12. Ο καθρέφτης τον Έριζεντ

Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν. Κάποιο πρωί στα μέσα Δεκεμβρίου, το «Χόγκουαρτς» ξύπνησε σκεπασμένο από δυο μέτρα χιόνι. Η λίμνη πάγωσε ολόκληρη και οι δίδυμοι Ουέσλι τιμωρήθηκαν, γιατί είχαν κάνει μάγια σε μερικές μπάλες χιονιού, έτσι ώστε ν' ακολουθούν τον καθηγητή Κούιρελ και να κάνουν κάθε τόσο γκελ επάνω στο τουρμπάνι του. Όσο για τις λίγες κουκουβάγιες που αψηφούσαν την παγωνιά για να φέρουν το ταχυδρομείο, έπρεπε μετά να δεχτούν τα γιατροσόφια του Χάγκριντ, για να μπορέσουν πάλι να πετάξουν.

Όλοι ανυπομονούσαν πότε να 'ρθουν οι γιορτές. Γιατί ενώ η αίθουσα αναψυχής στους κοιτώνες και η μεγάλη τραπεζαρία είχαν συνέχεια φωτιά στα μεγάλα τους τζάκια, οι διάδρομοι ήταν παγωμένοι κι ο ψυχρός άνεμος έκανε τα παραθυρόφυλλα να χτυπούν στις κρεβατοκάμαρες και στις διάφορες τάξεις. Το χειρότερο απ' όλα, όμως, ήταν τα μαθήματα του καθηγητή Σνέιπ στα υπόγεια του κάστρου. Εκεί το κρύο ήταν τόσο δυνατό, που όλα τα παιδιά στέκονταν όσο πιο κοντά μπορούσαν στα ζεστά καζάνια τους, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο να πάθουν εγκαύματα.

«Αληθινά λυπάμαι», είπε κάποιο πρωί ο Ντράκο Μαλφόι κατά τη.διάρκεια του μαθήματος των φίλτρων, «όλα εκείνα τα παιδιά που θ' αναγκαστούν να περάσουν τις γιορτές στο "Χόγκουαρτς" γιατί κανείς δεν τα θέλει σπίτι...»

Ενώ μιλούσε, κοιτούσε επίμονα τον Χάρι. Οι δυο αχώριστοι φίλοι του Μαλφόι, ο Κράμπε και ο Γκόιλ, γέλαγαν δυνατά. Ο Χάρι, που εκείνη τη στιγμή ζύγιζε τα υλικά για το φίλτρο που έπρεπε να φτιάξει, τους αγνόησε — μετά από το περίφημο εκείνο ματς κουίντιτς, ο Μαλφόι είχε γίνει ακόμη πιο ενοχλητικός απ' ό,τι προηγουμένως. Θυμωμένος που το Σλίθεριν είχε χάσει, προσπαθούσε να κάνει όλους τους πρωτοετείς να γελάσουν, λέγοντας πως οποιοσδήποτε Βάτραχος με ανοιχτό στόμα θα μπορούσε κάλλιστα ν' αντικαταστήσει τον Χάρι ως ανιχνευτή στο επόμενο παιχνίδι της ομάδας του. Γρήγορα όμως κατάλαβε πως το αστείο του δεν είχε απήχηση, γιατί όλοι είχαν εντυπωσιαστεί πολύ με τον τρόπο που ο Χάρι είχε καταφέρει να μείνει ως το τέλος επάνω στο σκουπόξυλό του. Έτσι ο Μαλφόι, έξαλλος από θυμό και ζήλια, είχε ξαναρχίσει να πειράζει τον Χάρι για την «οικογένεια» του.

Ήταν αλήθεια ότι ο Χάρι δε θα περνούσε τις γιορτές στο σπίτι της οδού Πριβέτ. Η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ είχε κάνει έναν κατάλογο των μαθητών που προτιμούσαν να περάσουν τις χριστουγεννιάτικες διακοπές στο «Χόγκουαρτς» κι ο Χάρι είχε αμέσως δώσει τ' όνομα του. Και κάθε άλλο παρά λυπόταν γι' αυτό. Αντίθετα, ήταν απόλυτα σίγουρος πως αυτά θα ήταν τα ωραιότερα Χριστούγεννα της ζωής του! Ο Ρον και τ' αδέλφια του θα έμεναν κι αυτοί στο «Χόγκουαρτς», γιατί οι γονείς τους θα πήγαιναν στη Ρουμανία, να επισκεφθούν το γιο τους, τον Τσάρλι.

Όταν το μάθημα των φίλτρων τελείωσε κι οι πρωτοετείς ανέβηκαν από το υπόγειο, βρήκαν ένα τεράστιο έλατο να κλείνει ολόκληρο το διάδρομο. Δυο τεράστιες μπότες που ξεπρόβαλλαν από το κάτω μέρος του, καθώς και μερικές δυνατές και λαχανιασμένες αναπνοές, τους έκαναν να καταλάβουν πως ήταν δουλειά του Χάγκριντ.

«Γεια σου, Χάγκριντ! Θέλεις καμιά βοήθεια;» ρώτησε ο Ρον, βάζοντας το κεφάλι του ανάμεσα στ' αρωματικά κλαδιά.

«Όχι, Ρον, ευχαριστώ. Τα καταφέρνω...» απάντησε ο Χάγκριντ.

«Για κάνε πέρα!» ακούστηκε ξαφνικά πίσω τους η περιφρονητική φωνή του Μαλφόι. «Τι επιδιώκεις, Ρον; Να κερδίσεις μερικά χρήματα; Ή μήπως να γίνεις κι εσύ δασοφύλακας εδώ, όταν τελειώσεις τις σπουδές σου; Φαντάζομαι πως η καλύβα του Χάγκριντ θα σου φανεί παλάτι μπροστά στο σπίτι σου...»

Ο Ρον όρμησε στον Μαλφόι τη στιγμή ακριβώς που ο καθηγητής Σνέιπ φάνηκε ν' ανεβαίνει τη σκάλα.

«Ουέσλι!» φώναξε.

Ο Ρον τράβηξε τα χέρια του από το λαιμό του Μαλφόι.

«Τον προκάλεσε, κύριε καθηγητά», είπε ο Χάγκριντ, βγάζοντας το μαλλιαρό κεφάλι του μέσα απ' τα κλαδιά του έλατου. «Ο Μαλφόι προσέβαλε την οικογένεια του Ουέσλι!»

«Μπορεί», αποκρίθηκε ατάραχος ο Σνέιπ. «Οι τσακωμοί, όμως, είναι αντίθετοι στους κανονισμούς του "Χόγκουαρτς". Πέντε βαθμοί από το Γκρίφιντορ, Ουέσλι, και να είσαι ευχαριστημένος που δεν αφαιρώ περισσότερους. Εμπρός τώρα, διαλυθείτε...»

Ο Μαλφόι, ο Κράμπε κι ο Γκόιλ πέρασαν με το ζόρι μέσα απ' τα κλαδιά του έλατου, σκορπίζοντας βελόνες στο πάτωμα και χαμογελώντας ικανοποιημένοι.

«Πού θα μου πάει;» ψιθύρισε ο Ρον μέσα από τα δόντια του. «Κάποια μέρα δε θα μου γλιτώσει!»

«Τους μισώ και τους δυο!» είπε ο Χάρι. «Τον Μαλφόι και τον καθηγητή Σνέιπ...»

«Ελάτε, ελάτε, μη χαλάτε το κέφι σας!» τους παρηγόρησε ο Χάγκριντ. «Γιατί δεν ερχόσαστε τώρα μαζί μου, να δείτε το μεγάλο χολ; Είναι θαύμα, έτσι στολισμένο...»

Τα τρία παιδιά ακολούθησαν τον Χάγκριντ ως το μεγάλο χολ, όπου η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ και ο καθηγητής Φλίτγουικ τέλειωναν τη χριστουγεννιάτικη διακόσμηση.

«Α, Χάγκριντ, έφερες και το τελευταίο έλατο; Βάλ' το εκεί, στη γωνία, σε παρακαλώ...»

Το μεγάλο χολ έδειχνε πραγματικά πολύ εντυπωσιακό. Γιρλάντες από γκι και ου κρέμονταν σ' όλους τους τοίχους, ενώ δώδεκα μεγάλα έλατα ήταν τοποθετημένα γύρω γύρω. Άλλα στραφτοκοπούσαν από τα μικρά άστρα που είχαν κρεμασμένα στα κλαδιά τους, ενώ αλλά ήταν στολισμένα με αναμμένα κεριά κι άλλα με νιφάδες χιονιού.

«Πόσες μέρες μένουν ως τις διακοπές;» ρώτησε ο Χάγκριντ.

«Σε μένα, μόνο μία» αποκρίθηκε η Ερμιόνη. «Χάρι... Ρον... καλά που το θυμήθηκα. Μας μένει μισή ώρα ως το μεσημεριανό φαγητό και θα 'πρεπε να είμαστε κιόλας στη βιβλιοθήκη!»

«Α, ναι, δίκιο έχεις», συμφώνησε ο Ρον, τραβώντας απρόθυμα το βλέμμα του από τον καθηγητή Φλίτγουικ, ο οποίος έβγαζε χρυσές μπάλες από την άκρη του μαγικού ραβδιού του και τις κρεμούσε σ' ένα από τα έλατα.

«Στη βιβλιοθήκη;» ρώτησε μ' απορία ο Χάγκριντ, ακολουθώντας τους καθώς έφευγαν απ' το μεγάλο χολ. «Μια μέρα πριν απ' τις διακοπές; Σαν πολύ μελετηροί δεν είσαστε;»

«Α, δεν πάμε για να μελετήσουμε», αποκρίθηκε ο Χάρι. «Από τότε που ανέφερες τον Νίκολας Φλαμέλ, προσπαθούμε ν' ανακαλύψουμε ποιος είναι...»

«Τι κάνετε, λέει;» φώναξε αγριεμένες ο Χάγκριντ. «Σας είπα να μην ανακατευόσαστε! Δεν είναι δικός σας λογαριασμός τι φυλάει εκείνο το σκυλί...»

«Θέλουμε μόνο να μάθουμε ποιος είναι ο Νίκολας Φλαμέλ», προσπάθησε να του εξηγήσει η Ερμιόνη. «Αυτό είναι όλο...»

«Μήπως θέλεις να μας πεις εσύ και να μας γλιτώσεις από τον κόπο;» πρότεινε ο Χάρι. «Ξεφυλλίσαμε κιόλας εκατοντάδες βιβλία, αλλά δεν τον βρήκαμε ακόμη... Γιατί δε μας βοηθάς λίγο; Είμαι σίγουρος πως κάπου διάβασα τελευταία το όνομα του...»

«Δε σας λέω τίποτα!» είπε αποφασιστικά ο Χάγκριντ.

«Τότε, θα το ανακαλύψουμε μόνοι μας!» είπε το ίδιο αποφασιστικά ο Ρον.

Τα τρία παιδιά γύρισαν την πλάτη στον Χάγκριντ, που έδειχνε νευριασμένος, κι έτρεξαν προς τη βιβλιοθήκη.

Ήταν αλήθεια πως είχαν ψάξει σε πολλά βιβλία για το όνομα του Νίκολας Φλαμέλ, γιατί πώς αλλιώς θα μάθαιναν τι ήταν αυτό που προσπαθούσε να κλέψει ο καθηγητής Σνέιπ; Το μεγάλο πρόβλημα τους ήταν πως δεν ήξεραν από πού ν' αρχίσουν, αφού δε γνώριζαν το παραμικρό γι' αυτόν τον Νίκολας Φλαμέλ. Δεν αναφερόταν στο Οι μεγάλοι μάγοι του 20ού αιώνα, ούτε στο Σημαντικά ονόματα μάγων της εποχής μας, ούτε στο Σημαντικές σύγχρονες μαγικές ανακαλύψεις, ούτε, τέλος, στο Μελέτη των τελευταίων εξελίξεων στη μαγεία. Καθώς η βιβλιοθήκη του «Χόγκουαρτς» ήταν τεράστια κι είχε στα ράφια της χιλιάδες τόμους, πραγματικά τους χρειαζόταν κάποια βοήθεια, για να μπορέσουν να βρουν αυτό που ήθελαν.

Μέσα στη βιβλιοθήκη η Ερμιόνη άρχισε να κατεβάζει από τα ράφια μερικά βιβλία που ήθελε να ψάξει, ενώ ο Ρον πλησίασε στο πρώτο ράφι που βρήκε μπροστά του κι άρχισε να ανοίγει όποια βιβλία του 'πεφταν πιο κοντά στο χέρι του. Ο Χάρι, πάλι, πήγε στο τμήμα της Βιβλιοθήκης που είχε τα Βιβλία «περιορισμένης χρήσης». Γιατί από χθες είχε αρχίσει να αναρωτιέται μήπως ο Φλαμέλ αναφερόταν σε κάποιο απ' αυτά. Βέβαια, για να δει κάποιος μαθητής αυτά τα βιβλία, του χρειαζόταν σημείωμα από καθηγητή κι ήξερε καλά πως τέτοιο σημείωμα κανένας καθηγητής δε θα του το έδινε. Γιατί τα περισσότερα απ' αυτά τα βιβλία περιείχαν μεθόδους μαύρης μαγείας που δε διδάσκονταν στο «Χόγκουαρτς». Μόνο τελειόφοιτοι που έκαναν μελέτες πάνω στις προηγμένες μεθόδους αντιμετώπισης της μαύρης μαγείας, μπορούσαν να τα μελετήσουν.

«Τι ψάχνεις, μικρέ;»

«Τίποτα, τίποτα...»

Η κυρία Πινς, η βιβλιοθηκάριος, σήκωσε το φτερό ξεσκονίσματος που κρατούσε στο χέρι της και το κούνησε απειλητικά προς το μέρος του.

«Τότε καλύτερα να πηγαίνεις», του είπε. «Εμπρός, δίνε του».

Νευριασμένος με τον εαυτό του που δεν είχε προλάβει να σκεφτεί κάποια δικαιολογία, ο Χάρι έφυγε απ' τη βιβλιοθήκη. Είχαν αποφασίσει από κοινού με τον Ρον και την Ερμιόνη, πως θα ήταν καλύτερα να μη ρωτήσουν τη βιβλιοθηκάριο σχετικά με τον Νίκολας Φλαμέλ. Δεν είχαν καμία αμφιβολία ότι θα ήξερε να τους πει, αλλά δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν ούτε στο ελάχιστο την πιθανότητα να φτάσει η ερώτηση τους στ' αφτιά του καθηγητή Σνέιπ.

Ο Χάρι περίμενε έξω οτο διάδρομο, για να δει μήπως οι άλλοι δυο είχαν ανακαλύψει κάτι, χωρίς βέβαια να ελπίζει σε πολλά. Ήταν αλήθεια πως έψαχναν εδώ και δυο εβδομάδες, αλλά καθώς ο ελεύθερος χρόνος ανάμεσα στα μαθήματα ήταν ελάχιστος, δεν ήταν περίεργο που δεν είχαν κάνει καμία πρόοδο. Αυτό που τους χρειαζόταν, ήταν μερικές ώρες ελεύθερες, για να ψάξουν με την ησυχία τους, χωρίς να 'χουν την κυρία Πινς πάνω από το κεφάλι τους.

Λίγα λεπτά αργότερα ο Ρον κι η Ερμιόνη βγήκαν από τη βιβλιοθήκη, κουνώντας αρνητικά τα κεφάλια τους. Και ξεκίνησαν όλοι μαζί για το μεσημεριανό φαγητό.

«Θα συνεχίσετε να ψάχνετε όσο λείπω, έτσι;» είπε η Ερμιόνη. «Και θα μου στείλετε μια κουκουβάγια, αν ανακαλύψετε κάτι...»

«Κι εσύ μπορείς να ρωτήσεις τους γονείς σου, αν έχουν ακουστά κάποιον Νίκολας Φλαμέλ», παρατήρησε ο Ρον. «Δεν πιστεύω να είναι επικίνδυνο να τους κάνεις μια τέτοια ερώτηση;»

«Καθόλου επικίνδυνο, μιας και είναι κι οι δυο οδοντίατροι», απάντησε η Ερμιόνη. «Αλλά κι εντελώς άχρηστο!»

Όταν άρχισαν οι χριστουγεννιάτικες διακοπές, ο Χάρι κι ο Ρον βρήκαν πολλά διασκεδαστικά πράγματα να κάνουν. Έτσι ξέχασαν για λίγο τον Νίκολας Φλαμέλ. Είχαν τώρα την κρεβατοκάμαρα όλη δική τους, το ίδιο και την αίθουσα αναψυχής. Έτσι κάθονταν με τις ώρες δίπλα στο τζάκι (οι κοντινές πολυθρόνες ήταν ελεύθερες), ψήνοντας κάστανα, καλαμπόκι και ψωμί και κάνοντας σχέδια για το πώς να πετύχουν την αποβολή του Μαλφόι από το σχολείο. Μια απασχόληση πολύ διασκεδαστική, έστω κι αν τα σχέδια τους δεν είχαν καμία ελπίδα να πραγματοποιηθούν.

Παράλληλα ο Ρον άρχισε να μαθαίνει στον Χάρι μαγικό σκάκι. Αυτό το παιχνίδι ήταν ίδιο με το σκάκι των Μαγκλ, με τη διαφορά ότι τα πιόνια εδώ ήταν ζωντανά, κάτι που έκανε το μαγικό σκάκι να μοιάζει με αληθινή μάχη, έτσι όπως τα πιόνια μετακινούνταν μόνα τους πάνω στη σκακιέρα. Η σκακιέρα και τα πιόνια του Ρον ήταν πολύ παλιά και ξεθωριασμένα. Όπως με όλα τα πράγματα του, ήταν κι αυτά ιδιοκτησία κάποιου μέλους της οικογένειας του πριν γίνουν δικά του — στη συγκεκριμένη περίπτωση, του παππού του. Αυτά τα παλιά πιόνια, όμως, είχαν ένα μεγάλο πλεονέκτημα: ο Ρον τα γνώριζε τόσο καλά, που δε δυσκολευόταν ποτέ να τα κάνει να τον υπακούσουν.

Ο Χάρι έπαιζε με πιόνια που του είχε δανείσει ο Σίμους Μίλιγκαν κι επειδή αυτά τα πιόνια δεν τον ήξεραν, δεν τον εμπιστεύονταν καθόλου. Καθώς μάλιστα δεν ήξερε ακόμη να παίζει καλά, τα πιόνια τού φώναζαν συνέχεια διάφορες συμβουλές: «Μη στέλνεις εμένα εκεί, δε βλέπεις τον ιππότη του; Στείλε καλύτερα αυτόν. Αυτόν μπορούμε να τον χάσουμε!»

Την παραμονή των Χριστουγέννων ο Χάρι αποκοιμήθηκε περιμένοντας με λαχτάρα την άλλη μέρα, όχι τόσο για τα δώρα που θα έπαιρνε — σιγά μην του έστελνε κανείς —, όσο για τα ωραία φαγητά και γλυκά που θα υπήρχαν και τις ευχάριστες ώρες που θα περνούσε με τον Ρον. Ξυπνώντας όμως το άλλο πρωί, το πρώτο που είδε, ήταν ένας μικρός σωρός από πολύχρωμα πακέτα στα πόδια του κρεβατιού του.

«Καλά Χριστούγεννα», του είπε νυσταγμένα ο Ρον, καθώς ο Χάρι πετάχτηκε απ' το κρεβάτι κι άρχισε να φορά τη ρόμπα του.

«Καλά Χριστούγεννα», αποκρίθηκε εκείνος. «Είδες τι είναι εδώ; Μου 'φεραν δώρα!»

«Και τι περίμενες, ραπανάκια;» ρώτησε ο Ρον, αρχίζοντας να ξετυλίγει τα δικά του δώρα, που ήταν περισσότερα.

Ο Χάρι πήρε στα χέρια του το πιο μεγάλο πακέτο. Ήταν τυλιγμένο σε χοντρό καφέ χαρτί κι επάνω του ήταν Βιαστικά γραμμένο Πα τον Χάρι από τον Χάγκριντ. Μέσα ήταν μια ξύλινη φλογέρα, σκαλισμένη πάνω σε κλαδί, την οποία ο Χάγκριντ πρέπει να είχε φτιάξει μόνος του. Ο Χάρι την έφερε στο στόμα του, φύσηξε κι ο ήχος που βγήκε, έμοιαζε μ' αυτόν της κουκουβάγιας.

Το δεύτερο, ένα πολύ μικρό πακέτο, περιείχε ένα σημείωμα.

Πήραμε το μήνυμα σου και σου στέλνουμε το χριστουγεννιάτικο δώρο σου.

Ο θείος Βέρνον και η θεία Πετούνια

Επάνω στο χαρτί ένα νόμισμα των πενήντα σεντς ήταν στερεωμένο με σελοτέιπ.

«Πάλι καλά!» μουρμούρισε ο Χάρι.

Ο Ρον κοίταξε το νόμισμα μ' απορία.

«Απίθανο!» είπε. «Τι περίεργο σχήμα! Έχει αλήθεια αξία;»

«Σ' το χαρίζω», αποκρίθηκε ο Χάρι. «Λοιπόν, δώρα από τον Χάγκριντ... το θείο και τη θεία μου... Τότε ποιος έστειλε αυτά;»

«Νομίζω πως ξέρω ποιος σου τα 'στείλε», είπε ο Ρον κοκκινίζοντας. «Είναι από τη μαμά μου. Της είπα πως δεν περίμενες δώρα και... Αχ, Θεέ μου, σου έπλεξε ένα πουλόβερ!»

Ο Χάρι άνοιξε το κακοτυλιγμένο πακέτο και βρήκε μέσα ένα καταπράσινο πουλόβερ κι ένα μακρόστενο κέικ σοκολάτας.

«Κάθε χρόνο η μαμά πλέκει σ' όλους μας από ένα πουλόβερ», του εξήγησε ο Ρον. «Και το δικό μου είναι πάντα καφέ!»

«Πολύ ευγενικό εκ μέρους της», είπε ο Χάρι, δοκιμάζοντας το κέικ, που ήταν πολύ νόστιμο.

Το επόμενο δώρο του ήταν κι αυτό γλυκά: ένα μεγάλο κουτί σοκολατένιοι βάτραχοι από την Ερμιόνη.

Τώρα μόνο ένα δώρο είχε μείνει. Ο Χάρι το πήρε στα χέρια του και το πασπάτεψε. Ήταν πολύ ελαφρύ. Καθώς το ξετύλιγε, κάτι σαν ύφασμα, σε χρώμα ανάμεσα στο γκρίζο και το ασημένιο, γλίστρησε μέσα από τα δάχτυλα του κι έπεσε κάτω, αποκαλύπτοντας ένα σωρό γυαλιστερές πτυχές. Κοιτάζοντας το, ο Ρον ένιωσε να του κόβεται η ανάσα.

«Έχω ακούσει γι' αυτά», είπε, πετώντας αδιάφορα πιο πέρα το κουτί με τα φασόλια σ' όλες τις γεύσεις που του είχε χαρίσει η Ερμιόνη. «Κι αν πραγματικά είναι αυτό που νομίζω, τότε είναι πολύ ακριβό κι αληθινά πολύτιμο!»

«Μα τι είναι;» ρώτησε ο Χάρι, παίρνοντας το παράξενο αντικείμενο στα χέρια του. Η αφή του ήταν μεταλλική, κάτι σαν νερό που είχε γίνει ύφασμα.

«Είναι ένας αόρατος μανδύας!» αποκρίθηκε ο Ρον, με το θαυμασμό ακόμη ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του. «Είμαι σίγουρος πως αυτό είναι... Δοκίμασε το!»

Ο Χάρι τύλιξε το μανδύα γύρω του Κι ο Ρον άφησε να του ξεφύγει μια κραυγή.

«Αυτό είναι! Κοίτα κάτω!»

Ο Χάρι κοίταξε τα πόδια του, αλλά είχαν εξαφανιστεί. Γύρισε αμέσως στον καθρέφτη και, ναι, μόνο το κεφάλι του φαινόταν — ολόκληρο το σώμα του είχε γίνει αόρατο. Κι όταν τράβηξε το μανδύα προς το κεφάλι του, τότε εξαφανίστηκε κι αυτό.

«Ένα σημείωμα!» φώναξε ξαφνικά ο Ρον. «Από μέσα έπεσε ένα σημείωμα...»

Ο Χάρι έβγαλε το μανδύα κι άρπαξε το κομμάτι το χαρτί. Με λεπτό και πλαγιαστό γραφικό χαρακτήρα, που έβλεπε για πρώτη φορά, διάβασε τα παρακάτω:

Ο πατέρας σον μου έδωσε να το φυλάξω πριν απ' το θάνατο του. Ήρθε τώρα η ώρα να ξαναγυρίσει σε σένα. Χρησιμοποίησε το σωστά.

Καλά Χριστούγεννα

Δεν υπήρχε υπογραφή. Ο Χάρι συνέχισε να κοιτάζει το σημείωμα, ενώ ο Ρον θαύμαζε το μανδύα.

«Θα έδινα και την ψυχή μου για ένα τέτοιο!» είπε ο Ρον. «Αληθινά το λέω! Τι τρέχει με σένα;»

«Τίποτα», αποκρίθηκε ο Χάρι. Ένιωθε όμως πολύ παράξενα. Ποιος του είχε στείλει τον αόρατο μανδύα; Και ήταν, άραγε, αλήθεια πως κάποτε ανήκε στον πατέρα του;

Προτού όμως ο Χάρι προλάβει είτε να σκεφτεί είτε να πει κάτι, η πόρτα της κρεβατοκάμαρας άνοιξε και οι Ουέσλι — ο Φρεντ και ο Τζορτζ— μπήκαν μέσα. Βιαστικά, ο Χάρι έχωσε το μανδύα στη βαλίτσα του. Δεν ήθελε ακόμη να μοιραστεί το μυστικό του με κανέναν.

«Καλά Χριστούγεννα!» φώναξαν οι δίδυμοι.

«Καλά Χριστούγεννα! Για δείτε εδώ, η μαμά έπλεξε πουλόβερ και στον Χάρι!»

Ο Φρεντ κι ο Τζορτζ φορούσαν ίδια πουλόβερ, σε ζωηρό μπλε χρώμα, το ένα με κίτρινο Φ στο στήθος, το άλλο με Τζ.

«Του Χάρι το πουλόβερ είναι καλύτερο απ' τα δικά μας», είπε ο Φρεντ εξετάζοντας το. «Φαίνεται πως η μαμά τα καταφέρνει καλύτερα, όταν δεν πλέκει για δικό της γιο...»

«Γιατί δε φοράς το δικό σου πουλόβερ, Ρον;» ρώτησε ο Τζορτζ. «Εμπρός, φόρεσε το, είναι πολύ ζεστό».

«Δε μ' αρέσει το καφέ», παραπονέθηκε ο Ρον, ενώ το φορούσε απρόθυμα.

«Δεν έχει βάλει αρχικό γράμμα στο δικό σου πουλόβερ», παρατήρησε ο Φρεντ. «Φαίνεται η μαμά είναι σίγουρη πως δεν ξεχνάς τ' όνομα σου...»

«Τι είναι αυτή η φασαρία;»

Από τη μισάνοιχτη πόρτα, ο Πέρσι Ουέσλι, ο επιμελητής, έβαλε το κεφάλι του μέσα. Πρέπει να είχε μόλις ξετυλίξει τα δικά του δώρα, γιατί κρατούσε στα χέρια του ένα χοντρό πουλόβερ.

«Με το Ε, όπως επιμελητής!» φώναξε ο Φρεντ αρπάζοντας το. «Φόρεσε το, λοιπόν. Κι εμείς φοράμε τα δικά μας. Η μαμά έπλεξε πουλόβερ και για τον Χάρι!»

«Δε θέλω...» άρχισε ο Πέρσι, αλλά τα αδέλφια του του φόρεσαν το πουλόβερ με το ζόρι.

«Πάμε τώρα για πρωινό!» είπε ο Τζορτζ. «Κι εσύ, Πέρσι, δε θα καθίσεις με τους επιμελητές. Σήμερα είναι η μέρα της οικογένειας!» Σ' όλη του τη ζωή, ο Χάρι δεν είχε ποτέ ξαναδεί ένα τόσο πλούσιο χριστουγεννιάτικο δείπνο. Τα μεγάλα τραπέζια ήταν φορτωμένα με περισσότερες από εκατό ψητές γαλοπούλες, βουνά από ψητό του φούρνου με πατάτες, Βαθιές σουπιέρες με βραστά καρότα και αρακά, δοχεία με νόστιμη σάλτσα, δίσκους με λαχταριστές πουτίγκες και ολόκληρες πυραμίδες από χρυσά πορτοκάλια και μανταρίνια, κατακόκκινα μήλα και κατακίτρινες μπανάνες.

Στο μεγάλο τραπέζι, όπου καθόταν το διδακτικό προσωπικό, ο καθηγητής Ντάμπλντορ είχε αλλάξει το μυτερό καπέλο του μ' ένα γυναικείο σκούφο, στολισμένο με μαργαρίτες, και γελούσε καλόκαρδα με τ' αστεία που του έλεγε ο καθηγητής Φλίτγουικ. Το πρόσωπο του Χάγκριντ γινόταν όλο και πιο κόκκινο, καθώς άδειαζε συνεχώς την κούπα του κρασιού του, η οποία γέμιζε αμέσως μόνη της. Σε Λίγο, εντελώς μεθυσμένος, ο Χάγκριντ φίλησε στο μάγουλο την καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ, που γέλασε κολακευμένη, με το μυτερό καπέλο της να γέρνει επικίνδυνα πάνω από το ένα της φρύδι.

Δίπλα στο πιάτο κάθε παιδιού ήταν τοποθετημένα κι άλλα δώρα. Όταν ο Χάρι σηκώθηκε απ' το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, ήταν φορτωμένος μ' ένα πακέτο μπαλόνια που δε σκάνε, μια συσκευή που βγάζει τις κρεατοελιές και το δικό του μαγικό σκάκι.

Το απόγευμα ο Χάρι και τα τρία αδέλφια Ουέσλι πέρασαν δυο ευχάριστες ώρες παίζοντας χιονοπόλεμο έξω από το κάστρο. Παγωμένοι, λαχανιασμένοι και με κατακόκκινα πρόσωπα, ξαναγύρισαν το σούρουπο στην αίθουσα αναψυχής του Γκρίφιντορ. Εκεί ο Χάρι εγκαινίασε το καινούριο μαγικό σκάκι του, παίζοντας με τον Ρον. Έχασε όλες τις παρτίδες. Είχε, όμως, την υποψία πως θα είχε κερδίσει μία τουλάχιστον, αν ο Πέρσι δεν είχε προσπαθήσει τόσες φορές να τον βοηθήσει.

Μετά από ένα πρόχειρο δείπνο με σάντουιτς γαλοπούλας και κέικ, όλοι ένιωθαν πια χορτάτοι και νυσταγμένοι. Οι περισσότεροι πήγαν αμέσως στα κρεβάτια τους, αλλά ο Χάρι κι ο Σίμους Μίλιγκαν διασκέδασαν παρακολουθώντας τον επιμελητή Πέρσι να κυνηγά στους διαδρόμους του Γκρίφιντορ τα δυο δίδυμα αδέλφια του, για να πάρει πίσω την κάρτα του επιμελητή που του είχαν κλέψει.

Για τον Χάρι αυτά ήταν τα καλύτερα Χριστούγεννα της ζωής του. Παρ' όλ' αυτά κάτι τον βασάνιζε και μόνο όταν ξάπλωσε στο κρεβάτι, είχε την ευκαιρία να το σκεφθεί, δηλαδή τον αόρατο μανδύα και το ποιος του τον είχε στείλει.

Ο Ρον, κουρασμένος και με το στομάχι του γεμάτο, αποκοιμήθηκε αμέσως μόλις ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Τότε ο Χάρι έσκυψε και τράβηξε κάτω από το δικό του κρεβάτι τον αόρατο μανδύα.

Ήταν του πατέρα του... Αυτός ο μαγικός μανδύας ανήκε κάποτε στον πατέρα του... Μηχανικά, χάιδεψε με τα δάχτυλα του το παράξενο, γυαλιστερό ύφασμα, που ήταν πιο απαλό από το μετάξι και πιο ελαφρό από τον αέρα. Χρησιμοποίησε τον σωστά, έγραφε το σημείωμα.

Η επιθυμία του να τον δοκιμάσει τώρα αμέσως ήταν πολύ δυνατή. Ο Χάρι γλίστρησε απ' το κρεβάτι και τύλιξε το μανδύα γύρω του. Μετά κοίταξε κάτω, εκεί όπου έπρεπε να είναι τα πόδια του, όμως το μόνο που είδε, ήταν το ασημένιο φως του φεγγαριού. Το συναίσθημα ήταν πραγματικά πολύ περίεργο.

Χρησιμοποίησε τον σωστά.

Μια σκέψη πέρασε ξαφνικά από το μυαλό του Χάρι, διώχνοντας κάθε ίχνος νύστας. Ολόκληρο το «Χόγκουαρτς» ήταν τώρα ανοιχτό γι' αυτόν, χάρη σ' αυτόν το μανδύα! Μπορούσε να πάει όπου ήθελε, γιατί απλούστατα ήταν αόρατος· αόρατος ακόμη και για το φόβο και τρόμο του «Χόγκουαρτς»: τον επιστάτη Φιλτς!

Ο Ρον άλλαξε πλευρό στο κρεβάτι του κάνοντας θόρυβο. Ο Χάρι αναρωτήθηκε αν έπρεπε να τον ξυπνήσει. Κάτι όμως τον συγκράτησε... Ο μανδύας ήταν του πατέρα του... Ένιωθε πως αυτή την πρώτη φορά είχε δικαίωμα να είναι μόνος του...

Αθόρυβα, βγήκε απ' την κρεβατοκάμαρα, διέσχισε τη σκοτεινή αίθουσα αναψυχής, πέρασε το διάδρομο και γλίστρησε ανενόχλητος παραμερίζοντας με το γνωστό σύνθημα το πορτρέτο της χοντρής κυρίας.

«Ποιος είναι εκεί;» ρώτησε αμέσως εκείνη, αλλά ο Χάρι δεν απάντησε κι απομακρύνθηκε.

Προς τα πού ήταν καλύτερα να πάει; Αμέσως του κατέΒηκε μια ιδέα κι η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά. Θα πήγαινε στη βιβλιοθήκη, στο απαγορευμένο τμήμα! Τώρα θα μπορούσε να μείνει εκεί όσο ήθελε, να διαβάσει ό,τι ήθελε και ν' ανακαλύψει — επιτέλους! — ποιος ήταν αυτός ο Νίκολας Φλαμέλ. Ο Χάρι τύλιξε πιο σφιχτά πάνω του τον αόρατο μανδύα και ξεκίνησε αμέσως.

Η βιβλιοθήκη ήταν θεοσκότεινη κι αρκετά τρομακτική. Ο Χάρι άναψε μια από τις λάμπες πετρελαίου που ήταν ακουμπισμένες στα μακριά τραπέζια κι άρχισε να κοιτάζει τις σειρές τα βιβλία στα ράφια. Η λάμπα έμοιαζε να αιωρείται και παρόλο που ο Χάρι ένιωθε το χέρι του να κρατά σταθερά τη βάση της, το θέαμα παρέμενε τρομακτικό.

Το απαγορευμένο τμήμα βρισκόταν στο βάθος της βιβλιοθήκης. Ο Χάρι πέρασε προσεκτικά επάνω από το σχοινί που εμπόδιζε την είσοδο σ' αυτό. Μετά σήκωσε τη λάμπα ψηλά, για να μπορέσει να διαβάσει τους τίτλους των βιβλίων.

Οι τίτλοι δεν τον διαφώτισαν περισσότερο. Τα ξεθωριασμένα χρυσά γράμματα τους ήταν σε γλώσσες που ο Χάρι δεν ήξερε. Μερικά μάλιστα από τα βιβλία δεν είχαν καν τίτλο. Ένα από αυτά είχε στο εξώφυλλο ένα μεγάλο κόκκινο λεκέ, που έμοιαζε με αίμα. Χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το γιατί, ο Χάρι ένιωσε ν' ανατριχιάζει. Ίσως να έφταιγε η ζωηρή φαντασία του, αλλά είχε τώρα την εντύπωση πως κάτι σαν αδύναμος ψίθυρος διαμαρτυρίας ερχόταν απ' τα Βιβλία, λες και ήξεραν πως τα κοίταζε κάποιος που δεν είχε καμιά δουλειά μ' αυτά.

Αποφασιστικά, ο Χάρι θύμισε στον εαυτό του πως από κάπου έπρεπε ν' αρχίσει. Προσεκτικά, ακούμπησε τη λάμπα στο πάτωμα και κοίταξε στο πιο χαμηλό ράφι. Ένα μεγάλο μαύρο βιβλίο μ' ασημένια γράμματα τράβηξε την προσοχή του. Το έβγαλε με δυσκολία, γιατί ήταν πολύ βαρύ. Στηρίζοντας τη ράχη του στα γόνατα του, το άφησε ν' ανοίξει μόνο του.

Αμέσως μια δυνατή κι ανατριχιαστική κραυγή έσπασε τη σιωπή: ήταν το βιβλίο που ούρλιαζε! Ο Χάρι το έκλεισε αμέσως, αλλά η κραυγή συνεχίστηκε, το ίδιο δυνατή. Τρομαγμένος, έκανε ένα βήμα πίσω αναποδογυρίζοντας τη λάμπα του, η οποία έσβησε αμέσως. Γρήγορα βήματα ακούστηκαν να πλησιάζουν κι ο Χάρι, πανικόβλητος, έχωσε το βιβλίο πίσω στο ράφι κι άρχισε να τρέχει προς την έξοδο.

Φτάνοντας εκεί, αντίκρισε τον Φιλτς, που όμως δεν τον είδε. Ο Χάρι έσκυψε, πέρασε κάτω από το τεντωμένο χέρι του Φιλτς και συνέχισε να τρέχει, ενώ η κραυγή του βιβλίου αντηχούσε ακόμη στ' αφτιά του.

Σταμάτησε απότομα, Λίγο πριν πέσει επάνω σε μια ψηλή πανοπλία. Το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς για ν' αποφύγει τον κίνδυνο. Έτσι δεν είχε προσέξει προς τα πού πήγαινε και τώρα δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν. Ο Χάρι ήξερε πως μια μεγάλη πανοπλία βρισκόταν μπροστά στην είσοδο που οδηγούσε στις κουζίνες, αλλά τώρα θα πρέπει να βρισκόταν τουλάχιστον πέντε πατώματα πάνω από τις κουζίνες.

Ξαφνικά η αντιπαθητική φωνή του επιστάτη έφτασε στα αφτιά του. Ο Φιλτς θα πρέπει μάλλον να γνώριζε κάποιο κρυφό πέρασμα, αφού είχε καταφέρει να φτάσει τόσο γρήγορα ως εκεί.

«Μου είπατε να σας ειδοποιήσω αμέσως, αν κάποιος τριγυρίζει έξω τη νύχτα... Και κάποιος είχε μπει λίγο πριν στη βιβλιοθήκη, στο απαγορευμένο τμήμα!» είπε ο Φιλτς.

Η φωνή που απάντησε στον Φιλτς έκανε την καρδιά του Χάρι να παγώσει από φόβο. Γιατί ήταν η φωνή του καθηγητή Σνέιπ!

«Στο απαγορευμένο τμήμα;» ρώτησε η φωνή. «Τότε δε θα 'χει προλάβει ν' απομακρυνθεί. Γρήγορα, να τον βρούμε!»

Ο Χάρι έμεινε εντελώς ακίνητος, καθώς ο Φιλτς και ο Σνέιπ φάνηκαν στη στροφή του διαδρόμου προχωρώντας ίσια επάνω του. Δεν μπορούσαν να τον δουν βέβαια, αλλά ο διάδρομος ήταν στενός κι ο αόρατος μανδύας τον έκανε μόνο αόρατο, όχι και άυλο. Αν σκόνταφταν επάνω του, θα τον καταλάβαιναν αμέσως!

Όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, ο Χάρι άρχισε να οπισθοχωρεί. Είδε στ' αριστερά του μια μισάνοιχτη πόρτα. Κατάλαβε πως αυτή ήταν η μόνη του ελπίδα. Γλίστρησε μέσα, κρατώντας την αναπνοή του. Ήταν σίγουρος πως δεν τον κατάλαβαν. Ο Σνέιπ κι ο Φιλτς πέρασαν μπροστά από την ανοιχτή πόρτα χωρίς καν να κοιτάξουν μέσα. Όταν τα βήματα τους άρχισαν ν' απομακρύνονται, ο Χάρι ακούμπησε μ' ανακούφιση στον τοίχο κι άρχισε να παίρνει Βαθιές αναπνοές, προσπαθώντας να ηρεμήσει. Έτσι πέρασαν μερικά λεπτά, προτού προσέξει το δωμάτιο όπου είχε τυχαία βρεθεί.

Έμοιαζε με αίθουσα μαθημάτων που είχε από καιρό να χρησιμοποιηθεί. Θρανία και καρέκλες ήταν σπρωγμένα κοντά στους τοίχους κι ανεβασμένα το ένα επάνω στο άλλο. Ένα αναποδογυρισμένο καλάθι αχρήστων ήταν πεταγμένο σε μια γωνιά. Όμως στον τοίχο απέναντι του ήταν κρεμασμένο κάτι το οποίο φαινόταν να μην ν' ανήκει σ' αυτό το δωμάτιο, κάτι το οποίο πρέπει να είχε αφεθεί εκεί για να μην πιάνει αλλού χώρο.

Ήταν ένας τεράστιος κι εντυπωσιακός καθρέφτης, ψηλός ίσαμε το ταβάνι, με μια χρυσή σκαλιστή κορνίζα γύρω γύρω, ο οποίος στηριζόταν επάνω σε δυο σκαλιστά ξύλινα πόδια. Στο επάνω μέρος του καθρέφτη ήταν χαραγμένη μια επιγραφή: Έριζεντ στρα ερόι όπ ούμπε κάφρου όπ ον βόζι.

Τώρα που ο Σνέιπ κι ο Φιλτς δεν ακούγονταν πια, ο πανικός του Χάρι καταλάγιασε. Έκανε λοιπόν ένα βήμα προς τον καθρέφτη, θέλοντας να τον κοιτάξει Ήταν σίγουρος πως δε θα έβλεπε το είδωλο του, αφού ο μανδύας τον έκανε αόρατο.

Όταν όμως τελικά κοίταξε, έφερε αμέσως και τα δυο χέρια μπροστά στο στόμα του, για να εμποδίσει την τρομαγμένη κραυγή που ανέβηκε αυθόρμητα στα χείλη του. Γιατί στον καθρέφτη είδε όχι μονάχα τον εαυτό του, αλλά και πολλούς άλλους ανθρώπους να τον τριγυρίζουν! Βιαστικά, ο Χάρι κοίταξε πίσω. Το δωμάτιο ήταν άδειο.

Με την ανάσα κομμένη, κοίταξε πάλι στον καθρέφτη. Να τος ο εαυτός του, χλομός και τρομαγμένος, ενώ πίσω του φαίνονταν τουλάχιστον άλλοι δέκα άνθρωποι. Ο Χάρι κοίταξε πάλι γρήγορα πίσω του. Το δωμάτιο ήταν και πάλι άδειο.

Μήπως οι άνθρωποι που έβλεπε στον καθρέφτη ήταν αόρατοι, όπως κι εκείνος; Μήπως, δηλαδή, βρισκόταν σ' ένα δωμάτιο γεμάτο αόρατους ανθρώπους που μόνο ο καθρέφτης έδειχνε;

Ο Χάρι κοίταξε πάλι στον καθρέφτη. Μια γυναίκα, η οποία στεκόταν ακριβώς πίσω του, χαμογελούσε και του κουνούσε το χέρι. Αμέσως εκείνος άπλωσε το χέρι του προς τα πίσω, αλλά δεν ακούμπησε τίποτα. Αν αυτή η γυναίκα βρισκόταν πραγματικά μέσα στο δωμάτιο, θα πρέπει να την άγγιζε, γιατί οι εικόνες τους στον καθρέφτη φαίνονταν πολύ κοντά η μία στην άλλη. Δεν είχε, όμως, αγγίξει τίποτα. Αυτό σήμαινε πως η γυναίκα, όπως κι όλοι οι άλλοι, βρίσκονταν μόνο στον καθρέφτη.

Η γυναίκα που του χαμογελούσε, ήταν πολύ όμορφη. Είχε πυκνά και σκούρα κόκκινα μαλλιά και τα μάτια της... Τα μάτια της είναι ίδια με τα δικά μου, σκέφτηκε ο Χάρι, καθώς πλησίαζε πιο κοντά στον καθρέφτη. Ζωηρά πράσινα ήταν τα μάτια της, ακριβώς το ίδιο χρώμα και σχήμα με τα δικά του. Ξαφνικά, όμως, ο Χάρι πρόσεξε πως τα μάτια της γυναίκας ήταν δακρυσμένα. Ναι, του χαμογελούσε, αλλά ταυτόχρονα έκλαιγε! Κι ο ψηλός, αδύνατος άντρας με τα μαύρα μαλλιά, που στεκόταν δίπλα της, έβαλε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους της, σαν να ήθελε να την παρηγορήσει... Ο μελαχρινός άντρας φορούσε γυαλιά και τα μαλλιά του ήταν ακατάστατα, όπως ακριβώς και του Χάρι, και μάλιστα στο ίδιο ακριβώς μέρος του κεφαλιού με αυτό του Χάρι!

Ο Χάρι στεκόταν τώρα τόσο κονιά στον καθρέφτη, που η μύτη του σχεδόν άγγιζε την εικόνα του.

«Μαμά;» ψιθύρισε. «Μπαμπά;»

Η γυναίκα και ο άντρας συνέχισαν να τον κοιτάζουν χαμογελώντας. Σε λίγο ο Χάρι άρχισε να προσέχει και τ' άλλα πρόσωπα που ήταν στον καθρέφτη. Είδε κι άλλα μάτια σαν τα δικά του, κι άλλες μύτες σαν τη δική του, κι άλλα μαλλιά σαν τα δικά του. Είδε κι ένα γέρο με γυαλιά, που έμοιαζε να έχει τα ίδια γόνατα με αυτόν — κοκαλιάρικα! Κατάλαβε τότε πως έβλεπε την οικογένεια του, για πρώτη φορά στη ζωή του.

Οι Πότερ συνέχισαν να του χαμογελούν και να του κουνούν τα χέρια τους. Εκείνος τους κοίταζε με λαχτάρα, με τις παλάμες του ακουμπισμένες στον καθρέφτη, λες και προσπαθούσε να τους αγγίξει. Μέσα του ένιωθε ένα δυνατό αλλά και παράξενο συναίσθημα: χαρμολύπη, δηλαδή χαρά ανάμικτη με λύπη.

Ο Χάρι δεν είχε ιδέα πόση ώρα στάθηκε έτσι. Τα πρόσωπα στον καθρέφτη συνέχιζαν να τον κοιτάζουν. Ξάφνου ένας μακρινός θόρυβος τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Κατάλαβε τότε πως έπρεπε να φύγει από κει το συντομότερο δυνατό. Έπρεπε να γυρίσει στο δωμάτιο του. Έτσι τράβηξε με δυσκολία τα μάτια του από το πρόσωπο της μητέρας του, ψιθύρισε «θα ξανάρθω» και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο. «Θα 'πρεπε να με είχες ξυπνήσει!» είπε νευριασμένος ο Ρον, όταν ο Χάρι τού διηγήθηκε τη νυχτερινή του περιπέτεια.

«Μπορείς να 'ρθεις απόψε», τον καθησύχασε εκείνος. «Θα ξαναπάω και θέλω πολύ να σου δείξω τον καθρέφτη».

«Θέλω πολύ να δω τους γονείς σου», είπε τότε ο Ρον.

«Κι εγώ θέλω να δω όλους τους Ουέσλι», αποκρίθηκε ο Χάρι. «Θα μπορέσεις να μου δείξεις τον πατέρα σου και τα άλλα δυο αδέλφια σου;»

«Αυτούς μπορείς να τους δεις όποτε θέλεις», του είπε ο Ρον. «Δεν έχεις παρά να κάνεις μια βόλτα από το σπίτι μου το καλοκαίρι που μας έρχεται. Εξάλλου αυτός ο καθρέφτης μπορεί να δείχνει μόνο πεθαμένους... Κρίμα, όμως, που δε βρήκες τίποτα για τον Φλαμέλ. Θέλεις μπέικον, ή κανένα λουκάνικο; Γιατί δεν τρως τίποτα;»

Ο Χάρι, όμως, δεν είχε καθόλου όρεξη για φαγητό. Είχε δει τους γονείς του κι απόψε θα τους ξανάβλεπε πάλι. Είχε σχεδόν ξεχάσει τον Νίκολας Φλαμέλ. Το όλο ζήτημα του φαινόταν τώρα ασήμαντο. Ποιος νοιαζόταν για το τι φύλαγε το σκυλί με τα τρία κεφάλια; Τι σημασία είχε αν θα το έκλεβε ο καθηγητής Σνέιπ;

«Αισθάνεσαι καλά;» τον ρώτησε ανήσυχος ο Ρον. «Έχεις περίεργο ύφος...» Αυτό που ο Χάρι φοβόταν περισσότερο απ' όλα, ήταν πως δε θα μπορούσε να ξαναβρεί το δωμάτιο με τον καθρέφτη. Εξάλλου, με τον Ρον τυλιγμένο μαζί του στον αόρατο μανδύα, έπρεπε να προχωρούν πολύ αργά εκείνο το βράδυ. Ξεκινώντας από την πόρτα της βιβλιοθήκης, προσπάθησαν να ξανακάνουν την ίδια διαδρομή που είχε κάνει ο Χάρι το προηγούμενο βράδυ. Δεν έφτασαν όμως πουθενά, με αποτέλεσμα να τριγυρίζουν στους σκοτεινούς διαδρόμους για περισσότερο από μια ώρα.

«Έχω παγώσει», είπε κάποια στιγμή ο Ρον. «Ας το ξεχάσουμε γι' απόψε και ας γυρίσουμε στο δωμάτιο μας».

«Όχι!» ψιθύρισε ο Χάρι. «Είμαι σίγουρος πως κάπου εδώ βρίσκεται».

Σε λίγο πέρασαν δίπλα από το φάντασμα μιας ψηλής μάγισσας, χωρίς όμως να συναντήσουν τίποτ' άλλο παράξενο. Κι ακριβώς τη στιγμή που ο Ρον άρχισε να λέει πως δεν ένιωθε πια τα πόδια του απ' το κρύο, ο Χάρι είδε την ψηλή πανοπλία.

«Εδώ είναι!» είπε. «Ναι, εδώ...»

Κι οι δυο μαζί άνοιξαν την πόρτα και γλίστρησαν μέσα. Ο Χάρι άφησε τον αόρατο μανδύα να πέσει κι έτρεξε στον καθρέφτη.

Κι αμέσως τους είδε πάλι όλους. Η μητέρα του κι ο πατέρας του χαμογέλασαν βλέποντας τον.

«Βλέπεις;» ψιθύρισε με χαρά στον Ρον.

«Δεν μπορώ να δω τίποτα...»

«Κοίτα! Δεν τους Βλέπεις... εκεί... όλους μαζί;»

«Μόνο εσένα Βλέπω».

«Κοίταξε καλά. Έλα να σταθείς εδώ, μπροστά μου...»

Ο Χάρι παραμέρισε, όμως καθώς ήταν ο Ρον εκείνος που στεκόταν τώρα μπροστά στον καθρέφτη, ο Χάρι δεν μπορούσε πια να Βλέπει την οικογένεια του. Το μόνο που έβλεπε, ήταν η εικόνα του Ρον με τις ριγέ πιτζάμες του.

Ο Ρον, όμως, κοιτούσε στον καθρέφτη και τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα απ' την έκπληξη.

«Κοίταξε με!» είπε στον Χάρι.

«Μπορείς να δεις όλη την οικογένεια σου;» τον ρώτησε ο Χάρι.

«Όχι. Μόνο εμένα... αλλά είμαι διαφορετικός... πιο μεγάλος και... είμαι αρχηγός!»

«Τι;»

«Ναι, είμαι... Φοράω την ταυτότητα, όπως άλλοτε ο Μπίλι... Και κρατάω στα χέρια μου το κύπελλο του Γκρίφιντορ και το κύπελλο του κουίντιτς... Είμαι κι αρχηγός της ομάδας του κουίντιτς, δηλαδή...»

Ο Ρον τράβηξε το βλέμμα του από αυτό το υπέροχο θέαμα και ρώτησε τον Χάρι:

«Λες αυτός ο καθρέφτης να δείχνει το μέλλον;»

«Πώς είναι δυνατόν; Αφού κανένας απ' την οικογένεια μου δε ζει πια! Άφησε με να ξανακοιτάξω...»

«Κοίταξες αρκετά χθες το βράδυ... Άφησε εμένα τώρα».

«Μα εσύ κρατάς το κύπελλο του κουίντιτς!» διαμαρτυρήθηκε ο Χάρι. «Τι ενδιαφέρον έχει αυτό; Εγώ θέλω να δω τους γονείς μου!»

«Μη με σπρώχνεις...»

Ένας ξαφνικός θόρυβος έξω στο διάδρομο έβαλε τέλος στην κουβέντα τους. Κι οι δυο δεν είχαν προσέξει το πόσο δυνατά μιλούσαν.

«Έλα! Γρήγορα!»

Ο Ρον τύλιξε το μανδύα γύρω κι από τους δυο τους τη στιγμή που τα φωτεινά μάτια της γάτας, της κυρίας Νόρις, φάνηκαν πίσω από την πόρτα που άνοιγε. Τα δυο παιδιά έμειναν εντελώς ακίνητα, κρατώντας την αναπνοή τους. Το μυαλό τους τριβέλιζε η ίδια ερώτηση. Άραγε ο αόρατος μανδύας ήταν αποτελεσματικός και με τις γάτες; Μετά από μερικές στιγμές, που φάνηκαν και στους δυο σαν αιώνες, η κυρία Νόρις έκανε στροφή κι έφυγε.

«Δεν είμαστε ασφαλείς εδώ», είπε αμέσως ο Ρον. «Μπορεί να πήγε να ειδοποιήσει τον Φιλτς. Καλύτερα να πηγαίνουμε...»

Και τράβηξε βιαστικά τον Χάρι έξω από το δωμάτιο. Την άλλη μέρα το πρωί, το χιόνι δεν είχε λιώσει ακόμη.

«Θέλεις να παίξουμε σκάκι, Χάρι;» ρώτησε ο Ρον.

«Όχι».

«Τότε... γιατί δεν πάμε να κάνουμε μια επίσκεψη στον Χάγκριντ;»

«Όχι... Πήγαινε εσύ...»

«Ξέρω τι έχεις στο μυαλό σου, Χάρι. Εκείνον τον καθρέφτη! Μην ξαναπάς εκεί απόψε».

«Γιατί όχι;»

«Δεν ξέρω... Έχω ένα κακό προαίσθημα γι' αυτόν τον καθρέφτη... Κι εξάλλου, αρκετές φορές γλίτωσες στο παρά τρίχα. Απ' ό,τι φαίνεται, ο επιστάτης, η γάτα του κι ο καθηγητής Σνέιπ τριγυρίζουν συνέχεια εκεί. Βέβαια, δεν μπορούν να σε δουν... αλλά αν σ' αγγίξουν; Και τι θα γίνει, αν εσύ σπρώξεις κάτι και πέσει κάτω;»

«Σαν την Ερμιόνη κάνεις», είπε ο Χάρι.

«Σοβαρά μιλάω. Μην πας, Χάρι...»

Ο Χάρι, όμως, είχε μονάχα μια σκέψη στο μυαλό του: να βρεθεί πάλι μπροστά σ' εκείνον τον καθρέφτη! Κι ούτε ο Ρον, ούτε κανείς άλλος, θα μπορούσε να τον εμποδίσει.

Την τρίτη νύχτα ο Χάρι έφτασε στο δωμάτιο με τον καθρέφτη πιο γρήγορα από τις άλλες φορές. Έτρεχε σχεδόν. Το καταλάβαινε βέβαια πως δεν έκανε θόρυβο, αλλά και σ' όλη τη διαδρομή δε συνάντησε κανέναν.

Φτάνοντας στο δωμάτιο με τον καθρέφτη, οι γονείς του ήταν εκεί και του χαμογελούσαν. Ένας από τους παππούδες του, μάλιστα, του κουνούσε καταφατικά το κεφάλι. Ο Χάρι κάθησε μπροστά στον καθρέφτη κι αναστέναξε ανακουφισμένος. Θα μπορούσε να περάσει εδώ όλη τη νύχτα, κοιτάζοντας την οικογένεια του. Ναι, τίποτα δε θα τον εμπόδιζε να το κάνει. Εκτός...

«Ώστε λοιπόν ήρθες πάλι, Χάρι...»

Ο Χάρι ένιωσε να παγώνει ολόκληρος. Γιατί εκεί, στον απέναντι τοίχο, καθισμένος σ' ένα από τα παλιά θρανία, ήταν ο ίδιος ο 'Αλμπους Ντάμπλντορ. Ο Χάρι θα πρέπει να είχε περάσει δίπλα του, αλλά ήταν τόση η λαχτάρα του να φτάσει στον καθρέφτη, που δεν τον είχε προσέξει!

«Δε... δε σας είδα, κύριε...» τραύλισε.

«Είναι περίεργο πόσο τυφλός γίνεται κανείς όταν είναι αόρατος», παρατήρησε χαμογελώντας ο Ντάμπλντορ.

Ο Χάρι ανακουφίστηκε που ο Ντάμπλντορ δεν ακουγόταν θυμωμένος.

«Λοιπόν», συνέχισε ο Ντάμπλντορ ενώ σηκωνόταν όρθιος, «εσύ, Χάρι, όπως χιλιάδες άλλοι πριν από σένα, ανακάλυψες τα πλεονεκτήματα του καθρέφτη του Έριζεντ».

«Δεν ήξερα ότι λέγεται έτσι, κύριε...»

«Φαντάζομαι όμως, Χάρι, πως θα κατάλαβες πια τι κάνει...»

«Ναι... μου δείχνει την οικογένεια μου!»

«Και στο φίλο σου τον Ρον έδειξε τον εαυτό του αρχηγό της τάξης...»

«Πώς το ξέρετε;»

«Σε μένα δε χρειάζεται μανδύας για να γίνω αόρατος», αποκρίθηκε μαλακά ο Ντάμπλντορ. «Τώρα, μήπως μπορείς να μου πεις τι δείχνει στον καθένα μας ο καθρέφτης του Έριζεντ;»

Ο Χάρι κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

«Θα σου εξηγήσω λοιπόν. Ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον καθρέφτη του Έριζεντ σαν ένα συνηθισμένο καθρέφτη. Θα μπορούσε, δηλαδή, να κοιτάξει σ' αυτόν και να δει τον εαυτό του όπως ακριβώς είναι! Κατάλαβες τώρα;»

Ο Χάρι σκέφτηκε για λίγο. Μετά είπε αργά: «Μας δείχνει αυτό που θέλουμε, όποιο πράγμα θέλει ο καθένας μας...»

«Και ναι και όχι», αποκρίθηκε ο Ντάμπλντορ. «Μας δείχνει μονάχα αυτό που είναι η πιο βαθιά επιθυμία της καρδιάς μας. Εσύ, που δε γνώρισες ποτέ την οικογένεια σου, τους Βλέπεις όλους να στέκονται γύρω σου. Ο Ρον Ουέσλι, που πάντα ζει στη σκιά των αδελφών του, βλέπει τον εαυτό του να στέκεται μόνος, με τις μεγαλύτερες σχολικές διακρίσεις στα χέρια του, ο καλύτερος απ' όλους στην οικογένεια του. Αυτός ο καθρέφτης, όμως, δε δείχνει σε κανένα μας μήτε την αλήθεια, μήτε τη γνώση. Πολλοί άνθρωποι ξόδεψαν ολόκληρη τη ζωή τους μπροστά του, μαγεμένοι από αυτά που τους έδειχνε για τον εαυτό τους. 'Αλλοι, πάλι, τρελάθηκαν, επειδή δεν μπορούσαν να βεβαιωθούν πως αυτά που έβλεπαν θα γίνονταν κάποτε πραγματικότητα... Όσο για σένα, Χάρι, θέλω να σου πω πως αυτός ο καθρέφτης θα μεταφερθεί αύριο αλλού και πως δε θα πρέπει να ψάξεις να τον ξαναβρείς. Κι αν, πάλι, τύχει να τον ξανασυναντήσεις, θέλω να είσαι προετοιμασμένος. Να θυμάσαι πως δεν ωφελεί σε τίποτα το να παραδίνεσαι στα όνειρα και να ξεχνάς ότι ζεις στην πραγματικότητα! Τώρα, γιατί δεν ξαναφοράς αυτόν το θαυμάσιο μανδύα και να ξαναγυρίσεις στο κρεβάτι σου;»

Ο Χάρι σηκώθηκε όρθιος.

«Κύριε... Καθηγητή Ντάμπλντορ, μπορώ να σας ρωτήσω κάτι;» είπε.

«Ναι, μπορείς», αποκρίθηκε χαμογελώντας εκείνος.

«Εσείς τι βλέπετε, όταν κοιτάτε στον καθρέφτη;»

«Εγώ; Βλέπω τον εαυτό μου να κρατά ένα ζευγάρι χοντρές κάλτσες...»

Ο Χάρι τον κοίταξε κατάπληκτος.

«Οι χοντρές κάλτσες είναι πολύ χρήσιμες. Όσο πιο πολλές έχει κανείς, τόσο το καλύτερο», του εξήγησε ατάραχος ο Ντάμπλντορ. «Βλέπεις τα φετεινά Χριστούγεννα πέρασαν και κανείς δε μου χάρισε έστω κι ένα ζευγάρι. Όλοι επιμένουν να μου χαρίζουν βιβλία...»

Μόνο αργότερα, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, ο Χάρι σκέφτηκε πως ίσως ο καθηγητής Ντάμπλντορ μπορεί να μην του είχε απαντήσει στην ερώτηση του και να είχε ξεγλιστρήσει, θεωρώντας την υπερβολικά αδιάκριτη!

Загрузка...