ποδαράκια το χέρι του ενός μέσα απ’ τα πυκνά μαλλιά. «Το χέρι του είναι ζεστό κι ο σφυγμός του χτυπάει.»
«Κι αυτό ζεστό είναι... Κι αυτό...» είπε ο Δρινιανός.
«Καλέ, κοιμούνται του καλού καιρού!» φώναξε ο Ευστάθιος.
«Πρέπει να κοιμούνται χρόνια» είπε ο Έντμουντ, «γι’ αυτό μάκρυναν έτσι τα μαλλιά τους».
«Μόνο από μάγια έχω δει τέτοιον ύπνο» είπε η Λούσυ. «Καλά το ’νιωσα εγώ απ’ τη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας εδώ πέρα. Όλο το νησί είναι γεμάτο μάγια. Εμάς περίμεναν για να τα λύσουμε;»
«Για να δούμε» είπε ο Κασπιανός, κι άρχισε να ταρακουνάει τον πρώτο κοιμισμένο. Για μια στιγμή, όλοι πίστεψαν πως κάτι θα γίνει, γιατί ο κοιμισμένος ανάσανε βαθιά και μουρμούρισε: «Τέρμα η ανατολή. Δεν. πάει άλλο. Κάντε πανιά για τη Νάρνια». Κι αμέσως ξαναβυθίστηκε πιο βαθιά από πρώτα. Το βαρύ του κεφάλι κρέμασε πιο χαμηλά, πλησιάζοντας το τραπέζι, κι οι υπόλοιπες προσπάθειες του Κασπιανού πήγαν χαμένες. Σχεδόν τα ίδια έγιναν και με τον δεύτερο. «Δεν είμαστε κτήνη εμείς... Όσο μπορείτε, τραβάτε ανατολικά... Χώρες πίσω απ’ τον ήλιο...» μουρμούρισε και ξαναβυθίστηκε στον ύπνο. Κι ο τρίτος είπε μόνο: «Μου περνάτε τη μουστάρδα, παρακαλώ;» και συνέχισε να ροχαλίζει.
«Κάντε πανιά για τη Νάρνια, ε;» είπε ο Δρινιανός.
«Σωστά» απάντησε ο Κασπιανός. «Δρινιανέ, νομίζω πως η αναζήτησή μας τελειώνει εδώ. Στάσου να δούμε τα δαχτυλίδια τους. Α, μάλιστα, να και τα οικόσημα. Αυτός εδώ είναι ο Λόρδος Ρεβιλιανός. Κι αυτός, ο Λόρδος Αργκόζ. Κι αυτός, ο Λόρδος Μάβραμορν.»
«Και τι θα κάνουμε τώρα που δεν ξυπνάνε;» είπε η Λούσυ.
«Να με συγχωρούν οι Μεγαλειότητες σας» μίλησε τότε ο Ράινς, «αλλά δεν τσιμπάμε κάτι όσο τα κουβεντιάζουμε; Τέτοιο τραπέζι δε μας περιμένει κάθε μέρα...»
«Ούτε να το σκεφτείς!» είπε ο Κασπιανός.
«Βέβαια, βέβαια» είπαν κάμποσοι ναύτες. «Εδώ ο τόπος είναι μαγεμένος. Καλύτερα να γυρίσουμε στο καράβι μια ώρα αρχύτερα.»
«Να μου το θυμηθείτε» πετάχτηκε ο Ριπιτσιπιτσίπ. «Οι τρεις Λόρδοι έφαγαν απ’ αυτά και κοιμούνται εφτά χρόνια!»
«Εγώ δεν τ’ αγγίζω, μακάρι να μου πάρεις το κεφάλι» είπε ο Δρινιανός.
«Μυστήριο πράμα! Τι γρήγορα που λιγοστεύει το φως...» είπε ο Ρύνελφος.
«Πίσω στο καράβι... Να γυρίσουμε πίσω» μουρμούρισαν οι ναύτες.
«Έτσι λέω κι εγώ» είπε ο Έντμουντ. «Κι αύριο θα δούμε τι θα κάνουμε με τους τρεις κοιμισμένους. Το φαί δεν πρέπει να τ’ αγγίξουμε, κι ούτε έχει νόημα να περάσουμε τη νύχτα εδώ. Ο τόπος μυρίζει μάγια –και κίνδυνο!»
«Συμφωνώ με το Βασιλέα Εδμόνδο» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ, «αλλά μόνο για το πλήρωμα εν γένει. Προσωπικώς, θα μείνω εδώ ώσπου να ξημερώσει».
«Είσαι στα καλά σου;» είπε ο Ευστάθιος.
«Βεβαίως. Η περιπέτεια είναι μεγάλη» απάντησε ο Ποντικός, «και ο κίνδυνος μάλλον ασήμαντος. Για μένα, θα ’ναι χειρότερο να γυρίσω στη Νάρνια και να τρώγομαι πως δείλιασα κι άφησα άλυτο τέτοιο μυστήριο».
«Τότε, θα μείνω μαζί σου» είπε ο Έντμουντ.
«Κι εγώ» πετάχτηκε ο Κασπιανός.
«Κι εγώ μαζί σας» φώναξε η Λούσυ. Κι έτσι, προσφέρθηκε να μείνει κι ο Ευστάθιος. Και πρέπει να ξέρετε πως ήταν πολύ γενναία απόφαση, γιατί όσα είχε ζήσει μαζί τους ως τότε, δεν τα ’χε δει ούτε στον ύπνο του πριν απ’ την ώρα που βρέθηκε στον Ταξιδιώτη της Αυγής, και δεν ήταν καθόλου μαθημένος σε κινδύνους.
«Μεγαλειότατε, σας εξορκίζω...» είπε ο Δρινιανός.
«Όχι, Λόρδε μου» είπε ο Κασπιανός. «Η δική σου θέση είναι στο πλοίο. Κι ύστερα, είσαι στο πόδι απ’ το πρωί. Εμείς είμαστε ξεκούραστοι.» Ακολούθησαν ένα σωρό επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα, και στο τέλος επικράτησε η άποψη του Κασπιανού. Κι όταν το πλήρωμα γύρισε στο καράβι κι άρχισε να σκοτεινιάζει, οι πέντε φρουροί –ή μάλλον οι τέσσερις, γιατί ο Ποντικός πρέπει να εξαιρεθεί– ένιωσαν κάτι παγωμένο να τους σφίγγει το στομάχι.
Χρειάστηκαν κάμποση ώρα για να διαλέξουν τις θέσεις τους. Το τραπέζι ήταν επικίνδυνο, κι όλοι σκέφτονταν το ίδιο πράγμα, μόλο που κανείς δεν το είπε φωναχτά. Όπως και να το κάνουμε, δεν ήταν εύκολη εκλογή. Κανένας δεν άντεχε να περάσει τη νύχτα δίπλα σ’ αυτά τα τρομερά τριχωτά πλάσματα, που μπορεί να μην ήταν νεκρά, αλλά ούτε και ζωντανά ήταν, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Πάλι, αν κάθονταν στην πέρα άκρη του τραπεζιού, δε θα τους έβλεπαν καλά στο σκοτάδι, και δε θα τους έπαιρναν χαμπάρι αν σάλευαν. Χώρια που, μετά τα μεσάνυχτα, θα τους έχαναν τελείως απ’ τα μάτια τους, κι η αγρύπνια θα πήγαινε χαμένη. Κι έτσι, γύριζαν γύρω γύρω στο τραπέζι, κι έλεγαν: «Ίσως από δω» ή «καλύτερα λίγο πιο κει» και «Απ’ την εδώ μεριά ή απ’ την απέναντι;» ώσπου επιτέλους κάθισαν στη μέση του τραπεζιού και λίγο πιο κει, μια ιδέα πιο κοντά στους κοιμισμένους. Κόντευε δέκα η ώρα κι ήταν πια σκοτεινά. Οι παράξενοι, άγνωστοι αστερισμοί άναβαν ολόλαμπροι στην ανατολή, κι η Λούσυ αποφάσισε πως, τελικά, προτιμούσε τη Λεοπάρδαλη και το Πλοίο, τα γνώριμα αστέρια της Νάρνια.
Τυλίχτηκαν λοιπόν στους μανδύες τους και περίμεναν ακίνητοι. Στην αρχή, δοκίμασαν να πιάσουν κουβέντα, αλλά κανένας δεν είχε όρεξη για λόγια, κι έμειναν έτσι, καθισμένοι, χωρίς να κάνουν τίποτα, ακούγοντας τα κύματα που έσπαγαν στην ακτή.
Πέρασαν ώρες που τους φάνηκαν αιώνες, κι ήρθε μια στιγμή που όλοι ένιωσαν πως τους είχε πάρει ο ύπνος και μόλις τώρα ξυπνούσαν. Τ’ αστέρια είχαν αλλάξει θέση απ’ την τελευταία φορά που τα είχαν κοιτάξει, κι ο ουρανός ήταν κατάμαυρος, εκτός από ένα αχνό γκρίζο που σημάδευε την ανατολή. Ήταν ξεπαγιασμένοι, μουδιασμένοι και διψούσαν, όμως κανείς τους δε μίλησε γιατί, επιτέλους, είχε αρχίσει να συμβαίνει κάτι.
Μπροστά τους, πέρα απ’ τις κολόνες, ήταν η πλαγιά ενός χαμηλού λόφου. Και τώρα μια πόρτα άνοιξε στην πλαγιά κι από μέσα φάνηκε φως. Κάποιος βγήκε από την πόρτα και την ξανάκλεισε. Το πλάσμα που είχε βγει, κρατούσε κάτι αναμμένο –κι αυτό το φως ήταν το μόνο που ξεχώριζε μες στο σκοτάδι. Το πλάσμα τους πλησίασε αργά αργά, κι όταν έφτασε στην απέναντι μεριά του τραπεζιού, είδαν πως ήταν μια ψηλόλιγνη κοπέλα με μακρύ γαλάζιο φόρεμα χωρίς μανίκια, και ξανθά μαλλιά που της σκέπαζαν τις πλάτες. Κι όλοι την κοίταξαν και κατάλαβαν για πρώτη φορά στη ζωή τους τι θα πει ομορφιά.
Η κοπέλα κρατούσε ένα ασημένιο καντηλέρι μ’ ένα μεγάλο κερί, και το ακούμπησε στο τραπέζι. Δεν ξέρω αν είχε πέσει στο μεταξύ ο άνεμος που ερχόταν απ’ τη θάλασσα, πάντως η φλόγα του κεριού στάθηκε ολόισια κι ασάλευτη, λες κι έκαιγε σ’ ένα δωμάτιο με παράθυρα κλειστά και τραβηγμένες κουρτίνες. Άστραψαν στο φως του τ’ ασήμια και τα χρυσάφια του τραπεζιού.
Και τώρα, η Λούσυ πρόσεξε κάτι πάνω στο τραπέζι. Κάτι που δεν το ’χε προσέξει ως τότε. Ήταν ένα πέτρινο μαχαίρι, κοφτερό σαν ατσάλι, ένα όπλο πανάρχαιο –και άγριο.
Κι όπως κοιτούσαν όλοι αμίλητοι, άξαφνα, πρώτος ο Ριπιτσιπιτσίπ και δεύτερος ο Κασπιανός, πετάχτηκαν όρθιοι. Είχαν καταλάβει πως η άγνωστη κοπέλα ήταν κάποια μεγάλη αρχόντισσα.
«Ταξιδιώτες που ήρθατε από μακριά στο Τραπέζι του Ασλάν» είπε η κοπέλα, «γιατί δεν τρώτε και γιατί δεν πίνετε;»
«Κυρία» απάντησε ο Κασπιανός, «φοβηθήκαμε. Νομίζαμε πως το φαΐ βύθισε τους φίλους μας σ’ αυτόν το μαγεμένο ύπνο».
«Ούτε που το άγγιξαν το φαί» απάντησε η κοπέλα.
«Σας παρακαλώ» είπε η Λούσυ, «πείτε μας τι έπαθαν...»
«Εδώ κι εφτά χρόνια» είπε η κοπέλα, «έφτασαν εδώ μ’ ένα καράβι που είχε πανιά κουρελιασμένα και σκαρί τσακισμένο. Είχαν και λίγους ναύτες μαζί τους, κι όταν ανακάλυψαν το Τραπέζι, ο ένας είπε: “Ωραίος τόπος. Δέστε τις μούδες, αφήστε τα κουπιά. Ας μείνουμε εδώ, να τελειώσουμε ειρηνικά τη ζωή μας”. Κι ο δεύτερος είπε: “Όχι, να κάνουμε πανιά για τη δύση, να γυρίσουμε στη Νάρνια. Μπορεί να ’χει πεθάνει ο Μιράζ”. Όμως ο τρίτος, που ήταν πολύ αυταρχικός, πετάχτηκε πάνω και φώναξε: “Όχι, μα τον ουρανό! Είμαστε άντρες και Τελμαρινοί, δεν είμαστε κτήνη! Την περιπέτεια πρέπει να ζητάμε. Πάντα την περιπέτεια. Έτσι κι αλλιώς, δεν έχουμε πολλή ζωή μπροστά μας. Όση μας απομένει, ας την περάσουμε ταξιδεύοντας στον ακατοίκητο κόσμο Πίσω απ’ την Ανατολή”. Κι έπειτα λογόφεραν, κι ο τρίτος άρπαξε το Πέτρινο Μαχαίρι που βλέπετε. Ήθελε να φοβερίσει τους συντρόφους του. Όμως αυτό το μαχαίρι δεν κάνει να το αγγίζει κανείς, και μόλις έσφιξε τα δάχτυλά του στη λαβή, ύπνος βαθύς τους αγκάλιασε και τους τρεις, και δε θα ξυπνήσουν αν δε λυθούν τα μάγια».
«Τι είναι το Πέτρινο Μαχαίρι;» ρώτησε ο Ευστάθιος.
«Κανένας σας δεν ξέρει;» είπε η κοπέλα.
«Νο... νομίζω... Κάπου το ’χω ξαναδεί» είπε η Λούσυ. «Μ’ ένα τέτοιο μαχαίρι, τα παλιά χρόνια, θέλησε να σκοτώσει τον Ασλάν πάνω στο Πέτρινο Τραπέζι... η Λευκή Μάγισσα!»
«Αυτό είναι» απάντησε η κοπέλα, «και το φυλάμε εδώ ευλαβικά, ώσπου να σβήσει ο κόσμος».
Και τότε μίλησε ο Έντμουντ, που όσο προχωρούσε η συζήτηση, έδειχνε όλο και πιο εκνευρισμένος:
«Μια στιγμή! Μπορεί να ’μαι δειλός που δεν έφαγα τίποτα απ’ το τραπέζι –όμως ανάγωγος δεν είμαι... Ξέρετε, σ’ αυτό το ταξίδι περάσαμε πολλές περιπέτειες και... και τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται. Όταν κοιτάζω το πρόσωπό σας, σας πιστεύω –μα το ίδιο θα γινόταν κι αν ήσαστε μάγισσα. Πώς ξέρουμε πώς είστε φίλη;»
«Δε θα το μάθετε ποτέ» είπε η κοπέλα. «Στο χέρι σας είναι να το πιστέψετε ή να μην το πιστέψετε.»
Και μέσα στη σιωπή που ακολούθησε, αντήχησε καθαρή και σταθερή η φωνούλα του Ριπιτσιπιτσίπ: «Αφέντη» είπε στον Κασπιανό, «αν έχεις την καλοσύνη, βάλε μου κρασί στο κύπελλό μου. Είναι πολύ βαρύ το μπουκάλι, δεν μπορώ να το σηκώσω –και θέλω να πιώ στην υγειά της Κυρίας».
Ο Κασπιανός υπάκουσε, και το Ποντίκι, όρθιο πάνω στο τραπέζι, ύψωσε το χρυσό κύπελλο με τα μπροστινά του ποδαράκια και είπε: «Κυρία, πίνω στην υγειά σας». Κι έπειτα έπεσε με τα μούτρα στον κρύο φασιανό, και σε λίγο όλοι ακολουθούσαν το παράδειγμά του. Είχαν μια πείνα που δεν περιγράφεται, και τα φαγητά, αν και ακατάλληλα για πρόγευμα, ήταν ένα κι ένα για πολύ καθυστερημένο δείπνο.
«Γιατί το λέτε Τραπέζι του Ασλάν;» ρώτησε η Λούσυ.
«Αυτός πρόσταξε να το στρώσουμε εδώ» είπε η κοπέλα, «για όσους έρχονται από μακριά. Λένε πως το νησί μας είναι το Τέλος του Κόσμου, γιατί ακόμα κι αν συνεχίσεις το ταξίδι, εδώ θα είναι πάντα η Αρχή του Τέλους».
«Και δε χαλάει το φαΐ;» ρώτησε ο Ευστάθιος, που ήταν πρακτικό πνεύμα.
«Κάθε μέρα τρώγεται, και κάθε μέρα στρώνεται καινούριο» είπε η κοπέλα. «Περίμενε και θα δεις.»
«Και τους Κοιμισμένους, τι θα τους κάνουμε;» ρώτησε ο Κασπιανός. «Στον κόσμο όπου ζουν οι φίλοι μου» (κι έδειξε μ’ ένα νεύμα τον Ευστάθιο και τα Πηβενσόπουλα) «υπάρχει μια ιστορία, για το βασιλόπουλο που φτάνει σ’ ένα κάστρο και τους βρίσκει όλους κοιμισμένους από μάγια. Σ’ αυτή την ιστορία, τα μάγια λύνονται μόλις το βασιλόπουλο φιλήσει την Κοιμισμένη Βασιλοπούλα».
«Εδώ δεν είναι έτσι» είπε η κοπέλα. «Εδώ δεν μπορεί κανείς να φιλήσει τη βασιλοπούλα αν δε λύσει πρώτα τα μάγια.»
«Τότε, στ’ όνομα του Ασλάν» είπε ο Κασπιανός, «δείξε μου πώς, και το κάνω αμέσως!»
«Ο πατέρας μου θα σου δείξει» είπε η κοπέλα.
«Ο πατέρας σου!» φώναξαν όλοι μαζί. «Ποιος είναι; Και πού βρίσκεται;»
«Να τον» είπε η κοπέλα, και γυρίζοντας τους έδειξε την πόρτα στην πλαγιά του λόφου. Τώρα την ξεχώριζαν καλύτερα, γιατί όσο μιλούσαν, τ’ αστέρια είχαν θαμπώσει κι ένα άσπρο φως έσκιζε τόπους τόπους το σταχτή ουρανό της ανατολής.