Στην Τζέσικα, που αγαπά τις ιστορίες.
Στην Αν, που τις αγαπά κι αυτή.
Και στην Ντι, που πρώτη άκουσε αυτή την ιστορία.
Ο κύριος και η κυρία Ντάρσλι, που έμεναν στο νούμερο 4 της οδού Πριβέτ, έλεγαν συχνά, και πάντα με υπερηφάνεια, πως ήταν απόλυτα φυσιολογικοί άνθρωποι, τίποτα περισσότερο ή λιγότερο. Ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι που θα περίμενε κανείς να δει ανακατεμένους σε κάτι παράξενο ή μυστήριο, απλώς και μόνο γιατί και οι ίδιοι πίστευαν πως δεν υπήρχαν αληθινά τέτοιες ανοησίες στη ζωή.
Ο κύριος Ντάρσλι ήταν ο διευθυντής ενός εργοστασίου με το όνομα «Γκράνινγκς», το οποίο έφτιαχνε γεωτρύπανα. Ήταν ένας ψηλός και χοντρός άντρας χωρίς καθόλου λαιμό, όμως είχε ένα πραγματικά τεράστιο μουστάκι. Η κυρία Ντάρσλι ήταν ξανθή και αδύνατη κι ο δικός της λαιμός ήταν δυο φορές πιο μακρύς απ' τους συνηθισμένους, κάτι πολύ χρήσιμο γι' αυτή, αφού περνούσε τις περισσότερες ώρες της κρυφοκοιτάζοντας πάνω από φράχτες και κατασκοπεύοντας τους γείτονες. Οι Ντάρσλι είχαν ένα μικρό γιο, τον Ντάντλι, και πίστευαν πως ήταν το καλύτερο αγόρι σ' όλο τον κόσμο.
Οι Ντάρσλι είχαν όλα όσα θα ήθελαν στη ζωή. Είχαν όμως κι ένα μυστικό κι ο μεγαλύτερος φόβος τους ήταν πως κάποιος θα το μάθαινε. Κι οι δυο ήταν απόλυτα σίγουροι πως δε θα το άντεχαν, αν κάποιος μάθαινε για τους Πότερ. Η κυρία Πότερ ήταν η αδελφή της κυρίας Ντάρσλι, είχαν όμως να συναντηθούν αρκετά χρόνια. Η αλήθεια ήταν πως η κυρία Ντάρσλι παρίστανε πως δεν είχε αδελφή, γιατί η αδελφή της κι ο ανεπρόκοπος ο άντρας της ήταν εντελώς διαφορετικοί από τους Ντάρσλι. Οι Ντάρσλι ένιωθαν ρίγη φρίκης και μόνο στη σκέψη πως οι Πότερ μπορεί να έρχονταν στη γειτονιά τους. Ήξεραν πως κι οι Πότερ είχαν ένα μικρό γιο, αλλά δεν τον είχαν δει ποτέ στη ζωή τους. Αυτό το αγόρι ήταν ένας ακόμη λόγος για να κρατούν τους Πότερ σε απόσταση. Δεν ήθελαν ο γιος τους, ο Ντάντλι, να κάνει παρέα μ' ένα τέτοιο παιδί.
'Οταν ο κύριος κι η κυρία Ντάρσλι ξύπνησαν εκείνο το συννεφιασμένο πρωινό μιας Τρίτης, όπου και αρχίζει η ιστορία μας, δεν υπήρχε γύρω τους το παραμικρό σημάδι που να δείχνει πως, σύντομα, παράξενα και μυστηριώδη πράγματα θα συνέβαιναν σ' ολόκληρη τη χώρα. Ο κύριος Ντάρσλι σιγοσφύριζε καθώς διάλεγε την πιο άχρωμη γραβάτα του να φορέσει για το γραφείο κι η κυρία Ντάρσλι κουτσομπόλευε με τη συνηθισμένη της άνεση, καθώς έβαζε το γιο της, που στρίγκλιζε, στο καρεκλάκι του κοντά στο τραπέζι, για το πρωινό.
Κανείς τους δεν πρόσεξε μια μεγάλη καστανόχρωμη κουκουβάγια να φτερουγίζει έξω απ' το παράθυρο.
Στις οκτώμισι ακριβώς ο κύριος Ντάρσλι πήρε το χαρτοφύλακα του, φίλησε τη γυναίκα του στο μάγουλο και προσπάθησε να φιλήσει και το γιο του, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο Ντάντλι έκανε τώρα νάζια και πετούσε την κρέμα του ένα γύρω. «Γλυκό παλιόπαιδο», μουρμούρισε περήφανα ο κύριος Ντάρσλι καθώς έβγαινε από το σπίτι. Μετά μπήκε στο αμάξι του και βγήκε με την όπισθεν απ' το γκαράζ του σπιτιού.
Ο κύριος Ντάρσλι είχε φτάσει στη γωνία του δρόμου, όταν πρόσεξε το πρώτο σημάδι από κάτι περίεργο: μια γάτα, που κοιτούσε σ' έναν ανοιχτό χάρτη! Για μια μονάχα στιγμή, ο κύριος Ντάρσλι δεν κατάλαβε τι ακριβώς ήταν αυτό που είχε δει. Μετά γύρισε απότομα το κεφάλι του προς τα πίσω, για να κοιτάξει πάλι. Μια γκρίζα γάτα στεκόταν πραγματικά στη γωνία της οδού Πριβέτ, αλλά ο χάρτης δε φαινόταν πουθενά. Πώς του είχε περάσει η ιδέα πως τον είχε δει; Κάποιο παιχνίδισμα απ' το φως θα ήταν... O κύριος Ντάρσλι ανοιγόκλεισε τα μάτια του και κοίταξε πάλι τη γάτα. Εκείνη του ανταπέδωσε τη ματιά. Καθώς ο κύριος Ντάρσλι έστριβε με το αμάξι του στη γωνία, συνέχιζε να κοιτάζει τη γάτα στο μικρό καθρέφτη. Και την είδε να διαβάζει την επιγραφή «οδός Πριβέτ». Όχι να τη διαβάζει βέβαια, αλλά να έχει σηκώσει το κεφάλι της και να την κοιτάζει. Οι γάτες δεν μπορούν να διαβάσουν επιγραφές... ούτε και χάρτες, βέβαια! Ο κύριος Ντάρσλι κούνησε ελαφρά το κεφάλι του κι έβγαλε τη γάτα απ' το μυαλό του. Καθώς συνέχιζε να οδηγεί προς την πόλη, δε σκεφτόταν τίποτ' άλλο από τη μεγάλη παραγγελία για γεωτρύπανα που ήλπιζε να πάρει εκείνη τη μέρα.
Πλησιάζοντας στην πόλη, κάθε σκέψη για γεωτρύπανα αντικαταστάθηκε στο μυαλό του από κάτι άλλο. Ακινητοποιημένος όπως ήταν στο συνηθισμένο πρωινό μποτιλιάρισμα, πρόσεξε πως αρκετοί από τους ανθρώπους γύρω του ήταν παράξενα ντυμένοι· ντυμένοι με μανδύες... Ο κύριος Ντάρσλι δεν μπορούσε ν' αντέξει τους ανθρώπους που ντύνονται με παράξενα ρούχα, ούτε καν τις Απόκριες. Μισούσε ιδιαίτερα τα περίεργα ρούχα που φορούσε τελευταία η νεολαία, ακόμη και τ' αγόρια. Βλέποντας τόσους μανδύες γύρω του, σκέφθηκε πως θα ήταν κάποια καινούρια, ανόητη μόδα. Αφηρημένα, άρχισε να παίζει τα δάχτυλα του στο τιμόνι, ενώ το βλέμμα του έπεσε σε μια ομάδα από αυτούς τους παράξενα ντυμένους τύπους που βρίσκονταν εκεί κοντά. Έδειχναν αναστατωμένοι, ενώ ψιθύριζαν μεταξύ τους. Ο κύριος Ντάρσλι νευρίασε βλέποντας πως μερικοί από αυτούς δεν ήταν καν νέοι. Διάολε, αυτός εκεί ο τύπος πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερος του κι όμως φορούσε έναν καταπράσινο μανδύα! Μα δεν ντρεπόταν καθόλου; Κατόπιν, όμως, ο κύριος Ντάρσλι σκέφθηκε πως μπορεί να ήταν μια ακόμη ανόητη διαφήμιση... Ίσως αυτοί οι τύποι να έκαναν κάποιον έρανο. Ναι, αυτό θα ήταν. Το μποτιλιάρισμα τελείωσε και λίγα λεπτά αργότερα ο κύριος Ντάρσλι έφτανε στο εργοστάσιο με το μυαλό του πάλι γεμάτο από γεωτρύπανα.
Στο γραφείο του στον ένατο όροφο, ο κύριος Ντάρσλι καθόταν πάντα με την πλάτη του γυρισμένη προς το παράθυρο. Αν δεν καθόταν έτσι, ασφαλώς και θα το είχε βρει πολύ δύσκολο να σκέφτεται τα γεωτρύπανα εκείνο το γκρίζο πρωινό. Έτσι καθισμένος, όμως, δεν είδε τις μεγάλες κουκουβάγιες που πετούσαν εδώ κι εκεί στον ουρανό. Άλλοι άνθρωποι κάτω στους δρόμους τις είδαν, και μάλιστα πολύ καθαρά. Τις έδειχναν κιόλας ο ένας στον άλλον κι όλοι έμεναν με το στόμα ανοιχτό! Οι περισσότεροι απ' αυτούς δεν είχαν δει κουκουβάγιες ούτε τη νύχτα. Ο κύριος Ντάρσλι, πάντως, δεν είδε ούτε καν μια κουκουβάγια και πέρασε έτσι ένα ολότελα συνηθισμένο πρωινό: έβαλε τις φωνές σε πέντε διαφορετικούς υπαλλήλους κι έκανε μερικά σημαντικά τηλεφωνήματα, φωνασκώντας και σ' αυτά. Ήταν σε πολύ καλή διάθεση ως το μεσημέρι, όταν αποφάσισε να πάει περπατώντας ως τον απέναντι φούρνο και ν' αγοράσει ένα ζεστό φραντζολάκι.
Είχε ξεχάσει τους τύπους με τους μανδύες, αλλά τους ξαναθυμήθηκε όταν είδε μερικούς απ' αυτούς δίπλα στο φούρνο. Δεν ήξερε γιατί, αλλά τον έκαναν να νιώθει ανήσυχος. Καθώς προσπερνούσε, τους έριξε μια θυμωμένη ματιά. Εκείνοι ψιθύριζαν κι έδειχναν αναστατωμένοι, ενώ κανείς τους δεν κρατούσε κουτί για έρανο. Στο γυρισμό, καθώς ο κύριος Ντάρσλι περνούσε και πάλι δίπλα τους, κρατώντας τη χαρτοσακούλα με το ζεστό φραντζολάκι του, μπόρεσε να «πιάσει» μερικές λέξεις απ' αυτά που έλεγαν.
«Ναι... Οι Πότερ, έτσι άκουσα...»
«... ναι, ο γιος τους, ο μικρός Χάρι...»
Ο κύριος Ντάρσλι έμεινε ακίνητος, μαρμαρωμένος, με το φόβο να σφίγγει την καρδιά του σαν ατσαλένιο χέρι. Έριξε μιαν ακόμη ματιά στους παράξενους τύπους κι άνοιξε το στόμα του, σαν να ήθελε κάτι να τους ρωτήσει, αλλά το μετάνιωσε.
Κατόπιν πέρασε γρήγορα στο απέναντι πεζοδρόμιο, ανέβηκε σχεδόν τρέχοντας στο γραφείο του, φώναξε στη γραμματέα του να μην τον ενοχλήσει κανείς κι άρχισε να παίρνει στο τηλέφωνο τον αριθμό του σπιτιού του. Κάπου στα μισά του αριθμού σταμάτησε. Ακούμπησε αργά το ακουστικό στη θέση του κι άρχισε να χαϊδεύει αφηρημένος το μουστάκι του, ενώ σκεφτόταν... Όχι, αυτός ο φόβος του ήταν καθαρή ανοησία. Το Πότερ δεν ήταν δα και κανένα ασυνήθιστο επώνυμο. Ήταν σίγουρος πως υπήρχαν πολλές οικογένειες με το επώνυμο Πότερ, που είχαν ένα γιο με το όνομα Χάρι. Εξάλλου, τώρα που το σκεφτόταν, δεν ήταν καν σίγουρος πως ο ανιψιός του λεγόταν Χάρι. Δεν τον είχε δει ποτέ και μπορεί θαυμάσια να τον έλεγαν Χάρβι, ή Χάρολντ... Δεν υπήρχε κανένας λόγος ν' ανησυχήσει τη γυναίκα του, από τη στιγμή μάλιστα που στενοχωριόταν αφάνταστα ακόμη και ν' άκουγε μόνο το όνομα της αδελφής της. Όχι, δηλαδή, πως την αδικούσε γι' αυτό. Κι εκείνος, αν είχε μια τέτοια αδελφή... Παρ' όλα αυτά, εκείνοι οι τύποι με τους μανδύες τον είχαν ανησυχήσει πολύ.
Εκείνο το απόγευμα ο κύριος Ντάρσλι δυσκολεύτηκε πολύ να συγκεντρώσει το μυαλό του στα γεωτρύπανα. Και στις πέντε το απόγευμα, όταν βγήκε από το κτίριο, ήταν ακόμη τόσο απορροφημένος απ' αυτές τις σκέψεις, που έπεσε πάνω σε κάποιον ακριβώς έξω απ' την πόρτα.
«Συγγνώμη», μουρμούρισε, καθώς ο μικροκαμωμένος κι ηλικιωμένος άντρας που είχε σκουντήσει, παραπάτησε και σχεδόν έπεσε στο πεζοδρόμιο. Και πάλι πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα, προτού ο κύριος Ντάρσλι προσέξει πως ο γέρος μπροστά του φορούσε ένα μακρύ μοβ μανδύα. Δεν έδειχνε, μάλιστα, καθόλου θυμωμένος που σχεδόν τον είχε ρίξει κάτω. Αντίθετα, το ζαρωμένο πρόσωπο του φωτίστηκε από ένα πλατύ χαμόγελο και με τρεμουλιαστή φωνή είπε:
«Μην ανησυχείς, καλέ μου κύριε, γιατί τίποτα σήμερα δεν μπορεί να με κάνει να νευριάσω! Κι εσύ πρέπει να χαίρεσαι, γιατί ο Ξέρεις-Ποιος έφυγε, επιτέλους! Ακόμη κι ένας Μαγκλ σαν κι εσένα έπρεπε να γιορτάζει αυτή την τόσο ευτυχισμένη μέρα!»
Και μ' αυτά τα λόγια, ο παράξενος γέρος έσφιξε γρήγορα στην αγκαλιά του τον κύριο Ντάρσλι και απομακρύνθηκε.
Ο κύριος Ντάρσλι συνέχισε να μένει ακίνητος. Και να ήθελε, δε θα μπορούσε να κάνει ούτε ένα 6ήμα. Ένας εντελώς άγνωστος του τύπος τον είχε αγκαλιάσει και τον είχε αποκαλέσει Μαγκλ, αν και δεν είχε ιδέα για το τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Τώρα ένιωθε πραγματικά πολύ ταραγμένος και ξεκίνησε αμέσως με το αυτοκίνητο για το σπίτι του, ελπίζοντας πως δεν έτρεχε τίποτα το σοβαρό και πως όλα ήταν δημιούργημα της φαντασίας του, κάτι που ως τώρα δεν είχε ευχηθεί ποτέ στη ζωή του, γιατί δεν του άρεσε καθόλου η φαντασία.
Λίγο αργότερα, καθώς πλησίαζε στην πόρτα του σπιτιού με τον αριθμό 4, το πρώτο πράγμα που είδε — και του χάλασε ακόμη περισσότερο το κέφι — ήταν η γκρίζα γάτα που είχε προσέξει το ίδιο πρωί. Η γάτα καθόταν τώρα επάνω στο χαμηλό φράχτη του κήπου του. Ήταν σίγουρος πως ήταν η ίδια γάτα, γιατί είχε τις ίδιες μαύρες γραμμές στο πρόσωπο γύρω απ' τα μάτια.
«Ξξξτ!» φώναξε δυνατά ο κύριος Ντάρσλι.
Η γάτα συνέχισε να μένει ακίνητη, αλλά του έριξε μια αυστηρή ματιά. Έτσι κάνουν οι γάτες; αναρωτήθηκε ο κύριος Ντάρσλι. Προσπαθώντας να μη χάσει την ψυχραιμία του, μπήκε γρήγορα στο σπίτι, αποφασισμένος και πάλι να μην πει τίποτα στη γυναίκα του.
Η κυρία Ντάρσλι είχε μια ευχάριστη και συνηθισμένη μέρα. Καθώς έτρωγαν το βραδινό τους, είπε στον άντρα της όλα όσα είχε μάθει για τα προβλήματα της καινούριας γειτόνισσας με την κόρη της, καθώς και για τις δυο καινούριες λέξεις που είχε μάθει ο γιος τους, ο Ντάντλι: το «δε θέλω!» Ο κύριος Ντάρσλι προσπάθησε να φερθεί όσο γινόταν πιο φυσιολογικά. Κι όταν ο γιος τους αποκοιμήθηκε, πήγε στο σαλόνι κι άνοιξε την τηλεόραση για ν' ακούσει τις τελευταίες ειδήσεις.
«Και, τέλος», είπε ο εκφωνητής, «παρατηρητές πουλιών απ' όλη τη χώρα μάς δήλωσαν πως οι κουκουβάγιες φέρονται πολύ περίεργα σήμερα. Ενώ, συνήθως, οι κουκουβάγιες κυνηγούν τη νύχτα και σπάνια εμφανίζονται την ημέρα, σήμερα, από την ανατολή του ήλιου, εκατοντάδες από αυτά τα πουλιά θεάθηκαν να πετούν προς κάθε κατεύθυνση. Οι ορνιθολόγοι αδυνατούν να εξηγήσουν γιατί οι κουκουβάγιες άλλαξαν ξαφνικά τις συνήθειες τους. Και τώρα θα δώσουμε το μικρόφωνο στο συνάδελφο Τζιμ ΜακΓκάφιν, για το δελτίο καιρού. Τι γίνεται, Τζιμ; Μήπως θα έχουμε αύριο καμιά βροχή από κουκουβάγιες;»
«Λοιπόν, Τεντ, δεν μπορώ να πω τίποτα γι αυτό», αποκρίθηκε ο Τζιμ. «Δεν είναι, όμως, μόνον οι κουκουβάγιες που φέρονται περίεργα σήμερα. Τηλεθεατές μας από διάφορες περιοχές της χώρας, από το Κεντ και το Γιόρκσιρ ως το Ντάντι, μας τηλεφώνησαν για να πουν πως, αντί για τη βροχή που η μετεωρολογική υπηρεσία προέβλεψε για σήμερα, είδαν μια πραγματική καταιγίδα από διάττοντες αστέρες! Ίσως, όμως, να πρόκειται για πυροτεχνήματα... Πάντως η αποψινή νύχτα θα είναι οπωσδήποτε βροχερή και...»
Ο κύριος Ντάρσλι πάτησε το κουμπί και συνέχισε να κάθεται ακίνητος στην πολυθρόνα του. Διάττοντες αστέρες σ' όλη τη χώρα; Κουκουβάγιες που πετούν τη μέρα στον ουρανό της Αγγλίας; Μυστηριώδεις τύποι με μανδύες παντού; Και ψίθυροι για τους Πότερ...
Εκείνη τη στιγμή η κυρία Ντάρσλι μπήκε στο σαλόνι κρατώντας ένα δίσκο με δυο φλιτζάνια τσάι. Η καρδιά του άντρα της ήταν τώρα βαριά σαν πέτρα. Όχι, δεν μπορούσε να το αποφύγει. Κάτι έπρεπε να της πει, για να την προετοιμάσει...
Ξερόβηξε λοιπόν νευρικά κι άρχισε: «Ε... Πετούνια... μήπως είχες τελευταία τίποτα νέα από την αδελφή σου;»
Όπως το περίμενε, η κυρία Ντάρσλι έδειξε αμέσως ταραχή και θυμό. Δικαιολογημένα, αφού συνήθως παρίσταναν κι οι δυο πως δεν είχε αδελφή.
«Όχι!» αποκρίθηκε απότομα. «Γιατί ρωτάς;»
«Περίεργα πράγματα στο δελτίο ειδήσεων... Κουκουβάγιες, διάττοντες αστέρες... και παράξενοι τύποι με μανδύες...»
«Και λοιπόν;»
«Να... σκέφθηκα... πως μπορεί να είχε κάποια σχέση με... με το δικό της σινάφι...»
Σιωπηλή, η κύρια Ντάρσλι άρχισε να πίνει το τσάι της με σφιγμένα χείλη. Ο άντρας της αναρωτήθηκε, ανήσυχος, αν θα τολμούσε τελικά να της πει πως είχε ακούσει και το επώνυμο Πότερ. Τελικά αποφάσισε πως δε θα το τολμούσε, τουλάχιστον όχι ακόμη. Έτσι, μιλώντας όσο πιο αδιάφορα μπορούσε, ρώτησε: «Εκείνος ο γιος τους... θα πρέπει τώρα να είναι σαν τον Ντάντλι μας...»
«Νομίζω πως ναι», αποκρίθηκε στυφά η κυρία Ντάρσλι.
«Και... πώς τον λένε; Χάουαρντ, νομίζω...»
«Όχι. Χάρι, ένα άσχημο και πολύ συνηθισμένο όνομα!»
«Ναι, βέβαια», αποκρίθηκε ο κύριος Ντάρσλι, νιώθοντας την καρδιά του να βουλιάζει. «Συμφωνώ μαζί σου».
Δεν ξαναμίλησε γι αυτό το θέμα, μέχρι που τελείωσαν κι οι δυο το τσάι τους και σιωπηλοί ανέβηκαν στην κρεβατοκάμαρα. Όταν η κυρία Ντάρσλι μπήκε στο μπάνιο, ο κύριος Ντάρσλι πλησίασε στο παράθυρο, τράβηξε λίγο την κουρτίνα και κοίταξε κάτω στον κήπο. Η γάτα ήταν ακόμη επάνω στο φράχτη και κοιτούσε προς την αρχή της οδού Πριβετ, σαν κάτι να περίμενε.
Μήπως τα φαντάζομαι όλ' αυτά; αναρωτήθηκε ο κύριος Ντάρσλι. Μήπως όλ' αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τους Πότερ; Γιατί, αν έχουν... κι αν μαθευόταν πως εκείνοι συγγένευαν μ' ένα ζευγάρι που... Όχι! Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο κύριος Ντάρσλι ήταν σίγουρος πως ούτε αυτός, ούτε η γυναίκα του, θα μπορούσαν να το αντέξουν.
Σε Λίγο οι Ντάρσλι έπεσαν στο κρεβάτι. Η κυρία ΝτάρσΛι αποκοιμήθηκε αμέσως, ο άντρας της όμως έμεινε ξύπνιος, στριφογυρίζοντας όλ' αυτά τα περίεργα φαινόμενα στο μυαλό του. Η τελευταία και καθησυχαστική σκέψη του προτού αποκοιμηθεί, ήταν πως, ακόμη κι αν οι Πότερ είχαν κάποια σχέση μ' αυτή την περίεργη κατάσταση, δεν υπήρχε κανένας λόγος να 'ρθουν σ' επαφή μ' αυτόν και τη γυναίκα του. Γιατί οι Πότερ ήξεραν πολύ καλά τη γνώμη που είχαν αυτός κι η Πετούνια για το σινάφι τους. Δεν έβλεπε για ποιο Λόγο εκείνος κι η Πετούνια θα μπορούσαν να βρεθούν ανακατεμένοι σε οτιδήποτε μπορεί να συνέβαινε... Και να συνέβαινε κάτι, πάλι δε θα μπορούσε να τους επηρεάσει... Ο κύριος Ντάρσλι χασμουρήθηκε, γύρισε στο πλάι κι αποκοιμήθηκε.
Πόσο λάθος έκανε...
Ο κύριος Ντάρσλι κοιμόταν τώρα λαθιά, αλλά η γάτα στον κήπο δεν έδειχνε ακόμη το παραμικρό σημάδι νύστας. Στεκόταν πάντα ακίνητη επάνω στο φράχτη, με το λλέμμα της στηλωμένο στην αρχή της οδού Πριλέτ. Δεν ανοιγόκλεισε καν τα μάτια της, όταν η πόρτα ενός αυτοκινήτου έκλεισε με δύναμη λίγο πιο κάτω, ούτε όταν δυο κουκουβάγιες πέταξαν χαμηλά πάνω απ' το κεφάλι της. Κι ήταν πια σχεδόν μεσάνυχτα, όταν η γάτα κουνήθηκε για πρώτη φορά.
Ένας άντρας φάνηκε ξαφνικά στην αρχή του δρόμου, στο σημείο προς το οποίο κοιτούσε τόσες ώρες η γάτα. Φάνηκε, μάλιστα, τόσο ξαφνικά κι αθόρυβα, σαν να είχε φυτρώσει απ' την άσφαλτο. Η γάτα κούνησε την ουρά και μισόκλεισε τα μάτια της.
Κανένας τύπος σαν αυτόν τον άντρα δεν είχε ποτέ φανεί στην οδό Πριβέτ. Ήταν ψηλός, αδύνατος και πολύ γέρος, με ασημένια μαλλιά και γένια τόσο μακριά, που ήταν και τα δυο χωμένα κάτω απ' τη ζώνη του παντελονιού του. Φορούσε μακριά ρόμπα και μανδύα, που άγγιζαν την άσφαλτο, ενώ οι ψηλές μπότες του είχαν τακούνια κι ασημένιες αγκράφες. Τα γαλάζια μάτια του ήταν ανοιχτόχρωμα και λαμπερά πίσω απ' τους μισούς φακούς των γυαλιών του κι η μύτη του πολύ μακριά και γυριστή στην άκρη, σαν ράμφος πουλιού. Το όνομα του ήταν Άλμπους Ντάμπλντορ.
Ο Αλμπους Ντάμπλντορ δεν έδειχνε να έχει καταλάβει πως βρισκόταν σε μια περιοχή όπου τα πάντα σ' αυτόν, απ' το όνομα ως τις ψηλές μπότες του, ήταν ανεπιθύμητα. Γιατί ήταν πολύ απασχολημένος με το να ψάχνει κάτι στο μανδύα του. Έδειχνε, όμως, να έχει καταλάβει πως τον παρακολουθούσαν, γιατί ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τη γάτα, που συνέχιζε να τον κοιτάζει απ' την άλλη άκρη του δρόμου. Για κάποιο λόγο, η θέα της γάτας φάνηκε να τον διασκεδάζει, γιατί χαμογέλασε και μουρμούρισε: «Έπρεπε να το περιμένω».
Στο μεταξύ, σε κάποια εσωτερική του τσέπη, ο Ντάμπλντορ είχε βρει αυτό που έψαχνε. Φαινόταν να είναι κάτι σαν ασημένιος αναπτήρας, σβηστήρα θα τον λέγαμε καλύτερα. Τον άνοιξε, τον σήκωσε ψηλά, έστριψε τη μικρή ρόδα κι αμέσως το πιο κοντινό φανάρι του δρόμου έσβησε με ένα μικρό «ποπ». Ο Ντάμπλντορ πάτησε πάλι το σβηστήρα του και το αμέσως επόμενο φανάρι έσβησε κι αυτό με τον ίδιο μικρό ήχο. Αλλες δώδεκα φορές έκανε το ίδιο, ώσπου τα μόνα φώτα που απέμειναν στο δρόμο, ήταν οι μικρές λάμψεις από τα μάτια της γάτας, που συνέχιζε να τον κοιτάζει ακίνητη. Έτσι, τώρα, όποιος κοιτούσε απ' το παράθυρο του, ακόμη κι αν επρόκειτο για την κυρία Ντάρσλι, που είχε το πιο διαπεραστικό βλέμμα, δε θα μπορούσε να δει τι γινόταν στα πεζοδρόμια της οδού Πριβέτ. Ικανοποιημένος, ο Ντάμπλντορ έκρυψε το μαγικό σβηστήρα κάτω απ' το μανδύα του και ξεκίνησε αποφασιστικά για το σπίτι με τον αριθμό 4. Φτάνοντας, κάθισε στο χαμηλό φράχτη, δίπλα στη γάτα. Δεν την κοίταξε, αλλά σε λίγο της μίλησε.
«Τι ευχάριστη έκπληξη να σε συναντήσω εδώ, αγαπητή μου καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ!» είπε.
Γύρισε για να χαμογελάσει στη γάτα, αλλά εκείνη είχε εξαφανιστεί. Στη θέση της στεκόταν μια γυναίκα μ' αυστηρή έκφραση, που φορούσε γυαλιά με τετράγωνους φακούς, ακριβώς στο σχήμα που είχαν τα μαύρα σημάδια στο πρόσωπο της γάτας. Κι εκείνη φορούσε μανδύα, αλλά σε χρώμα τιρκουάζ, και τα μαύρα μαλλιά της ήταν τραβηγμένα πίσω σε σφιχτό κότσο. Η έκφραση της έδειχνε πως ήταν ενοχλημένη.
«Πώς το κατάλαβες πως ήμουν εγώ;» ρώτησε.
«Αγαπητή μου καθηγήτρια! Ποτέ δεν έχω ξαναδεί γάτα να κάθεται τόσο ακίνητη...»
«Θα ήσουν κι εσύ ακίνητος σαν μαρμαρωμένος, αν είχες καθίσει σ' έναν πέτρινο τοίχο μια ολόκληρη μέρα!» αποκρίθηκε η ΜακΓκόναγκαλ.
«Όλη μέρα; Επάνω στον τοίχο; Και γιατί, παρακαλώ, ενώ θα μπορούσες να γιορτάζεις κι εσύ μαζί με τους άλλους; Διασταυρώθηκα με αρκετές εύθυμες παρέες καθώς ερχόμουν εδώ...»
Η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ ρούφηξε θυμωμένη τη μύτη της.
«Α, ναι, όλοι το γιορτάζουν, βέβαια!» αποκρίθηκε ανυπόμονα. «Θα περίμενε κανείς να είναι περισσότερο προσεκτικοί. Αλλά όχι. Ακόμη κι οι χαζοί Μαγκλ πρόσεξαν πως κάτι τρέχει! Το είπαν, μάλιστα, και στις ειδήσεις τους». Με μια απότομη κίνηση του κεφαλιού, έδειξε το παράθυρο του σκοτεινού σαλονιού στο σπίτι των Ντάρσλι. «Κοπάδια από κουκουβάγιες... διάττοντες αστέρες... Ας μην ξεχνάμε πως οι Μαγκλ δεν είναι κι εντελώς ηλίθιοι. Αργά ή γρήγορα κάτι θα πρόσεχαν. Αυτοί οι διάττοντες αστέρες ήταν στο Κεντ. Στοιχηματίζω λοιπόν πως είναι δουλειά του Δαίδαλου Ντιγκλ: Ποτέ δεν τα κατάφερε να συγκρατηθεί!»
«Δεν πρέπει να τους αδικείς τόσο πολύ», είπε μαλακά ο Ντάμπλντορ. «Μην ξεχνάς πως δεν είχαμε τίποτα να γιορτάσουμε τα τελευταία έντεκα χρόνια...»
«Το ξέρω αυτό», αποκρίθηκε νευριασμένη η καθηγήτρια. «Δεν είναι, όμως, λόγος να χάσουμε κι εντελώς την ψυχραιμία μας. Οι δικοί μας φέρονται εντελώς απρόσεκτα: έξω στους δρόμους με το φως της ημέρας, ούτε καν φορώντας τα ρούχα των Μαγκλ... να κουτσομπολεύουν στις γωνίες!»
Η καθηγήτρια σταμάτησε κι έριξε ένα λοξό βλέμμα στον Ντάμπλντορ, σαν να περίμενε να της πει κάτι. Καθώς εκείνος δε μιλούσε, συνέχισε: «Το φαντάζεσαι, απ' την πρώτη κιόλας μέρα που ο Ξέρεις-Ποιος εξαφανίστηκε, οι Μαγκλ να μάθουν τα πάντα για όλους εμάς! Τουλάχιστον, Ντάμπλντορ, ελπίζω ο Ξέρεις-Ποιος να έχει πραγματικά εξαφανιστεί...»
«Όλα δείχνουν πως ναι», αποκρίθηκε εκείνος. «Κι έχουμε σοβαρούς λόγους να είμαστε τόσο ενθουσιασμένοι. Μήπως θέλεις μια καραμέλα λεμόνι;»
«Μια... τι;»
«Μια καραμέλα λεμόνι. Είναι μια λιχουδιά των Μαγκλ που πολύ μ' αρέσει...»
«Όχι, ευχαριστώ», είπε στεγνά η καθηγήτρια, σαν να ήθελε να δείξει πως η στιγμή δεν της φαινόταν κατάλληλη για καραμέλες λεμόνι. «Όπως έλεγα, όμως, ακόμη κι αν ο Ξέρεις-Ποιος έχει πραγματικά εξαφανιστεί...»
«Αγαπητή μου καθηγήτρια», τη διέκοψε ο Ντάμπλντορ, «είμαι σίγουρος πως ένα τόσο λογικό πλάσμα σαν εσένα δε θα πρέπει να δυσκολεύεται να τον πει με το αληθινό του όνομα; Όλα αυτά τα "Ξέρεις-Ποιος" είναι ανοησίες. Εδώ κι έντεκα ολόκληρα χρόνια προσπαθώ να πείσω τους δικούς μας να τον λένε με το πραγματικό του όνομα: Βόλντεμορτ!»
Στο άκουσμα του ονόματος, η καθηγήτρια έκανε μια τρομαγμένη κίνηση προς τα πίσω, αλλά ο Ντάμπλντορ, που ξεδίπλωνε άλλη μια καραμέλα λεμόνι, δε φάνηκε να το προσέχει.
«Δημουργείται τόση σύγχυση όταν λέμε ο Ξέρεις-Ποιος κι άλλα παρόμοια», συνέχισε σ Ντάμπλντορ. «Εγώ, πρόσωπικά, δε βρήκα ποτέ τον παραμικρό Λόγο να μην τον Λέω με το όνομα του: Βόλντεμορτ».
«Το ξέρω αυτό», αποκρίθηκε η καθηγήτρια κι ο τόνος της φωνής της έδειχνε αγανάκτηση ανάκατη με θαυμασμό. «Εσύ, όμως, είσαι διαφορετικός. Όλοι ξέρουν πως ήσουν ο μόνος τον οποίον ο Ξέρεις-Ποιος... εντάξει, ο Βόλντεμορτ, φοβόταν!»
«Με κολακεύεις», αποκρίθηκε ψύχραιμα ο Ντάμπλντορ. «Ο Βόλντεμορτ έχει δύναμη που εγώ δε θ' αποκτήσω ποτέ».
«Μόνο επειδή είσαι μεγαλόψυχος και δε θέλεις να την αποκτήσεις...»
«Ευτυχώς που είναι σκοτάδι», παρατήρησε ο Ντάμπλντορ. «Γιατί έχω γίνει κατακόκκινος κι αυτό έχει να μου συμβεί από τότε που η κυρία Πόμφρι μου είπε πόσο της άρεσε ο σκούφος μου...»
Η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ έριξε άλλη μια διαπεραστική ματιά στον Ντάμπλντορ και μετά είπε: «Οι κουκουβάγιες δεν είναι τίποτα μπροστά στις φήμες που πετάνε ένα γύρω. Ξέρεις τι λένε όλοι, σχετικά με το γιατί εξαφανίστηκε ο Βόλντεμορτ; Δηλαδή, τι ήταν αυτό που τελικά τον σταμάτησε;»
Ήταν φανερό τώρα πως η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ είχε πια φτάσει ακριβώς στο σημείο το οποίο ήθελε να κουβεντιάσει, στο λόγο που την είχε κάνει να καθίσει επάνω σ' ένα σκληρό φράχτη μια ολόκληρη μέρα, γιατί ποτέ, ούτε σαν γάτα ούτε σαν γυναίκα, δεν είχε κοιτάξει τον Ντάμπλντορ με τόσο διαπεραστικό Βλέμμα. Ήταν επίσης φανερό πως δε σκόπευε να πιστέψει αυτά που έλεγαν όλοι, αν ο Ντάμπλντορ δεν τη βεβαίωνε πως ήταν αλήθεια. Εκείνος, όμως, ξεδίπλωνε άλλη μια καραμέλα λεμόνι και δεν απαντούσε.
«Όλοι λένε», συνέχισε η καθηγήτρια, «πως χθες βράδυ ο Βόλντεμορτ εμφανίστηκε ξαφνικά στη συνοικία Γκόντρικ. Πως πήγε εκεί για να βρει τους Πότερ. Οι φήμες λένε πως η Αίλι κι ο Τζέιμς Πότερ είναι... είναι... νεκροί».
Ο Ντάμπλντορ χαμήλωσε σιωπηλά το κεφάλι του. Η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ έπνιξε με δυσκολία ένα επιφώνημα τρόμου.
«Η Λίλι κι ο Τζέιμς...» είπε. «Δεν μπορώ να το πιστέψω... Δε θέλω να το πιστέψω! Αχ, Άλντους!...»
Ο Ντάμπλντορ άπλωσε το χέρι του και τη χάιδεψε απαλά στον ώμο. «Ξέρω... ξέρω...» είπε θλιμμένα.
Η φωνή της καθηγήτριας έτρεμε, καθώς συνέχιζε: «Άκουσα όμως κι άλλες φήμες... Λένε πως ο Βόλντεμορτ προσπάθησε να σκοτώσει και το γιο των Πότερ, τον Χάρι. Αλλά δεν τα κατάφερε! Δεν μπόρεσε να σκοτώσει αυτό το μικρό αγόρι... Κανείς δεν ξέρει το πώς και το γιατί, αλλά όλοι λένε πως, από τη στιγμή που δεν μπόρεσε να σκοτώσει τον Χάρι Πότερ, ο Βόλντεμορτ έχασε τη δύναμη του! Και γι αυτό εξαφανίστηκε».
Ο Ντάμπλντορ ένευσε καταφατικά με το κεφάλι.
«Είναι... είναι αλήθεια;» ρώτησε τρέμοντας η καθηγήτρια. «Μετά απ' όσα έκανε... τους ανθρώπους που σκότωσε... ο Βόλντεμορτ δεν κατάφερε να σκοτώσει αυτό το αγοράκι; Είναι απίστευτο... το μόνο πλάσμα που μπόρεσε να τον σταματήσει!... Μα πώς σώθηκε ο Χάρι;»
«Μπορούμε να κάνουμε μόνο υποθέσεις», αποκρίθηκε ο Ντάμπλντορ. «Ίσως να μην το μάθουμε ποτέ».
Η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ έβγαλε ένα δαντελένιο μαντιλάκι και σκούπισε τα μάτια της κάτω από τα γυαλιά. Ο Ντάμπλντορ αναστέναξε Βαθιά, ενώ έβγαλε απ' την τσέπη του ένα μεγάλο χρυσό ρολόι και το κοίταξε. Ήταν ένα πολύ περίεργο ρολόι, γιατί είχε δώδεκα δείκτες και καθόλου αριθμούς. Στη θέση των αριθμών υπήρχαν μικροί πλανήτες. Παρ' όλ' αυτά, τουλάχιστον ο Ντάμπλντορ θα πρέπει να έβγαζε νόημα, γιατί το έβαλε στην τσέπη του και είπε: «Ο Χάγκριντ άργησε. Φαντάζομαι πως αυτός θα σου είπε ότι απόψε θα 'ρχόμουν εδώ».
«Ναι», αποκρίθηκε η καθηγήτρια. «Κι εγώ φαντάζομαι πως δε σκοπεύεις να μου πεις για ποιο λόγο βρίσκεσαι απόψε εδώ;»
«Και βέβαια θα σου πω. Ήρθα για να φέρω τον Χάρι στο θείο και τη θεία του. Τώρα πια είναι οι μόνοι συγγενείς που έχει».
«Δεν μπορεί να εννοείς... αποκλείεται να εννοείς αυτούς που μένουν εδώ!» φώναξε η ΜακΓκόναγκαλ, ενώ πεταγόταν όρθια κι έδειχνε με τεντωμένο δάχτυλο το σπίτι με τον αριθμό 4. «Ντάμπλντορ, αυτό δεν πρέπει να το κάνεις! Δεν είχα τι άλλο να κάνω και τους παρακολούθησα όλη μέρα. Δύσκολα θα μπορούσες να βρεις δυο ανθρώπους που να μη μοιάζουν καθόλου μ' εμάς! Κι έχουν κι ένα γιο... ένα γιο που δεν περιγράφεται! Όταν τον έβγαλε βόλτα η μητέρα του, ούρλιαζε συνέχεια και χτυπιόταν για να του πάρει γλυκά. Ο Χάρι Πότερ να 'ρθει να ζήσει εδώ;»
«Είναι το καλύτερο μέρος γι αυτόν», αποκρίθηκε ψύχραιμα ο Ντάμπλντορ. «Αργότερα, όταν μεγαλώσει λίγο, ο θείος κι η θεία του θα μπορέσουν να του τα εξηγήσουν όλα. Τους έχω γράψει ένα γράμμα».
«Γράμμα;» επανέλαβε η καθηγήτρια, ενώ καθόταν πάλι στο φράχτη. «Αλήθεια, Ντάμπλντορ, φαντάζεσαι πως όλη αυτή η ιστορία μπορεί να εξηγηθεί μ' ένα γράμμα; Αυτοί οι άνθρωποι ποτέ δε θα μπορέσουν να καταλάβουν τον Χάρι. Θα είναι διάσημος... θα γίνει θρύλος... Εγώ, προσωπικά, δε θα παραξενευτώ καθόλου, αν η σημερινή μέρα καθιερωθεί σαν Ημέρα Χάρι Πότερ! Θα γραφτούν βιβλία γι' αυτόν και κάθε παιδί στον κόσμο μας θα ξέρει τ' όνομα του!»
«Ακριβώς!» τη διέκοψε ο Ντάμπλντορ, κοιτάζοντας την αυστηρά πάνω απ' τους μισούς φακούς των γυαλιών του. «Κι όλα αυτά είναι κάτι περισσότερο από αρκετά, για να πάρουν αέρα τα μυαλά κάθε μικρού αγοριού. Ο Χάρι θα γίνει διάσημος προτού καν μπορέσει να μιλήσει και να περπατήσει! Διάσημος για κάτι που δε θα μπορεί ούτε να θυμηθεί! Δεν καταλαβαίνεις ότι είναι καλύτερα γι' αυτόν να μεγαλώσει μακριά απ' όλα αυτά, ώσπου να μπορέσει να τα αντιμετωπίσει με ψυχραιμία;»
Η καθηγήτρια άνοιξε το στόμα της, άλλαξε γνώμη, ξεροκατάπιε και είπε: «Ναι... ναι, 6έ6αια, έχεις δίκιο. Πώς, όμως, θα 'ρθει εδώ ο μικρός, Ντάμπλντορ;» Κι έριξε μια ματιά γεμάτη υποψία στο μανδύα του, σαν να έλεγε πως ο Χάρι ήταν κρυμμένος κάτω απ' αυτόν.
«Ο Χάγκριντ θα τον φέρει».
«Το βρίσκεις σωστό να εμπιστευθείς στον Χάγκριντ κάτι τόσο σημαντικό;»
«Θα εμπιστευόμουν στον Χάγκριντ ακόμα και τη ζωή μου».
«Δε λέω πως δεν έχει τις καλύτερες προθέσεις», παραδέχθηκε απρόθυμα η καθηγήτρια, «αλλά ο Χάγκριντ είναι συχνά απρόσεκτος. Έχει τη συνήθεια να... Α! Τι ήταν αυτό;»
Κάτι σαν σιγανό μουγκρητό είχε σπάσει τη σιωπή γύρω τους. Άρχισε να δυναμώνει, καθώς κι οι δυο κοιτούσαν δεξιά κι αριστερά στο δρόμο, προσπαθώντας να διακρίνουν τα φώτα κάποιου αμαξιού που πλησίαζε. Το μουγκρητό δυνάμωνε. Τώρα ήταν φανερό πως ερχόταν από πάνω. Καθώς κι οι δυο σήκωσαν τα μάτια τους ψηλά, μια τεράστια μοτοσικλέτα φάνηκε να αιωρείται στον αέρα. Άρχισε να κατεβαίνει γρήγορα και φρενάρισε μπροστά τους.
Η μοτοσικλέτα ήταν τεράστια, αλλά ο οδηγός της ακόμη πιο τεράστιος. Ήταν τουλάχιστον δυο φορές πιο ψηλός από έναν κανονικό άνθρωπο και πέντε φορές πιο φαρδύς. Κι ήταν όχι μόνο τεράστιος, αλλά κι άγριος στην όψη, με τα μακριά και μπερδεμένα μαύρα μαλλιά και γένια του, που έκρυβαν σχεδόν όλο το πρόσωπο του, τις παλάμες του μεγάλες σαν φτυάρια και τα πόδια του, μέσα σε μαύρες μπότες, να μοιάζουν σαν μικρά δελφίνια. Στα χοντρά και μυώδη μπράτσα του κρατούσε ένα δέμα τυλιγμένο σε κουβέρτα.
«Χάγκριντ!», είπε μ' ανακούφιση ο Ντάμπλντορ. «Επιτέλους! Και πού βρήκες αυτή τη μοτοσικλέτα;»
«Τη δανείστηκα, καθηγητή Ντάμπλντορ», αποκρίθηκε ο γίγαντας, ξεκαβαλικεύοντας προσεκτικά. «Ο νεαρός Σείριος Μπλακ μου τη δάνεισε. Όσο για το μικρό, σας τον έφερα».
«Χωρίς προβλήματα, ελπίζω;»
«Χωρίς, κύριε. Το σπίτι ήταν σχεδόν κατεστραμμένο, αλλά κατάφερα να τον βγάλω απ' τα ερείπια προτού έρθουν οι Μαγκλ. Κι αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά μου, καθώς πετούσαμε πάνω απ' το Μπρίστολ».
Ο Ντάμπλντορ κι η καθηγήτρια έσκυψαν μαζί πάνω απ' το δέμα με τις κουβέρτες. Μέσα μόλις διακρινόταν ένα αρσενικό μωρό, βαθιά κοιμισμένο. Στο μέτωπο του, κάτω από ένα τσουλούφι κατάμαυρα μαλλιά, φαινόταν καθαρά ένα σημάδι με περίεργο σχήμα, σαν κεραυνός!
«Εκεί τον...;» ρώτησε η καθηγήτρια.
«Ναι», αποκρίθηκε ο Ντάμπλντορ. «Θα έχει αυτό το σημάδι για πάντα».
«Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, Ντάμπλντορ;»
«Και να μπορούσα, δε θα το έκανα. Τα σημάδια είναι καμιά φορά χρήσιμα. Κι εγώ έχω ένα πάνω στο αριστερό μου γόνατο, που είναι ένας τέλειος χάρτης του μετρό του Λονδίνου. Λοιπόν, δώσ' τον μου τώρα, Χάγκριντ. Καλύτερα να τελειώνουμε μ' αυτή την υπόθεση».
Ο Ντάμπλντορ πήρε τον κοιμισμένο Χάρι στην αγκαλιά του και γύρισε προς το σπίτι των Ντάρσλι.
«Επιτρέπεται να... μπορώ να τον αποχαιρετήσω;» ρώτησε διστακτικά ο Χάγκριντ.
Μετά έσκυψε το τεράστιο κι αχτένιστο κεφάλι του επάνω στο μωρό και του 'δωσε ένα απαλό φιλί. Ταυτόχρονα άφησε να του ξεφύγει ένα δυνατό μουγκρητό, σαν του λαβωμένου σκυλιού.
«Σςςς!» τον μάλωσε ψιθυριστά ο Ντάμπλντορ. «Θα ξυπνήσεις τους Μαγκλ!»
«Σ-σ-συγγνώμη» τραύλισε κλαίγοντας ο Χάγκριντ, καθώς σκούπιζε το πρόσωπο του μ' ένα τεράστιο καρό μαντίλι. «Αλλά δεν... δεν το αντέχω! Ο καημένος ο Τζέιμς... και η Λίλι... νεκροί... κι ο ορφανός Χάρι να ζήσει με τους Μαγκλ!...»
«Ναι, ναι, πολύ δυσάρεστο... Αλλά σύνελθε, Χάγκριντ, γιατί θα μας προδώσεις», ψιθύρισε η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ χτυπώντας τον παρηγορητικά στον ώμο, ενώ ο Ντάμπλντορ δρασκέλιζε το χαμηλό φράχτη και προχωρούσε για την εξώπορτα του σπιτιού των Ντάρσλι. Φτάνοντας εκεί, ακούμπησε απαλά τον Χάρι στο σκαλοπάτι, έβγαλε έναν κλειστό φάκελο απ' το μανδύα του, τον στερέωσε ανάμεσα στις κουβέρτες και ξαναγύρισε κοντά στους άλλους δύο. Για ένα ολόκληρο λεπτό κι οι τρεις έμειναν ακίνητοι, κοιτάζοντας το μικρό δέμα. Οι ώμοι του Χάγκριντ τραντάζονταν από σιωπηλούς λυγμούς. Η καθηγήτρια ανοιγόκλεινε συνέχεια τα μάτια της για να συγκρατήσει τα δάκρυα κι η ζωηρή λάμψη στο βλέμμα του Ντάμπλντορ είχε εξαφανισθεί.
«Λοιπόν», είπε κατόπιν ο Ντάμπλντορ, «έγινε κι αυτό. Δεν υπάρχει πια λόγος να μένουμε άλλο εδώ. Πάμε καλύτερα να βρούμε αυτούς που το γιορτάζουν ακόμη...»
«Ναι, Βέβαια», συμφώνησε βραχνά ο Χάγκριντ. «Εγώ, όμως, δεν μπορώ να 'ρθω. Πρέπει να πάω πίσω τη μοτοσικλέτα τού Σείριος... Καληνύχτα, κυρία καθηγήτρια... Καληνύχτα, καθηγητή Ντάμπλντορ...»
Σκουπίζοντας για άλλη μια φορά τα βουρκωμένα μάτια του με το μανίκι του, ο Χάγκριντ καβάλησε τη μοτοσικλέτα κι έβαλε μπροστά τη μηχανή. Μ' ένα δυνατό μουγκρητό, η μοτοσικλέτα υψώθηκε στον αέρα και σε λίγο χάθηκε στο σκοτεινό ουρανό.
«Θα τα ξαναπούμε σύντομα, καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ», είπε ο Ντάμπλντορ.
Αντί για άλλη απάντηση, εκείνη ένευσε καταφατικά με το κεφάλι.
Ο Ντάμπλντορ γύρισε κι άρχισε να προχωρεί προς το βάθος του δρόμου. Όταν έφτασε στη γωνία, έβγαλε απ' την τσέπη του τον ασημένιο σβηστήρα. Τον πάτησε μια φορά και δώδεκα λάμπες άναψαν αμέσως, έτσι που η οδός Πριβέτ φωτίστηκε κι εκείνος πρόλαβε να δει μια γκρίζα γάτα να εξαφανίζεται πίσω απ' την άλλη γωνία. Το δέμα με τις κουβέρτες διακρινόταν καθαρά στο σκαλοπάτι του σπιτιού με τον αριθμό 4.
«Καλή τύχη, Χάρι», μουρμούρισε ο Ντάμπλντορ. Μετά γύρισε, τίναξε προς τα πίσω το μανδύα του κι εξαφανίστηκε.
Μια ανάλαφρη αύρα κούνησε τις άκρες των φύλλων στους θάμνους των κήπων όλων των σπιτιών της οδού Πριβέτ, ενός ήσυχου, συνοικιακού δρόμου, όπου κανείς δε θα περίμενε ποτέ να συμβούν ασυνήθιστα πράγματα. Ο μικρός Χάρι Πότερ άλλαξε πλευρό μέσα στις κουβέρτες του, αλλά χωρίς να ξυπνήσει. Το μικρό χεράκι του ακούμπησε το γράμμα και το 'σφιξε δυνατά, ενώ συνέχισε να κοιμάται χωρίς να ξέρει πως ήταν ξεχωριστός, πως ήταν διάσημος· χωρίς να ξέρει πως σε λίγες ώρες θα ξυπνούσε απ' την κραυγή τρόμου της κυρίας Ντάρσλι καθώς θ' άνοιγε την εξώπορτα για να πάρει μέσα την εφημερίδα και χωρίς — ευτυχώς — να ξέρει πως θα περνούσε τα επόμενα δέκα χρόνια με τις τσιμπιές και τις κλοτσιές του εξαδέλφου του Ντάντλι... Αλλά, προπαντός, χωρίς να ξέρει πως εκείνη τη στιγμή σ' όλα τα μέρη της χώρας άνθρωποι που είχαν συναντηθεί κρυφά, σήκωναν ψηλά τα ποτήρια τους κι έλεγαν: «Στην υγειά του Χάρι Πότερ, του παιδιού που σώθηκε!»