7. Το καπέλο της επιλογής

Η πόρτα άνοιξε αμέσως και μια ψηλή γυναίκα, με μαύρα μαλλιά και μανδύα στο χρώμα του σμαραγδιού, φάνηκε στο άνοιγμα. Το πρόσωπο της είχε πολύ αυστηρή έκφραση κι η πρώτη σκέψη του Χάρι βλέποντας την, ήταν πως καλύτερα να μην της πήγαινε ποτέ κανείς κόντρα.

«Οι πρωτοετείς, καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ», είπε με σεβασμό ο Χάγκριντ.

«Σ' ευχαριστώ. Θα τους παραλάβω εγώ τώρα...»

Η καθηγήτρια άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Το χολ που φάνηκε μπροστά τους ήταν τόσο μεγάλο, που ολόκληρο το σπίτι των Ντάρσλι θα μπορούσε να χωρέσει άνετα μέσα, σκέφτηκε ο Χάρι. Οι πέτρινοι τοίχοι του φωτίζονταν από αναμμένους δαυλούς, όπως αυτοί στα υπόγεια της τράπεζας «Γκρίνγκοτς»· το ταβάνι ήταν τόσο ψηλό, που δεν το έβλεπες, και μια υπέροχη μαρμάρινη σκάλα, ακριβώς απέναντι τους, οδηγούσε στα επάνω πατώματα.

Όλα τα παιδιά ακολούθησαν σιωπηλά την καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ, όταν άρχισε να διασχίζει το χολ. Από ένα άνοιγμα στα δεξιά, ο Χάρι μπορούσε ν' ακούει το μουρμουρητό από πολλές φωνές — ασφαλώς τα μαθήματα είχαν αρχίσει για μερικούς —, αλλά η καθηγήτρια οδήγησε τους πρωτοετείς σ' ένα μικρό, άδειο δωμάτιο στ' αριστερά του χολ. Στριμώχτηκαν όλοι μέσα, κοιτάζοντας νευρικά γύρω τους.

«Καλωσορίσατε στο "Χόγκουαρτς"!» τους είπε η ΜακΓκόναγκαλ. «Το επίσημο δείπνο για την έναρξη του σχολικού έτους θ' αρχίσει σύντομα, προτού όμως πάρετε τη θέση σας στη μεγάλη τραπεζαρία, θα μοιραστείτε στους διάφορους κοιτώνες. Αυτή η επιλογή έχει μεγάλη σημασία, γιατί όσο θα βρίσκεστε εδώ, ο κοιτώνας του καθενός από σας κι όλοι όσοι μένουν σ' αυτόν, θα είναι κάτι σαν την οικογένεια σας μέσα στο "Χόγκουαρτς". θα παρακολουθείτε τα μαθήματα μαζί με τους άλλους που θα μένουν στον κοιτώνα σας, θα κοιμόσασιε φυσικά εκεί, και θα περνάτε τις ελεύθερες ώρες σας στην κοινή αίθουσα αναψυχής».

«Οι τέσσερις κοιτώνες ονομάζονται Χάφλπαφλ, Γκρίφιντορ, Ράβενκλοου και Σλίθεριν», συνέχισε η καθηγήτρια. «Κάθε κοιτώνας έχει τη δική του λαμπρή ιστορία κι ο καθένας τους φιλοξένησε σημαντικούς μάγους και μάγισσες. Όσο ο καθένας από σας φοιτά στο "Χόγκουαρτς", τα σχολικά και αθλητικά επιτεύγματα του θα δίνουν βαθμούς στον κοιτώνα σας, ενώ κάθε φορά που θα παραβαίνετε κάποιον απ' τους κανονισμούς, ο κοιτώνας σας θα χάνει Βαθμούς. Στο τέλος της σχολικής χρονιάς, ο κοιτώνας με τους περισσότερους Βαθμούς θα κερδίζει το κύπελλο, κάτι που είναι μια μεγάλη τιμητική διάκριση. Ελπίζω ο καθένας σας να τιμήσει τον κοιτώνα για τον οποίο θα επιλεγεί. Η τελετή της επιλογής θ' αρχίσει σε λίγο. Φροντίστε, λοιπόν, να περιποιηθείτε λίγο τον εαυτό σας ενώ περιμένετε».

Το διαπεραστικό Βλέμμα της καθηγήτριας σταμάτησε για λίγο στο μανδύα του Νέβιλ, που ήταν κουμπωμένος στραβά, και στη μουντζούρα στη μύτη του Ρον. Ο Χάρι προσπάθησε νευρικά να ισιώσει τ' ακατάστατα μαλλιά του.

«Θα ξαναγυρίσω όταν θα είμαστε έτοιμοι ν' αρχίσουμε», είπε η ΜακΓκόναγκαλ. «Σας παρακαλώ να περιμένετε ήσυχα».

Μόλις βγήκε από την αίθουσα, ο Χάρι κατάπιε τον κόμπο που είχε σταθεί στο λαιμό του.

«Με ποιον τρόπο μας διαλέγουν για τους διάφορους κοιτώνες;» ρώτησε κατόπιν τον Ρον.

«Με κάποιο τεστ, νομίζω», αποκρίθηκε εκείνος. «Ο αδελφός μου, ο Φρεντ, είπε πως πονάει πολύ, αλλά νομίζω ότι μου έκανε πλάκα...»

Η καρδιά του Χάρι αναπήδησε από φό6ο. Ένα τεστ, μπροστά σ' ολόκληρο το σχολείο... Αφού δεν ήξερε ακόμη να κάνει μαγικά... Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει; Δεν περίμενε κάτι τέτοιο και μάλιστα από την πρώτη κιόλας μέρα στο σχολείο... Ανήσυχος, κοίταξε γύρω του και είδε πως και τα άλλα παιδιά έδειχναν τρομοκρατημένα. Κανένα δε μιλούσε πολύ, εκτός από την Ερμιόνη Γκρέιντζερ, η οποία επαναλάμβανε γρήγορα όλα τα ξόρκια που είχε μάθει απέξω. Ο Χάρι προτίμησε να μην την ακούει. Ποτέ ως τώρα δεν είχε νιώσει τόσο νευρικός, ποτέ, ούτε κι όταν έπρεπε να πάει στους Ντάρσλι ένα σημείωμα από το διευθυντή του σχολείου, όπου τους έλεγε ότι ο ανιψιός τους είχε κάνει μπλε την περούκα ενός από τους δασκάλους. Το βλέμμα του Χάρι ήταν συνέχεια στηλωμένο στην κλειστή πόρτα από την οποία θα έμπαινε σε λίγο η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ και θα τον οδηγούσε στην καταστροφή του...

Ξαφνικά μερικά παιδιά πίσω του άρχισαν να ουρλιάζουν κι ο Χάρι τινάχτηκε τρομαγμένος.

«Μάτι...»

Η φράση του όμως έμεινε στη μέση και ούρλιαξε κι αυτός δυνατά, από τρόμο, καθώς καμιά εικοσαριά φαντάσματα περνούσαν μέσα από τον ένα τοίχο και έμπαιναν στην αίθουσα. Γκρίζα και λίγο διάφανα, γλιστρούσαν μέσα στο δωμάτιο κουβεντιάζοντας μεταξύ τους, χωρίς να δίνουν καμιά σημασία στους πρωτοετείς φοιτητές. Έμοιαζαν σαν να τσακώνονται. Μάλιστα το ένα από αυτά, ένας κοντόχοντρος καλόγερος, έλεγε: «Εγώ επιμένω πως πρέπει πάντα να ξεχνάμε και να συγχωρούμε. Νομίζω πως είναι καθήκον μας να του δώσουμε μια δεύτερη ευκαιρία...»

«Αγαπητέ μου καλόγερε, εγώ νομίζω πως δώσαμε στον Πιβς όλες τις ευκαιρίες που δικαιούται», αποκρίθηκε ένα άλλο από τα φαντάσματα. «Μ' αυτά που κάνει, θα μας βγάλουν κακό όνομα και... Μπα! Τι κάνετε εσείς εδώ;»

Το δεύτερο φάντασμα, αυτό που είχε μόλις απαντήσει στο πρώτο, φορούσε εφαρμοστή στολή ιππότη, μαύρη με δαντέλες στο λαιμό, και ήταν αυτό που πρόσεξε ξαφνικά τα τρομαγμένα παιδιά.

Κανένα δεν του απάντησε.

«Καινούριοι φοιτητές!» είπε ο χοντρός καλόγερος χαμογελώντας τους. «Φαντάζομαι πως θα περιμένετε για την επιλογή...»

Μερικά κεφάλια κουνήθηκαν καταφατικά.

«Ελπίζω να σας δω όλους στο Χάφλπαφλ!» συνέχισε ο καλόγερος. «Είναι ο παλιός μου κοιτώνας...»

«Ετοιμαστείτε!» ακούστηκε ξαφνικά μια αυστηρή φωνή. «Η τελετή της επιλογής αρχίζει!»

Η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ είχε ξαναγυρίσει στην αίθουσα και τα φαντάσματα έφυγαν Βιαστικά, περνώντας μέσα από τον απέναντι τοίχο.

«Λοιπόν, μπείτε σε μια γραμμή», είπε η καθηγήτρια, «κι ακολουθήστε με».

Νιώθοντας ξαφνικά τα πόδια του πολύ Βαριά, ο Χάρι μπήκε στη σειρά, πίσω από ένα αγόρι με ξανθά μαλλιά. Ο Ρον μπήκε πίσω του κι άρχισαν όλοι μαζί να βγαίνουν από το μικρό δωμάτιο, να διασχίζουν πάλι το χολ και να μπαίνουν στη μεγάλη τραπεζαρία.

Ο Χάρι δε θα είχε ποτέ φανταστεί ένα τόσο παράξενο κι εντυπωσιακό μέρος. Φωτιζόταν από χιλιάδες κεριά, που αιωρούνταν στον αέρα επάνω από τέσσερα μακριά τραπέζια, όπου οι υπόλοιποι φοιτητές κάθονταν κιόλας. Τα τραπέζια ήσαν στρωμένα με χρυσά πιάτα, μαχαιροπίρουνα και κύπελλα. Στο επάνω μέρος αυτού του τεράστιου δωματίου υπήρχε ένα ακόμη τραπέζι, όπου κάθονταν κιόλας όλοι οι καθηγητές. Η ΜακΓκόναγκαλ οδήγησε εκεί τους πρωτοετείς και τους έβαλε να σταθούν σε μια ίσια γραμμή, με τα πρόσωπα τους γυρισμένα προς τα γεμάτα τραπέζια και τους καθηγητές πίσω τους. Ο Χάρι σκέφτηκε πως τα δεκάδες πρόσωπα που τους κοίταζαν, έμοιαζαν με χλομά φανάρια μέσα στο φως των κεριών που τρεμόπαιζε. Αρκετά φαντάσματα ήταν σπαρμένα ανάμεσα τους. Περισσότερο για ν' αποφύγει αυτές τις εκατοντάδες περίεργα βλέμματα, ο Χάρι σήκωσε το δικό του βλέμμα ψηλά κι είδε από πάνω του ένα σκούρο ουρανό γεμάτο άστρα. Την ίδια στιγμή άκουσε την Ερμιόνη δίπλα του να ψιθυρίζει: «Έχουν κάνει μάγια, για να μοιάζει με τον αληθινό ουρανό. Το διάβασα στο βιβλίο Το Χόγκουαρτς κι η ιστορία του».

Στον Χάρι, όμως, φαινόταν εντελώς απίστευτο πως εκεί ψηλά υπήρχε ένα ταβάνι και πως η μεγάλη τραπεζαρία δεν ήταν ανοιχτή στον ουρανό.

Ο Χάρι πήρε βιαστικά το βλέμμα του από ψηλά, καθώς η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ έβαζε ένα σκαμνί με τέσσερα πόδια μπροστά στους πρωτοετείς φοιτητές. Επάνω στο σκαμνί ακούμπησε ένα μυτερό καπέλο μάγου, ένα καπέλο τριμμένο και πολύ βρόμικο. Η θεία Πετούνια, σκέφτηκε ο Χάρι, δε θα το κρατούσε ποτέ στο σπίτι της. Ίσως να έβγαζαν ένα λαγό απ' αυτό το καπέλο. Ένα τέτοιο κόλπο του φαινόταν πολύ κατάλληλο για... Στη συνέχεια πρόσεξε πως όλοι γύρω του κοιτούσαν το παράξενο καπέλο. Στήλωσε κι αυτός το βλέμμα του εκεί. Για μερικά δευτερόλεπτα η σιωπή γύρω ήταν απόλυτη. Μετά το καπέλο κουνήθηκε λίγο. Στο κάτω μέρος του άνοιξε μια σχισμή σαν στόμα και το καπέλο άρχισε να μιλά:

«Μπορεί να μη σας γεμίζω το μάτι,

αλλά μην κρίνετε μόνο απ' την εμφάνιση.

Εγώ είμαι το καπέλο επιλογής του "Χόγκουαρτς"

και πιο έξυπνο από μένα δεν υπάρχει πουθενά.

Βλέπω το καθετί μέσα στο μυαλό σας!

Δοκιμάστε με, λοιπόν, και θα σας πω σε ποιον κοιτώνα ταιριάζετε καλύτερα.

Μπορεί να ταιριάζετε στον Γκρίφιντορ,

σπίτι των τολμηρών και γενναίων!

Μπορεί να ταιριάζετε στον Χάφλπαφλ,

όπου όλοι είναι πιστοί, υπομονετικοί και δίκαιοι.

Μπορεί να ταιριάζετε στον Ράβενκλοου,

όπου όλοι είναι σοφοί και μορφωμένοι.

Μπορεί, όμως, να ταιριάζετε στον Σλίθεριν,

σπίτι των έξυπνων και πονηρών,

που κάνουν τα πάντα,

για να πετύχουν το σκοπό τους!

Δοκιμάστε με, λοιπόν, και μη φοβάστε!»

Όταν το καπέλο σταμάτησε να μιλά, όλοι το χειροκρότησαν. Εκείνο υποκλίθηκε δεξιά κι αριστερά και μετά έμεινε τελείως ακίνητο.

«Ώστε, λοιπόν, πρέπει να δοκιμάσουμε ένα καπέλο!» ψιθύρισε ο Ρον, ανακουφισμένος, στον Χάρι. «Θα τον σκοτώσω τον Φρεντ. Μου έλεγε συνέχεια πως πρέπει να παλέψουμε μ' έναν καλλικάντζαρο!»

Ο Χάρι προσπάθησε να χαμογελάσει. Ναι, το να δοκιμάσει ένα καπέλο ήταν ευκολότερο απ' το να κάνει μάγια. Θα προτιμούσε όμως να το δοκίμαζε χωρίς να τον κοιτάζει ολόκληρο το σχολείο. Γιατί ο Χάρι δεν ένιωθε αυτή τη στιγμή ούτε γενναίος, ούτε έξυπνος, ούτε σοφός, ούτε θαρραλέος, ούτε ικανός για τα πάντα προκειμένου να πετύχει το σκοπό του. Κι αν το καπέλο είχε αναφέρει έναν κοιτώνα για τους νευρικούς, ήταν σίγουρος πως μόνον αυτός του ταίριαζε.

Η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ στάθηκε τώρα μπροστά τους. Στα χέρια της κρατούσε μια μακριά περγαμηνή.

«Όποιος ακούει τ' όνομα του!» φώναξε, «θα βάζει στο κεφάλι του το καπέλο και θα κάθεται στο σκαμνί, για να γίνει η επιλογή του. Αρχίζω, λοιπόν. Άμποτ, Χάνα!»

Ένα ροδομάγουλο κορίτσι με ξανθές πλεξούδες βγήκε απ' τη γραμμή, φόρεσε το καπέλο, το οποίο της κατέβηκε ως τα μάτια, και κάθισε στο σκαμνί. Ακολούθησε μια σύντομη σιωπή και μετά...

«Χάφλπαφλ!» φώναξε το καπέλο.

Τα παιδιά που κάθονταν στο δεξιό τραπέζι άρχισαν να χειροκροτούν ενθουσιασμένα, καθώς η Χάνα πήγε να καθίσει μαζί τους. Ο Χάρι είδε το φάντασμα του χοντρού καλόγερου να της κουνά χαρούμενος το χέρι του από μακριά.

«Βόουνς, Σούζαν!» φώναξε η καθηγήτρια.

«Χάφλπαφλ!» φώναξε πάλι το καπέλο κι η Σούζαν έτρεξε να καθίσει δίπλα στη Χάνα.

«Βουτ, Τέρι!»

«Ράβενκλοου!»

Τα παιδιά απ' το δεύτερο τραπέζι αριστερά άρχισαν να χειροκροτούν. Μερικά, μάλιστα, σηκώθηκαν όρθια κι έσφιξαν το χέρι του Τέρι, όταν πλησίασε για να καθίσει μαζί τους.

«Γκρέιντζερ, Ερμιόνη».

Η Ερμιόνη έτρεξε με λαχτάρα στο σκαμνί, κάθισε κι έχωσε βαθιά το καπέλο στο κεφάλι της.

«Γκρίφιντορ!» φώναξε το καπέλο κι ο Ρον έκανε μια γκριμάτσα στενοχώριας.

Όταν φώναξαν τον Νέβιλ Λονγκμπότομ, το αγόρι που όλο έχανε το βάτραχο του, ο μικρός παραπάτησε κι έπεσε προτού καν φτάσει στο σκαμνί. Όσο για το καπέλο, πάλι έκανε πολλή ώρα ν' αποφασίσει. Κι όταν, τέλος, φώναξε «Γκρίφιντορ!», ο Νέβιλ έφυγε τρέχοντας και φορώντας το ακόμη στο κεφάλι του, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να γυρίσει πίσω, ανάμεσα στα τρανταχτά γέλια όλων, και να δώσει το καπέλο στη Μορίν ΜακΝτούγκαλ.

Το επόμενο παιδί, η Μάντι Μπρόκλχαστ, πήγε κι αυτή στο Ράβενκλοου, αλλά η Λάβεντερ Μπράουν επελέγη κι αυτή για το Γκρίφιντορ και το τελευταίο τραπέζι στα δεξιά ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Ο Χάρι πρόσεξε τους δίδυμους αδελφούς του Ρον να σφυρίζουν ενθουσιασμένοι.

Η επιλογή συνεχίστηκε. Η Μίλισεντ Μπούλστροουντ πήγε στο Σλίθεριν. Ο Χάρι σκέφθηκε πως μπορεί, Βέβαια, να έφταιγε η φαντασία του, αλλά μετά από όσα είχε ακούσει, σχεδόν όλα τα παιδιά που κάθονταν σ' αυτό το τραπέζι τού φαίνονταν αντιπαθητικά.

'Οταν ακούστηκε το όνομα Μαλφόι, το αγόρι προχώρησε περήφανα προς το σκαμνί. Η επιθυμία του ικανοποιήθηκε αμέσως: το καπέλο μόλις που άγγιξε το κεφάλι του κι αμέσως φώναξε: «Σλίθεριν!»

Ο Μαλφόι ξαναγύρισε κοντά στους φίλους του, τον Κράμπε και τον Γκόιλ, δείχνοντας πολύ ευχαριστημένος με τον εαυτό του.

Ο Χάρι ένιωθε τώρα πραγματικά άρρωστος και το στομάχι του ήταν συνεχώς σφιγμένο απ' τη νευρικότητα. Θυμόταν το σχολείο, όπου, όταν γινόταν η επιλογή για τις διάφορες αθλητικές ομάδες, εκείνον τον διάλεγαν τελευταίον. Όχι γιατί δεν ήταν καλός, αλλά γιατί κανείς δεν ήθελε να δημιουργήσει στον Ντάντλι, τον εξάδελφο του, την παραμικρή υποψία ότι μπορεί να συμπαθούσε τον Χάρι.

«Μπλέτσλι, Τζάστιν».

«Χάφλπαφλ!»

Ο Χάρι πρόσεξε ότι το καπέλο άλλοτε φώναζε αμέσως το όνομα του κοιτώνα, κι άλλοτε έκανε μερικές στιγμές ώσπου ν' αποφασίσει. Ο Σίμους Μίλιγκαν, το ξανθό αγόρι δίπλα στον Χάρι, έμεινε καθισμένο στο σκαμνί σχεδόν ένα ολόκληρο λεπτό, προτού το καπέλο τον στείλει στο Γκρίφιντορ.

Ξαφνικά μια φρικτή σκέψη πέρασε απ' το μυαλό του Χάρι, μια απ' αυτές τις σκέψεις που έρχονται απρόσκλητες, όταν κάποιος είναι πολύ νευρικός. Τι θα γινόταν, αν εκείνον δεν τον διάλεγαν για κανένα κοιτώνα; Τι θα γινόταν, αν έμενε καθισμένος στο σκαμνί για ώρες, με το καπέλο σιωπηλό επάνω στο κεφάλι του; Ώσπου, κάποια στιγμή, η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ θα το άρπαζε και θα έλεγε πως ασφαλώς κάποιο λάθος είχε γίνει και πως ήταν καλύτερα να πάρει το τρένο για το σπίτι του...

Λίγα παιδιά έμεναν ακόμη για επιλογή.

«Μουν... Νοτ... Ουέσλι...». Ο Ρον ήταν σχεδόν κίτρινος απ' την αγωνία του όταν φόρεσε το καπέλο. Κράτησε την αναπνοή του ελπίζοντας. Κι αμέσως το καπέλο φώναξε: «Γκρίφιντορ»!

«Μπράβο, Ρον, πολύ καλά τα κατάφερες!» είπε ο Πέρσι Ουέσλι στον αδελφό του, ενώ ο Ρον έπεφτε εξαντλημένος στην καρέκλα δίπλα του.

Η φωνή της ΜακΓκόναγκαλ ακούστηκε πάλι: «Πάρκινσον, Πάτιλ και Πάτιλ», δυο δίδυμα κορίτσια, μετά «Σάλι-Αν Περκς» και τέλος...

«Πότερ, Χάρι».

Καθώς ο Χάρι έκανε δύο Βήματα μπροστά, μερικά παιδιά άρχισαν να ψιθυρίζουν:

«Πότερ, έτσι είπε;»

«Ποιος; Ο Χάρι Πότερ;»

Το τελευταίο πράγμα που είδε ο Χάρι προτού το καπέλο σκεπάσει τα μάτια του, ήταν οι τεντωμένοι λαιμοί των παιδιών, που προσπαθούσαν να τον δουν καλύτερα. Την άλλη στιγμή βρισκόταν σε απόλυτο σκοτάδι. Περίμενε, ενώ η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά, που νόμιζε πως θα σπάσει.

«Χμμ...» άκουσε μια σιγανή φωνή στο ένα αφτί του. «Δύσκολο, πολύ δύσκολο... Βλέπω μεγάλο κουράγιο. Αλλά και γερό μυαλό... Και μεγάλο ταλέντο, ναι, βέβαια... μαζί με την επιθυμία ν' αποδείξεις την αξία σου... Πού να σε βάλω, λοιπόν;»

Ο Χάρι έσφιξε τις άκρες του σκαμνιού με τα δάχτυλα του και σκέφτηκε: «Όχι στο Σλίθεριν, όχι στο Σλίθεριν!»

«Όχι στο Σλίθεριν, ε;» είπε η φωνή. «Είσαι σίγουρος γι' αυτό; Θα μπορούσες να γίνεις καταπληκτικός... Το βλέπω μέσα στο κεφάλι σου και το Σλίθεριν θα σε βάλει στο σωστό δρόμο για να μεγαλουργήσεις... Αφού δε θέλεις όμως... καλύτερα να πας στο Γκρίφιντορ!»

Ο Χάρι άκουσε το καπέλο να φωνάζει την τελευταία λέξη, ώστε όλοι να την ακούσουν. Κατόπιν έβγαλε το καπέλο και με πόδια που έτρεμαν, προχώρησε προς το τραπέζι των παιδιών που είχαν επιλεγεί για το Γκρίφιντορ. Ένιωθε τόσο ανακουφισμένος που είχε γλιτώσει το Σλίθεριν, που δεν πρόσεξε καν ότι τον χειροκροτούσαν θερμά. Ο Πέρσι, ο επιμελητής, μάλιστα, σηκώθηκε όρθιος και του 'σφιξε δυνατά το χέρι, ενώ οι δίδυμοι Ουέσλι άρχισαν να φωνάζουν «Πήραμε τον Πότερ! Πήραμε τον Πότερ!». Ο Χάρι κάθισε δίπλα στο φάντασμα που είχε δει πρωτύτερα, αυτό με τη στολή ιππότη και τις δαντέλες στο λαιμό. Και το φάντασμα τον χτύπησε με συμπάθεια στον ώμο, δίνοντας στον Χάρι την εντύπωση πως είχε πέσει στον ώμο του ένας κουβάς παγωμένο νερό.

Τώρα ο Χάρι μπορούσε να βλέπει καλά το τραπέζι με το διδακτικό προσωπικό. Στην πιο κοντινή σ' αυτόν άκρη του καθόταν ο Χάγκριντ, που έπιασε το βλέμμα του και του χάρισε ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο. Ο Χάρι χαμογέλασε κι αυτός. Κι εκεί, ακριβώς στη μέση του τραπεζιού, καθισμένος σε μια μεγάλη χρυσή καρέκλα, ήταν ο Άλμπους Ντάμπλντορ. Ο Χάρι τον αναγνώρισε αμέσως από τη φωτογραφία που είχε βρει μέσα στους σοκολατένιους βατράχους στο τρένο. Τα ασημένια μαλλιά και γένια του Ντάμπλντορ ήταν τα μόνα μέσα στη μεγάλη τραπεζαρία που γυάλιζαν τόσο όσο και τα φαντάσματα. Κοιτάζοντας λίγο πιο πέρα, ο Χάρι είδε και τον καθηγητή Κούιρελ, το νευρικό νέο άντρα από το μπαρ «Ραγισμένο Τσουκάλι». Έδειχνε πραγματικά πολύ περίεργος, μ' ένα τεράστιο μοβ τουρμπάνι στο κεφάλι του.

Τώρα μόνο δύο παιδιά είχαν μείνει για επιλογή. Ο Μπλεζ Σαμπίνι πήγε στο Σλίθεριν και η Λίζα Τάρπιν στο Ράβενκλοου.

Η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ τύλιξε τότε την περγαμηνή της και πήρε το καπέλο απ' το σκαμνί.

Ο Χάρι έριξε μια ματιά στο χρυσό πιάτο, που ήταν άδειο μπροστά του, κι απογοητεύτηκε. Μόλις τώρα καταλάβαινε πόσο πεινούσε. Τα γλυκά που είχε φάει με τον Ρον στο τρένο, ένιωθε σαν να τα είχε φάει σε κάποια άλλη ζωή.

Εκείνη τη στιγμή ο Άλμπους Ντάμπλντορ σηκώθηκε όρθιος. Η σιωπή έγινε αμέσως απόλυτη. Ο Ντάμπλντορ χαμογελούσε πλατιά, το πρόσωπο του έλαμπε κι είχε ανοίξει τα χέρια του διάπλατα. Ήταν φανερό πως τίποτα δεν τον ευχαριστούσε περισσότερο, απ' το να τους βλέπει όλους εκεί.

«Καλωσορίσατε!» τους φώναξε. «Καλωσορίσατε όλοι, για μια καινούρια χρονιά στο "Χόγκουαρτς"! Προτού αρχίσουμε το δείπνο μας, θα ήθελα να σας πω δυο λόγια, τα εξής: Βλάκας! Κλαψούρισμα! Παραξενιά! Τσίμπημα! Σας ευχαριστώ!»

Και κάθισε πάλι κάτω. Όλοι χειροκρότησαν και πολλοί φώναξαν «Ζήτω». Ο Χάρι, όμως, ένιωθε την επιθυμία να γελάσει.

«Μήπως είναι... λίγο τρελός;» ρώτησε τον Ρον.

«Τρελός;» είπε ο Ρον. «Μεγαλοφυία είναι! Ο καλύτερος μάγος στον κόσμο! Αλλά ναι, είναι και λίγο τρελός... Θέλεις πατάτες, Χάρι;»

Ο Χάρι κοίταξε μπροστά του και το στόμα του άνοιξε διάπλατα απ' την έκπληξη. Τα πιάτα στο τραπέζι ήταν τώρα γεμάτα και ποτέ στη ζωή του δεν είχε δει τόσα πολλά απ' τα αγαπημένα του φαγητά μαζί: ψητό του φούρνου με πατάτες, χοιρινό ψητό, κοτόπουλο ψητό, μπριζόλες και λουκάνικα στα κάρβουνα, πουρές, τηγανητές πατάτες, καρότα κι αρακάς, διάφορες σάλτσες, ακόμη και κέτσαπ!...

Οι Ντάρσλι δεν είχαν ποτέ αφήσει νηστικό τον Χάρι, αλλά και ποτέ δεν του έδιναν να φάει αρκετά για να χορτάσει. Όσο για τον Ντάντλι, έπαιρνε πάντα καθετί που άρεσε στον Χάρι, ακόμη κι αν θα του έφερνε βαρυστομαχιά. Έτσι ο Χάρι έβαλε τώρα στο πιάτο του απ' όλα κι άρχισε να τρώει με λαχτάρα. Κι ήταν όλα πολύ νόστιμα.

«Αυτό δείχνει πολύ καλό», είπε θλιμμένα το φάντασμα που καθόταν δίπλα του, δείχνοντας το λαχταριστό ψητό λουκάνικο στο πιάτο του Χάρι. Εκείνος κοίταξε το φάντασμα παραξενεμένος.

«Δηλαδή, εσύ δεν μπορείς...» ρώτησε ο Χάρι το φάντασμα.

«Έχω να φάω σχεδόν τετρακόσια χρόνια», αποκρίθηκε το φάντασμα. «Δε μου χρειάζεται Βέβαια, αλλά μερικά νόστιμα φαγητά πολύ μου λείπουν. Νομίζω, όμως, πως δε συστηθήκαμε ακόμη. Είμαι ο σερ Νίκολας ντε Μίμσι Πορπινιόν. Στη διάθεση σας. Μόνιμο φάντασμα στον κοιτώνα Γκρίφιντορ...»

«Ξέρω ποιος είσαι!» είπε ξαφνικά ο Ρον. «Ο αδελφός μου μου είπε για σένα. Είσαι ο Σχεδόν-Ακέφαλος-Νικ!»

«Θα προτιμούσα να με αποκαλούν σερ Νίκολας ντε...» άρχισε πειραγμένο το φάντασμα, αλλά ο ξανθός Σίμους Μίλιγκαν τον διέκοψε απότομα:

«Σχεδόν ακέφαλος; Πώς μπορεί κανείς να είναι σχεδόν ακέφαλος;»

Ο σερ Νίκολας έδειχνε τώρα πολύ ενοχλημένος. Έδειχνε να μην του αρέσει καθόλου η συζήτηση.

«Να, έτσι!» αποκρίθηκε νευριασμένος. Κι αρπάζοντας το αριστερό αφτί του, το τράβηξε δυνατά. Αμέσως ολόκληρο το κεφάλι του ξεκόλλησε απ' το λαιμό κι έπεσε στον ένα ώμο του, σαν να ήταν στερεωμένο με μεντεσέδες. Ήταν φανερό πως κάποιος είχε κάποτε προσπαθήσει να τον αποκεφαλίσει, αλλά πως δεν είχε κάνει σωστά τη δουλειά. Δείχνοντας τώρα ευχαριστημένος απ' την έκπληξη στα πρόσωπα γύρω του, ο Σχεδόν-Ακέφαλος-Νικ ξανάβαλε το κεφάλι του στην κανονική του θέση, ξερόβηξε και είπε: «Λοιπόν, καινούρια παιδιά του Γκρίφιντορ! Ελπίζω πως θα μας Βοηθήσετε να πάρουμε φέτος το πρωτάθλημα του σχολείου... Ποτέ δεν πέρασε τόσος καιρός χωρίς ο κοιτώνας μας να κερδίσει. Το Σλίθεριν παίρνει το κύπελλο τα τελευταία έξι χρόνια! Κι αυτός ο ενοχλητικός ο Βαρόνος έχει πια καταντήσει ανυπόφορος! Ο Βαρόνος είναι το φάντασμα του Σλίθεριν...»

Ο Χάρι γύρισε το βλέμμα του στο τραπέζι των παιδιών του Σλίθεριν κι είδε καθισμένο εκεί ένα πραγματικά απαίσιο φάντασμα. Είχε απλανές βλέμμα, ένα πολύ αδύνατο πρόσωπο και ρούχα λερωμένα με ασημένιο αίμα. Ήταν καθισμένο δίπλα στον Μαλφόι και ο Χάρι πρόσεξε με ικανοποίηση ότι ο Μαλφόι δεν έδειχνε και τόσο ευχαριστημένος με το γείτονα του.

«Πώς γέμισε αίματα;» ρώτησε μ' ενδιαφέρον ο Σίμους.

«Δεν είχα ποτέ την αγένεια να ρωτήσω!» αποκρίθηκε ο Σχεδόν-Ακέφαλος-Νικ, βάζοντας τον στη θέση του.

Όταν όλοι είχαν φάει τόσο που δεν μπορούσαν άλλο, ό,τι περίσσεψε από φαγητό εξαφανίστηκε μόνο του απ' τα πιάτα και τις πιατέλες, αφήνοντας τα ολοκάθαρα και γυαλιστερά όπως πριν. Τότε έκαναν την εμφάνιση τους τα γλυκίσματα: μηλόπιτες, πουτίγκες, παγωτά σε διάφορες γεύσεις, πάστες, κέικ κι άφθονη κρέμα σαντιγί, σιρόπια και καβουρδισμένα αμύγδαλα.

Καθώς ο Χάρι γέμιζε το πιάτο του με μηλόπιτα και παγωτό, η κουβέντα των παιδιών στο τραπέζι γύρισε στις οικογένειες τους.

«Εγώ είμαι μισός μισός», είπε ο Σίμους. «Ο μπαμπάς μου είναι Μαγκλ. Η μαμά δεν του είπε πως ήταν μάγισσα παρά μετά από το γάμο τους. Ήταν τρομερό σοκ γι' αυτόν...»

Οι άλλοι γέλασαν.

«Κι εσύ, Νέβιλ;» ρώτησε ο Ρον.

«Εμένα με μεγάλωσε η γιαγιά μου, που είναι μάγισσα», αποκρίθηκε εκείνος. «Όλη η οικογένεια, όμως, νόμιζε πως εγώ είμαι Μαγκλ. Ο θείος μου, ο Άλτζι, προσπαθούσε χρόνια να με πιάσει στα πράσα και να μ' αναγκάσει να κάνω κάτι μαγικό... Μια φορά μ' έριξε στη θάλασσα κι εγώ παραλίγο να πνιγώ... Αλλά τίποτα δεν έγινε, ώσπου έκλεισα τα οκτώ μου χρόνια. Μια μέρα ο θείος Αλτζι με κρατούσε απ' τα πόδια κρεμασμένον έξω απ' το παράθυρο κι όταν η θεία μου Ένιντ τού πρόσφερε ένα σοκολατάκι, ξεχάστηκε και μ' άφησε να πέσω. Εγώ, όμως, έκανα γκελ σαν μπάλα στο πεζοδρόμιο και δεν έπαθα τίποτα. Όλοι στην οικογένεια ενθουσιάστηκαν. Η γιαγιά μου, μάλιστα, έκλαψε — τόσο ευχαριστημένη ήταν! Κι έπρεπε να βλέπατε τα πρόσωπα τους, όταν ήρθε το γράμμα μου απ' το "Χόγκουαρτς". Έτρεμαν, βλέπεις, μήπως δεν είχα αρκετές μαγικές ικανότητες για να με δεχτούν εδώ! Ο θείος Άλτζι ήταν τόσο ευχαριστημένος, που μου αγόρασε το βάτραχο μου».

Απ' την άλλη μεριά του Χάρι, ο Πέρσι Ουέσλι κι η Ερμιόνη Γκρέιντζερ κουβέντιαζαν για τα μαθήματα:

«Παρακαλάω ν' αρχίσουμε αμέσως, γιατί είναι τόσα πολλά αυτά που πρέπει να μάθουμε! Μ' ενδιαφέρουν ιδιαίτερα οι μεταμορφώσεις... ξέρεις, το ν' αλλάζεις κάτι σε κάτι άλλο... ασφαλώς θα είναι πολύ δύσκολο...»

«Θ' αρχίσετε με τα εύκολα... Να, θα μεταμορφώνετε σπίρτα σε Βελόνες κι άλλα παρόμοια...»

Ο Χάρι, που είχε αρχίσει να νυστάζει μετά από τόσο φαγητό, κοίταξε πάλι στο τραπέζι των καθηγητών. Ο Χάγκριντ έπινε μ' ευχαρίστηση απ' το σκαλιστό κύπελλο του. Η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ μιλούσε στον Άλμπους Ντάμπλντορ. Ο καθηγητής Κούιρελ, με το αστείο τουρμπάνι του, μιλούσε σ' έναν άλλο καθηγητή, ο οποίος είχε λιπαρά μαύρα μαλλιά, γαμψή μύτη και κιτρινωπό δέρμα.

Αυτό που συνέβη κατόπιν, έγινε πολύ γρήγορα. Ο καθηγητής με τη γαμψή μύτη τράβηξε το Βλέμμα του απ' τον Κούιρελ, κοίταξε τον Χάρι ίσια στα μάτια... κι εκείνος ένιωσε αμέσως ένα δυνατό πόνο στο μέτωπο, ακριβώς στο σημάδι του.

«Αου!» φώναξε ο Χάρι, πιάνοντας με το χέρι το μέτωπο του.

«Τι έπαθες;» τον ρώτησε ο Πέρσι.

«Τι... τίποτα...»

Ο πόνος είχε φύγει τόσο γρήγορα όσο είχε έρθει. Εκείνο που είχε μείνει και δεν έλεγε να φύγει, ήταν η εντύπωση που είχε κάνει στον Χάρι το βλέμμα του καθηγητή με τη γαμψή μύτη. Μια εντύπωση πως αυτός ο άγνωστος του άντρας δεν τον συμπαθούσε καθόλου.

«Ποιος είναι αυτός που κουβεντιάζει με τον καθηγητή Κούιρελ;» ρώτησε τον Πέρσι.

«Α, ώστε ξέρεις κιόλας τον Κούιρελ!» αποκρίθηκε εκείνος. «Δεν είναι περίεργο που δείχνει τόσο νευρικός, αφού ο συνομιλητής του είναι ο καθηγητής Σνέιπ. Μας κάνει μαθήματα για τα φίλτρα, αλλά δεν του αρέσει η δουλειά του κι όλοι στο "Χόγκουαρτς" ξέρουν πως θέλει να πάρει τη θέση του Κούιρελ. Ο Σνέιπ, πάντως, ξέρει πάρα πολλά για τις σκοτεινές τέχνες...»

Ο Χάρι παρακολούθησε για λίγο τον καθηγητή Σνέιπ, αλλά εκείνος δεν τον ξανακοίταξε.

Κάποια στιγμή τα γλυκά εξαφανίστηκαν από τα πιάτα κι ο καθηγητής Ντάμπλντορ σηκώθηκε πάλι όρθιος. Αμέσως έγινε απόλυτη σιωπή.

«Χμμ... Μερικά λόγια ακόμη, τώρα που όλοι φάγαμε και ήπιαμε», είπε. «Έχω να σας δώσω μερικές πληροφορίες για την καινούρια σχολική χρονιά. Οι πρωτοετείς, λοιπόν, πρέπει να ξέρουν πως απαγορεύται σε όλους τους φοιτητές να πηγαίνουν στο δάσος που βρίσκεται μέσα στη σχολική περιοχή. Αυτό, βέβαια, είναι κάτι που πρέπει να θυμούνται και οι φοιτητές των μεγαλύτερων τάξεων...»

Και το διαπεραστικό βλέμμα του Ντάμπλντορ έπεσε επά-, νω στους δίδυμους Ουέσλι.

«Ακόμη», συνέχισε κατόπιν, «ο επιστάτης, κύριος Φιλτς, μου ζήτησε να σας θυμίσω πως τα μαγικά απαγορεύονται στους διαδρόμους και στα διαλείμματα. Επίσης η επιλογή των παικτών για το κουίνπτς θα γίνει τη δεύτερη εβδομάδα της πρώτης σχολικής περιόδου. Όσοι, λοιπόν, ενδιαφέρονται να παίξουν για την ομάδα του κοιτώνα τους, να έρθουν σ' επαφή με την κυρία Χουτς. Και, τέλος, πρέπει να σας προειδοποιήσω πως γι' αυτή τη σχολική χρονιά, ο διάδρομος του τρίτου ορόφου στη δεξιά πλευρά είναι περιοχή απαγορευμένη, για όσους δε θέλουν να βρουν ένα πολύ οδυνηρό θάνατο».

Ο Χάρι γέλασε αυθόρμητα, αλλά ήταν ένας απ' τους πολύ λίγους που το έκαναν.

«Μιλάει σοβαρά;» ρώτησε τον Πέρσι.

«Ναι, σίγουρα», αποκρίθηκε εκείνος, κοιτάζοντας διαπεραστικά τον Ντάμπλντορ. «Κι αυτό είναι περίεργο, γιατί συνήθως μας λέει το λόγο που δεν επιτρέπεται να πάμε κάπου. Το δάσος, ας πούμε, είναι γεμάτο από επικίνδυνα ζώα — όλοι πια το ξέρουν αυτό. Νομίζω όμως πως τουλάχιστον σ' εμάς, τους επιμελητές, θα 'πρεπε να πει την αλήθεια για το διάδρομο του τρίτου ορόφου...»

«Και τώρα, προτού πάμε για ύπνο, ας τραγουδήσουμε το σχολικό ύμνο!» φώναξε μ' ενθουσιασμό ο Ντάμπλντορ.

Ο Χάρι, όμως, πρόσεξε πως τα χαμόγελα των άλλων καθηγητών είχαν παγώσει.

Ο Ντάμπλντορ σήκωσε ψηλά το μαγικό ραβδί του, το κούνησε ελαφρά κι απ' την άκρη του ξεπήδησε αμέσως μια χρυσή κορδέλα, που σηκώθηκε ψηλά στον αέρα κι άρχισε να μεταμορφώνεται σε μια σειρά από λέξεις.

«Ο καθένας ας διαλέξει τη μελωδία που προτιμάει», φώναξε πάλι ο Ντάμπλντορ. «Εμπρός, λοιπόν!»

Κι όλο το σχολείο άρχισε να τραγουδά δυνατά:

Χόγκουαρτς, Χόγκουαρτς, αγαπημένο μας!

Κι αν άδεια από μυαλό κεφάλια έχουμε,

σε σένα προστρέχουμε.

Να τα γεμίσεις, να τα πήξεις,

το μυαλό τους ν' αναδείξεις!

Όλο χαρά, το κατώφλι σου διαβαίνουμε

και χίλια μυστικά μαθαίνουμε.

Καλό μας Χόγκουαρτς, μόρφωσε μας,

στη ζωή να μαστέ δυνατοί

και στο νου σοφοί!

Δεν τελείωσαν όλοι τον ύμνο την ίδια στιγμή. Στο τέλος μόνο οι δίδυμοι Ουέσλι είχαν απομείνει να τραγουδούν και μάλιστα σ' ένα πολύ αργό και λυπητερό ρυθμό. Όταν όλοι τελείωσαν, χειροκρότησαν. Ο Ντάμπλντορ πιο δυνατά απ' όλους.

«Αχ, η μουσική!» είπε κατόπιν ο Ντάμπλντορ σκουπίζοντας τα βουρκωμένα μάτια του. «Η μαγεία της είναι η πιο δυνατή απ' όλες... Και τώρα, ώρα για ύπνο. Εμπρός, εμπρός, πηγαίνετε!»

Οι πρωτοετείς του Γκρίφιντορ ακολούθησαν τον επιμελητή Πέρσι έξω απ' τη μεγάλη τραπεζαρία κι άρχισαν ν' ανεβαίνουν πίσω του τη μαρμάρινη σκάλα. O Χάρι ένιωθε τα πόδια του σαν να ήταν από μολύβι, αλλά μόνο επειδή ήταν πολύ κουρασμένος και πολύ χορτάτος. Νύσταζε τόσο πολύ, που ούτε καν παραξενεύτηκε όταν είδε τις μορφές στα κάδρα των τοίχων να ψιθυρίζουν μεταξύ τους και να δείχνουν τα παιδιά που περνούσαν, ή όταν ο Πέρσι τους περνούσε μέσα από πόρτες κρυμμένες πίσω από κουρτίνες και ταπετσαρίες. Με ατέλειωτα χασμουρητά και σέρνοντας τα πόδια τους, τα παιδιά ανέβηκαν κι άλλες σκάλες. Ο Χάρι είχε αρχίσει ν' αναρωτιέται πόσο μακριά θα πήγαιναν ακόμη, όταν ο Πέρσι σταμάτησε απότομα.

Ένα δέμα από λεπτά κλαδιά στεκόταν στον αέρα μπροστά τους και καθώς ο Πέρσι έκανε ένα βήμα προς το μέρος του, τα κλαδιά άρχισαν να πέφτουν επάνω του.

«Είναι ο Πιβς, ένα απ' τα φαντάσματα», εξήγησε ο Πέρσι στ' άλλα παιδιά. Κατόπιν, δυναμώνοντας τη φωνή του, συνέχισε: «Πιβς, άσε τις ανοησίες και φανερώσου!»

Ένας δυνατός θόρυβος, όπως όταν ο αέρας βγαίνει από ένα μπαλόνι, ήταν η απάντηση.

«Μήπως θέλεις να το πω στον Ματωμένο Βαρόνο;» ρώτησε απειλητικά ο Πέρσι.

Ένας δυνατός κρότος ακούστηκε και ένας μικρόσωμος άντρας παρουσιάστηκε μπροστά τους, με πονηρά μάτια και φαρδύ στόμα. Καθόταν οκλαδόν στον αέρα και στα χέρια του κρατούσε το δέμα από κλαδιά.

«Ααα!» είπε κατόπιν μ' ευχαρίστηση. «Τα χαζοπούλια του πρώτου έτους! Τι θαύμα!»

Όρμησε κατόπιν προς το μέρος τους κι όλα τα παιδιά έσκυψαν για να τον αποφύγουν.

«Δίνε του, Πιβς, αλλιώς ο Βαρόνος θα τα μάθει όλα!» είπε αυστηρά ο Πέρσι.

Ο Πιβς τους έβγαλε τη γλώσσα και μετά εξαφανίστηκε, αφήνοντας όλα τα κλαδιά να πέσουν στην πλάτη του Νέβιλ. Τα παιδιά τον άκουσαν ν' απομακρύνεται τραντάζοντας τις πανοπλίες στο πέρασμα του.

«Να προσέχετε τον Πιβς», τους είπε ο Πέρσι, όταν ξανάρχισαν να περπατούν. «Ο Ματωμένος Βαρόνος είναι ο μόνος που μπορεί να τον συγκρατήσει. Σ' εμάς τους επιμελητές δε δίνει σημασία. Να, φτάσαμε...»

Στο τέλος του διαδρόμου που είχαν διασχίσει, κρεμόταν το πορτρέτο μιας πολύ παχιάς γυναίκας, ντυμένης με ροζ μεταξωτό φόρεμα.

«Σύνθημα;» ρώτησε.

«Καπούτ Ντρακόνι», αποκρίθηκε ο Πέρσι κι αμέσως το πορτρέτο ανασηκώθηκε προς τα πάνω, αφήνοντας να φανεί ένα στρογγυλό άνοιγμα στον τοίχο. Όλοι πέρασαν απ' αυτό — ο Νέβιλ χρειάστηκε Βοήθεια — και βρέθηκαν στην αίθουσα αναψυχής του Γκρίφιντορ, ένα άνετο, στρογγυλό δωμάτιο γεμάτο αναπαυτικές πολυθρόνες.

Ο Πέρσι έδειξε στα παιδιά τις πόρτες που οδηγούσαν στις κρεβατοκάμαρες, μία για τ' αγόρια και μία για τα κορίτσια. Μια στριφτή σκάλα ξεκινούσε από κάθε πόρτα κι έφτανε σε έναν απ' τους πύργους του κάστρου. Εκεί τα παιδιά βρήκαν, επιτέλους, τα κρεβάτια τους: πέντε κρεβάτια με ουρανό, που το καθένα έκλεινε με κόκκινες βελούδινες κουρτίνες. Οι αποσκευές τους βρίσκονταν κιόλας εκεί. Όπως όλα τους ήταν πολύ κουρασμένα για κουβέντα, φόρεσαν βιαστικά τις πιτζάμες τους κι έπεσαν στο κρεβάτι.

«Καταπληκτικό φαγητό, έτσι;» είπε ο Ρον στον Χάρι, μιλώντας του μέσα απ' το άνοιγμα στις κουρτίνες. «Κάτσε ήσυχα, Σκάμπερς! Μασάει τα σεντόνια μου...»

Ο Χάρι ήθελε να ρωτήσει τον Ρον αν είχε δοκιμάσει την πουτίγκα, αλλά δεν πρόλαβε, γιατί τον πήρε ο ύπνος.

Ίσως ο Χάρι να είχε παραφάει, γιατί άρχισε αμέσως να βλέπει ένα παράξενο όνειρο. Φορούσε, λέει, το τουρμπάνι του καθηγητή Κούιρελ, που του μιλούσε συνέχεια· δηλαδή το τουρμπάνι τού μιλούσε... Του έλεγε πως έπρεπε να ζητήσει αμέσως μεταφορά στο Σλίθεριν, γιατί αυτή ήταν η μοίρα του. Ο Χάρι απάντησε στο τουρμπάνι πως δεν είχε καμιά διάθεση να πάει στο Σλίθεριν και τότε εκείνο άρχισε να τον στενεύει όλο και περισσότερο. Ο Χάρι προσπάθησε να το τραβήξει απ' το κεφάλι του, αλλά εκείνο δεν έβγαινε... Και μετά παρουσιάστηκε μπροστά του ο Μαλφόι, που γελούσε μαζί του επειδή δεν κατόρθωνε να το βγάλει... Μετά ο Μαλφόι μεταμορφώθηκε σε καθηγητή Σνέιπ, με τη γαμψή μύτη κι ένα απαίσιο γέλιο... Το γέλιο δυνάμωσε... είδε μπροστά του μια λάμψη από πράσινο φως... κι ο Χάρι ξύπνησε, ιδρωμένος και τρομαγμένος.

Γύρισε απ' την άλλη πλευρά και ξανακοιμήθηκε αμέσως. Κι όταν ξύπνησε το άλλο πρωί, δε θυμόταν τίποτα από το όνειρο.

Загрузка...