Σχεδόν δέκα χρόνια έχουν περάσει από την ημέρα που οι Ντάρσλι ξύπνησαν και βρήκαν τον ανιψιό τους μπροστά στην εξώπορτα του σπιτιού τους. Η οδός Πριβέτ, όμως, δεν έχει αλλάξει καθόλου. Ο ήλιος φωτίζει τους ίδιους μικρούς και περιποιημένους κήπους, κάνοντας τη χάλκινη πλάκα με τον αριθμό 4 στην εξώπορτα του σπιτιού των Ντάρσλι να γυαλίζει. Αργότερα ο ήλιος γλιστράει αργά στο σαλόνι τους, σχεδόν απαράλλαχτο όπως εκείνη τη μοιραία νύχτα, όταν ο κύριος Ντάρσλι είχε ακούσει στις ειδήσεις για τις κουκουβάγιες. Μόνο οι φωτογραφίες στο ράφι επάνω απ' το τζάκι δείχνουν καθαρά πόσο πολύς καιρός έχει περάσει: τότε οι φωτογραφίες έδειχναν ένα παχύ αγοράκι, ντυμένο με κοστούμια και καπέλα σε διάφορα χρώματα... O Ντάντλι Ντάρσλι, όμως, δεν ήταν πια μωρό και τώρα οι φωτογραφίες έδειχναν ένα μεγαλόσωμο ξανθό αγόρι, άλλοτε καβάλα στο πρώτο του ποδηλατάκι, άλλοτε στο λούναπαρκ, άλλοτε να παίζει ένα παιχνίδι στο κομπιούτερ με τον πατέρα του και άλλοτε να το σφίγγει η μητέρα του στην αγκαλιά της. Σ' όλο το δωμάτιο, όμως, δεν υπήρχε το παραμικρό που να δηλώνει πως κι ένα άλλο αγόρι κατοικούσε σ' αυτό το σπίτι.
Κι όμως, ο Χάρι Πότερ ζούσε ακόμη εκεί. Κοιμόταν βέβαια τώρα, αλλά όχι για πολλή ώρα ακόμη. Η θεία του, η Πετούνια, είχε ξυπνήσει και η δική της στριγκή φωνή ήταν ο πρώτος θόρυβος που ακούστηκε εκείνη τη μέρα.
«Ξύπνα! Τώρα αμέσως! Σήκω πάνω!»
O Χάρι ξύπνησε απότομα. Η θεία του ξαναχτύπησε την πόρτα.
«Ξύπνα, είπα!» φώναξε.
Ο Χάρι την άκουσε στη συνέχεια να προχωρεί προς την κουζίνα και να βάζει το τηγάνι επάνω στο ηλεκτρικό μάτι. Μισοκοιμισμένος ακόμη, γύρισε ανάσκελα και προσπάθησε να θυμηθεί το όνειρο που έβλεπε πριν ξυπνήσει. Ήταν ένα ωραίο όνειρο: κάτι για μια μοτοσικλέτα που πετούσε... Κι ήταν σχεδόν απόλυτα σίγουρος πως είχε δει κι άλλες φορές αυτό το όνειρο.
Η θεία του, όμως, είχε έρθει πάλι στην πόρτα.
«Σηκώθηκες, επιτέλους;» του φώναξε.
«Σχεδόν», αποκρίθηκε ο Χάρι.
«Κουνήσου, λοιπόν! Θέλω να 'ρθεις στην κουζίνα, να προσέχεις το μπέικον. Και μην τολμήσεις να τ' αφήσεις να καεί. Τα θέλω όλα τέλεια στα γενέθλια του Ντάντλι!»
Ο Χάρι βόγκηξε απελπισμένος.
«Τι είπες;» φώναξε η θεία Πετούνια.
«Τίποτα, τίποτα...»
Τα γενέθλια του Ντάντλι!... Πώς μπορούσε να τα ξεχάσει; Ο Χάρι σηκώθηκε αργά απ' το κρεβάτι κι άρχισε να ψάχνει για κάλτσες. Βρήκε ένα ζευγάρι κάτω απ' το κρεβάτι του κι αφού έδιωξε από πάνω τους μιαν αράχνη, τις φόρεσε. Ο Χάρι είχε πια συνηθίσει τις αράχνες, γιατί η μικρή αποθήκη κάτω απ' τη σκάλα ήταν γεμάτη απ' αυτές. Εκεί κοιμόταν.
Αφού ντύθηκε, ο Χάρι διέσχισε το χολ και μπήκε στην κουζίνα. Το τραπέζι σχεδόν δε φαινόταν κάτω απ' τα πακέτα με τα δώρα για τον Ντάντλι. Ήταν φανερό πως ο Ντάντλι και το καινούριο κομπιούτερ που ήθελε είχε πάρει, και τη δεύτερη συσκευή τηλεόρασης και το σπορ ποδήλατο. Τώρα για ποιο λόγο ο Ντάντλι ήθελε σπορ ποδήλατο, παρέμενε μεγάλο μυστήριο για τον Χάρι, γιατί ο Ντάντλι ήταν πολύ παχύς και μισούσε κάθε είδους σωματική άσκηση. Εκτός, Βέβαια, αν σωματική άσκηση σήμαινε το να δέρνει κάποιον! Απ' όλους, ο Ντάντλι προτιμούσε να δέρνει τον εξάδελφο του, τον Χάρι, μολονότι σπάνια κατάφερνε να τον πιάσει. Μπορεί να μην του φαινόταν, αλλά ο Χάρι ήταν πολύ γρήγορος.
Ίσως η εμφάνιση του να είχε σχέση με το ότι ζούσε και κοιμόταν σε μια σκοτεινή αποθήκη, αλλά ο Χάρι ήταν πάντα μικροκαμωμένος και αδύνατος για την ηλικία του. Έδειχνε, μάλιστα, ακόμη πιο μικρόσωμος και αδύνατος, γιατί φορούσε πάντα παλιά ρούχα του Ντάντλι κι ο Ντάντλι ήταν τουλάχιστον τέσσερις φορές πιο μεγαλόσωμος απ' αυτόν. Ο Χάρι είχε λεπτό πρόσωπο, κοκαλιάρικα γόνατα, μαύρα μαλλιά κι λαμπερά πράσινα μάτια. Φορούσε γυαλιά με στρογγυλούς φακούς, στερεωμένα εδώ κι εκεί με σελοτέιπ, γιατί έσπαγαν κάθε φορά που ο Ντάντλι του έδινε μια γροθιά στη μύτη. Το μόνο πράγμα που άρεσε στον Χάρι απ' την εμφάνιση του, ήταν το λεπτό σημάδι σε σχήμα κεραυνού που είχε στο μέτωπο του. Το είχε σ' όλη του τη ζωή κι η πρώτη ερώτηση που θυμόταν να έχει κάνει στη θεία του Πετούνια, ήταν για το πώς το είχε αποκτήσει το σημάδι.
«Στο αυτοκινητιστικό δυστύχημα που σκοτώθηκαν οι γονείς σου», του είχε απαντήσει. «Και μην κάνεις ερωτήσεις!»
Μην κάνεις ερωτήσεις. Αυτός ήταν ο πρώτος κανόνας για μια ήσυχη ζωή με τους Ντάρσλι.
Ο θείος Βέρνον μπήκε στην κουζίνα ενώ ο Χάρι γύριζε το μπέικον στο τηγάνι.
«Χτένισε τα μαλλιά σου!» του φώναξε, αντί για καλημέρα.
Περίπου μια φορά την εβδομάδα, ο θείος Βέρνον σήκωνε το βλέμμα του απ' την εφημερίδα του και φώναζε πως ο Χάρι ήθελε κούρεμα. Στη σύντομη ζωή του, ο Χάρι θα πρέπει να είχε κουρευτεί πιο πολλές φορές απ' όσες όλα τα παιδιά της τάξης του μαζί, αλλά αυτό δεν ωφελούσε σε τίποτα, γιατί τα μαλλιά του φύτρωναν πάντα ακατάστατα.
Ο Χάρι τηγάνιζε τ' αβγά, όταν ο Ντάντλι μπήκε στην κουζίνα μαζί με τη μητέρα του. Ήβη από τώρα, ο Ντάντλι έμοιαζε πολύ στον πατέρα του. Είχε το ίδιο φαρδύ και ροδαλό πρόσωπο, σχεδόν καθόλου λαιμό, μικρά και ξεπλυμένα γαλάζια μάτια και πυκνά, ίσια και ξανθά μαλλιά, που σκέπαζαν ολόκληρο το χοντρό κεφάλι του. Η θεία Πετούνια συχνά έλεγε πως ο Ντάντλι έμοιαζε με μικρό άγγελο. Ο Χάρι, όμως, συχνά σκεφτόταν πως ο Ντάντλι έμοιαζε με γουρούνι που φοράει ξανθιά περούκα.
O Χάρι έΒαλε τα πιάτα με τ' αβγά και το μπέικον στο τραπέζι, κάτι όχι εύκολο, γιατί υπήρχε ελάχιστος ελεύθερος χώρος. Στο μεταξύ ο Ντάντλι είχε μετρήσει τα δώρα του και το πρόσωπο του έδειχνε απογοήτευση.
«Τριάντα έξι», είπε, κοιτάζοντας τον πατέρα και τη μητέρα του. «Δύο λιγότερα από πέρυσι».
«Μα, χρυσό μου, δε μέτρησες το δώρο της θείας Μαρτζ», απάντησε η θεία Πετούνια. «Να το, εδώ είναι, κάτω απ' αυτό το μεγάλο δώρο απ' τη μαμά και τον μπαμπά».
«Καλά, τριάντα εφτά, λοιπόν», είπε ο Ντάντλι. Το πρόσωπο του είχε γίνει κατακόκκινο. Ο Χάρι, προαισθανόμενος πως σε λίγο έρχεται καταιγίδα, άρχισε να καταπίνει αμάσητα το μπέικον και τ' αβγά του, από φό6ο μήπως ο Ντάντλι αναποδογυρίσει το τραπέζι.
Φαίνεται, όμως, πως κι η θεία Πετούνια είχε μυριστεί τον κίνδυνο, γιατί είπε βιαστικά: «Και θα σου πάρουμε άλλα δύο δώρα, όταν βγούμε αργότερα για ψώνια. Πώς σου φαίνεται αυτό, χρυσό μου; Δύο δώρα ακόμη! Εντάξει;»
O Ντάντλι σκέφθηκε για μια στιγμή, πράγμα ολοφάνερα δύσκολο γι αυτόν. Μετά είπε αργά: «Τότε θα έχω τριάντα... τριάντα...»
«Τριάντα εννέα, άγγελε μου», συμπλήρωσε η θεία Πετούνια.
«Α!» Ο Ντάντλι έπεσε βαρύς στην καρέκλα του κι άρπαξε το πιο κοντινό πακέτο. «Εντάξει, τότε», είπε.
Ο θείος Βέρνον χαμογέλασε. «O μικρός δε θέλει να χάσει καμιά ευκαιρία! Σαν τον μπαμπά του! Μπράβο, Ντάντλι μου!» είπε, ανακατώνοντας τα μαλλιά του γιου του.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο κι η θεία Πετούνια πήγε να το σηκώσει. O θείος Βέρνον κι ο Χάρι παρακολουθούσαν σιωπηλοί τον Ντάντλι να ξεδιπλώνει το σπορ ποδήλατο, μια βιντεοκάμερα, ένα αεροπλάνο με τηλεκοντρόλ, δεκάξι καινούρια παιχνίδια για κομπιούτερ και μιαν αυτόματη φωτογραφική μηχανή. Καθώς έσχιζε το περιτύλιγμα από ένα χρυσό ρολόι, η θεία Πετούνια ξαναγύρισε, δείχνοντας ταυτόχρονα θυμωμένη και ανήσυχη.
«Άσχημα νέα, Βέρνον», είπε στον άντρα της. «Η κυρία Φιγκς έσπασε το πόδι της. Και δεν μπορεί να τον πάρει...» Κι έδειξε τον Χάρι με μια κίνηση του κεφαλιού της.
Στο άκουσμα αυτών των λόγων, το στόμα του Ντάντλι άνοιξε από φρίκη, αλλά η καρδιά του Χάρι αναπήδησε από χαρά. Κάθε χρόνο, στα γενέθλια του Ντάντλι, οι γονείς του τον πήγαιναν μαζί μ' ένα φίλο του να διασκεδάσουν όλη μέρα έξω: πάρκο, ζωολογικό κήπο, χάμπουργκερ και κινηματογράφο. Κάθε χρόνο αυτή τη μέρα ο Χάρι πήγαινε στον κήπο της κυρίας Φιγκς, μιας μισότρελης γριάς που ζούσε δυο δρόμους παρακάτω. Ο Χάρι μισούσε αυτό το σπίτι, όχι μόνο γιατί μύριζε ολόκληρο βραστό λάχανο, αλλά και γιατί η κυρία Φιγκς τον υποχρέωνε να κοιτάζει συνέχεια τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες απ' όλες τις γάτες που είχε στη ζωή της.
«Και τώρα, τι θα κάνουμε;» φώναξε έξαλλη η θεία Πετούνια, κοιτάζοντας τον Χάρι λες κι αυτός είχε σχεδιάσει το ατύχημα. Ο Χάρι ήξερε πως έπρεπε να λυπάται που η κυρία Φιγκς είχε σπάσει το πόδι της, αλλά αυτό δεν του ήταν καθόλου εύκολο, όταν σκεφτόταν πως θα περνούσε τώρα ένας ολόκληρος χρόνος προτού χρειαστεί να δει πάλι τις φωτογραφίες του Ασπρούλη, του Μαυρούλη, του Γκρίζου και της Πιτσιλωτής.
«Μπορούμε να ζητήσουμε από την αδελφή μου, τη Μαρτζ, να τον κρατήσει», πρότεινε ο θείος Βέρνον.
«Μη λες ανοησίες. Αφού ξέρεις πόσο τον αντιπαθεί».
Οι Ντάρσλι συχνά μιλούσαν για τον Χάρι σαν να μην ήταν μπροστά... ή, μάλλον, σαν να ήταν κάτι το πολύ αηδιαστικό, παραδείγματος χάριν μια σαρανταποδαρούσα που δεν μπορούσε να τους καταλάβει.
«Τότε, αυτή η φίλη σου... η... πώς τη λένε; Η Ιβόν!»
«Είναι διακοπές στη Μαγιόρκα».
«Μπορείτε να μ' αφήσετε εδώ», πρότεινε ο Χάρι, προσπαθώντας να μη δείξει την ελπίδα που πλημμύριζε την καρδιά του (γιατί θα μπορούσε να δει ό,τι ήθελε στην τηλεόραση κι ίσως και να παίξει με το κομπιούτερ του Ντάντλι).
Ακούγοντας τον, το πρόσωπο της θείας Πετούνια πήρε μια έκφραση σαν να είχε δαγκώσει λεμόνι.
«Και να γυρίσω μετά σ' ένα σπίτι άνω-κάτω!» φώναξε.
«Υπόσχομαι να μην το ανατινάξω», είπε πειραγμένος ο Χάρι, αλλά κανείς πια δεν τον πρόσεχε.
«Νομίζω πως μπορούμε να τον πάρουμε μαζί μας στο ζωολογικό κήπο... και να τον αφήσουμε να περιμένει στο αυτοκίνητο», είπε κατόπιν η θεία Πετούνια.
«Το αμάξι είναι καινούριο!» αποκρίθηκε ο θείος Βέρνον. «Δεν τον αφήνω να κάτσει μέσα μόνος του!»
Εκείνη τη στιγμή ο Ντάντλι άρχισε ξαφνικά να κλαίει. Η αλήθεια ήταν πως δεν έκλαιγε πραγματικά. Είχε από χρόνια πάψει να κλαίει. Ήξερε πως, αν ζάρωνε το πρόσωπο του κι ούρλιαζε δυνατά, η μητέρα του θα του έκανε οποιοδήποτε χατίρι.
«Χρυσό μου αγοράκι, μην κλαις, η μαμά δε θα τον αφήσει να χαλάσει τη μέρα σου!» είπε αμέσως η θεία Πετούνια, αγκαλιάζοντας το γιο της.
«Δε... θέλω... να 'ρθει... μαζί μας!» φώναξε ο Ντάντλι ανάμεσα στους ψεύτικους λυγμούς του. «Γιατί... χαλάει... την παρέα». Κι έριξε ένα μοχθηρό βλέμμα στον Χάρι πάνω από τα μπράτσα της μητέρας του.
Σχεδόν αμέσως χτύπησε το κουδούνι. «Αχ, θ ε έ μου, ήρθαν κιόλας!» φώναξε η θεία Πετούνια. Λίγες στιγμές αργότερα ο στενός φίλος του Ντάντλι, ο Πιρς Πόλκις, μπήκε μέσα με τη μητέρα του. Ο Πιρς ήταν ένα αδύνατο αγόρι με πρόσωπο σαν του ποντικού. Συνήθως ήταν αυτός που κρατούσε τα χέρια των άλλων παιδιών πίσω απ' την πλάτη τους, όταν ο Ντάντλι τα χτυπούσε με τις γροθιές του. Μόλις τον είδε, ο Ντάντλι σταμάτησε αμέσως τα ψευτοκλάματα.
Μισή ώρα αργότερα ο Χάρι, που ακόμη δεν μπορούσε να πιστέψει στη μεγάλη του τύχη, ήταν καθισμένος στο πίσω μέρος του αμαξιού των Ντάρσλι, μαζί με τον Ντάντλι και τον Πιρς, και πήγαινε στο ζωολογικό κήπο για πρώτη φορά στη ζωή του. Ο θείος και η θεία του δεν είχαν μπορέσει να βρουν πού αλλού να τον αφήσουν. Προτού ξεκινήσουν, ο θείος Βέρνον είχε πάρει παράμερα τον Χάρι.
«Σε προειδοποιώ», του είπε, φέρνοντας το χοντρό και κατακόκκινο πρόσωπο του πολύ κοντά σιο δικό του, «σε προειδοποιώ, λέω, πως, αν κάνεις τίποτα, έστω και το παραμικρό, θα μείνεις στην αποθήκη από τώρα ως τα Χριστούγεννα!»
«Δε θα κάνω τίποτα», είπε ο Χάρι. «Αλήθεια!»
Αλλά ο θείος Βέρνον δεν τον πίστεψε. Εξάλλου κανείς ποτέ δεν τον πίστευε.
Το πρόβλημα ήταν πως πολλές φορές συνέβαιναν διάφορα περίεργα πράγματα με τον Χάρι. Τους εξηγούσε βέβαια πως δεν ήταν εκείνος που τα προκαλούσε, αλλά αυτό δεν ωφελούσε σε τίποτα.
Μια φορά η θεία Πετουνια, κουρασμένη πια να βλέπει τον Χάρι να γυρίζει απ' τον κουρέα σαν να μην είχε πάει καθόλου εκεί, είχε πάρει ένα ψαλίδι κι είχε κόψει τα μαλλιά του πολύ κοντά, έτσι που να φαίνεται σχεδόν φαλακρός, εκτός απ' τη φράντζα στο μετωπό του, που την είχε αφήσει για να κρύβει «αυτό το απαίσιο σημάδι», όπως έλεγε. Ο Ντάντλι είχε πεθάνει στα γέλια βλέποντας τον Χάρι, ο οποίος έμεινε όλη νύχτα ξάγρυπνος· σκεφτόταν πώς θα τον αντιμετώπιζαν την άλλη μέρα στο σχολείο, όπου τον περιγελούσαν συνέχεια για τα φαρδιά ρούχα και τα στερεωμένα με σελοτέιπ γυαλιά του. Όμως την άλλη μέρα το πρωί ο Χάρι διαπίστωσε πως στη διάρκεια της νύχτας τα μαλλιά του είχαν φυτρώσει και μακρύνει τόσο πολύ, όσο προτού τον κουρέψει σχεδόν γουλί η θεία του την προηγουμένη. Είχε τιμωρηθεί να μείνει κλεισμένος στην αποθήκη του μια ολόκληρη εβδομάδα γι' αυτό, μολονότι μάταια προσπαθούσε να της εξηγήσει πως κι ο ίδιος δεν καταλάβαινε πώς έγινε και ξαναφύτρωσαν τα μαλλιά του τόσο γρήγορα.
Μιαν άλλη φορά, πάλι, η θεία Πετούνια προσπάθησε να του φορέσει ένα απαίσιο παλιό πουλόβερ του Ντάντλι (καφέ με πορτοκαλί βούλες). Όσο όμως πάλευε να το περάσει από το κεφάλι του, τόσο το πουλόβερ έδειχνε να στενεύει, ώσπου στο τέλος μόνο ένα κουταβάκι θα μπορούσε να το φορέσει. Η θεία Πετούνια έβγαλε τότε το συμπέρασμα πως θα πρέπει να είχε «μπει» στο πλυντήριο. Έτσι, προς μεγάλη του ανακούφιση, ο Χάρι δεν είχε τιμωρηθεί εκείνη τη φορά.
Κάποια άλλη φορά ο Χάρι είχε μπλέξει πολύ άσχημα, επειδή είχε βρεθεί στη σκεπή του κτιρίου που στέγαζε τις σχολικές κουζίνες. Ο Ντάντλι κι η παρέα του τον είχαν πάρει στο κυνήγι, όπως συνήθως. Ξαφνικά, προς μεγάλη κατάπληξη και του ίδιου του Χάρι, είχε βρεθεί επάνω στη σκεπή. Οι Ντάρσλι είχαν πάρει ένα πολύ αυστηρό γράμμα απ' τη δασκάλα τού Χάρι, που τους έγραφε πως ο ανιψιός τους σκαρφάλωνε στα σχολικά κτίρια. Το μόνο, όμως, που ο Χάρι είχε προσπαθήσει να κάνει (όπως είχε φωνάξει και στο θείο Βέρνον πίσω απ' την κλειδωμένη πόρτα της αποθήκης του), ήταν να πηδήσει πίσω απ' τους μεγάλους κάδους των σκουπιδιών και να κρυφτεί εκεί. Το πώς είχε βρεθεί στη σκεπή, ούτε κι ο ίδιος μπορούσε να το καταλάβει! Υπέθετε πως, ενώ πηδούσε, ο αέρας τον είχε παρασύρει και τον είχε ανεβάσει εκεί πάνω.
Σήμερα, όμως, ο Χάρι ήταν αποφασισμένος πως τίποτα δε θα πήγαινε στραβά. Δεν τον πείραζε, μάλιστα, ούτε η παρέα του Ντάντλι και του Πιρς, αφού θα περνούσε τη μέρα του κάπου αλλού εκτός απ' το σχολείο, την αποθήκη που ήταν το δωμάτιο του, ή το σπίτι της κυρίας Φιγκς που μύριζε λάχανο.
Ενώ οδηγούσε, ο θείος Βέρνον παραπονιόταν στη θεία Πετούνια. Του άρεσε να παραπονιέται για όλους και για όλα: τους υπαλλήλους στο γραφείο, τον Χάρι, το δημοτικό συμβούλιο της περιοχής, τον Χάρι, την τράπεζα, τον Χάρι κι άλλα πολλά. Σήμερα το πρωί, όμως, παραπονιόταν για τις μοτοσικλέτες.
«...τρέχουν σαν τρελοί, οι αλήτες!» είπε, καθώς μια μοτοσικλέτα τους προσπέρασε με ταχύτητα.
«Μια φορά είδα ένα όνειρο με μια μοτοσικλέτα», είπε αυθόρμητα ο Χάρι. «Την είδα να πετάει...»
Ο θείος Βέρνον παραλίγο να τρακάρει με το μπροστινό αυτοκίνητο. Έξαλλος από θυμό, γύρισε πίσω το κατακόκκινο πρόσωπο του, που έμοιαζε σαν πατζάρι με μουστάκι, και ούρλιαξε στον Χάρι: «Οι μοτοσικλέτες δεν πετάνε!»
Ο Ντάντλι κι ο Πιρς χασκογέλασαν.
«Το ξέρω αυτό», του αποκρίθηκε ο Χάρι. «Ένα όνειρο ήταν...»
Από μέσα του, όμως, ευχήθηκε να μην είχε μιλήσει. Γιατί, αν υπήρχε κάτι που οι Ντάρσλι μισούσαν περισσότερο κι από τις ερωτήσεις του, ήταν να μιλά για πράγματα έξω απ' τα συνηθισμένα, έστω κι αν επρόκειτο για κάποιο όνειρο ή για κάποιο φιλμ κινουμένων σχεδίων. Έδειχναν να πιστεύουν πως, αν ο Χάρι καταγινόταν με τέτοια πράγματα, κινδύνευε να του σφηνωθούν επικίνδυνες ιδέες στο μυαλό.
Εκείνο το Σά66ατο ήταν ηλιόλουστο κι ο ζωολογικός κήπος ήταν γεμάτος οικογένειες. Οι Ντάρσλι αγόρασαν μεγάλα παγωτά σοκολάτα στον Ντάντλι και στον Πιρς και μετά, επειδή η χαμογελαστή κυρία που τα πουλούσε ρώτησε και τον Χάρι τι ήθελε, αγόρασαν και σ' αυτόν ένα φτηνό παγωτό ξυλάκι. Δεν ήταν κι άσχημο, σκέφθηκε ο Χάρι καθώς το έγλειφε, ενώ όλοι μαζί κοιτούσαν ένα γορίλα που έξυνε το κεφάλι του. Έμοιαζε καταπληκτικά στον Ντάντλι, μόνο που δεν ήταν ξανθός.
Ήταν το καλύτερο πρωινό που είχε περάσει ο Χάρι εδώ και χρόνια. Πρόσεχε όμως να περπατά λίγο μακριά απ' τους Ντάρσλι, ώστε ο Ντάντλι και ο Πιρς, που είχαν αρχίσει να βαριούνται λίγο τα ζώα, να μη θυμηθούν ξαφνικά την αγαπημένη τους απασχόληση κι αρχίσουν να τον ξυλοκοπούν. Το μεσημέρι έφαγαν όλοι στο εστιατόριο του ζωολογικού κήπου, όπου ο Ντάντλι έκανε φασαρία επειδή το παγωτό του δεν ήταν αρκετά μεγάλο. Τότε ο θείος Βέρνον του παρήγγειλε ένα δεύτερο κι άφησε τον Χάρι να τελειώσει το μισοφαγωμένο πρώτο.
Αργότερα ο Χάρι έκανε τη σκέψη πως, αφού όλα πήγαιναν τόσο καλά, έπρεπε να το περιμένει πως κάτι θα χαλούσε γρήγορα. Μετά το μεσημεριανό φαγητό πήγαν όλοι μαζί στο κτίριο με τα φίδια και τ' άλλα ερπετά. Ήταν μισοσκότεινα και υγρά εκεί μέσα, με τις φωτισμένες βιτρίνες ολόγυρα στους τοίχους. Πίσω απ' το γυαλί, σε κάθε Βιτρίνα, ένα σωρό φίδια και σαύρες γλιστρούσαν αθόρυβα επάνω σε μεγάλες πέτρες και κομμάτια ξύλο. Ο Ντάντλι και ο Πιρς ήθελαν να δουν μεγάλες, δηλητηριώδεις κόμπρες και τεράστιους πύθωνες. Ο Ντάντλι δεν άργησε να βρει το πιο μεγάλο φίδι απ' όλα: ήταν τόσο μακρύ και χοντρό, που θα μπορούσε να τυλιχτεί δύο φορές γύρω απ' το αμάξι του θείου Βέρνον και να το κάνει φυσαρμόνικα. Πα την ώρα, όμως, δεν έδειχνε καμιά απειλητική διάθεση, αφού κοιμόταν βαθιά.
Ο Ντάντλι, με τη μύτη του κολλημένη επάνω στο τζάμι, κοιτούσε τις γυαλιστερές κουλούρες που σχημάτιζε το τεράστιο σώμα του φιδιού. «Κάν' το να κουνηθεί», γκρίνιαξε στον πατέρα του.
Ο θείος Βέρνον χτύπησε με τα δάχτυλα του το τζάμι, αλλά το φίδι δεν κουνήθηκε.
«Κάν' το πάλι!» επέμεινε ο Ντάντλι. Ο θείος Βέρνον ξαναχτύπησε το τζάμι, αλλά το φίδι συνέχισε να κοιμάται.
«Είναι βαρετό», γκρίνιαξε πάλι ο Ντάντλι κι απομακρύνθηκε με συρτά βήματα...
Με τη σειρά του, ο Χάρι στάθηκε μπροστά στο κοιμισμένο φίδι. Δε θα του φαινόταν καθόλου παράξενο αν το φίδι πέθαινε από πλήξη. Όλη μέρα, η μοναδική του συντροφιά ήταν χαζοί άνθρωποι που χτυπούσαν τα δάχτυλα τους στο τζάμι για να το κάνουν να κουνηθεί. Ήταν ακόμη χειρότερο απ' το να έχεις μια αποθήκη για κρεβατοκάμαρα, με μοναδικό επισκέπτη τη θεία Πετούνια, που χτυπούσε άγρια στην πόρτα για να σε ξυπνήσει. Τουλάχιστον ο Χάρι μπορούσε να πηγαίνει και στο υπόλοιπο σπίτι, τις φορές που δεν ήταν τιμωρημένος.
Ξαφνικά το φίδι άνοιξε τα ολοστρόγγυλα και γυαλιστερά μάτια του. Αργά, πολύ αργά, σήκωσε το κεφάλι του, ώσπου τα μάτια του έφτασαν στο ίδιο ύψος με τα μάτια του Χάρι. Και τότε του 'κλείσε το μάτι.
Ο Χάρι το κοίταξε κατάπληκτος. Μετά έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω του, για να βεβαιωθεί πως κανείς δεν τον παρακολουθούσε. Καθησυχασμένος, γύρισε πάλι στο φίδι και του 'κλείσε κι αυτός το μάτι.
Το φίδι έγειρε το κεφάλι του προς το μέρος του θείου Βέρνον και του Ντάντλι και μετά σήκωσε τα μάτια του ψηλά, σαν να έλεγε: «Τέτοιοι βλάκες έρχονται συνέχεια εδώ...»
«Καταλαβαίνω», μουρμούρισε ο Χάρι, αν και δεν ήταν καθόλου σίγουρος πως το φίδι μπορούσε να τον ακούσει. «Θα πρέπει να είναι πολύ εκνευριστικό».
Το φίδι κούνησε πολλές φορές το κεφάλι του.
«Από πού είσαι;» το ρώτησε κατόπιν ο Χάρι.
Με μια κίνηση της ουράς του, το φίδι έδειξε μια μικρή επιγραφή δίπλα στο τζάμι. Ο Χάρι τη διάβασε.
«Βόας ο Συσφιγκτήρ, Βραζιλία».
«Ήταν ωραία εκεί;» ρώτησε κατόπιν το φίδι.
Ο Βόας έδειξε με την ουρά του μιαν άλλη επιγραφή κι ο Χάρι διάβασε: «Αυτό το φίδι γεννήθηκε σε ζωολογικό κήπο».
«Α, κατάλαβα», είπε ο Χάρι. «Δηλαδή δεν έχεις πάει ποτέ στη Βραζιλία...»
Καθώς το φίδι κουνούσε πάλι το κεφάλι του, ακούστηκε μια γυναικεία φωνή, τόσο δυνατή, που ο Χάρι αναπήδησε τρομαγμένος.
«Ντάντλι! Βέρνον! Ελάτε να δείτε τι κάνει το φίδι! Δε θα το πιστέψετε!»
O Ντάντλι ξαναγύρισε προς το φίδι, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν να τον φέρουν τα χοντρά πόδια του.
«Φύγε απ' τη μέση εσύ!» είπε, σπρώχνοντας τον Χάρι με τόση δύναμη, που εκείνος έπεσε στο τσιμεντένιο δάπεδο.
Αυτό όμως που συνέβη κατόπιν, συνέβη τόσο γρήγορα, που κανείς δεν πρόλαβε να το δει. Ενώ τη μια στιγμή ο Ντάντλι και ο Πιρς είχαν σχεδόν κολλημένο το μούτρο τους στο τζάμι, την άλλη έκαναν κι οι δυο ένα πήδημα προς τα πίσω, ουρλιάζοντας τρομαγμένοι.
Ο Χάρι ανακάθισε, κοίταξε και φώναξε κι αυτός από τρόμο. Το τζάμι μπροστά απ' το κλουβί του τεράστιου βόα είχε εξαφανιστεί. Το φίδι ξεδιπλωνόταν τώρα γρήγορα κι είχε αρχίσει να γλιστρά επάνω στο δάπεδο της αίθουσας, ενώ οι άλλοι επισκέπτες γύρω ούρλιαζαν κι έτρεχαν προς τις εξόδους.
Καθώς το φίδι γλιστρούσε γρήγορα από δίπλα του, ο Χάρι ήταν σίγουρος πως άκουσε μια σιγανή και σφυριχτή φωνή να λέει: «Έρχομαι, Βραζιλία!... Ευχαριστώ, αμίγκο...»
Όσο για το φύλακα σ' αυτό το τμήμα του ζωολογικού κήπου, είχε πάθει σοκ.
«Μα... το τζάμι!» έλεγε και ξανάλεγε. «Πού πήγε το τζάμι;»
Αργότερα, ο ίδιος ο διευθυντής του ζωολογικού κήπου έφτιαξε τσάι για τη θεία Πετούνια, ενώ ζητούσε συνέχεια συγγνώμη απ' όλους γι' αυτό που είχε συμβεί. Ο Ντάντλι κι ο Πιρς έτρεμαν τόσο πολύ, που τραύλιζαν όταν προσπαθούσαν να μιλήσουν. Απ' όσο είχε προλάβει να δει ο Χάρι, το φίδι δεν είχε κάνει τίποτα περισσότερο απ' το ν' ανοιγοκλείσει κοροϊδευτικά τα σαγόνια του προς το μέρος τους, ώσπου όμως να βρεθούν πάλι όλοι μέσα στο αμάξι του θείου Βέρνον, ο Ντάντλι έλεγε πως το φίδι παραλίγο να δαγκώσει το πόδι του κι ο Πιρς ορκιζόταν πως είχε προσπαθήσει να τον σκοτώσει, σφίγγοντας τον με τις κουλούρες του. Το χειρότερο απ' όλα όμως, χειρότερο για τον Χάρι, εννοείται, έγινε όταν ο Πιρς, αφού ηρέμησε λίγο, είπε: «Ο Χάρι μιλούσε στο φίδι. Έτσι δεν είναι, Χάρι;»
Ο θείος Βέρνον περίμενε ώσπου ο Πιρς να φύγει απ' το σπίτι, προτού αρχίσει να μαλώνει τον ανιψιό του. Ήταν μάλιστα τόσο θυμωμένος, που δυσκολευόταν να μιλήσει· το μόνο που κατόρθωσε να πει ήταν: «Πήγαινε... αποθήκη... νηστικός!», προτού πέσει σχεδόν αναίσθητος σε μια πολυθρόνα. Η θεία Πετούνια αναγκάστηκε να του φέρει τρέχοντας ένα ποτήρι γεμάτο μπράντι.
Πολύ αργότερα ο Χάρι, ξαπλωμένος στο στενό ντιβάνι μέσα στην αποθήκη του, παρακαλούσε να είχε ένα ρολόι. Δεν ήξερε τι ώρα ήταν κι έτσι δεν μπορούσε να υπολογίσει αν οι Ντάρσλι είχαν αποκοιμηθεί. Έτσι δεν τολμούσε να γλιστρήσει στην κουζίνα, για να βρει κάτι να φάει.
O Χάρι είχε ζήσει με τους Ντάρσλι δέκα χρόνια, δέκα απαίσια χρόνια, όλη του τη ζωή μέχρι τώρα, από τότε που ήταν μωρό κι οι γονείς του είχαν σκοτωθεί σ' εκείνο το αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Δε θυμόταν αν ήταν κι εκείνος στο αυτοκίνητο όταν πέθαναν οι γονείς του. Καμιά φορά, όταν στριφογύριζε άυπνος στη μικρή αποθήκη, η μνήμη του του έφερνε ένα παράξενο όραμα: μια εκτυφλωτική αστραπή από πράσινο φως κι ένα δυνατό πόνο στο μέτωπο του. Αυτό, έλεγε με το μυαλό του, θα πρέπει να ήταν η σύγκρουση, αν και δεν μπορούσε να φανταστεί τι σχέση μπορεί να είχε το πράσινο φως. Όσο για τους γονείς του, δεν μπορούσε να τους θυμηθεί καθόλου. Ο θείος κι η θεία του δεν μιλούσαν ποτέ γι αυτούς και, φυσικά, του απαγόρευαν να κάνει ερωτήσεις. Ούτε φωτογραφίες τους υπήρχαν πουθενά μέσα στο σπίτι... -
Όταν ήταν πιο μικρός, ο Χάρι ονειρευόταν συχνά πως κάποιοι άγνωστοι συγγενείς εμφανίζονταν ξαφνικά και τον έπαιρναν μακριά, αλλά κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί βέβαια ποτέ. Οι Ντάρσλι, λοιπόν, θα πρέπει να ήταν οι μοναδικοί συγγενείς του. Κι όμως, καμιά φορά είχε την εντύπωση (ή μήπως ήταν μόνο ελπίδα;) πως άγνωστοι άνθρωποι στο δρόμο έδειχναν να τον ξέρουν. Και μάλιστα πολύ παράξενοι άνθρωποι! Ένας μικροκαμωμένος άντρας με βιολετί καπέλο τον είχε χαιρετήσει με υπόκλιση, κάποια φορά που είχε βγει για ψώνια με τη θεία Πετούνια και τον Ντάντλι. Αφού είχε πρώτα ρωτήσει θυμωμένη τον Χάρι αν ήξερε αυτόν τον τύπο, η θεία Πετούνια τους είχε τραβήξει βιαστικά απ' το μαγαζί, χωρίς ν' αγοράσει τίποτα. Άλλη μια φορά, πάλι, μια γριά γυναίκα ντυμένη όλη στα πράσινα, του είχε κουνήσει χαρούμενα το χέρι της σε κάποιο λεωφορείο. Κι ένας φαλακρός άντρας με μακρύ μοβ παλτό, του είχε σφίξει το χέρι στο δρόμο, μόλις πριν από μερικές μέρες. Μετά είχε απομακρυνθεί χωρίς λέξη. Το πιο περίεργο απ' όλα, όμως, ήταν ο παράξενος τρόπος που εξαφανίζονταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι όταν ο Χάρι προσπαθούσε να τους δει από πιο κοντά.
Στο σχολείο ο Χάρι δεν είχε κανένα φίλο. Όλα τα παιδιά ήξεραν πως ο Ντάντλι κι η παρέα του μισούσαν αυτόν τον παράξενο Χάρι, με τα φαρδιά παλιόρουχα και τα γυαλιά με το σελοτέιπ. Και κανείς δεν ήθελε να τα βάλει με τον Ντάντλι και την παρέα του.