ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ Ο Ασλάν ζυγώνει

Στο μεταξύ, τον Έντμουντ τον περίμεναν μεγάλες απογοητεύσεις. Μόλις έφυγε ο νάνος για να ετοιμάσει το έλκηθρο, περίμενε πως η Μάγισσα θα τον καλοπιάσει, σαν την άλλη φορά που τη συνάντησε. Εκείνη όμως δεν του είπε λέξη. Κι όταν καμιά φορά ο Έντμουντ μάζεψε όλο το θάρρος του και είπε, «Σας παρακαλώ, Μεγαλειοτάτη, μήπως σας περισσεύει κανένα λουκουμάκι; Μου είχατε - μου είχατε πει -» του απάντησε άγρια, «Πάψε, ανόητε!» Αμέσως όμως φάνηκε να το μετανιώνει και πρόσθεσε, σα να μιλούσε στον εαυτό της, «Πάντως δεν ωφελεί να κουβαλήσω το βρομόπαιδο λιπόθυμο στο δρόμο», και ξαναχτύπησε τα χέρια της. Στη στιγμή εμφανίστηκε άλλος νάνος.

«Φέρε στο ανθρώπινο πλάσμα φαΐ και νερό», πρόσταξε.

Ο νάνος έφυγε και ξαναγύρισε με μια τσίγκινη γαβάθα με νερό, κι ένα τσίγκινο πιατάκι μ’ ένα ξεροκόμματο. Χαμογέλασε απαίσια καθώς τ’ ακουμπούσε στο πάτωμα δίπλα στον Έντμουντ, και είπε:

«Ορίστε τα λουκουμάκια σας, Αρχοντόπουλό μου. Χα! Χα! Χα!!».

«Πάρ’ τα από δω», έκανε ο Έντμουντ μουτρωμένος. «Δε ζήτησα ξερό ψωμί». Όμως η Μάγισσα γύρισε κείνη τη στιγμή και τον κοίταξε, κι η όψη της ήταν τόσο τρομερή, που ο Έντμουντ αναγκάστηκε να γυρέψει συγνώμη, κι άρχισε να τσιμπολογάει το ψωμί - κι ας ήτανε τόσο μπαγιάτικο που δεν πήγαινε κάτω.

«Κοίτα να το φχαριστηθείς, γιατί θα κάνεις πολύ καιρό να ξαναδοκιμάσεις ψωμί», είπε η Μάγισσα.

Με γεμάτο στόμα τον βρήκε ο πρώτος νάνος, που ξαναγύρισε για ν’ αναγγείλει πως το έλκηθρο ήταν έτοιμο. Η Λευκή Μάγισσα σηκώθηκε και πρόσταξε τον Έντμουντ να την ακολουθήσει. Είχε πιάσει πάλι να χιονίζει την ώρα που βγήκαν στην αυλή, μα η Μάγισσα μήτε που το πρόσεξε, κι έβαλε τον Έντμουντ να καθίσει κοντά της στο έλκηθρο. Πριν ξεκινήσουν όμως, φώναξε τον Μώγκριμ κι εκείνος ζύγωσε χοροπηδώντας βαριά, σαν πελώριος σκύλος, και στάθηκε πλάι της.

«Πάρε τους πιο γρήγορους λύκους σου», είπε, «και τράβα αμέσως στο σπίτι του Κάστορα. Σκότωσε όποιον βρεις εκεί. Αν είναι κιόλας φευγάτοι, ξεκίνα όσο πιο γρήγορα μπορείς για το πέτρινο τραπέζι και πρόσεξε να μη σε δούνε. Κρύψου εκεί κοντά και περίμενέ με. Εγώ θα προχωρήσω κάμποσα μίλια δυτικά, για να βρω πέρασμα στο ποτάμι. Μπορεί να τους προλάβεις πριν φτάσουν στο Πέτρινο Τραπέζι. Αν τους πετύχεις, ξέρεις τι να κάνεις!».

«Θα γίνει το θέλημά σου, Βασίλισσά μου», μούγκρισε ο Λύκος, και τινάχτηκε σκίζοντας σαν αστραπή το χιόνι και το σκοτάδι, πιο γρήγορα από άλογο που καλπάζει. Σε λίγα λεπτά και δεύτερος λύκος τον πήρε κατόπι κι ανηφόρισαν μαζί κατά το φράγμα, ακολουθώντας με τη μυρωδιά το δρόμο για το σπίτι του Κάστορα. Το βρήκαν φυσικά άδειο. Τύχη φοβερή θα περίμενε τους Κάστορες και τα παιδιά αν ήτανε ξαστεριά, γιατί οι λύκοι θα ’βρισκαν τα ίχνη τους, και σίγουρα θα τους προλάβαιναν πριν τρυπώσουν στη σπηλιά. Τώρα όμως, με το καινούριο χιόνι, η μυρωδιά τους κρύωσε και οι πατημασιές σκεπάστηκαν.

Στο μεταξύ, ο νάνος μαστίγωσε τους τάρανδους, και το έλκηθρο, με τη Μάγισσα και τον Έντμουντ, πέρασε την αψίδα και βγήκε στο παγερό σκοτάδι. Το ταξίδι ήταν τρομερό για τον Έντμουντ που δεν είχε πανωφόρι. Δεν είχαν κάνει καλά καλά δέκα λεπτά δρόμο, και γέμισε ολόκληρος χιόνι· σε λίγο έπαψε να τινάζεται γιατί δεν έβγαινε τίποτα· όσο γρήγορα κι αν έβγαζε το χιόνι από πάνω του, πάλι τον σκέπαζε ένα σωρό καινούριο, ώσπου απόκαμε πια. Ήταν μουσκεμένος ως το κόκαλο κι ένιωθε απαίσια - κι ύστερα, η Μάγισσα δε φαινόταν να ’χει καμιά διάθεση να τον κάνει Βασιλιά. Όλα όσα είχε βαλθεί να πιστέψει, πως η Βασίλισσα είναι καλή κι ευγενική κι έκανε σωστά να πάει με το μέρος της, του φαίνονταν τώρα ανόητα. Και τι δε θα ’δινε να βρισκόταν μαζί με τους άλλους εκείνη τη στιγμή — έστω και με τον Πήτερ! Το μόνο που είχε για να παρηγορηθεί, ήταν να λέει μέσα του πως όλα είναι όνειρο, πως από στιγμή σε στιγμή θα ξυπνήσει. Και καθώς ταξίδευαν ώρες ατέλειωτες, άρχισε να πιστεύει πως ονειρεύεται.

Όλα τούτα κράτησαν πολύ, πιο πολύ απ’ όσο μπορώ να σας παραστήσω, ακόμα κι αν γράψω ολόκληρες σελίδες. Ας αφήσουμε όμως τις λεπτομέρειες του ταξιδιού, για να δούμε τη στιγμή που το χιόνι σταμάτησε, έφεξε η μέρα και τώρα το έλκηθρο έτρεχε μέσα στο φως. Πήγαιναν κι όλο πήγαιναν, κι άλλο δεν ακουγόταν από το χιόνι που σφύριξε δεξιά κι αριστερά και τα γκέμια που έτριζαν. Ώσπου ξαφνικά, η Μάγισσα έβγαλε μια φωνή: «Τι γίνεται εδώ; Στάσου!» και το έλκηθρο σταμάτησε απότομα.

Αχ, πώς παρακαλούσε μέσα του ο Έντμουντ να πει τίποτα για φαί! Όμως ο λόγος που τους έκανε να σταματήσουν ήταν άλλος. Λίγο πιο πέρα, κάτω από ’να δέντρο, καθόταν μια χαρούμενη συντροφιά: ένας σκίουρος με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, δυο σάτυροι, ένας νάνος και μια γρια αρσενική αλεπού. Είχαν στρωμένο τραπέζι και γύρω γύρω σκαμνιά. Ο Έντμουντ δεν είδε τι έτρωγαν, αλλά μύριζε όμορφα και του φάνηκε πως είχε γιρλάντες από γκυ κι ύστερα πήρε το μάτι του μια πουτίγκα με δαμάσκηνα. Την ώρα που πλησίαζε το έλκηθρο, η Αλεπού - η πιο ηλικιωμένη της συντροφιάς, απ’ ό,τι φαινόταν - είχε σηκωθεί μ’ ένα ποτήρι στο δεξί της χέρι σα να ετοιμαζότανε για πρόποση. Καθώς όμως είδαν το έλκηθρο να σταματάει και πρόσεξαν ποιον είχε μέσα, η χαρά χάθηκε από τα πρόσωπα όλων τους. Ο μπαμπάς σκίουρος κοκάλωσε με το πιρούνι στον αέρα, πριν το βάλει στο στόμα του, κι ο ένας σάτυρος έμεινε με το πιρούνι στο στόμα και τα σκιουράκια τσίριξαν τρομαγμένα.

«Τι ’ναι τούτα τα καμώματα;» ρώτησε η Μάγισσα. Κανένας δεν απάντησε.

«Μιλήστε, σκουλήκια:» ξαναφώναξε. «Ή μήπως θέλετε να βάλω το νάνο μου να σας ξαναδώσει τη μιλιά σας με το καμουτσίκι; Τι ’ναι τούτη η λαιμαργία κι η σπατάλη; Και πού τα βρήκατε όλα αυτά;».

«Να με συμπαθάς, Μεγαλειοτάτη», είπε η Αλεπού. «Δεν τα βρήκαμε, μας τα ’δωσαν. Και αν μου επιτρέπεις, τολμώ να πιω στην υγειά της Χάρης σου -».

«Ποιος σας τα ’δωσε;» είπε η Μάγισσα.

«Ο Μπαρ-μπαρ-μπαρ- ο Μπαρμπα-Χριστούγεννας», τραύλισε η Αλεπού.

«Ποιος;» βρυχήθηκε η Μάγισσα πηδώντας απ’ το έλκηθρο και πλησιάζοντας τα τρομοκρατημένα ζώα. «Πού βρέθηκε αυτός εδώ; Αφού απαγορεύεται να πατήσει στη Νάρνια! Πώς τολμήσατε - αλλά όχι! Πέστε μου πως μου λέτε ψέματα. Ακόμα και τώρα, θα σας το συγχωρέσω!».

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ένα σκιουράκι φάνηκε να χάνει τα μυαλά του.

«Ήρθε! Ήρθε! Ήρθε!» τσίριξε χτυπώντας το κουταλάκι του στο τραπέζι. Ο Έντμουντ είδε τη Μάγισσα να δαγκώνει τα χείλια της - τόσο δυνατά, που μια σταγόνα αίμα κύλησε στο άσπρο πρόσωπό της. Έπειτα σήκωσε το σκήπτρο της.

«Αχ, μη, μη, μη - σας παρακαλώ, μη!» φώναξε ο Έντμουντ, αλλά την ίδια στιγμή η Βασίλισσα ανέμισε το σκήπτρο της και η χαρούμενη συντροφιά πέτρωσε στον τόπο: γίναν αγάλματα (το ένα με το πέτρινο πιρούνι του στον αέρα, πριν το βάλει στο πέτρινο στόμα του) γύρω από ‘να πέτρινο τραπέζι, στολισμένο με πέτρινα πιάτα και μια πέτρινη πουτίγκα με δαμάσκηνα.

«Όσο για σένα», είπε η Μάγισσα κι έδωσε στον Έντμουντ ένα φοβερό χαστούκι καθώς ξανανέβαινε στο έλκηθρο, «αυτό να σου γίνει μάθημα και να μη ζητάς χάρη για κατασκόπους και προδότες! Πάμε!».

Κι ο Έντμουντ, για πρώτη φορά στην ιστορία μας, ένιωσε να λυπάται κάποιον άλλο, πέρα από τον εαυτούλη του. Ήτανε τόσο θλιβερό να σκέφτεται τις μικρές πετρωμένες φιγούρες, που θα ’μεναν έτσι σιωπηλές, μέρες και νύχτες, χρόνο το χρόνο, ώσπου να τις σκεπάσουν μούσκλια κι να φαγωθούν τα πρόσωπά τους.

Τραβούσαν τώρα πάλι ίσια μπροστά. Και σε λίγο ο Έντμουντ πρόσεξε πως το χιόνι που τίναζε πάνω τους το έλκηθρο ήταν πιο υγρό από την περασμένη νύχτα. Την ίδια στιγμή του φάνηκε πως δεν έκανε πια τόσο κρύο. Είχε αρχίσει να πέφτει ομίχλη. Για να λέμε την αλήθεια, ώρα την ώρα η ομίχλη πύκνωνε και ο αέρας ζέσταινε. Και το έλκηθρο δεν κυλούσε πια τόσο εύκολα σαν και πρώτα. Στην αρχή φαντάστηκε πως ίσως κουράστηκαν οι τάρανδοι, αλλά σε λίγο κατάλαβε πως δεν έφταιγε αυτό. Το έλκηθρο τρανταζόταν και χοροπηδούσε και σκόνταφτε λες και χτυπούσε σε πέτρες. Ο νάνος μαστίγωνε μ’ όλη του τη δύναμη τους καημένους τους τάρανδους, αλλά το έλκηθρο πήγαινε όλο και πιο αργά. Έπειτα, του φάνηκε πως ολόγυρά τους ακουγόταν κάτι παράξενο, μόνο που ο σαματάς που έκανε το έλκηθρο και οι φωνές του νάνου και οι τάρανδοι δεν τον άφηναν να ξεχωρίσει. Ώσπου σε μια στιγμή το έλκηθρο κόλλησε για τα καλά και δεν έλεγε να προχωρήσει. Για μια στιγμή, έπεσε απόλυτη σιωπή. Και μέσα σε τούτη τη σιωπή, ο Έντμουντ κατάφερε επιτέλους ν’ ακούσει το θόρυβο. Ήταν παράξενος, γλυκός και γουργουριστός — μα όχι και τόσο παράξενος, τον είχε ακούσει κι άλλοτε… Ας μπορούσε μόνο να θυμηθεί πού! Η σκέψη του ξαστέρωσε με μιας! Ήτανε θόρυβος από νερό τρεχούμενο! Παντού ολόγυρά τους, αόρατα ρυάκια τραγουδούσαν, μουρμού-ριζαν, κελάρυζαν και πιτσιλούσαν και πέρα μακριά ακούγονταν άλλα που μούγκριζαν θεριεμένα. Τότε η καρδιά του πετάρισε (κι ας μην ήξερε καλά καλά το λόγο), γιατί κατάλαβε πως τέλειωνε πια η παγωνιά. Και κει κοντά ένα αδιάκοπο πλιτς-πλατς-πλιτς ακουγόταν από τα κλαδιά των δέντρων. Σ’ ένα δέντρο πιο κει, είδε ξάφνου ένα μεγάλο φορτίο χιόνι να γλιστράει και να πέφτει, και για πρώτη φορά απ’ όταν βρέθηκε στη Νάρνια αντίκρισε το σκουροπράσινο χρώμα του έλατου. Δεν είχε όμως πια καιρό για να βλέπει και ν’ ακούει, γιατί η Μάγισσα του φώναξε:

«Πάψε να κοιτάς σα βλάκας! Βγες να βοηθήσεις!».

Ο Έντμουντ δε γινόταν να κάνει κι αλλιώς. Κατέβηκε κάτω, βουλιάζοντας στο λασπωμένο χιόνι, και βοήθησε το νάνο να βγάλει το έλκηθρο από το βούρκο που είχε σφηνώσει. Όταν το κατάφεραν καμιά φορά, ο νάνος αγρίεψε τους τάρανδους και ξεκίνησαν πάλι, κουτσά στραβά. Τώρα όμως το χιόνι έλιωνε για τα καλά, παντού πρασίνιζαν μπαλώματα χλωρό χορτάρι. Για σας που δεν έχετε αντικρίσει ποτέ, όπως ο Έντμουντ, ένα κόσμο τόσο χιονισμένο, είναι δύσκολο να φανταστείτε τι ανακούφιση ήταν τούτα τα πράσινα μπαλώματα μετά από την ατέλειωτη ασπράδα. Το έλκηθρο σταμάτησε ξανά.

«Δε γίνεται τίποτα, Κυρά μου», είπε ο νάνος. «Το έλκηθρο δεν κυλάει στο λιωμένο χιόνι».

«Τότε θα πάμε με τα πόδια», είπε η Μάγισσα.

«Με τα πόδια δε θα τους προλάβουμε ποτέ», γρύλλισε ο νάνος. «Έχουνε ξεκινήσει ώρα πριν από μας».

«Σύμβουλος είσαι ή σκλάβος μου;» τον αποπήρε η Μάγισσα. «Να κάνεις αυτό που σου λέω. Δέσε τα χέρια του ανθρώπινου πλάσματος και κράτα το δεμένο με σκοινί. Πάρε και το καμουτσίκι σου, και κόψε τα γκέμια των τάρανδων. Θα βρουν το δρόμο να γυρίσουν πίσω».

Ο νάνος υπάκουσε και σε λίγα λεπτά ο Έντμουντ βρέθηκε αναγκασμένος να περπατάει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, με τα χέρια δεμένα πιστάγκωνα. Περπάταγε κι όλο γλιστρούσε στο βούρκο και στο λιωμένο χιόνι και στο βρεγμένο χόρτο, και κάθε που γλιστρούσε ο νάνος τον έβριζε και καμιά φορά τον έδερνε με το καμουτσίκι. Η Μάγισσα ακολουθούσε πιο πίσω, κι όλη την ώρα έλεγε, «Πιο γρήγορα! Πιο γρήγορα!».

Εκεί που προχωρούσαν, τα πράσινα μπαλώματα μεγάλωναν και τα κομμάτια του χιονιού μίκραιναν. Κάθε στιγμή όλο και πιο πολλά δέντρα τίναζαν το χιονισμένο σκέπασμά τους. Και σε λίγο, όπου κι αν γύριζες να κοιτάξεις, αντί για άσπρες σκιές έβλεπες καταπράσινα έλατα και μαύρα αγκαθωτά κλαδιά απ’ τις γυμνές βελανιδιές και τις οξιές και τις λεύκες. Η άσπρη ομίχλη έγινε ολόχρυση κι έπειτα ξεκαθάρισε. Υπέροχες φωτεινές δέσμες έπεσαν στο χώμα του δάσους και πάνω ψηλά φάνηκε ο ουρανός καταγάλανος ανάμεσα στις κορφές των δέντρων.

Όμως τα θαύματα δεν σταμάτησαν εδώ. Στρίβοντας ξάφνου σ’ ένα ξέφωτο με ασημένιες σημύδες, ο Έντμουντ είδε το χώμα σκεπασμένο με μικρά κίτρινα λουλουδάκια - ήταν χαμομήλια! Ο θόρυβος του νερού δυνάμωσε, και σε λίγο βρήκαν μπροστά τους το ρυάκι και το πέρασαν. Η άλλη όχθη ήτανε γεμάτη ασπρολούλουδα.

«Εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου!» είπε ο νάνος βλέποντας τον Έντμουντ να γυρίζει το κεφάλι του, και τράβηξε με κακία το σκοινί.

Μα τώρα πια τίποτα δεν εμπόδιζε τον Έντμουντ να βλέπει. Σε λίγο πρόσεξε τους πρώτους κρόκους που φύτρωναν στις ρίζες ενός· γέρικου δέντρου, χρυσοί, ρόδινοι και λευκοί. Κι έπειτα ακούστηκε κάτι ακόμα πιο υπέροχο από τον ήχο του νερού. Πλάι στο μονοπάτι που περνούσαν, ένα πουλί τιτίβισε ξαφνικά σε κάποιο κλαράκι. Άλλο πουλί του απάντησε, λιγάκι πιο μακριά. Και τότε, λες και περίμεναν το σύνθημα, τιτιβίσματα και τραγούδια ξέσπασαν απ’ όλες τις μεριές, και μέσα σε πέντε λεπτά όλο το δάσος αντηχούσε απ’ το κελάηδημα των πουλιών. Όπου κι αν γύριζε τα μάτια του, ο Έντμουντ έβλεπε πουλιά, στα κλαδιά ή στον αέρα, να κυνηγιούνται και να παίζουν, ή να χτενίζουν τις φτερούγες με τα ράμφη τους.

«Πιο γρήγορα! Πιο γρήγορα!» έλεγε η Μάγισσα.

Τώρα η ομίχλη είχε διαλυθεί. Ο ουρανός γινόταν όλο και πιο γαλανός, κι άσπρα συννεφάκια τον διάβαιναν βιαστικά. Στ’ ανοιχτά ξέφωτα φούντωναν παπαρούνες, κι ένα ελαφρό αεράκι τίναξε τις δροσοστάλες από τα κλαδιά και έλουσε με καινούριες, ανείπωτες ευωδιές τα πρόσωπα των στρατοκόπων. Τα δέντρα πήραν ζωή. Τ’ αγριόπευκα και οι σημύδες σκεπάστηκαν με πράσινη φυλλωσιά, και τα λαβούρνα αστραψαν ολόχρυσα. Σε λίγο οι οξιές γέμισαν διάφανα φυλλαράκια και το φως έγινε πράσινο στο δρόμο που περνούσαν οι τρεις ταξιδιώτες. Μια μέλισσα πετάχτηκε βουίζοντας στο μονοπάτι.

«Μα εδώ δε λιώνουνε μόνο τα χιόνια», είπε ο νάνος σταματώντας απότομα. «Ήρθε η Άνοιξη! Τι θα γίνουμε τώρα, Κυρά μου; Πάει ο χειμώνας σου! Να το ξέρεις, είναι καμώματα του Ασλάν!».

«Μην ξαναβάλει κανείς σας στο στόμα του ετούτο τ’ όνομα», είπε η Μάγισσα, «αν θέλει τη ζωή του!».

Загрузка...