16. Μέσα από την καταπακτή

Στα χρόνια που θ' ακολουθούσαν, ο Χάρι δε θα μπορούσε ποτέ να θυμηθεί πώς τα κατάφερε να περάσει τις εξετάσεις, ενώ περίμενε κάθε στιγμή ν' ανοίξει κάποια πόρτα και να βρεθεί μπροστά στον Βόλντεμορτ. Κι όμως, οι μέρες συνέχισαν να περνούν ήρεμα. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι ο Λουλούκος ήταν ακόμη ζωντανός πίσω από την κλειδωμένη πόρτα του.

Η ζέστη ήταν τώρα δυνατή, ιδίως στη μεγάλη αίθουσα όπου έδιναν τις γραπτές εξετάσεις. Τους είχαν, μάλιστα, δώσει καινούριες πένες με φτερό, εφοδιασμένες μ' ένα ειδικό ξόρκι που εμπόδιζε την αντιγραφή.

Είχαν, όμως, και πρακτικά διαγωνίσματα. Ο καθηγητής Φλίτγουικ τους καλούσε έναν έναν στο γραφείο του, για να δει αν μπορούσαν να κάνουν έναν ανανά να χορέψει επάνω στην έδρα. Η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ τους εξέτασε στη μεταμόρφωση ενός ποντικού σε πουδριέρα. Τους έδινε επιπλέον βαθμούς, αν η πουδριέρα ήταν ωραία, ενώ τους αφαιρούσε βαθμούς, αν η πουδριέρα είχε επάνω της τρίχες. Όσο για τον καθηγητή Σνέιπ, τους τρομοκράτησε όλους με τις αγριάδες του, καθώς προσπαθούσαν να φτιάξουν ένα φίλτρο λησμονιάς κάτω από την επιτήρηση του.

Ο Χάρι έβαλε τα δυνατά του να τα καταφέρει σε όλα τα διαγωνίσματα, προσπαθώντας ν' αγνοεί τους δυνατούς πόνους στο μέτωπο του, που τον βασάνιζαν διαρκώς από τότε που είχε τη γνωστή περιπέτεια στο απαγορευμένο δάσος. Ο Νέβιλ νόμιζε πως ο Χάρι φοβόταν το ίδιο μ' εκείνον τους διαγωνισμούς και γι' αυτό δεν μπορούσε να κοιμηθεί, η αλήθεια όμως ήταν πως ο Χάρι ξυπνούσε κάθε τόσο από τον παλιό εφιάλτη του. Που τώρα ήταν ακόμη χειρότερος, γιατί είχε προστεθεί και μια μορφή με μάσκα, που έσταζε αίμα.

Θέλεις γιατί δεν είχαν δει στο απαγορευμένο δάσος όσα είχε δει εκείνος, θέλεις γιατί δεν είχαν στο μέτωπο τους ένα σημάδι που να πονάει συνέχεια, ο Ρον και η Ερμιόνη δεν ανησυχούσαν για τη φιλοσοφική λίθο όσο ο Χάρι. Η σκέψη του Βόλντεμορτ φυσικά τους φόβιζε, αλλά δεν τον έβλεπαν και κάθε βράδυ στον ύπνο τους. Και καθώς ήταν απασχολημένοι με τις εξετάσεις, δεν είχαν καιρό ν' ανησυχούν για το τι μπορεί να έκανε ο Σνέιπ, ή κάποιος άλλος...

Το τελευταίο διαγώνισμα ήταν η ιστορία της μαγείας. Αντε, ακόμη μια ώρα μ' ερωτήσεις κι απαντήσεις για ξεμωραμένους γερο-μάγους, που είχαν εφεύρει κουτάλες που ανακατεύουν μόνες τους κι άλλα παρόμοια και μετά... μετά θα ήταν ελεύθεροι για μια ολόκληρη εβδομάδα, ώσπου να βγουν τα αποτελέσματα! Κι όταν το φάντασμα του καθηγητή Μπινς τους είπε ν' αφήσουν τις πένες και να κάνουν ρολό τις περγαμηνές τους, ο Χάρι δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί κι άρχισε να ζητωκραυγάζει μαζί με τ' άλλα παιδιά.

«Οι εξετάσεις ήταν πιο εύκολες απ' ό,τι περίμενα», είπε η Ερμιόνη καθώς έβγαιναν όλοι μαζί στον ηλιόλουστο κήπο. «Τζάμπα έμαθα τον κώδικα συμπεριφοράς των λυκανθρώπων και την επανάσταση του πρόθυμου Έλφρικ...»

Της Ερμιόνης της άρεσε να κουβεντιάζει για το διαγώνισμα που μόλις είχαν τελειώσει... αλλά ο Ρον επέμενε πως αυτό του έφερνε πονοκέφαλο. Έτσι τα τρία παιδιά περπάτησαν ως την όχθη της λίμνης και ξάπλωσαν στη σκιά ενός δέντρου. Λίγο πιο πέρα οι δίδυμοι Ουέσλι και ο Λι Τζόρνταν γαργαλούσαν τα πλοκάμια ενός τεράστιου καλαμαριού, το οποίο ήταν αραγμένο στα ρηχά.

«Τέλος οι επαναλήψεις!» είπε μ' απόλαυση ο Ρον, ενώ ξάπλωνε πιο αναπαυτικά στο γρασίδι. «Γιατί είσαι τόσο κακόκεφος, Χάρι; Έχουμε ακόμη μια εβδομάδα ως τα αποτελέσματα. Δε χρειάζεται ν' ανησυχείς από τώρα...»

Ο Χάρι έτριψε το μέτωπο του με την παλάμη.

«Αν τουλάχιστον ήξερα τι σημαίνει αυτό!» ξέσπασε θυμωμένος. «Το σημάδι μου πονάει συνέχεια... Το έχω πάθει κι άλλοτε, αλλά όχι τόσο δυνατά όσο τώρα!»

«Πήγαινε στη νοσοκόμα», τον συμβούλεψε η Ερμιόνη.

«Μα δεν είμαι άρρωστος!» διαμαρτυρήθηκε ο Χάρι. «Νομίζω πως είναι μια προειδοποίηση... ότι κάποιος κίνδυνος πλησιάζει...»

Ο Ρον όμως δεν έδειξε ενδιαφέρον, γιατί η ζέστη ήταν πολύ έντονη.

«Χάρι, χαλάρωσε λιγάκι», τον συμβούλεψε. «Η Ερμιόνη έχει δίκιο. Όσο ο Ντάμπλντορ είναι εδώ, η φιλοσοφική λίθος είναι ασφαλής! Εξάλλου ποτέ δε βρήκαμε κάποια απόδειξη ότι ο Σνέιπ κατάφερε να περάσει μπροστά από τον Λουλούκο. Τη μια φορά που δοκίμασε, παραλίγο να χάσει το πόδι του. Δε θα το ξανακάνει λοιπόν τόσο εύκολα. Όσο για τον Χάγκριντ, θα προτιμήσει να πεθάνει παρά να προδώσει την εμπιστοσύνη του Ντάμπλντορ...»

Ο Χάρι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Παρ' όλ' αυτά η υποψία ότι είχε ξεχάσει κάτι σημαντικό, τον τριβέλιζε. Όταν προσπάθησε να το εξηγήσει στους άλλους δυο, η Ερμιόνη τον διέκοψε: «Μα αυτό είναι η αγωνία των διαγωνισμών, Χάρι. Χθες τη νύχτα ξύπνησα κι άρχισα να κάνω με το μυαλό μου τις ασκήσεις των μεταμορφώσεων, προτού θυμηθώ πως τελειώσαμε πια μ' αυτό το διαγώνισμα...»

Ο Χάρι, όμως, ήταν απόλυτα σίγουρος πως αυτό το περίεργο συναίσθημα που ένιωθε, δεν είχε καμιά σχέση με τη δουλειά του σχολείου. Μηχανικά, παρακολουθούσε με το βλέμμα του μια κουκουβάγια που πετούσε προς το σχολείο μ' ένα φάκελο στο ράμφος της. Σ' εκείνον, μόνον ο Χάγκριντ έστελνε σημειώματα... κι ο Χάγκριντ δε θα πρόδινε ποτέ τον Ντάμπλντορ... Ο Χάγκριντ ποτέ δε θα 'λεγε σε κάποιον πώς να περάσει μπροστά από τον Λουλούκο, ποτέ... αλλά...

Ο Χάρι πετάχτηκε όρθιος.

«Πού πας;» τον ρώτησε νυσταγμένα ο Ρον.

«Κάτι θυμήθηκα» είπε ο Χάρι, που είχε γίνει ξαφνικά κατάχλομος. «Πρέπει να βρούμε αμέσως τον Χάγκριντ!»

«Μα γιατί;» ρώτησε λαχανιασμένη η Ερμιόνη, τρέχοντας για να τον προλάβει.

«Πα πες μου», είπε ο Χάρι, ενώ άρχιζε να σκαρφαλώνει το χαμηλό λόφο, «δεν είναι περίεργο που αυτό που θέλει περισσότερο ο Χάγκριντ είναι ένας δράκος και, ξαφνικά, τυχαίνει να συναντήσει έναν άγνωστο, που χάνει στα χαρτιά ένα αβγό δράκου; Πόσοι άνθρωποι νομίζεις ότι κυκλοφορούν μ' ένα αβγό δράκου στην τσέπη τους; Αφού αυτό απαγορεύεται από τους νόμους!... Τυχερός, λοιπόν, ο Χάγκριντ που συναντήθηκε μ' αυτόν τον άγνωστο...»

«Για ποιο πράγμα μιλάς;» τον ρώτησε μ' απορία ο Ρον, αλλά ο Χάρι, που έτρεχε τώρα προς το απαγορευμένο δάσος, δεν του απάντησε.

Βρήκαν τον Χάγκριντ καθισμένον έξω από την καλύβα του, με τα μανίκια και τα μπατζάκια του παντελονιού του σηκωμένα, να ξεφλουδίζει κουκιά σε μια μεγάλη λεκάνη.

«Γεια σας!» τους είπε χαμογελώντας. «Τελειώσατε τις εξετάσεις; Θέλετε κάτι να δροσιστείτε;»

«Ναι, ευχαριστώ», απάντησε ο Ρον.

Ο Χάρι τον διέκοψε. «Όχι, δεν έχουμε καιρό», είπε. «Χάγκριντ, πρέπει να σε ρωτήσω κάτι. Θυμάσαι εκείνο το βράδυ που κέρδισες στα χαρτιά το αβγό του δράκου; Πώς ήταν αυτός ο άγνωστος που έπαιξες χαρτιά μαζί του;»

«Ιδέα δεν έχω», αποκρίθηκε ο γίγαντας. «Δεν έβγαλε ούτε στιγμή το μανδύα του...»

Κατόπιν, βλέποντας την έκφραση στο πρόσωπο του Χάρι, άρχισε τις προσπάθειες να εξηγήσει.

«Αυτό δεν είναι και τόσο περίεργο», είπε. «Έρχονται πολλοί παράξενοι τύποι στη "Γουρουνοκεφαλή"... έτσι λένε το μπαρ κάτω στο χωριό... Μπορεί να ήταν έμπορος δράκων, πού να ξέρω; Δεν είδα καθόλου το πρόσωπο του, γιατί δεν κατέβασε καθόλου την κουκούλα του...»

Ο Χάρι κάθισε κάτω, δίπλα στη λεκάνη με τα κουκιά. «Τι κουβέντιασες μαζί του, Χάγκριντ;» ρώτησε. «Μιλήσατε καθόλου για το "Χόγκουαρτς";»

«Μπορεί να το 'φερε η κουβέντα...» αποκρίθηκε εκείνος, ζαρώνοντας το μέτωπο του καθώς προσπαθούσε να θυμηθεί. «Με ρώτησε τι δουλειά κάνω... Εγώ του είπα ότι είμαι δασοφύλακας εδώ... Μετά με ρώτησε τι είδους ζώα φροντίζω κι εγώ του είπα... Μετά του είπα πως πάντα ήθελα ν' αποκτήσω ένα δράκο και μετά... δεν μπορώ να θυμηθώ τι λέγαμε, γιατί όλο με κέρναγε ποτά... Και μετά μου είπε πως εκείνος είχε ένα αβγό δράκου κι αν ήθελα να το παίξουμε στα χαρτιά... Ήθελε όμως πρώτα να μάθει αν θα μπορούσα να τον φροντίσω... Και τότε εγώ γέλασα και του είπα πως, μετά τον Λουλούκο, ένας δράκος θα ήταν παιχνιδάκι για μένα...»

«Κι έδειχνε να ενδιαφέρεται για τον Λουλούκο;» ρώτησε ο Χάρι, προσπαθώντας να κρατήσει ήρεμη τη φωνή του.

«Ναι, βέβαια!... Άλλωστε πόσα σκυλιά με τρία κεφάλια συναντά κανείς, ακόμη κι εδώ, στο "Χόγκουαρτς"... Του είπα, λοιπόν, πως ο Λουλούκος γίνεται σαν αρνάκι, αν ξέρεις πώς να του φερθείς... Του παίζεις δηλαδή λίγη μουσική κι αμέσως τον παίρνει ο ύπνος...» Ο Χάγκριντ άφησε τη φράση του στη μέση. Έδειχνε τρομαγμένος. «Δεν έπρεπε να το πω αυτό!» φώναξε. «Ξεχάστε ότι το ακούσατε, τώρα αμέσως! ... Και δώστε μου το λόγο σας ότι... Ε, πού πάτε;»

Ο Χάρι, ο Ρον κι η Ερμιόνη δεν αντάλλαξαν ούτε λέξη, μέχρι που έφτασαν στο μεγάλο χολ του «Χόγκουαρτς», το οποίο ήταν ένα πραγματικό καταφύγιο δροσιάς σε σχέση με τη ζέστη έξω.

«Πρέπει να πάμε αμέσως στον Ντάμπλντορ!» είπε ο Χάρι. «Ο Χάγκριντ είπε σ' αυτόν τον άγνωστο πώς να βγάλει από τη μέση τον Λουλούκο... Και πρέπει να ήταν ο Σνέιπ, ή και ο ίδιος ο Βόλντεμορτ, κρυμμένος πίσω από το μανδύα και την κουκούλα. Πρώτα μέθυσε τον Χάγκριντ και μετά έμαθε το μυστικό του... Ελπίζω μονάχα να μας πιστέψει ο Ντάμπλντορ. Ο Κένταυρος Φιρέντσε μπορεί να το Βεβαιώσει, αν δεν τον σταματήσει ο Μπέιν... Προς τα πού είναι το γραφείο του Ντάμπλντορ;»

Κι άρχισαν να κοιτάζουν ένα γύρω, λες και κάποιο βέλος θα τους έδειχνε τη σωστή κατεύθυνση. Εκείνη λοιπόν τη στιγμή συνειδητοποίησαν ότι δεν ήξεραν πού ζει ο Ντάμπλντορ, ούτε και ήξεραν κάποιον που να έχει δει το μέρος όπου ζούσε ο Ντάμπλντορ.

«Θα πρέπει να...» άρχισε ο Χάρι, αλλά μια δυνατή φωνή τον διέκοψε.

«Τι κάνετε εδώ εσείς οι τρεις;»

Ήταν η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ, με μια αγκαλιά Βιβλία στα χέρια.

«Θέλουμε να δούμε τον καθηγητή Ντάμπλντορ», είπε η Ερμιόνη, ενώ ο Χάρι και ο Ρον θαύμαζαν σιωπηλά το θάρρος της.

«Και γιατί, παρακαλώ;» ρώτησε η καθηγήτρια.

Ο Χάρι ξεροκαιάπιε. Τι θα της έλεγαν τώρα;

«Είναι... είναι μυστικό...» άρχισε ο Χάρι, αλλά σταμάτησε αμέσως, γιατί το πρόσωπο της καθηγήτριας πήρε μια θυμωμένη έκφραση.

«Ο καθηγητής Ντάμπλντορ έφυγε πριν από δέκα λεπτά», τους είπε ψυχρά. «Πήρε ένα επείγον μήνυμα από το Υπουργείο Μαγείας και πέταξε αμέσως για το Λονδίνο».

«Έφυγε;» ρώτησε μ' απελπισία ο Χάρι. «Και τώρα τι κάνουμε;»

«Πότερ, ο καθηγητής Ντάμπλντορ είναι πολύ μεγάλος μάγος», του θύμισε η καθηγήτρια. «Κι έχει πολλές ασχολίες...»

«Μα αυτό είναι πολύ σημαντικό...»

«Τι εννοείς, Πότερ; Πως αυτό που θέλεις να του πεις είναι πιο σημαντικό από το Υπουργείο Μαγείας;»

«Ακούστε, κυρία καθηγήτρια», είπε ο Χάρι, αποφασίζοντας να τα παίξει όλα για όλα. «Πρόκειται... πρόκειται για τη φιλοσοφική λίθο...»

Ήταν σίγουρο ότι η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ περίμενε ν' ακούσει τα πάντα, εκτός από αυτό. Τα βιβλία γλίστρησαν από τα χέρια της κι έπεσαν με δύναμη κάτω. Δεν πρόσεξε ούτε καν τον κρότο που έκαναν.

«Μα... πώς ξέρετε εσείς...» άρχισε να λέει.

«Κυρία καθηγήτρια», την έκοψε ο Χάρι, «νομίζω... δηλαδή είμαι σίγουρος... πως ο Σν... πως κάποιος θα προσπαθήσει να κλέψει τη φιλοσοφική λίθο! Γι' αυτό πρέπει οπωσδήποτε να μιλήσω στον καθηγητή Ντάμπλντορ».

Η ΜακΓκόναγκαλ του έριξε ένα βλέμμα γεμάτο υποψία.

«Ο καθηγητής Ντάμπλντορ θα γυρίσει αύριο», του είπε κατόπιν. «Δεν ξέρω πώς έμαθες για τη φιλοσοφική λίθο, αλλά μπορώ να σε βεβαιώσω πως κανείς δεν μπορεί να την κλέψει, γιατί φυλάγεται πολύ καλά!»

«Μα, κυρία καθηγήτρια...»

«Πότερ», τον διέκοψε εκείνη, «ξέρω πολύ καλά τι λέω». Κατόπιν έσκυψε και μάζεψε από κάτω τα βιβλία της. «Και σας συμβουλεύω να πάτε όλοι έξω και ν' απολαύσετε τη λιακάδα».

Κι άρχισε ν' απομακρύνεται.

«Είμαι σίγουρος ότι η απόπειρα θα γίνει απόψε!» είπε ο Χάρι στους άλλους δυο, όταν βεβαιώθηκε ότι η καθηγήτρια είχε απομακρυνθεί αρκετά και δεν μπορούσε να τους ακούσει. «Ο Σνέιπ θα περάσει απόψε από την καταπακτή. Ξέρει και πως τώρα λείπει κι ο Ντάμπλντορ. Μάλλον ο Σνέιπ θα έστειλε την κουκουβάγια με το σημείωμα. Στοιχηματίζω ότι θα τα χάσουν στο Υπουργείο Μαγείας, όταν ο Ντάμπλντορ θα παρουσιαστεί μπροστά τους...»

«Μα τι μπορούμε να κάνουμε εμ...»

Η φράση της Ερμιόνης έμεινε στη μέση και μια κραυγή τρόμου ξέφυγε από τα χείλη της. Ο Χάρι κι ο Ρον γύρισαν κι είδαν τον καθηγητή Σνέιπ μπροστά τους.

«Καλό σας απόγευμα», τους είπε με προσποιητή ευγένεια.

Τα τρία παιδιά τον κοίταξαν αμίλητα.

«Δε θα έπρεπε να είσαστε μέσα μια τόσο όμορφη μέρα», συνέχισε ο Σνέιπ.

«Είμαστε έτοιμοι να...» άρχισε να λέει ο Χάρι, αλλά σταμάτησε, γιατί δεν ήξερε πώς να συνεχίσει.

«Πρέπει να είσαστε πιο προσεκτικοί», τους συμβούλεψε ο Σνέιπ. «Όποιος σας δει εδώ να ψιθυρίζετε μεταξύ σας, μπορεί να νομίζει πως κάποια σκανταλιά ετοιμάζετε. Και το Γκρίφιντορ δεν έχει περιθώριο να χάσει άλλους βαθμούς, έτσι;»

Σιωπηλά, τα τρία παιδιά γύρισαν κι άρχισαν να προχωρούν αργά προς την πόρτα. Ο Σνέιπ, όμως, δεν είχε τελειώσει μαζί τους.

«Όσο για σένα, Πότερ», είπε στον Χάρι, «σε προειδοποιώ. Αν συνεχίσεις να γυρίζεις εδώ κι εκεί τη νύχτα, εγώ προσωπικά θα φροντίσω για την αποβολή σου! Και τώρα, πηγαίνετε...»

Έπειτα, γυρίζοντας τους την πλάτη, προχώρησε προς την αίθουσα των καθηγητών.

Όταν έφτασαν έξω, στα μαρμάρινα σκαλοπάτια, ο Χάρι γύρισε στους άλλους δυο.

«Λοιπόν, να τι θα κάνουμε», τους είπε ψιθυριστά. «Ο ένας από μας θα προσέχει τον Σνέιπ. Θα μείνει έξω από την αίθουσα των καθηγητών και θα τον ακολουθήσει όπου κι αν πάει! Ερμιόνη, καλύτερα να το αναλάβεις εσύ αυτό».

«Και γιατί εγώ;» ρώτησε η Ερμιόνη.

«Είναι πολύ απλό», της αποκρίθηκε ο Ρον. «Θα κάνεις πως περιμένεις τον καθηγητή Φλίτγουικ...» Και κάνοντας τη φωνή του κοριτσίστικη, συνέχισε: «Αχ, κύριε καθηγητά, νομίζω πως απάντησα λάθος στο βήτα της ερώτησης δεκατέσσερα...»

«Πάψε τώρα!» τον έκοψε εκείνη, αλλά δέχθηκε ν' αναλάβει την παρακολούθηση του Σνέιπ.

«Όσο για μας, καλύτερα να μη μας δουν να πλησιάζουμε το διάδρομο του τρίτου ορόφου!» είπε ο Χάρι στον Ρον. «Πάμε, λοιπόν».

Όμως το σχέδιο τους δεν πρόλαβε καν να τεθεί σε εφαρμογή, και απέτυχε. Γιατί μόλις έφτασαν μπροστά στην κλειστή πόρτα που χώριζε τον Λουλούκο από το υπόλοιπο σχολείο, η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ παρουσιάστηκε πάλι μπροστά τους. Κι αυτή τη φορά ήταν τρομερά θυμωμένη.

«Μα τι νομίζετε, λοιπόν;» τους ρώτησε. «Πως η δική σας παρουσία είναι πιο αποτελεσματική από τα μάγια; Λοιπόν, φτάνει πια αυτή η βλακεία! Αν συνεχίσετε να τριγυρίζετε εδώ, θ' αφαιρέσω άλλους πενήντα βαθμούς από το Γκρίφιντορ! Ναι, Ουέσλι, σοβαρά το λέω!»

Σαν βρεγμένοι γάτοι, ο Χάρι κι ο Ρον ξαναγύρισαν στην αίθουσα αναψυχής του Γκρίφιντορ. Ο Χάρι έλεγε ότι τουλάχιστον η Ερμιόνη θα τα πήγαινε μάλλον καλά με την παρακολούθηση του Σνέιπ, όταν το πορτρέτο της χοντρής κυρίας παραμέρισε κι η Ερμιόνη μπήκε μέσα.

«Δε φταίω εγώ, Χάρι!» είπε, έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «O Σνέιπ βγήκε, με είδε, με ρώτησε τι θέλω κι εγώ του είπα ότι περιμένω τον καθηγητή Φλίτγουικ. Τότε εκείνος πήγε να τον φωνάξει. Εγώ εντωμεταξύ έφυγα τρέχοντας. Έτσι δεν ξέρω προς τα πού πήγε μετά ο Σνέιπ...»

«Τότε δεν υπάρχει άλλη λύση!» είπε ο Χάρι αποφασιστικά.

Οι άλλοι δυο τον κοίταξαν παραξενεμένοι. Ήταν χλομός και τα μάτια του γυάλιζαν.

«Όταν σκοτεινιάσει», συνέχισε ο Χάρι, «θα φύγω κρυφά από το Γκρίφιντορ και θα προσπαθήσω να πάω εκεί όπου είναι η πέτρα!»

«Σίγουρα τρελάθηκες!» του είπε ο Ρον.

«Δεν μπορείς», του θύμισε η Ερμιόνη. «Μετά απ' όσα είπαν ο Σνέιπ και η ΜακΓκόναγκαλ, αν σε πιάσουν, θα σε αποβάλουν!»

«Και λοιπόν;» φώναξε αγριεμένος ο Χάρι. «Μου φαίνεται ότι δεν έχετε συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο! Αν ο Σνέιπ πάρει στα χέρια του τη φιλοσοφική λίθο, ο Βόλντεμορτ θα ξαναγυρίσει! Μήπως δε γνωρίζετε πώς ήταν τα πράγματα την εποχή που προσπαθούσε να γίνει απόλυτος κυρίαρχος; Το "Χόγκουαρτς" θα πάψει να υπάρχει! Άρα τι αποβολή και κουραφέξαλα! Ο Βόλντεμορτ θα το γκρεμίσει, ή θα το κάνει σχολείο για τη μαύρη μαγεία... Δεν έχει πια σημασία αν θα χάσουμε βαθμούς, δεν το καταλαβαίνετε; Νομίζετε ότι ο Σνέιπ θ' αφήσει ήσυχους εσάς και τις οικογένειες σας, αν το Γκρίφιντορ κερδίσει το πρωτάθλημα; Αν με πιάσουν προτού φτάσω στην πέτρα, τότε θα ξαναγυρίσω στους Ντάρσλι και θα περιμένω εκεί ώσπου να με βρει ο Βόλντεμορτ. Δηλαδή, θα πεθάνω λίγο, αργότερα απ' ό,τι υπολόγιζα, γιατί αποκλείεται να πάω μέ το μέρος του και το μέρος των σκοτεινών δυνάμεων! Απόψε, λοιπόν, θα περάσω την καταπακτή. Ό,τι κι αν πείτε εσείς οι δύο, δεν πρόκειται να με σταματήσετε! Μην ξεχνάτε, άλλωστε, πως ο Βόλντεμορτ σκότωσε τους γονείς μου».

«Έχεις δίκιο, Χάρι», παραδέχθηκε η Ερμιόνη.

«Θα χρησιμοποιήσω τον αόρατο μανδύα», συνέχισε ο Χάρι. «Ευτυχώς που κάποιος μου τον έστειλε πίσω...»

«Φτάνει, όμως, για να σκεπάσει και τους τρεις μας;» ρώτησε ο Ρον.

«Και τους τρεις μας;»

«Μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις, Χάρι! Φαντάζεσαι ότι θα σ' αφήναμε να πας μόνος;»

«Ούτε κατά διάνοια!» συμπλήρωσε αποφασιστικά η Ερμιόνη. «Καλύτερα να πάω να ρίξω μια ματιά στα βιβλία μου. Μπορεί να βρω κανένα χρήσιμο ξόρκι...»

«Μα, αν μας πιάσουν, θ' αποβληθείτε κι εσείς!» είπε κατάχλομος ο Χάρι.

«Θα βάλω τα δυνατά μου για να μη μας πιάσουν», τον καθησύχασε η Ερμιόνη. «Βλέπεις ο καθηγητής Φλίτγουικ μου είπε εμπιστευτικά πως μου έβαλε άριστα στο διαγώνισμα του. Μετά απ' αυτό, λοιπόν, δε νομίζω πως θα με αποβάλουν!» Μετά το βραδινό φαγητό, τα τρία παιδιά κάθισαν χωριστά στην αίθουσα αναψυχής, προσπαθώντας να κρύψουν τη νευρικότητα τους. Κανένα από τ' άλλα παιδιά του Γκρίφιντορ δεν τους ενόχλησε, μιας και είχαν πάψει από καιρό να μιλούν στον Χάρι και στους φίλους του. Αυτό βόλευε αφάνταστα τον Χάρι, ειδικά απόψε. Η Ερμιόνη ξεφύλλιζε τις σημειώσεις της, προσπαθώντας ν' αποστηθίσει όλα τα ξόρκια και τα μάγια που μπορεί να τους χρειάζονταν. Ο Χάρι κι ο Ρον προτιμούσαν να μην κουβεντιάζουν μεταξύ τους, γιατί κι οι δυο σκέφτονταν συνέχεια αυτό που θ' ακολουθούσε.

Σιγά σιγά η αίθουσα άρχισε ν' αδειάζει, καθώς ένα ένα τα παιδιά έφευγαν για τα κρεβάτια τους.

«Φέρε το μανδύα», είπε σιγά ο Ρον στον Χάρι, καθώς και το τελευταίο παιδί, ο Λι Τζόρνταν, έφευγε για το κρεβάτι του χωρίς να προσπαθεί να κρύψει τα χασμουρητά του.

Ο Χάρι ανέβηκε τρέχοντας στο δωμάτιο τους και πήρε τον αόρατο μανδύα. Προτού φύγει από το δωμάτιο, το βλέμμα του έπεσε στη φλογέρα που του είχε χαρίσει ο Χάγκριντ τα Χριστούγεννα. Την πήρε κι αυτή μαζί του. Αντί να τραγουδήσει στον Λουλούκο, θα του έπαιζε φλογέρα.

«Καλύτερα να φορέσουμε το μανδύα από τώρα», είπε στους άλλους δυο όταν ξαναγύρισε στην αίθουσα αναψυχής, «για να είμαστε σίγουροι ότι μας σκεπάζει και τους τρεις. Γιατί, αν ο Φιλτς δει κανένα χέρι ή πόδι να περπατά μόνο του...»

«Τι κάνετε εκεί;» ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή από την άλλη μεριά της αίθουσας.

Ο Νέβιλ εμφανίστηκε ξαφνικά πίσω από μια πολυθρόνα, κρατώντας σφιχτά στα χέρια του το βάτραχο του, τον Τρέβορ, που σίγουρα είχε προσπαθήσει πάλι να του ξεφύγει.

«Τίποτα, Νέβιλ, τίποτα», είπε ο Χάρι, κρύβοντας τον αόρατο μανδύα πίσω από την πλάτη του.

Ο Νέβιλ κοίταξε εξεταστικά τα ένοχα πρόσωπα τους ένα προς ένα.

«Θα βγείτε πάλι έξω», είπε με σιγουριά.

«Όχι, όχι!» τον βεβαίωσε η Ερμιόνη. «Πουθενά δε θα πάμε... Γιατί δεν πας κι εσύ να κοιμηθείς, Νέβιλ;»

O Χάρι έριξε μια ματιά γεμάτη αγωνία στο ρολόι του τοίχου. Δεν έπρεπε να καθυστερήσουν άλλο, γιατί ίσως αυτή κιόλας τη στιγμή ο καθηγητής Σνέιπ να έπαιζε μουσική στον Λουλούκο.

«Δεν πρέπει να ξαναβγείτε, γιατί θα σας πιάσουν πάλι», τους είπε ο Νέβιλ. «Και τότε το Γκρίφιντορ θα χάσει κι άλλους βαθμούς...»

«Μα δεν καταλαβαίνεις...» του είπε ο Χάρι. «Αυτό που θα κάνουμε είναι πολύ σημαντικό, Νέβιλ...»

Ο Νέβιλ, όμως, έδειχνε αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει τα μεγάλα μέσα. «Δε θα σας αφήσω να βγείτε!» είπε και πήγε τρέχοντας να σταθεί μπροστά στην τρύπα που είχε αφήσει το ανασηκωμένο πορτρέτο της χοντρής κυρίας. «Θα... θα σας εμποδίσω με τη βία!»

«Νέβιλ!» είπε αγριεμένος ο Ρον, «άσε τις βλακείες και φύγε από το άνοιγμα!»

«Δεν είναι καθόλου βλακείες!» αποκρίθηκε εκείνος. «Νομίζω πως δεν πρέπει να παραβείτε άλλους κανονισμούς. Εξάλλου εσύ ο ίδιος, Ρον, μου είπες πως δεν πρέπει να υποχωρώ πάντα!»

«Ναι, αλλά όχι αυτή τη φορά!» φώναξε έξαλλος ο Ρον. «Νέβιλ, δεν ξέρεις τι κάνεις!»

Κατόπιν έκανε ένα απειλητικό βήμα προς το μέρος του κι ο Νέβιλ άφησε να του πέσει ο βάτραχος, ο οποίος εξαφανίστηκε αμέσως μ' ένα μεγάλο πήδημα.

«Εμπρός λοιπόν, χτύπησε με!» είπε μετά ο Νέβιλ, υψώνοντας τις σφιγμένες γροθιές του. «Είμαι έτοιμος!»

Ο Χάρι γύρισε στην Ερμιόνη.

«Κάνε κάτι», την παρακάλεσε.

Η Ερμιόνη πλησίασε τον Νέβιλ.

«Λυπάμαι πολύ γι' αυτό», του είπε. «Ειλικρινά».

Κατόπιν σήκωσε το μαγικό ραβδί της.

«Πετρίφικους Τόταλους!» φώναξε, αγγίζοντας τον με την άκρη τόυ μαγικού ραβδιού της.

Αμέσως ο Νέβιλ τινάχτηκε, καθώς τα χέρια κόλλησαν στα πλευρά του και τα πόδια του ενώθηκαν. Κατόπιν, ίσιος σαν σανίδα, έπεσε με θόρυβο στο πάτωμα.

Η Ερμιόνη έτρεξε αμέσως κοντά του και τον γύρισε ανάσκελα. Τα σαγόνια του Νέβιλ ήταν κολλημένα και δεν μπορούσε να μιλήσει. Μόνο τα μάτια του έκαναν κινήσεις και κοίταζαν όλους με φρίκη.

«Τι του 'κανες;» ψιθύρισε ο Χάρι.

«Είναι το ξόρκι της απόλυτης ακινησίας», αποκρίθηκε η Ερμιόνη. «Νέβιλ, αληθινά λυπάμαι...»

«Ήταν απαραίτητο, Νέβιλ», είπε ό Χάρι. «Και δεν υπάρχει τώρα χρόνος για να σου εξηγήσω...»

Όμως η εφαρμογή του σχεδίου τους δεν άρχιζε καλά, με τον Νέβιλ ακίνητο στο πάτωμα.

Παρ' όλ' αυτά ξεκίνησαν για τον τρίτο όροφο. Ο εκνευρισμός τους ήταν μεγάλος· θαρρούσαν πως κάθε πανοπλία έμοιαζε με τον επιστάτη Φιλτς και κάθε πνοή ανέμου με τον Πιβς.

Όταν έφτασαν στο πρώτο κομμάτι της σκάλας, είδαν τη γάτα, την κυρία Νόρις, να κόβει βόλτες στο κεφαλόσκαλο.

«Ας της δώσουμε μια γερή κλοτσιά!» ψιθύρισε ο Ρον στο αφτί του Χάρι, αλλά εκείνος του απάντησε με μιαν αρνητική κίνηση του κεφαλιού. Καθώς τα τρία παιδιά, κρυμμένα κάτω από τον αόρατο μανδύα, συνέχισαν ν' ανεβαίνουν τη σκάλα περνώντας προσεκτικά δίπλα από τη γάτα, η γάτα γύρισε επάνω τους τα τεράστια, φωτεινά μάτια της, αλλά δεν έκανε καμιά κίνηση.

Είχαν πια φτάσει στην αρχή της σκάλας που οδηγούσε στον τρίτο όροφο. Και, ξάφνου, να μπροστά τους ο Πιβς, να ανεβαίνει αργά τα σκαλοπάτια ζαρώνοντας κάθε τόσο το χαλί, ώστε όποιος προσπαθούσε να το περάσει, να σκόνταφτε και να 'πεφτε.

«Ποιος είναι εδώ;» ρώτησε άγρια, καθώς τα τρία παιδιά τον πλησίαζαν προσεκτικά. Μετά μισόκλεισε με κακία τα κατάμαυρα μάτια του. «Ξέρω ότι είσαι εδώ, έστω κι αν δε σε βλέπω!» συνέχισε. «Τι είσαι, λοιπόν; Φάντασμα; Ή κανένας χαζός μαθητής;»

Μετά σηκώθηκε απότομα στον αέρα κι άρχισε να κόβει βόλτες πάνω από τα κεφάλια τους.

«Πρέπει να φωνάξω τον Φιλτς!» μονολογούσε δυνατά ο Πιβς. «Αν αυτό που περπατάει εδώ είναι αόρατο, ο Φιλτς είναι ό,τι του χρειάζεται!»

Μια καλή ιδέα πέρασε ξαφνικά από το μυαλό του Χάρι.

«Πιβς», είπε, κάνοντας τη φωνή του βραχνή και ψιθυριστή, «ο Ματωμένος Βαρόνος έχει τους λόγους του που είναι αόρατος!»

Ο Πιβς παραλίγο να πέσει κάτω από την έκπληξη.

«Συγγνώμη, κύριε Βαρόνε!» είπε σχεδόν παρακαλεστά ο Πιβς. «Δε σας είδα... Θέλω να πω, βέβαια δε σας είδα, αφού είστε αόρατος... αλλά δεν κατάλαβα πώς...»

«Έχω δουλειά εδώ, Πιβς!» τον έκοψε ο Χάρι-Βαρόνος. «Απόψε θέλω να πας αλλού...»

«Και βέβαια, κύριε! Αμέσως, κύριε!» απάντησε ο Πιβς, ενώ υψωνόταν ακόμη περισσότερο στον αέρα. «Δε θα σας ενοχλήσω άλλο...»

Και πέταξε μακριά, όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

«Καταπληκτικό, Χάρι!» ψιθύρισε ο Ρον.

Λίγες στιγμές αργότερα έφτασαν στο διάδρομο του τρίτου ορόφου. Η πόρτα του δωματίου όπου φυλαγόταν η πέτρα ήταν κιόλας μισάνοιχτη.

«Ορίστε!» είπε μ' απογοήτευση ο Χάρι. «Ο Σνέιπ πέρασε κιόλας μπροστά από τον Λουλούκο...»

Η θέα της μισάνοιχτης πόρτας έκανε τα τρία παιδιά να συνειδητοποιήσουν ξαφνικά τι τα περίμενε. Ο Χάρι γύρισε στους άλλους δυο.

«Αν θέλετε να γυρίσετε πίσω, δε θα σας κατηγορήσω», τους είπε. «Μπορείτε να πάρετε και το μανδύα. Εγώ δε θα τον χρειαστώ πια...»

«Μη λες βλακείες!» αποκρίθηκε ο Ρον.

«Θα 'ρθούμε κι εμείς!» πρόσθεσε η Ερμιόνη.

Ο Χάρι έσπρωξε τη μισάνοιχτη πόρτα.

Αμέσως ακούστηκαν δυνατά ρουθουνίσματα, ενώ τα τρία μουσούδια του τεράστιου σκύλου γύρισαν προς το μέρος τους, παρόλο που δεν μπορούσε να τους δει.

«Τι είναι αυτό στα πόδια του;» ψιθύρισε η Ερμιόνη.

«Μοιάζει με άρπα», αποκρίθηκε ο Ρον. «Θα την άφησε ο Σνέιπ, αφού τον αποκοίμισε...»

«Ετοιμάζεται, όμως, να ξυπνήσει», παρατήρησε ο Χάρι. «Θα παίξω αμέσως».

Και φέρνοντας τη φλογέρα στα χείλη του, έπαιξε μερικές νότες. Τα μισάνοιχτα βλέφαρα του Λουλούκου βάρυναν. Και καθώς ο Χάρι συνέχισε να του παίζει νότες με τη φλογέρα του, τα τρία κεφάλια του χαμήλωσαν, τα πόδια του χαλάρωσαν και βυθίστηκε σε Βαθύ ύπνο.

«Μη σταματήσεις να παίζεις!» ψιθύρισε ο Ρον στον Χάρι, καθώς κι οι τρεις έβγαζαν το μανδύα και προχωρούσαν προς την καταπακτή. Καθώς περνούσαν σε απόσταση αναπνοής από τα τρία κεφάλια του τεράστιου ζώου, ένιωσαν τη φρικτή μυρωδιά της βαριάς ανάσας του.

«Θα τα καταφέρουμε να σηκώσουμε αυτή την πλάκα;» ψιθύρισε ανήσυχος ο Ρον. «Ερμιόνη, θέλεις να περάσεις πρώτη;»

«Όχι, δε θέλω».

«Καλά. Εμπρός, Λοιπόν!» είπε ο Ρον.

Και σφίγγοντας αποφασιστικά τα δόντια του, πέρασε πάνω από τα πόδια του Λουλούκου, έπιασε το σιδερένιο κρίκο στη μέση της πλάκας και τον τράβηξε με όλη του τη δύναμη. Η πλάκα σηκώθηκε, φανερώνοντας το άνοιγμα της καταπακτής.

«Βλέπεις τίποτα;» ρώτησε μ' αγωνία η Ερμιόνη.

«Όχι... μόνο σκοτάδι... Δεν έχει σκαλοπάτια, θα πρέπει να πηδήσουμε...» απάντησε ο Ρον.

Ο Χάρι, που ακόμη έπαιζε φλογέρα, άγγιξε με το ένα χέρι του τον Ρον και μετά έδειξε τον εαυτό του.

«Θέλεις να πηδήσεις πρώτος;» τον ρώτησε τότε εκείνος. «Είσαι σίγουρος; Δεν ξέρουμε πόσο βαθιά είναι... Δώσε όμως τη φλογέρα στην Ερμιόνη, για να μην ξυπνήσει ο Λουλούκος...»

Ο Χάρι υπάκουσε. Στις λίγες στιγμές σιωπής που ακολούθησαν, ο τερατόμορφος σκύλος κουνήθηκε και γρύλισε, μόλις όμως η Ερμιόνη άρχισε να του παίζει, ξανάπεσε σε βαθύ ύπνο.

Ο Χάρι πλησίασε στο άνοιγμα της καταπακτής και κοίταξε κάτω. Δεν μπορούσε να δει τίποτα. Ήταν άσκοπο να χάνει περισσότερο χρόνο. Προσεκτικά, αφέθηκε να γλιστρήσει στην τρύπα. Κρεμάστηκε κι έπιασε την άκρη της με τα δάχτυλα του. Κατόπιν κοίταξε τον Ρον και είπε: «Αν πάθω τίποτα, μη μ' ακολουθήσετε. Φύγετε αμέσως και στείλτε την κουκουβάγια μου στον Ντάμπλντορ. Σύμφωνοι;»

«Σύμφωνοι», αποκρίθηκε ο Ρον.

«Θα σας δω σε λίγο. Τουλάχιστον, το ελπίζω...»

Ο Χάρι άφησε τα χέρια του. Άρχισε να πέφτει. Κρύος αέρας τον τύλιξε καθώς έπεφτε... κι έπεφτε... κι έπεφτε... ώσπου... μπαφ!

Είχε πέσει πάνω σε κάτι μαλακό. Ανακάθισε και κοίταξε γύρω του. Δεν μπορούσε να δει τίποτε ακόμη, γιατί τα μάτια του δεν είχαν συνηθίσει στο μισοσκόταδο. Είχε όμως την εντύπωση πως καθόταν επάνω σε κάποιο φυτό.

«Εντάξει!» φώναξε κοιτάζοντας προς τα πάνω, προς το μικρό αλλά φωτεινό άνοιγμα της καταπακτής. «Είναι μαλακά εδώ, μπορείτε να πηδήσετε».

Ο Ρον πήδησε αμέσως κι έπεσε ανάσκελα δίπλα στον Χάρι.

«Πού πέσαμε;» τον ρώτησε αμέσως.

«Δεν ξέρω, κάποιο φυτό θα είναι. Ίσως βρίσκεται εδώ για να μη σκοτώνεται όποιος πηδά κάτω...» αποκρίθηκε εκείνος. «Έλα, Ερμιόνη!»

Η φλογέρα σταμάτησε. Ακούστηκε ένα νυσταλέο γάβγισμα. Όμως η Ερμιόνη είχε κιόλας πηδήσει. Έπεσε από την άλλη μεριά από αυτή που είχε πέσει ο Ρον.

«Πρέπει να είμαστε χιλιόμετρα κάτω από το σχολείο», είπε.

«Ευτυχώς που είναι εδώ αυτό το φυτό», πρόσθεσε ο Ρον. «Αλλιώς μπορεί να...»

«Ευτυχώς!» φώναξε ξαφνικά η Ερμιόνη. «Για κοίτα πώς γίνατε!»

Μιλώντας, είχε πεταχτεί όρθια και πάλευε να φτάσει στον πιο κοντινό τοίχο. Ήταν αναγκασμένη να παλεύει, γιατί, από τη στιγμή που είχε πέσει επάνω του, το μαλακό φυτό είχε αρχίσει να τυλίγει τα λεπτά βλαστάρια του γύρω από τους αστραγάλους της. Όσο για τον Χάρι και τον Ρον, τα δικά τους πόδια ήταν κιόλας σφιχτά τυλιγμένα από μακριά πράσινα πλοκάμια, χωρίς να το έχουν πάρει είδηση.

Η Ερμιόνη κατάφερε να ελευθερωθεί προτού το φυτό τυλιχτεί γερά επάνω της. Και τώρα παρακολουθούσε με φρίκη τα δυο αγόρια, να παλεύουν απεγνωσμένα να ξετυλίξουν τα πράσινα πλοκάμια από πάνω τους. Όσο πάλευαν όμως, τόσο τα πλοκάμια τυλίγονταν πιο σφιχτά γύρω τους.

«Μείνετε ακίνητοι!» τους διέταξε η Ερμιόνη. «Ξέρω τι είναι... Είναι η παγίδα του σατανά!»

«Αχ, πόσο χαίρομαι που τώρα ξέρω τ' όνομα του!» φώναξε ειρωνικά ο Ρον, καθώς έγερνε προς τα πίσω για να εμποδίσει ένα πλοκάμι να τυλιχτεί στο λαιμό του.

«Μη μιλάς! Προσπαθώ να θυμηθώ το ξόρκι για να το σκοτώσω!» αποκρίθηκε βιαστικά η Ερμιόνη.

«Τότε, βιάσου! Δεν μπορώ ν' αναπνεύσω!» φώναξε ο Χάρι, παλεύοντας με το φυτό, το οποίο είχε τώρα τυλιχτεί γύρω από το στήθος του.

«Παγίδα του σατανά... Παγίδα του σατανά... Τι μας είπε ο καθηγητής Σπράουτ; Πως του αρέσει το σκοτάδι... κι η υγρασία...»

«Τότε άναψε μια φωτιά!» είπε ο Χάρι με πνιχτή φωνή.

«Ναι, βέβαια... Αλλά πού να βρω ξύλα;» φώναξε η Ερμιόνη, σφίγγοντας τα χέρια της από απελπισία.

«Τρελάθηκες;» ούρλιαξε ο Ρον. «Είσαι μάγισσα ή όχι;»

«Α, ναι», είπε ανακουφισμένη η Ερμιόνη κι έβγαλε το μαγικό ραβδί της. Το κούνησε τρεις φορές στον αέρα, μουρμούρισε κάποιες λέξεις κι έστειλε προς το επικίνδυνο φυτό τις ίδιες μπλε φλόγες που είχε χρησιμοποιήσει και στον καθηγητή Σνέιπ. Αμέσως τα δυο αγόρια ένιωσαν τα πλοκάμια του να χαλαρώνουν, καθώς το φυτό προσπαθούσε ν' απομακρυνθεί από το φως και τη ζέστη. Σε λίγα λεπτά είχε ζαρώσει σε μιαν άκρη. Έτσι ο Χάρι κι ο Ρον, ελευθερωμένοι πια, μπόρεσαν να πάνε κοντά στην Ερμιόνη.

«Ευτυχώς που είσαι καλή στη βοτανολογία, Ερμιόνη!» είπε μ' ανακούφιση ο Χάρι, σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπο του.

«Κι ευτυχώς που ο Χάρι δε χάνει την ψυχραιμία του εύκολα!» πρόσθεσε ο Ρον. «Ακούς, πού θα βρω ξύλα!»

«Από δω!» είπε ο Χάρι, δείχνοντας ένα πλακόστρωτο μονοπάτι, το οποίο φαινόταν να είναι η μοναδική έξοδος.

Το μόνο που ακουγόταν τώρα, εκτός από τα βήματα των τριών παιδιών, ήταν ο απαλός ήχος από σταγόνες νερού που έπεφταν. Το μονοπάτι ήταν κατηφορικό και θύμισε στον Χάρι τους υπόγειους διαδρόμους στην τράπεζα Γκρίνγκοτς. Μ' ένα δυσάρεστο σφίξιμο στη καρδιά, θυμήθηκε τους δράκους που φύλαγαν τα χρηματοκιβώτια της τράπεζας. Αν συναντούσαν τώρα ένα δράκο, ένα μεγάλο δράκο...

«Ακούς τίποτα;» ρώτησε ψιθυριστά ο Ρον.

Ο Χάρι τέντωσε τ' αφτιά του. Ένα περίεργο θρόισμα ερχόταν από κάπου μπροστά τους.

«Λες να είναι κανένα φάντασμα;» ξαναρώτησε ο Ρον.

«Δεν ξέρω... Σαν φτερούγισμα μου φαίνεται...» του απάντησε ο Χάρι.

«Βλέπω φως μπροστά... κάτι κινείται...» είπε τότε ο Ρον.

Στο μεταξύ τα τρία παιδιά είχαν φτάσει στο τέλος του μονοπατιού. Ένα φωτισμένο δωμάτιο ανοιγόταν μπροστά τους. Το θολωτό ταβάνι του, πάρα πολύ ψηλό, ήταν γεμάτο από μικρά πουλιά σε ζωηρά χρώματα, που φτερούγιζαν εδώ κι εκεί. Στην απέναντι μεριά του δωματίου φαινόταν μια χοντρή ξύλινη πόρτα.

«Λες να μας επιτεθούν, αν προσπαθήσουμε να περάσουμε;» ρώτησε ο Ρον.

«Πολύ πιθανό», αποκρίθηκε ο Χάρι. «Δε μοιάζουν για άγρια, αλλά αν πέσουν όλα μαζί επάνω μας... Πρέπει, όμως, να το διακινδυνέψουμε... Θα τρέξω πρώτος εγώ...»

Κατόπιν ο Χάρι πήρε μια βαθιά ανάσα, σκέπασε το πρόσωπο του με τα χέρια του και διέσχισε τρέχοντας το δωμάτιο. Περίμενε να νιώσει επάνω του τσιμπήματα από σκληρά ράμφη, αλλά τίποτα δεν έγινε. Έφτασε στην πόρτα, γύρισε το πόμολο, αλλά ήταν κλειδωμένη.

Οι άλλοι δυο πέρασαν κι αυτοί τρέχοντας. Δοκίμασαν κι αυτοί ν' ανοίξουν την πόρτα, αλλά δεν κατάφεραν τίποτα, ούτε καν όταν η Ερμιόνη δοκίμασε το ξόρκι «Αλοχομόρα».

«Και τώρα, τι κάνουμε;» ρώτησε ο Ρον.

«Αυτά τα πουλιά», παρατήρησε η Ερμιόνη. «Δεν μπορεί να είναι εδώ τυχαία...»

Τα τρία παιδιά σήκωσαν το βλέμμα τους κι άρχισαν να παρατηρούν τα ζωηρόχρωμα πουλιά.

«Μα... μα αυτά δεν είναι πουλιά!» φώναξε ξαφνικά ο Χάρι. «Κλειδιά είναι! Κλειδιά με φτερά... Κοιτάξτε τα καλά! Το βλέπετε τώρα; Κι αφού είναι κλειδιά... σημαίνει πως... μας χρειάζονται σκουπόξυλα, για να μπορέσουμε να πετάξουμε κι εμείς και να πιάσουμε το κλειδί που ταιριάζει σ' αυτή την πόρτα!»

«Μα εδώ υπάρχουν χιλιάδες κλειδιά!» παρατήρησε ο Ρον, εξετάζοντας προσεκτικά την κλειδαριά της πόρτας.

«Το κλειδί που μας χρειάζεται, πρέπει να είναι παλιό και μεγάλο», είπε. «Ίσως και ασημένιο, όπως το πόμολο της πόρτας...»

Σε μιαν άκρη του δωματίου, μερικά σκουπόξυλα ήταν ακουμπισμένα στον τοίχο. Κάθε παιδί άρπαξε από ένα κι υψώθηκαν μαζί στον αέρα, ανάμεσα στα πουλιά-κλειδιά. Προσπάθησαν να τα πιάσουν, αλλά τα μαγικά πουλιά-κλειδιά πετούσαν τόσο γρήγορα, που ολοένα τους ξέφευγαν.

Ο Χάρι δεν είχε κερδίσει άδικα τον τίτλο του νεότερου ανιχνευτή ματς κουίντιτς του αιώνα. Είχε αληθινά ταλέντο στο να ξεχωρίζει πράγματα που οι άλλοι δεν έβλεπαν. Μετά από μερικά λεπτά πρόσεξε ένα μεγάλο κι ασημένιο πουλίκλειδί, του οποίου η μία φτερούγα ήταν τσακισμένη με τέτοιο τρόπο, λες και κάποιος το είχε πιάσει και είχε προσπαθήσει βίαια να το χώσει μέσα στην κλειδαρότρυπα.

«Να το, αυτό εκεί!» φώναξε στους άλλους. «Αυτό το μεγάλο... εκεί πέρα... με τα μπλε φτερά! Είναι τσακισμένα από τη μια πλευρά...»

Ο Ρον πέταξε αμέσως προς το σημείο το οποίο του υπέδειξε ο Χάρι, αλλά είχε τόση ταχύτητα, που χτύπησε στο ταβάνι και παραλίγο να πέσει από το σκουπόξυλό του.

«Πρέπει να το κυκλώσουμε!» φώναξε ο Χάρι, χωρίς να αφήνει από το βλέμμα του το πουλί με το τσακισμένο φτερό. «Ρον, εσύ πλησίασε το από πάνω! Ερμιόνη, εσύ πήγαινε από κάτω του κι εμπόδισε το να πετάξει χαμηλά... Κι εγώ θα προσπαθήσω να το αρπάξω... Έτοιμοι, τώρα!»

Ο Ρον έκανε βουτιά, η Ερμιόνη πέταξε προς τα πάνω, το πουλί-κλειδί προσπάθησε και τα κατάφερε να τους αποφύγει και τους δύο. Έτσι ο Χάρι είχε την ευκαιρία να πετάξει γρήγορα από πίσω του. Το πουλί-κλειδί κατευθύνθηκε προς τον τοίχο. Ο Χάρι, γρήγορος σαν τον άνεμο, το ακολούθησε και το στρίμωξε κάθετα προς τον τοίχο. Πλησιάζοντας το αργά αργά, το κουκούλωσε με την παλάμη του. Ο Ρον κι η Ερμιόνη ζητωκραύγασαν.

Αμέσως προσγειώθηκαν κι οι τρεις τους κι ο Χάρι έτρεξε προς την πόρτα, με το πουλί-κλειδί να σπαρταρά στο χέρι του. Το έβαλε με δύναμη στην κλειδαριά, το γύρισε βιαστικά κι η πόρτα άνοιξε. Ξάφνου το πουλί-κλειδί βγήκε μόνο του από την κλειδαριά και πέταξε μακριά. Ήταν ακόμη πιο στραπατσαρισμένο απ' ό,τι προηγουμένως.

«Έτοιμοι;» ρώτησε ο Χάρι.

Κι όταν οι άλλοι δυο απάντησαν καταφατικά, άνοιξε διάπλατα την πόρτα.

Το επόμενο δωμάτιο ήταν τόσο σκοτεινό, που δεν έβλεπαν τίποτα. Καθώς όμως έκαναν ένα διστακτικό βήμα μέσα, φως πλημμύρισε απότομα το δωμάτιο, αποκαλύπτοντας ένα απίστευτο θέαμα.

Μια τεράστια σκακιέρα ήταν εκεί, μπροστά τους! Τα μαύρα πιόνια, όλα πολύ ψηλά, έμοιαζαν σαν φτιαγμένα από μαύρη πέτρα. Όσο για τα λευκά στην άλλη μεριά της σκακιέρας... Τα τρία παιδιά ένιωσαν ένα ρίγος να τα διαπερνά. Τα λευκά πιόνια δεν είχαν πρόσωπα!

«Και τώρα τι κάνουμε;» ψιθύρισε ο Χάρι.

«Είναι ολοφάνερο», αποκρίθηκε ο Ρον. «Πρέπει να πάμε απέναντι παίζοντας σκάκι!»

Πίσω από τα λευκά πιόνια, μια πόρτα φαινόταν καθαρά στον τοίχο.

«Μα... πώς;» ρώτησε ανήσυχη η Ερμιόνη.

«Νομίζω...» απάντησε διστακτικά ο Ρον, «πως θα πρέπει να γίνουμε κι εμείς πιόνια...»

Κατόπιν πλησίασε το μαύρο άλογο κι ακούμπησε ελαφρά το χέρι του επάνω του. Αμέσως το άλογο ζωντάνεψε κι άρχισε να χτυπά τις οπλές του κάτω, ενώ ο ιππότης γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος του Ρον.

«Πρέπει να... πρέπει να παίξουμε μαζί σας, για να πάμε απέναντι;» τον ρώτησε ο Ρον.

Το μαύρο άλογο κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Ο Ρον γύρισε στους άλλους δυο.

«Αυτό χρειάζεται σκέψη...» τους είπε. «Φαντάζομαι πως... θα πρέπει να πάρουμε τη θέση τριών από τα μαύρα πιόνια...»

Ο Χάρι κι η Ερμιόνη έμεναν σιωπηλοί, κοιτάζοντας τον Ρον, που σκεφτόταν. Μετά από λίγο, εκείνος τους είπε: «Ελπίζω τώρα να μη με παρεξηγήσετε, αλλά... κανείς από τους δυο σας δεν τα καταφέρνει καλά στο σκάκι...»

«Δε σε παρεξηγούμε», βιάστηκε να τον βεβαιώσει ο Χάρι. «Πες μας τι πρέπει να κάνουμε...»

«Τότε εσύ, Χάρι, πάρε τη θέση αυτού του αξιωματικού. Κι εσύ, Ερμιόνη, πήγαινε να σταθείς δίπλα του, στη θέση αυτού του πύργου...» είπε ο Ρον.

«Κι εσύ τι θα κάνεις;» τον ρώτησαν ταυτόχρονα τα δυο παιδιά.

«Εγώ θα γίνω άλογο», αποκρίθηκε ο Ρον.

Τα πιόνια φαίνεται πως παρακολουθούσαν τη συζήτηση των παιδιών, γιατί, ακούγοντας τα, ένας αξιωματικός, ένας πύργος κι ένα άλογο βγήκαν αμέσως από τη σκακιέρα, αφήνοντας τρεις άδειες θέσεις, τις οποίες έπιασαν αντίστοιχα ο Χάρι, η Ερμιόνη και ο Ρον.

«Στο σκάκι», είπε ο Ρον, κοιτάζοντας την απέναντι πλευρά, «τα άσπρα παίζουν πάντα πρώτα. Να...δείτε εκεί!»

Ένα άσπρο πιόνι είχε πάει δύο τετράγωνα μπροστά.

Ο Ρον άρχισε αμέσως να δίνει διαταγές στα μαύρα πιόνια, που πήγαιναν υπάκουα όπου τα έστελνε. Ο Χάρι παράκολουθουσε μ' αγωνία κι ένιωθε τα γόνατα του να τρέμουν. Τι θα γινόταν, αν έχαναν;

«Χάρι!» είπε ξαφνικά ο Ρον. «Πήγαινε τέσσερα τετράγωνα διαγώνια...»

Ο Χάρι υπάκουσε και ξανάρχισε να περιμένει. Το πρώτο σοκ ήρθε, όταν οι αντίπαλοι πήραν το άλλο τους άλογο. Η άσπρη βασίλισσα το έριξε κάτω και μετά το τράβηξε έξω από τη σκακιέρα, αφήνοντας το ακίνητο.

«Έπρεπε να γίνει αυτό», είπε ο Ρον, δείχνοντας όμως ταραγμένος. «Σου δίνει την ευκαιρία να πάρεις αυτόν τον αξιωματικό. Ερμιόνη, εμπρός, πήγαινε!»

Η παρτίδα συνεχιζόταν. Κάθε φορά που κάποιο από τα μαύρα πιόνια χανόταν, η αντίπαλη πλευρά το έβγαζε έξω από τη σκακιέρα. Σύντομα ένας σωρός από ακίνητα μαύρα πιόνια σχηματίστηκε σε μιαν άκρη. Ο Χάρι και η Ερμιόνη κινδύνεψαν δυο φορές. Ο Ρον, κάνοντας τις σωστές κινήσεις, τους έσωσε. Όσο για τον ίδιο τον Ρον, έπαιζε με μαεστρία, μ' αποτέλεσμα να έχει προκαλέσει σχεδόν ισοδύναμες απώλειες στην άσπρη πλευρά.

«Κοντεύουμε να τα καταφέρουμε», μουρμούρισε κάποια στιγμή. «Αφήστε με να σκεφτώ... να σκεφτώ...»

Την ίδια στιγμή η άσπρη βασίλισσα γύρισε προς το μέρος του.

«Ναι...» είπε ψιθυριστά ο Ρον. «Ναι, ναι... αυτός είναι ο μόνος τρόπος... Πρέπει ν' αφήσω να με πάρουν...»

«Όχι!» φώναξαν μαζί η Ερμιόνη και ο Χάρι.

«Έτσι είναι το σκάκι!» τους έκοψε απότομα ο Ρον. «Για να κερδίσεις, πρέπει να κάνεις θυσίες! Θα κάνω λοιπόν ένα βήμα μπροστά κι εκείνη θα με πάρει... Έτσι εσύ, Χάρι, είσαι ελεύθερος να κάνεις ματ στο βασιλιά τους!»

«Μα...» άρχισε να λέει ο Χάρι.

«Θέλεις να σταματήσεις τον Σνέιπ, ναι ή όχι;» τον ρώτησε ο Ρον.

«Βέβαια, Ρον. Αλλά...» του απάντησε ο Χάρι.

«Αν δεν κάνουμε γρήγορα, μπορεί να έχει κιόλας πάρει την πέτρα στα χέρια του!» είπε ο Ρον.

Ο Χάρι έσκυψε το κεφάλι.

«Έτοιμοι;» φώναξε ο Ρον, χλομός αλλά αποφασισμένος. «Λοιπόν, ξεκινάω! Εσείς οι δυο, μόλις κερδίσουμε, φύγετε αμέσως!»

Ο Ρον έκανε ένα βήμα μπροστά. Η άσπρη βασίλισσα όρμησε και τον χτύπησε δυνατά στο κεφάλι με το πέτρινο χέρι της. Εκείνος έπεσε κάτω κι η Ερμιόνη έβγαλε μια κραυγή τρόμου, μένοντας όμως στη θέση της. Η άσπρη βασίλισσα τράβηξε τον αναίσθητο Ρον έξω από τη σκακιέρα.

Με πόδια που έτρεμαν, ο Χάρι πήγε τρία τετράγωνα προς τα αριστερά.

Αμέσως ο άσπρος βασιλιάς έβγαλε το στέμμα από το κεφάλι του και το πέταξε στα πόδια του Χάρι. Τα υπόλοιπα άσπρα πιόνια υποκλίθηκαν και μετά τραβήχτηκαν στο πλάι, αφήνοντας ελεύθερο το δρόμο προς την πόρτα. Με μια τελευταία απελπισμένη ματιά στον Ρον, ο Χάρι κι η Ερμιόνη έτρεξαν προς τα εκεί, την άνοιξαν και βγήκαν σ' έναν άλλο διάδρομο.

«Τι θα γίνει, αν ο Ρον...» άρχισε η Ερμιόνη.

«Δε θα πάθει τίποτα!» τη διέκοψε ο Χάρι, προσπαθώντας μάλλον να πείσει τον εαυτό του παρά την Ερμιόνη. «Τι θα κάνουμε τώρα;»

«Περάσαμε τα μάγια του καθηγητή Σπράουτ, δηλαδή την παγίδα του σατανά...» είπε η Ερμιόνη, αρχίζοντας να μετρά με τα δάχτυλα της... «μετά του Φλίτγουικ... που είχε μαγέψει τα κλειδιά... Τα ζωντανά πιόνια της σκακιέρας θα πρέπει να ήταν τα μάγια της καθηγήτριας ΜακΓκόναγκαλ... Μας μένουν, λοιπόν, ακόμη τα μάγια του Κούιρελ και του Σνέιπ...»

Στο μεταξύ τα δυο παιδιά είχαν διασχίσει το διάδρομο και είχαν σταματήσει μπροστά σε μια ακόμη κλειστή πόρτα.

«Έτοιμοι;» ρώτησε ο Χάρι.

«Ναι...» απάντησε η Ερμιόνη.

Ο Χάρι άνοιξε την πόρτα.

Μια απαίσια μυρωδιά τους τύλιξε αμέσως, μια μυρωδιά τόσο αηδιαστική, που και τα δυο παιδιά τράβηξαν τις ρόμπες τους προς τα πάνω και σκέπασαν τις μύτες τους. Κοιτάζοντας κατόπιν μπροστά, είδαν στο πάτωμα έναν καλλικάντζαρο, ακόμη πιο μεγάλον από αυτόν που είχαν δει στο παρελθόν, αναίσθητον και μ' ένα ματωμένο καρούμπαλο στο κεφάλι του.

«Ευτυχώς που δε χρειάζεται ν' αντιμετωπίσουμε κι αυτόν!» είπε ο Χάρι καθώς περνούσαν προσεκτικά από δίπλα του. «Κάνε γρήγορα, Ερμιόνη, δεν μπορώ ν' ανασάνω...»

Βιαστικά, άνοιξε την επόμενη πόρτα. Κοίταξαν μαζί μέσα, τρέμοντας για το τι θα αντίκριζαν. Όμως δεν είδαν τίποτα το τρομακτικό. Μονάχα ένα τραπέζι με πέντε διαφορετικά μπουκαλάκια στην επιφάνεια του, το ένα δίπλα στο άλλο.

«Τα μάγια του καθηγητή Σνέιπ!» ψιθύρισε ο Χάρι. «Τι θα κάνουμε τώρα;»

Διστακτικά, πέρασαν το κατώφλι. Αμέσως μια δυνατή φωτιά άναψε πίσω τους, στο ύψος της πόρτας που είχαν μόλις διαβεί! Δεν ήταν όμως μια συνηθισμένη φωτιά, γιατί οι φλόγες της ήταν μοβ. Σχεδόν αμέσως, μια δεύτερη φωτιά, αυτή με μαύρες φλόγες, άναψε μπροστά τους. Τώρα ήταν αιχμαλωτισμένοι ανάμεσα σε δυο φωτιές!

«Κοίτα εδώ!» φώναξε η Ερμιόνη, αρπάζοντας μια περγαμηνή σε ρολό που ήταν επάνω στο τραπέζι, κοντά στα μπουκαλάκια. Την ξετύλιξε κι άρχισε να διαβάζει:

Ο κίνδυνος είναι μπροστά σον κι η σωτηρία πίσω σου. Δυο από μας θα σε βοηθήσουν ό,τι κι αν συναντήσεις. Ένα από μας θα σ' αφήσει να πας μπροστά, ενώ ένα άλλο, αν πιεις από το περιεχόμενο του, θα σε πάει πίσω. Δυο από μας περιέχουν μόνο λικέρ από κεράσια, ενώ τρία από μας είναι κρυφοί δολοφόνοι. Πρέπει να διαλέξεις, εκτός κι αν θέλεις να μείνεις εδώ για πάντα. Πα να σε βοηθήσουμε, σου δίνουμε μερικές συμβουλές. Η πρώτη: όσο πονηρά κι αν κρύβεται το δηλητήριο, εσύ θα το βρεις στ' αριστερά των μπουκαλιών που περιέχουν λικέρ από κεράσια. Η δεύτερη: τα μπουκάλια στην αρχή και στο τέλος της σειράς είναι διαφορετικά, αλλά εσύ, αν θέλεις να προχωρήσεις, κανένα από τα δυο δεν εί ναι φίλος σου. Η τρίτη: όπως βλέπεις, όλα τα μπουκάλια έχουν διαφορετικό μεταξύ τους μέγεθος, όμως ούτε το πιο μικρό ούτε το πιο μεγάλο κρύβουν μέσα τους το θάνατο. Η τελευταία: το δεύτερο μπουκάλι από αριστερά και το δεύτερο από δεξιά έχουν το ίδιο περιεχόμενο, αν και φαίνονται διαφορετικά σε πρώτη ματιά.

Η Ερμιόνη σταμάτησε να διαβάζει κι έβγαλε ένα βαθύ στεναγμό ανακούφισης. Ο Χάρι την κοίταξε κι είδε ότι χαμογελούσε, κάτι που σ' αυτόν φαινόταν εντελώς τρελό.

«Καταπληκτικό!» είπε η Ερμιόνη. «Αυτό πια δεν είναι μαγεία, είναι λογική! Οι περισσότεροι μεγάλοι μάγοι, όμως, δεν έχουν καθόλου λογική και θα μπορούσαν να μείνουν εδώ επί χρόνια...»

«Αυτό θα πάθουμε και μεις...» παρατήρησε μελαγχολικά ο Χάρι.

«Και βέβαια όχι!» αποκρίθηκε η Ερμιόνη. «Όλα όσα χρειαζόμαστε υπάρχουν σ' αυτό το χαρτί. Έχουμε και λέμε, λοιπόν. Επτά μπουκάλια: τα τρία περιέχουν δηλητήριο, τα δύο λικέρ από κεράσι, το ένα θα μας περάσει από τις μαύρες φλόγες και το άλλο θα μας περάσει από τις μοβ φλόγες...»

«Πώς όμως θα ξέρουμε από ποιο πρέπει να πιούμε;» ρώτησε ο Χάρι.

«Περίμενε μια στιγμή! Πρέπει να σκεφτώ...»

Η Ερμιόνη ξαναδιάβασε το μήνυμα αρκετές φορές. Μετά άρχισε να περπατά πάνω κάτω μπροστά από τα μπουκάλια, μουρμουρίζοντας και δείχνοντας πότε το ένα και πότε το άλλο με το τεντωμένο της δάχτυλο. Στο τέλος χτύπησε δυνατά τα χέρια της από ενθουσιασμό.

«Το βρήκα!» φώναξε. «Το πιο μικρό μπουκάλι θα μας περάσει μέσα από τις μαύρες φλόγες!»

Ο Χάρι έσκυψε και κοίταξε προσεκτικά το περιεχόμενο του πιο μικρού μπουκαλιού.

«Έχει πολύ λίγο μέσα», είπε κατόπιν. «Το πολύ πολύ μια γουλιά. Φτάνει μόνο για έναν από τους δυο μας...»

Τα δυο παιδιά κοιτάχτηκαν σιωπηλά.

«Ποιο μπουκάλι θα μας περάσει από τις μο6 φλόγες;» ρώτησε μετά ο Χάρι.

Η Ερμιόνη του έδειξε ένα στρογγυλό μπουκάλι, το τελευταίο της σειράς.

«Εσύ πιες απ' αυτό!» της είπε αποφασιστικά ο Χάρι. «Όχι, δε θέλω αντιρρήσεις! Αν γυρίσεις πίσω, θα μπορέσεις να σώσεις τον Ρον... Πάρτε δυο σκουπόξυλα από το δωμάτιο με τα φτερωτά κλειδιά... Θα σας βγάλουν γρήγορα από την καταπακτή και θα σας περάσουν μπροστά από τον Λουλούκο... Μετά πηγαίνετε ίσια στις κουκουβάγιες και στείλτε αμέσως τη Χέντβιχ στον Ντάμπλντορ... να του πει ότι τον χρειαζόμαστε! Πρέπει να 'ρθει γρήγορα, γιατί εγώ μπορώ να καθυστερήσω τον Σνέιπ... αλλά όχι για πολύ...»

«Ναι, Χάρι. Αλλά... αν ο Ξέρεις-Ποιος είναι μαζί του;» τον ρώτησε η Ερμιόνη.

«Τότε... μην ξεχνάμε πως μια φορά στάθηκα τυχερός», είπε ο Χάρι δείχνοντας το σημάδι στο μέτωπο του. «Μπορεί να 'χω πάλι τύχη...»

Τα χείλη της Ερμιόνης άρχισαν να τρέμουν και δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. Ξαφνικά έπεσε πάνω στον Χάρι και τύλιξε τα μπράτσα της στο λαιμό του.

«Ερμιόνη!»

«Χάρι... είσαι μεγάλος μάγος!»

«Δεν είμαι τόσο καλός όσο εσύ», αποκρίθηκε ντροπαλά ο Χάρι, ενώ τραβιόταν μακριά της.

«Όχι!» επέμεινε εκείνη. «Εγώ είμαι καλή μόνο στα βιβλία!

Κι είμαι έξυπνη, το παραδέχομαι... Υπάρχουν, όμως, πολύ πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή... Η πίστη στη φιλία... το θάρρος και... Αχ, Χάρι, δώσε μου το λόγο σου ότι θα προσέχεις!»

«Ναι, ναι», την καθησύχασε εκείνος. «Τώρα, πιες εσύ πρώτη... Είσαι σίγουρη πως κατάλαβες σωστά τα μπουκάλια;»

«Απόλυτα σίγουρη!» αποκρίθηκε η Ερμιόνη.

Και φέρνοντας το στρογγυλό μπουκάλι στα χείλη της, ήπιε μια μεγάλη γουλιά. Κατόπιν ρίγησε ολόκληρη.

«Μήπως είναι δηλητήριο;» ρώτησε μ' αγωνία ο Χάρι.

«Όχι, όχι. Αλλά είναι σαν πάγος...» του απάντησε η Ερμιόνη.

«Φύγε γρήγορα τώρα, προτού περάσει η επίδραση του!» της είπε ο Χάρι.

«Καλή τύχη, Χάρι. Να προσέχεις...»

«Φύγε!» της φώναξε εκείνος.

Η Ερμιόνη γύρισε και προχώρησε προς τις μοβ φλόγες. Πέρασε ανάμεσα τους χωρίς να πάθει τίποτα. Ο Χάρι αναστέναξε μ' ανακούφιση, πήρε το πιο μικρό μπουκαλάκι και γύρισε προς τις μαύρες φλόγες.

«Εμπρός!» πρόσταξε τον εαυτό του κι άδειασε το περιεχόμενο του με μια γουλιά.

Αμέσως ένιωσε όλο του το αίμα να παγώνει. Ακούμπησε το μπουκαλάκι στο τραπέζι κι άρχισε να προχωρεί προς τις μαύρες φλόγες, κρατώντας την αναπνοή του. Είδε τις μαύρες φλόγες να τον κυκλώνουν... αλλά δεν μπορούσε να τις νιώσει... Και λίγες στιγμές αργότερα βρέθηκε στη τελευταία αίθουσα...

Κάποιος ήταν κιόλας εκεί. Δεν ήταν, όμως, ούτε ο Σνέιπ, ούτε ο Βόλντεμορτ!

Загрузка...