5. Η Διαγώνιος Αλέα

Ο Χάρι ξύπνησε νωρίς το άλλο πρωί. Αν και καταλάβαινε πως είχε ξημερώσει, κρατούσε τα μάτια του κλειστά.

«Ήταν όνειρο!» έλεγε αποφασιστικά στον εαυτό του. «Ονειρεύτηκα πως ένας γίγαντας με τ' όνομα Χάγκριντ ήρθε να μου πει πως θα πάω σ' ένα σχολείο για μάγους. Κι όταν ανοίξω τα μάτια μου, θα βρεθώ στο σπίτι του θείου Βέρνον, στην αποθήκη μου...»

Ξαφνικά ένα δυνατό ταπ-ταπ ακούστηκε.

«Και να η θεία Πετούνια, που μου χτυπά την πόρτα για να ξυπνήσω», σκέφτηκε ο Χάρι κι η καρδιά του βούλιαξε. Και πάλι, όμως, δεν άνοιξε τα μάτια. Γιατί το όνειρο που είχε δει ήταν τόσο ευχάριστο...

Ταπ. Ταπ. Ταπ.

«Εντάξει», μουρμούρισε ο Χάρι. «Σηκώνομαι».

Ανασηκώθηκε, άνοιξε τα μάτια και το βαρύ μαύρο παλτό του Χάγκριντ έπεσε από πάνω του. Η καλύβα ήταν γεμάτη από το φως του ήλιου. Η καταιγίδα είχε περάσει. O Χάγκριντ κοιμόταν ακόμη στο βουλιαγμένο καναπέ και μια κουκουβάγια χτυπούσε με το ένα πόδι της το τζάμι κρατώντας μια εφημερίδα στο ράμφος της.

Ο Χάρι πετάχτηκε όρθιος. Ένιωθε τόσο ευτυχισμένος, που νόμιζε πως θα σκάσει. Πήγε ίσια στο παράθυρο και το άνοιξε. Η κουκουβάγια μπήκε μέσα κι άφησε την εφημερίδα να πέσει επάνω στον Χάγκριντ, ο οποίος όμως δεν ξύπνησε. Μετά η κουκουβάγια κάθισε πάνω στο παλτό του Χάγκριντ κι άρχισε να το τσιμπά.

«Όχι. Άσ' το αυτό!» φώναξε ο Χάρι.

Κουνώντας δυνατά τα χέρια του, προσπάθησε να διώξει την κουκουβάγια, αλλά εκείνη του ανοιγόκλεισε απειλητικά το ράμφος της και συνέχισε να τσιμπά το παλτό.

«Χάγκριντ!» φώναξε ανήσυχος ο Χάρι. «Είναι μια κουκουβάγια εδώ και...»

«Πλήρωσε την», αποκρίθηκε ο γίγαντας, χωρίς ν' ανοίξει τα μάτια του.

«Τι;»

«Θέλει πληρωμή, επειδή έφερε την εφημερίδα. Ψάξε στις τσέπες μου...»

Το παλτό του Χάγκριντ φαινόταν να είναι γεμάτο τσέπες· άλλες ήταν γεμάτες με αρμαθιές κλειδιά, άλλες με σκάγια για κυνηγετικό όπλο, άλλες με κομμάτια σπάγκου, καραμέλες μέντας, μέχρι και φακελάκια τσάι... Τέλος ο Χάρι κατάφερε να βρει μερικά παράξενα νομίσματα.

«Δώσ' της πέντε μαστίγια», είπε νυσταγμένα ο Χάγκριντ.

«Μαστίγια;»

«Αυτά τα μικρά, από χαλκό...»

Ο Χάρι μέτρησε πέντε απ' τα μικρά χάλκινα νομίματα. Η κουκουβάγια του άπλωσε το ένα πόδι της, για να πάρει τα χρήματα και να τα βάλει σ' ένα μικρό δερμάτινο πουγκί που ήταν δεμένο σ' αυτό. Κατόπιν πέταξε έξω απ' το ανοιχτό παράθυρο.

Ο Χάγκριντ χασμουρήθηκε δυνατά, έτριψε τα μάτια του κι ανακάθισε.

«Καλύτερα να ξεκινήσουμε, Χάρι», είπε, «γιατί έχουμε πολλά να κάνουμε σήμερα. Πρέπει να πάμε στο Λονδίνο και να ψωνίσουμε όλα σου τα πράγματα για το σχολείο...»

Ο Χάρι, όμως, κοιτούσε ακόμη τα περίεργα νομίσματα.

Είχε μόλις σκεφθεί κάτι που σκίαζε την ευτυχία του.

«Εεε... Χάγκριντ», είπε.

«Ναι», αποκρίθηκε ο γίγαντας φορώντας τις μακριές μπότες του.

«Εγώ δεν έχω καθόλου χρήματα... Κι άκουσες χθες το θείο Βέρνον: δε θα πληρώσει για να πάω σε σχολή και να μάθω μαγικά...»

«Μη σε νοιάζει γι' αυτό», αποκρίθηκε ο Χάγκριντ, ενώ σηκωνόταν όρθιος κι άρχιζε να ξύνει με δύναμη το κεφάλι του. «Νομίζεις πως οι γονείς σου δε σου άφησαν τίποτα;»

«Μα αφού το σπίτι τους καταστράφηκε...»

«Δεν είχαν το χρυσάφι τους στο σπίτι, μικρέ! Κι ο δικός μας πρώτος σταθμός σήμερα θα είναι το "Γκρίνγκοτς" — η τράπεζα των μάγων! Φάε τώρα ένα λουκάνικο. Και κρύα νόστιμα είναι... Όσο για μένα, δε θα 'λεγα όχι σ' ένα κομμάτι κέικ. Είναι, βλέπεις, τα γενέθλια σου...»

«Δηλαδή», ρώτησε ο Χάρι, «οι μάγοι έχουν δική τους τράπεζα;»

«Μόνο μία: την τράπεζα "Γκρίνγκοτς". Τη διευθύνουν οι καλλικάντζαροι».

«Οι καλλικάντζαροι;»

«Ναι. Και είναι τρελός όποιος προσπαθήσει να τη ληστέψει. Να είσαι σίγουρος γι' αυτό. Ποτέ μην τα βάζεις με τους καλλικάντζαρους, Χάρι. Το "Γκρίνγκοτς" είναι το πιο ασφαλές μέρος στον κόσμο... εκτός, Βέβαια, απ' το "Χόγκουαρτς". Θα πάμε, λοιπόν, πρώτα στο "Γκρίνγκοτς", γιατί έχω κι εγώ μια δουλειά εκεί... για τον Ντάμπλντορ... δουλειά του σχολείου...» Ο Χάγκριντ ύψωσε περήφανα το κεφάλι του και συνέχισε: «Εμένα στέλνει ο Ντάμπλντορ για όλες τις σημαντικές δουλειές: να βρω εσένα... να περάσω απ' την τράπεζα... Ξέρει, Βλέπεις, πως μπορεί να μ' εμπιστεύεται...» Κατόπιν ο γίγαντας έριξε μια εξεταστική ματιά γύρω του. «Έτοιμος;» ρώτησε. «Πάμε, λοιπόν».

Ο Χάρι ακολούθησε τον Χάγκριντ έξω στο βράχο. Ο ουρανός ήταν τώρα πεντακάθαρος κι ο ήλιος έλαμπε. Η βάρκα που είχε νοικιάσει ο θείος Βέρνον ήταν ακόμη εκεί, γεμάτη νερό από τη χθεσινή καταιγίδα.

«Εσύ πώς ήρθες εδώ;» ρώτησε ο Χάρι ψάχνοντας γύρω του για μια δεύτερη Βάρκα.

«Πετώντας», αποκρίθηκε ο Χάγκριντ.

«Πετώντας;»

«Ναι. Αλλά τώρα θα γυρίσουμε με τη βάρκα. Δεν επιτρέπεται να κάνω μαγικά τώρα που σ' έχω μαζί μου».

Μπήκαν κι οι δυο στη γεμάτη νερό βάρκα, ενώ ο Χάρι κοιτούσε επίμονα τον Χάγκριντ, προσπαθώντας να τον φανταστεί να πετάει.

«Μου φαίνεται χαμένος κόπος να τραβήξουμε κουπί», είπε ο Χάγκριντ, ρίχνοντας άλλη μια λοξή ματιά στον Χάρι. «Αν... αν κάνω τα πράγματα να πάνε πιο γρήγορα... θα σε πείραζε να μην το πεις στο σχολείο;»

«Σου δίνω το λόγο μου!» αποκρίθηκε ο Χάρι, πολύ πρόθυμος να δει κι άλλα μαγικά.

Ο Χάγκριντ έβγαλε πάλι τη ροζ ομπρέλα και χτύπησε δυο φορές με την άκρη της την πρύμνη της βάρκας. Αμέσως το νερό εξαφανίστηκε από το εσωτερικό της και ξεκίνησε μεμιάς για την ακτή.

«Γιατί είναι τρελός όποιος προσπαθεί να ληστέψει την τράπεζα "Γκρίνγκοτς";» ρώτησε κατόπιν ο Χάρι.

«Ξόρκια... κατάρες...» αποκρίθηκε αφηρημένα ο Χάγκριντ, ανοίγοντας την εφημερίδα του. «Λένε πως έχουν δράκους για να φυλάνε τα μεγάλα χρηματοκιβώτια... Κι έπειτα, δεν είναι καθόλου εύκολο να φτάσεις στην "Γκρίνγκοτς"· τα γραφεία της απλώνονται ολόκληρα χιλιόμετρα κάτω απ' το Λονδίνο! Βρίσκονται πιο βαθιά κι απ' το μετρό. Ακόμη κι αν καταφέρεις να φτάσεις ως εκεί, θα πεθάνεις από την πείνα, προσπαθώντας να βγεις έξω...»

Σιωπηλός, ο Χάρι στριφογύριζε στο μυαλό του όλες αυτές τις πληροφορίες, ενώ ο Χάγκριντ διάβαζε την εφημερίδα του, τον Ημερήσιο Προφήτη. Απ' το θείο Βέρνον είχε μάθει πως οι άνθρωποι θέλουν την ησυχία τους όταν διαβάζουν εφημερίδα, κάτι που σήμερα του φαινόταν ακατόρθωτο! Γιατί ποτέ στη ζωή του δεν ήθελε να κάνει τόσες πολλές ερωτήσεις!

«Το Υπουργείο Μαγείας πάλι τα 'κανε θάλασσα», μουρμούρισε ο Χάγκριντ. «Συνηθισμένα πράματα...»

«Υπάρχει και Υπουργείο Μαγείας;» ρώτησε ο Χάρι, προτού προλάβει να συγκρατήσει τον εαυτό του.

«Και βέβαια!» αποκρίθηκε ο γίγαντας. «Ήθελαν, μάλιστα, τον Ντάμπλντορ για υπουργό, αλλά εκείνος δεν αφήνει με τίποτα το σχολείο. Έτσι ο γερο-Κορνήλιος Φατζ πήρε τη θέση. Ένας ανίκανος με τα όλα του! Γι' αυτό βομβαρδίζει καθημερινά τον Ντάμπλντορ με κουκουβάγιες, ζητώντας συμβουλές...»

«Καλά, μα τι κάνει το Υπουργείο Μαγείας;»

«Η πρώτη του δουλειά είναι να κρατά κρυφό απ' τους Μαγκλ πως υπάρχουν μάγοι και μάγισσες σ' όλη τη χώρα...»

«Γιατί;»

«Γιατί; Δεν το καταλαβαίνεις, Χάρι, πως τότε όλοι θα ζητούσαν μαγικές λύσεις στα προβλήματα τους; Όχι, είναι καλύτερα να μένουμε κρυφοί».

Την ίδια στιγμή η βάρκα ακούμπησε απαλά στην άκρη της προκυμαίας. Ο Χάγκριντ δίπλωσε την εφημερίδα του. Ανέβηκαν κι οι δυο μαζί τα πέτρινα σκαλοπάτια ως το δρόμο.

Καθώς οι δυο τους διέσχιζαν τη μικρή πόλη πηγαίνοντας προς το σιδηροδρομικό σταθμό, πολλοί περαστικοί κοίταζαν μ' απορία τον Χάγκριντ. Ο Χάρι τους δικαιολογούσε απόλυτα, γιατί ο Χάγκριντ όχι μόνο ήταν δυο φορές πιο ψηλός από κάθε συνηθισμένο άνθρωπο, αλλά και κάθε τόσο έδειχνε τα πιο κοινότυπα πράγματα, όπως παραδείγματος χάριν ένα παρκόμετρο, λέγοντας δυνατά: «Το βλέπεις αυτό, Χάρι; Τι σκαρφίζονται αυτοί οι Μαγκλ!...»

«Χάγκριντ», είπε σε μια στιγμή λαχανιασμένος ο Χάρι, καθώς έτρεχε για να τον προλάβει, «είναι αλήθεια πως δράκοι φυλάνε την τράπεζα "Γκρίνγκοτς";»

«Ναι, έτσι λένε», αποκρίθηκε εκείνος. «Για να σου πω την αλήθεια, πολύ θα 'θελα να είχα ένα δράκο!»

«Θα 'θελες ένα δράκο;»

«Ναι. Από παιδί τον ήθελα. Α, φτάσαμε...»

Μπήκαν στο σταθμό, όπου έμαθαν πως ένα τρένο για το Λονδίνο έφευγε σε πέντε λεπτά. Ο Χάγκριντ, ο οποίος δεν καταλάβαινε καθόλου τη σημασία αυτού που αποκαλούσε τα «λεφτά των Μαγκλ», έδωσε μερικά χαρτονομίσματα στον Χάρι, για να βγάλει τα εισιτήρια.

Μέσα στο βαγόνι οι άλλοι επιβάτες τους κοίταζαν συνέχεια. Ο Χάγκριντ έπιασε μόνος του δυο καθίσματα κι ατάραχος άρχισε να πλέκει κάτι που έμοιαζε με τεράστιο κίτρινο αντίσκηνο.

«Έχεις ακόμη το γράμμα σου, Χάρι;» τον ρώτησε κάποια στιγμή, ενώ μετρούσε προσεκτικά τους πόντους.

Ο Χάρι έβγαλε απ' την τσέπη του το φάκελο από περγαμηνή και του τον έδειξε.

«Ωραία. Γιατί γράφει μέσα όλα όσα θα σου χρειαστούν».

Ο Χάρι άνοιξε το φάκελο κι έβγαλε από μέσα ένα δεύτερο κομμάτι χαρτί, που δεν το είχε προσέξει το προηγούμενο βράδυ. Το άνοιξε κι άρχισε να διαβάζει:

ΣΧΟΛΗ «ΧΟΓΚΟΥΑΡΤΣ» ΓΙΑ ΜΑΓΕΙΕΣ ΚΑΙ ΞΟΡΚΙΑ
Στολή

Οι πρωτοετείς φοιτητές θα χρειαστούν:

1) Τρία ζεύγη από απλούς μανδύες εργασίας (μαύρους).

2) Ένα απλό μυτερό καπέλο (μαύρο) για καθημερινή χρήση.

3) Ένα ζευγάρι προστατευτικά γάντια (δέρμα δράκου ή κάτι παρόμοιο).

4) Μια χειμωνιάτικη μπέρτα (μαύρη, με ασημένιο κούμπωμα).

Παρακαλώ, σημειώσατε ότι όλα τα ρούχα των φοιτητών πρέπει να έχουν ετικέτες με το όνομα τους.

Βιβλία

Όλοι οι φοιτητές πρέπει να έχουν ένα αντίτυπο των παρακάτω:

Εγχειρίδιο βασικής μαγείας, Τάξη Α', της Μιράντα Γκόσακ.

Ιστορία της μαγείας, της Μπατίλντα Μπάγκσοτ.

Μαγικές θεωρίες, του Άνταλμπερτ Γουάφλιν.

Οδηγός αρχαρίων για μεταμορφώσεις, του Έμεριχ Σουίτς.

Χίλια μαγικά βότανα και μανιτάρια, της Φίλιντα Σπόαρ.

Μαγικά ποτά και φίλτρα, του Αρσένιο Τζίγκερ.

Φανταστικά ζώα και ηού βρίσκονται, του Νιουτ Σκάμαντερ.

Οι σκοτεινές δυνάμεις: οδηγός αυτοπροστασίας, του Κουέντιν Τριμπλ.

Άλλα εξαρτήματα

1 ραβδί

1 τσουκάλι (από μέταλλο, μέγεθος 2)

1 σειρά ποτήρια, ή μικρά μπουκάλια

1 τηλεσκόπιο

1 χάλκινη ζυγαριά και βαρίδια

Επίσης οι φοιτητές μπορούν να φέρουν στο σχολείο μία κουκουβάγια, ή μία γάτα, ή ένα βάτραχο.

ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΥΜΕ ΣΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΟΤΙ ΣΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΕΤΕΙΣ ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΣΚΟΥΠΟΞΥΛΑ

«Μπορούμε όλα αυτά να τα αγοράσουμε στο Λονδίνο;» ρώτησε ο Χάρι.

«Αν ξέρεις πού να πας», αποκρίθηκε ο Χάγκριντ.

Ποτέ πριν ο Χάρι δεν είχε πάει στο Λονδίνο. Όσο για τον Χάγκριντ, αν και φαινόταν να ξέρει πού πηγαίνει, ήταν ολοφάνερο πως ήταν ασυνήθιστος να ταξιδεύει με το συνηθισμένο τρόπο. Δυσκολεύτηκε να περάσει από τον αυτόματο έλεγχο εισιτηρίων στο μετρό και μέσα στο Βαγόνι παραπονιόταν δυνατά πως τα καθίσματα ήταν στενά και το τρένο πολύ αργό.

«Δεν καταλαβαίνω πώς οι Μαγκλ τα καταφέρνουν χωρίς μαγεία», είπε ο Χάγκριντ καθώς ανέβαιναν τη χαλασμένη κυλιόμενη σκάλα, που τους έφερε σ' έναν πολυσύχναστο δρόμο, γεμάτο καταστήματα.

Ο Χάγκριντ ήταν τόσο τεράστιος, που όλοι παραμέριζαν μπροστά του για να περάσει. Το μόνο που είχε να κάνει ο Χάρι, ήταν να τον ακολουθεί από κοντά. Πέρασαν μπροστά από βιβλιοπωλεία και δισκάδικα, μαγαζιά που πουλούσαν χάμπουργκερ, κινηματογράφους, καφενεία και μπαρ, αλλά δεν είδαν πουθενά κάποιο μαγαζί που να δείχνει ότι πουλάει μαγικά ραβδιά. Ο δρόμος ήταν ένας συνηθισμένος δρόμος, γεμάτος από συνηθισμένους ανθρώπους. Ήταν δυνατόν να υπάρχουν σωροί από χρυσάφι, θαμμένοι βαθιά κάτω απ' αυτόν; αναρωτήθηκε ο Χάρι. Υπήρχαν στ' αλήθεια μαγαζιά που πουλούσαν σκουπόξυλα και βιβλία με ξόρκια; Μήπως όλ' αυτά ήταν ένα μεγάλο αστείο, που οι Ντάρσλι έκαναν εις βάρος του; Αν ο Χάρι δεν ήταν απόλυτα σίγουρος πως οι Ντάρσλι δεν είχαν καθόλου χιούμορ, μπορεί και να το πίστευε. Όμως, παρ' όλα τα απίστευτα που τους είχε διηγηθεί μέχρι τώρα ο Χάγκριντ, ο Χάρι τον εμπιστευόταν.

«Φτάσαμε», είπε ξαφνικά ο Χάγκριντ, σταματώντας. «Το "Ραγισμένο Τσουκάλι" είναι πολύ γνωστό μέρος...»

Ήταν ένα μικρό καφέ-μπαρ, που φαινόταν λίγο βρόμικο. Αν ο Χάγκριντ δεν του το είχε δείξει, ο Χάρι δε θα το είχε προσέξει. Όσοι περνούσαν βιαστικά απ' έξω, δεν του έριχναν ούτε μια ματιά. Το Βλέμμα τους γλιστρούσε απ' το μεγάλο Βιβλιοπωλείο στη μια πλευρά του, στο μεγάλο δισκάδικο στην άλλη, λες και το «Ραγισμένο Τσουκάλι» δεν υπήρχε. Ο

Χάρι, μάλιστα, είχε την περίεργη εντύπωση πως μόνο εκείνος και ο Χάγκριντ μπορούσαν να το δουν. Προτού, όμως, προλάβει να μιλήσει γι' αυτό, ο γίγαντας τον είχε οδηγήσει μέσα.

Μολονότι γνωστό, αυτό το καφέ-μπαρ ήταν σκοτεινό και πολύ παλιό. Μερικές ηλικιωμένες γυναίκες κάθονταν σε μια γωνιά, πίνοντας μικρά φλιτζάνια με σέρι. Μια απ' αυτές κάπνιζε μια μακριά πίπα. Ένας μικρόσωμος άντρας με ψηλό καπέλο κουβέντιαζε με τον μπάρμαν, που ήταν εντελώς φαλακρός και έμοιαζε με φώκια. Ο σιγανός θόρυβος απ' τις κουβέντες σταμάτησε μόλις μπήκαν μέσα. Όλοι έδειχναν να ξέρουν τον Χάγκριντ και του χαμογέλασαν χαιρετώντας τον, ενώ ο μπάρμαν πήρε ένα ποτήρι και ρώτησε: «Το συνηθισμένο σου, Χάγκριντ;»

«Όχι, Τομ, δεν μπορώ να πιω τώρα. Έχω βγει για δουλειά του σχολείου», αποκρίθηκε ο γίγαντας, ακουμπώντας το χέρι του σιον ώμο του Χάρι, πράγμα που έκανε τα γόνατα του Χάρι να λυγίσουν.

«Μα τα γένια μου!» είπε ο μπάρμαν, σκύβοντας για να δει καλύτερα το μικρό. «Μήπως είναι... ο... Γίνεται να...»

Μέσα στο «Ραγισμένο Τσουκάλι» δεν ακουγόταν τώρα ο παραμικρός θόρυβος.

«Ο Χάρι Πότερ!» είπε κατόπιν ο μπάρμαν. «Τι μεγάλη τιμή!»

Μετά βγήκε τρέχοντας πίσω απ' τον πάγκο του μπαρ, άρπαξε το χέρι του Χάρι και το 'σφιξε δυνατά, ενώ δάκρυα πλημμύριζαν τα μάτια του.

«Καλωσορίσατε, κύριε Πότερ!» του είπε. «Καλωσορίσατε!»

Ο Χάρι δεν ήξερε τι να πει. Όλοι τον κοίταζαν. Ο Χάγκριντ δίπλα του χαμογελούσε γεμάτος περηφάνια. Σχεδόν αμέσως, όλοι οι θαμώνες του μπαρ είχαν σηκωθεί όρθιοι και πλησίαζαν για να του σφίξουν το χέρι.

«Ντόρις Κόκφορντ, κύριε Πότερ. Δεν το πιστεύω πως, επιτέλους, σας γνωρίζω...»

«Χαίρομαι για τη γνωριμία, κύριε Πότερ. Χαίρομαι πολύ...»

«Πάντα ήθελα να σας σφίξω το χέρι...»

«Δε φαντάζεστε πόσο χαίρομαι, κύριε Πότερ! Ντιγκλ με λένε, Δαίδαλος Ντιγκλ...»

«Εσάς σας έχω ξαναδεί!» φώναξε ξαφνικά ο Χάρι, καθώς το ψηλό καπέλο του Ντιγκλ έπεσε κάτω απ' την ταραχή του. «Μια φορά, σε κάποιο μαγαζί, μου κάνατε μια υπόκλιση...»

«Με θυμάται!» φώναξε ενθουσιασμένος ο Ντιγκλ. «Το ακούσατε; Με θυμάται!»

Ένας νέος άντρας τον πλησίασε κατόπιν διστακτικά. Ο Χάρι πρόσεξε πως το ένα μάτι του έπαιζε νευρικά.

«Καθηγητά Κούιρελ!» είπε με χαρά ο Χάγκριντ. «Χάρι, ο κύριος Κούιρελ θα είναι ένας απ' τους καθηγητές σου στο "Χόγκουαρτς"...»

«Π-π-π-πότερ, δε φαντάζεσαι π-π-π-πόσο χαίρομαι π-ππου σε γνωρίζω!»

«Και τι μάθημα κάνετε, κύριε καθηγητά;»

«Α-α-α-άμυνα εναντίον τ-τ-των σκοτεινών τ-τ-τ-τεχνών», μουρμούρισε ο καθηγητής, σαν να προτιμούσε να μη μιλά γι' αυτό. «Όχι, δηλαδή, πως εσύ το χρειάζεσαι, Π-π-π-πότερ!» Και γέλασε νευρικά. «Φαντάζομαι πως θα ήρθες για να προμηθευτείς όσα σου χρειάζονται... Κι εγώ π-π-π-πρέπει ν' αγοράσω ένα καινούριο βιβλίο για β-β-β-βρικόλακες».

Οι άλλοι θαμώνες, όμως, δεν άφησαν τον καθηγητή Κούιρελ να μονοπωλήσει περισσότερο τον Χάρι. Τον παραμέρισαν και περικύκλωσαν πάλι το μικρό. Τότε ο Χάγκριντ αναγκάστηκε να υψώσει τη φωνή του, για ν' ακουστεί παρά το θόρυβο.

«Πρέπει να πηγαίνουμε, φίλοι. Έχουμε πολλά ψώνια να κάνουμε. Πάμε, Χάρι...»

Μετά ο Χάγκριντ προχώρησε προς το πίσω μέρος της μακρόστενης και μισοσκότεινης αίθουσας, παραμέρισε μια κουρτίνα κι οδήγησε τον Χάρι σε μια μικρή αυλή, τριγυρισμένη από ψηλό τοίχο. Η αυλή ήταν άδεια, εκτός από δυο σκουπιδοτενεκέδες.

«Σ' το είπα, έτσι;» είπε κατόπιν στον Χάρι χαμογελώντας του. «Σ' το είπα πως είσαι διάσημος! Ακόμη κι ο καθηγητής Κούιρελ έτρεμε που σε γνώρισε. Βέβαια πάντα τρέμει...»

«Είναι πάντα τόσο νευρικός;» ρώτησε ο Χάρι.

«Α, ναι, ο καημένος... Ήταν μια χαρά, όσο καιρό μελετούσε μόνο τα βιβλία. Μετά, όμως, πήρε ένα χρόνο άδεια, για να κάνει πρακτική εξάσκηση και τότε... Λένε πως συνάντησε βρικόλακες στο Μαύρο Δάσος κι από τότε δεν είναι πια ο ίδιος. Φοβάται τους φοιτητές, φοβάται τα θέματα που διδάσκει, τα φοβάται όλα... Τώρα, πού είναι η ομπρέλα μου;»

Βρικόλακες; Μαύρο Δάσος; O Χάρι είχε αρχίσει να ζαλίζεται. Στο μεταξύ ο Χάγκριντ μετρούσε τα τούβλα του τοίχου ακριβώς επάνω από έναν σκουπιδοτενεκέ.

«Τρία στο πλάι... δύο επάνω...» μουρμούριζε. «Εντάξει... Τραβήξου λίγο πίσω, Χάρι...»

Μετά χτύπησε τρεις φορές τον τοίχο με την άκρη της ομπρέλας του.

Το τούβλο που είχε χτυπήσει, άρχισε ξαφνικά να τρέμει, μετά σχίστηκε στα δύο κι ένα άνοιγμα φάνηκε· ένα άνοιγμα που μεγάλωνε καθώς το κοιτούσαν. Το άνοιγμα πήρε το σχήμα καμάρας και συνέχισε να μεγαλώνει, ώσπου έγινε αρκετά μεγάλο ακόμη και για τον ίδιο τον Χάγκριντ. Κι από αυτό το άνοιγμα φαινόταν τώρα η αρχή ενός πλακόστρωτου δρόμου, με πολλές στροφές, που χανόταν στο βάθος.

«Καλωσόρισες στη Διαγώνιο Αλέα», είπε ο Χάγκριντ.

Μετά έπιασε τον Χάρι απ' το χέρι και πέρασαν μαζί το άνοιγμα. Ο Χάρι έριξε μια γρήγορη ματιά πίσω του κι είδε το άνοιγμα να εξαφανίζεται, δίνοντας πάλι τη θέση του στον τοίχο.

'Οταν κοίταξε πάλι μπροστά, είδε πως ο λαμπερός ήλιος φώτιζε ένα μεγάλο σωρό από τσουκάλια, στοιβαγμένα στη μια πλευρά του δρόμου. Από πάνω τους κρεμόταν μια επιγραφή: «Τσουκάλια — Όλα τα μεγέθη — Πήλινα, Χάλκινα, Ασημένια — Με αυτόματο ανακάτωμα».

«Ναι, σου χρειάζεται ένα απ' αυτά», είπε ο Χάγκριντ, ακολουθώντας το βλέμμα του. «Αλλά πρώτα πρέπει να σου βρούμε χρήματα...»

Ο Χάρι ευχήθηκε σιωπηλά να είχε τώρα οκτώ μάτια, για να μπορεί να βλέπει το καθετί γύρω του. Ενώ προχωρούσαν στο στενό δρόμο, γύριζε το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, για να μη χάσει τίποτα: τα διάφορα μαγαζιά, τα απίθανα εμπορεύματα και τους άνθρωπος που έκαναν τα ψώνια τους! Έξω από ένα φαρμακείο, μια παχουλή γυναίκα κουνούσε το κεφάλι της και μουρμούριζε: «Συκώτι δράκου, δεκαεφτά δρεπάνια το κομμάτι! Μα τι ακρίβεια είναι αυτή;»

Παρακάτω, έξω από ένα σκοτεινό και χαμηλό μαγαζί, η επιγραφή έλεγε: «Κουκουβάγιες σ' όλα τα χρώματα». Λίγο πιο πέρα μερικά αγόρια στην ηλικία του Χάρι είχαν τις μύτες τους κολλημένες σε μια βριτρίνα γεμάτη σκουπόξυλα. «Για κοίτα», άκουσε ο Χάρι το ένα απ' αυτά να λέει, «αυτό είναι το καινούριο Σύννεφο 2000! Το πιο γρήγορο απ' όλα!» Μέχρι εκεί που έπιανε το μάτι του, ο Χάρι έβλεπε μαγαζιά που πουλούσαν μανδύες και μπέρτες, μαγαζιά που πουλούσαν τηλεσκόπια και παράξενα εργαλεία που δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του, βιτρίνες με βαρέλια γεμάτα χολές από νυχτερίδες και μάτια φιδιών, στοίβες ολόκληρες από βιβλία με ξόρκια, κοντυλοφόρους με φτερό, περγαμηνές σε ρολό, μπουκαλάκια για φίλτρα κι ολοστρόγγυλες γυάλινες μπάλες, που έμοιαζαν με το φεγγάρι.

«Να η τράπεζα!» είπε κάποια στιγμή ο Χάγκριντ. «Φτάσαμε στο "Γκρίνγκοτς"». Βρίσκονταν τώρα μπροστά σ' ένα ψηλό και κάτασπροκτίριο, πολύ πιο μεγάλο απ' τα χαμηλά μαγαζιά του δρόμου. Δίπλα στη γυαλιστερή και μπρούντζινη πόρτα του, ντυμένος με χρυσοκόκκινη στολή, στεκόταν...

«Ναι, αυτός είναι ένας καλλικάντζαρος», είπε σιγά ο Χάγκριντ, καθώς ανέβαιναν κι οι δυο τα φαρδιά μαρμάρινα σκαλοπάτια. Ο καλλικάντζαρος ήταν σχεδόν ένα κεφάλι πιο κοντός απ' τον Χάρι, με μελαψό κι έξυπνο πρόσωπο, μυτερή γενειάδα και πολύ μακριά χέρια και πόδια. Υποκλίθηκε Βαθιά καθώς περνούσαν από μπροστά του. Ο Χάρι κι ο Χάγκριντ βρέθηκαν μετά μπροστά σε δυο άλλες πόρτες, ασημένιες και κλειστές αυτή τη φορά, που επάνω τους ήταν χαραγμένες μερικές λέξεις:

Μπες μέσα, ξένε, αλλά θυμήσου:

η απληστία είναι αμάρτημα.

Αυτοί που ξοδεύουν χωρίς να κερδίζουν,

πρέπει κάποτε ακριβά να πληρώσουν.

Αν στα υπόγεια μας ψάχνεις

για θησαυρό, που ποτέ δικός σου δεν ήταν,

κλέφτη, πρόσεχε πολύ, γιατί

μπορεί να βρεις κι άλλα εκεί.

«Όπως σου είπα, θα πρέπει να είναι τρελός όποιος προσπαθήσει να ληστέψει αυτή την τράπεζα», παρατήρησε ο Χάγκριντ.

Δυο άλλοι καλλικάντζαροι άνοιξαν τις ασημένιες πόρτες με Βαθιά υπόκλιση. Ο Χάρι, ακολουθώντας το γίγαντα, βρέθηκε σε μια μεγάλη μαρμάρινη αίθουσα. Καμιά εκατοστή καλλικάντζαροι ήσαν καθισμένοι σε ψηλά σκαμνιά πίσω από θυρίδες, άλλοι γράφοντας σε μεγάλα κατάστιχα, άλλοι ζυγίζοντας νομίσματα σε χάλκινες ζυγαριές κι άλλοι εξετάζοντας πολύτιμους λίθους με ειδικούς φακούς. Γύρω-γύρω στην τεράστια αίθουσα υπήρχαν κι άλλες πόρτες, ενώ καλλικάντζαροι συνόδευαν πελάτες μέσα κι έξω απ' αυτές. Ο Χάγκριντ κι ο Χάρι πλησίασαν σε μια άδεια θυρίδα.

«Καλημέρα», είπε ο Χάγκριντ στον καλλικάντζαρο. «Ήρθαμε να πάρουμε μερικά χρήματα απ' το χρηματοκιβώτιο του κυρίου Πότερ».

«Έχετε το κλειδί του, κύριε;» τον ρώτησε ο καλλικάντζαρος.

«Κάπου εδώ το 'χω», αποκρίθηκε ο γίγαντας κι άρχισε να αδειάζει τις τσέπες του επάνω στα χαρτιά του καλλικάντζαρου. Όταν ακούμπησε πάνω σ' αυτά μερικά μπισκότα για σκύλους, ο Χάρι είδε τον καλλικάντζαρο να ζαρώνει τη μύτη του με αηδία. Στη διπλανή θυρίδα, ένας άλλος καλλικάντζαρος ζύγιζε σε ζυγαριά ρουμπίνια, μεγάλα και κατακόκκινα σαν αναμμένα κάρβουνα.

«Να το!» φώναξε θριαμβευτικά ο Χάγκριντ, σηκώνοντας ψηλά ένα μικρό χρυσό κλειδί.

Ο καλλικάντζαρος το πήρε και το κοίταξε προσεκτικά.

«Είναι εντάξει», είπε κατόπιν.

«Κι εδώ», συνέχισε ο Χάγκριντ, «έχω ένα γράμμα από τον καθηγητή Ντάμπλντορ. Είναι για το Ξέρετε-Τι, στο χρηματοκιβώτιο εφτακόσια δεκατρία...»

Ο καλλικάντζαρος πήρε το γράμμα και το διάβασε προσεκτικά.

«Πολύ καλά», είπε κατόπιν, δίνοντας το πίσω στον Χάγκριντ. «Θα βρω κάποιον να σας πάει και στα δυο χρηματοκιβώτια».

Μετά έκανε νόημα σ' έναν άλλον καλλικάντζαρο, ο οποίος και τους πλησίασε. Αφού ο Χάγκριντ ξανάβαλε στις τσέπες του όλα όσα είχε βγάλει απ' αυτές, ακολούθησε μαζί με τον Χάρι τον καλλικάντζαρο σε μια απ' τις πόρτες που έβγαζαν από την τεράστια αίθουσα.

«Τι είναι αυτό το Ξέρεις-Τι στο χρηματοκιβώτιο εφτακόσια δεκατρία;» ρώτησε σιγά ο Χάρι.

«Δεν μπορώ να σου πω. Πολύ μυστικό!» αποκρίθηκε ο Χάγκριντ. «Δουλειά του σχολείου κι ο Ντάμπλντορ εμπιστεύθηκε εμένα. Θα χάσω τη θέση μου, αν σου πω...»

Ο καλλικάντζαρος κράτησε την πόρτα ανοιχτή, για να περάσουν. Ο Χάρι, που περίμενε να δει κι άλλα μάρμαρα, παραξενεύτηκε. Βρίσκονταν ξαφνικά σ' ένα στενό πέτρινο διάδρομο, που φωτιζόταν από αναμμένους πυρσούς στερεωμένους στους τοίχους. Ο διάδρομος κατηφόριζε απότομα και στο πέτρινο δάπεδο του είχε λεπτές ράγες, όπως αυτές των τρένων. Ο καλλικάντζαρος σφύριξε μια φορά κι αμέσως ένα μικρό διθέσιο Βαγόνι παρουσιάστηκε μπροστά τους. Μπήκαν κι οι δυο μέσα — ο Χάγκριντ με κάποια δυσκολία —, ο καλλικάντζαρος κάθισε στη θέση του οδηγού και ξεκίνησαν.

Στην αρχή ο Χάρι παρατηρούσε τις στροφές, προσπαθώντας να καταλάβει προς τα πού πήγαιναν, αλλά γρήγορα έχασε κάθε προσανατολισμό. Το βαγόνι φαινόταν να ξέρει τον προορισμό τους, γιατί δεν το οδηγούσε ο καλλικάντζαρος.

Τα μάτια του Χάρι άρχισαν να τσούζουν απ' τον παγωμένο αέρα που χτυπούσε τα πρόσωπα τους, αλλά τα κρατούσε με το ζόρι ορθάνοιχτα, προσπαθώντας να βλέπει όσα περισσότερα γινόταν. Κάποια στιγμή είδε μια δυνατή λάμψη, σαν από φωτιά, και γύρισε γρήγορα για να δει μήπως ήταν κάποιος δράκος. Η λάμψη όμως χάθηκε, ενώ το βαγόνι συνέχισε να κατηφορίζει με μεγάλη ταχύτητα, περνώντας δίπλα από μια υπόγεια λίμνη με σταλακτίτες και σταλαγμίτες γύρω γύρω.

«Ποτέ δεν κατάφερα να μάθω τη διαφορά ανάμεσα σε ένα σταλακτίτη κι ένα σταλαγμίτη», είπε ο Χάρι, φωνάζοντας δυνατά για να ακουστεί παρά το θόρυβο του βαγονιου.

«Ο σταλαγμίτης έχει ένα "μ"», αποκρίθηκε ο Χάγκριντ, που έδειχνε πολύ χλομός. «Μη μου κάνεις όμως ερωτήσεις τώρα, γιατί ζαλίζομαι».

"Οταν, τέλος, το βαγόνι σταμάτησε μπροστά σε μια μικρή, κλειστή πόρτα, ο κατάχλομος Χάγκριντ βγήκε παραπατώντας κι ακούμπησε στον τοίχο για να συνέλθει.

Ο καλλικάντζαρος ξεκλείδωσε την πόρτα. Με το που την άνοιξε, ένας πυκνός πράσινος καπνός βγήκε από μέσα. Όταν ο καπνός άρχισε να διαλύεται, ο Χάρι άφησε να του ξεφύγει ένα επιφώνημα έκπληξης. Γιατί εκεί μέσα βρίσκονταν σωροί από χρυσά, ασημένια και χάλκινα νομίσματα!

«Όλα δικά σου», του είπε χαμογελώντας ο Χάγκριντ.

Αυτό που συνέβαινε, ήταν απίστευτο. Ο Χάρι ήταν σίγουρος πως οι Ντάρσλι δεν είχαν ιδέα γι' αυτόν το θησαυρό, διαφορετικά θα είχαν βρει κάποιο τρόπο για να του τον κλέψουν. Πόσες φορές δεν είχαν παραπονεθεί για το πόσα πολλά τους κόστιζε η διατροφή του! Κι όλα αυτά τα χρόνια υπήρχε ένας μικρός θησαυρός που του ανήκε, θαμμένος κάτω από το Λονδίνο...

Ο Χάγκριντ βοήθησε τον Χάρι να βάλει αρκετά απ' τα νομίσματα σε μια τσάντα.

«Τα χρυσά νομίσματα είναι γαλέρες» του εξήγησε. «Τα ασημένια τα λένε δρεπάνια. Μια γαλέρα έχει δεκαεφτά δρεπάνια και κάθε δρεπάνι είκοσι εννέα μαστίγια. Έτσι λέγονται τα μικρά χάλκινα νομίσματα. Μην ανησυχείς, γρήγορα θα μάθεις να τα ξεχωρίζεις... Ωραία, λοιπόν, αυτά φτάνουν για τον πρώτο χρόνο. Τα υπόλοιπα θα μείνουν εδώ, ασφαλή...» Κατόπιν γύρισε στον καλλικάντζαρο. «Χρηματοκιβώτιο εφτακόσια δεκατρία», του είπε. «Και... μήπως μπορούμε να πηγαίνουμε πιο αργά;»

«Υπάρχει μόνο μία ταχύτητα», αποκρίθηκε εκείνος.

Το βαγόνι άρχισε πάλι να κατηφορίζει, πηγαίνοντας όλο και πιο γρήγορα. Ο αέρας γινόταν όλο και πιο παγωμένος. Κάποια στιγμή βρέθηκαν να περνούν δίπλα από μια βαθιά χαράδρα. Ο Χάρι έσκυψε έξω απ' το βαγόνι για να δει καλύτερα, αλλά ο Χάγκριντ τον άρπαξε απ' το γιακά και τον τράβηξε πάλι μέσα.

Όταν έφτασαν μπροστά στο χρηματοκιβώτιο, είδαν πως το χρηματοκιβώτιο εφτακόσια δεκατρία δεν είχε κλειδαρότρυπα.

«Κάντε πίσω!» τους διέταξε ο καλλικάντζαρος.

Κατόπιν άγγιξε την πόρτα μ' ένα από τα μακριά δάχτυλα του κι η πόρτα εξαφανίστηκε.

Ο Χάρι ήταν σίγουρος πως κάτι το πολύτιμο θα πρέπει να βρισκόταν σ' αυτό το χρηματοκιβώτιο. Γεμάτος περιέργεια, έσκυψε και κοίταξε μέσα, αλλά το μόνο που είδε, ήταν ένα μικρό πακέτο, τυλιγμένο σ' ένα βρόμικο κομμάτι πανί. Σιωπηλός, ο Χάγκριντ πήρε το δέμα, το έκρυψε κάτω απ' το παλτό του και γύρισε στο βαγόνι. Ο Χάρι ήθελε πολύ να μάθει τι περιείχε το δέμα, αλλά καταλάβαινε πως ήταν άσκοπο να ρωτήσει.

«Εμπρός, πάμε», είπε ο Χάγκριντ. «Και μη μου μιλήσεις όσο θ' ανεβαίνουμε, Χάρι. Είναι καλύτερα να κρατάω το στόμα μου κλειστό...» Λίγο αργότερα στέκονταν κι οι δυο έξω από την τράπεζα, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια τους εξαιτίας της δυνατής λιακάδας. Ο Χάρι δεν ήξερε σε ποιο μαγαζί να πρωτοπάει, τώρα που είχε στα χέρια του μια σακούλα χρυσά νομίσματα. Και δεν του χρειαζόταν να υπολογίσει πόσες γαλέρες αντιστοιχούν στη βρετανική λίρα, για να καταλάβει πως κρατούσε στα χέρια του περισσότερα χρήματα απ' όσα είχε ποτέ δει στη ζωή του - περισσότερα κι απ' όσα είχε ποτέ δει στη ζωή του ο ξάδερφος του, ο Ντάντλι!

«Ας αρχίσουμε καλύτερα απ' τη στολή σου», είπε ο Χάγκριντ, δείχνοντας με το κεφάλι του ένα μαγαζί με την επιγραφή «Κυρία Μάλκιν: Μανδύες και μπέρτες για όλες τις περιστάσεις». «Δε μου λες, Χάρι», συνέχισε κατόπιν, «θα σε πείραζε να πεταχτώ ως το "Ραγισμένο Τσουκάλι", για να πιω κάτι; Αυτά τα βαγόνια της τράπεζας πάντα με ζαλίζουν...» Έδειχνε ακόμη χλομός.

Έτσι ο Χάρι μπήκε μόνος του στο κατάστημα της κυρίας Μάλκιν, νιώθοντας αρκετά νευρικός.

Η κυρία Μάλκιν ήταν μια κοντόχοντρη μάγισσα, ντυμένη στα μοβ. «Για τη σχολή "Χόγκουαρτς", χρυσό μου;» τον ρώτησε, καθώς ο Χάρι προσπαθούσε να της εξηγήσει. «Θα βρεις εδώ όλα όσα σου χρειάζονται. Έχω κι άλλον ένα νεαρό που κάνει αυτή τη στιγμή τα ψώνια του...»

Στο βάθος του μαγαζιού, ένα αγόρι με μακρουλό και χλομό πρόσωπο στεκόταν επάνω σ' ένα χαμηλό σκαμνί, ενώ μια δεύτερη μάγισσα κόνταινε με καρφίτσες το μακρύ μαύρο μανδύα του. Η κυρία Μάλκιν έβαλε τον Χάρι να σταθεί επάνω σ' ένα άλλο σκαμνί, δίπλα στο άλλο παιδί, του φόρεσε ένα μανδύα κι άρχισε να γυρίζει το στρίφωμα στο κατάλληλο μήκος.

«Γεια σου», του είπε το αγόρι. «Κι εσύ για το "Χόγκουαρτς";»

«Ναι», αποκρίθηκε ο Χάρι, κάνοντας τη σκέψη πως δεν του άρεσε η ναζιάρικη και μαζί βαριεστημένη φωνή του αγοριού.

«Ο πατέρας μου είναι εδώ δίπλα κι αγοράζει τα βιβλία μου. Η μαμά είναι στην αρχή του δρόμου και κοιτάζει τα μαγικά ραβδιά», συνέχισε το αγόρι. «Όταν τελειώσω από δω, θα τους πάω με το ζόρι για να δούμε τα σκουπόξυλα ταχύτητας. Δεν καταλαβαίνω γιατί οι πρωτοετείς στο σχολείο μας δεν επιτρέπεται να έχουν το σκουπόξυλό τους. Εγώ θα βάλω τον πατέρα μου να μου το αγοράσει και θα το φέρω κρυφά μέσα στο σχολείο».

Ακούγοντας τον, ο Χάρι θυμήθηκε τον Ντάντλι.

«Εσύ έχεις το δικό σου σκουπόξυλό;» τον ρώτησε κατόπιν το αγόρι.

«Όχι», αποκρίθηκε ο Χάρι.

«Παίζεις καθόλου κουίντιτς;»

«Όχι», αποκρίθηκε ο Χάρι, ενώ αναρωτιόταν τι διάολο να ήταν αυτό το κουίντιτς.

«Εγώ παίζω... Κι ο μπαμπάς μου λέει πως θα είναι μεγάλη αδικία, αν δε με διαλέξουν στην ομάδα, για ν' αντιπροσωπεύω τον κοιτώνα μου. Δίκιο έχει! Εσύ ξέρεις σε ποιον κοιτώνα θα είσαι;»

«Όχι», είπε πάλι ο Χάρι, νιώθοντας όλο και πιο ηλίθιος κάθε λεπτό που περνούσε.

«Βέβαια κανείς ποτέ δεν το ξέρει στα σίγουρα, ώσπου να φτάσει στο σχολείο», συνέχισε το αγόρι. «Εγώ, όμως, πιστεύω πως θα με βάλουν στο Σλίθεριν. Γιατί όλη μου η οικογένεια εκεί έχει πάει... Φαντάσου να είσαι στο Χάφλπαφλ. Αν μ' έβαζαν εκεί, θα προτιμούσα να φύγω! Εσύ;»

«Μμμ...» αποκρίθηκε ο Χάρι, ενώ ευχόταν να μπορούσε να πει κάτι πιο ενδιαφέρον.

«Ε, για δες αυτόν τον τύπο!» φώναξε ξαφνικά ο νεαρός, δείχνοντας έξω απ' το παράθυρο.

Ο Χάρι κοίταξε κι είδε τον Χάγκριντ. Στεκόταν στο πεζοδρόμιο, χαμογελώντας πλατιά και δείχνοντας δυο μεγάλα παγωτά χωνάκι, για να του δώσει να καταλάβει πως δεν μπορούσε να μπει μέσα.

«Αυτός είναι ο Χάγκριντ», είπε ο Χάρι, ευχαριστημένος που ήξερε κάτι που το άλλο αγόρι δεν ήξερε. «Δουλεύει στο "Χόγκουαρτς"».

«Α, ναι. Ακουστά τον έχω... Κάτι σαν υπηρέτης, δεν είναι;»

«Είναι ο δασοφύλακας», τον διόρθωσε ο Χάρι, που τον έβρισκε όλο και πιο αντιπαθητικό όσο η ώρα περνούσε.

«Ε... το ίδιο είναι... Άκουσα πως είναι πρωτόγονος! Ζει σε μια καλύβα κάπου στο πάρκο του σχολείου και κάθε τόσο μεθάει και προσπαθεί να κάνει μαγικά, με αποτέλεσμα να βάζει φωτιά στο κρεβάτι του...»

«Εγώ νομίζω πως είναι πολύ έξυπνος», αποκρίθηκε ψυχρά ο Χάρι.

«Αλήθεια;» ρώτησε ειρωνικά το αγόρι. «Και γιατί είναι μαζί σου; Πού είναι οι δικοί σου γονείς;»

«Έχουν πεθάνει», αποκρίθηκε κοφτά ο Χάρι, που δεν ένιωθε την παραμικρή διάθεση να του δώσει περισσότερες εξηγήσεις.

«Α, λυπάμαι», αποκρίθηκε ο άλλος, δείχνοντας όμως πως δεν τον ένοιαζε καθόλου. «Ήταν όμως απ' το σινάφι μας, έτσι;»

«Ήταν μάγοι, αν αυτό θέλεις να πεις...»

«Η δική μου γνώμη είναι πως δεν πρέπει να δέχονται τους άλλους στο σχολείο μας. Δε συμφωνείς; Γιατί δεν είναι σαν κι εμάς και δεν ξέρουν ούτε τους τρόπους, ούτε τις συνήθειες μας. Μερικοί δεν έχουν καν ακούσει για το "Χόγκουαρτς" προτού πάρουν το γράμμα! Είναι πολύ καλύτερα να μείνει το σχολείο μας μόνο για τα παιδιά απ' τις παλιές οικογένειες μάγων... Αλήθεια, ποιο είναι το επίθετο σου;»

Προτού όμως ο Χάρι προλάβει ν' απαντήσει, η κυρία Μάλκιν είπε: «Τελειώσαμε, χρυσό μου».

Ο Χάρι, ευχαριστημένος που του δόθηκε η ευκαιρία να κόψει την κουβέντα, κατέβηκε βιαστικά απ' το σκαμνί.

«Λοιπόν, θα τα ξαναπούμε στο "Χόγκουαρτς"», του είπε το αγόρι με βαριεστημένη φωνή.

Λίγο αργότερα, καθώς έτρωγε το παγωτό που του είχε αγοράσει ο Χάγκριντ (σοκολάτα και φιστίκι, με καβουρδισμένα αμύγδαλα), ο Χάρι ήταν σιωπηλός.

«Τι τρέχει;» τον ρώτησε ο γίγαντας.

«Τίποτα», αποκρίθηκε ο Χάρι, ξέροντας πως δεν έλεγε την αλήθεια.

Πήγαν μετά σ' ένα άλλο μαγαζί, για ν' αγοράσουν περγαμηνή και πένες με φτερό. Το κέφι του Χάρι έφτιαξε λίγο, όταν βρήκε ένα μελάνι που άλλαζε χρώμα καθώς έγραφες μ' αυτό. Όταν βγήκαν απ' το μαγαζί, ρώτησε τον Χάγκριντ: «Τι είναι το κουίντιτς;»

«Διάολε, Χάρι, όλο ξεχνάω πόσα λίγα ξέρεις για μας!» αποκρίθηκε ο Χάγκριντ. «Σκέψου να μην ξέρεις τι είναι το κουίντιτς!...»

«Μη με κάνεις κι εσύ να νιώθω χειρότερα!» τον διέκοψε ο Χάρι. Και μετά του είπε για το χλομό αγόρι στης κυρίας Μάλκιν και την κουβέντα μαζί του.

«...και μετά είπε πως παιδιά από οικογένειες Μαγκλ δεν πρέπει να γίνονται δεκτά στο "Χόγκουαρτς", γιατί...»

«Μα εσύ δεν είσαι από οικογένεια Μαγκλ!» φώναξε ο Χάγκριντ. «Αν αυτό το παλιόπαιδο ήξερε ποιος πραγματικά είσαι... Μεγάλωσε ακούγοντας συνέχεια τ' όνομα σου... Αν εκείνος είναι πραγματικά από παλιά οικογένεια μάγων... Είδες πώς σε ήξεραν οι πελάτες στο "Ραγισμένο Τσουκάλι"; Εξάλλου τι μπορεί να ξέρει απ' αυτά ο μικρός; Μερικοί απ' τους καλύτερους μάγους που γνώρισα, ήταν οι πρώτοι μ' αυτό το χάρισμα σ' ολόκληρη την οικογένεια τους! Παράδειγμα η μητέρα σου. Κι είδες τι αδελφή είχε!»

«Ναι, αλλά αυτό το κουίντιτς, τι είναι;» ρώτησε ξανά ο Χάρι.

«Είναι το εθνικό μας σπορ- το σπορ των μάγων. Κάτι σαν... σαν το ποδόσφαιρο, ή το μπάσκετ στον κόσμο των Μαγκλ... Όλοι παρακολουθούν το κουίντιτς. Παίζεται στον αέρα, οι παίκτες είναι πάνω σε σκουπόξυλα... κι υπάρχουν τέσσερις μπάλες...»

«Και τι είναι το Σλίθεριν και το Χάφλπαφλ;»

«Είναι κοιτώνες του σχολείου. Υπάρχουν τέσσερις... Κι όλοι λένε πως στο Χάφλπαφλ βάζουν όλους τους χαζούς, αλλά...»

«Στοιχηματίζω πως θα βάλουν κι εμένα στο Χάφλπαφλ», παρατήρησε απογοητευμένος ο Χάρι.

«Καλύτερα στο Χάφλπαφλ, παρά στο Σλίθεριν», είπε με σιγουριά ο Χάγκριντ. «Γιατί όλοι οι μάγοι που... που πήραν το στραβό δρόμο, ξεκίνησαν από εκεί τις σπουδές τους. Κι ο Ξέρεις-Ποιος εκεί ήταν...»

«Δηλαδή ο Βολ... θέλω να πω ο Ξέρεις-Ποιος, σπούδασε στο "Χόγκουαρτς";» ρώτησε ο Χάρι.

«Ναι. Πριν από πάρα πολλά χρόνια».

Κατόπιν ο Χάγκριντ κι ο Χάρι πήγαν ν' αγοράσουν τα βιβλία του Χάρι σ' ένα μεγάλο μαγαζί με φαρδιά ράφια ως το ταβάνι, γεμάτα Βιβλία: βιβλία τεράστια, δεμένα με δέρμα, Βιβλία μικρά σαν γραμματόσημα, βιβλία γεμάτα περίεργα σύμβολα, ακόμη και Βιβλία με λευκές σελίδες. Ως κι ο Ντάντλι, που δε διάβαζε ποτέ τίποτα, θα ξετρελαινόταν μ' αυτά τα Βιβλία, σκέφθηκε ο Χάρι. Κι ο Χάγκριντ χρειάστηκε να τον τραβήξει απ' το μπράτσο, για να τον πάρει μακριά από βιβλία με τίτλους όπως Μάγια και Αντι-μάγια. Μαγέψτε τους φίλους και νικήστε τους εχθρούς σας με τις πιο καινούριες κατάρες: τριχόπτωση, τρεμάμενα πόδια, γλωσσοδέτης και πολλά, πολλά άλλα, του καθηγητή Βεντίκτους Βιρίντιαν.

«Θα το 'θελα πολύ αυτό το Βιβλίο, για να κάνω μάγια στον Ντάντλι!» δικαιολογήθηκε ο Χάρι.

«Δε λέω πως είναι άσχημη ιδέα, αλλά δεν πρέπει να κάνεις μάγια στον κόσμο των Μαγκλ», αποκρίθηκε ο Χάγκριντ. «Κι εξάλλου, δεν μπορείς ακόμη να κάνεις αυτά τα μάγια. Σου χρειάζεται πρώτα πολλή μελέτη».

Ο Χάγκριντ δεν άφησε τον Χάρι ν' αγοράσει ούτε ένα τσουκάλι από ατόφιο χρυσάφι. «Γράφει από χαλκό στον κατάλογο σου», του θύμισε. Αγόρασαν όμως μια ωραία ζυγαριά για φίλτρα κι ένα χάλκινο τηλεσκόπιο, το οποίο μπορούσε να γίνει τόσο μικρό, ώστε να χωρά στην τσέπη. Μετά πήγαν στο φαρμακείο, που ήταν τόσο γεμάτο από ενδιαφέροντα πράγματα, ώστε κανείς δεν πρόσεχε την απαίσια μυρωδιά: ένα μίγμα από χαλασμένα αβγά και σάπιο λάχανο. Βαρέλια με περίεργα πυκνά υγρά βρίσκονταν εδώ κι εκεί, ενώ γυάλινα Βάζα με ξερά Βότανα και σκόνες σε ζωηρά χρώματα ήταν στοιβαγμένα στα ράφια. Αρμαθιές από δόντια και κέρατα κρέμονταν απ' το ταβάνι.

Ενώ ο Χάγκριντ ζητούσε απ' τον υπάλληλο μικρές ποσότητες απ' όλα τα Βασικά υλικά για φίλτρα, ο Χάρι κοίταζε με ενδιαφέρον τ' ασημένια κέρατα από μονόκερο (τιμή 21 γαλέρες) και τα μικροσκοπικά, γυαλιστερά μάτια κατσαρίδας (τιμή 5 μαστίγια το μικρό χωνάκι).

'Οταν βγήκαν απ' το φαρμακείο, ο Χάγκριντ συμβουλεύθηκε πάλι τον κατάλογο του Χάρι.

«Μόνο το μαγικό ραβδί μάς μένει ν' αγοράσουμε», είπε κατόπιν. «Και... α, ναι... δε σου πήρα ακόμη δώρο για τα γενέθλια σου...»

Ο Χάρι ένιωσε το πρόσωπο του να κοκκινίζει.

«Δεν είναι ανάγκη να...»

«Το ξέρω αυτό», τον διέκοψε ο γίγαντας. «Θα σου κάνω, λοιπόν, δώρο το ζώο σου. Όχι Βάτραχο, δεν είναι πια της μόδας... και θα σε κοροϊδεύουν τ' άλλα παιδιά. Ούτε γάτα, δε μ' αρέσουν οι γάτες, με κάνουν να φταρνίζομαι... Θα σου πάρω, λοιπόν, μια κουκουβάγια! Όλα τα παιδιά στο σχολείο κουκουβάγιες θέλουν, γιατί είναι και χρήσιμες: κουβαλούν την αλληλογραφία σου κι άλλα πολλά...»

Είκοσι λεπτά αργότερα, οι δυο τους βγήκαν απ' το κατάστημα που πουλούσε κουκουβάγιες (ένα κατάστημα σκοτεινό και γεμάτο θροίσματα φτερών και μεγάλα, λαμπερά μάτια). Ο Χάρι κρατούσε με προσοχή ένα κλουβί, που μέσα του βρισκόταν μια μεγάλη κάτασπρη κουκουβάγια, κοιμισμένη και με το κεφάλι κάτω απ' το ένα φτερό της. Η χαρά του ήταν τόσο μεγάλη, που δεν μπορούσε να σταματήσει να λέει «ευχαριστώ», τραυλίζοντας σαν τον καθηγητή Κούιρελ.

«Εντάξει, εντάξει!» τον έκοψε ο Χάγκριντ. «Δε φαντάζομαι να πήρες και τόσα πολλά δώρα απ' τους Ντάρσλι στη ζωή σου... Λοιπόν, τώρα θα πάμε στου Ολιβάντερ. Είναι το καλύτερο μαγαζί για μαγικά ραβδιά κι εσύ πρέπει να 'χεις το καλύτερο ραβδί!»

Ένα μαγικό ραβδί! Ο Χάρι δεν μπορούσε να το πιστέψει.

Αυτό το τελευταίο μαγαζί όπου μπήκαν, ήταν μακρύ και στενό. Μια ξεβαμμένη επιγραφή πάνω απ' την πόρτα έγραφε: «Ολιβάντερ, οι καλύτεροι κατασκευαστές μαγικών ραβδιών από το 382 π.Χ.» Στη μικρή βιτρίνα, επάνω σ' ένα σκονισμένο βελούδινο μαξιλάρι, ήταν ακουμπισμένο ένα μαγικό ραβδί.

Όταν ο Χάγκριντ κι ο Χάρι πέρασαν το κατώφλι, ένα κουδούνι ακούστηκε κάπου στο βάθος. Το μαγαζί δεν είχε κανένα έπιπλο, εκτός από μια παλιά κι ετοιμόρροπη καρέκλα, όπου ο Χάγκριντ κάθισε για να περιμένει. Ο Χάρι ένιωθε σαν να είχε μπει σε μια πολύ αυστηρή Βιβλιοθήκη. Κατάπιε με προσπάθεια ένα σωρό καινούριες ερωτήσεις που ήθελε να κάνει και κοίταξε με περιέργεια γύρω του τα μακρόστενα κουτιά, που ήταν στοιβαγμένα σχεδόν ως το ταβάνι. Ένιωθε μια παράξενη ανατριχίλα, σαν η ατμόσφαιρα γύρω του να ήταν γεμάτη από μια μυστική, μαγική δύναμη.

«Καλησπέρα σας», ακούστηκε ξαφνικά πίσω του μια απαλή φωνή. Ο Χάρι αναπήδησε. Ο Χάγκριντ πρέπει ν' αναπήδησε κι αυτός, γιατί ακούστηκε ο κρότος της καρέκλας που έπεφτε στο πάτωμα.

Ένας γέρος άντρας στεκόταν μπροστά του και τα μεγάλα, ανοιχτόχρωμα μάτια του έλαμπαν σαν φεγγάρια μέσα στο μισοσκόταδο του μαγαζιού.

«Καλησπέρα», είπε ντροπαλά ο Χάρι.

«Α, ναι... Ναι, ναι...» αποκρίθηκε ο γέρος. «Το περίμενα πως θα σ' έβλεπα σύντομα, Χάρι Πότερ. Έχεις τα μάτια της μητέρας σου. Μου φαίνεται μόλις σαν χθες που ήταν κι εκείνη εδώ, για ν' αγοράσει το πρώτο μαγικό ραΒδί της. Είκοσι πέντε εκατοστά μακρύ ήταν, πολύ ευλύγιστο, φτιαγμένο από ξύλο λυγαριάς. Πολύ κατάλληλο για μάγια...»

Ο γέρος έκανε ένα βήμα προς τον Χάρι κι εκείνος σκέφτηκε αυθόρμητα πως αυτά τα τεράστια, φωτεινά μάτια, που τα βλέφαρα τους δεν ανοιγόκλειναν, ήταν λίγο τρομακτικά.

«Ο πατέρας σου, πάλι», συνέχισε ο γέρος, «προτιμούσε ραβδιά από μαόνι. Στα τριάντα εκατοστά μήκος... Κι αυτά ευλύγιστα βέβαια, αλλά με περισσότερη δύναμη και πολύ κατάλληλα για μεταμορφώσεις... Είπα πως ο πατέρας σου προτιμούσε τέτοια ραβδιά, αλλά... στην πραγματικότητα είναι το ραβδί που διαλέγει το μάγο...»

Ο γέρος ήταν τώρα τόσο κοντά στον Χάρι, που ο Χάρι μπορούσε να βλέπει τον εαυτό του να καθρεφτίζεται σ' αυτά τα φωτεινά μάτια. Κατόπιν ο Ολιβάντερ σήκωσε το χέρι του κι ακούμπησε ένα μακρύ και σκελετωμένο δάχτυλο στο σημάδι στο μέτωπο του.

«Με λύπη παραδέχομαι», είπε, «πως εγώ πούλησα το ραβδί που σου έκανε αυτό το σημάδι. Τριάντα τρία εκατοστά ήταν κι από ιτιά... Δυνατό ραβδί, πολύ δυνατό... και σ' επικίνδυνα χέρια! Αν ήξερα τι θα έκανε, θα...»

Προς μεγάλη ανακούφιση του Χάρι, ο γέρος άφησε τη φράση του στη μέση, καθώς πρόσεξε τον Χάγκριντ.

«Ρούμπεους!» φώναξε. «Ρούμπεους Χάγκριντ! Τι ευχάριστη έκπληξη! Βελανιδιά ήταν... σαράντα εκατοστά και λίγο στραβό... έτσι;»

«Ναι, έτσι», συμφώνησε ο Χάγκριντ.

«Καλό ραβδί, το θυμάμαι καλά. θα το 'σπασαν όμως στα δύο όταν σε απέβαλαν απ' το σχολείο...» παρατήρησε ο Ολιβάντερ κι η έκφραση στο ζαρωμένο πρόσωπο του έγινε ξαφνικά αυστηρή.

«Ναι, έτσι έγινε», παραδέχθηκε ντροπιασμένος ο Χάγκριντ. «Έχω όμως φυλάξει τα κομμάτια...»

«Δε φαντάζομαι να τα χρησιμοποιείς;» ρώτησε αυστηρά ο γέρος.

«Όχι! Όχι, βέβαια!» αποκρίθηκε βιαστικά ο Χάγκριντ, αλλά ο Χάρι πρόσεξε πως είχε σταυρώσει τα δυο δάχτυλα του, όπως κάνουν όσοι ανησυχούν για το ψέμα που λένε.

«Χμμ...» είπε ο Ολιβάντερ ρίχνοντας του μια διαπεραστική ματιά. «Λοιπόν, Πότερ, ας δούμε τώρα τι μπορώ να κάνω για σένα...» Τράβηξε μετά απ' την τσέπη του μια ασημένια μεζούρα και ρώτησε: «Με ποιο χέρι θα κρατάς το ραβδί σου;»

«Δεξιόχειρας είμαι...» αποκρίθηκε σαστισμένος ο Χάρι.

«Τότε τέντωσε το δεξιό σου χέρι...»

Ο Ολιβάντερ τον μέτρησε πρώτα απ' τον ώμο ως τα δάχτυλα, μετά απ' τον καρπό ως τον αγκώνα, κατόπιν απ' τον ώμο ως το πάτωμα και τέλος από τη μασχάλη ως το γόνατο. Καθώς μετρούσε, του έλεγε: «Κάθε μαγικό ραβδί απ' το εργαστήριό μας, Χάρι Πότερ, έχει μια μαγική βάση που είναι φτιαγμένη από τρίχες μονόκερου, φτερά ουράς από φοίνικα και κομματάκια καρδιάς δράκου. Δυο μαγικά ραβδιά απ' του Ολιβάντερ δεν είναι ποτέ εντελώς ίδια, όπως και δυο μονόκεροι, φοίνικες ή δράκοι δεν είναι ποτέ ίδιοι. Ακόμη, κάθε ραβδί μας είναι προσαρμοσμένο στο μάγο που θα το χρησιμοποιήσει, πράγμα που σημαίνει πως κανένας μάγος δεν έχει τόσο καλά αποτελέσματα με το μαγικό ραβδί κάποιου άλλου μάγου!»

Ο Χάρι πρόσεξε πως η ασημένια μεζούρα, η οποία τώρα μετρούσε γύρω απ' το κεφάλι του, το έκανε μόνη της, ενώ ο γερο-Ολιβάντερ κατέβαζε διάφορα κουτιά απ' τα ράφια του.

«Εντάξει, φτάνει!» είπε σε μια στιγμή κι αμέσως η ασημένια μεζούρα κουλουριάστηκε στο πάτωμα. «Λοιπόν, Χάρι Πότερ, για δοκίμασε αυτό. Από ξύλο καρυδιάς είναι. Είκοσι τρία εκατοστά και πολύ ευλύγιστο. Πάρ' το και κούνησε το μερικές φορές...»

Ο Χάρι πήρε με το δεξιό χέρι του το λεπτό ραβδί και, νιώθοντας λίγο ανόητος, το κούνησε μια-δυο φορές. Αμέσως ο Ολιβάντερ το άρπαξε απ' το χέρι του.

«Όχι αυτό», είπε. «Δοκίμασε ετούτο... από έβενο και είκοσι ένα εκατοστά...»

Ο Χάρι έπιασε το δεύτερο ραβδί, αλλά με την πρώτη κιόλας κίνηση, ο γέρος το άρπαξε πάλι απ' το χέρι του. Του έδωσε κατόπιν ένα άλλο ραβδί, μετά ένα άλλο κι ένα άλλο, αλλά τίποτα δε φαινόταν να τον ικανοποιεί.

«Δύσκολος πελάτης», είπε, μιλώντας περισσότερο στον εαυτό του. «Δεν πειράζει όμως, είμαι σίγουρος πως θα βρούμε το κατάλληλο... Για να δούμε τώρα... ίσως αυτό... γιατί όχι; Ασυνήθιστη πρώτη ύλη... από ξύλο ελάτου είναι... είκοσι οκτώ εκατοστά, αλλά πολύ ευλύγιστο...»

Ο Χάρι πήρε το ραβδί στο χέρι του. Αμέσως ένιωσε μια παράξενη ζέστη στα δάχτυλα του. Καθώς σήκωσε ψηλά το ραβδί και το κατέβασε με δύναμη, μια βροχή από πράσινες και κόκκινες σπίθες έφυγαν απ' την άκρη του και φώτισαν για μια στιγμή το μισοσκότεινο δωμάτιο. Ο Χάγκριντ άφησε να του ξεφύγει ένα επιφώνημα θαυμασμού κι ο Ολιβάντερ φώναξε χαρούμενος: «Μπράβο! Αυτό είναι! Τι περίεργο όμως, τι περίεργο...»

Κατόπιν πήρε το ραβδί απ' το χέρι του Χάρι, το έβαλε στο κουτί του κι άρχισε να το τυλίγει μουρμουρίζοντας: «Περίεργο όμως, πολύ περίεργο...»

«Συγγνώμη, αλλά τι είναι τόσο περίεργο;» τον ρώτησε ο Χάρι.

«Θυμάμαι κάθε μαγικό ραβδί που έχω πουλήσει και σε ποιον», αποκρίθηκε ο γέρος... «Κι είναι πολύ περίεργο που σου ταιριάζει αυτό εδώ το ραβδί, αφού το σχεδόν όμοιο του, ο δίδυμος αδελφός του, ας πούμε, είναι εκείνο που σου έκανε αυτό το σημάδι στο μέτωπο...»

Ο Χάρι ξεροκατάπιε.

«Το ραβδί διαλέγει το μάγο», συνέχισε ο Ολιβάντερ. «Να μην το ξεχνάς ποτέ αυτό, Χάρι Πότερ... Και νομίζω πως μπορούμε να περιμένουμε μεγάλα κατορθώματα από σένα... ναι, μεγάλα... Γιατί κι αυτός ο... ο Ξέρεις-Ποιος... έκανε μεγάλα πράγματα... Τρομερά βέβαια, αλλά μεγάλα...»

Ο Χάρι ένιωσε ένα δυνατό ρίγος να τον διαπερνά ολόκληρον και σκέφθηκε πως δεν ήταν καθόλου σίγουρος αν συμπαθούσε αυτόν τον κύριο Ολιβάντερ. Μετά πλήρωσε 7 γαλέρες για το ραβδί του κι ο παράξενος γέρος με τα φωτεινά μάτια τους συνόδεψε ως την πόρτα του μαγαζιού του. Ο απογευματινός ήλιος έγερνε προς τη δύση του, όταν ο Χάρι κι ο Χάγκριντ πήραν το δρόμο για να ξαναγυρίσουν στην αρχή της Διαγωνίου Αλέας. Πέρασαν πάλι το μαγικό άνοιγμα στον τοίχο και διέσχισαν το μπαρ «Ραγισμένο Τσουκάλι», που τώρα ήταν άδειο από πελάτες. Ο Χάρι δε μιλούσε καθώς περπατούσαν. Δεν πρόσεχε πόσο παράξενα τους κοίταζαν οι περαστικοί κι οι άλλοι επιβάτες του μετρό, έτσι φορτωμένοι όπως ήταν με τα παράξενα πακέτα τους και το κλουβί με την κοιμισμένη ακόμη, κάτασπρη κουκουβάγια. Ξαναγύρισε στην πραγματικότητα μόνον όταν ο Χάγκριντ τον οδήγησε στην πλατφόρμα απ' όπου θα ξεκινούσε το τρένο που θα τον έφερνε πίσω στους Ντάρσλι. Κάτι πήγε να πει τότε, αλλά ο γίγαντας τον πρόλαβε.

«Έχουμε λίγο καιρό, Χάρι, για ένα χάμπουργκερ. Ασφαλώς θα 'χεις πεινάσει...»

Μέσα στο σνακ-μπαρ, μασουλώντας το νόστιμο χάμπουργκερ, ο Χάρι ένιωθε παράξενα. Και προσπάθησε να το εξηγήσει στον Χάγκριντ.

«Αυτά ήταν τα καλύτερα γενέθλια της ζωής μου», είπε, «αλλά... να... όλοι αυτοί οι τύποι που συναντήσαμε σήμερα... όλοι με νομίζουν εξαιρετικό... εγώ όμως δεν ξέρω τίποτα από μαγείες και φίλτρα. Πώς μπορεί, λοιπόν, να περιμένουν μεγάλα πράγματα από μένα; Φαίνεται πως είμαι και διάσημος, αλλά εγώ δεν μπορώ να θυμηθώ για ποιο πράγμα είμαι διάσημος... Γιατί δεν έχω ιδέα τι συνέβη όταν ο Βολ... θέλω να πω, τη νύχτα που πέθαναν οι γονείς μου...»

Ο Χάγκριντ έσκυψε προς το μέρος του. Κάτω απ' τα πυκνά κι ανακατωμένα γένια, το χαμόγελο του ήταν στ' αλήθεια πολύ γλυκό.

«Μην ανησυχείς, Χάρι», του είπε. «Θα τα μάθεις όλα και σύντομα μάλιστα. Όλοι ξεκινούν αρχικά απ' το "Χόγκουαρτς" και μετά οι καλοί αρχίζουν να ξεχωρίζουν... Θα τα καταφέρεις, πίστεψε με... Προορίζεσαι για μεγάλα πράγματα κι αυτό είναι πάντα δύσκολο. Στο "Χόγκουαρτς", όμως, θα περάσεις καλά, σ' το ορκίζομαι. Κι εγώ καλά πέρασα... και περνώ ακόμη, για να πω την αλήθεια...»

Λίγο αργότερα ο Χάγκριντ έβαλε τον Χάρι και τα πακέτα του στο βαγόνι του τρένου. Προτού φύγει, του έδωσε κι έναν κλειστό φάκελο.

«Αυτό είναι το εισιτήριο σου για το "Χόγκουαρτς"», του είπε. «Την πρώτη Σεπτεμβρίου... Μην το ξεχάσεις!... Απ' το σταθμό του Κινγκς Κρος. Το γράφει και πάνω στο εισιτήριο! Αν έχεις προβλήματα με τους Ντάρσλι, στείλε μου ένα γράμμα με την κουκουβάγια σου. Θα ξέρει πού να με βρει... Και θα τα ξαναπούμε σύντομα, Χάρι...»

Το τρένο άρχισε να βγαίνει αργά απ' το σταθμό. Ο Χάρι δεν ήθελε να αποχωριστεί τον Χάγκριντ. Γι αυτό κόλλησε το πρόσωπο του στο τζάμι του τρένου και τον κοιτούσε, καθώς εκείνος στεκόταν στην πλατφόρμα κουνώντας του το χέρι. Μόλις όμως ο Χάρι ανοιγόκλεισε για πρώτη φορά τα βλέφαρα του, ο γίγαντας εξαφανίστηκε.

Загрузка...