10. Χάλοουιν

Την άλλη μέρα στο πρωινό, ο Μαλφόι δεν πίστευε στα μάτια του, όταν είδε πως ο Χάρι κι ο Ρον βρίσκονταν ακόμη στο «Χόγκουαρτς». Έδειχναν βέβαια λίγο κουρασμένοι, αλλά απόλυτα κανονικοί. Μέχρι την άλλη μέρα χο πρωί, μάλιστα, τα δυο αγόρια είχαν αρχίσει να βλέπουν τη συνάντηση τους με τον τρικέφαλο σκύλο σαν μια θαυμάσια περιπέτεια κι είχαν διάθεση και για καινούριες. Στο μεταξύ ο Χάρι είχε πει στον Ρον όλα τα σχετικά με το διπλωμένο σε βρόμικο πανί μικρό πακέτο, το οποίο φαινόταν να έχει μεταφερθεί απ' την τράπεζα Γκρίνγκοτς στο «Χόγκουαρτς». Οι δυο τους πέρασαν αρκετή ώρα, προσπαθώντας να μαντέψουν τι μπορεί να ήταν αυτό που χρειαζόταν τόσο ισχυρή προστασία.

«Πρέπει να είναι κάτι ή αληθινά πολύτιμο, ή εξαιρετικά επικίνδυνο!» είπε ο Ρον.

«Ή και τα δύο...» πρόσθεσε ο Χάρι.

Επειδή, όμως, το μόνο πράγμα που ήξεραν γι' αυτό το μυστηριώδες αντικείμενο ήταν πως είχε σχήμα στενόμακρο και μήκος περίπου πέντε πόντους, δεν είχαν και πολλές ελπίδες να μαντέψουν τι μπορεί να ήταν, αν δε συγκέντρωναν περισσότερες πληροφορίες...

Το περίεργο ήταν πως ούτε ο Νέβιλ, αλλά ούτε και η πάντα περίεργη Ερμιόνη, έδειχναν το παραμικρό ενδιαφέρον να μάθουν τι βρισκόταν στην καταπακτή που φύλαγε ο τερατώδης σκύλος. Το μόνο που ενδιέφερε τον Νέβιλ ήταν να μην ξαναπλησιάσει εκείνη την περιοχή. Όσο για την Ερμιόνη —την πολύξερη Ερμιόνη— δε μιλούσε πια στον Χάρι και στον Ρον, πράγμα που και οι δυο τους θεωρούσαν ανέλπιστη τύχη. Στο μυαλό του Χάρι και του Ρον δεν υπήρχε τώρα παρά μόνο μια σκέψη: πώς να εκδικηθούν τον Μαλφόι για την παγίδα που τους είχε στήσει. Και, προς μεγάλη τους ευχαρίστηση, αυτή η ευκαιρία παρουσιάστηκε με το ταχυδρομείο, περίπου μια εβδομάδα αργότερα.

Καθώς στη διάρκεια του πρωινού οι κουκουβάγιες που έφερναν τα γράμματα έμπαιναν στο μεγάλο χολ, η προσοχή όλων επικεντρώθηκε σ' ένα μακρύ και λεπτό πακέτο που κουβαλούσαν προσεκτικά έξι κουκουβάγιες. O Χάρι, το ίδιο περίεργος με τους άλλους, έμεινε με το στόμα ανοιχτό, όταν οι έξι κουκουβάγιες σταμάτησαν από πάνω του κι άφησαν το πακέτο να πέσει μπροστά του. Κατόπιν, καθώς εκείνες φτερούγιζαν μακριά, μια άλλη κουκουβάγια τον πλησίασε κι άφησε ένα γράμμα να πέσει επάνω στο πακέτο.

Ο Χάρι άνοιξε πρώτα το γράμμα. Ευτυχώς, γιατί έγραφε:

ΜΗΝ ΑΝΟΙΞΕΙΣ ΤΟ ΠΑΚΕΤΟ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ!

Περιέχει το καινούριο σου σκουπόξυλο, μοντέλο Σύννεφο 2000, και δε θέλω να δουν οι άλλοι πρωτοετείς πως εσύ έχεις δικό σου σκουπόξυλο, επειδή τότε θα ζητάνε κι εκείνοι. Ο Όλιβερ Γουντ θα σε συναντήσει απόψε στο γήπεδο του κουίντιτς στις 7μ.μ., για την πρώτη σου προπόνηση.

Καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ

Ο Χάρι έκανε μεγάλη προσπάθεια να κρύψει τη χαρά του καθώς έδινε το γράμμα στον Ρον.

«Ένα Σύννεφο δύο χιλιάδες!» είπε ο Ρον με λαχτάρα, αφού διάβασε το γράμμα. «Ούτε που έχω αγγίξει ένα τέτοιο!»

Τα δυο παιδιά έφυγαν γρήγορα απ' το μεγάλο χολ, θέλοντας ν' ανοίξουν το πακέτο πριν απ' το πρώτο μάθημα. Καθώς όμως ανέβαιναν τη σκάλα, ο Μαλφόι, με τους αχώριστους φίλους του Κράμπε και Γκόιλ, τους έκοψε το δρόμο. Βλέποντας το πακέτο στα χέρια του Χάρι, ο Μαλφόι το άρπαξε κι άρχισε να το ψαχουλεύει.

«Αυτό είναι σκουπόξυλο!» είπε κατόπιν, πετώντας πίσω το πακέτο στον Χάρι, μ' ένα μίγμα ζήλιας και κακίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του. «Αυτή τη φορά την πάτησες, Πότερ! Οι πρωτοετείς δεν επιτρέπεται να έχουν σκουπόξυλο!»

Ο Χάρι δε μίλησε, αλλά ο Ρον δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί στον πειρασμό.

«Δεν είναι και κανένα συνηθισμένο σκουπόξυλο!» φώναξε στον Μαλφόι. «Ένα Σύννεφο δύο χιλιάδες είναι! Εσύ τι σκουπόξυλο είπες πως έχεις σπίτι σου; Έναν Κομήτη διακόσια εξήντα, Μαλφόι; Καλός είναι κι ο Κομήτης, αλλά όχι στην ίδια κλάση με το Σύννεφο δύο χιλιάδες...»

«Και τι ξέρεις εσύ απ' αυτά, Ουέσλι; Ούτε μισό σκουπόξυλο δεν μπορείς ν' αγοράσεις!» αποκρίθηκε περιφρονητικά ο Μαλφόι. «Φαντάζομαι πως εσύ και τ' αδέλφια σου θα κάνετε οικονομίες και θ' αγοράζετε τα σκουπόξυλά σας κλαδάκικλαδάκι!»

Προτού όμως ο Ρον προλάβει ν' απαντήσει, ο καθηγητής Φλίτγουικ παρουσιάστηκε μπροστά τους.

«Ελπίζω να μην τσακώνεστε, παιδιά...» είπε.

«Στον Πότερ έστειλαν ένα σκουπόξυλο με το ταχυδρομείο, κύριε», είπε βιαστικά ο Μαλφόι.

«Ναι, ναι, το ξέρω», αποκρίθηκε εκείνος, χαμογελώντας στον Χάρι. «Η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ μου εξήγησε τις ειδικές συνθήκες, Πότερ. Και... τι μοντέλο είναι;»

«Σύννεφο δύο χιλιάδες, κύριε», αποκρίθηκε ο Χάρι, προσπαθώντας να μη γελάσει με την έκφραση λυσσασμένης απογοήτευσης που είχε πάρει το πρόσωπο του Μαλφόι. «Κι είναι χάρη στο συμμαθητή μου Μαλφόι, που το απέκτησα...»

Τα δυο παιδιά απομακρύνθηκαν γελώντας ικανοποιημένα.

«Αλήθεια είναι αυτό που είπα πριν», παρατήρησε ο Χάρι όταν έφτασαν στο τέλος της σκάλας. «Γιατί, αν ο Μαλφόι δεν είχε κλέψει την μπάλα της μνήμης του Νέβιλ, εγώ δε θα ήμουν τώρα στην ομάδα του κουίντιτς...»

«Και νομίζεις πως αυτό είναι αρκετό για ν' αδιαφορείς για τους κανονισμούς!» ακούστηκε πίσω τους μια θυμωμένη φωνή.

Τα δυο αγόρια γύρισαν κι είδαν την Ερμιόνη ν' ανεβαίνει πίσω τους τη σκάλα, ρίχνοντας θυμωμένες ματιές στο πακέτο που κουβαλούσαν.

«Νόμιζα πως δε μας μιλάς», παρατήρησε ο Χάρι.

«Μη σταματάς τώρα. Συνέχισε, γιατί μας κάνεις μεγάλο κακό!» πρόσθεσε ειρωνικά ο Ρον.

Η Ερμιόνη τους γύρισε την πλάτη κι απομακρύνθηκε όλο υπεροψία.

Εκείνη τη μέρα ο Χάρι δυσκολεύθηκε πολύ να συγκεντρωθεί στα μαθήματα του, γιατί το μυαλό του πήγαινε απ' το καινούριο σκουπόξυλο, το οποίο βρισκόταν τώρα κάτω από το κρεβάτι του, στο γήπεδο του κουίντιτς, όπου θα έκανε την πρώτη του προπόνηση το ίδιο εκείνο βράδυ. Στο δείπνο άδειασε γρήγορα το πιάτο του, χωρίς να προσέχει τι τρώει. Μετά έτρεξαν με τον Ρον στο δωμάτιο τους, για να βγάλουν — επιτέλους! — το Σύννεφο 2000 απ' τη θήκη του.

«Α!» είπε με θαυμασμό ο Ρον, όταν ακούμπησαν το καινούριο σκουπόξυλο στο κρεβάτι του Χάρι.

Ακόμη κι ο Χάρι, που δεν είχε ιδέα για τα διάφορα μοντέλα σκουπόξυλων, ήταν σίγουρος πως το δικό του ήταν το καλύτερο: λεπτό και γυαλιστερό, με χερούλι από μαόνι, με μακριά ουρά από λεπτά και ίσια κλαδάκια και τις λέξεις «Σύννεφο 2000» γραμμένες με χρυσά γράμματα στην κορυφή του.

Όταν η ώρα πλησίαζε επτά, ο Χάρι βγήκε απ' το κάστρο κι άρχισε να προχωρεί προς το γήπεδο του κουίντιτς, ενώ το σούρουπο άρχιζε να πέφτει. Δεν είχε ποτέ πριν μπει στο στάδιο και το εσωτερικό του τον εντυπωσίασε. Εκατοντάδες καθίσματα ήταν στερεωμένα σε σκαλωσιές, έτσι ώστε οι θεατές να βρίσκονται ψηλά και να μπορούν να παρακολουθούν άνετα τις φάσεις του παιχνιδιού. Το γήπεδο είχε δύο άκρες και σε κάθε άκρη υπήρχαν τρεις χρυσοί στύλοι, με δαχτυλίδια κρεμασμένα στην κορυφή τους. Οι χρυσοί αυτοί στύλοι θύμιζαν στον Χάρι τα λεπτά μπαστούνια που χρησιμοποιούν τα παιδιά των Μαγκλ για να φτιάχνουν σαπουνόφουσκες, μόνο που αυτά εδώ ήταν πανύψηλα, τουλάχιστον ίσαμε είκοσι μέτρα.

Ο Χάρι λαχταρούσε τόσο πολύ να πετάξει, που δεν μπορούσε να περιμένει τον Γουντ. Έτσι καβάλησε το καινούριο του σκουπόξυλο, κλότσησε δυνατά και βρέθηκε στον αέρα. Μετά άρχισε να κάνει βόλτες επάνω απ' το γήπεδο, περνώντας μέσα απ' τα τέρματα κι απολαμβάνοντας το πόσο ευκίνητο ήταν το Σύννεφο 2000 και το πώς ανταποκρινόταν αμέσως στο παραμικρό του άγγιγμα.

«Ε, Πότερ! Κατέβα κάτω!»

Ο Όλιβερ Γουντ είχε έρθει. Κάτω απ' το ένα μπράτσο του κρατούσε ένα μεγάλο ξύλινο κουτί. Ο Χάρι προσγειώθηκε δίπλα του.

«Πολύ καλός είσαι!» του είπε ενθουσιασμένος ο Γουντ. «Καταλαβαίνω τώρα τι εννοούσε η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ... Έχεις αληθινό ταλέντο. Απόψε, το μόνο που θα σου μάθω είναι οι κανόνες του παιχνιδιού. Από αύριο θα παίρνεις κανονικά μέρος στις προπονήσεις της ομάδας, τρεις φορές την εβδομάδα...»

Μιλώντας, είχε ανοίξει το κουτί που κρατούσε. Μέσα βρίσκονταν τέσσερις μπάλες, καθεμιά με διαφορετικό μέγεθος.

«Λοιπόν», συνέχισε κατόπιν ο Γουντ. «Το κουίντιτς είναι εύκολο να το μάθεις, αλλά όχι και τόσο εύκολο να το παίξεις. Η κάθε ομάδα έχει εφτά παίκτες. Οι τρεις απ' αυτούς λέγονται "κυνηγοί"».

«Τρεις κυνηγοί», επανέλαβε ο Χάρι, ενώ ο Γουντ έβγαζε απ' το κουτί μια κατακόκκινη μπάλα, στο μέγεθος μπάλας ποδοσφαίρου.

«Αυτή η μπάλα ονομάζεται "κόκκινη"», είπε. «Οι κυνηγοί πετούν ο ένας στον άλλον την κόκκινη και προσπαθούν να την περάσουν μέσα από ένα απ' αυτά εκεί τα δαχτυλίδια, για να βάλουν γκολ. Κάθε γκολ, δηλαδή κάθε φορά που αυτή η κόκκινη μπάλα περνά μέσα από ένα δαχτυλίδι, σημαίνει δέκα βαθμούς. Κατάλαβες;»

«Ναι», αποκρίθηκε ο Χάρι. «Δηλαδή αυτό το παιχνίδι είναι κάτι σαν... σαν το μπάσκετ, μόνο που παίζεται επάνω σε σκουπόξυλα και με έξι κρίκους, έτσι;»

«Τι είναι το μπάσκετ;» ρώτησε με περιέργεια ο Γουντ.

«Θα σου εξηγήσω άλλη φορά. Συνέχισε τώρα...» απάντησε ο Χάρι.

«Λοιπόν, σε κάθε ομάδα υπάρχει κι ένας παίκτης που ονομάζεται "φύλακας". Εγώ είμαι ο φύλακας της ομάδας του Γκρίφιντορ. Πρέπει, δηλαδή, να πετάω γύρω απ' τους κρίκους της ομάδας μου και να εμποδίζω τους αντιπάλους να βάζουν γκολ».

«Τρεις κυνηγοί, ένας φύλακας», είπε ο Χάρι, αποφασισμένος να τα θυμάται όλα. «Και παίζουν με την κόκκινη. Εντάξει, το κατάλαβα. Τι ρόλο, όμως, παίζουν οι άλλες τρεις μπάλες που έχεις;»

«Θα σου δείξω τώρα», αποκρίθηκε ο Γουντ. «Πάρε αυτό». Κι έδωσε στον Χάρι ένα μικρό ρόπαλο. «Θα σου δείξω τι κάνουν οι μαύρες», συνέχισε ο Γουντ, δείχνοντας στον Χάρι άλλες δυο μπάλες, κατάμαυρες, γυαλιστερές και λίγο μεγαλύτερες από την κόκκινη. Ο Χάρι πρόσεξε πως αυτές οι μαύρες μπάλες ήσαν δεμένες μέσα στο κουτί με λωρίδες, ενώ έμοιαζαν σαν να προσπαθούσαν συνέχεια να φύγουν απ' τα δεσμά τους.

«Κάνε πιο πέρα!» του είπε ο Γουντ κι έλυσε μια απ' τις μαύρες μπάλες.

Αμέσως εκείνη τινάχτηκε ψηλά στον αέρα. Μετά άρχισε να κατεβαίνει ίσια καταπάνω στο πρόσωπο του Χάρι. Εκείνος πρόλαβε και τη χτύπησε με το ρόπαλο, στέλνοντας την ίσια μπροστά. Τότε η μαύρη έβαλε στόχο τον Γουντ, ορμώντας καταπάνω του. Προτού τον χτυπήσει όμως, εκείνος πήδησε ψηλά, την άρπαξε και την κατέβασε στο πάτωμα, πέφτοντας ολόκληρος επάνω της, για να την ακινητοποιήσει.

«Βλέπεις;» ρώτησε κατόπιν λαχανιασμένος τον Χάρι, ενώ έ6αζε με το ζόρι τη μαύρη στο κουτί και την έδενε με τα λουριά. «Οι μαύρες, λοιπόν, πετούν γρήγορα γύρω γύρω, στοχεύοντας τους παίκτες και προσπαθώντας να τους ρίξουν απ' τα σκουπόξυλά τους. Γι' αυτό και υπάρχουν δύο "χτυπητές" σε κάθε ομάδα —στη δική μας είναι οι δίδυμοι Ουέσλι —, των οποίων η δουλειά είναι να προστατεύουν τους συμπαίκτες τους από τις μαύρες και να προσπαθούν να τις στέλνουν στους αντιπάλους. Τι λες, τα κατάλαβες όλ' αυτά;»

«Τρεις κυνηγοί προσπαθούν να βάλουν γκολ με την κόκκινη. Ο φύλακας φυλάει το τέρμα. Οι χτυπητές κρατούν τις μαύρες μακριά απ' τους συμπαίκτες τους», είπε με μια ανάσα ο Χάρι.

«Πολύ καλά, Πότερ».

«Εεε... οι μαύρες σκότωσαν ποτέ κανέναν παίκτη;» ρώτησε ο Χάρι, ελπίζοντας η ερώτηση του να μην είχε πολύ δραματικό τόνο.

«Ποτέ εδώ στο "Χόγκουαρτς"», αποκρίθηκε ο Γουντ. «Είχαμε μερικά σπασμένα σαγόνια, αλλά τίποτα χειρότερο... Τώρα, ο τελευταίος παίκτης της κάθε ομάδας είναι ο "ανιχνευτής" . Αυτός θα είσαι εσύ στην ομάδα μας! Και δε χρειάζεται ν' απασχολείσαι ούτε με την κόκκινη, ούτε με τις μαύρες...»

«...εκτός αν κινδυνεύω να μου σπάσουν το κεφάλι», τον διέκοψε ο Χάρι.

«Μην ανησυχείς. Οι δίδυμοι Ουέσλι είναι κάτι παραπάνω από ικανοί να τα βγάλουν πέρα με τις μαύρες και να σε προστατέψουν. Θέλω να πω, αυτοί οι δύο είναι από μόνοι τους σαν ένα ζευγάρι μαύρες...»

Μιλώντας, ο Γουντ έβαλε πάλι το χέρι του στο ξύλινο κουτί κι έβγαλε από μέσα την τελευταία μπάλα. Σε σύγκριση με την κόκκινη και τις μαύρες, ήταν πολύ μικρή, όχι μεγαλύτερη από ένα μεγάλο καρύδι. Είχε ζωηρό χρυσαφί χρώμα και δυο μικρά ασημένια φτερά, τα οποία βρίσκονταν σε διαρκή κίνηση.

«Αυτή εδώ είναι η "χρυσή"», είπε ο Γουντ, «δηλαδή η πιο σημαντική απ' όλες τις μπάλες του κουίντιτς. Πολύ δύσκολα πιάνεται, γιατί είναι τόσο μικρή, που δε φαίνεται εύκολα. Η δουλειά του ανιχνευτή είναι να πιάνει τη χρυσή. Πρέπει, λοιπόν, να πετάει συνέχεια ανάμεσα στους κυνηγούς, τους χτυπητές, τις μαύρες μπάλες και την κόκκινη, για να πιάσει τη χρυσή, προτού την πιάσει ο ανιχνευτής της άλλης ομάδας. Γιατί όποιος ανιχνευτής πιάσει τη χρυσή, κερδίζει για την ομάδα του εκατόν πενήντα βαθμούς, με αποτέλεσμα βέβαια αυτή η ομάδα να κερδίζει και το ματς. Ακριβώς γι' αυτό, όλοι προσπαθούν να κάνουν δύσκολη τη ζωή στους ανιχνευτές. Κι ένα ματς κουίντιτς τελειώνει μόνο όταν πιαστεί η χρυσή. Αυτό σημαίνει ότι ένα ματς μπορεί να συνεχίζεται για πολύ καιρό. Νομίζω πως το παγκόσμιο ρεκόρ είναι τρεις μήνες και τότε έπρεπε να βάζουν συνεχώς στο παιχνίδι καινούριους παίκτες, για να μπορούν οι προηγούμενοι να τρώνε και να κοιμούνται... Λοιπόν, αυτά είναι όλα. Μήπως έχεις τίποτα ερωτήσεις;»

Ο Χάρι κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Καταλάβαινε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει. Το πώς να το κάνει, ήταν που του φαινόταν δύσκολο!

«Μπορούμε να κάνουμε τώρα λίγη προπόνηση. Όχι με τη χρυσή βέβαια, γιατί δεν υπάρχει πια αρκετό φως...» είπε κατόπιν ο Γουντ, βάζοντας τη μικροσκοπική μπάλα μέσα στο κουτί. «Ας δοκιμάσουμε καλύτερα με μερικές απ' αυτές τις μπάλες...»

Μιλώντας, έβγαλε απ' την τσέπη του μερικές συνηθισμένες μπάλες του τένις. Λίγες στιγμές αργότερα ο Χάρι κι ο Γουντ βρίσκονταν στον αέρα.

Ο Γουντ πετούσε τις μπάλες στον Χάρι από διάφορες κατευθύνσεις κι εκείνος έβαζε τα δυνατά του για να τις πιάσει.

Ο Χάρι δεν έχασε ούτε μια απ' τις μπάλες κι ο Γουντ έμεινε ενθουσιασμένος. Μετά από μισή ώρα, όμως, αναγκάστηκαν να σταματήσουν, γιατί το σκοτάδι είχε πυκνώσει.

«Το φετινό κύπελλο του κουίντιτς θα έχει επάνω του γραμμένο τ' όνομα του κοιτώνα μας!» είπε με πεποίθηση ο Γουντ καθώς γυρνούσαν κουρασμένοι στο κάστρο. «Και δε θα μου φανεί καθόλου παράξενο, αν γίνεις καλύτερος παίκτης κι απ' τον Τσάρλι Ουέσλι, που θα μπορούσε να έχει παίξει στη Εθνική Αγγλίας Κουίντιτς, αν δεν είχε φύγει για να κυνηγήσει δράκους!» Ίσως να ήταν το γεγονός ότι ήταν συνεχώς απασχολημένος με τις προπονήσεις και με τα υπόλοιπα μαθήματα, γιατί ο Χάρι παραξενεύτηκε πολύ όταν συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στο «Χόγκουαρτς» εδώ και τρεις ολόκληρους μήνες. Ένιωθε το τεράστιο κάστρο σαν σπίτι του, πολύ περισσότερο απ' όσο είχε ποτέ νιώσει το σπίτι των Ντάρσλι στην οδό Πριβέι. Ό σ ο για τα μαθήματα, γίνονταν όλο και πιο ενδιαφέροντα, ιδιαίτερα τώρα που είχαν όλοι μάθει τα βασικά.

Το πρωί της ημέρας του Χάλοουιν[1] όλα τα παιδιά ξύπνησαν με την υπέροχη μυρωδιά της ψητής κολοκύθας να γεμίζει το κάστρο. Για τον Χάρι, η μεγαλύτερη ευχαρίστηση ήρθε όταν, στο πρώτο τους μάθημα, τα ξόρκια, ο καθηγητής Φλίτγουικ τους είπε πως είχε έρθει η ώρα να μάθουν πώς να κάνουν αντικείμενα να πετούν. Όλα τα παιδιά το επιθυμούσαν πολύ, ιδιαίτερα από τότε που είχαν δει τον καθηγητή να κάνει το βάτραχο του Νέβιλ να πετά σ' όλο το δωμάτιο.

Ο καθηγητής Φλίτγουικ χώρισε την τάξη σε ζευγάρια, για να κάνουν δυο δυο τα πειράματα. Σύντροφος του Χάρι ήταν ο Σίμους Μίλιγκαν, κάτι που τον ανακούφισε, γιατί εντωμεταξύ είχε δει τον Νέβιλ, ο οποίος του έκανε νοήματα να κάνουν μαζί τα πειράματα. Ο καημένος ο Ρον, όμως, θα έκανε πειράματα μαζί με την Ερμιόνη. Κοιτάζοντας τους, ο Χάρι δεν μπορούσε να πει ποιος απ' τους δυο ήταν περισσότερο νευριασμένος. Γιατί η Ερμιόνη δεν είχε ξαναμιλήσει ούτε σ' εκείνον, ούτε στον Ρον, απ' τη μέρα που το σκουπόξυλο του Χάρι είχε φτάσει στο κάστρο.

«Λοιπόν, τώρα δεν πρέπει να ξεχάσετε αυτή την ωραία κίνηση του καρπού του χεριού, που την κάναμε τόσες φορές στην εξάσκηση», είπε με την ψιλή φωνούλα του ο καθηγητής Φλίτγουικ, σκαρφαλωμένος όπως πάντα στη στοίβα των βιβλίων πίσω απ' την έδρα του. «Και πρέπει να προφέρετε σωστά τις μαγικές λέξεις — αυτό είναι πολύ σημαντικό! Μην ξεχνάτε την περίπτωση του μάγου Μπαρούφιο, που είπε "αντί", ενώ έπρεπε να πει "αν", και βρέθηκε ανάσκελα στο πάτωμα, μ' έναν ταύρο επάνω στο στήθος του...»

Το πείραμα ήταν πολύ δύσκολο. Ο Χάρι κι ο Σίμους κουνούσαν το ραβδί τους κι έλεγαν τα μαγικά λόγια, αλλά το φτερό που ήθελαν να κάνουν να πετάξει ως το ταβάνι, συνέχισε να μένει ακίνητο επάνω στο θρανίο. Τελικά ο Σίμους νευρίασε τόσο πολύ, που άγγιξε το φτερό με την άκρη του μαγικού ραβδιού του, με αποτέλεσμα να του βάλει φωτιά· μια φωτιά την οποία ο Χάρι αναγκάστηκε να σβήσει χτυπώντας την πολλές φορές με το μυτερό καπέλο του.

Στο διπλανό θρανίο ο Ρον δε φαινόταν να τα καταφέρνει καλύτερα.

«Γουινγκάρτιουμ Λεβιόζα!» φώναζε, κουνώντας τα μακριά χέρια του σαν ανεμόμυλος.

«Το λες λάθος!» τον έκοψε απότομα η Ερμιόνη. «Το "γκαρ..." πρέπει να είναι μακρόσυρτο και...»

«Τότε κάν' το μόνη σου!» φώναξε θυμωμένος ο Ρον.

Η Ερμιόνη ανασήκωσε τα μακριά μανίκια της ρόμπας της, τίναξε το μαγικό ραβδί της και είπε: «Γουινγκάααρτιουμ Λεβιόζα!»

Αμέσως το φτερό μπροστά της σηκώθηκε στον αέρα και στάθηκε περίπου δυο μέτρα πάνω απ' το θρανίο.

«Πολύ καλά, πολύ καλά!» φώναξε ο καθηγητής Φλίτγουικ, χειροκροτώντας ενθουσιασμένος. «Κοιτάξτε όλοι εδώ. Η δεσποινίς Γκρέιντζερ τα κατάφερε!»

Όταν το μάθημα τελείωσε, ο Ρον ήταν ακόμη πιο νευριασμένος απ' ό,τι στην αρχή του μαθήματος.

«Δε μου κάνει εντύπωση, που κανείς δεν την αντέχει», είπε στον Χάρι καθώς διέσχιζαν το γεμάτο μαθητές διάδρομο. «Αυτή πια είναι αληθινός εφιάλτης!»

Κάποιος, προσπερνώντας τον Χάρι, τον σκούντησε. Εκείνος γύρισε κι είδε πως ήταν η Ερμιόνη. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της κι αυτό τον άφησε κατάπληκτο.

«Νομίζω πως σε άκουσε», είπε στον Ρον.

«Και λοιπόν;» αποκρίθηκε εκείνος, νιώθοντας όμως κατά βάθος ντροπή. «Θα πρέπει να το έχει προσέξει και μόνη της πως δεν έχει καθόλου φίλους...»

Η Ερμιόνη δε φάνηκε στο επόμενο μάθημα και κανείς δεν την είδε εκείνο το απόγευμα. Κατεβαίνοντας αργότερα στη μεγάλη τραπεζαρία για το εορταστικό δείπνο του Χάλοουιν, ο Χάρι άκουσε την Παρβάτι Πάτιλ να λέει στη φίλη της, Αάβεντερ, πως η Ερμιόνη είχε κλειδωθεί κλαίγοντας στις τουαλέτες των κοριτσιών και πως ήθελε να την αφήσουν ήσυχη. Ο Ρον, ακούγοντας το, ένιωσε ακόμη μεγαλύτερη ντροπή, σε μερικές στιγμές όμως είχαν όλοι μπει στη μεγάλη τραπεζαρία, όπου οι εντυπωσιακές διακοσμήσεις για το Χάλοουιν και τα νόστιμα φαγητά και γλυκά έδιωξαν αμέσως την Ερμιόνη απ' το μυαλό τους.

Χίλιες ζωντανές νυχτερίδες πετούσαν γύρω γύρω εκείνο το βράδυ, ενώ άλλες τόσες κατέβαιναν κάθε τόσο πάνω από τα τραπέζια και έκαναν τις φλόγες των κεριών, τα οποία βρίσκονταν μέσα σε αμέτρητες μικρές κολοκύθες, να τρεμοπαίζουν. Τα πλούσια φαγητά παρουσιάστηκαν όλα μαζί μέσα στις χρυσές πιατέλες, όπως ακριβώς και στο επίσημο δείπνο για την έναρξη της σχολικής χρονιάς.

Ο Χάρι είχε μόλις αρχίσει να γεμίζει το πιάτο του, όταν ο καθηγητής Κούιρελ μπήκε τρέχοντας στη μεγάλη τραπεζαρία, με το τουρμπάνι του πεσμένο απ' τη μια μεριά και τον τρόμο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του. Όλοι τον κοίταζαν κατάπληκτοι, καθώς πλησίασε στην πολυθρόνα του καθηγητή Ντάμπλντορ, έπεσε σχεδόν επάνω του και είπε τρέμοντας:

«Ορεινός καλλικάντζαρος... στα υπόγεια... Σκέφθηκα πως έπρεπε να το μάθεις...»

Και μετά σωριάστηκε στο πάτωμα λιπόθυμος.

Αμέσως όλοι άρχισαν να φωνάζουν και να χειροκροτούν. Και χρειάστηκαν αρκετές κόκκινες φωτοβολίδες απ' την άκρη του μαγικού ραβδιού του καθηγητή Ντάμπλντορ, για να γίνει πάλι ησυχία στη μεγάλη τραπεζαρία.

«Επιμελητές!» φώναξε ο Ντάμπλντορ. «Οδηγήστε αμέσως τους μαθητές σας στους κοιτώνες τους!»

Φυσικά ο Πέρσι Ουέσλι βρέθηκε αμέσως στο στοιχείο του.

«Ακολουθήστε με!» φώναξε στα παιδιά του Γκρίφιντορ. «Πρωτοετείς, μείνετε κοντά μου! Δεν υπάρχει λόγος να φοβάστε, αν ακολουθήσετε τις οδηγίες μου! Εμπρός, ξεκινάμε! Κάντε χώρο, παρακαλώ, πρέπει να περάσουν οι πρωτοετείς! Εγώ είμαι ο επιμελητής τους!»

«Μα πώς μπόρεσε ένας ορεινός καλλικάντζαρος να μπει στο κάστρο;» ρώτησε ο Χάρι τον Ρον.

«Ιδέα δεν έχω. Μπορεί ο Πιβς να τον άφησε να μπει επίτηδες, για να μας κάνει πλάκα».

Καθώς άνοιγαν δρόμο ανάμεσα από μια ομάδα σαστισμένα παιδιά απ' το Χάφλπαφλ, ο Χάρι άρπαξε τον Ρον από το μπράτσο.

«Μόλις τώρα το σκέφτηκα!» του είπε. «Η Ερμιόνη...»

«Τι τρέχει μ' αυτήν;»

«Δεν ξέρει τίποτα γι' αυτόν τον καλλικάντζαρο...»

Ο Ρον δίστασε, δαγκώνοντας τα χείλη του.

«Εντάξει», είπε κατόπιν. «Αλλά καλύτερα να μη μας δει ο Πέρσι...»

Σκύβοντας, για να μη φαίνονται, ο Χάρι κι ο Ρον ακολούθησαν τα παιδιά του Χάφλπαφλ προς την αντίθετη κατεύθυνση, βρήκαν έναν άδειο διάδρομο κι άρχισαν να τρέχουν προς τις τουαλέτες των κοριτσιών. Είχαν μόλις στρίψει στην πρώτη γωνία, όταν άκουσαν πίσω τους γρήγορα Βήματα.

«Ο Πέρσι!» ψιθύρισε ο Ρον, τραβώντας τον Χάρι πίσω από το πέτρινο άγαλμα ενός μεγάλου λιονταριού με φτερά.·

Κρυφοκοιτάζοντας όμως πίσω απ' το άγαλμα, τα δυο παιδιά είδαν όχι τον Πέρσι, αλλά τον καθηγητή Σνέιπ να πλησιάζει. Διέσχισε βιαστικά το διάδρομο και χάθηκε γρήγορα απ' τα μάτια τους.

«Τι γυρεύει εδώ;» ρώτησε ψιθυριστά ο Χάρι τον Ρον. «Γιατί δεν είναι κι αυτός στα υπόγεια, μαζί με τους άλλους καθηγητές;»

«Πού να ξέρω;»

Στις μύτες των ποδιών τους, ο Χάρι κι ο Ρον άρχισαν να διασχίζουν αθόρυβα το διάδρομο, ακολουθώντας τον Σνέιπ, που όλο και απομακρυνόταν.

«Πάει για το τρίτο πάτωμα», ψιθύρισε ο Χάρι, αλλά ο Ρον σήκωσε το χέρι του για να τον κάνει να σταματήσει.

«Σου μυρίζει κάτι;» τον ρώτησε.

Ο Χάρι πήρε μια-δυο βαθιές αναπνοές και μια απαίσια μυρωδιά ήρθε στα ρουθούνια του- ένας συνδυασμός από βρόμικες κάλτσες και δημόσιες τουαλέτες, απ' αυτές που δεν καθαρίζονται ποτέ.

Και σχεδόν αμέσως το άκουσαν κι οι δυο: ένα σιγανό μουγκρητό και το αργό σύρσιμο από τεράστιες πατούσες. Ο Ρον έδειξε σιωπηλός με το τεντωμένο χέρι του: στο τέλος του διαδρόμου κι από τ' αριστερά, κάτι τεράστιο ερχόταν προς το μέρος τους. Τα δυο παιδιά στριμώχτηκαν περισσότερο στο σκοτεινό τοίχο και συνέχισαν να κοιτάζουν. Το τεράστιο πλάσμα φάνηκε καθαρά σ' ένα κομμάτι του διαδρόμου που το έλουζε το φως του φεγγαριού.

Το θέαμα ήταν κάτι περισσότερο από τρομακτικό — ήταν φρικτό! Ψηλός ίσαμε έξι μέτρα, με δέρμα σαν του γρανίτη, ο ορεινός καλλικάντζαρος είχε σώμα χοντροκομμένο κι ένα μικρό κεφάλι κολλημένο απευθείας σ' αυτό, χωρίς καθόλου λαιμό. Τα πόδια του ήταν κοντά αλλά χοντρά, σαν κορμοί δέντρων. Η μυρωδιά που ανάδινε ήταν αληθινά ανυπόφορη. Στο ένα του χέρι κρατούσε ένα χοντρό ρόπαλο, το οποίο σερνόταν στο πάτωμα — τόσο μακριά ήταν τα μπράτσα του!

Ο καλλικάντζαρος σταμάτησε δίπλα σε μια ανοιχτή πόρτα και κοίταξε μέσα. Κούνησε μερικές φορές τα πεταχτά αφτιά του, ενώ προσπαθούσε να πάρει μιαν απόφαση με το μικροσκοπικό μυαλό του. Μετά μπήκε με συρτά 6ήματα μέσα.

«Το κλειδί είναι στην κλειδαριά», ψιθύρισε ο Χάρι. «Μπορούμε να τον κλειδώσουμε μέσα».

«Καλή ιδέα», είπε ο Ρον, με φωνή που έτρεμε λίγο.

Στις μύτες των ποδιών και με τα στόματα τους ξερά από το φόβο, τα δυο παιδιά άρχισαν να πλησιάζουν την ανοιχτή πόρτα, παρακαλώντας σιωπηλά να μην έρθει στον καλλικάντζαρο καμιά ιδέα να βγει πάλι έξω. Όταν έφτασαν κοντά στην πόρτα, ο Χάρι έκανε ένα μεγάλο πήδημα μπροστά, άρπαξε το χερούλι της πόρτας, την έκλεισε με δύναμη και γύρισε το κλειδί.

«Ζήτω!» φώναξαν κι οι δυο μαζί.

Κατόπιν άρχισαν να τρέχουν προς την άλλη πλευρά του διαδρόμου. Δεν είχαν όμως προλάβει να κάνουν παρά μερικά βήματα, και τους σταμάτησε μια δυνατή, κοριτσίστικη κραυγή! Και φαινόταν να έρχεται ακριβώς απ' την αίθουσα που μόλις είχαν διπλοκλειδώσει.

«Α, όχι!» είπε ο Ρον, χλομός σαν τον Ματωμένο Βαρόνο.

«Η τουαλέτα των κοριτσιών!» ψιθύρισε με φρίκη ο Χάρι.

«Η Ερμιόνη!» φώναξαν κατόπιν κι οι δυο μαζί.

Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που θα ήθελαν να κάνουν, αλλά δε γινόταν διαφορετικά... Τρέχοντας, ξαναγύρισαν στο σημείο απ' όπου είχαν ξεκινήσει. Με χέρια που έτρεμαν, ο Χάρι γύρισε το κλειδί κι άνοιξε την πόρτα.

Στον απέναντι τοίχο στεκόταν η Ερμιόνη Γκρέιντζερ, έτοιμη να λιποθυμήσει. Ο καλλικάντζαρος προχωρούσε αργά προς το μέρος της, στριφογυρίζοντας το ρόπαλο του και σπάζοντας τους νιπτήρες στο πέρασμα του.

«Να τον μπερδέψουμε!» φώναξε ο Χάρι στον Ρον.

Κι αρπάζοντας μια βρύση, την πέταξε με δύναμη στον απέναντι τοίχο.

Ο καλλικάντζαρος σταμάτησε μερικά μέτρα πριν από την Ερμιόνη. Είχε ακούσει το θόρυβο και γύριζε αργά προς τα πίσω, ανοιγοκλείνοντας τα μικρά μάτια του, καθώς προσπαθούσε να καταλάβει τι τον είχε προκαλέσει. Το βλέμμα του έπεσε πρώτα πάνω στον Χάρι. Άρχισε να προχωρεί προς το μέρος του, σηκώνοντας ταυτόχρονα το χέρι με το ρόπαλο.

«Ε, χαζέ!» φώναξε κοροϊδευτικά ο Ρον απ' την άλλη πλευρά της αίθουσας και του πέταξε με δύναμη ένα κομμάτι σωλήνα, που τον βρήκε στον ώμο. Ο καλλικάντζαρος φάνηκε να μη δίνει σημασία, αλλά άκουσε τη φωνή του Ρον και σταμάτησε γυρίζοντας το άσχημο μουσούδι του προς αυτόν. Έτσι έδωσε καιρό στον Χάρι να τρέξει από την άλλη πλευρά.

«Φύγε! Τρέξε!» φώναξε ταυτόχρονα ο Χάρι στην Ερμιόνη, αλλά εκείνη ήταν τόσο τρομοκρατημένη, που δεν μπορούσε να κουνηθεί.

Οι δυνατές φωνές κι η ηχώ τους μέσα στη μεγάλη αίθουσα, άρχισαν να τρελαίνουν τον καλλικάντζαρο. Ουρλιάζοντας, άρχισε να στριφογυρίζει, ώσπου το βλέμμα του έπεσε πάλι στον Ρον, ο οποίος ήταν πιο κοντά του και δεν μπορούσε να ξεφύγει από πουθενά.

Όταν ο καλλικάντζαρος άρχισε πάλι να πηγαίνει καταπάνω στον Ρον, ο Χάρι έκανε κάτι πολύ χαζό, αλλά και πολύ γενναίο. Τρέχοντας, πήδησε πάνω στη ράχη του, έσφιξε το ένα μπράτσο του γύρω από το χοντρό λαιμό του καλλικάντζαρου και έχωσε στο ένα ρουθούνι του το μαγικό του ραβδί, που το κρατούσε με το άλλο του χέρι.

Ουρλιάζοντας πάλι, αλλά τώρα από πόνο, ο καλλικάντζαρος συνέχισε να στριφογυρίζει μανιασμένα χτυπώντας δεξιά κι αριστερά με το ρόπαλο του, ενώ ο Χάρι κρατιόταν επάνω του όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Η Ερμιόνη είχε τώρα πέσει στο πάτωμα, ενώ ο Ρον, μη ξέροντας τι άλλο να κάνει, έβγαλε βιαστικά το δικό του μαγικό ραβδί, το τίναξε κι είπε το πρώτο ξόρκι που πέρασε από το μυαλό του: «Γουινγκάρτιουμ Λεβιόζα!»

Αμέσως το ρόπαλο έφυγε από το χέρι του καλλικάντζαρου, σηκώθηκε ψηλά στον αέρα, έμεινε για μια στιγμή μετέωρο και μετά έπεσε με δύναμη στο κεφάλι του κατόχου του. Ο καλλικάντζαρος παραπάτησε και μετά έπεσε απότομα μπρούμυτα, μ' ένα γδούπο που τράνταξε ολόκληρη την αίθουσα.

Ο Χάρι σηκώθηκε όρθιος, τρέμοντας ολόκληρος και με την ανάσα του κομμένη. Ο Ρον στεκόταν ακίνητος, με το μαγικό ραβδί του ακόμη σηκωμένο, θαυμάζοντας, κατάπληκτος, το κατόρθωμα του.

Ήταν η Ερμιόνη αυτή που μίλησε πρώτη.

«Είναι... ψόφιος;» ρώτησε, δείχνοντας τον καλλικάντζαρο.

«Δε νομίζω», αποκρίθηκε ο Χάρι. «Ζαλισμένος πρέπει να ναι από το χτύπημα...»

Σκύβοντας, τράβηξε το μαγικό ραβδί του από τη μύτη του καλλικάντζαρου. Η μια άκρη του ήταν τώρα πασαλειμμένη με κάτι που έμοιαζε με γκρίζα κόλλα.

«Μπλιαχ...» είπε με αηδία και το σκούπισε επάνω στη ράχη του αναίσθητου καλλικάντζαρου.

Ένα ξαφνικό χτύπημα της πόρτας και τα δυνατά βήματα που πλησίαζαν, έκαναν και τους τρεις τους να γυρίσουν αλλού τα βλέμματα τους. Δεν ήξεραν πόση φασαρία είχαν κάνει, αλλά ασφαλώς κάποιος στα υπόγεια θα τους είχε ακούσει, γιατί λίγες στιγμές αργότερα η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ μπήκε σχεδόν τρέχοντας στην αίθουσα. Την ακολουθούσε ο καθηγητής Σνέιπ και πίσω απ' αυτόν ο καθηγητής Κούιρελ, δείχνοντας ακόμη πιο τρομαγμένοι απ' ό,τι προηγουμένως. Βλέποντας τον αναίσθητο καλλικάντζαρο, ο Κούιρελ άφησε να του ξεφύγει μια αδύναμη κραυγή και μετά έπεσε πάνω σε μια τουαλέτα κι έφερε το χέρι στην καρδιά του.

Ο Σνέιπ έσκυψε πάνω από τον καλλικάντζαρο. Η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ κοιτούσε μια τον Χάρι και μια τον Ρον. Ο Χάρι δεν την είχε ποτέ δει τόσο θυμωμένη: τα χείλη της ήταν σφιγμένα και τα μάτια της πετούσαν σπίθες!

«Τι στο καλό σας έπιασε;» φώναξε η καθηγήτρια κι ο θυμός έκανε τη φωνή της να τρέμει. Ο Χάρι έριξε μια γρήγορη ματιά στον Ρον, που στεκόταν με το μαγικό του ραβδί ακόμη σηκωμένο. «Είσαστε τυχεροί που δε σκοτωθήκατε», συνέχισε η ΜακΓκόναγκαλ. «Γιατί δεν πήγατε στον κοιτώνα σας;»

Ο καθηγητής Σνέιπ έριξε ένα διαπεραστικό Βλέμμα στον Χάρι κι εκείνος χαμήλωσε τα μάτια. Ο Ρον συνέχιζε να μένει ακίνητος.

Ξαφνικά ακούστηκε μια αδύναμη φωνή.

«Σας παρακαλώ, κυρία καθηγήτρια... Για μένα έψαχναν...»

«Μις Γκρέιντζερ!»

Η Ερμιόνη είχε τώρα καταφέρει να σταθεί στα πόδια της.

«Μόνη μου πήγα... να βρω τον καλλικάντζαρο...» είπε, «γιατί... γιατί νόμιζα πώς θα μπορούσα να τον αντιμετωπίσω... Θέλω να πω, επειδή... επειδή είχα διαβάσει γι' αυτούς και...»

Ο Ρον κατέβασε το μαγικό του ραβδί και μια έκφραση εκπλήξης ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του. Η Ερμιόνη έλεγε ψέματα! Και μάλιστα σε μια καθηγήτρια! Απίστευτο!

«Αν δε με είχαν βρει, θα... θα ήμουν πεθαμένη τώρα...» συνέχισε η Ερμιόνη. «Ο Χάρι έχωσε το ραβδί του στη μύτη του καλλικάντζαρου κι ο Ρον τον χτύπησε και τον άφησε αναίσθητο με το δικό του ρόπαλο... Δεν προλάβαιναν να φωνάξουν κάποιον, γιατί ο καλλικάντζαρος ήταν έτοιμος να με σκοτώσει όταν έφτασαν...»

Ο Χάρι κι ο Ρον κούνησαν καταφατικά τα κεφάλια τους, λες κι αυτή η ιστορία ήταν απόλυτα αληθινή.

«Τότε... αφού είναι έτσι...» είπε η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ κοιτάζοντας διαπεραστικά και τους τρεις τους. «Εσύ όμως, Ερμιόνη... ανόητο κορίτσι... πώς μπόρεσες να φανταστείς πως θα τα κατάφερνες ν' αντιμετωπίσεις μόνη σου έναν καλλικάντζαρο;»

Η Ερμιόνη χαμήλωσε το κεφάλι και δεν απάντησε.

«Μις Γκρέιντζερ», συνέχισε η καθηγήτρια σε αυστηρό τόνο, «πέντε βαθμοί θ' αφαιρεθούν απ' το Γκρίφιντορ γι' αυτή την περιπέτεια. Και πρέπει να πω πως είμαι πολύ απογοητευμένη από σένα... Τώρα, αν είσαι εντελώς καλά, γύρισε στο δωμάτιο σου. Όλοι οι μαθητές θα τελειώσουν απόψε το δείπνο τους στους κοιτώνες τους».

Σιωπηλή και με σκυμμένο το κεφάλι, η Ερμιόνη έφυγε.

Η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ γύρισε τότε προς τον Χάρι και τον Ρον.

«Όσο για σας, επιμένω πως σταθήκατε πολύ τυχεροί», τους είπε. «Δεν είναι και πολλοί οι πρωτοετείς που θα τολμούσαν ν' αντιμετωπίσουν μόνοι τους έναν καλλικάντζαρο, και μάλιστα του βουνού! Ο καθένας σας, λοιπόν, κερδίζει πέντε βαθμούς για το Γκρίφιντορ. Και θα ειδοποιήσω τον καθηγητή Ντάμπλντορ για όλη αυτή την ιστορία. Μπορείτε τώρα να πηγαίνετε...»

Ο Χάρι και ο Ρον έφυγαν βιαστικά και δε μίλησαν μεταξύ τους, ώσπου ανέβηκαν τη σκάλα ως το δεύτερο πάτωμα. Το να βρίσκονται μακριά απ' τη μυρωδιά του ορεινού καλλικάντζαρου ήταν κιόλας μεγάλη ανακούφιση.

«Θα 'πρεπε να μας δώσουν περισσότερους από δέκα βαθμούς», είπε τότε ο Ρον με γκρινιάρικο ύφος.

«Πέντε, θέλεις να πεις», τον διόρθωσε ο Χάρι. «Γιατί έκοψε πέντε βαθμούς απ' την Ερμιόνη...»

«Καλοσύνη της που μας δικαιολόγησε», παρατήρησε ο Ρον. «Όμως κι εμείς της σώσαμε τη ζωή!»

«Μπορεί να μη χρειαζόταν να τη σώσουμε, αν δεν την είχαμε κλειδώσει μαζί με τον καλλικάντζαρο», του θύμισε ο Χάρι.

Στο μεταξύ είχαν φτάσει μπροστά στο πορτρέτο της χοντρής κυρίας.

«Μουσούδα γουρουνιού!» της φώναξαν και μπήκαν μέσα.

Η αίθουσα διαλειμμάτων ήταν γεμάτη παιδιά και θόρυβο. Όλοι τέλειωναν το φαγητό τους, που είχε έρθει εκεί από την τραπεζαρία. Η Ερμιόνη, όμως, στεκόταν μόνη κοντά στην πόρτα, περιμένοντας τους. Όταν την πλησίασαν, κανείς τους δεν ήξερε τι να πει. Μετά είπαν κι οι τρεις μαζί «ευχαριστώ» και πήγαν να πάρουν πιάτα.

Από εκείνη τη μέρα, όμως, η Ερμιόνη έγινε φίλη τους. Γιατί υπάρχουν μερικές εμπειρίες τις οποίες δεν μπορείς να μοιραστείς με κάποιους, χωρίς ταυτόχρονα να δεθείς στενά μαζί τους. Κι η αντιμετώπιση ενός ορεινού καλλικάντζαρου είναι οπωσδήποτε μία απ' αυτές!

Загрузка...