«Ξηρά ενόψει!» φώναξε ο ναύτης απ’ το κεφάλι του δράκου.
Η Λούσυ, που κουβέντιαζε με τον Ράινς στο κάσαρο, κατρακύλησε ολοταχώς την ανεμόσκαλα κι όρμησε μπροστά. Στα μισά του δρόμου συνάντησε και τον Έντμουντ, και βρήκαν τον Κασπιανό, τον Δρινιανό και τον Ριπιτσιπιτσίπ ανεβασμένους κιόλας στο καμπούνι της πλώρης. Ήταν παγερό πρωί, μ’ έναν ουρανό χλομό και θάλασσα σκούρα μπλε, στεφανωμένη με αφρούς. Και να, λίγο πιο πέρα, στα δεξιά της πλώρης, είχε φανεί το πρώτο Νησί της Μοναξιάς, το Φέλιμαθ, ένας χαμηλός πράσινος λόφος μέσα στα νερά. Πίσω του ξεχώριζαν οι γκρίζες πλαγιές του επόμενου νησιού, του Ντόορν.
«Το Φέλιμαθ και το Ντόορν» είπε η Λούσυ χοροπηδώντας. «Κοίτα! Δεν άλλαξαν καθόλου απ’ τον παλιό καλό καιρό. Πότε τα είδαμε για τελευταία φορά, Έντμουντ;»
«Εγώ ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί ανήκουν στη Νάρνια» είπε ο Κασπιανός. «Τα είχε κατακτήσει ο Μεγάλος Βασιλιάς Πέτρος;»
«Όχι» είπε ο Έντμουντ. «Τα νησιά ήταν ναρνιανά πριν απ’ τη δική μας εποχή, απ’ τον καιρό της Λευκής Μάγισσας.»
(Για να σας πω την αλήθεια, ούτε κι εγώ έμαθα πώς προσαρτήθηκαν στο Στέμμα της Νάρνια αυτά τα μακρινά νησιά. Αν το μάθω ποτέ, κι αν η ιστορία έχει ενδιαφέρον, μπορεί να σας τη διηγηθώ σε κάποιο άλλο βιβλίο.)
«Εδώ θ’ αράξουμε, αφέντη;» ρώτησε ο Δρινιανός.
«Δε μου φαίνεται χρήσιμο να μείνουμε στο Φέλιμαθ» είπε ο Έντμουντ. «Στα δικά μας χρόνια ήταν σχεδόν ακατοίκητο, και δε βλέπω να ’χει αλλάξει πολύ. Οι νησιώτες κατοικούσαν κυρίως στο Ντόορν. Είχε και μερικούς στην Άβρα, το τρίτο νησί, που δε φαίνεται ακόμα. Στο Φέλιμαθ έβοσκαν τα πρόβατά τους.»
«Τότε να παρακάμψουμε το ακρωτήριο και να κατεβούμε στο Ντόορν» είπε ο Δρινιανός. «Θα συνεχίσουμε με τα κουπιά.»
«Κρίμα που δε θα δούμε το Φέλιμαθ» είπε η Λούσυ. «Πεθύμησα να το σεργιανίσω. Έχει τόσο ωραία ερημιά... όλο χορτάρι και τριφύλλι κι απαλό θαλασσινό αεράκι.»
«Κι εγώ θέλω να ξεμουδιάσω» είπε ο Κασπιανός. «Λοιπόν, ξέρετε τι λέω; Να βγούμε στο Φέλιμαθ με τη βάρκα, και μετά να τη στείλουμε πίσω. Να διασχίσουμε το Φέλιμαθ με τα πόδια και να συναντήσουμε τον Ταξιδιώτη της Αυγής απ’ την άλλη μεριά.»
Βέβαια, εκείνη τη στιγμή ο Κασπιανός δεν είχε ακόμα την πείρα που θ’ αποκτούσε στο τέλος αυτού του ταξιδιού –αλλιώς δε θα τους πρότεινε ποτέ κάτι τέτοιο. Οι άλλοι βρήκαν την ιδέα καταπληκτική. «Αχ, πάμε! Πάμε!» φώναξε η Λούσυ.
«Δεν έρχεσαι κι εσύ;» είπε ο Κασπιανός στον Ευστάθιο, που είχε ανέβει στο κατάστρωμα με το χέρι φασκιωμένο με επιδέσμους.
«Εγώ; Εγώ θα ’δινα τα πάντα για να βγω απ’ αυτό το σαπιοκάραβο!» είπε ο Ευστάθιος.
«Σαπιοκάραβο;» είπε ο Δρινιανός. «Γιατί το βρίζεις;»
«Στην πολιτισμένη χώρα όπου γεννήθηκα» είπε ο Ευστάθιος, «τα καράβια είναι τόσο μεγάλα, που ταξιδεύεις χωρίς να νιώθεις πως είσαι στη θάλασσα».
«Τότε να σε αφήσουμε στη στεριά» είπε ο Κασπιανός. «Δρινιανέ, πες να κατεβάσουν τη βάρκα.»
Ο Βασιλιάς, το Ποντίκι, τα δυο Πηβενσόπουλα κι ο Ευστάθιος μπήκαν στη βάρκα κι έφτασαν στην ακτή του Φέλιμαθ. Κι όταν η βάρκα απομακρύνθηκε για να γυρίσει στο πλοίο, στάθηκαν και κοίταξαν γύρω τους. Τι παράξενα μικρός που έμοιαζε τώρα ο Ταξιδιώτης της Αυγής!
Φυσικά, η Λούσυ ήταν ακόμα ξιπόλητη, γιατί όπως είπαμε είχε πετάξει τα παπούτσια της κολυμπώντας, αλλά δεν είναι καθόλου δύσκολο να περπατάς πάνω σε μαλακά βρύα. Ήταν υπέροχη η στεριά κι η ευωδιά απ’ το χώμα και το χορτάρι, αν και στην αρχή το έδαφος τούς φάνηκε πως σκαμπανέβαζε σαν καράβι, γιατί έτσι νιώθει πάντα όποιος έχει μείνει καιρό στη θάλασσα. Εδώ στο νησί ήταν πιο ζεστά, κι η Λούσυ ένιωθε την άμμο χλιαρή στα πόδια της καθώς προχωρούσαν. Κάπου μακριά ακουγόταν ο κορυδαλλός.
Τράβηξαν για την ενδοχώρα, ανηφορίζοντας έναν χαμηλό μα απότομο λόφο. Κι όταν έφτασαν στην κορφή και κοίταξαν πίσω τους, ο Ταξιδιώτης της Αυγής άστραφτε σαν μεγάλο έντομο που σερνόταν αργά αργά προς τα βορειοδυτικά με αμέτρητα ποδαράκια –κουπιά. Έπειτα άρχισαν να κατεβαίνουν απ’ την άλλη μεριά, και τον έχασαν απ’ τα μάτια τους.
Το Ντόορν φάνηκε μπροστά τους. Απ’ το Φέλιμαθ το χώριζε μια λουρίδα θάλασσας, ίσαμ’ ένα μίλι πλάτος. Πίσω του, στ’ αριστερά, βρισκόταν η Άβρα. Έβλεπαν κιόλας καθαρά την κατάλευκη πολιτεία του Στενολίμανου στο Ντόορν.
«Μα! Τι ’ν’ αυτό;» είπε άξαφνα ο Έντμουντ.
Κάτω, στην πράσινη κοιλάδα που απλωνόταν στα πόδια τους, πέντ’ έξι αγριωποί και οπλισμένοι τύποι κάθονταν κάτω από ’να δέντρο.
«Μην τους πείτε ποιοι είμαστε» ψιθύρισε ο Κασπιανός.
«Και γιατί όχι, Μεγαλειότατε;» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ, που είχε δεχτεί να σκαρφαλώσει στον ώμο της Λούσυ.
«Να, οι άνθρωποι εδώ μπορεί να μην έχουν ακουστά για τη Νάρνια, ύστερα από τόσον καιρό» είπε ο Κασπιανός. «Ίσως και να μην αναγνωρίζουν πια την κυριαρχία μας. Αν είν’ έτσι, καλύτερα να μην ξέρουν πως είμαι βασιλιάς.»
«Μα έχουμε τα σπαθιά μας, αφέντη» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ.
«Το ξέρω, Ριπ» είπε ο Κασπιανός, «μα, αν πρόκειται να κατακτήσουμε για δεύτερη φορά τα νησιά, προτιμώ να ξαναγυρίσω με μεγαλύτερο στρατό».
Τώρα πια είχαν πλησιάσει τους ξένους, κι ο αρχηγός τους, ένας άντρακλας με κατάμαυρα μαλλιά, τους φώναξε: «Πολύ καλημέρα σας!»
«Καλή σας μέρα» απάντησε ο Κασπιανός. «Υπάρχει ακόμα κυβερνήτης στα Νησιά της Μοναξιάς;»
«Πώς δεν υπάρχει!» είπε ο ξένος. «Ο κυβερνήτης Τσιμπλούνιους. Η Επάρκειά του κατοικοεδρεύει στο Στενολίμανο. Δεν κάθεστε να πιούμε ένα ποτηράκι;»
Ο Κασπιανός είπε «ναι, ευχαριστώ» –μόλο που μήτε αυτός μήτε οι άλλοι είχαν δει με καλό μάτι τους ξένους– και κάθισαν στο δέντρο. Μα πριν αγγίξουν το κύπελλο στα χείλη τους, ο μαυρομάλλης έκανε ένα νεύμα στους συντρόφους του, και σε μια στιγμή, οι πέντε ταξιδιώτες βρέθηκαν φυλακισμένοι μέσα σε δυνατά μπράτσα. Επακολούθησε μια σύντομη πάλη, μα καθώς ο αντίπαλος είχε την υπεροχή, σε λίγο οι φίλοι μας είχαν αφοπλιστεί και τα χέρια τους ήταν δεμένα πιστάγκωνα. Μόνο ο Ριπιτσιπιτσίπ σπάραζε στα χέρια του δεσμοφύλακά του, πατώντας δαγκωνιές στα τυφλά.
«Τακς, το ζώο και τα μάτια σου» είπε ο Αρχηγός. «Πρόσεξε μην το σκοτώσεις. Αυτό θα πιάσει την καλύτερη τιμή, να μου το θυμηθείς.»
«Δειλέ! Αχρείε!» τσίριξε ο Ποντικός. «Δώσ’ μου πίσω το σπαθί μου κι άσε μου τα πόδια, αν σου βαστάει!»
«Φίιιου!» σφύριξε ο δουλέμπορος (γιατί δουλέμπορος ήταν ο ξένος). «Άκου το! Μιλάει κιόλας! Ε, μα την πίστη μου, πάω στοίχημα πως θα πιάσει διακόσα μισοφέγγαρα!» (Το μισοφέγγαρο της Καλορμίνας, επίσημο νόμισμα των τριών νησιών, είναι σχεδόν ένα πενηντάρι.)
«Τώρα κατάλαβα τι είσαι» είπε ο Κασπιανός. «Απαγωγέας και δουλέμπορος. Ωραίο επάγγελμα διάλεξες!»
«Λίγα λόγια ν’ αγαπιόμαστε» τον έκοψε ο δουλέμπορος, «και μη μου κάνεις ζοριλίκια. Αν κάτσεις φρόνιμα, δε θα το μετανιώσεις. Με εννόησες; Δεν την κάνω για το κέφι μου αυτή τη δουλειά. Απλώς, βγάζω το ψωμάκι μου σαν όλο τον κόσμο».
«Και πού... πού θα μας πας;» τραύλισε η Λούσυ.
«’σαπέρα, στο Στενολίμανο» είπε ο δουλέμπορος. «Αύριο έχει παζάρι.»
«Βρετανικό Προξενείο έχει;» ρώτησε ο Ευστάθιος.
«Τι πράμα;» έκανε ο δουλέμπορος.
Μα πριν τελειώσουν οι περίπλοκες εξηγήσεις του Ευστάθιου, ο δουλέμπορος τον έκοψε άγρια: «Τέρμα τα λόγια! Αμάν, σύντροφοι, την πάθαμε! Το Ποντίκι είναι άλφα άλφα εμπόρευμα, όμως ετούτος δω σκάει γάιδαρο με τη φλυαρία του. Μπρος, πάμε!».
Έδεσαν λοιπόν τους τέσσερις αιχμάλωτους με σκοινί, γερά, μα χωρίς να τους πονέσουν, κι ετοιμάστηκαν να κατηφορίσουν προς την ακτή. Τον Ριπιτσιπιτσίπ τον πήραν αγκαλιά, κι όταν τον φοβέρισαν πως θα του φασκιώσουν το μουσούδι, έπαψε να δαγκώνει. Δεν έβαλε όμως γλώσσα μέσα του, κι η Λούσυ απόρησε με την υπομονή του δουλέμπορου, που άκουσε τα σκολιανά του απ’ τον Ποντικό. Ο δουλέμπορος ούτε θύμωσε ούτε τίποτα. Ίσα ίσα: μόλις ο Ριπιτσιπιτσίπ σταματούσε για να πάρει ανάσα, ο δουλέμπορος τον κούρντιζε πάλι: «Πες μας κι άλλα!». Και καμιά φορά πρόσθετε: «Πανηγύρι είναι ο ποντικός» ή «Ρε, π’ανάθεμα! Άκου τον, ρε! Μιλάει σαν να ξέρει τι λέει!» ή «Ποιος από σας τον έχει γυμνάσει;» Όλ’ αυτά είχαν κάνει τόσο έξαλλο τον Ριπιτσιπιτσίπ, ώστε στο τέλος η αγανάκτηση τον έπνιξε, οι βρισιές τού κάθισαν στο λαιμό και σώπασε.
Όταν έφτασαν στην ακτή που έβλεπε στο Ντόορν, συνάντησαν ένα χωριουδάκι και μια μακρουλή βάρκα τραβηγμένη στην αμμουδιά. Λίγο πιο πέρα ήταν αραγμένο ένα πλεούμενο της κακιάς ώρας, βρόμικο και ρημαγμένο.
«Εμπρός, νεαροί» είπε ο δουλέμπορος, «χωρίς πολλά, για να μην το μετανιώσετε. Ανεβείτε στη βάρκα».
Πάνω στην ώρα, ένας άντρας με αρχοντικό παράστημα και μακριά γενειάδα βγήκε από ’να σπίτι (πανδοχείο ήταν, θαρρώ) και είπε:
«Τι γίνεται, Κουτάβιε; Καινούρια πραμάτια;»
Κι ο δουλέμπορος, γιατί αυτός ήταν ο Κουτάβιος, έσκυψε, υποκλίθηκε βαθιά και είπε κλαψουριστά: «Μάλιστα, Λόρδε μου, με την άδειά σας».
«Πόσα θες γι’ αυτό το παιδί;» ρώτησε ο άλλος δείχνοντας τον Κασπιανό.
«Αχ!» αναστέναξε ο Κουτάβιος. «Το ’ξερα εγώ πως η Αφεντιά σας θα διαλέξει το καλύτερο. Η Αφεντιά σας δεν είναι για δεύτερο πράμα. Λοιπόν, ετούτο το παιδί, τι να σας πω, το ’χω κατασυμπαθήσει, τι λέω; το ’χω βάλει στην καρδιά μου –πρέπει να σας το ομολογήσω. Διότι εμένα με ξέρετε τι πονόψυχος που είμαι, τόσο πονόψυχος, που δεν κάνω γι’ αυτή τη δουλειά. Μα όταν πρόκειται για πελάτες σαν την Αφεντιά σας...»
«Πόσα θες, ψοφίμι;» τον έκοψε αυστηρά ο Λόρδος. «Θαρρείς πως έχω όρεξη ν’ ακούω τις μωρολογίες της ρυπαρής σου τέχνης;»
«Τρακόσα μισοφέγγαρα, Μυλόρδε, μόνο για την εντιμότατη Αφεντιά σας, γιατί αν ήταν άλλος...»
«Εκατόν πενήντα.»
«Σας παρακαλώ! Σας παρακαλώ!» πετάχτηκε η Λούσυ. «Ό,τι και να γίνει, μη μας χωρίσετε! Αν ξέρατε...» Και τότε σώπασε, γιατί απ’ την όψη του Κασπιανού κατάλαβε πως δεν έπρεπε να μαρτυρήσει ποιος είναι.
«Λοιπόν, εκατόν πενήντα» είπε ο Λόρδος. «Όσο για σένα, κόρη μου, λυπάμαι, μα δεν μπορώ να σας αγοράσω όλους. Κουτάβιε, λύσε μου το αγόρι. Κι έχε το νου σου: αν κακομεταχειριστείς τους υπόλοιπους που μένουν στα χέρια σου, μαύρη σου μέρα!»
«Αλίμονο!» είπε ο Κουτάβιος. «Πού ξανάγινε έντιμος και καθωσπρέπει κύριος στη δική μου δουλειά να κακομεταχειρίζεται το εμπόρευμά του; Τι λέτε! Εγώ τους έχω σαν παιδιά μου!»
«Δεν αμφιβάλλω» είπε ο ξένος.
Κι έτσι, έφτασε η τρομερή στιγμή. Ο Κασπιανός λύθηκε και ο νέος του αφέντης είπε: «Έλα, παιδί μου» κι η Λούσυ έβαλε τα κλάματα κι ο Έντμουντ σώπαινε, χαμένος. Όμως ο Κασπιανός τους κοίταξε και είπε: «Κουράγιο. Είμαι σίγουρος πως στο τέλος όλα θα πάνε καλά. Έχετε γεια».
«Εμπρός, δεσποινίς» είπε ο Κουτάβιος. «Μη μου κλαις και χαλάς το μουτράκι σου. Αύριο έχουμε παζάρι. Να ’σαι καλό παιδί, και δε θα κακοπεράσεις. Σύμφωνοι;»
Οι δουλέμποροι κουβάλησαν τα παιδιά με τη βάρκα στο καράβι τους και τα κατέβασαν σ’ ένα μακρόστενο και σκοτεινό αμπάρι, που βρομούσε φριχτά. Εκεί, τα παιδιά συνάντησαν κι άλλους δυστυχισμένους, γιατί ο Κουτάβιος ήταν πειρατής, κι εκείνη τη μέρα είχε γυρίσει από τη συνηθισμένη περιοδεία του στα νησιά, κι είχε μαζέψει όποιον βρήκε μπροστά του. Όλοι οι αιχμάλωτοι τούς ήταν άγνωστοι, κυρίως Γκαλμιανοί και Τερεβινθιανοί. Βολεύτηκαν λοιπόν πάνω στ’ άχυρα, αγωνιώντας για την τύχη του Κασπιανού, και προσπάθησαν να κλείσουν το στόμα του Ευστάθιου, που γκρίνιαζε αδιάκοπα πως το φταίξιμο ήταν όλο δικό τους, και τι χρώσταγε ο καημένος να την πληρώσει κι αυτός.
Στο μεταξύ, τα πράγματα ήταν καλύτερα για τον Κασπιανό. Ο άγνωστος αφέντης του τον πέρασε από ένα σοκάκι του χωριού, κι όταν άφησαν πίσω τους τα σπίτια και βρέθηκαν στ’ ανοιχτά, γύρισε και τον κοίταξε:
«Μη φοβάσαι, παιδί μου» είπε. «Θα σου φερθώ καλά. Σ’ αγόρασα γιατί η όψη σου μου θύμισε κάποιον.»
«Με την άδειά σας, Μυλόρδε, μπορώ να ρωτήσω ποιον σας θύμισα;» είπε ο Κασπιανός.
«Μου θύμισες τον αφέντη μου, το Βασιλιά Κασπιανό της Νάρνια.»
Και τότε, ο Κασπιανός αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα.
«Μυλόρδε», είπε, «εγώ είμαι ο αφέντης σου. Εγώ είμαι ο Κασπιανός, ο Βασιλιάς της Νάρνια».
«Μεγάλη κουβέντα είπες» απάντησε ο άγνωστος. «Πού να ξέρω πως λες αλήθεια;»
«Πρώτα πρώτα, απ’ την όψη μου» είπε ο Κασπιανός. «Δεύτερο, γιατί με τα έξι μαντέματα μπορώ να σου πω ποιος είσαι. Πρέπει να ’σαι ένας από τους Εφτά Λόρδους της Νάρνια, που τους έστειλε στη θάλασσα ο θείος μου ο Μιράζ. Αυτούς γυρεύω κι εγώ –τον Αργκόζ, το Βερν, τον Οκτεσιανό, το Ρέστιμαρ, το Μάβραμορν και... και... Πάντα τον ξεχνάω τον άλλο. Τέλος πάντων, αν η Αφεντιά σου μου δώσει ένα σπαθί, μπορώ ν’ αποδείξω στη μάχη, πάνω σ’ ένα άλλο σώμα, πως είμαι ο Κασπιανός, γιος του Κασπιανού, νόμιμος ηγεμόνας της Νάρνια, Λόρδος του Κάιρ Πάραβελ και Αυτοκράτορας των Νησιών της Μοναξιάς.»
«Μα τον ουρανό!» είπε ο άγνωστος. «Ως κι η φωνή του κι ο τρόπος που μιλά είναι ολόιδια με του πατέρα του. Μεγαλειότατε, τα σέβη μου...»
Κι εκεί, στη μέση του χωραφιού, γονάτισε και φίλησε το χέρι του Βασιλιά.
«Όσο για τα χρήματα που ξόδεψες για τα λύτρα μου» είπε ο Κασπιανός, «θα σου επιστραφούν από το Θησαυροφυλάκιο του Στέμματος».
«Ακόμα δεν μπήκαν στην τσέπη του Κουτάβιου, αφέντη μου» είπε ο Λόρδος Βερν, γιατί αυτός ήταν. «Ούτε και θα μπουν ποτέ, να ’σαι βέβαιος. Έχω πιέσει κατ’ επανάληψιν την Επάρκειά του τον κυβερνήτη να δώσει τέλος στο αίσχος του δουλεμπορίου.»
«Λόρδε Βερν» είπε ο Κασπιανός, «πρέπει να μιλήσουμε για την κατάσταση των νησιών. Όμως πρώτα, θέλω ν’ ακούσω την ιστορία σου».
«Δεν έχω να σου πω και πολλά» απάντησε ο Βερν. «Έφτασα ως εδώ με τους έξι συντρόφους μου, αγάπησα μια κοπέλα απ’ τα νησιά και τότε κατάλαβα πως δεν άντεχα να θαλασσοδέρνομαι πια. Κι ύστερα, όσο καθόταν στο θρόνο ο θείος της Μεγαλειότητος σου, δεν είχε νόημα να γυρίσω στη Νάρνια. Παντρεύτηκα λοιπόν κι έμεινα εδώ.»
«Κι ο κυβερνήτης, αυτός ο Τσιμπλούνιους, τι άνθρωπος είναι. Αναγνωρίζει το Βασιλιά της Νάρνια για αφέντη και κύριό του;»
«Με τα λόγια ναι, όλα γίνονται εν ονόματι του Βασιλέως, μα δε θα χαρεί καθόλου αν δει μπροστά του το Βασιλιά με σάρκα και οστά. Αν η Μεγαλειότης σου τον συναντούσε χωρίς συντρόφους και όπλα... Βέβαια, δε θ’ αρνιόταν ανοιχτά την αφοσίωσή του, αλλά θα έκανε πως δε σε πιστεύει, κι η Χάρη σου θα κινδύνευε. Με τι ακολουθία έφτασες ως εδώ, στα νερά μας;»
«Μ’ ένα καράβι που ώρα την ώρα θα φανεί απ’ το ακρωτήρι» απάντησε ο Κασπιανός. «Αν χρειαστεί μάχη, είμαστε τριάντα σπαθιά. Πρέπει να πάρουμε το καράβι μου και να κυνηγήσουμε τον Κουτάβιο! Να ελευθερώσουμε αμέσως τους συντρόφους μου!»
«Αν θες τη συμβουλή μου, μην το κάνεις» είπε ο Βερν. «Αν γίνει μάχη, όλο και κάποιο καράβι θα βγει απ’ το Στενολίμανο να βοηθήσει τον Κουτάβιο. Η Μεγαλειότης σου πρέπει να δείξει πώς έχει μεγαλύτερες δυνάμεις, και να τρομοκρατήσει με το όνομα του Βασιλιά. Δε χρειάζεται μάχη. Ο Τσιμπλούνιους είναι δειλός σαν κοτόπουλο, θα τρομάξει εύκολα.»
Ο Κασπιανός κι ο Βερν τα κουβέντιασαν λίγο ακόμα κι έπειτα κατέβηκαν στην ακτή, στα δυτικά του χωριού, κι ο Κασπιανός σήμανε τρεις φορές με το κέρας του. (Όχι το μαγικό κέρας της Νάρνια, το Κέρας της Βασίλισσας Σουζάνας. Αυτό το ’χε αφήσει στα χέρια του αντιβασιλέα, του Καλοβολίκ, για ώρα ανάγκης όσο έλειπε ο Βασιλιάς.) Κι ο Δρινιανός, που περίμενε το σινιάλο, αναγνώρισε αμέσως το βασιλικό κέρας, κι ο Ταξιδιώτης της Αυγής έβαλε πλώρη για την ακτή. Η βάρκα βγήκε για να τους μαζέψει, και σε λίγο ο Κασπιανός κι ο Λόρδος Βερν βρίσκονταν στο καράβι κι εξηγούσαν τα καθέκαστα στον Δρινιανό. Ο Δρινιανός, όπως κι ο Κασπιανός λίγο πριν, είπε να κάνουν αμέσως ρεσάλτο στο κάτεργο του δουλέμπορου, αλλά ο Βερν του επανέλαβε το δικό του σχέδιο.
«Καπετάνιε, τράβα ίσια κάτω, στα Στενά» είπε ο Βερν. «Θα πάμε στην Άβρα, εκεί που είναι το σπίτι μου. Μα πρώτα σήκωσε τη σημαία του Βασιλιά, κρέμασε όλες τις ασπίδες στα μπαλόνια του καραβιού και στείλε στο κάσαρο, στο καμπούνι και στα κατάρτια όσους άντρες μπορείς. Κι όταν ζυγώσουμε σε απόσταση πέντε τόξων την αντικρινή στεριά, κι έχουμε την ανοιχτή θάλασσα στ’ αριστερά μας, στείλε μερικά σινιάλα.»
«Σινιάλα;» ρώτησε ο Δρινιανός. «Σε ποιον;».
«Στα καράβια που δεν έχουμε. Ο Τσιμπλούνιους πρέπει να πιστέψει πως μας ακολουθεί ολόκληρος στόλος.»
«Κατάλαβα» είπε ο Δρινιανός κι έτριψε τα χέρια του. «Θες να δουν τα σινιάλα μας απ’ τα νησιά. Και τι να λένε; Όλος ο στόλος να πλεύσει νοτίως της Άβρα και να συγκεντρωθεί στο...»
«Στο Βέρνστεντ» είπε ο Λόρδος Βερν. «Περίφημα. Έτσι, κι αν ακόμα υπήρχε στόλος, οι κινήσεις του θα ’ταν αθέατες από το Στενολίμανο.»
Ο Κασπιανός θέλοντας και μη παραδέχτηκε πως όλα τους έρχονταν ευνοϊκά, κι ας τον έτρωγε η αγωνία για την τύχη των άλλων, που ήταν αιχμάλωτοι του Κουτάβιου. Αργά το απόγευμα (γιατί τώρα πια είχαν μαζέψει τα πανιά και πήγαιναν με τα κουπιά) είχαν παρακάμψει τη βορειοανατολική άκρη του Ντόορν, περνούσαν το ακρωτήρι της Άβρα κι έμπαιναν σ’ ένα ωραίο λιμάνι, στη νότια ακτή της Άβρα, όπου τα κτήματα του Βερν, καταπράσινα, κατηφόριζαν μαλακά ως το νερό. Οι άνθρωποι του Βερν –κάμποσοι φαίνονταν να δουλεύουν ακόμη στα χωράφια –δεν ήταν δούλοι, μα ελεύθεροι, και το φέουδό του ήταν πλούσιο κι ευτυχισμένο. Κι όλοι βγήκαν στη στεριά, κι έφαγαν βασιλικά σ’ ένα χαμηλό σπίτι με κολόνες, απέναντι στο λιμάνι. Κι ο Λόρδος Βερν μαζί με την υπέροχη γυναίκα του και τις χαριτωμένες κόρες του, τους περιποιήθηκε τόσο αρχοντικά, που το κέφι τους έφτιαξε. Κι όταν έπεσε το σκοτάδι, ο Βερν έστειλε έναν αγγελιοφόρο του με βάρκα στο Ντόορν, για τις προετοιμασίες της επομένης. Δεν τους εξήγησε όμως τι ακριβώς ήταν αυτές οι «προετοιμασίες».