ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ Τα μάγια αρχίζουν να λύνονται

Ας γυρίσουμε όμως τώρα στον Κάστορα, την Καστορίνα, και τ’ άλλα τρία παιδιά. Μόλις είπε ο κύριος Κάστορας, «Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο», άρχισαν όλοι να κουκουλώνονται με τα πανωφόρια τους, όλοι, εκτός από την κυρία Καστορίνα, που μάζεψε τα σακούλια της, τα ’βαλε στο τραπέζι και είπε, «Και τώρα, κύριε Κάστορα, κατέβασέ μου εκείνο το χοιρομέρι. Εγώ παίρνω ένα πακετάκι τσάι και ζάχαρη και σπίρτα. Κι αν θέλεις μου πιάνεις και δυο τρία καρβέλια ψωμί από το κιούπι εκειπέρα στη γωνιά».

«Μα τι κάνετε τέτοια ώρα;» φώναξε η Σούζαν.

«Πρέπει να ετοιμάσω ένα σακούλι για τον καθένα μας, χρυσό μου», είπε η κυρία Καστορίνα ατάραχη. «Λες να ξεκινήσουμε για ταξίδι χωρίς φαΐ;».

«Δεν έχουμε καιρό!» είπε η Σούζαν κουμπώνοντας το γιακά του πανωφοριού της. «Από στιγμή σε στιγμή θα βρίσκονται εδώ».

«Αυτό λέω και γω», είπε ο κύριος Κάστορας.

«Μπα σε καλό σας!» είπε η γυναίκα του. «Για σκέψου το καλά, κύριε Κάστορα, μας μένει τουλάχιστον ένα τέταρτο ακόμα».

«Πρέπει όμως να ξεκινήσουμε όσο πιο γρήγορα γίνται», είπε ο Πήτερ, «για να φτάσουμε στο Πέτρινο Τραπέζι πριν από κείνην».

«Μην ξεχνάτε, κυρία Καστορίνα, πως μόλις ψάξει εδώ και δε μας βρει, θα ξεκινήσει ολοταχώς για κει», είπε η Σούζαν.

«Και βέβαια», είπε η κυρία Καστορίνα. «Έτσι κι αλλιώς όμως, αποκλείεται να φτάσουμε πρώτοι, ό,τι κι αν κάνουμε, γιατί εκείνη έχει έλκηθρο κι εμείς μόνο τα πόδια μας».

«Δηλαδή - δεν υπάρχει καμιά ελπίδα;» είπε η Σούζαν.

«Μην ανησυχείς, χρυσό μου», είπε η κυρία Καστορίνα, «και φέρε μου καμιά δεκαριά καθαρά μαντίλια από κείνο το συρτάρι. Και βέβαια υπάρχει ελπίδα. Πριν από κείνην δεν μπορούμε να πάμε, αλλά θα κρυφτούμε και θα τρυπώσουμε από δρόμους που δεν ξέρει, κι ίσως τα καταφέρουμε».

«Δίκιο έχεις, κυρία Καστορίνα», είπε ο άντρας της. «Καιρός να φεύγουμε όμως».

«Μην αρχίζεις τώρα και συ τη μουρμούρα, κύριε Κάστορα», είπε η γυναίκα του. «Ορίστε. Σαν καλά τα φτιάξαμε. Τέσσερα μπογαλάκια κι ένα μικρό για το μικράκι μας: εσένα χρυσό μου», πρόσθεσε κοιτάζοντας τη Λούσυ.

«Αχ ελάτε βιαστείτε», είπε η Λούσυ.

«Καλά, καλά, κοντεύω», απάντησε η κυρία Καστορίνα, κι άφησε τον άντρα της να της φορέσει τις γαλότσες της. «Λέτε να είναι βαριά στο κουβάλημα η ραπτομηχανή μου;».

«Δε θέλει ρώτημα!» είπε ο κύριος Κάστορας. «Είναι ασήκωτη. Κι ύστερα, μήπως θαρρείς ότι θα ράβεις στο δρόμο;».

«Δεν αντέχω στη σκέψη πως θα την αγγίξει η Μάγισσα», είπε η κυρία Καστορίνα, «πως θα την κλέψει ή θα μου τη σπάσει!».

«Σας παρακαλούμε, επιτέλους, κάντε γρήγορα», είπαν τα τρία παιδιά. Με τα πολλά βγήκαν όλοι και ο κύριος Κάστορας κλείδωσε την πόρτα («Αυτό θα τη χασομερήσει λιγάκι», είπε), κι όλοι ξεκίνησαν με τα σακούλια στον ώμο.

Είχε σταματήσει το χιόνι και βγήκε το φεγγάρι καθώς ξεκινούσαν για το ταξίδι τους. Πήγαιναν ένας ένας: πρώτα ο κύριος Κάστορας, πίσω του η Λούσυ, έπειτα ο Πήτερ, μετά η Σούζαν, και τελευταία η κυρία Καστορίνα. Ο κύριος Κάστορας, με τους υπόλοιπους το κατόπι του, πέρασε το φράγμα, βγήκε στη δεξιά όχθη του ποταμού, έκοψε δρόμο από ’να απότομο μονοπάτι ανάμεσα στα δέντρα και βγήκαν πέρα, χαμηλά στην ακροποταμιά. Ψηλά από πάνω τους, δεξιά κι αριστερά, ορθώνονταν οι πλαγιές της κοιλάδας γυαλοκοπώντας στο φως του φεγγαριού. «Καλύτερα να πηγαίνουμε από τα χαμηλά», είπε ο Κάστορας. «Η Μάγισσα θα πάρει τον πάνω δρόμο, εδώ δεν κατεβαίνει έλκηθρο».

Η σκηνή θα ’ταν όμορφη - αν την κοιτούσες από το παράθυρό σου, βολεμένος στην αναπαυτική σου πολυθρόνα· μα κι έτσι ακόμα, η Λούσυ το φχαριστήθηκε στην αρχή. Πήγαιναν όμως κι όλο πήγαιναν, χωρίς σταματημό, και το σακούλι που κρατούσε άρχισε να της φαίνεται όλο και πιο βαρύ, και τότε σκέφτηκε πως ίσως και να μην κατάφερνε να συνεχίσει. Δεν κοίταζε πια την εκτυφλωτική γυαλάδα του παγωμένου ποταμού, με τους καταρράχτες από παγοκρύσταλλα, μήτε τους άσπρους όγκους των δέντρων και το μεγάλο γυαλιστερό φεγγάρι, μήτε τ’ αμέτρητα αστέρια ψηλά· έβλεπε μόνο τα κοντούτσικα ποδαράκια του Κάστορα που προχωρούσαν πατ-πατ-πατ-πατ μέσα στο χιόνι, ίσια μπροστά της, κι έλεγε πως δε θα σταματήσουν ποτέ. Έπειτα το φεγγάρι κρύφτηκε κι έπιασε πάλι να χιονίζει. Η Λούσυ ένιωθε τόσο κουρασμένη, που είχε μισοκοιμηθεί περπατώντας, ώσπου ξαφνικά κατάλαβε πως ο κύριος Κάστορας ξεμάκραινε στα δεξιά της όχθης και τους οδηγούσε σε μιαν απότομη ανηφοριά, ανάμεσα σε πυκνούς θάμνους. Κι όταν ξύπνησε πια για καλά, ανακάλυψε πως ο κύριος Κάστορας τρύπωνε σ’ ένα άνοιγμα της όχθης, τόσο καλά κρυμμένο κάτω από τους θάμνους, που δεν το έβλεπες ώσπου να φτάσεις από πάνω του. Κι ώσπου να καταλάβει τι συμβαίνει, μόνο η άκρη της κοντόφαρδης ουράς του περίσσευε απ’ την τρύπα.

Η Λούσυ έσκυψε αμέσως και σύρθηκε το κατόπι του. Πίσω της άκουγε σουρσίματα και λαχανιάσματα και ξεφυσήματα, και την άλλη στιγμή βρέθηκαν μέσα και οι πέντε.

«Πού βρισκόμαστε;» είπε η φωνή του Πήτερ. Στο σκοτάδι έμοιαζε κουρασμένη και χλωμή. (Φαντάζομαι πως καταλαβαίνετε τι εννοώ όταν μιλάω για χλωμή φωνή).

«Είναι μια παλιά κρυψώνα για κάστορες σε δύσκολους καιρούς», είπε ο κύριος Κάστορας, «και βέβαια μυστική. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, αλλά πρέπει να κοιμηθούμε λιγάκι».

«Αν δε με σκοτίζατε με τις γκρίνιες σας όταν ξεκινούσαμε, θα είχα φέρει και μερικά μαξιλάρια», είπε η κυρία Καστορίνα.

Η σπηλιά δεν ήτανε τόσο συμπαθητική όπως του κυρίου Τούμνους, έτσι της φάνηκε της Λούσυ. Μια σκέτη τρύπα κάτω απ’ τη γη, αλλά στεγνή και στρωμένη χώμα. Δεν είχε πολύ χώρο, κι όταν πλάγιασαν έγιναν όλοι ένα κουβάρι καστορίσιες γούνες και ρούχα· κάτι το στρίμωγμα, κάτι το ζέσταμα από το μακρύ δρόμο που είχαν κάνει, ένιωθαν βολεμένοι και νυσταγμένοι. Μονάχα να ’ταν λίγο πιο ίσιο το πάτωμα της σπηλιάς! Τότε η κυρία Καστορίνα τους έδωσε στα σκοτεινά ένα μικρό φλασκί κι ήπιανε κάτι - κάτι που σ’ έκανε να βήξεις και να πνιγείς και τσιμπούσε στο λαιμό, αλλά ένιωθες υπέροχη ζεστασιά μόλις το κατάπινες - κι όλοι αποκοιμήθηκαν βαθιά.

Της Λούσυ της φάνηκε πως είχε περάσει μονάχα ένα λεπτό (αν και, στην πραγματικότητα, ήταν ώρες αργότερα), όταν ξύπνησε· ένιωθε μουδιασμένη και παγωμένη, και σκέφτηκε αμέσως τι καλό που θα ’ταν ένα ζεστό μπάνιο. Τότε όμως ένιωσε κάτι μακριές φαβορίτες να της γαργαλανε το μάγουλο κι είδε το κρύο φως της μέρας να μπαίνει από το άνοιγμα της σπηλιάς. Ξύπνησε για καλά, κι είδε πως ήταν ξύπνιοι κι οι άλλοι. Για την ακρίβεια, είχαν ανακαθίσει όλοι με τα στόματα και τα μάτια ορθάνοιχτα, κι αφουγκράζονταν έναν ήχο, που τον σκέφτονταν (και καμιά φορά φαντάζονταν πως τον άκουγαν) στο δρόμο την περασμένη νύχτα. Κάπου εκεί κοντά, χτυπούσαν κουδουνάκια.

Ο κύριος Κάστορας πετάχτηκε σαν αστραπή έξω από τη σπηλιά, την ίδια κιόλας στιγμή. Ίσως νομίζετε, όπως κι η Λούσυ εκείνη την ώρα, πως ήτανε μεγάλη κουταμάρα από μέρους του. Στην πραγματικότητα όμως φέρθηκε πολύ φρόνιμα. Ήξερε πως μπορούσε να σκαρφαλώσει στην όχθη, ανάμεσα στους θάμνους και τα χαμόκλαδα, χωρίς να τον δουν· κι ύστερα, έπρεπε πριν απ’ όλα να μάθει για πού τραβούσε το έλκηθρο της Μάγισσας. Οι άλλοι έμειναν στη σπηλιά, δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν. Περίμεναν έτσι κάπου πέντε λεπτά. Και τότε άκουσαν κάτι που τους τρόμαξε για τα καλά. Πέρα, μακριά, ακούστηκαν φωνές. «Αχ, τον είδανε», σκέφτηκε η Λούσυ. «Τον έπιασε η Μάγισσα!».

Μα το σάστισμά τους μεγάλωσε όταν, σε λίγο, άκουσαν έξω από τη σπηλιά τον κύριο Κάστορα να τους φωνάζει:

«Δεν είναι τίποτα! Έλα, κυρία Καστορίνα! Ελάτε, Γιοι και Κόρες του Αδάμ! Δεν είναι η Εκείνη!». Βέβαια, από γραμματική και συντακτικό δεν πήγαινε και πολύ καλά, μα έτσι μιλάνε οι κάστορες όταν είναι ταραγμένοι· δηλαδή, στη Νάρνια, γιατί στο δικό μας κόσμο δε μιλούν καθόλου - συνήθως.

Έτσι λοιπόν η κυρία Καστορίνα και τα παιδιά βγήκαν κουτρουβαλώντας από τη σπηλιά, θαμπωμένοι από το φως, γεμάτοι χώματα, μουδιασμένοι απ’ την κλεισούρα, βρόμικοι κι αχτένιστοι και με τον ύπνο στα μάτια.

«Ελάτε!» φώναζε ο κύριος Κάστορας χορεύοντας σχεδόν απ’ τη χαρά του. «Τρέξτε να δείτε! Κακό που τη βρήκε τη Μάγισσα! Φαίνεται πως άρχισε κιόλας να χάνει τη δύναμή της!».

«Τι λέτε εκεί, κύριε Κάστορα;» έκανε λαχανιασμένα ο Πήτερ καθώς σκαρφάλωναν μαζί την απότομη πλαγιά της κοιλάδας.

«Δε σας έλεγα πως μας έκανε να έχουμε πάντα χειμώνα και ποτέ Χριστούγεννα;» αποκρίθηκε ο κύριος Κάστορας. «Δε σας το ’πα; Ε λοιπόν, ελάτε να δείτε με τα μάτια σας!».

Κι όταν βρέθηκαν όλοι στην κορφή, είδαν και σάστισαν.

Ήταν ένα έλκηθρο, με τάρανδους και κουδουνάκια στα χάμουρά τους. Ετούτοι δω όμως φαίνονταν πιο μεγάλοι από τους τάρανδους της Μάγισσας, κι όχι άσπροι αλλά καφετιοί. Και πάνω στο έλκηθρο καθόταν ένας άντρας, που τον γνώρισαν με την πρώτη ματιά. Ήταν πελώριος, με λαμπερή κόκκινη φορεσιά (ίδια με τα βολαράκια του ου) και κουκούλα ντυμένη με γούνα, και μια μεγάλη κατάλευκη γενειάδα που ξεχυνόταν στο στήθος του σαν αφρισμένος καταρράχτης. Όλοι τον ήξεραν, γιατί μπορεί βέβαια να βλέπεις ζωντανούς κάτι τέτοιους τύπους μονάχα στη Νάρνια, αλλά σ’ όλο τον κόσμο τους ζωγραφίζουν και μιλούν γι’ αυτούς - σ’ όλο τον κόσμο από την εδώ μεριά της ντουλάπας. Όταν τους βλέπεις όμως από κοντά στη Νάρνια, το πράγμα αλλάζει. Μερικές εικόνες του Μπαρμπα-Χριστούγεννα (που εδώ τον λέμε Αϊ-Βασίλη) στον κόσμο μας, τον δείχνουνε αστείο και γελαστό. Τώρα όμως που τα παιδιά τον βλέπαν με τα μάτια τους, δεν τους φάνηκε διόλου έτσι. Ήταν πελώριος, γαλήνιος και πραγματικός, κι όλοι τους άξαφνα στάθηκαν ακίνητοι. Ένιωθαν τώρα να τους πλημμυρίζει μια περίεργη χαρά και ηρεμία.

«Επιτέλους, τα κατάφερα», τους είπε. «Πάει καιρός που δε μ’ άφηνε να περάσω, αλλά επιτέλους ήρθα. Ο Ασλάν βρίσκεται στο δρόμο. Τα μάγια της Βασίλισσας λύνονται».

Κι η Λούσυ ένιωσε να τη διαπερνάει ένα βαθύ χαρούμενο ρίγος, που μόνο όταν είσαι γαλήνιος κι ασάλευτος μπορείς να το νιώσεις.

«Και τώρα», είπε ο Μπαρμπα-Χριστούγεννας, «για να δούμε τα δώρα σας. Για σένα κυρία Καστορίνα, έχω μια καινούρια ραπτομηχανή, καλύτερη από την παλιά. Θα την αφήσω περνώντας απ’ το σπίτι σου».

«Με την άδειά σας, κύριε», είπε η κυρία Καστορίνα και υποκλίθηκε, «το έχω κλειδωμένο».

«Μήτε κλειδαριές μήτε λουκέτα με σταματούν εμένα», είπε ο Μπαρμπα-Χριστούγεννας. «Όσο για σένα, κύριε Κάστορα, όταν γυρίσεις στο σπιτικό σου, θα βρεις το φράγμα σου διορθωμένο και τελειωμένο, με κλεισμένες όλες τις χαραμάδες και ολοκαίνουρια πορτούλα».

Ο κύριος Κάστορας χάρηκε τόσο πολύ, που άνοιξε διάπλατα το στόμα του και τότε ανακάλυψε ότι δεν μπορούσε να πει τίποτα.

«Πήτερ, Γιε του Αδάμ», είπε ο Μπαρμπα-Χριστούγεννας.

«Μάλιστα, κύριε», είπε ο Πήτερ.

«Έλα να πάρεις τα δώρα σου. Είναι εργαλεία, όχι παιχνίδια. Ζυγώνει ίσως ο καιρός που θα τα χρησιμο ποιήσεις. Να τα προσέχεις». Και με τα λόγια αυτά του έδωσε ένα σπαθί και μια ασπίδα. Η ασπίδα ήταν ασημένια και στη μέση της τιναζόταν αγριεμένο ένα κατακόκκινο λιοντάρι, λαμπερό σαν τη γινωμένη φράουλα, τη στιγμή που την κόβεις. Η λαβή του σπαθιού ήταν από χρυσάφι, κι είχε θηκάρι και ζωστήρα κι όλα τα χρειαζούμενα, κι ακριβώς το σωστό μάκρος και βάρος για το ανάστημα του Πήτερ. Ο Πήτερ δέχτηκε τούτα τα δώρα γαλήνιος και σιωπηλός, γιατί κατάλαβε πως ήταν δώρα πολύ σοβαρά.

«Σούζαν, Κόρη της Εύας», είπε ο Μπαρμπα-Χριστούγεννας. «Αυτά εδώ είναι για σένα». Και της έδωσε ένα τόξο και μια φαρέτρα με βέλη, κι ένα μικρό φιλτισένιο κέρας. «Το τόξο να το χρησιμοποιήσεις μόνο σε μεγάλη ανάγκη», της είπε, «γιατί δε θέλω να πολεμήσεις στη μάχη. Τα βέλη αυτά δε θ’ αστοχήσουν ποτέ. Κι όταν βάλεις στα χείλια σου το κέρας και φυσήξεις, όπου και να βρίσκεσαι, θα ’ρθει βοήθεια».

Στο τέλος φώναξε, «Λούσυ, Κόρη της Εύας», και κείνη έκανε ένα βήμα μπροστά. Της έδωσε ένα μικρό μπουκαλάκι, που έμοιαζε με γυάλινο (αλλά κατόπι της είπαν ότι είναι από διαμάντι) κι ένα μικρό μαχαίρι. «Σ’ αυτό το μπουκαλάκι», της είπε, «υπάρχει ένα μαγικό φίλτρο, φτιαγμένο από το χυμό του λουλουδιού της φωτιάς που φυτρώνει στα βουνά του ήλιου. Αν πληγωθείς εσύ ή οι φίλοι σου, φτάνουν λίγες σταγόνες για να σας γιατρέψουν. Με τούτο το μαχαίρι να υπερασπιστείς τον εαυτό σου σε μεγάλη ανάγκη. Γιατί μήτε κι εσύ θα πολεμήσεις στη μάχη».

«Γιατί, κύριε;» είπε η Λούσυ. «Δε - δεν ξέρω, αλλά θαρρώ πως θα είμαι αρκετά γενναία».

«Αυτό δεν έχει σημασία», αποκρίθηκε. «Οι μάχες είναι άσκημες όταν πολεμούν και γυναίκες. Και τώρα -» και ξάφνου έχασε το σοβαρό του ύφος - «έχω και κάτι άλλο για όλους σας, κάτι για την περίσταση!». Κι έβγαλε (μάλλον από το μεγάλο σακούλι που κουβάλαγε στη ράχη του, αν και κανείς δεν πρόλαβε να δει) ένα μεγάλο δίσκο με πέντε φλιτζανάκια και πέντε πιατάκια, ένα κουπάκι με πλακάκια ζάχαρη, ένα κανάτι παχύ γάλα και μια μεγάλη τσαγιέρα, που σφύριζε καφτή-καφτή. Έπειτα φώναξε, «Καλά Χριστούγεννα! Ζήτω ο αληθινός Βασιλιάς!» και κροτάλισε το καμουτσίκι του. Και μεμιάς, έλκηθρο, τάρανδοι και Μπάρμπα-Χριστούγεννας χάθηκαν απ’ τα μάτια τους πριν καλά καλά τους δουν να ξεκινάνε.

Ο Πήτερ έβγαλε το σπαθί από το θηκάρι του και το ’δειξε στον Κάστορα, αλλά η Καστορίνα τους έκοψε βιαστική!

«Άντε, άντε τώρα! Άμα πιάσετε κουβέντα θα παγώσει το τσάι. Αχ αυτοί οι άντρες! Εμπρός, βάλτε ένα χεράκι να κουβαλήσουμε κάτω το δίσκο για να ετοιμάσω το πρωινό μας. Καλά που σκέφτηκα να πάρω το μαχαίρι του ψωμιού».

Κι έτσι κατέβηκαν την απόκρημνη όχθη και γύρισαν στη σπηλιά, και ο κύριος Κάστορας έκοψε ψωμί και χοιρομέρι κι έφτιαξε σάντουιτς, και η κυρία Καστορίνα σερβίρισε το τσάι κι έφαγαν με την ψυχή τους. Μα πριν καλοτελειώσουν το γλέντι τους, ο κύριος Κάστορας είπε, «Εμπρός, καιρός να ξεκινάμε».

Загрузка...