ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Λουκούμια

«Μα τέλος πάντων, τι είσαι;» ξαναείπε η Βασίλισσα. «Μήπως είσαι, ας πούμε, παραμεγαλωμένος νάνος που έκοψε τη γενειάδα του;».

«Όχι, Μεγαλειοτάτη», είπε ο Έντμουντ. «Εγώ δεν είχα ποτέ μου γένια. Είμαι αγοράκι».

«Αγοράκι! Θες να πεις πως είσαι Γιος του Αδάμ;».

Ο Έντμουντ δε σάλεψε ούτε μίλησε. Εκείνη τη στιγμή ήτανε τόσο μπερδεμένος, που δεν μπορούσε να καταλάβει τι σημαίνει η ερώτηση.

«Το μόνο σίγουρο», είπε η Βασίλισσα, «είναι πως, πριν απ’ όλα, είσαι ηλίθιος. Λοιπόν, απάντησέ μου μια κι έξω, γιατί αλλιώτικα θα χάσω την υπομονή μου. Είσαι άνθρωπος;».

«Μάλιστα, Μεγαλειοτάτη», είπε ο Έντμουντ.

«Και πώς έγινε και βρέθηκες στην επικράτειά μου, παρακαλώ;».

«Με συμπαθάτε, Μεγαλειοτάτη, μπήκα από μια ντουλάπα».

«Ντουλάπα; Τι θα πει ντουλάπα;».

«Να - άνοιξα την πόρτα και βρέθηκα εδώ, Μεγαλειοτάτη!» είπε ο Έντμουντ.

«Αχά!» έκανε η Βασίλισσα, μιλώντας πιο πολύ στον εαυτό της παρά στο παιδί. «Μια πόρτα, λοιπόν! Μια πόρτα από τον κόσμο των ανθρώπων! Το είχα ακουστά πως υπάρχει κάτι τέτοιο. Αυτό μπορεί να μου τα χαλάσει όλα. Ευτυχώς που είναι μόνο ένας, θα τα βγάλω πέρα εύκολα μαζί του». Και με τούτα τα λόγια, σηκώθηκε, κοίταξε τον Έντμουντ με μάτια που πετούσαν φωτιές και σήκωσε το σκήπτρο της. Ο Έντμουντ ήταν σίγουρος πως κάτι τρομερό θα γίνει, μα δεν μπορούσε να σαλέψει ούτε τοσοδά. Και πάνω που έλεγε πως πάει χαμένος, η βασίλισσα φάνηκε να το μετανιώνει.

«Καημένο μου παιδί!» είπε με αλλιώτικη φωνή. «Φαίνεσαι ξεπαγιασμένο! Έλα, κάθισε δίπλα μου εδώ στο έλκηθρο, κι εγώ θα σε σκεπάσω με το μανδύα μου όσο θα τα κουβεντιάζουμε».

Του Έντμουντ, για να λέμε την αλήθεια, διόλου δεν του άρεσε αυτό το σχέδιο, μα δεν τόλμησε να παρακούσει· σκαρφάλωσε λοιπόν στο έλκηθρο και κάθισε στα πόδια της, και κείνη τον τύλιξε σε μια πτυχή του γούνινου μανδύα της και τον βόλεψε ζεστά ζεστά.

«Μήπως θέλεις να πιεις τίποτα;» είπε. «Τι λες;».

«Ναι, Μεγαλειοτάτη, παρακαλώ», είπε ο Έντμουντ, και ένιωσε τα δόντια του να χτυπάνε.

Κάπου μέσα από τα σκεπάσματά της, η Βασίλισσα ξετρύπωσε ένα μικρό μπουκαλάκι που έμοιαζε σαν μπρούντζινο. Απλωσε έπειτα το χέρι κι έσταξε μια σταγόνα στο χιόνι, πλάι στο έλκηθρο. Ο Έντμουντ είδε για μια στιγμή τη σταγόνα μετέωρη στον αέρα, ν’ αστράφτει σα διαμάντι. Όμως τη στιγμή που άγγιξε το χιόνι, κάτι ακούστηκε να τσιτσιρίζει, και νάσου ένα κύπελλο όλο πετράδια! Ήταν γεμάτο με κάτι που άχνιζε. Ο νάνος το πήρε και το ’δωσε στον Έντμουντ, υποκλίθηκε βαθιά και χαμογέλασε· αλλά δεν ήταν διόλου φιλικό τούτο το χαμόγελο. Ο Έντμουντ ένιωσε να συνέρχεται ρουφώντας το μαγικό ποτό. Πρώτη φορά στη ζωή του δοκίμαζε τέτοιο πράμα·

ήταν γλυκό κι αφριστό και πηχτό σαν κρέμα, και τον ζέστανε από την κορφή ως τα νύχια.

«Δεν έχει όμως γούστο, Γιε του Αδάμ, να πίνεις νηστικός», είπε η Βασίλισσα. «Τι τραβάει η όρεξή σου;».

«Λουκούμια, παρακαλώ, Μεγαλειοτάτη», είπε ο Έντμουντ. Η Βασίλισσα έσταξε κι άλλη μια σταγόνα από το μπουκαλάκι της στο χιόνι, και στη στιγμή ξεφύτρωσε ένα στρογγυλό κουτί, δεμένο με πράσινη μεταξωτή κορδέλα που, όταν το άνοιξε, αποδείχτηκε πως είχε μέσα κάμποσα κιλά διαλεχτά λουκούμια. Κάθε λουκούμι ήταν γλυκό και μαλακό ως την καρδιά, κι ο Έντμουντ πρώτη φορά γευόταν τέτοια λιχουδιά. Τώρα πια είχε ζεστοκοπηθεί μια χαρά κι ένιωθε σα στο σπίτι του.

Όσο έτρωγε, η Βασίλισσα του έκανε ένα σωρό ερωτήσεις. Στην αρχή ο Έντμουντ προσπάθησε να θυμηθεί πως είναι ανάγωγο να μιλάς με γεμάτο στόμα, αλλά γρήγορα ξεχάστηκε και κοίταγε μόνο να μπουκώσει όσο πιο πολλά λουκούμια μπορούσε· μα όσο πιο πολλά έτρωγε, τόσο πιο πολλά ήθελε, και μήτε που αναρωτήθηκε γιατί έδειχνε τέτοια περιέργεια η Βασίλισσα. Έτσι τον έβαλε να της τα πει όλα: πως έχει έναν αδερφό και δύο αδερφές, και πως η μια του αδερφή είχε ξαναπάει στη Νάρνια κι είχε βρει ένα Φαύνο, και πως κανείς άλλος, εκτός από τον ίδιο και τ’ αδέρφια του, δεν ήξερε για τη Νάρνια. Η Βασίλισσα φάνηκε να ενδιαφέρεται πιο πολύ για το γεγονός ότι ήταν τέσσερις, και κάθε λίγο σ’ αυτό ξανάφερνε την κουβέντα. «Είσαι σίγουρος πως είσαστε τέσσερις;» ρωτούσε και ξαναρωτούσε. «Δύο Γιοι του Αδάμ και δύο Κόρες της Εύας; Ούτε περισσότεροι ούτε λιγότεροι;» και ο Έντμουντ, με το στόμα μπουκωμένο λουκούμια έλεγε και ξανάλεγε. «Μα αφού σας το είπα και πριν», κι όλο ξέχναγε να την πει «Μεγαλειοτάτη», αλλά τώρα πια η Βασίλισσα δεν έδειχνε να πολυσκοτίζεται.

Καμιά φορά τελειώσαν όλα τα λουκούμια. Ο Έντμουντ κοιτούσε το κουτί με λαχτάρα, και μέσα του παρακάλαγε να τον ρωτήσει αν θέλει κι άλλα. Φυσικά, η Βασίλισσα ήξερε πολύ καλά τι σκέφτεται το παιδί· ήξερε ακόμα, κι ας μην είχε ιδέα ο Έντμουντ, πως τα λουκούμια ήταν μαγικά, κι αν τα δοκίμαζες μια φορά μονάχα, ήθελες όλο και περισσότερα, κι αν σ’ άφηναν μπορούσες να τρως ώσπου να σκάσεις. Δεν του ’δωσε όμως άλλα, κι είπε μονάχα.

«Γιε του Αδάμ, θα ήθελα πολύ να γνωρίσω τ’ αδέρφια σου. Θα μου τους φέρεις να τους δω;».

«Θα προσπαθήσω», απάντησε ο Έντμουντ, κοιτάζοντας ακόμα τ’ αδειανό κουτί.

«Γιατί βέβαια, αν ξαναρθείς - κι αν φυσικά φέρεις και τους άλλους - θα σου δώσω πολλά λουκούμια. Τώρα δεν μπορώ, τα μάγια πιάνουν μόνο μια φορά. Όμως, στο σπίτι μου, το πράγμα αλλάζει».

«Και δεν πάμε τώρα στο σπίτι σας;» είπε ο Έντμουντ. Όταν πρωτομπήκε στο έλκηθρο, έτρεμε μήπως φύγουν για κανέναν άγνωστο τόπο και δεν μπορέσει να γυρίσει πίσω, όμως είχε ξεχάσει πια εντελώς το φόβο του.

«Είναι πολύ όμορφο το σπίτι μου», είπε η Βασίλισσα. «Να δεις που θα σου αρέσει. Έχει ολόκληρα δωμάτια γεμάτα λουκούμια και - το σπουδαιότερο -εγώ δεν έχω δικά μου παιδιά. Θα ήθελα πολύ ένα καλό αγοράκι για να το κάνω Πρίγκιπα, κι αργότερα που θα φύγω να γίνει Βασιλιάς της Νάρνια. Και, όσο είναι Πρίγκιπας, θα φοράει χρυσή κορώνα και θα τρώει όλη μέρα λουκούμια· ε λοιπόν, εσύ είσαι το πιο έξυπνο κι όμορφο παλικαράκι που είδα ποτέ μου. Θαρρώ πως θα μου άρεσε να σε κάνω Πρίγκιπα - κάποια μέρα, όταν μου φέρεις και τους άλλους».

«Δε γίνεται τώρα;» είπε ο Έντμουντ. Είχε αναψοκοκκινίσει, το στόμα και τα δάχτυλά του κολλούσαν, και δε φαινόταν μήτε έξυπνος, μήτε όμορφος, κι ας έλεγε η Βασίλισσα.

«Ναι, μα αν σε πάρω τώρα», απάντησε, «δε θα δω τ’ αδέρφια σου. Και θέλω πολύ να γνωρίσω τους χαριτωμένους συγγενείς σου. Μην ξεχνάς, σε λίγο θα γίνεις Πρίγκιπας - κι αργότερα Βασιλιάς· αυτό είναι σίγουρο. Θα πρέπει να έχεις αυλικούς και ευγενείς. Γι’ αυτό λοιπόν, θα κάνω τον αδερφό σου δούκα και τις αδερφές σου δούκισσες».

«Μα εκείνοι δεν έχουν τίποτα ιδιαίτερο», είπε ο Έντμουντ, «και, τέλος πάντων, τους φέρνω καμιά άλλη φορά».

«Ναι, αλλά όταν βρεθείς στο σπίτι μου μπορεί να τους ξεχάσεις», είπε η Βασίλισσα. «Θα περνάς τόσο καλά, που θα βαριέσαι να πας να τους φέρεις. Λοιπόν, γύρνα τώρα στη χώρα σου, και να ξανάρθεις άλλη μέρα, μαζί τους, κατάλαβες; Να μην ξανάρθεις αν δεν τους φέρεις».

«Μα εγώ ούτε που ξέρω πώς να γυρίσω στη χώρα μου», κλαψούρισε ο Έντμουντ.

«Πολύ εύκολο», είπε η Βασίλισσα. «Βλέπεις εκείνο το φανάρι;». Του ’δειξε με το σκήπτρο της, κι ο Έντμουντ γύρισε και είδε τον ίδιο εκείνο φανοστάτη όπου είχε ανταμώσει το Φαύνο η Λούσυ. «Ίσια πέρα από κει, είναι ο δρόμος για τον Κόσμο των Ανθρώπων. Και τώρα κοίτα από την άλλη μεριά» - κι έδειξε στην αντίθετη κατεύθυνση - «και πες μου αν ξεχωρίζεις δυο μικρά λοφάκια που ορθώνονται πάνω απ’ τα δέντρα».

«Μάλλον ναι», είπε ο Έντμουντ.

«Ωραία. Λοιπόν, το σπίτι μου είναι ανάμεσα σε κείνους τους λόφους. Έτσι, την άλλη φορά που θα ’ρθεις, βρες πρώτα το φανοστάτη, κι έπειτα κοίτα κατά πού πέφτουν οι λόφοι. Μόλις περάσεις το δάσος, θα βγεις στο σπίτι μου. Και μην ξεχνάς, μπορεί να θυμώσω πολύ αν έρθεις μόνος σου».

«Θα προσπαθήσω», είπε ο Έντμουντ.

«Α, καλά που το θυμήθηκα», είπε η Βασίλισσα. «Δε χρειάζεται να τους μιλήσεις για μένα. Θα ’χει γούστο αν το κρατήσουμε μυστικό, τι λες; Θα τους κάνουμε έκπληξη. Όλο κι όλο που θέλω από σένα, είναι να τους φέρεις στους δύο λόφους - σαν έξυπνο παιδί που είσαι, εύκολα θα βρεις μια δικαιολογία. Και όταν φτάσετε στο σπίτι μου, πες μόνο, “Για να δούμε ποιος μένει εδώ”, ή κάτι τέτοιο. Είμαι σίγουρη πως έτσι θα ’ναι πιο καλά. Αφού η αδερφή σου συνάντησε το Φαύνο, μπορεί ν’ άκουσε παράξενες ιστορίες για μένα - άσκημες ιστορίες, που ίσως την κάνουν να φοβάται να με συναντήσει. Ξέρεις, οι Φαύνοι λένε ό,τι τους κατέβει. Και τώρα -».

«Αχ, σας παρακαλώ» είπε ξαφνικά ο Έντμουντ, «σας χιλιοπαρακαλώ, δώστε μου ένα λουκουμάκι ακόμα για το δρόμο».

«Αποκλείεται», είπε η Βασίλισσα και γέλασε. «Πρέπει να περιμένεις ως την άλλη φορά». Και με τα λόγια αυτά, έγνεψε του νάνου να ξεκινήσει. Την ώρα που το έλκηθρο χανόταν από τα μάτια του, η Βασίλισσα του κούνησε το χέρι και ξαναφώναξε: «Την άλλη φορά! Κι όπως είπαμε! Μην το ξεχάσεις. Να ’ρθεις γρήγορα!».

Ο Έντμουντ είχε απομείνει με τα μάτια στυλωμένα στο σημείο όπου χάθηκε το έλκηθρο, όταν άκουσε κάποιον να τον φωνάζει. Γύρισε και είδε τη Λούσυ που ερχόταν από την άλλη άκρη του δάσους.

«Αχ, Έντμουντ!» φώναξε. «Μπήκες και συ! Μα είναι θαύμα, και τώρα -».

«Καλά ντε, σύμφωνοι, είχες δίκιο κι η ντουλάπα είναι στ’ αλήθεια μαγική», είπε ο Έντμουντ. «Αμα θες, να σου ζητήσω και συγνώμη. Πού γύριζες όμως τόση ώρα; Έφαγα τον κόσμο να σε γυρεύω».

«Αν ήξερα πως είχες μπει, θα σε περίμενα», είπε η Λούσυ. Ήτανε τόσο ευτυχισμένη και χαρούμενη, που δεν πρόσεξε πόσο απότομα της απαντούσε ο Έντμουντ, μήτε πόσο κόκκινο και παράξενο φαινόταν το πρόσωπό του. «Μου έκανε το τραπέζι ο χρυσός μου ο κύριος Τούμνους, ο Φαύνος, και είναι μια χαρά κι η Λευκή Μάγισσα ούτε που τον πείραξε που μ’ άφησε να φύγω, και λέει πως μάλλον δε θα το ’μαθε κι ίσως τελικά να μην έχει τραβήγματα».

«Η Λευκή Μάγισσα;» έκανε ο Έντμουντ. «Ποια είναι αυτή;».

«Είναι φοβερή και τρομερή», είπε η Λούσυ, «και παρασταίνει τη Βασίλισσα της Νάρνια, αλλά δεν έχει δικαίωμα να γίνει Βασίλισσα, κι όλοι οι Φαύνοι και οι Δρυάδες και οι Ναϊάδες και οι Νάνοι και τα Ζώα -δηλαδή, οι καλοί τουλάχιστον - τη μισούν. Και μπορεί να κάνει τους ανθρώπους πέτρα κι ένα σωρό άλλα φοβερά, κι από τα μάγια της είναι πάντα χειμώνας στη Νάρνια - πάντα χειμώνας, αλλά ποτέ δεν έρχονται Χριστούγεννα. Και γυρνάει μ’ ένα έλκηθρο που το σέρνουν τάρανδοι, με το σκήπτρο στο χέρι και κορώνα στο κεφάλι».

Ο Έντμουντ είχε αρχίσει κιόλας να νιώθει απαίσια απ’ τα γλυκά που έφαγε, κι όταν άκουσε πως η Κυρία που συνάντησε και πιάσανε φιλίες ήταν μια μάγισσα κακιά κι επικίδυνη, έγινε ακόμα πιο χάλια. Ωστόσο, ακόμα και τώρα, πιο πολύ απ’ οτιδήποτε άλλο, ήθελε να ξαναδοκιμάσει τα λουκούμια της.

«Και ποιος σου τις είπε εσένα αυτές τις ιστορίες για τη Λευκή Μάγισσα;» ρώτησε.

«Ο κύριος Τούμνους, ο Φαύνος», είπε η Λούσυ.

«Κανένας δεν τους παίρνει στα σοβαρά τους Φαύνους», είπε ο Έντμουντ, παρασταίνοντας τον καμπόσο.

«Πού το ξέρεις εσύ;» είπε η Λούσυ.

«Αυτό το ξέρουνε κι οι κότες», έκανε ο Έντμουντ. «Ρώτα όποιον θες. Πάντως, για να σου πω, δεν είναι και κανένα κατόρθωμα να στεκόμαστε έτσι στα χιόνια. Πάμε σπίτι».

«Πάμε», είπε η Λούσυ. «Αχ Έντμουντ, να ’ξερες πόσο χαίρομαι που μπήκες και συ. Τώρα κι οι άλλοι θα πιστέψουν στη Νάρνια, αφού μπήκαμε κι οι δυο μας. Θα κάνουμε μεγάλο γλέντι».

Μέσα του όμως, ο Έντμουντ λογάριασε πως δε θα διασκέδαζε το ίδιο με τη Λούσυ, γιατί θα ’πρεπε να παραδεχτεί μπροστά σε όλους πως η αδερφή του είχε δίκιο, κι ήτανε σίγουρος πως οι άλλοι θα πήγαιναν με το μέρος των Φαύνων και των ζώων, ενώ εκείνος είχε αρχίσει κιόλας να συμπαθεί τη Μάγισσα. Δε θα ’ξερε λοιπόν τι να τους πει και πώς να κρατήσει το μυστικό του, όταν πια όλοι θα μιλούσαν για τη Νάρνια.

Ο δρόμος του γυρισμού τους φάνηκε μακρύς - όσο που, άξαφνα, ένιωσαν γύρω τους γούνες αντί για κλαδιά, και την άλλη στιγμή βρισκόντουσαν έξω από τη ντουλάπα, στο αδειανό δωμάτιο.

«Χάλια που έχεις!» είπε η Λούσυ. «Δε νιώθεις καλά;».

«Εγώ; Μια χαρά είμαι!» είπε ο Έντμουντ, αλλά δεν ήταν αλήθεια. Ένιωθε ζάλη κι ανακατωσούρα.

«Έλα τότε», είπε η Λούσυ, «πάμε να βρούμε τους άλλους. Έχουμε να τους πούμε τόσα πράγματα! Και τι περιπέτειες μας περιμένουν τώρα όλους μαζί!».

Загрузка...