14. Νόρμπερτ, ο νορβηγικός δράκος

Όλα έδειχναν ότι ο καθηγητής Κούιρελ θα αντιστεκόταν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από αυτό που περίμεναν τα τρία παιδιά. Γιατί στις εβδομάδες που ακολούθησαν, κι ενώ γινόταν όλο και πιο χλομός κι αδύνατος, δεν έδειχνε να έχει υποχωρήσει ακόμη.

Κάθε φορά που τύχαινε να περάσουν από το διάδρομο του τρίτου πατώματος, ο Χάρι, ο Ρον κι η Ερμιόνη κολλούσαν τ' αφτιά τους στην κλειστή πόρτα, για να βεβαιωθούν πως ο Λουλούκος γρύλιζε ακόμη από μέσα. Ο καθηγητής Σνέιπ πηγαινοερχόταν το ίδιο κακοδιάθετος. Αυτό δεν μπορεί παρά να σήμαινε πως η φιλοσοφική λίθος ήταν ακόμη ασφαλής. Όσο για τον Χάρι, κάθε φορά που συναντούσε τον καθηγητή Κούιρελ, του χαμογελούσε ενθαρρυντικά, ενώ ο Ρον είχε αρχίσει να τσακώνεται με τα παιδιά εκείνα που γελούσαν με το τραύλισμα του.

Η Ερμιόνη, αντίθετα, ήταν απασχολημένη μ' άλλα πράγματα. Είχε αρχίσει να βάζει σε χρονολογική σειρά τις σημειώσεις της και να ετοιμάζει κατάλογο για το ποια μαθήματα έπρεπε να διαβάσει πρώτα, ώστε να είναι έτοιμη για τις εξετάσεις που θα γίνονταν στο τέλος της σχολικής χρονιάς. Αυτό δε θα πείραζε τα δυο αγόρια, αν η Ερμιόνη δεν επέμενε να κάνουν κι εκείνοι το ίδιο.

«Μα αφού οι εξετάσεις είναι μακριά ακόμη!» της έλεγαν.

«Μόνο δέκα εβδομάδες!» τους απαντούσε εκείνη. «Δεν είναι καθόλου μακριά. Είναι σαν ένα δευτερόλεπτο για τον Νικόλας Φλαμέλ!»

«Ναι, αλλά εμείς δεν είμαστε εξακοσίων χρόνων!» της θύμιζε ο Ρον. «Εξάλλου τι σου χρειάζονται εσένα οι επαναλήψεις; Αφού τα ξέρεις κιόλας απέξω!»

«Μήπως τρελαθήκατε κι οι δυο;» επέμενε η Ερμιόνη. «Δεν καταλαβαίνετε πως πρέπει οπωσδήποτε να περάσουμε αυτές τις εξετάσεις, για να πάμε στο δεύτερο έτος; Θα 'πρεπε να είχα αρχίσει τις επαναλήψεις εδώ κι ενάμισι μήνα. Δεν ξέρω τι μ' έπιασε και καθυστέρησα τόσο...»

Δυστυχώς κι οι καθηγητές πρέπει να είχαν την ίδια γνώμη με την Ερμιόνη, γιατί άρχισαν να βάζουν στους πρωτοετείς τόσο πολλές ασκήσεις, που οι διακοπές του Πάσχα, όταν ήρθαν, δε θύμιζαν σε τίποτα τις διακοπές των Χριστουγέννων.

Ο Χάρι κι ο Ρον δυσκολεύονταν να χαλαρώσουν με την Ερμιόνη δίπλα τους, που επαναλάμβανε συνέχεια τις δώδεκα χρήσεις του αίματος των δράκων, ή έκανε ασκήσεις με το μαγικό ραβδί της. Γκρινιάζοντας ανάμεσα στα χασμουρητά τους, ο Χάρι και ο Ρον περνούσαν όλο σχεδόν τον ελεύθερο χρόνο τους στη βιβλιοθήκη μαζί της, προσπαθώντας να τελειώσουν όλη την επιπλέον δουλειά που τους είχαν φορτώσει.

«Ποτέ δε θα μπορέσω να τα θυμηθώ όλ' αυτά!» ξέσπασε κάποιο απόγευμα ο Ρον, κοιτάζοντας με λαχτάρα έξω απ' το παράθυρο της βιβλιοθήκης.

Ήταν η πρώτη αληθινά όμορφη μέρα εδώ και εβδομάδες. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος κι όλα έδειχναν πως το καλοκαίρι πλησίαζε.

Ο Χάρι, ο οποίος έψαχνε τη λέξη «ψαρόχορτο» στο βιβλίο Εκατό μαγικά βότανα και μανιτάρια, δε σήκωσε το κεφάλι του, παρά μόνον όταν άκουσε τον Ρον να λέει: «Χάγκριντ! Τι γυρεύεις εδώ;»

Ο γενειοφόρος γίγαντας τους πλησίασε μ' αργά βήματα, κρύβοντας κάτι πίσω από την πλάτη του. Δεν ταίριαζε καθόλου με το περιβάλλον της βιβλιοθήκης, έτσι όπως ήταν τυλιγμένος με το μακρύ παλτό του από δέρμα τυφλοπόντικα.

«Να... κοιτάζω...» αποκρίθηκε, με τόσο ψεύτικο ύφος, που προκάλεσε αμέσως το ενδιαφέρον τους. «Κι εσείς, τι κάνετε εδώ;» τους ρώτησε όλο υποψία. «Δεν πιστεύω να ψάχνετε ακόμη εκείνον τον Φλαμέλ;»

«Α, αυτόν τον βρήκαμε εδώ και πολύ καιρό!» αποκρίθηκε υπερήφανα ο Ρον. «Και ξέρουμε και τι φυλάει αυτός ο σκύλος: τη φιλοσοφική λίθο!»

«Σςςς!» φώναξε ο Χάγκριντ, κοιτάζοντας ανήσυχα γύρω του. «Μην το λέτε δυνατά! Τι σας έπιασε τώρα;»

«Χάγκριντ, είναι μερικά πράγματα που θέλουμε να σε ρωτήσουμε», είπε τότε ο Χάρι. «Για το ποιος άλλος, εκτός από τον Λουλούκο, φυλάει τη φιλοσοφική λίθο...»

«Σςςς!» έκανε πάλι εκείνος. «Ακούστε... Ελάτε καλύτερα σπίτι μου αργότερα... Δε δίνω το λόγο μου ότι θα σας τα πω όλα... αλλά κι εσείς δεν πρέπει να ψάχνετε για να τα μάθετε. Οι μαθητές υποτίθεται πως δεν πρέπει να το ξέρουν! Και θα νομίσουν πως εγώ σας το είπα...»

«Θα σε δούμε αργότερα, λοιπόν», συμφώνησε ο Χάρι.

Ο Χάγκριντ έφυγε σέρνοντας τα βήματα του.

«Τι να έκρυΒε, άραγε, πίσω από την πλάτη του;» αναρωτήθηκε η Ερμιόνη.

«Λες να ήταν κάτι σχετικό με τη φιλοσοφική λίθο;»

«Θα πάω να δω σε ποια ράφια κοιτούσε», είπε αποφασιστικά ο Ρον, που ήταν φανερό πως δεν είχε καμιά πλέον διάθεση για διάβασμα.

Λίγες στιγμές αργότερα ξαναγύρισε κι ακούμπησε στο τραπέζι μια αγκαλιά βιβλία.

«Δράκοι!» ψιθύρισε. «Ο Χάγκριντ έψαχνε σε βιβλία για τους δράκους. Κοιτάξτε εδώ: Είδη δράκων στη Μεγάλη Βρετανία και την Ιρλανδία. Από το αβγό ως την κόλαση και Οδηγός για εκτροφείς δράκων...»

«Ο Χάγκριντ ήθελε πάντα ν' αποκτήσει ένα δράκο. Μου το είπε την πρώτη φορά που τον συνάντησα!» παρατήρησε ο Χάρι.

«Μα αυτό απαγορεύεται από τους νόμους μας», είπε ο Ρον. «Η ανατροφή δράκων κηρύχτηκε παράνομη από τη συνέλευση μεγάλων μάγων του 1709, όλοι το ξέρουν αυτό... Επειδή είναι πολύ εύκολο στους Μαγκλ να μας ξεχωρίζουν, αν έχουμε και δράκους στα σπίτια και στους κήπους μας... Εξάλλου κανείς δεν μπορεί να εξημερώσει ένα δράκο — η προσπάθεια και μόνο είναι πολύ επικίνδυνη. Έπρεπε να δείτε τα εγκαύματα του αδελφού μου, του Τσάρλι, από τους ελεύθερους δράκους της Ρουμανίας...»

«Στη Βρετανία, όμως, δεν υπάρχουν ελεύθεροι δράκοι...» είπε ο Χάρι.

«Και βέβαια υπάρχουν!» τον βεβαίωσε ο Ρον. «Οι πράσινοι της Ουαλίας και οι μαύροι στα νησιά Εβρίδες... Το Υπουργείο Μαγείας ταλαιπωρείται πολύ προσπαθώντας να τους κρύψει. Κι οι δικοί μας πρέπει να κάνουν μάγια σε όσους Μαγκλ τύχει να τους δουν, για να τους ξεχάσουν».

«Τότε γιατί ενδιαφέρεται για δράκους ο Χάγκριντ;» ρώτησε η Ερμιόνη. Όταν, μια ώρα αργότερα, τα τρία παιδιά χτυπούσαν την πόρτα της καλύβας του Χάγκριντ, πρόσεξαν έκπληκτα πως οι κουρτίνες στα δυο μικρά παράθυρα ήταν κλειστές. Ο Χάγκριντ, μάλιστα, ρώτησε «ποιος είναι;» προτού τους ανοίξει. Κι όταν μπήκαν μέσα, έκλεισε γρήγορα την πόρτα πίσω τους.

Μέσα έκανε πάλι υπερβολική ζέστη. Αν κι η μέρα ήταν όμορφη, μια δυνατή φωτιά έκαιγε στο τζάκι. Ο Χάγκριντ έφτιαξε τσάι και πρόσφερε στα παιδιά σάντουιτς από κρέας τράγου, τα οποία αρνήθηκαν όσο πιο ευγενικά μπορούσαν.

«Λοιπόν;» τα ρώτησε κατόπιν. «Θέλετε να μάθετε κάτι από μένα;»

«Ναι», αποκρίθηκε ο Χάρι, που είχε αποφασίσει πως η ειλικρίνεια θα έφερνε τα καλύτερα αποτελέσματα. «Αναρωτιόμαστε αν μπορείς να μας πεις τι άλλο, εκτός από τον Λουλούκο, φυλάει τη φιλοσοφική λίθο».

Ο Χάγκριντ έσμιξε τα φρύδια του, δυσαρεστημένος.

«Δεν μπορώ!» αποκρίθηκε. «Πρώτα πρώτα, κι εγώ ο ίδιος δεν ξέρω. Κι έπειτα, κι οι τρεις σας ξέρετε περισσότερα από όσα πρέπει γι' αυτή την υπόθεση. Και να ήξερα, λοιπόν, δε θα σας έλεγα! Αυτή η πέτρα βρίσκεται εδώ για σοβαρό λόγο. Παραλίγο να την κλέψουν από την τράπεζα Γκρίνγκοτς. Φαντάζομαι όμως πως θα το ξέρετε ήδη κι αυτό. Εκείνο που εγώ δεν καταλαβαίνω, είναι πώς ξέρετε για τον Λουλούκο...»

«Έλα τώρα, Χάγκριντ. Μπορεί να μη θέλεις να μας πεις και ίσως να 'χεις δίκιο, αλλά μη μας λες ότι δεν ξέρεις! Εσύ ξέρεις καθετί που γίνεται στο "Χόγκουαρτς"», του είπε η Ερμιόνη, δίνοντας γλυκό και ευχάριστο τόνο στη φωνή της. Αμέσως η άκρη της γενειάδας του Χάγκριντ κουνήθηκε μερικές φορές, σημάδι ότι χαμογελούσε. «Εξάλλου», συνέχισε η Ερμιόνη, «το μόνο που αναρωτιόμαστε είναι ποιος άλλος κάνει το φύλακα. Δηλαδή, εκτός από σένα, ποιον άλλον εμπιστεύθηκε ο Ντάμπλντορ...»

Το στήθος του Χάγκριντ φούσκωσε από υπερηφάνεια. Ο Χάρι κι ο Ρον χαμογέλασαν ικανοποιημένοι στην Ερμιόνη.

«Λοιπόν... δε φαντάζομαι να πειράζει αν σας το πω...» άρχισε ο γίγαντας. «Ο καθηγητής Ντάμπλντορ δανείστηκε τον Λουλούκο από μένα και... μετά... μερικοί από τους καθηγητές έκαναν διάφορα μάγια. Ο καθηγητής Σπράουτ... ο Φλίτγουικ... η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ... Α, ναι, κι ο ίδιος ο Ντάμπλντορ, βέβαια... Σίγουρα κάποιον θα ξέχασα... Α, ναι, κι ο καθηγητής Σνέιπ!»

«Ο Σνέιπ;» ρώτησαν και τα τρία παιδιά μονομιάς.

«Ναι, ο Σνέιπ. Για ακούστε εδώ, μήπως έχετε ακόμη στο μυαλό σας αυτές τις χαζές ιδέες; Ο καθηγητής Σνέιπ μας Βοήθησε να προστατέψουμε την πέτρα. Δεν έχει λοιπόν κανένα σκοπό να την κλέψει!»

Ο Χάρι ήταν σίγουρος πως η Ερμιόνη και ο Ρον σκέφτονταν τώρα το ίδιο ακριβώς πράγμα μ' αυτόν. Πως, δηλαδή, αν ο Σνέιπ είχε βοηθήσει να προστατευθεί η φιλοσοφική λίθος, θα του ήταν μάλλον εύκολο να μάθει ποια μάγια είχαν κάνει οι άλλοι καθηγητές. Το πιο πιθανό, λοιπόν, ήταν πως ήξερε ήδη τα πάντα, εννοείται εκτός από τα μάγια του καθηγητή Κούιρελ και το πώς να περάσει μπροστά από τον Λουλούκο.

«Χάγκριντ, εσύ είσαι ο μόνος που ξέρει πώς να περάσει μπροστά από τον Λουλούκο, έτσι;» τον ρώτησε ανήσυχος ο Χάρι. «Και δε θα το έλεγες σε κανέναν, καλά δε λέω; Ούτε καν σε κάποιον από τους καθηγητές;»

«Κανείς δεν ξέρει τον τρόπο, εκτός από μένα και τον Ντάμπλντορ», αποκρίθηκε ο Χάγκριντ.

«Κάτι είναι κι αυτό», ψιθύρισε ο Χάρι στους άλλους δυο. «Χάγκριντ», συνέχισε κατόπιν, «μήπως μπορούμε ν' ανοίξουμε κανένα παράθυρο; Θα σκάσουμε από τη ζέστη εδώ μέσα...»

«Δε γίνεται, Χάρι», αποκρίθηκε ο γίγαντας, ρίχνοντας ένα γρήγορο βλέμμα προς το τζάκι. Ο Χάρι κοίταξε κι αυτός προς το τζάκι.

«Χάγκριντ!» φώναξε κατόπιν. «Τι είναι αυτό;»

Είχε όμως κιόλας μαντέψει τι ήταν. Στη μέση της φωτιάς, ακριβώς κάτω από το μαυρισμένο τσουκάλι, βρισκόταν ένα τεράστιο μαύρο αβγό.

«Α....» είπε ο Χάγκριντ πασπατεύοντας νευρικά τα γένια του. «Αυτό... είναι...»

«Πού το βρήκες, Χάγκριντ;» ρώτησε ο Ρον, σκύβοντας πάνω από το τζάκι για να δει καλύτερα. «Θα σου κόστισε μια περιουσία...»

«Το κέρδισα», αποκρίθηκε ο Χάγκριντ. «Χτες το βράδυ... Είχα κατέβει στο χωριό για να πιω μια μπίρα κι έπαιξα χαρτιά... μ' έναν άγνωστο. Για να πω την αλήθεια, έδειξε πολύ να χαίρεται όταν το έχασε...»

«Μα τι θα τον κάνεις όταν βγει από το αβγό;» τον ρώτησε η Ερμιόνη.

«Έχω διαβάσει εδώ μερικά πράγματα...» είπε ο Χάγκριντ, τραβώντας ένα χοντρό βιβλίο κάτω από το μαξιλάρι του. «Το πήρα από τη βιβλιοθήκη... Εκτροφή δράκων για κέρδος και χόμπι είναι ο τίτλος του... και τα λέει όλα... Το αβγό πρέπει να μείνει μέσα στη φωτιά, γιατί οι μανάδες δράκοι φυσάνε φλόγες επάνω στ' αβγά τους... Κι όταν το αβγό σκάσει, το μωρό πρέπει να τρέφεται με αίμα κοτόπουλου, ανακατωμένο με κονιάκ, κάθε μισή ώρα... Κι εδώ... να, κοιτάξτε αυτές τις φωτογραφίες... δείχνει πώς να ξεχωρίζεις τα διαφορετικά είδη δράκων... Αυτό που έχω εγώ είναι ένας νορβηγικός δράκος... πολύ σπάνιος...»

Ο Χάγκριντ έδειχνε πολύ ευχαριστημένος με το απόκτημα του, αλλά η Ερμιόνη καθόλου.

«Μα, Χάγκριντ», του θύμισε, «το σπίτι σου είναι ξύλινο! Δε φοβάσαι την πυρκαγιά;»

Ο Χάγκριντ όμως, χωρίς να της δώσει σημασία, έριξε άλλο ένα κούτσουρο στη φωτιά. Έτσι, τώρα, τα τρία παιδιά είχαν και κάτι άλλο για ν' ανησυχούν. Τι θα πάθαινε ο Χάγκριντ, αν κάποιος μάθαινε πως έκρυβε έναν παράνομο δράκο στην καλύβα του;

«Αναρωτιέμαι πώς θα είναι να ζει κανείς μια ήσυχη ζωή!» αναστέναξε κάποια στιγμή ο Ρον, ένα από τα βράδια που μελετούσαν όλοι ως αργά.

Η Ερμιόνη είχε τώρα αρχίσει να φτιάχνει καταλόγους για τις επαναλήψεις που έπρεπε να κάνουν, γεγονός που έκανε τον Χάρι και τον Ρον έξαλλους.

Ένα πρωί, στο πρόγευμα, η Χέντβιχ, η κουκουβάγια του Χάρι, έφερε στον κύριο της άλλο ένα σημείωμα από τον Χάγκριντ. Μονάχα μια φράση: Το αβγό είναι έτοιμο να σκάσει.

Αμέσως ο Ρον πρότεινε να κάνουν σκασιαρχείο από το μάθημα της ερπετολογίας και να πάνε στην καλύβα του Χάγκριντ, αλλά η Ερμιόνη ούτε που να το ακούσει.

«Ερμιόνη», της είπε τότε ο Ρον, «αυτή είναι μια μοναδική ευκαιρία. Πόσες φορές στη ζωή μας θα δούμε ένα δράκο να βγαίνει από το αβγό του;»

«Δεν ακούω τίποτα!» φώναξε εκείνη. «Έχουμε μαθήματα, οι διαγωνισμοί πλησιάζουν, θα μπλέξουμε άσχημα αν μας πιάσουν... Άσε τι θα πάθει ο Χάγκριντ, αν μαθευτεί πως έχει έναν...»

«Πάψε πια!» της ψιθύρισε Βιαστικά ο Χάρι.

Μετά, με μια κίνηση του κεφαλιού του, της έδειξε τον Μαλφόι, ο οποίος περνούσε από κει κοντά κι είχε σταματήσει για να κρυφακούσει. Πόσα, άραγε, να είχε καταλάβει; Η έκφραση στο μοχθηρό πρόσωπο του δεν άρεσε καθόλου στον Χάρι.

Στο τέλος η Ερμιόνη συμφώνησε να παρακολουθήσουν το μάθημα της ερπετολογίας και ύστερα να πάνε στην καλύβα του Χάγκριντ, στη διάρκεια του πρωινού διαλείμματος. Έτσι, όταν η καμπάνα του κάστρου σήμανε το διάλειμμα, τα τρία παιδιά άφησαν τις τσάντες τους κι έτρεξαν στην άκρη του απαγορευμένου δάσους. Ο Χάγκριντ τους άνοιξε την πόρτα, έτοιμος να σκάσει από τη χαρά του.

«Είναι έτοιμος να βγει!» τους είπε.

Το αβγό το είχε τοποθετημένο στη μέση του τραπεζιού. Ραγίσματα ξεχώριζαν στο τσόφλι του. Κάτι κουνιόταν στο εσωτερικό του κι ένας σιγανός θόρυβος ακουγόταν, λες και κάποιο νύχι χτυπούσε το τσόφλι.

Όλοι τράβηξαν τις καρέκλες τους κοντά στο τραπέζι, κάθισαν κι άρχισαν να παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα.

Ξαφνικά ακούστηκε ένα δυνατό «κρακ» και το αβγό έσπασε. Ο νεογέννητος δράκος κατρακύλησε στην επιφάνεια του τραπεζιού. Κανείς δε θα τον έλεγε χαριτωμένο. Κοιτάζοντας τον, ο Χάρι έκανε τη σκέψη πως έμοιαζε με τσαλακωμένη μαύρη ομπρέλα! Τα αγκαθωτά φτερά του ήταν τεράστια σε σύγκριση με το αδύνατο και κατάμαυρο σώμα του. Το μουσούδι του ήταν μακρύ και με μεγάλα ρουθούνια, ενώ στο μέτωπο του τα κέρατα μόλις που ξεχώριζαν. Τα πεταχτά μάτια του είχαν πορτοκαλί χρώμα.

Όταν, μερικές στιγμές αργότερα, φταρνίστηκε, σπίθες φωτιάς πετάχτηκαν από τα ρουθούνια του.

«Δεν είναι πανέμορφος;» είπε ο Χάγκριντ κι άπλωσε το χέρι του για να τον χαϊδέψει. Αμέσως ο δράκος προσπάθησε να δαγκώσει τα δάχτυλα του Χάγκριντ με τα μικρά αλλά κοφτερά δόντια του.

«Α, το χρυσούλι μου! Ίδιος η μαμά του!» είπε ο Χάγκριντ.

«Χάγκριντ», ρώτησε η Ερμιόνη, «πόσο γρήγορα μεγαλώνουν οι δράκοι;»

Ο γίγαντας άνοιξε το στόμα του για ν' απαντήσει, αλλά ξαφνικά πετάχτηκε όρθιος κι έτρεξε προς το παράθυρο.

«Τι τρέχει;»

«Κάποιος κοιτούσε μέσα από τις κουρτίνες. Είδα το πρόσωπο του! Κάποιο παιδί απ' το σχολείο...» είπε ο Χάγκριντ.

Ο Χάρι έτρεξε αμέσως στην πόρτα και την άνοιξε. Το παιδί που απομακρυνόταν τρέχοντας ήταν ο Μαλφόι. Κι ο Μαλφόι είχε δει το δράκο. Το εκδικητικό χαμόγελο δεν εννοούσε να φύγει από το πρόσωπο του Μαλφόι όλη την επόμενη εβδομάδα. Αυτό ανησυχούσε ιδιαίτερα τον Χάρι, τον Ρον και την Ερμιόνη. Π' αυτό και περνούσαν σχεδόν όλο τον ελεύθερο χρόνο τους στην καλύβα του Χάγκριντ, προσπαθώντας να τον λογικέψουν.

«Ασ' τον να φύγει!» επέμενε ο Χάρι. «Ελευθέρωσε τον!»

«Δεν μπορώ...» απαντούσε ο γίγαντας. «Είναι τόσο μικρός ακόμη... θα ψοφήσει...»

Γύρισαν όλοι μαζί προς το δράκο. Το μήκος του είχε τριπλασιαστεί μέσα σε μια εβδομάδα και καπνός έβγαινε τώρα συνέχεια από τα ρουθούνια του. Ο Χάγκριντ παραμελούσε συνεχώς τα καθήκοντα του στο «Χόγκουαρτς», γιατί ο δράκος τον απασχολούσε πολλές ώρες. Και το πάτωμα της καλύβας του ήταν γεμάτο φτερά κοτόπουλου κι άδειες μπουκάλες κονιάκ.

«Θα τον φωνάζω Νόρμπερτ», είπε ο Χάγκριντ, κοιτάζοντας το δράκο με τρυφερότητα. «Με γνωρίζει τώρα... Να, θα σας το αποδείξω. Νόρμπερτ! Νόρμπερτ, πού είναι η μαμά;»

«Σίγουρα τρελάθηκε», ψιθύρισε ο Ρον στον Χάρι.

«Χάγκριντ», προσπάθησε πάλι ο Χάρι. «Σε μια εβδομάδα ο Νόρμπερτ θα 'χει μεγαλώσει τόσο, που δε θα χωράει πια στην καλύβα σου. Κι ο Μαλφόι μπορεί να πάει στον καθηγητή Ντάμπλντορ από τη μια στιγμή στην άλλη...»

Ο Χάγκριντ δάγκωσε τα χείλη του.

«Το ξέρω πως δεν μπορώ να τον κρατήσω για πάντα», παραδέχθηκε. «Αλλά δεν μπορώ και να τον πετάξω έξω. Δεν μπορώ, σου λέω!»

Ο Χάρι γύρισε απότομα στον Ρον.

«Ο Τσάρλι!» του είπε.

«Μου φαίνεται πως τρελάθηκες κι εσύ», αποκρίθηκε ο Ρον. «Ρον με λένε, το ξέχασες;»

«Όχι. Ο αδελφός σου, ο Τσάρλι, αυτός που είναι στη Ρουμανία και κάνει μελέτη για τους δράκους. Μπορούμε να στείλουμε σ' αυτόν τον Νόρμπερτ. Θα τον φροντίσει ώσπου να μεγαλώσει και μετά θα τον αφήσει ελεύθερο στο φυσικό του περιβάλλον! Πώς σου φαίνεται η ιδέα, Χάγκριντ;»

Στο τέλος ο Χάγκριντ συμφώνησε να στείλουν μια κουκουβάγια στον Τσάρλι και να τον ρωτήσουν αν ήθελε ν' αναλάβει τον Νόρμπερτ. Η επόμενη εβδομάδα φάνηκε σ' όλους ατελείωτη. Την Τετάρτη το βράδυ ο Χάρι κι η Ερμιόνη Βρέθηκαν να κάθονται μόνοι στην αίθουσα αναψυχής του Γκρίφιντορ, αφού όλοι είχαν πάει για ύπνο. Το ρολόι είχε μόλις χτυπήσει δώδεκα, όταν η τρύπα στον τοίχο πίσω από το πορτρέτο της χοντρής κυρίας άνοιξε με δύναμη κι ο Ρον παρουσιάστηκε μπροστά τους, κρατώντας στα χέρια του τον αόρατο μανδύα του Χάρι. Είχε πάει στην καλύβα του Χάγκριντ για να τον Βοηθήσει στο τάισμα του Νόρμπερτ, ο οποίος έτρωγε τώρα νεκρούς αρουραίους με το τσουβάλι.

«Με δάγκωσε!» τους είπε ο Ρον, δείχνοντας το χέρι του, που ήταν τυλιγμένο σ' ένα ματωμένο μαντίλι. «Είναι το δεξιό και για καμιά βδομάδα δε θα μπορώ να κρατάω το φτερό της πένας μου. Σας ορκίζομαι, αυτός ο δράκος είναι το πιο απαίσιο ζώο που είδα ποτέ στη ζωή μου. Ο Χάγκριντ, όμως, τον βλέπει σαν άκακο, μικρό κουνελάκι! Όταν με δάγκωσε, μάλωσε εμένα, γιατί —λέει— τον τρόμαξα. Κι όταν έφευγα, του τραγουδούσε ένα νανούρισμα!»

Εκείνη τη στιγμή ένα χτύπημα ακούστηκε στο παράθυρο.

«Η Χέντβιχ είναι!» είπε ο Χάρι, τρέχοντας να της ανοίξει. «Θα φέρνει την απάντηση του Τσάρλι».

Τα τρία παιδιά έφεραν κοντά τα κεφάλια τους για να διαβάσουν μαζί το γράμμα.

Αγαπημένε μου Ρον,

Πώς τα πας; Σ' ευχαριστώ για το γράμμα σου. Ευχαρίστως να πάρω το νορβηγικό δράκο, αλλά δε θα είναι καθόλου εύκολο να έρθει ως εδώ. Νομίζω πως το καλύτερο είναι να τον φέρουν κάτι φίλοι μου, που θα ρθουν να με δουν την άλλη εβδομάδα. Το πρόβλημα, όμως, είναι πως δεν πρέπει να τους δει κανείς να μεταφέρουν ένα δράκο, γιατί είναι παράνομο.

Μήπως θα μπορούσες να πας το δράκο στον πυργίσκο του «Χόγκουαρτς» το ερχόμενο Σάββατο τα μεσάνυχτα; Οι φίλοι μου θα σε συναντήσουν εκεί και θα τον παραλάβουν όσο είναι ακόμη σκοτάδι.

Στείλε μου απάντηση το γρηγορότερο.

Με αγάπη,

Τσάρλι

Τα τρία παιδιά κοιτάχτηκαν.

«Έχουμε τον αόρατο μανδύα», είπε ο Χάρι. «Νομίζω πως είναι αρκετά μεγάλος για να σκεπάσει δυο από μας και τον Νόρμπερτ».

Η λαχτάρα να ξεφορτωθούν το δράκο, αλλά και τον Μαλφόι, έκανε τους άλλους δυο να συμφωνήσουν αμέσως μαζί του. Την άλλη μέρα, όμως, ένα σοβαρό πρόβλημα παρουσιάστηκε. Το χέρι του Ρον το οποίο είχε δαγκώσει ο δράκος, πρήστηκε και έγινε διπλάσιο! Φοβόταν να πάει στην κυρία Πόμφρι, τη νοσοκόμα, μήπως αναγνώριζε στην πληγή τη δαγκωματιά δράκου. Το πρωί πέρασε και ήρθε το απόγευμα. Ο Ρον δεν είχε πια άλλη λύση, γιατί η πληγή είχε πάρει ένα άσχημο πράσινο χρώμα, πράγμα που σήμαινε πως τα δόντια του Νόρμπερτ ήταν δηλητηριασμένα.

Ο Χάρι κι η Ερμιόνη έτρεξαν να βρουν τον Ρον αμέσως μόλις τελείωσαν τα μαθήματα. Τον βρήκαν ξαπλωμένο στο κρεβάτι του ιατρείου, τρομερά αναστατωμένον.

«Δεν πρόκειται για το χέρι μου», τους ψιθύρισε, «αν και το νιώθω έτοιμο να πέσει από μόνο του. Για τον Μαλφόι πρόκειται. Είπε στην κυρία Πόμφρι πως ήθελε να δανειστεί ένα από τα βιβλία μου, για να τον αφήσουν να 'ρθει εδώ και να γελάσει εις Βάρος μου! Και με απειλούσε συνέχεια ότι θα της έλεγε τι πραγματικά ήταν αυτό που μου έκανε την πληγή. Εγώ της είπα πως ήταν ένα άγριο σκυλί, αλλά δε νομίζω να με πίστεψε! Όσο για τον Μαλφόι, το κάνει γιατί του μαύρισα το μάτι στο ματς του κουίντιτς...»

Ο Χάρι κι η Ερμιόνη προσπάθησαν να ηρεμήσουν το φίλο τους.

«Όλα θα τελειώσουν τα μεσάνυχτα του Σαββάτου», τον παρηγόρησε η Ερμιόνη.

Αυτό όμως, αντί να καθησυχάσει τον Ρον, τον τάραξε ακόμη περισσότερο. Ανακάθισε στο κρεβάτι και το χλομό πρόσωπο του ήταν λουσμένο στον ιδρώτα.

«Το Σάββατο τα μεσάνυχτα!» είπε με φωνή που έτρεμε. «Αχ, όχι! Θεέ μου... τώρα το θυμήθηκα! Το γράμμα του Τσάρλι ήταν μέσα στις σελίδες του βιβλίου που δανείστηκε ο Μαλφόι! Τώρα, λοιπόν, μάλλον θα ξέρει με ποιον τρόπο σκοπεύουμε να ξεφορτωθούμε τον Νόρμπερτ... Και πότε!»

Ο Χάρι κι η Ερμιόνη δεν πρόλαβαν να πουν τίποτα, γιατί εκείνη τη στιγμή η κυρία Πόμφρι μπήκε μέσα και τους έδιωξε, λέγοντας πως ο Ρον είχε ανάγκη από ανάπαυση. «Είναι πολύ αργά πια για ν' αλλάξουμε σχέδιο», είπε αργότερα ο Χάρι στην Ερμιόνη. «Δεν έχουμε καιρό να στείλουμε άλλη κουκουβάγια στον Τσάρλι κι αυτή είναι ίσως η μοναδική μας ευκαιρία να ξεφορτωθούμε τον Νόρμπερτ... θα πρέπει, λοιπόν, να το διακινδυνέψουμε. Εξάλλου έχουμε τον αόρατο μανδύα. Ο Μαλφόι δεν ξέρει τίποτα γι' αυτόν...»

Όταν τα δυο παιδιά πήγαν κατόπιν στην καλύβα του Χάγκριντ για να του πουν τα νέα, είδαν απέξω τον Φανγκ, το άγριο λυκόσκυλο του Χάγκριντ, με την ουρά τυλιγμένη σ' επιδέσμους. Ο Χάγκριντ, μάλιστα, δεν τους άνοιξε την πόρτα να μπουν μέσα, αλλά μόνο ένα παράθυρο για να τους μιλήσει.

«Δε θα σας αφήσω να μπείτε σήμερα, γιατί ο Νόρμπερτ είναι λίγο ανήσυχος», τους είπε. «Δεν υπάρχει σοβαρό πρόβλημα, αλλά...»

Όταν του είπαν για το γράμμα και το σχέδιο του Τσάρλι, τα μάτια του Χάγκριντ γέμισαν δάκρυα. Αυτό, όμως, δεν οφειλόταν στο ότι ο Νόρμπερτ τον είχε μόλις δαγκώσει στο πόδι.

«Αχ!» φώναξε. «Όχι, όχι, δεν τρέχει τίποτα... μόνο την μπότα μου έσκισε... Παίζει, βλέπεις... Μωρό είναι ακόμη...»

Το «μωρό» χτύπησε στο πάτωμα την ουρά του, κάνοντας τα τζάμια να τρίξουν. Ο Χάρι κι η Ερμιόνη γύρισαν στο κάστρο, ανυπομονώντας ακόμη περισσότερο πότε θα 'ρχόταν το Σάββατο. Κάτω από άλλες συνθήκες, τα δυο παιδιά —ο Χάρι και η Ερμιόνη— θα είχαν νιώσει λύπη τη στιγμή που ο Χάγκριντ αποχαιρετούσε το δράκο του. Τώρα, όμως, το μόνο που τα απασχολούσε, ήταν η μεταφορά του δράκου μέχρι τον πυργίσκο που τους είχε υποδείξει ο Τσάρλι. Η νύχτα ήταν συννεφιασμένη και πολύ σκοτεινή. Είχαν μάλιστα αργήσει λίγο να φτάσουν στην καλύβα του Χάγκριντ, γιατί αναγκάστηκαν να περιμένουν μέχρι να φύγει ο Πιβς, που έπαιζε τένις στον τοίχο μπροστά από την έξοδο του πύργου του Γκρίφιντορ.

O Χάγκριντ είχε τον Νόρμπερτ έτοιμον, κλεισμένο μέσα σ' ένα μεγάλο ξύλινο κουτί.

«Του έβαλα μέσα πολλούς αρουραίους και μια μπουκάλα κονιάκ», τους είπε με φωνή που έτρεμε. «Κι έβαλα και το αρκουδάκι του, για να μη νιώθει μοναξιά στο ταξίδι...»

Μέσα από το κουτί έβγαιναν κάτι ανατριχιαστικοί θόρυβοι, που έκαναν τον Χάρι να σκεφθεί πως ο Νόρμπερτ μάλλον καταβρόχθιζε το αρκουδάκι του.

«Γεια σου, Νόρμπερτ! Στο καλό, αγόρι μου!» έλεγε κλαίγοντας ο Χάγκριντ, καθώς ο Χάρι κι η Ερμιόνη σκέπαζαν το κουτί με τον αόρατο μανδύα και μετά έμπαιναν κι οι δυο από κάτω του. «Η μαμά δε θα σε ξεχάσει ποτέ!»

Το πώς έφεραν τον Νόρμπερτ μέχρι το κάστρο και ύστερα τον ανέβασαν από τις στριφτές μαρμάρινες σκάλες, ο Χάρι κι η Ερμιόνη δεν το κατάλαβαν ποτέ. Πριν καν φτάσουν στα μισά του δρόμου, ήταν κι οι δυο λαχανιασμένοι και λουσμένοι στον ιδρώτα.

«Κοντεύουμε», είπε ο Χάρι. «Λίγα σκαλοπάτια ακόμη και...»

Ξαφνικά, όμως, ένας απότομος θόρυβος ίσια μπροστά τους παραλίγο να τους κάνει ν' αφήσουν το κιβώτιο να πέσει κάτω. Ξεχνώντας πως ήταν αόρατοι, στριμώχτηκαν σε μια γωνιά, κοιτάζοντας δυο σιλουέτες που πάλευαν σε απόσταση μερικών μέτρων από αυτούς. Κατόπιν μια λάμπα άναψε και στο φως της είδαν την καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ, με καρό ρόμπα και φιλέ στα μαλλιά, να κρατά τον Μαλφόι από το αφτί.

«Στην απομόνωση!» του φώναξε. «Και είκοσι βαθμούς από το Σλίθεριν! Ακούς να γυρίζει μέσα στη νύχτα στους διαδρόμους! ... Πώς τόλμησες;»

«Μα... δε με καταλάβατε, κυρία καθηγήτρια... Ο Πότερ θα 'ρθει εδώ... κι έχει μαζί του ένα δράκο...»

«Ανοησίες! Πώς τολμάς να μου λες τέτοια χαζά ψέματα; Εμπρός, πάμε... Θα μιλήσω στον καθηγητή Σνέιπ για σένα, Μαλφόι!»

Μετά από αυτό το επεισόδιο, το ανέβασμα του τελευταίου κομματιού της ατέλειωτης σκάλας φάνηκε παιχνιδάκι στον Χάρι και στην Ερμιόνη. Όταν έφτασαν στην κορυφή του πυργίσκου, πέταξαν από πάνω τους τον αόρατο μανδύα και πήραν βαθιές ανάσες, να χορτάσουν καθαρό αέρα. Η Ερμιόνη, μάλιστα, άρχισε να χοροπηδά.

«Ο Μαλφόι σε περιορισμό!» είπε. «Μου 'ρχεται να τραγουδήσω!»

«Καλύτερα όχι», τη συμβούλεψε ο Χάρι.

Κουβεντιάζοντας χαμηλόφωνα, κάθισαν και περίμεναν, ενώ ο Νόρμπερτ χτυπιόταν κάθε τόσο στο κουτί του. Περίπου δέκα λεπτά αργότερα, τέσσερα σκουπόξυλα φάνηκαν να κατεβαίνουν από τον ουρανό προς το μέρος τους.

Οι φίλοι του Τσάρλι ήταν ευχάριστοι τύποι. Έδειξαν πρόθύμα στα δυο παιδιά ένα μεγάλο δίχτυ από χοντρά σκοινιά, το οποίο είχαν φτιάξει για να μπορούν να σηκώνουν όλοι μαζί το κουτί με το δράκο. Ο Χάρι κι η Ερμιόνη τους βοήθησαν να βάλουν μέσα το κουτί, τους έσφιξαν μετά τα χέρια και τους ευχαρίστησαν θερμά.

Λίγες στιγμές αργότερα ο Νόρμπερτ είχε φύγει οριστικά από τη ζωή τους.

Ο Χάρι κι η Ερμιόνη άρχισαν να κατεβαίνουν τις σκάλες με την καρδιά τους τόσο ανάλαφρη όσο και τα χέρια τους, τώρα που είχαν ξεφορτωθεί το δράκο. Τέρμα ο Νόρμπερτ... ο Μαλφόι σε περιορισμό... Τι θα μπορούσε να χαλάσει την ευτυχία τους;

Η απάντηση σ' αυτή την ερώτηση τους περίμενε στο τέλος της σκάλας. Καθώς άρχισαν να διασχίζουν το διάδρομο, ο επιστάτης Φιλτς φανερώθηκε μπροστά τους μέσα από το σκοτάδι.

«Μπα, μπα, μπα!» τους είπε. «Σας τσάκωσα, πουλάκια μου!»

Είχαν ξεχάσει τον αόρατο μανδύα στην κορυφή του πυργίσκου.

Загрузка...