Ήταν ο καθηγητής Κούιρελ. «Εσύ!» φώναξε ο Χάρι. Ο Κούιρελ χαμογέΛασε. Το πρόσωπο του δεν είχε τώρα κανένα νευρικό τικ.
«Εγώ», αποκρίθηκε ατάραχος ο Κούιρελ. «Αναρωτιόμουν αν θα σε συναντούσα εδώ, Πότερ».
«Μα... εγώ νόμιζα πως... ο Σνέιπ...» είπε ο Χάρι.
«Ο Σέβερους;» γέλασε ο Κούιρελ και το γέλιο του δεν είχε τώρα το συνηθισμένο τρεμούλιασμα, αλλά ήταν ψυχρό και γεμάτο αυτοπεποίθηση. «Ναι, σίγουρα όλ' αυτά μοιάζουν με δουλειά του Σέβερους», συνέχισε. «Κι αυτό με βολεύει αφάνταστα, γιατί μπροστά στον Σέβερους, ο οποίος τρέχει εδώ κι εκεί σαν τεράστια νυχτερίδα τρομάζοντας τον κόσμο, ποιος να υποπτευθεί τον κ-κ-καημένο τον κ-κ-καθηγητή Κούιρελ;»
Ο Χάρι δεν μπορούσε να το πιστέψει. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ήταν αλήθεια!
«Μα... μα... ο Σνέιπ προσπάθησε να με σκοτώσει!» είπε τότε ο Χάρι.
«Όχι, όχι, όχι! Εγώ προσπάθησα να σε σκοτώσω, Πότερ! Η φίλη σου, η δεσποινίς Γκρέιντζερ, μ' έριξε κατά Λάθος κάτω, καθώς έτρεχε να βάλει φωτιά στον Σνέιπ σ' εκείνο το ματς του κουίνπτς. Σ' έχασα για μια στιγμή από τα μάτια μου κι έτσι σώθηκες! Ένα λεπτό ακόμη και θα σε είχα ρίξει από το σκουπόξυλό σου. Και θα το είχα καταφέρει, παρόλο που ο Σνέιπ μουρμούριζε ένα αντίθετο ξόρκι, για να σε σώσει!»
«Ο Σνέιπ προσπαθούσε να με σώσει;» ρώτησε όλο έκπληξη ο Χάρι.
«Μα φυσικά!» αποκρίθηκε ο Κούιρελ. «Γιατί, άλλωστε, ζήτησε να είναι διαιτητής στο επόμενο ματς όπου θα έπαιζες εσύ; Ήθελε να είναι σίγουρος πως εγώ δε θα έκανα πάλι το ίδιο κόλπο... Λίγο αστείο, βέβαια, αφού ο κόπος του πήγε χαμένος: ο Ντάμπλντορ με κοιτούσε συνέχεια και δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα. Όλοι οι άλλοι καθηγητές νόμιζαν πως ο Σνέιπ προσπαθούσε να κρατήσει το Γκρίφιντορ μακριά από τη νίκη... Είναι αλήθεια πως τα 'χει καταφέρει να τον αντιπαθούν όλοι... Κι όλος αυτός ο κόπος για χατίρι σου θα πάει τελικά χαμένος, αφού θα σε σκοτώσω απόψε...»
Μ' αυτά τα λόγια, ο Κούιρελ τέντωσε το δεξιό του χέρι προς το μέρος του Χάρι. Αμέσως χοντρά σχοινιά πετάχτηκαν από τις άκρες των δακτύλων του και τυλίχτηκαν σφιχτά γύρω από το Χάρι.
«Είσαι πολύ περίεργος και δεν πρέπει να ζήσεις άλλο, Πότερ!» του είπε κατόπιν. «Έτσι όπως τριγύριζες κρυφά στο σχολείο εκείνο το βράδυ του Χάλοουιν... μπορεί να με πετύχαινες, όταν πήγα να δω τι φυλάει τη φιλοσοφική λίθο...»
«Δηλαδή», ρώτησε αυθόρμητα ο Χάρι, «εσύ άφησες τον καλλικάντζαρο να μπει μέσα;»
«Βέβαια! Έχω μεγάλο ταλέντο με τους καλλικάντζαρους... Θα πρέπει να είδες τι έκανα σ' εκείνον στο διπλανό δωμάτιο... Η ατυχία μου ήταν πως ενώ όλοι οι άλλοι έτρεχαν εδώ κι εκεί ψάχνοντας να τον βρουν, ο Σνέιπ, που με υποπτευόταν από καιρό, πήγε ίσια στον τρίτο όροφο για να μ' εμποδίσει να πλησιάσω. Έτσι, όχι μόνο γλίτωσες από τον καλλικάντζαρο μου, αλλά κι ο Σνέιπ από το τρικέφαλο σκυλί! Τώρα όμως, Πότερ, θέλω να καθίσεις ήσυχα, γιατί πρέπει να εξετάσω αυτόν τον καταπληκτικό καθρέφτη...»
Μόνον τότε ο Χάρι πρόσεξε ότι υπήρχε κάτι πίσω ακριβώς από τον Κούιρελ. Αυτό το κάτι ήταν... ο καθρέφτης του Έριζεντ!
«Αυτός ο καθρέφτης είναι το κλειδί για την ανακάλυψη της πέτρας», μουρμούρισε ο Κούιρελ, ενώ χτυπούσε με τα δάχτυλα του γύρω γύρω το πλαίσιο του. «Ευτυχώς που ο Ντάμπλντορ είναι τώρα στο Λονδίνο... Κι ώσπου να γυρίσει, εγώ θα βρίσκομαι πολύ μακριά...»
Όση ώρα ο Κούιρελ μιλούσε, ο Χάρι επεξεργαζόταν μια ιδέα στο μυαλό του: να πιάσει την κουβέντα στον Κούιρελ, αποσπώντας του έτσι την προσοχή από τον καθρέφτη.
«Σε είδα μαζί με τον Σνέιπ στο δάσος...» άρχισε ο Χάρι, λέγοντας το πρώτο πράγμα που του ήρθε στο μυαλό.
«Ναι, ναι», απάντησε αφηρημένα ο Κούιρελ, πηγαίνοντας για να δει το πίσω μέρος του καθρέφτη. «Τα είχε καταλάβει σχεδόν όλα τότε και προσπαθούσε να μάθει πόσο είχαν προχωρήσει τα σχέδια μου... Από την αρχή με υποψιαζόταν και προσπάθησε να με φοβίσει... λες και θα το κατάφερνε, αφού εγώ είχα τον Βόλντεμορτ στο πλευρό μου...»
Ο Κούιρελ γύρισε, στάθηκε πάλι μπροστά στον καθρέφτη και κοίταξε με λαχτάρα μέσα του.
«Βλέπω τη φιλοσοφική λίθο...» μουρμούρισε. «Και την προσφέρω στον κύριο μου... Αλλά πού βρίσκεται τώρα;»
Σιωπηλά, ο Χάρι άρχισε να παλεύει με τα σχοινιά που τον έδεναν, αλλά δεν μπορούσε να τα χαλαρώσει ούτε λίγο. Μετά έκανε άλλη μια προσπάθεια να τραβήξει την προσοχή του Κούιρελ.
«Μα... ο Σνέιπ έδειχνε από την αρχή να με μισεί...» είπε ο Χάρι.
«Ναι, σε μισεί!» τον βεβαίωσε αδιάφορα ο Κούιρελ. «Και πολύ μάλιστα! Δεν έμαθες ποτέ το γιατί; Ήταν εδώ, στο "Χόγκουαρτς"... στην ίδια τάξη με τον πατέρα σου... κι αντιπαθούσαν ο ένας τον άλλον! Αλλά δεν ήθελε ποτέ το θάνατο σου...»
«Μα πριν από λίγες μέρες σ' άκουσα να κλαις...» συνέχισε ο Χάρι. «Νόμισα πως ο Σνέιπ σ' απειλούσε...»
Για πρώτη φορά, μια έκφραση φόβου φάνηκε στο πρόσωπο του Κούιρελ.
«Καμιά φορά», είπε, «δυσκολεύομαι να καταλάβω τις οδηγίες του κυρίου μου... Εκείνος είναι ένας παντοδύναμος μάγος... κι εγώ ένας αδύναμος...»
«Δηλαδή», ρώτησε ο Χάρι, «ήταν στην τάξη μαζί σου; Ο κύριος σου, θέλω να πω...»
«Είναι μαζί μου όπου πηγαίνω», αποκρίθηκε απλά ο Κούιρελ. «Τον γνώρισα όταν γύριζα τον κόσμο... Ένας ανόητος νεαρός ήμουν τότε, με το κεφάλι μου γεμάτο γελοίες ιδέες για το καλό και το κακό. Ο κύριος μου, ο Βόλντεμορτ, μου έδειξε τα λάθη μου. Δεν υπάρχει καλό και κακό! Υπάρχει μονάχα η δύναμη κι αυτοί που δεν μπορούν να την κατανοήσουν, δηλαδή οι δειλοί. Από τότε τον υπηρετώ πιστά, αν και τον έχω απογοητεύσει πολλές φορές. Υποχρεώθηκε συχνά να είναι πολύ αυστηρός μαζί μου...» O Κούιρελ ρίγησε από τρόμο. «Ο κύριος μου δε συγχωρεί εύκολα τα λάθη», συνέχισε. «Όταν δεν τα κατάφερα να κλέψω την πέτρα από την τράπεζα Γκρίνγκοτς, δυσαρεστήθηκε πολύ μαζί μου. Με τιμώρησε... Και μετά αποφάσισε πως έπρεπε να με προσέχει συνέχεια...»
Η φωνή του Κούιρελ έσβησε. Ο Χάρι θυμήθηκε τη φορά που είχε πάει μαζί με τον Χάγκριντ στη Διαγώνιο Αλέα. Ο Κούιρελ ήταν εκεί και μάλιστα του είχε σφίξει το χέρι με θαυμασμό, μέσα στο «Ραγισμένο Τσουκάλι»! Πώς ήταν τόσο ηλίθιος και δεν τον είχε αναγνωρίσει;
Στο μεταξύ ο Κούιρελ συνέχιζε να κοιτάζει εξεταστικά τον καθρέφτη του Έριζεντ.
«Δεν καταλαβαίνω», μουρμούρισε. «Μπορεί η πέτρα να είναι μέσα στον καθρέφτη; Μήπως πρέπει να τον σπάσω;»
Το μυαλό του Χάρι δούλευε τώρα σαν τρελό. Αυτό που θέλω περισσότερο απ' όλα, σκέφτηκε, είναι να βρω τη φίλοσοφική λίθο πριν απ' τον Κούιρελ. Αν, λοιπόν, κοιτάξω τώρα στον καθρέφτη, θα δω τον εαυτό μου να τη βρίσκει... δηλαδή θα δω να πραγματοποιείται η μεγαλύτερη επιθυμία μου. Άρα θα ξέρω πού είναι κρυμμένη! Πώς όμως να κοιτάξω χωρίς να με καταλάβει ο Κούιρελ;
Μετά προσπάθησε να πάει λίγο προς τ' αριστερά, για να κοιτάξει στον καθρέφτη τουλάχιστον από την άκρη, αλλά τα σχοινιά με τα οποία ήταν δεμένος, δεν επέτρεπαν καμιά κίνηση. Κι όπως προσπαθούσε να μετακινηθεί, έχασε την ισορροπία του κι έπεσε κάτω. Ο Κούιρελ δεν του έδωσε καμιά σημασία και συνέχισε να μιλά στον εαυτό του.
«Τι κάνει αυτός ο καθρέφτης;» αναρωτήθηκε. «Τι δείχνει; Βοήθησε με, κύριε!...»
Με φρίκη, ο Χάρι άκουσε μια φωνή ν' απαντά. Κι αυτή η φωνή έμοιαζε να βγαίνει από τον ίδιο τον Κούιρελ! «Χρησιμοποίησε το αγόρι», είπε η φωνή. «Χρησιμοποίησε το αγόρι...»
Ο Κούιρελ γύρισε αμέσως προς τον Χάρι.
«Εσύ, Πότερ!» είπε. «Έλα δω...»
Μετά χτύπησε με δύναμη τα χέρια του και τα σχοινιά που έδεναν τον Χάρι λύθηκαν. Ο Χάρι σηκώθηκε αργά όρθιος.
«Έλα δω!» επανέλαβε ανυπόμονα ο Κούιρελ. «Κοίταξε στον καθρέφτη και πες μου τι βλέπεις!»
Όσο πιο αργά μπορούσε, ο Χάρι προχώρησε προς το μέρος του. Πρέπει να πω ψέματα! σκέφτηκε μ' απελπισία. Πρέπει να κοιτάξω στον καθρέφτη και να πω ψέματα γι' αυτό που βλέπω. Αυτό πρέπει να κάνω!
Στεκόταν τώρα μπροστά στον καθρέφτη. Ο Κούιρελ ήρθε και στάθηκε πίσω του. Ο Χάρι ένιωσε πάλι αυτή την παράξενη μυρωδιά, που έβγαινε από το τουρμπάνι. Μετά ο Χάρι έκλεισε τα μάτια του, πήρε βαθιά ανάσα και τα ξανάνοιξε.
Είδε αμέσως την εικόνα του. Έδειχνε χλομός και τρομαγμένος στην αρχή. Σχεδόν αμέσως, η εικόνα του του χαμογέλασε. Στη συνέχεια η εικόνα του έβαλε το ένα χέρι στην τσέπη και τράβηξε απ' αυτή μια κατακόκκινη και γυαλιστερή πέτρα. Μετά η εικόνα του έκλεισε το μάτι και ξανάβαλε την πέτρα στην τσέπη του. Και, την ίδια στιγμή, ο Χάρι ένιωσε κάτι βαρύ να πέφτει στη δική του, αληθινή τσέπη. Με κάποιον τρόπο... όσο απίστευτο κι αν του φαινόταν... είχε τώρα τη φιλοσοφική λίθο στην κατοχή του!
«Λοιπόν;» είπε ανυπόμονα ο Κούιρελ. «Τι βλέπεις;»
Ο Χάρι μάζεψε όλο του το κουράγιο.
«Βλέπω τον εαυτό μου να σφίγγει το χέρι του Ντάμπλντορ...» αποκρίθηκε. «Γιατί... γιατί κέρδισα το πρωτάθλημα για λογαριασμό του Γκρίφιντορ...»
Ο Κούιρελ ξεστόμισε δυνατά μια Βαριά, μαγική βλαστήμια.
«Φύγε από τη μέση», είπε κατόπιν στον Χάρι. «Θέλω να κοιτάξω πάλι...»
Καθώς ο Χάρι παραμέριζε, ένιωσε το βάρος της πέτρας στην τσέπη του. Μήπως ήταν ώρα να το βάλει στα πόδια;
Δεν είχε, όμως, προλάβει να κάνει περισσότερα από δυο βήματα, όταν μια τσιριχτή φωνή μίλησε· μια φωνή η οποία έβγαινε από το στόμα του Κούιρελ χωρίς εκείνος να κουνάει τα χείλη του!
«Ψέματα...» έλεγε η φωνή. «Σου λέει ψέματα...»
«Πότερ, έλα δω!» φώναξε αμέσως ο Κούιρελ. «Και πες μου τώρα την αλήθεια. Τι είδες στον καθρέφτη;»
Η τσιριχτή φωνή ακούστηκε πάλι. «Θα του μιλήσω εγώ... Πρόσωπο με πρόσωπο...»
«Κύριε μου, δεν είστε ακόμη αρκετά δυνατός...» τον συμβούλεψε ο Κούιρελ.
«Έχω αρκετή δύναμη γι' αυτό...»
Ο Χάρι ένιωθε λες και μια παγίδα τον είχε τυλίξει πάλι και τον κρατούσε εντελώς ακίνητο. Τρομαγμένος, είδε τον Κούιρελ να σηκώνει τα χέρια και ν' αρχίζει να ξετυλίγει το τουρμπάνι του. Μα τι σήμαινε αυτό; Ο Κούιρελ ξετύλιξε ολόκληρο το τουρμπάνι και το άφησε να πέσει στο πάτωμα. Το κεφάλι του Κούιρελ έμοιαζε τώρα απροσδόκητα μικρό. Κάνοντας μια αργή στροφή, ο Κούιρελ γύρισε την πλάτη του προς τη μεριά του Χάρι.
Κάτω από άλλες συνθήκες, ο Χάρι θα ούρλιαζε από τρόμο. Τώρα είχε κυριολεκτικά παγώσει στη θέση του. Γιατί εκεί όπου κανονικά θα έπρεπε να βρισκόταν το πίσω μέρος του κεφαλιού του Κούιρελ, υπήρχε ένα δεύτερο πρόσωπο, το πιο φρικτό πρόσωπο που είχε δει ποτέ στη ζωή του! Ένα πρόσωπο κατάχλομο, με γουρλωτά κόκκινα μάτια και σχισμές αντί για ρουθούνια, όπως αυτές του φιδιού.
«Χάρι Πότερ...» ψιθύρισε το φρικτό πρόσωπο.
Ο Χάρι προσπάθησε να κάνει ένα βήμα πίσω, αλλά τα πόδια του δεν τον υπάκουσαν.
«Βλέπεις πώς κατάντησα;» συνέχισε το πρόσωπο. «Μόνο σκιά και ατμός είμαι... Έχω σχήμα μόνον όταν μπορώ να μοιραστώ το σώμα κάποιου άλλου... και υπάρχουν πάντα μερικοί πρόθυμοι να μ' αφήσουν να μπω στις καρδιές και στο μυαλό τους... Το αίμα των μονόκερων μου έδωσε δύναμη αυτές τις τελευταίες εβδομάδες... Ήταν ο πιστός μου Κούιρελ, που τον είδες να το πίνει για λογαριασμό μου στο δάσος... Μόνον όταν αποκτήσω το ελιξήριο της ζωής, θα μπορέσω να φτιάξω ένα δικό μου σώμα... Και τώρα, δώσε μου την πέτρα που είναι στην τσέπη σου!»
Ώστε, λοιπόν, ήξερε... Αμέσως οι τεντωμένοι μύες του Χάρι χαλάρωσαν και μπόρεσε να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω.
«Μην είσαι χαζός!» ούρλιαξε αμέσως το πρόσωπο. «Σώσε καλύτερα τη ζωή σου κι έλα με το μέρος μου... Αλλιώς θα 'χεις κι εσύ την ίδια τύχη με τους γονείς σου! Πέθαναν ζητώντας μου οίκτο, αλλά...»
«Ψεύτη!» φώναξε δυνατά ο Χάρι κι έκανε άλλο ένα βήμα πίσω.
Ο Κούιρελ άρχισε κι αυτός να περπατά με την όπισθεν, έτσι που ο Βόλντεμορτ να μπορεί να βλέπει τον Χάρι. Το φρικτό του πρόσωπο χαμογελούσε τώρα σατανικά.
«Πόσο συγκινητικό!...» είπε ειρωνικά. «Πάντα εκτιμούσα το θάρρος... Ναι, μικρέ, οι γονείς σου ήταν θαρραλέοι... Πρώτα σκότωσα τον πατέρα σου, αφού πάλεψε σκληρά μαζί μου. Η μητέρα σου, όμως, δε χρειαζόταν να πεθάνει. Ήθελε να σε προστατέψει και... Δώσε μου τώρα την πέτρα, αν δε θέλεις ν' αποδειχτεί μάταιος ο θάνατος της...»
«Ποτέ!» φώναξε ο Χάρι κι έκανε ένα πήδημα προς τη φλεγόμενη πόρτα. Ο Βόλντεμορτ φώναξε «Πιάσ' τον!»
Την άλλη στιγμή ο Χάρι ένιωσε το χέρι του Κούιρελ στο μπράτσο του. Αμέσως ένιωσε έναν τρομερό πόνο στο κεφάλι του, εκεί ακριβώς όπου είχε το σημάδι. Νόμισε πως το κεφάλι του θα κοβόταν στα δύο, αλλά συνέχισε να παλεύει με όλη του τη δύναμη και... ξαφνικά... ο Κούιρελ του άφησε το μπράτσο. Ο πόνος στο μέτωπο του λιγόστεψε μονομιάς. Ζαλισμένος ακόμη, κοίταξε γύρω του για να δει πού βρισκόταν ο εχθρός του. Κι είδε τον Κούιρελ λίγο πιο πέρα, διπλωμένο στα δύο από τον πόνο, να κοιτά τα δάχτυλα του, που τσουρουφλίζονταν μπροστά στα μάτια του.
«Πιάσ' τον! Πιάσ' τον!» ούρλιαξε πάλι ο Βόλντεμορτ.
Ο Κούιρελ όρμησε πάλι επάνω στον Χάρι. Τον έσπρωξε με δύναμη, τον έριξε κάτω κι έπεσε ολόκληρος από πάνω του, σφίγγοντας και τα δυο του χέρια γύρω από το λαιμό του Χάρι. Ο πόνος στο μέτωπο του Χάρι ξαναγύρισε, σχεδόν τυφλώνοντας τον... Παρ' όλ' αυτά, άκουγε καθαρά τον Κούιρελ να ουρλιάζει από πόνο...
«Κύριε, δεν μπορώ να τον κρατήσω...» τον άκουσε να φωνάζει. «Τα χέρια μου... τα χέρια μου...»
Κι ενώ ο Κούιρελ συνέχιζε να κρατά με το βάρος του ακίνητον τον Χάρι στο πάτωμα, τραβάει ξαφνικά τα χέρια του από το λαιμό του Χάρι και τα φέρνει κοντά στο πρόσωπο του. Τα χέρια του Κούιρελ ήταν αληθινά καμένα, κόκκινα σε μερικά σημεία και κατάμαυρα σ' άλλα...
«Τότε σκότωσε τον, βλάκα!» ούρλιαξε ο Βόλντεμορτ.
«Σκότωσέ τον! Τελείωνε!...»
Ο Κούιρελ σήκωσε με δυσκολία ψηλά το ένα από τα δυο καμένα χέρια του, για να τον καταραστεί με μια θανάσιμη κατάρα. Σαν από ένστικτο, ο Χάρι άπλωσε το δικό του χέρι κι άρπαξε τον Κούιρελ από το πρόσωπο.
«Αααα!» ούρλιαξε ο Κούιρελ και γλίστρησε από πάνω του, ενώ τώρα και το πρόσωπο του είχε αρχίσει να τσουρουφλίζεται.
Τότε ο Χάρι κατάλαβε. Ήταν το δικό του άγγιγμα που έκανε τον Κούιρελ να καίγεται! Και το μόνο που χρειαζόταν, ήταν να συνεχίσει να τον κρατά σφιχτά από το πρόσωπο, για να μην ξεστομίσει την κατάρα του.
Αναθαρρεμένος, ο Χάρι πετάχτηκε όρθιος, άρπαξε το μπράτσο του Κούιρελ και το έσφιξε μ' όλη του τη δύναμη. Ο Κούιρελ ούρλιαξε από πόνο και προσπάθησε να τον ρίξει κάτω... Ο πόνος στο μέτωπο του Χάρι δυνάμωσε πάλι... Δεν μπορούσε να δει καλά... Άκουγε μόνο τα ουρλιαχτά πόνου του Κούιρελ... και τη φωνή του Βόλντεμορτ που έλεγε «Σκότωσέ τον! Σκότωσέ τον!»...
Και μετά άλλες φωνές... ίσως να ήταν μέσα στο κεφάλι του... φωνές που έλεγαν «Χάρι! Χάρι!»
Ξαφνικά ένιωσε το μπράτσο του Κούιρελ να ελευθερώνεται με δύναμη απ' τα χέρια του... Σκέφτηκε πως όλα πια είχαν χαθεί... κι ένιωσε να πέφτει μέσα σε πυκνό σκοτάδι... κάτω... κάτω... όλο και πιο κάτω... Κάτι χρυσό γυάλιζε πάνω από το κεφάλι του. Η χρυσή μπάλα του κουίντιτς! Ο Χάρι προσπάθησε να την αρπάξει, αλλά τα μπράτσα του ήταν πολύ βαριά...
Ο Χάρι ανοιγόκλείσε μερικές φορές τα μάτια. Αυτό που έλαμπε από πάνω του δεν ήταν η χρυσή, αλλά ένα ζευγάρι γυαλιά... Τι παράξενο! Ανοιγόκλεισε πάλι τα μάτια του κι η χαμογελαστή μορφή του Ντάμπλντορ εμφανίστηκε μπροστά του.
«Καλησπέρα, Χάρι», του είπε.
Ο Χάρι τον κοίταξε μ' απορία. Τι ήθελε εδώ ο διευθυντής του «Χόγκουαρτς»; Μετά θυμήθηκε. «Κύριε!» φώναξε. «Η πέτρα! Ο Κούιρελ ήταν! Και την έχει τώρα! Γρήγορα, κύριε! Πρέπει να...»
«Ηρέμησε, μικρέ μου. Έχουν γίνει αρκετά που δεν ξέρεις», τον καθησύχασε ο Ντάμπλντορ. «Ο Κούιρελ δεν έχει τη φιλοσοφική λίθο!»
«Τότε ποιος την έχει;» ρώτησε μ' αγωνία ο Χάρι. «Γιατί εγώ...»
«Χάρι, ηρέμησε, σε παρακαλώ. Αλλιώς η κυρία Πόμφρι θα με διώξει από δω...»
Ο Χάρι ξεροκατάπιε και κοίταξε γύρω του. Θα πρέπει να Βρισκόταν στο νοσοκομείο του «Χόγκουαρτς», γιατί ήταν ξαπλωμένος σ' ένα στενό κρεβάτι με λευκά σεντόνια, ενώ στο μικρό τραπεζάκι δίπλα του ήταν αφημένα ένα σωρό γλυκά.
«Δώρα από τους φίλους και τους θαυμαστές σου», του εξήγησε ο Ντάμπλντορ. «Όσα έγιναν στα υπόγεια του κάστρου ανάμεσα σε σένα και τον Κούιρελ, παραμένουν μυστικό- κοινό μυστικό, δηλαδή όλο το σχολείο τα ξέρει. Νομίζω πως οι δυο δίδυμοι φίλοι σου, ο Φρεντ κι ο Τζορτζ Ουέσλι, προσπάθησαν να σου στείλουν ένα καπάκι τουαλέτας, με την εντύπωση ότι θα σε διασκέδαζε. Η κυρία Πόμφρι, όμως, δεν έχει καθόλου χιούμορ και το πέταξε στα σκουπίδια...»
«Πόσο καιρό βρίσκομαι εδώ;» ρώτησε διστακτικά ο Χάρι.
«Τρεις μέρες. Ο Ρον Ουέσλι κι η Ερμιόνη Γκρέιντζερ θα χαρούν πολύ που συνήλθες, γιατί ανησυχούσαν πολύ για σένα».
«Ναι, κύριε. Αλλά η πέτρα...»
«Βλέπω πως είσαι επίμονος», τον έκοψε ο Ντάμπλντορ. «Πολύ καλά, λοιπόν, θα μιλήσουμε για την πέτρα. Ο καθηγητής Κούιρελ δεν κατάφερε να σου την πάρει, γιατί εγώ έφτασα έγκαιρα και τον εμπόδισα. Αν και πρέπει να πω πως τα κατάφερνες μια χαρά και μόνος σου...»
«Φτάσατε έγκαιρα;» ρώτησε ο Χάρι. «Δηλαδή πήρατε την κουκουβάγια που έστειλε η Ερμιόνη;»
«Τη συνάντησα στα μισά του δρόμου, καθώς γύριζα. Βλέπεις, μόλις έφτασα στο Λονδίνο, κατάλαβα πως με είχαν παραπλανήσει. Και γύρισα ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε, για να τραβήξω τον Κούιρελ από πάνω σου. Για μια στιγμή, μάλιστα, φοβήθηκα πως δε θα προλάβαινα...»
«Στο παραπέντε...» παραδέχθηκε ο Χάρι. «Δε θα μπορούσα να τον κρατήσω άλλο μακριά από την πέτρα, αν...»
«Όχι από την πέτρα, μικρέ. Από σένα!» τον διόρθωσε ο Ντάμπλντορ. «Βλέπεις, η προσπάθεια που έκανες, ήταν τόσο μεγάλη, που παραλίγο να σε σκοτώσει. Για μια στιγμή μάλιστα — ω, τι φοβερή στιγμή!— φοβήθηκα πως αυτό ακριβώς είχε συμβεί... Όσο για τη φιλοσοφική λίθο, την καταστρέψαμε».
«Την καταστρέψατε;» ρώτησε ο Χάρι, μην μπορώντας να πιστέψει στ' αφτιά του. «Μα τότε ο φίλος σας... ο Νίκολας Φλαμέλ...»
«Α, ώστε ξέρεις για τον Νίκολας;» ρώτησε ενθουσιασμένος ο Ντάμπλντορ. «Βλέπω, λοιπόν, πως τα κατάφερες μια χαρά... Ο Νίκολας κι εγώ κουβεντιάσαμε και συμφωνήσαμε πως είναι καλύτερο να καταστραφεί...»
«Αυτό, όμως, σημαίνει πως εκείνος κι η γυναίκα του θα πεθάνουν, έτσι;»
«Έχουν αρκετό ελιξήριο για να τακτοποιήσουν πρώτα όλες τις υποθέσεις τους. Και μετά, ναι, θα πεθάνουν...» απάντησε ο Ντάμπλντορ χαμογελώντας, καθώς παρακολουθούσε την έκπληξη που ζωγραφιζόταν στο πρόσωπο του Χάρι.
«Σε κάποιον τόσο νέον όσο εσύ», συνέχισε ο Ντάμπλντορ, «αυτό φαίνεται αδιανόητο. Για τον Νίκολας όμως και την Πετρονέλα, ο θάνατος είναι σαν να ξαπλώνουν να κοιμηθούν μετά από μια πολύ κουραστική μέρα... Έπειτα, για ένα ισορροπημένο μυαλό, ο θάνατος δεν είναι παρά η επόμενη μεγάλη περιπέτεια... Βλέπεις, Χάρι, αυτή η πέτρα δεν ήταν και τόσο θαυμάσιο πράγμα. Ναι, μπορούσε να σου προσφέρει όση ζωή και όσα χρήματα ήθελες, δηλαδή τα δυο πράγματα που θα διάλεγαν σχεδόν όλοι οι άνθρωποι! Το πρόβλημα, όμως, είναι πως οι άνθρωποι έχουν συχνά το ελάττωμα να διαλέγουν το χειρότερο γι' αυτούς».
Ο Χάρι δεν ήξερε τι να πει. Ο Ντάμπλντορ περίμενε, σιγοσφυρίζοντας και κοιτάζοντας το ταβάνι.
«Κύριε...» είπε σε λίγο διστακτικά ο Χάρι. «Σκέφθηκα πως... ακόμη κι αν η πέτρα δεν υπάρχει πια, ο Βολ... θέλω να πω ο Ξέρεις-Ποιος...»
«Λέγε τον Βόλντεμορτ, Χάρι», τον διέκοψε ο Ντάμπλντορ. «Πάντα να λες τα πράγματα με τ' όνομα τους, γιατί αν δεν τολμάς να προφέρεις κάτι με τ' όνομα του, ο φόβος σου γι' αυτό μεγαλώνει!»
«Μάλιστα, κύριε. Θέλω να πω, λοιπόν, πως ο Βόλντεμορτ θα δοκιμάσει άλλους τρόπους, για να γίνει δυνατός και να ξαναγυρίσει. Γιατί δεν εξαφανίστηκε, έτσι δεν είναι;»
«Όχι, Χάρι, δεν εξαφανίστηκε. Βρίσκεται κάπου εκεί έξω... ψάχνοντας ίσως για κάποιο άλλο σώμα να τον φιλοξενήσει... Τον Κούιρελ, όμως, τον άφησε να πεθάνει. Είναι φοβερό. Είτε για οπαδό του πρόκειται, είτε για εχθρό του, δε δείχνει κανένα οίκτο. Εσύ, Χάρι, μπορεί μόνο να καθυστέρησες την επιστροφή του... Αργότερα, κάποιος άλλος μπορεί να κάνει το ίδιο... Κι αν αρκετοί τον καθυστερήσουν, ο Βόλντεμορτ μπορεί να μην ξαναγυρίσει ποτέ!»
Ο Χάρι άρχισε να κουνάει το κεφάλι του καταφατικά, σταμάτησε όμως αμέσως, γιατί πονούσε.
«Κύριε», είπε κατόπιν, «υπάρχουν και μερικά άλλα πράγματα που θέλω να μάθω... Αν, δηλαδή, μπορείτε να μου πείτε την αλήθεια...»
«Η αλήθεια!» είπε ο Ντάμπλντορ αναστενάζοντας, «είναι ένα όμορφο αλλά και συνάμα τρομερό πράγμα. Γι' αυτό πρέπει ν' αντιμετωπίζεται με προσοχή. Πάντως είμαι πρόθυμος ν' απαντήσω στις ερωτήσεις σου, εκτός κι αν υπάρχει κάποιος πολύ σοβαρός Λόγος για να μην το κάνω... Πάντως σου υπόσχομαι να μη σου πω ψέματα...»
«Ο Βόλντεμορτ», άρχισε διστακτικά ο Χάρι, «είπε ότι σκότωσε τη μητέρα μου μόνο και μόνο επειδή προσπάθησε να τον εμποδίσει να σκοτώσει εμένα. Γιατί, όμως, ήθελε να με σκοτώσει; Τότε δεν ήμουν παρά ένα μωρό...»
Ο Ντάμπλντορ αναστέναξε πολύ βαθιά.
«Τι κρίμα!» είπε. «Το πρώτο πράγμα που με ρωτάς, δεν μπορώ δυστυχώς να το απαντήσω. Όχι τώρα, όχι σήμερα δηλαδή... Κάποτε θα μάθεις... Για την ώρα, καλύτερα να το ξεχάσεις, Χάρι. Το ξέρω πως δε σ' αρέσει αυτό, αλλά όταν θα είσαι μεγαλύτερος... και έτοιμος... θα το καταλάβεις μόνος σου».
Από τον τόνο της φωνής του και μόνο, ο Χάρι ήταν σίγουρος πως δεν είχε νόημα να επιμείνει.
«Γιατί όμως ο Κούιρελ καιγόταν κάθε φορά που με άγγιζε;» ρώτησε κατόπιν.
«Η μητέρα σου πέθανε για να σε σώσει, Χάρι», αποκρίθηκε ο Ντάμπλντορ. «Κι αν υπάρχει ένα πράγμα που ο Βόλντεμορτ δεν καταλαβαίνει, αυτό είναι η αγάπη. ΓΓ αυτό και δεν κατάλαβε ποτέ πως μια αγάπη τόσο δυνατή, όσο αυτή της μητέρας σου για σένα, πάντα αφήνει το σημάδι της. Δεν είναι κάτι που φαίνεται... αλλά όποιος έχει αγαπηθεί τόσο πολύ, ακόμη κι αν το πρόσωπο που τον αγάπησε δεν υπάρχει πια, έχει γύρω του μια αόρατη προστασία για πάντα. Αυτή η προστασία υπάρχει στο δέρμα σου, Χάρι. Γι' αυτό ο Κούιρελ, ο οποίος μοιραζόταν το μίσος, την πλεονεξία, τη φιλοδοξία, ακόμη και την ίδια του την ψυχή με τον Βόλντεμορτ, δεν μπορούσε να σ' αγγίξει... Το ν' αγγίξει ένα άτομο σημαδεμένο από αγάπη, όπως εσύ, σήμαινε γι' αυτόν θάνατο».
Τελειώνοντας τη φράση του, ο Ντάμπλντορ γύρισε το κεφάλι του κι άρχισε να κοιτάζει ένα πουλί που είχε καθίσει στο περβάζι του παραθύρου. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στον Χάρι να στεγνώσει τα δακρυσμένα μάτια του με την άκρη του σεντονιού του. Κι όταν ήταν σίγουρος πως η φωνή του θα ακουγόταν και πάλι σταθερή, ξαναρώτησε: «Και τον αόρατο μανδύα, κύριε, ποιος μου τον έστειλε;»
«Εεε... Ο πατέρας σου τον είχε αφήσει στα χέρια μου και... σκέφτηκα πως μπορεί να σου άρεσε», αποκρίθηκε ο Ντάμπλντορ με πονηρό χαμόγελο. «Πολύ χρήσιμο αντικείμενο... Ο πατέρας σου τον χρησιμοποιούσε για να κατεβαίνει κρυφά στις κουζίνες και να κλέβει φαγητά, όταν ήταν μαθητής εδώ».
«Και είναι και κάτι άλλο, κύριε...»
«Λέγε, Χάρι».
«Ο Κούιρελ είπε πως ο Σνέιπ...»
«Ο καθηγητής Σνέιπ, Χάρι», τον διόρθωσε ο Ντάμπλντορ.
«Ναι, αυτός... Ο Κούιρελ είπε πως με μισεί επειδή μισούσε και τον πατέρα μου. Είναι αλήθεια αυτό;»
«Ναι. Αντιπαθούσαν πολύ ο ένας τον άλλον, αυτό είναι βέβαιο... Όπως εσύ κι ο Μαλφόι, ας πούμε! Και μετά ο πατέρας σου έκανε κάτι που ο Σνέιπ δεν μπόρεσε ποτέ να του το συγχωρήσει...»
«Τι έκανε;»
«Του έσωσε τη ζωή».
«Τι;» ρώτησε κατάπληκτος ο Χάρι.
«Ναι, αυτό που άκουσες», απάντησε ο Ντάμπλντορ. «Είναι περίεργο πώς δουλεύουν καμιά φορά τα μυαλά των ανθρώπων. Ο καθηγητής Σνέιπ δεν το χώνεψε ποτέ, να χρωστά ευγνωμοσύνη στον άνθρωπο που μισούσε. Και πιστεύω πως γι' αυτό προσπάθησε τόσο πολύ να προστατέψει εσένα εδώ, στο "Χόγκουάρτς". Πίστευε πως έτσι θα ξεπλήρωνε μια για πάντα το "χρέος" του προς τον πατέρα σου, ελεύθερος πια να μισεί τη μνήμη του πατέρα σου...»
Ο Χάρι προσπάθησε να καταλάβει αυτή τη λογική, αλλά αμέσως ένιωσε πονοκέφαλο και σταμάτησε.
«Και... είναι κάτι ακόμη», είπε διστακτικά.
«Δέγε, Λοιπόν...»
«Πώς βρέθηκε στην τσέπη μου η φιλοσοφική λίθος;»
«Α, χαίρομαι πολύ που με ρώτησες γι' αυτό, Χάρι. Βλέπεις, αυτή ήταν μια από τις καλύτερες ιδέες που είχα ποτέ. Μεταξύ μας, νιώθω πολύ περήφανος. Σκέφτηκα, λοιπόν, πως μόνο κάποιος που ήθελε να βρει τη φιλοσοφική λίθο — να τη βρει, όχι να τη χρησιμοποιήσει — θα μπορούσε να δει στον καθρέφτη τον εαυτό του να το κάνει. Διαφορετικά θα έβλεπε τον εαυτό του να πίνει το ελιξήριο της ζωής ή να φτιάχνει χρυσάφι! Πρέπει να παραδεχθώ πως ήταν καταπληκτική ιδέα. Ακόμη και τώρα, όταν το σκέφτομαι, μένω κατάπληκτος! Τώρα, όμως, φτάνουν οι ερωτήσεις... Γιατί δε δοκιμάζεις μερικά απ' αυτά τα γλυκά. Α, βλέπω εδώ τα φασόλια σε όλες τις γεύσεις!... Στα νιάτα μου, Χάρι, είχα την ατυχία να φάω ένα με τη γεύση του εμετού κι από τότε τα αντιπάθησα. Δεν πιστεύω όμως να κινδυνεύω, αν διαλέξω ένα με τη γεύση του καφέ...»
Ο Ντάμπλντορ χαμογέλασε κι έβαλε στο στόμα του ένα σκούρο καστανό φασόλι. Αμέσως έκανε μια γκριμάτσα αηδίας και το έφτυσε μακριά.
«Πάλι άτυχος!» είπε. «Δεν είναι καφές, αλλά κερί για τα αφτιά!...»
Ο Χάρι ξέσπασε σε δυνατά γέλια. Η κυρία Πόμφρι, η νοσοκόμα, ήταν καλή γυναίκα, αλλά πολύ αυστηρή.
«Μόνο πέντε λεπτά!» την παρακάλεσε ο Χάρι.
«Αποκλείεται!»
«Τότε γιατί αφήσατε τον καθηγητή Ντάμπλντορ...»
«Άλλο αυτό. Είναι ο διευθυντής μας... Εσύ, όμως, Χάρι, χρειάζεσαι ανάπαυση!»
«Μα αναπαύομαι!» διαμαρτυρήθηκε εκείνος. «Να, εδώ είμαι, ξαπλωμένος στο κρεβάτι! Ελάτε, κυρία Πόμφρι...»
«Καλά, λοιπόν», υποχώρησε εκείνη. «Αλλά μόνο πέντε λεπτά!»
Κι άφησε τον Ρον και την Ερμιόνη να μπουν μέσα.
«Χάρι!» είπαν και τα δυο παιδιά μ' ένα στόμα.
Η Ερμιόνη έδειχνε πάλι έτοιμη να τον αγκαλιάσει. Ο Χάρι ανακουφίστηκε που η Ερμιόνη συγκρατήθηκε, γιατί το κεφάλι του πονούσε ακόμη πολύ.
«Χάρι, είμαστε σίγουροι ότι... Ο Ντάμπλντορ ήταν τόσο ανήσυχος για σένα!»
«Όλο το σχολείο μιλά για σένα», είπε ο Ρον. «Πες μου, όμως. Τι ακριβώς έγινε;»
Αυτή ήταν μια από τις σπάνιες φορές, όπου η αλήθεια ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Ο Χάρι τους τα είπε όλα: για τον Κούιρελ, για τον καθρέφτη του Έριζεντ, για τη φιλοσοφική λίθο, για τον Βόλντεμορτ... Κι όταν τους είπε τι κρυβόταν κάτω από το τουρμπάνι του Κούιρελ, η Ερμιόνη άφησε να της ξεφύγει μια τρομαγμένη κραυγή.
«Ώστε η πέτρα δεν υπάρχει πια;» ρώτησε ο Ρον. «Κι ο Φλαμέλ θα πεθάνει;»
«Αυτό είπα κι εγώ», αποκρίθηκε ο Χάρι. «Αλλά ο Ντάμπλντορ μου απάντησε πως... για να δεις πώς μου το είπε... Α, ναι: Για ένα ισορροπημένο μυαλό, ο θάνατος δεν είναι παρά η επόμενη μεγάλη περιπέτεια!»
«Πάντα έλεγα πως είναι μεγαλοφυία!» παρατήρησε με θαυμασμό ο Ρον.
«Τι έγινε μ' εσάς τους δυο;» ρώτησε ο Χάρι.
«Εγώ γύρισα πίσω εντάξει», αποκρίθηκε η Ερμιόνη. «Πρώτα συνέφερα τον Ρον... αυτό μου πήρε κάμποση ώρα... και μετά, πηγαίνοντας στο κλουβί με τις κουκουβάγιες, συναντήσαμε τον Ντάμπλντορ στο μεγάλο χολ. Πρέπει να τα ήξερε όλα, γιατί το μόνο που μας ρώτησε, ήταν: "Ο Χάρι πήγε να τον βρει, έτσι;" Και μετά ανέβηκε τρέχοντας στον τρίτο όροφο...»
«Λες να σε άφησε επίτηδες να το κάνεις», ρώτησε ο Ρον τον Χάρι, «και γι' αυτό να σου έδωσε τον αόρατο μανδύα του πατέρα σου;»
«Αν έκανε κάτι τέτοιο!...» ξέσπασε θυμωμένη η Ερμιόνη. «Θέλω να πω... μπορεί να είναι ο διευθυντής μας, αλλά... θα μπορούσες να σκοτωθείς, Χάρι!»
«Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος...» αποκρίθηκε αργά ο Χάρι.
«Ο Ντάμπλντορ είναι περίεργος τύπος... Νομίζω πως ήθελε να μου δώσει μια ευκαιρία... Είμαι σίγουρος πως ξέρει πάντα όλα όσα γίνονται στο "Χόγκουαρτς". Πιστεύω λοιπόν ότι ήξερε τι θα κάναμε κι αντί να μας σταματήσει, μας βοηθούσε όπου χρειαζόταν. Ίσως, ακόμη, να θεωρούσε ότι είχα το δικαίωμα να 'ρθω πρόσωπο με πρόσωπο με τον Βόλντεμορτ και να τον αντιμετωπίσω, αν μπορούσα...»
«Μάλλον έχεις δίκιο, Χάρι!» είπε ο Ρον. «Λοιπόν, μέχρι αύριο πρέπει να 'χεις σηκωθεί από το κρεβάτι, γιατί έχουμε τη γιορτή για το τέλος της σχολικής χρονιάς. Βέβαια το Σλίθεριν κέρδισε πάλι το πρωτάθλημα. Στο τελευταίο ματς νικηθήκαμε από το Ράβενκλοου. Εσύ δεν έπαιξες... Τέλος πάντων, όπως κι αν έχει το πράγμα, το φαγητό αύριο θα είναι υπέροχο...»
Την άλλη στιγμή η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα φουριόζα η κυρία Πόμφρι.
«Σας άφησα δέκα λεπτά!» είπε αυστηρά. «Και τώρα, έξω!» Ο Χάρι πέρασε μια ήσυχη νύχτα. Το επόμενο πρωί ένιωθε σχεδόν καλά!
«Θέλω να πάω στη γιορτή!» είπε στην κυρία Πόμφρι, καθώς εκείνη τακτοποιούσε τα κουτιά με τα γλυκίσματα στο κομοδίνο του. «Μπορώ, έτσι;»
«Ο καθηγητής Ντάμπλντορ λέει ότι μπορείς», αποκρίθηκε εκείνη, με ύφος όμως που έδειχνε καθαρά ότι δε συμφωνούσε με τον καθηγητή. «Κι έχεις κι άλλον επισκέπτη...»
«Α, ωραία!» είπε ο Χάρι. «Ποιος είναι;»
Την ίδια στιγμή ο Χάγκριντ γλίστρησε μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα. Όπως πάντα όταν βρισκόταν σε κλειστούς χώρους, ο δασοφύλακας φάνταζε τεράστιος. Διστακτικά, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του Χάρι, τον κοίταξε κι έβαλε τα κλάματα.
«Εγώ... φταίω... για... όλα!» είπε, κρύβοντας το πρόσωπο του μέσα στις παλάμες του. «Εγώ είπα σ' αυτό το τέρας πώς να περάσει μπροστά από τον Λουλούκο! Ήταν το μόνο που δεν ήξερε κι εγώ του το είπα! Θα μπορούσες να είχες σκοτωθεί, Χάρι... Κι όλα αυτά για ένα αβγό δράκου! Ορκίζομαι να μην ξαναπιώ ποτέ στη ζωή μου! Θα 'πρεπε να με διώξουν από το "Χόγκουαρτς" και να μ' αναγκάσουν να ζήσω με τους Μαγκλ...»
«Έλα τώρα, Χάγκριντ!» τον παρηγόρησε ο Χάρι, αναστατωμένος που έβλεπε τα δάκρυα να κυλούν στα γένια του δασοφύλακα. «Έτσι κι αλλιώς, ο Βόλντεμορτ θα το μάθαινε! Αργά ή γρήγορα θα το μάθαινε, ακόμη κι αν δεν του το 'λεγες εσύ...»
«Θα μπορούσες να είχες σκοτωθεί!» ξαναείπε ο Χάγκριντ ανάμεσα στους λυγμούς του. «Και μη λες αυτό το όνομα!»
«Βόλντεμορτ!» φώναξε ο Χάρι, τόσο δυνατά, που ο Χάγκριντ σταμάτησε αμέσως να κλαίει. «Τον γνώρισα, μίλησα μαζί του και θα τον λέω με τ' όνομα του! Έλα τώρα, Χάγκριντ, δεν υπάρχει λόγος να κάνεις έτσι... Σώσαμε την πέτρα από τα χέρια του. Εκείνος εξαφανίστηκε και μπορεί να μην ξαναγυρίσει ποτέ... Όλα καλά, λοιπόν! Γιατί δε δοκιμάζεις έναν απ' αυτούς τους σοκολατένιους βατράχους... έχω τόσους πολλούς...»
Ο Χάγκριντ σκούπισε τη μύτη του με την ανάποδη του χεριού του.
«Α, παραλίγο να το ξεχάσω!» είπε κατόπιν ο Χάγκριντ. «Έχω ένα δώρο για σένα».
«Όχι κανένα σάντουιτς με κρέας τράγου;» ρώτησε ανήσυχος ο Χάρι κι ο Χάγκριντ χαμογέλασε, για πρώτη φορά.
«Δε μοιάζει με σάντουιτς, μοιάζει;» τον ρώτησε ύστερα, δείχνοντας του ένα χοντρό άλμπουμ για φωτογραφίες.
Ο Χάρι το άνοιξε. Είδε τον πατέρα του και τη μητέρα του να του χαμογελούν μέσα απ' όλες τις σελίδες.
«Ο Ντάμπλντορ μου έδωσε τις φωτογραφίες για να τις κατατάξω», του εξήγησε ο Χάγκριντ. «Έστειλε κουκουβάγιες σε όλους τους παλιούς συμμαθητές των γονιών σου, ζητώντας τους φωτογραφίες, γιατί ήξερε πως εσύ δεν έχεις καμιά από την οικογένεια σου... Σ' αρέσει, Χάρι;»
Από τη συγκίνηση, ο Χάρι δεν μπορούσε να μιλήσει, ο Χάγκριντ όμως κατάλαβε.
Ο Χάρι ήταν ο τελευταίος που κατέβηκε εκείνο το βράδυ στην αίθουσα όπου γινόταν η γιορτή για το τέλος της σχολικής χρονιάς. Τον είχε καθυστερήσει η κυρία Πόμφρι, Βάζοντας του για τελευταία φορά θερμόμετρο. Η μεγάλη τραπεζαρία ήταν πια γεμάτη. Οι τοίχοι ήταν στολισμένοι με γιρλάντες στα χρώματα του Σλίθεριν, πράσινο κι ασημένιο, επειδή το Σλίθεριν είχε κερδίσει το πρωτάθλημα για έβδομη συνεχή χρονιά. Ένα πανό μ' ένα τεράστιο φίδι ζωγραφισμένο επάνω του —το έβλημα του Σλίθεριν— κρεμόταν πάνω από το τραπέζι των καθηγητών.
Όταν ο Χάρι μπήκε μέσα, απλώθηκε μονομιάς σιωπή. Μετά ξανάρχισαν όλοι να μιλούν δυνατά. Ο Χάρι γλίστρησε σ' ένα κάθισμα ανάμεσα στον Ρον και την Ερμιόνη. Προσποιήθηκε ότι δεν έβλεπε τ' άλλα παιδιά, τα οποία σηκώνονταν όρθια για να μπορέσουν να τον δουν.
Ευτυχώς ο Ντάμπλντορ ήρθε σχεδόν αμέσως κι η φασαρία σταμάτησε.
«Άλλη μια σχολική χρονιά τελείωσε!» τους είπε σ' εύθυμο τόνο. «Κι εγώ πρέπει να σας απασχολήσω με τα βαρετά λόγια ενός γέρου καθηγητή, προτού απολαύσετε το αποψινό μας γεύμα... Ας είναι, θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος. Πρέπει να πω, λοιπόν, πως η χρονιά που πέρασε, ήταν κατάπληκτική. Ελπίζω τα κεφάλια σας να είναι τώρα λίγο πιο γεμάτα απ' ό,τι πέρυσι. Μην ανησυχείτε, όμως, γιατί έχετε μπροστά σας ολόκληρο το καλοκαίρι για να τ' αφήσετε να αδειάσουν!...»
Γέλια ακολούθησαν αυτά τα λόγια.
«Και τώρα, ας έρθουμε στο πρωτάθλημα», συνέχισε ο Ντάμπλντορ. «Όπως όλοι πια ξέρετε, το Γκρίφιντορ είναι στην τέταρτη θέση, με τριακόσιους δώδεκα βαθμούς, το Χάφλπαφλ στην τρίτη, με τριακόσιους πενήντα δύο βαθμούς, το Ράβενκλοου στη δεύτερη, με τετρακόσιους είκοσι έξι βαθμούς, και το Σλίθεριν στην πρώτη, με τετρακόσιους εβδομήντα δύο βαθμούς. Το Σλίθεριν, λοιπόν, κέρδισε πάλι το πρωτάθλημα...»
Αμέσως ζητωκραυγές και χαρούμενα γέλια ξέσπασαν στο τραπέζι των παιδιών του Σλίθεριν. Ο Χάρι είδε τον Ντράκο Μαλφόι να χτυπά ενθουσιασμένος με δύναμη το καπέλο του στην επιφάνεια του τραπεζιού κι η καρδιά του σφίχτηκε.
«Ναι, ναι, συγχαρητήρια, Σλίθεριν!» είπε κατόπιν ο Ντάμπλντορ. «Υπάρχουν, όμως, και μερικά πρόσφατα γεγονότα που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας... Γεγονότα που πρέπει ν' ανταμειφθούν... Εγώ, λοιπόν, θα δώσω ακόμη μερικούς Βαθμούς».
Βαριά σιωπή έπεσε στην αίθουσα και τα χαμόγελα των παιδιών του Σλίθεριν έσβησαν από τα πρόσωπα τους.
«Για τον Ρον Ουέσλι», συνέχισε ο Ντάμπλντορ, «για την καλύτερη παρτίδα σκάκι που παίχτηκε εδώ και χρόνια στο "Χόγκουαρτς", δίνω στο Γκρίφιντορ πενήντα βαθμούς!»
Το πρόσωπο του Ρον έγινε τόσο κόκκινο, που έμοιαζε τώρα σαν ραπανάκι με ξανθοκόκκινα μαλλιά. Οι ζητωκραυγές των παιδιών του Γκρίφινιορ αντήχησαν τόσο δυνατά, που έκαναν τα τζάμια να τρίξουν. Ο Χάρι άκουσε τον επιμελητή Πέρσι να λέει περήφανα στους διπλανούς του: «Ο αδελφός μου είναι! Ο μικρός μου αδελφός! Κατάφερε να διασχίσει νικητής τη μαγική σκακιέρα της καθηγήτριας Μακ-Γκόναγκαλ!...»
«Για την Ερμιόνη Γκρέιντζερ», συνέχισε ο Ντάμπλντορ, όταν η φασαρία σταμάτησε, «για την ψυχραιμία και τη λογική της σε μια ποΛύ επικίνδυνη κατάσταση... δίνω στο Γκρίφιντορ άλΛους πενήντα βαθμούς!»
Η Ερμιόνη έκρυψε το πρόσωπο της μέσα στα σταυρωμένα μπράτσα της. Ο Χάρι ήταν σίγουρος ότι είχε βάλει τα κλάματα. Οι συμμαθητές του χοροπηδούσαν και φώναζαν, έξαλλοι από χαρά, γιατί η βαθμολογία τους είχε ανέβει κατά εκατό ολόκληρους βαθμούς!
«Και τέλος, για τον Χάρι Πότερ...» είπε ο Ντάμπλντορ κι η σιωπή στην αίθουσα έγινε ξαφνικά απόλυτη, «για το θάρρος και τον ηρωισμό του, δίνω στο Γκρίφιντορ άλλους εξήντα βαθμούς!»
Αυτή τη φορά ο θόρυβος ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Όσοι μπορούσαν να κάνουν πρόσθεση ενώ χοροπηδούσαν από τη χαρά τους, θα ήξεραν πως το Γκρίφιντορ είχε τώρα τετρακόσιους εβδομήντα δύο βαθμούς, ακριβώς όσους και το Σλίθεριν! Αυτό σήμαινε ισοπαλία στο πρωτάθλημα... Δεν έδινε ο Ντάμπλντορ έναν ακόμη Βαθμό στον Χάρι, μόνον έναν...
Ο Ντάμπλντορ σήκωσε ψηλά και τα δυο του χέρια κι η φασαρία σιγά σιγά καταλάγιασε.
«Υπάρχουν πολλά είδη θάρρους», είπε κατόπιν ο Ντάμπλντορ. «Χρειάζεται πολύ θάρρος για ν' αντιμετωπίσει κανείς τους εχθρούς του, αλλά πολύ περισσότερο για να υποστηρίξει τους φίλους του. Γι' αυτόν το λόγο και χάριν του Νέβιλ Λονγκμπότομ, δίνω στο Γκρίφιντορ άλλους δέκα βαθμούς!»
Αν κάποιος στεκόταν εκείνη τη στιγμή έξω από τη μεγάλη τραπεζαρία, θα νόμιζε ότι είχε γίνει το λιγότερο έκρηξη — τόσο δυνατός ήταν ο θόρυβος που ξέσπασε. Ο Χάρι, ο Ρον κι η Ερμιόνη πετάχτηκαν όρθιοι κι άρχισαν να ζητωκραυγάζουν, ενώ ο Νέβιλ, κατάχλομος αλλά ευχαριστημένος, εξαφανίστηκε κάτω από μια ομάδα συμμαθητών του, οι οποίοι προσπαθούσαν να τον αγκαλιάσουν όλοι μαζί. Ο Χάρι, ενώ συνέχιζε να ζητωκραυγάζει, σκούντησε με τον αγκώνα του τον Ρον και του έδειξε το τραπέζι των παιδιών του Σλίθεριν. Ο Μαλφόι φαινόταν έτοιμος να λιποθυμήσει από την απογοήτευση!
«Κι όλα αυτά σημαίνουν», φώναξε δυνατά ο Ντάμπλντορ, για ν' ακουστεί παρά το θόρυβο, καθώς τώρα στις ζητωκραυγές των παιδιών του Γκρίφιντορ είχαν προστεθεί κι αυτές των παιδιών του Χάφλπαφλ και του Ράβενκλοου που πανηγύριζαν την ήττα του Σλίθεριν, «πως η αίθουσα μας χρειάζεται αλλαγή στη διακόσμηση!»
Κατόπιν χτύπησε δυο φορές τα χέρια του. Αμέσως οι πράσινες κι ασημένιες διακοσμήσεις έγιναν κατακόκκινες. Το μεγάλο φίδι του Σλίθεριν εξαφανίστηκε απ' το πανό και τη θέση του πήρε το μεγάλο χρυσό λιοντάρι του Γκρίφιντορ. Στο τραπέζι των καθηγητών ο Σνέιπ έσφιγγε το χέρι της καθηγήτριας ΜακΓκόναγκαλ, μ' ένα προσποιητό χαμόγελο στο πρόσωπο του. Ύστερα, γύρισε το κεφάλι του και το Βλέμμα του συναντήθηκε με αυτό του Χάρι. Ο Χάρι κατάλαβε ότι τα συναισθήματα του καθηγητή Σνέιπ απέναντι του δεν είχαν αλλάξει στο παραμικρό! Αυτό όμως δεν τον ενοχλούσε πια...
Το αποψινό ήταν το καλύτερο Βράδυ της ζωής του — ο Χάρι ήταν απόλυτα σίγουρος γι' αυτό. Καλύτερο κι από το πρώτο ματς κουίντιτς, ή από τα Χριστούγεννα, ή από το βράδυ εκείνο που έβγαλε από τη μέση το φρικτό καλλικάντζαρο!
Κι ήταν επίσης σίγουρος ότι το αποψινό βράδυ δε θα το ξεχνούσε ποτά
Ο Χάρι είχε ξεχάσει πως δεν είχαν βγει ακόμη τ' αποτελέσματα των διαγωνισμών. 'Οταν βγήκαν, έμεινε κατάπληκτος που αυτός κι ο Ρον είχαν περάσει και μάλιστα με καλούς βαθμούς. Φυσικά η Ερμιόνη ήρθε πρώτη απ' όλους τους πρωτοετείς. Ακόμη κι ο Νέβιλ πέρασε, γιατί ο καλός βαθμός του στη βοτανολογία ισοφάρισε τον κακό βαθμό του στα φίλτρα. Είχαν όλοι ελπίσει πως ο Γκόιλ, ο φίλος του Μαλφόι, που ήταν και χαζός και κακός, θα έμενε στην ίδια τάξη, αλλά πέρασε κι αυτός. Ήταν κρίμα... αλλά, όπως είπε ο Ρον, «δεν μπορείς να τα 'χεις όλα στη ζωή!» Η μέρα της αναχώρησης για τις καλοκαιρινές διακοπές έφτασε. Τα ντουλάπια άδειασαν, οι βαλίτσες γέμισαν, ο χαμένος βάτραχος του Νέβιλ βρέθηκε στις τουαλέτες και σ' όλα τα παιδιά δόθηκαν αυστηρά σημειώματα, όπου τους θύμιζαν ότι τα μάγια απαγορεύονταν στη διάρκεια των διακοπών. Μετά ο Χάγκριντ ήρθε για να τους πάει στις βάρκες που θα τους περνούσαν απέναντι. Γρήγορα όλοι βρέθηκαν στο Χόγκουαρτς Εξπρές. Το ταξίδι κύλησε ευχάριστα. Κι όταν άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σπίτια των Μαγκλ, τα παιδιά έβγαλαν τις μακριές ρόμπες και τους μανδύες τους και φόρεσαν παντελόνια και μπουφάν. Μετά το τρένο σταμάτησε στην πλατφόρμα 9 και ¾ του σταθμού Κινγκς Κρος, στο Λονδίνο.
Μέχρι να φύγουν όλοι από την πλατφόρμα, πέρασε αρκετή ώρα. Ένας ζαρωμένος γερο-φύλακας στεκόταν κοντά στη θυρίδα των εισιτηρίων και τους άφηνε να βγαίνουν λίγοι λίγοι έξω, για να μην παρουσιαστούν ξαφνικά όλοι μαζί και βάλουν σε υποψίες τους Μαγκλ.
«Πρέπει να 'ρθείτε να μείνετε στο σπίτι μου αυτό το καλοκαίρι», είπε ο Ρον λίγο προτού αποχαιρετιστούν. «Κι οι δυο σας, εννοώ... Θα σας στείλω μια κουκουβάγια...»
«Ευχαριστώ», αποκρίθηκε ο Χάρι. «Τουλάχιστον θα 'χω κάτι ευχάριστο να περιμένω...»
Αλλα παιδιά, καθώς περνούσαν μπροστά τους, αποχαιρετούσαν τον Χάρι με φιλικά λόγια.
«Διάσημος, βλέπω...» τον πείραξε ο Ρον.
«Όχι εκεί που πηγαίνω», αποκρίθηκε ο Χάρι.
Οι τρεις τους —Χάρι, Ρον κι Ερμιόνη— έφυγαν μαζί από την πλατφόρμα.
«Να τον, μαμά, να τον! Εκεί είναι, δες τον!»
Ήταν η Τζίνι Ουέσλι, η μικρή αδελφή του Ρον.
«Ο Χάρι Πότερ, μαμά!» στρίγκλισε η Τζίνι. «Να τον, καλέ μαμά! Εκεί είναι!»
«Μη φωνάζεις, Τζίνι! Κι είναι αγένεια να δείχνεις με το δάχτυλο!...»
Η κυρία Ουέσλι χαμογέλασε και στους τρεις.
«Περάσατε καλά;» τους ρώτησε.
«Πολύ καλά», αποκρίθηκε ο Χάρι. «Ευχαριστώ για το πουλόβερ και τα γλυκά, κυρία Ουέσλι...»
«Δεν ήταν τίποτα, χρυσό μου...»
«Έτοιμος, λοιπόν;» ακούστηκε ξαφνικά μια βαριά αντρική φωνή.
Ήταν ο θείος Βέρνον. Όπως πάντα, με κατακόκκινο πρόσωπο, χοντρό μουστάκι κι έξαλλος με τον Χάρι, ο οποίος στεκόταν στη μέση του σταθμού κρατώντας στο ένα χέρι του το κλουβί με την κουκουβάγια. Πίσω από το θείο Βέρνον στέκονταν η θεία Πετούνια κι ο Ντάντλι, οι οποίοι κοιτούσαν τον Χάρι τρομοκρατημένοι.
«Θα πρέπει να είστε η οικογένεια του Χάρι», είπε η κυρία Ουέσλι.
«Κάτι τέτοιο», αποκρίθηκε απότομα ο θείος Βέρνον. «Λοιπόν, έτοιμος, μικρέ; Δεν μπορούμε να χάσουμε εδώ όλη τη μέρα μας!»
Και γυρίζοντας την πλάτη του, άρχισε ν' απομακρύνεται.
Ο Χάρι, όμως, δεν τον ακολούθησε. Έμεινε για μια τελευταία λέξη με τον Ρον και την Ερμιόνη.
«Λοιπόν, θα ιδωθούμε προτού τελειώσει το καλοκαίρι, έτσι;» τους ρώτησε ο Χάρι.
«Ελπίζω να... να περάσεις καλά, Χάρι», είπε διστακτικά η Ερμιόνη, κοιτάζοντας το θείο Βέρνον.
«Μην ανησυχείς, θα περάσω θαυμάσια!» αποκρίθηκε ο Χάρι και τα άλλα δυο παιδιά απόρησαν με την έκφραση που πήρε το πρόσωπο του. «Οι δικοί μου δεν ξέρουν ότι τα μάγια απαγορεύονται στη διάρκεια των διακοπών. Θα περάσω λοιπόν μια χαρά με τον Ντάντλι όλο το καλοκαίρι...»