Μπουμ! Το χτύπημα στην πόρτα ακούστηκε πάλι κι ο Ντάντλι πετάχτηκε τρομαγμένος. «Κανονιές πέφτουν;» ρώτησε.
Ένας θόρυβος ακούστηκε πίσω του κι ο θείος Βέρνον μπήκε τρέχοντας στο δωμάτιο. Στα χέρια του κρατούσε ένα δίκαννο. Τώρα όλοι ήξεραν τι ήταν το μακρύ και λεπτό πακέτο που είχε κουβαλήσει μαζί του.
«Ποιος είναι;» φώναξε. «Όποιος και να 'ναι, τον προειδοποιώ: είμαι οπλισμένος!»
Μια σύντομη σιωπή ακολούθησε. Μετά... ΚΡΑΑΑΚ!
Η πόρτα της καλύβας χτυπήθηκε με τόση δύναμη από έξω, που ξεκόλλησε απ' τον τοίχο κι έπεσε με τρομερό θόρυβο στο πάτωμα.
Ένας αληθινά γιγάντιος άντρας στεκόταν στο άνοιγμα. Το πρόσωπο του δε φαινόταν σχεδόν καθόλου πίσω από τα μακριά και μπερδεμένα του μαλλιά και γένια, αλλά τα μάτια του ξεχώριζαν, καθώς γυάλιζαν σαν βρεμένα κάρβουνα. Ο γίγαντας μπήκε με δυσκολία στην καλύβα. Χρειάστηκε να σκύψει· το κεφάλι του σχεδόν άγγιζε την οροφή. Στη συνέχεια σήκωσε εύκολα την πόρτα και τη στερέωσε στη θέση της. Την έκλεισε κι ο θόρυβος της καταιγίδας κόπασε για λίγο. Κατόπιν γύρισε και τους κοίταξε όλους. «Μήπως υπάρχει Λίγο ζεστό τσάι;» ρώτησε. «Δεν ήταν κι εύκολο ταξίδι...»
Μετά πλησίασε στον καναπέ, όπου καθόταν ο Ντάντλι παγωμένος από φό6ο.
«Κάνε πιο πέρα, μπόγε!» είπε ο άγνωστος άντρας.
Ο Ντάντλι έβγαλε μια στριγκή κραυγή τρόμου κι έτρεξε να κρυφτεί πίσω απ' τη μητέρα του, που ήταν κι αυτή κρυμμένη πίσω από το θείο Βέρνον.
«Α, να κι ο Χάρι!» είπε κατόπιν ο γίγαντας.
Ο Χάρι κοίταξε το σκεπασμένο από μαλλιά και γένια πρόσωπο κι είδε πως τα λαμπερά μαύρα μάτια χαμογελούσαν.
«Την τελευταία φορά που σε είδα, ήσουν μωρό», συνέχισε ο γίγαντας. «Μοιάζεις πολύ με τον μπαμπά σου, αλλά έχεις της μαμάς σου τα μάτια...»
Ο θείος Βέρνον καθάρισε με δυσκολία το λαιμό του.
«Απαιτώ να φύγετε αμέσως, κύριε!» είπε αυστηρά. «Μπήκατε εδώ παράνομα και...»
«Βγάλε καλύτερα το σκασμό, Ντάρσλι» αποκρίθηκε ο γίγαντας. Κατόπιν άπλωσε το ένα χέρι του, τράβηξε το δίκαννο απ' τα χέρια του θείου Βέρνον, το λύγισε στα δύο, σαν να ήταν φτιαγμένο από λάστιχο, και το πέταξε με περιφρόνηση σε μια άκρη του δωματίου.
Ένας πνιχτός ήχος βγήκε απ' το λαιμό του θείου Βέρνον, αλλά δε μίλησε.
«Αοιπόν, Χάρι», είπε ο γίγαντας, γυρίζοντας την πλάτη του στους Ντάρσλι, «χρόνια πολλά για τα γενέθλια σου! Να ζήσεις και να τα εκατοστήσεις! Έχω εδώ κάτι για σένα... ρείνα ζουλήχτηκε λίγο, αλλά η γεύση θα είναι εντάξει...»
Κι από μια εσωτερική τσέπη του μαύρου παλτού του έβγαλε ένα λίγο στραπατσαρισμένο χαρτονένιο κουτί. Το έδωσε στον Χάρι. Εκείνος το άνοιξε με χέρια που έτρεμαν. ήταν ένα μεγάλο κέικ σοκολάτας· και πάνω του ήταν γραμμένες με πράσινη ζάχαρη οι λέξεις Χρόνια Πολλά, Χάρι.
Ο Χάρι κοίταξε το γίγαντα. Ήθελε να του πει ευχαριστώ, αλλά τα μόνα λόγια που βγήκαν απ' το στόμα του ήταν: «Ποιος είσαι;»
Ο γίγαντας γέλασε πλατιά.
«Ναι, ξέχασα να συστηθώ», αποκρίθηκε. «Με λένε Ρούμπεους Χάγκριντ. Είμαι κλειδοκράτορας και δασοφύλακας στη σχολή "Χόγκουαρτς"».
Κι απλώνοντας το τεράστιο χέρι του, έσφιξε ολόκληρο το μπράτσο του Χάρι.
«Τι θα γίνει, λοιπόν, μ' αυτό το τσάι;» ρώτησε κατόπιν. «Όχι, δηλαδή, πως δεν προτιμώ κάτι πιο δυνατό, αν σας βρίσκεται...»
Μετά το βλέμμα του έπεσε στο άδειο τζάκι κι ένας ήχος περιφρόνησης ξέφυγε από τα χείλη του. Έσκυψε μπροστά στο τζάκι, χωρίς οι άλλοι να μπορούν να δουν τι έκανε. Όταν τραβήχτηκε πίσω, μια δυνατή φωτιά έκαιγε στην πυροστιά. Οι φλόγες της φώτισαν το σκοτεινό δωμάτιο κι ο Χάρι ένιωσε τη ζέστη της να τον τυλίγει, σαν να είχε ξαφνικά βυθιστεί ολόκληρος στο ζεστό νερό μιας μπανιέρας.
Κατόπιν ο γίγαντας κάθισε στον καναπέ, που βούλιαξε ολόκληρος κάτω απ' το βάρος του ενώ έτριζε επικίνδυνα. Άρχισε να βγάζει από τις τσέπες του διάφορα αντικείμενα: μια χάλκινη κατσαρόλα, ένα πακέτο λουκάνικα, ένα μακρύ σιδερένιο πιρούνι, μια τσαγιέρα, μερικά παλιά εμαγιέ κύπελλα κι ένα μπουκάλι με κάποιο χρυσαφένιο ποτό, από όπου ήπιε μια γερή γουλιά, προτού αρχίσει να φτιάχνει τσάι. Σε λίγο άρχισε να ψήνει στη φωτιά τα λουκάνικα κι ολόκληρη η καλύβα γέμισε από τη λαχταριστή μυρωδιά τους. Όση ώρα ο γίγαντας δούλευε, κανείς δεν είχε μιλήσει, όταν όμως έβγαλε απ' τη φωτιά τα πρώτα τρία ροδοψημένα λουκάνικα, ο Ντάντλι άπλωσε αυθόρμητα το χέρι του. Αμέσως ο θείος Βέρνον είπε απότομα: «Μην πάρεις τίποτα απ' αυτόν, Ντάντλι!»
Ο γίγαντας γέλασε σαρκαστικά.
«Αυτό το βουβάλι, ο γιος σου, Ντάρσλι, δε χρειάζεται άλλο πάχος. Μην ανησυχείς, λοιπόν, δε θα του δώσω τίποτα!»
Κατόπιν έδωσε τα λουκάνικα στον Χάρι, που πεινούσε τόσο πολύ, ώστε αισθάνθηκε αμέσως πως στη ζωή του δε θα είχε ξαναφάει ποτέ κάτι τόσο νόστιμο. Ενώ τα καταβρόχθιζε, όμως, δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από το γίγαντα. Στο τέλος, αφού εκείνος δεν έδειχνε καμιά διάθεση να δώσει εξηγήσεις, ο Χάρι του είπε: «Λυπάμαι, αλλά ακόμη δεν ξέρω ποιος είσαι».
Ο γίγαντας ήπιε μια γουλιά τσάι και σκούπισε το στόμα με την ανάποδη του χεριού του.
«Λέγε με Χάγκριντ» αποκρίθηκε. «Όλοι αυτό κάνουν. Κι όπως είπα πριν, είμαι κλειδοκράτορας και δασοφύλακας στο "Χόγκουαρτς"... Σίγουρα θα ξέρεις για το "Χόγκουαρτς"...»
«Εεεε... όχι», είπε ο Χάρι.
Ο Χάγκριντ έδειξε ταραγμένος.
«Λυπάμαι», είπε βιαστικά ο Χάρι.
«Λυπάσαι;» φώναξε ο Χάγκριντ, γυρίζοντας για να κοιτάξει απειλητικά τους Ντάρσλι, που ζάρωσαν φοβισμένοι στον τοίχο. «Αυτοί εκεί πρέπει να λυπούνται! Το 'ξερα πως δεν έπαιρνες τα γράμματα σου, αλλά δε φανταζόμουν πως δεν ήξερες τίποτα ούτε και για το "Χόγκουαρτς"! Μα τα γένια μου! Καλά, εσύ δεν αναρωτήθηκες ποτέ πού τα 'μαθαν όλα αυτά οι γονείς σου;»
«Όλα ποια;» ρώτησε ο Χάρι.
«Δηλαδή ούτε αυτό το ξέρεις; Για μια στιγμή!» φώναξε ο γίγαντας, τόσο δυνατά, που τα βρόμικα τζάμια της καλύβας έτριξαν. Είχε πεταχτεί όρθιος κι ο θυμός τον έκανε τώρα να δείχνει ακόμη μεγαλύτερος — φαινόταν να γεμίζει το μικρό δωμάτιο. Οι Ντάρσλι είχαν τώρα αρχίσει να τρέμουν. Ο Χάγκριντ γύρισε προς το μέρος τους κι ο Ντάντλι έβαλε αμέσως τα κλάματα.
«Θέλετε να μου πείτε», τους φώναξε, «πως αυτό το αγόρι... αυτό εδώ το παιδί... δεν ξέρει τίποτα;»
Ο Χάρι έκανε τη σκέψη πως αυτό πια ήταν λίγο υπερβολικό. Στο κάτω κάτω της γραφής είχε πάει σχολείο κι οι 6αθμοί του δεν ήταν καθόλου κακοί!
«Ξέρω αρκετά πράγματα», διαμαρτυρήθηκε. «Μαθηματικά... κι άλλα διάφορα...»
Ο Χάγκριντ, όμως, έκανε μια κίνηση περιφρόνησης με το χέρι. «Πα το δικό μας κόσμο, εννοώ», είπε. «Για τον κόσμο σου, τον κόσμο μου. Τον κόσμο των γονιών σου!»
«Ποιον κόσμο;» ρώτησε ο Χάρι.
Ο Χάγκριντ έδειχνε τώρα σαν να ήταν έτοιμος να σκάσει.
«Ντάρσλι!» ούρλιαξε.
Ο θείος Βέρνον, που ήταν κατάχλομος, άνοιξε το στόμα του, αλλά δεν μπόρεσε να μιλήσει. Ο Χάγκριντ γύρισε πάλι στον Χάρι.
«Δεν μπορεί, θα πρέπει να ξέρεις για τη μαμά και τον μπαμπά σου», του είπε. «Αφού είναι διάσημοι... Διάσημοι, σου λέω!»
«Διάσημοι;» ρώτησε παραξενεμένος ο Χάρι. «Η μαμά μου κι ο μπαμπάς μου δεν ήταν διάσημοι...»
O Χάγκριντ τον κοίταξε μ' απορία, ενώ περνούσε τα δάχτυλα και των δύο χεριών του μέσα από τ' ακατάστατα μαλλιά του.
«Δηλαδή», ρώτησε κατόπιν, «δεν ξέρεις ούτε καν ποιος είσαι, Χάρι;»
Ο θείος Βέρνον βρήκε ξαφνικά τη φωνή του.
«Σταμάτα!» διέταξε το γίγαντα. «Ούτε μια λέξη παραπάνω! Σου απαγορεύω να πεις στο παιδί το παραμικρό!»
Ακόμα και πιο θαρραλέοι άντρες από το θείο Βέρνον θα είχαν τρομάξει από το Βλέμμα που του έριξε ο γίγαντας.
Κι όταν ο Χάγκριντ μίλησε πάλι, η φωνή του έτρεμε από λύσσα. «Δεν του είπες τίποτα;» φώναξε. «Ούτε λέξη από το γράμμα που άφησε ο Ντάμπλντορ για το μικρό; Ήμουν εκεί, ξέρεις, εκείνο το βράδυ. Με τα μάτια μου είδα τον Ντάμπλντορ ν' αφήνει το γράμμα. Και του το κράτησες κρυφό όλα αυτά τα χρόνια;»
«Τι κράτησε κρυφό από μένα;» ρώτησε με λαχτάρα ο Χάρι.
«Όχι! Το απαγορεύω!» φώναξε πανικόβλητος ο θείος Βέρνον.
Πίσω του η θεία Πετούνια άφησε να της ξεφύγει μια κραυγή φρίκης.
«Άντε να πνιγείτε κι οι δυο σας!» είπε με περιφρόνηση ο Χάγκριντ. «Όσο για σένα, Χάρι... είσαι μάγος!»
Η σιωπή μέσα στην καλύβα ήταν τώρα απόλυτη. Το μόνο που ακουγόταν, ήταν ο θόρυβος του ανέμου και της θάλασσας.
«Είμαι... τι;» ρώτησε κατόπιν ο Χάρι.
«Μάγος, φυσικά», αποκρίθηκε ο Χάγκριντ και ξανακάθισε στον καναπέ, που βούλιαξε ακόμη περισσότερο απ' το βάρος του. «Και πολύ καλός μάγος, μάλιστα, αφού βέβαια εξασκηθείς πρώτα λίγο... Με γονείς σαν τους δικούς σου, τι άλλο θα μπορούσες να είσαι; Και νομίζω πως ήρθε τώρα η στιγμή να διαβάσεις το γράμμα σου».
Τρέμοντας, ο Χάρι άπλωσε το χέρι για να πάρει τον κιτρινωπό φάκελο, όπου τα γράμματα ήταν γραμμένα με πράσινο μελάνι: «Κύριον Χ. Πότερ, πάτωμα, καλύβα-στον-βράχο, στη θάλασσα». Τον άνοιξε, έβγαλε από μέσα το γράμμα κι άρχισε να διαβάζει.
Διευθυντής: Άλμπους Ντάμπλντορ
(Αρχηγός του Τάγματος Μέρλιν και μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Μάγων)
Αγαπητέ κύριε Πότερ,
Έχω την ευχαρίστηση να σας ανακοινώσω πως μια θέση με υποτροφία σας περιμένει στη Σχολή «Χόγκουαρτς» για Μαγείες και Ξόρκια. Σας εσωκλείω έναν κατάλογο με όλα τα βιβλία και σύνεργα που θα σας χρειαστούν.
Το σχολικό έτος αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου. Η κουκουβάγια σας πρέπει να βρίσκεται εδώ το αργότερο ως ης 31 Ιουλίου.
Πάντα στη διάθεση σας
Πολλές ερωτήσεις στριφογύριζαν τώρα στο μυαλό του Χάρι και δεν ήξερε ποια να κάνει πρώτη. Μετά από μερικές στιγμές μουρμούρισε: «Τι θα πει... πως περιμένουν την κουκουβάγια μου;»
«Μα τα γένια μου, το ξέχασα!» φώναξε ο Χάγκριντ, χτυπώντας με το χέρι το μέτωπο του. Κατόπιν, από κάποια άλλη τσέπη του παλτού του, έβγαλε μια κουκουβάγια —μια αληθινή, ζωντανή και λίγο αναμαλλιασμένη κουκουβάγια — , μια περγαμηνή σε ρολό και μια πένα με μακρύ φτερό. Μετά, δαγκώνοντας κάθε τόσο τα χείλη του, άρχισε να γράφει αργά, ενώ ο Χάρι διάβαζε ανάποδα τις λέξεις.
Αγαπητέ κύριε Ντάμπλντορ,
Έδωσα στον Χάρι το γράμμα του. Αύριο θα τον πάω για ψώνια. Ο καιρός είναι απαίσιος εδώ. Ελπίζω να είσαι καλά.
Κατόπιν ο Χάγκριντ τύλιξε πάλι την περγαμηνή σε ρολό, την έδωσε στην κουκουβάγια, που την έπιασε γερά με το ράμφος της. Στη συνέχεια πήγε στην πόρτα της καλύβας, την άνοιξε και άφησε το μεγάλο πουλί να πετάξει. Έπειτα ξανακάθισε στον καναπέ, λες και είχε κάνει κάτι τόσο απλό, όσο ένα τηλεφώνημα.
Ο Χάρι πρόσεξε πως το στόμα του ήταν ορθάνοιχτο και το κλείσε βιαστικά.
«Τι έλεγα, λοιπόν;» ρώτησε ο Χάγκριντ.
Εκείνη τη στιγμή όμως ο θείος Βέρνον, πολύ θυμωμένος, έκανε ένα αποφασιστικό Βήμα προς το μέρος του.
«Δε θα πάει», είπε.
Ο Χάγκριντ γέλασε περιφρονητικά. «Είμαι περίεργος να δω πώς ένας χαζός Μαγκλ σαν και σένα θα μπορέσει να τον εμποδίσει», αποκρίθηκε.
«Ένας χαζός τι;» ρώτησε με περιέργεια ο Χάρι.
«Μαγκλ», είπε ο Χάγκριντ. «Μαγκλ είναι το όνομα που δίνουμε σ' όλους όσοι δεν είναι μάγοι. Να, σαν κι αυτούς εδώ... Κι ήταν κακή τύχη για σένα που μεγάλωσες σε μια οικογένεια απ' τους χειρότερους Μαγκλ που είδα ποτέ!»
«Ορκιστήκαμε, όταν τον πήραμε στο σπίτι μας, πως θα σταματούσαμε όλες αυτές τις ανοησίες», είπε αυθόρμητα ο θείος Βέρνον. «Ορκιστήκαμε να τις ξεριζώσουμε από μέσα του! Άκου μάγος!»
«Δηλαδή το ξέρατε;» φώναξε ο Χάρι. «Το ξέρατε πως είμαι... μάγος;»
«Αν το ξέραμε;» στρίγκλισε ξαφνικά η θεία Πετούνια. «Και βέβαια το ξέραμε! Πώς μπορούσαμε να μην το ξέρουμε, αφού τέτοια ήταν κι αυτή η καταραμένη η αδελφή μου; Ναι, κι αυτή πήρε κάποτε ένα τέτοιο γράμμα κι εξαφανίστηκε σε αυτό το... το δήθεν σχολείο! Μετά γύριζε σπίτι μόνο για τις διακοπές, με τις τσέπες της γεμάτες αβγά βατράχου! Και διασκέδαζε μεταμορφώνοντας τα φλιτζάνια σε ποντικούς! Μόνο εγώ την έβλεπα όπως πραγματικά ήταν: μια ανώμαλη! Ο πατέρας κι η μητέρα μου όμως, όχι! Όλο η Λίλι αυτό κι η Αίλι εκείνο... Ήταν περήφανοι που είχαμε μια μάγισσα στην οικογένεια μας!»
Η θεία Πετούνια σταμάτησε για να πάρει μια Βαθιά ανάσα και μετά συνέχισε να στριγκλίζει. Ήταν φανερό πως από χρόνια ήθελε να τα πει όλα αυτά.
«Μετά, στο σχολείο, γνωρίστηκε μ' εκείνον τον Πότερ, παντρεύτηκαν κι έκαναν το μικρό, εσένα, Χάρι! Α, εγώ το ήξερα απ' την πρώτη στιγμή πως κι εσύ θα ήσουν ίδιος: τόσο... ανώμαλος, σαν τη μάνα σου και τον πατέρα σου! Και κατόπιν η ανώμαλη η αδελφή μου κατάφερε να τιναχτεί στον αέρα, για να φορτωθούμε εμείς το μικρό!»
Ο Χάρι ήταν τώρα κατάχλομος. Μόλις ξαναβρήκε τη φωνή του, ρώτησε: «Τινάχτηκε στον αέρα; Μαζί με τον πατέρα μου; Μα εσύ μου είπες πως πέθαναν σ' αυτοκινητιστικό δυστύχημα...»
«Αυτοκινητιστικό δυστύχημα!» φώναξε ο Χάγκριντ και πετάχτηκε όρθιος τόσο απότομα, που οι Ντάρσλι ζάρωσαν πάλι στη γωνιά τους. «Πώς θα μπορούσε ένα αυτοκίνητο να σκοτώσει τη Αίλι και τον Τζέιμς Πότερ; Αυτό πια είναι προσβολή στη μνήμη τους! Και μεγάλο σκάνδαλο! Ο Χάρι Πότερ να μην ξέρει την ιστορία του, ενώ κάθε παιδί στον κόσμο μας ξέρει τ' όνομα του;»
«Μα γιατί;» ρώτησε ο Χάρι. «Γιατί ξέρουν τ' όνομα μου; Τι συνέβη;»
Ξαφνικά όλος ο θυμός έφυγε από το πρόσωπο του Χάγκριντ, δίνοντας τη θέση του στην ανησυχία.
«Δεν το περίμενα αυτό», είπε σιγά, μιλώντας περισσότερο στον εαυτό του. «Δεν είχα ιδέα, όταν ο Ντάμπλντορ μου είπε πως μπορεί να δυσκολευόμουν να σε βρω. Πόσα πολλά πράγματα δεν ήξερες, Χάρι... Δεν ξέρω αν εγώ είμαι το κατάλληλο πρόσωπο για να σ' τα πει, κάποιος όμως πρέπει οπωσδήποτε να το κάνει. Δεν μπορείς να πας στο "Χόγκουαρτς" χωρίς να ξέρεις!» Σταμάτησε για να ρίξει ένα απειλητικό βλέμμα στους Ντάρσλι και μετά συνέχισε: «Μου φαίνεται πως το καλύτερο είναι να σου πω όλα όσα ξέρω εγώ. Όχι, δηλαδή, πως μπορώ να σ' τα πω όλα... Είναι αληθινό μυστήριο, μερικές πλευρές...»
Μετά ο Χάγκριντ κάθισε πάλι. Για μερικές στιγμές κοίταζε τις φλόγες στο τζάκι αμίλητος, ενώ ξανάρχισε να μιλά. «Η ιστορία αρχίζει με... με ένα πρόσωπο που λέγεται... Μου φαίνεται πραγματικά απίστευτο που δεν ξέρεις τ' όνομα του! Όλοι στον κόσμο μας το ξέρουν και...»
«Ποιος;» τον διέκοψε ανυπόμονα ο Χάρι.
«Να... για να πω την αλήθεια... και σε μένα δεν αρέσει να λέω τ' όνομα του...»
«Μα γιατί;»
«Μα τα γένια μου, Χάρι, γιατί τον φοβόμαστε ακόμη όλοι, τι άλλο; Λοιπόν, ήταν ένας μάγος, ένας πολύ μεγάλος μάγος... που... που πήρε το στραβό δρόμο. Χάλασε, καταλαβαίνεις; Χάλασε πάρα πολύ... Και τ' όνομα του ήταν...»
Ο Χάγκριντ σταμάτησε πάλι κι ο Χάρι έσκυψε παρακλητικά προς το μέρος του.
«Μήπως μπορείς να γράψεις αυτό τ' όνομα;» τον ρώτησε.
«Α, μπα! Δεν ξέρω ορθογραφία... Καλά, λοιπόν, τ' όνομα του ήταν... Βόλντεμορτ! Μη μου ζητήσεις να το ξαναπώ, όμως... Αυτός ο... μάγος, λοιπόν, πριν καμιά εικοσαριά χρόνια άρχισε να ψάχνει για οπαδούς. Και τους βρήκε. Άλλοι τον ακολούθησαν από φόβο, άλλοι γιατί ήθελαν να μοιραστούν τη δύναμη του, επειδή αυτός ο... μάγος είχε αποκτήσει μεγάλη δύναμη. Άσχημα χρόνια τότε, Χάρι... Δεν ήξερες ποιον να εμπιστευθείς. Ούτε που τολμούσες να πιάσεις φιλίες μ' άγνωστους μάγους και μάγισσες... Έγιναν φοβερά πράγματα κι αυτός ο... μάγος κόντευε να κυριαρχήσει... Φυσικά μερικοί του αντιστέκονταν κι εκείνος τους σκότωνε. Με φρικτό τρόπο! Ένα από τα λίγα ασφαλή μέρη που είχαν απομείνει, ήταν το σχολείο μας, το "Χόγκουαρτς". Νομίζω, μάλιστα, πως ο Ντάμπλντορ ήταν ο μόνος τον οποίο αυτός ο... ο Ξέρεις-Ποιος... Δεν τόλμησε, λοιπόν, να επιτεθεί στο σχολείο, όχι αμέσως, δηλαδή...
»Τώρα, Χάρι, ο μπαμπάς κι η μαμά σου ήταν απ' τους πιο καλούς μάγους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Πρώτοι μαθητές στην τάξη τους στο "Χόγκουαρτς"! Είναι περίεργο που ο Ξέρεις-Ποιος δεν προσπάθησε πρώτα να τους πάρει με το μέρος του... Ίσως ήξερε πως ήταν πολύ φίλοι με τον Ντάμπλντορ και δε θα ήθελαν καμιά σχέση με... με τη Σκοτεινή Πλευρά...
»Το σίγουρο μια φορά, είναι πως ο Ξέρεις-Ποιος προσπάθησε να τους βγάλει απ' τη μέση. Κι εμφανίστηκε ξαφνικά στο χωριό που μένατε, ένα βράδυ της Αποκριάς... Εσύ ήσουν ακριβώς ενός έτους. Ήρθε, λοιπόν, στο σπίτι σας και...» Ο Χάγκριντ σταμάτησε, έβγαλε από την τσέπη του ένα πολύ τσαλακωμένο μαντίλι με βούλες και φύσηξε δυνατά τη μύτη του.
«Συγγνώμη», μουρμούρισε κατόπιν. «Αλλά είναι τόσο σπαραχτικό... Ήξερα τους γονείς σου, Χάρι, και... καλύτεροι άνθρωποι δεν... Τέλος πάντων... αυτός ο Ξέρεις-Ποιος τους σκότωσε! Και μετά... εδώ είναι το μεγάλο μυστήριο σε αυτή την ιστορία... προσπάθησε να σκοτώσει και σένα. Ήθελε να σας ξεπαστρέψει όλους, ή μπορεί να του άρεσε πια να σκοτώνει... Αλλά δεν τα κατάφερε με σένα. Δεν αναρωτήθηκες ποτέ, Χάρι, πώς έγινε αυτό το σημάδι στο μέτωπο σου; Δεν είναι συνηθισμένο σημάδι, βέβαια... Είναι το σημάδι που μένει όταν σ' αγγίξει μια δυνατή κατάρα... σαν αυτή που έριξε ο Ξέρεις-Ποιος. Σκότωσε τους γονείς σου και κατέστρεψε το σπίτι σου, αλλά εσένα δεν μπόρεσε να σ' αγγίξει! Και γι αυτό είσαι διάσημος στον κόσμο μας, Χάρι! Κανείς δε γλίτωνε, από τη στιγμή που ο Ξέρεις-Ποιος αποφάσιζε να τον σκοτώσει. Κανείς εκτός από σένα. Κι εκείνος έχει σκοτώσει μερικούς απ' τους πιο καλούς μάγους και μάγισσες της εποχής μας. Τους ΜακΚίνον, τους Μπόουνς, τους Προύετς... Εσύ ήσουν μωρό, αλλά έζησες».
Ενώ ο Χάγκριντ μιλούσε, κάτι πολύ δυσάρεστο συνέβαινε στο μυαλό του Χάρι. Κι όταν η ιστορία του έφτασε στο τέλος, ο μικρός ξαναθυμήθηκε εκείνη την αστραπή από πράσινο φως στους εφιάλτες του· τη θυμήθηκε πιο καθαρά από κάθε άλλη φορά στη ζωή του. Και, για πρώτη φορά, θυμήθηκε και κάτι άλλο: ένα δυνατό, παγωμένο και σαρκαστικό γέλιο.
O Χάγκριντ τον κοιτούσε τώρα με λύπη. «Εγώ ο ίδιος σε έβγαλα απ' το γκρεμισμένο σπίτι», του είπε κατόπιν. «Με διαταγή του Ντάμπλντορ... Και σ' έφερα σ' αυτούς...»
«Υπερβολές και βλακείες!» διέκοψε ξαφνικά ο θείος Βέρνον. Ο Χάρι αναπήδησε, γιατί είχε για λίγο ξεχάσει πως οι Ντάρσλι βρίσκονταν κι αυτοί εκεί. Όσο για το θείο Βέρνον, έδειχνε να έχει ξαναβρεί το κουράγιο του, γιατί κοιτούσε απειλητικά τον Χάγκριντ κι οι γροθιές του ήταν σφιγμένες.
«Τώρα άκουσε και μένα, μικρέ!» είπε με λύσσα στον Χάρι. «Παραδέχομαι πως υπάρχει κάτι περίεργο σε σένα. Τίποτα βέβαια, που να μην μπορεί να διορθωθεί μ' ένα γερό μπερτάχι ξύλο... Κι όσο για όλες αυτές τις βλακείες για τους γονείς σου... ναι, η αλήθεια είναι πως ήταν ανώμαλοι... Κι ο κόσμος είναι καλύτερος χωρίς αυτούς — αυτή είναι η γνώμη μου. Τα 'θελαν και τα 'παθαν, αφού ανακατώνονταν μ' αυτά τα μαγικά... Εγώ προσωπικά το 'ξερα πως θα 'χουν κακό τέλος και...»
Εκείνη τη στιγμή, όμως, ο Χάγκριντ πετάχτηκε πάλι όρθιος και τράβηξε μια μακριά ροζ ομπρέλα μέσα απ' το παλτό του. Γυρίζοντας την σαν σπαθί προς το θείο Βέρνον, του φώναξε: «Ντάρσλι! Σε προειδοποιώ! Άλλη μια λέξη και...»
Μπροστά στον κίνδυνο να βρεθεί σουβλισμένος από μια ροζ ομπρέλα, ο θείος Βέρνον έχασε πάλι το κουράγιο του. Ζάρωσε κοντά στον τοίχο κι έπαψε να μιλά.
«Έτσι μπράβο!» είπε ο Χάγκριντ και κάθισε πάλι στον καναπέ, που αυτή τη φορά βούλιαξε ως το πάτωμα.
Στο μεταξύ ο Χάρι είχε κι άλλες ερωτήσεις να κάνει, αμέτρητες μάλιστα.
«Και... τι απέγινε ο Βολ... θέλω να πω, ο Ξέρεις-Ποιος;»
«Καλή ερώτηση, Χάρι. Εξαφανίστηκε λοιπόν, το ίδιο βράδυ που προσπάθησε να σε σκοτώσει! Κι αυτό κάνει εσένα ακόμη πιο διάσημο. Εδώ, όμως, είναι το πιο μεγάλο μυστήριο... Ο τύπος αποκτούσε όλο και πιο μεγάλη δύναμη. Γιατί, λοιπόν, έφυγε; Βέβαια πολλοί λένε πως πέθανε, αλλά εγώ δεν το πιστεύω. Δε μου φαίνεται πως είχε πια αρκετό ανθρωπισμό μέσα του, για να μπορέσει να πεθάνει... Άλλοι, πάλι, λένε πως ακόμη βρίσκεται κάπου εκεί έξω, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να ξαναγυρίσει, αλλά ούτε κι αυτό το πιστεύω· γιατί οι περισσότεροι απ' αυτούς που ήταν με το μέρος του, ήρθαν τώρα με το δικό μας. Μερικοί, μάλιστα, έμοιαζαν σαν να βγήκαν από κάποιο είδος νάρκης. Και μου φαίνεται πως δε θα μπορούσαν να το κάνουν αυτό, αν ο Ξέρεις-Ποιος ήταν να ξαναγυρίσει...»
Ο Χάγκριντ σταμάτησε και πήρε βαθιά αναπνοή. «Οι πιο πολλοί από μας πιστεύουν πως βρίσκεται ακόμη κάπου, αλλά πως έχει χάσει τη δύναμη του», συνέχισε. «Κι είναι ανήμπορος να συνεχίσει... επειδή κάτι σε σένα τον αποτελείωσε, Χάρι... Εκείνη τη νύχτα κάτι έγινε, που ο Ξέρεις-Ποιος δεν είχε υπολογίσει. Δεν ξέρω τι ήταν... κανείς δεν ξέρει, αλλά σε σένα, Χάρι, βρήκε το δάσκαλο του. Γι' αυτό είμαι σίγουρος!»
Κι ο Χάγκριντ κοίταξε τον Χάρι με θαυμασμό. Ο Χάρι, όμως, αντί να νιώθει ευχαριστημένος, ήταν τώρα απόλυτα σίγουρος πως είχε γίνει κάποιο τρομερό λάθος. Μάγος; Αυτός; Πώς μπορούσε να ήταν; Είχε περάσει όλη του τη ζωή με ξυλοκόπημα από τον Ντάντλι και κατσάδες από τη θεία Πετούνια και το θείο Βέρνον. Αν ήταν αληθινά μάγος, γιατί δεν είχαν μεταμορφωθεί σε βατράχους κάθε φορά που τον κλείδωναν στην αποθήκη του; Αν είχε κάποτε νικήσει τον πιο δυνατό μάγο του κόσμου, γιατί ο Ντάντλι μπορούσε να τον ξυλοφορτώνει κάθε φορά που του έκανε κέφι;
«Χάγκριντ», είπε κατόπιν όσο πιο ήρεμα μπορούσε, «νομίζω πως κάνεις λάθος. Δεν μπορεί να είμαι μάγος...»
Ο γίγαντας έσκασε στα γέλια. «Ώστε δεν είσαι μάγος;» αποκρίθηκε. «Θέλεις να πεις πως ποτέ δεν έκανες να συμβούν παράξενα πράγματα, όταν ήσουν θυμωμένος ή φοβισμένος;»
Σιωπηλός, ο Χάρι στήλωσε το βλέμμα του στη φωτιά. Τώρα που το σκεφτόταν... όλα εκείνα τα περίεργα πράγματα που εξαγρίωναν τη θεία και το θείο του, είχαν πραγματικά συμβεί όταν ήταν θυμωμένος, ή φοβισμένος... Όταν τον κυνηγούσε η παρέα του Ντάντλι, βρέθηκε ξαφνικά επάνω σε μια σκεπή, όπου δεν μπορούσαν να τον φτάσουν... Όταν ντρεπόταν να πάει σχολείο με το κουρεμένο του κεφάλι, είχε, με κάποιον τρόπο, καταφέρει να ξαναφυτρώσουν τα μαλλιά του... Και την τελευταία φορά που τον είχε χτυπήσει ο Ντάντλι, μήπως και πάλι δεν είχε πάρει την εκδίκηση του χωρίς να το καταλάβει, κάνοντας το τζάμι να σπάσει κι απελευθερώνοντας το Βόα;
Ο Χάρι κοίταξε τον Χάγκριντ μ' ένα δειλό χαμόγελο κι είδε πως κι εκείνος του χαμογελούσε πλατιά.
«Κατάλαβες τώρα;» του είπε κατόπιν ο γίγαντας. «Και πού είσαι ακόμη! Θα γίνεις διάσημος στο "Χόγκουαρτς"...»
Ο θείος Βέρνον, όμως, δε σκόπευε να υποχωρήσει χωρίς άλλη μια μάχη.
«Δεν είπα πως δε θα πάει πουθενά;» ούρλιαξε ξαφνικά. «Θα πάει στο δημόσιο της περιοχής μας και πολύ του είναι! Διάβασα αυτά τα παλαβά γράμματα που του έστειλαν... κι είδα πως του χρειάζονται ένα σωρό σκουπίδια: βιβλία με ξόρκια και ραβδιά και...»
«Αν ο Χάρι θέλει να πάει στο "Χόγκουαρτς", ένας χαζός Μαγκλ σαν και σένα δεν μπορεί να τον εμποδίσει», τον έκοψε ο Χάγκριντ. «Ωραίο κι αυτό! Ο γιος της Λίλι και του Τζέιμς Πότερ να μην πάει στο "Χόγκουαρτς"! Τρελάθηκες, μου φαίνεται! Το όνομα του είναι γραμμένο στον κατάλογο από τη μέρα που γεννήθηκε! Θα πάει στο καλύτερο σχολείο του κόσμου για μαγείες και ξόρκια. Εφτά χρόνια εκεί και μετά ούτε ο ίδιος δε θ' αναγνωρίζει τον εαυτό του! Θα κάνει παρέα με παιδιά της δικής του σειράς — επιτέλους! — και θα έχει διευθυντή τον καλύτερο που είχε ποτέ το "Χόγκουαρτς": τον Άλμπους Ντάμπλντορ».
«Δεν πληρώνω δεκάρα για να του μάθει μαγικά κόλπα κάποιος γερο-ξεμωραμένος!» φώναξε ο θείος Βέρνον.
Αυτή τη φορά, όμως, ήταν ολοφάνερο πως το είχε παρακάνει, γιατί ο Χάγκριντ πετάχτηκε αμέσως όρθιος, άρχισε να στριφογυρίζει απειλητικά τη ροζ ομπρέλα πάνω απ' το κεφάλι του και ούρλιαξε κι αυτός: «Μην προσβάλλεις ποτέ τον Ντάμπλντορ μπροστά μου!»
Μετά χαμήλωσε την ομπρέλα και γύρισε την άκρη της προς το μέρος του Ντάντλι. Ένα δυνατό «κρακ!» ακούστηκε, μια βιολετί λάμψη γέμισε το δωμάτιο και την άλλη στιγμή ο Ντάντλι χοροπηδούσε, φωνάζοντας και κρατώντας τον χοντρό πισινό του. Κι όταν τους γύρισε την πλάτη, ο Χάρι είδε μια στριφτή ουρά γουρουνιου να ξεπροβάλλει από ένα σκίσιμο του παντελονιού του.
Ο θείος Βέρνον έγινε κατάχλομος. Με χέρια που έτρεμαν, τράβηξε τη θεία Πετούνια και το γιο του στο άλλο δωμάτιο, έριξε ένα τρομαγμένο βλέμμα στον Χάγκριντ κι έκλεισε βιαστικά την ενδιάμεση πόρτα.
Ο Χάγκριντ έριξε μια ματιά ικανοποίησης στην ομπρέλα του και μετά χάιδεψε τ' ακατάστατα γένια του.
«Δεν πρέπει να χάνω την ψυχραιμία μου», είπε, «αλλά ευτυχώς που δεν πέτυχα εντελώς. Βλέπεις, ήθελα να τον μεταμορφώσω σε γουρούνι... Αλλά είναι κιόλας τόσο πολύ γουρούνι, που λίγα έμεναν να γίνουν...» Κατόπιν έριξε ένα παρακλητικό βλέμμα στον Χάρι. «Θα σ' το χρωστώ χάρη, αν δεν πεις τίποτα γι' αυτό στο "Χόγκουαρτς"», είπε. «Βλέπεις, δε μου... δε μου επιτρέπεται να κάνω μάγια... Μου 'δωσαν την άδεια να κάνω μερικά μικροπράγματα... για να μπορώ να σ' ακολουθώ και να φέρνω τα γράμματα σου, αλλά...»
«Γιατί δεν επιτρέπεται να κάνεις μάγια;» ρώτησε ο Χάρι.
«Να... βλέπεις... ήμουν κι εγώ μαθητής στο "Χόγκουαρτς", αλλά με απέβαλαν... στον τρίτο χρόνο... Έσπασαν το μαγικό ραβδί μου κι όλα τα σχετικά... Ο Ντάμπλντορ, όμως, μ' άφησε να μείνω στη σχολή, σαν δασοφύλακας. Καταπληκτικός τύπος ο Ντάμπλντορ...»
«Και γιατί σε απέβαλαν;»
«Είναι αργά κι έχουμε πολλά να κάνουμε αύριο», είπε βιαστικά ο Χάγκριντ. «Πρέπει να πάμε στην πόλη, ν' αγοράσουμε τα βιβλία σου και...»
Μιλώντας, είχε βγάλει το χοντρό μαύρο παλτό του και το πέταξε στον Χάρι.
«Τυλίξου μ' αυτό και κοιμήσου», συνέχισε. «Και μην τρομάξεις, αν το νιώσεις να κουνιέται λίγο. Νομίζω πως έχω ακόμη ένα-δυο ποντικάκια στη μια τσέπη!»