ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ Στο σπίτι της μάγισσας

Και τώρα θα θέλετε να μάθετε το δίχως άλλο τι απόγινε ο Έντμουντ. Ο φίλος μας λοιπόν έφαγε με την ψυχή του στο τραπέζι, αλλά δεν το φχαριστήθηκε στ’ αλήθεια, γιατί όλη την ώρα είχε το νου του στα λουκούμια - και τίποτα δε χαλάει τη γεύση του καλού συνηθισμένου φαγητού, όσο η ανάμνηση του καλού μαγικού φαγητού. Έπειτα, η συζήτηση που άκουσε δεν του άρεσε καθόλου, γιατί πίστευε πως κανείς δεν τον προσέχει και όλοι τον κάνουν πέρα. Αυτό βέβαια δεν ήταν αλήθεια, μα ο Έντμουντ έτσι φανταζόταν. Και στο τέλος, μόλις άκουσε από τον κύριο Κάστορα για τον Ασλάν και για το σχέδιο να τον συναντήσουν στο Πέτρινο Τραπέζι, άρχισε να τραβιέται λίγο λίγο, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, κατά την κουρτίνα που κρεμότανε μπροστά στην πόρτα. Γιατί στο άκουσμα του Ασλάν ένιωθε κάτι μυστήριο και φριχτό, όπως οι άλλοι ένιωθαν παράξενα και υπέροχα.

Την ώρα λοιπόν που ο κύριος Κάστορας τους έλεγε το χρησμό για τη σάρκα και το αίμα τον Αδάμ, ο Έντμουντ γύρισε σιγανά το χερούλι και, πριν προλάβει ν’ ακούσει πως η Λευκή Μάγισσα δεν ήταν άνθρωπος, αλλά μισή Τζιν και μισή γιγάντισσα, είχε βγει κιόλας έξω στα χιόνια κι έκλεινε πίσω του την πόρτα, πολύ προσεχτικά.

Μήτε τώρα θα πρέπει όμως να σκεφτείτε πως ο Έντμουντ ήτανε τόσο κακός, κι ήθελε να δει πετρωμένα τ’ αδέρφια του. Αυτός μόνο λουκούμια γύρευε, και θα του άρεσε να γίνει Πρίγκιπας (κι αργότερα Βασιλιάς) και να του το πληρώσει του παλιο-Πήτερ που τον είπε τέρας. Όσο για την τύχη των άλλων στα χέρια της Μάγισσας… Ε, βέβαια δεν ήθελε να τους καλοπιάσει και πολύ - πού ακούστηκε, να τους βάλει ίσα κι όμοια με την αφεντιά του! Κατάφερε όμως να πιστέψει - ή μάλλον έκανε πως πιστεύει - ότι δε θα τους κάνει τίποτα πολύ κακό γιατί, έλεγε μέσα του, ότι «όλες αυτές τις ιστορίες τις σκάρωσαν οι εχθροί της, κι ίσως οι μισές να ’ναι ψέματα. Στο κάτω κάτω, εμένα μου φέρθηκε θαυμάσια, ή τέλος πάντων πιο καλά από κείνους. Εγώ νομίζω πως είναι αληθινή Βασίλισσα. Και πάντως θα ’ναι καλύτερη από κείνο τον τρομερό τον Ασλάν!». Έτσι κατάφερε να βρει μια δικαιολογία για τα καμώματά του. Δεν ήταν ωστόσο και πολύ σπουδαία δικαιολογία, γιατί κάτι του ’λεγε, βαθιά μέσα του, πως η Λευκή Μάγισσα είναι στ’ αλήθεια κακιά και σκληρή.

Το πρώτο που κατάλαβε μόλις βγήκε κι ένιωσε το χιόνι να πέφτει γύρω του, ήταν πως ξέχασε το πανωφόρι του στο σπίτι του Κάστορα. Για να γυρίσει όμως πίσω να το πάρει, ούτε λόγος! Κατάλαβε όμως και κάτι άλλο: το φως είχε χαθεί, γιατί κόντευαν τρεις όταν κάθισαν στο τραπέζι, και το χειμώνα οι μέρες είναι μικρές. Αυτό δεν το ’χε λογαριάσει, μα έπρεπε να βάλει τα δυνατά του. Σήκωσε λοιπόν το γιακά του και πέρασε σέρνοντας από το φράγμα (που για καλή του τύχη, δε γλιστρούσε πια, με το φρέσκο χιόνι που είχε στρώσει), ως την άλλη όχθη του ποταμού.

Τότε όμως τα πράγματα δυσκόλεψαν για τα καλά. Από στιγμή σε στιγμή το σκοτάδι πύκνωνε· και, θες το φως που λιγόστευε, θες οι χιονοστιβάδες που πετούσαν ολόγυρα, δεν έβλεπε ούτε τη μύτη του. Άσε που δεν είχε μήτε δρόμο. Κάθε λίγο έπεφτε σε πηχτούς χιονοστρόβιλους, γλιστρούσε σε παγωμένες λακούβες, σκόνταφτε σε πεσμένα δέντρα, κατρακυλούσε στις απόκρημνες όχθες, έγδερνε τα πόδια του στα κοτρώνια, ώσπου έγινε μουσκίδι και ξεπάγιασε και γέμισε μελανιές και γρατζουνιές. Βασίλευε απέραντη σιωπή και φοβερή ερημιά. Για να λέμε την αλήθεια, μπορεί και να ξεχνούσε το σχέδιό του και να γύριζε πίσω να φιλιώσει με τους άλλους, αν δεν έλεγε όλη την ώρα μέσα του, «Όταν γίνω βασιλιάς της Νάρνια, το πρώτο που θα φτιάξω θα είναι μερικοί δρόμοι της προκοπής». Και βέβαια άρχιζε τότε να σκέφτεται πως θα γίνει βασιλιάς και τι θα κάνει, κι έστρωνε λιγάκι το κέφι του. Είχε αποφασίσει μάλιστα από τώρα πώς θα είναι το παλάτι του και πόσα αμάξια θα έχει, και δικό του κινηματογράφο, κι από πού θα περνούσαν τα τραίνα και τι νόμους θα θέσπιζε για τους κάστορες και τα φράγματα, κι έπειτα έπιασε να συμπληρώνει τα σχέδιά του για να βάλει τον Πήτερ στη θέση του, όταν ξάφνου γύρισε ο καιρός. Πρώτα πρώτα, το χιόνι σταμάτησε. Έπειτα σηκώθηκε ένας άνεμος παγωμένος και τσουχτερός. Καμιά φορά, τα σύννεφα παραμέρισαν και βγήκε το φεγγάρι. Ήταν πανσέληνος και καθώς άστραψε πάνω απ’ όλα τούτα τα χιόνια, έκανε τον τόπο να φέγγει σα να ’ταν μέρα - μόνο οι σκιές σε μπέρδευαν λιγάκι.

Ποτέ του δε θα ’βρισκε το δρόμο αν δεν έβγαινε το φεγγάρι ίσα ίσα τη στιγμή που έφτανε στο άλλο ποτάμι. (Θα θυμόσαστε σίγουρα πως, φτάνοντας στο σπίτι του Κάστορα, είχε δει ένα μικρότερο ποτάμι που χυνόταν στο μεγάλο, λίγο παρακάτω). Το ’φτασε λοιπόν τώρα κι έπιασε ν’ ανηφορίζει κατά τις πηγές του. Όμως η μικρή κοιλάδα όπου περνούσε το ποταμάκι ήταν πολύ πιο απότομη και γεμάτη βράχια από την άλλη που είχε αφήσει πίσω του· θάμνοι πυκνοί και άγριοι τη σκέπαζαν, κι αν ήταν σκοτεινά δε θα κατάφερνε τίποτα. Και πάλι όμως, μούσκεψε ως το κόκαλο γιατί έπρεπε να περπατάει σκυφτός κάτω από τα κλαδιά, και το χιόνι που τα σκέπαζε γλιστρούσε κι έπεφτε στην πλάτη του. Και κάθε φορά που γινόταν αυτό, σκεφτόταν όλο και πιο πολύ πόσο μισούσε τον Πήτερ - λες κι ο Πήτερ έφταιγε για όλα τούτα.

Με τα πολλά έφτασε σ’ ένα μέρος όπου το έδαφος γινόταν πιο ομαλό, κι είδε την κοιλάδα ν’ ανοίγει. Και πέρα, στην άλλη όχθη του ποταμού, στη μέση μιας μικρής πεδιάδας ανάμεσα σε δύο λόφους, αντίκρισε το σπίτι της Λευκής Μάγισσας. Άστραψε τότε το φεγγάρι πιο πολύ από πρώτα. Το σπίτι, για να λέμε το σωστό, έμοιαζε μάλλον με μικρό κάστρο. Του φάνηκε γεμάτο πύργους· πύργους μικρούς, με μακριές σουβλερές στέγες, ίδιες βελόνες. Έμοιαζαν με μεγάλα σκουφιά, ή από κείνα τα καπέλα που φοράνε οι μάγοι. Και καθώς έλαμπαν στο φεγγαρόφωτο, οι μακριές σκιές τους πέφταν παράξενες πάνω στο χιόνι. Ο Έντμουντ άρχισε να το φοβάται αυτό το Σπίτι.

Τώρα πια ήταν όμως πολύ αργά για να γυρίσει πίσω. Πέρασε το ποτάμι πατώντας πάνω στους πάγους και πλησίασε. Τίποτα δε σάλευε· μήτε ο παραμικρός ήχος πουθενά. Το βήμα του πνιγόταν στο παχύ φρέσκο χιόνι. Πήγαινε κι όλο πήγαινε, γωνιά τη γωνιά, πύργο τον πύργο, ώσπου να φτάσει στη μεγάλη πύλη. Χρειάστηκε να κάνει όλο το γύρο ως την άλλη μεριά για να τη βρει. Η πύλη έφτιαχνε μια πελώρια αψίδα, κι η μεγάλη σιδερόφραχτη πόρτα ήταν ορθάνοιχτη.

Ο Έντμουντ ζύγωσε προσεχτικά και κοίταξε μέσα, στην αυλή· το θέαμα που αντίκρισε έκανε την καρδιά του να σταματήσει. Πίσω ακριβώς από την πύλη, λουσμένο στο φεγγαρόφωτο, στεκόταν ένα πελώριο λιοντάρι, συσπειρωμένο, λες κι ετοιμαζόταν να χυμήξει. Ο Έντμουντ ζάρωσε στη σκιά της αψίδας· φοβότανε να προχωρήσει, φοβόταν και να κάνει πίσω, τα γόνατά του τρέμαν Έμεινε έτσι κάμποση ώρα, τόση που τα δόντια του θα χτυπούσαν από το κρύο, αν δε χτυπούσαν κιόλας από το φόβο. Δεν ξέρω να σας πω πόσο πρέπει να κράτησε αυτό - του Έντμουντ πάντως του φάνηκε πως πέρασαν ώρες.

Στο τέλος όμως άρχισε ν’ αναρωτιέται γιατί στεκόταν έτσι ασάλευτο το λιοντάρι - αφού δεν είχε κάνει ρούπι απ’ όταν το πρωτοαντίκρισε. Ξεθάρρεψε τότε λιγάκι και πλησίασε ένα βήμα ακόμα, κρυμμένος πάντα στη σκιά της αψίδας. Το λιοντάρι ήταν γυρισμένο αλλού, αδύνατο να τον είχε δει. («Κι αν γυρίσει ξαφνικά το κεφάλι του;» σκέφτηκε ο Έντμουντ). Το λιοντάρι όμως κοιτούσε ένα μικρό νάνο, κάνα μέτρο πιο πέρα, που του είχε γυρισμένες τις πλάτες. «Αχά!», σκέφτηκε ο Έντμουντ. «Μόλις χυμήξει λοιπόν στο νάνο, εγώ θα προφτάσω να το βάλω στα πόδια». Ωστόσο μήτε το λιοντάρι σάλεψε, μήτε ο νάνος. Και τότε ο Έντμουντ θυμήθηκε επιτέλους τι του είχαν πει για τη Λευκή Μάγισσα, που έκανε πέτρα όποιον ήθελε. Πέτρινο ήταν το λιοντάρι! Και μόλις το σκέφτηκε, πρόσεξε το χιόνι που του σκέπαζε τη ράχη και το κεφάλι του. Και βέβαια ήταν άγαλμα! Ποιο ζωντανό αγρίμι θα στεκόταν ασάλευτο να γεμίσει χιόνια; Κι έτσι λοιπόν, αργά κι αθόρυβα, με την καρδιά του να χτυπάει τρελά, ο Έντμουντ τόλμησε να πλησιάσει το λιοντάρι. Μήτε τότε όμως βρήκε το θάρρος να το πιάσει· χρειάστηκε να βάλει τα δυνατά του για ν’ απλώσει το χέρι του και να το αγγίξει στα γρήγορα. Ήτανε κρύα κρύα πέτρα. Τι κουταμάρα να φοβηθεί ένα άγαλμα!

Ένιωσε τέτοια ανακούφιση που, μ’ όλο το κρύο, ζεστάθηκε μεμιάς απ’ την κορφή ως τα νύχια· την ίδια στιγμή, του κατέβηκε μια ιδέα, που τη βρήκε αμέσως καταπληκτική. «Να δεις», είπε μέσα του, «πως γι’ αυτό το μεγάλο λιοντάρι μιλούσαν και το ’λεγαν Ασλάν. Για κοίτα φίλε μου! Τον τσάκωσε κιόλας και τον έκανε πέτρα. Τέρμα λοιπόν τα παραμύθια για την αφεντιά του! Πουφ! Ποιος φοβάται τώρα τον Ασλάν;».

Και καθώς στεκόταν και κοίταζε με κακία το πετρωμένο λιοντάρι, του ’ρθε να κάνει κάτι πολύ κουτό και παιδιάστικο. Έβγαλε από την τσέπη του ένα κουτσουμπό μολυβάκι και ζωγράφισε μουστάκι στο πάνωχείλι του λιονταριού και γυαλιά στα μάτια του. Έπειτα είπε, «Λοιπόν, χαζέ γερο-Ασλάν, σ’ αρέσει που πέτρωσες; Έλεγες πως είσαι σπουδαίος, ε;». Ωστόσο, μ’ όλες τις μουντζούρες στο πρόσωπό του, το μεγάλο πέτρινο θηρίο έμοιαζε ακόμα τρομερό και λυπημένο κι ευγενικό, με τα μάτια στυλωμένα ψηλά, στο φεγγαρόφωτο, κι ο Έντμουντ δεν το φχαριστήθηκε στ’ αλήθεια που το κορόιδεψε. Το άφησε λοιπόν, και προχώρησε στην αυλή.

Είχε φτάσει στη μέση περίπου, όταν πρόσεξε πως είχε δεκάδες αγάλματα ολόγυρα - παντού αγάλματα, όπως τα πιόνια στη σκακιέρα, σ’ ένα μισαρχινισμένο παιχνίδι. Είχε πέτρινους σάτυρους και πέτρινους λύκους, είχε αλεπούδες και αρκούδες και αγριόγατες, όλα πέτρινα. Είχε όμορφες πετρωμένες μορφές που έμοιαζαν με γυναίκες, αλλά στην πραγματικότητα ήταν τα πνεύματα των δέντρων. Είχε έναν πελώριο κένταυρο κι ένα φτερωτό άλογο κι ένα πλάσμα μακρύ και λιγνό, που ο Έντμουντ το πήρε για δράκο. Φαίνονταν όλα τόσο παράξενα, ασάλευτα μα τόσο ζωντανά μέσα στο δυνατό κρύο φως του φεγγαριού, που σ’ έπιανε ανατριχίλα να περνάς ανάμεσά τους. Στη μέση της αυλής στεκόταν κάτι πελώριο, ένας άντρας ψηλός σα δέντρο, με άγριο πρόσωπο και πυκνή γενειάδα κι ένα μεγάλο ρόπαλο στο δεξί του χέρι. Ο Έντμουντ ήξερε βέβαια πως ο γίγαντας ήταν πέτρινος κι όχι ζωντανός, αλλά και πάλι δεν του πολυάρεσε να περάσει από κοντά του.

Τότε ακριβώς πήρε το μάτι του ένα αχνό φωτάκι, στην άλλη άκρη της αυλής. Πλησιάζοντας είδε μια πόρτα μισάνοιχτη και μια πέτρινη σκάλα. Ανέβηκε δισταχτικά τα σκαλιά. Στο κατώφλι ήτανε ξαπλωμένος ένας θεόρατος λύκος.

«Έλα τώρα», έλεγε και ξανάλεγε μέσα του. «Είναι πέτρινος κι ο λύκος, δε θα σου κάνει τίποτα». Και σήκωσε το πόδι του να τον δρασκελίσει. Την ίδια στιγμή, το πελώριο αγρίμι τινάχτηκε πάνω, μ’ όλες τις τρίχες ορθωμένες στη ράχη του, άνοιξε ένα μεγάλο κατακόκκινο στόμα και μούγκρισε βαθιά: «Ποιος είναι; Ποιος είναι; Μην κουνηθείς, ξένε, και πες μου ποιος είσαι».

«Με συγχωρείτε, καλέ μου κύριε», είπε ο Έντμουντ που από την τρεμούλα του δεν κατάφερνε μήτε να μιλήσει σωστά. «Με λένε Έντμουντ και είμαι Γιος του Αδάμ και η Αυτή Μεγαλειότης με συνάντησε στο δάσος τις προάλλες και ήρθα να της πω τα νέα πως τα αδέρφια μου είναι στη Νάρνια - να, εδώ κοντά, στο σπίτι του Κάστορα. Ήθελε - ήθελε να τα δει».

«Θα το πω στη Μεγαλειότητά της», είπε ο Λύκος. «Στο μεταξύ, αν αγαπάς τη ζωή σου, μην το κουνήσεις από το κατώφλι». Και τρύπωσε στο σπίτι.

Ο Έντμουντ στάθηκε και περίμενε, τα δάχτυλά του πονούσαν απ’ το κρύο κι η καρδιά του βροντούσε να σπάσει. Σε λίγο ο γκρίζος λύκος, ο Μώγκριμ, Αρχηγός της Μυστικής Αστυνομίας της Μάγισσας, ξαναγύρισε βαριοπατώντας: «Περάστε! Περάστε!», του είπε. «Περάστε καλότυχε ευνοούμενε της Βασίλισσας - δηλαδή, ο λόγος το λέει το καλότυχε!».

Ο Έντμουντ πέρασε προσέχοντας να μην πατήσει το πόδι του Λύκου.

Βρέθηκε τότε σε μια πελώρια μισοσκότεινη αίθουσα γεμάτη κολόνες και αγάλματα, όπως κι η αυλή. Κοντά στην πόρτα στεκόταν ένας μικρούλης φαύνος, με πολύ λυπημένο μουτράκι, κι ο Έντμουντ αναρωτήθηκε μήπως είναι ο φίλος της Λούσυ.

Το μοναδικό φως εκεί μέσα έβγαινε από μια λάμπα, και δίπλα της καθόταν η Λευκή Μάγισσα.

«Εδώ είμαι, Μεγαλειοτάτη!» είπε ο Έντμουντ με φόρα, και προχώρησε μπροστά.

«Πώς τόλμησες να έρθεις μόνος;» φώναξε η Μάγισσα με τρομερή φωνή. «Δε σου είπα να φέρεις και τους άλλους;».

«Με την άδειά σας, Μεγαλειοτάτη», είπε ο Έντμουντ, «έκανα το καλύτερο που γινόταν. Τους έφερα πολύ κοντά. Τώρα δα βρίσκονται στο σπιτάκι, στην κορφή του φράγατος, πέρα στο ποτάμι - μαζί με τον Κάστορα και την Καστόρινα».

Ένα άγριο χαμόγελο χαράχτηκε αργά στο πρόσωπο της Μάγισσας.

«Μόνο αυτό έχεις να μου πεις;» ρώτησε.

«Όχι, Μεγαλειοτάτη», είπε ο Έντμουντ, κι έπιασε να της εξιστορεί όσα άκουσε πιο πριν στο σπίτι του Κάστορα.

«Τι έκανε λέει! Ο Ασλάν;» φώναξε η Βασίλισσα. «Ο Ασλάν; Μου λες αλήθεια; Πρόσεξε γιατί αν μάθω ότι είπες ψέματα - ».

«Με την άδειά σας», τραύλισε ο Έντμουντ. «Εγώ αυτά άκουσα, αυτά σας λέω».

Μα η Βασίλισσα δεν τον πρόσεχε πια. Χτύπησε τα χέρια της και στη στιγμή φάνηκε ο ίδιος νάνος που είχε ξαναδεί ο Έντμουντ.

«Να ετοιμάσεις το έλκηθρό μας», πρόσταξε η Μάγισσα. «Και να βάλεις λουριά δίχως κουδουνάκια».

Загрузка...