ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ Τι απόγιναν τα αγάλματα

«Τι απίθανος τόπος!» φώναξε η Λούσυ. «Μ’ όλα τούτα τα πέτρινα ζώα — και τα πλάσματα! Είναι — μοιάζει με μουσείο».

«Σουτ!» είπε η Σούζαν. «Δες τι κάνει ο Ασλάν».

Πραγματικά, ο Ασλάν είχε ζυγώσει αθόρυβα το πέτρινο λιοντάρι, και το χουχούλιζε με την ανάσα του. Κι έπειτα, δίχως να περιμένει στιγμή, στριφογύρισε -σα γάτα που κυνηγάει την ουρά της - και χουχούλισε τον πέτρινο νάνο που, όπως θα θυμόσαστε, βρισκόταν εκεί κοντά, με τις πλάτες γυρισμένες στο λιοντάρι. Κατόπι έτρεξε σε μια ψηλή πέτρινη Δρυάδα που στεκόταν πίσω από το νάνο, κι από κει σ’ ένα πέτρινο λαγουδάκι στα δεξιά του, και παραπέρα σε δυο Κένταυρους. Εκείνη τη στιγμή η Λούσυ φώναξε,

«Αχ κοίτα Σούζαν! Κοίτα το λιοντάρι!».

Σίγουρα θα έτυχε να δείτε ν’ ανάβουνε τζάκι, μ’ ένα κομμάτι εφημερίδα· βάζουν από κάτω ένα αναμμένο σπίρτο, και για μια στιγμή φαίνεται πως δεν έγινε τίποτα· ώσπου, σε λίγο βλέπετε ένα μικρό ρυάκι από φλόγα να σέρνεται στην άκρη της εφημερίδας. Κάτι τέτοιο έπαθε τώρα το πέτρινο λιοντάρι. Για μια στιγμή απ’ όταν το χουχούλισε ο Ασλάν, τίποτα δεν άλλαξε. Έπειτα, ένα λεπτό χρυσό ρυάκι κύλισε στην άσπρη πέτρινη ράχη του κι άπλωσε, το χρώμα το αγκάλιασε ολόκληρο όπως η φλόγα το χαρτί - και στο τέλος, ενώ τα πισινά του πόδια ήταν ακόμα πετρωμένα το λιοντάρι τίναξε τη χαίτη του κι οι βαριές πέτρινες πτυχές ξεδιπλώθηκαν σε ζωντανή τρίχα. Άνοιξε τότε ένα μεγάλο κόκκινο στόμα, ζεστό και ζωντανό, και χασμουρήθηκε με την ψυχή του. Στο μεταξύ ζωντάνεψαν και τα πισινά του πόδια. Σήκωσε το ένα και ξύστηκε βλέποντας τότε τον Ασλάν, τον πλησίασε τρεχάτο κι άρχισε να χορεύει και να πηδάει γύρω του γουργουρίζοντας χαρούμενο και να του γλείφει το πρόσωπο.

Τα παιδιά δε χόρταιναν να κοιτάζουν το λιοντάρι. Καθώς γυρνούσαν όμως, το θέαμα που αντίκρισαν ήτανε τόσο υπέροχο, που το ξέχασαν μεμιάς. Παντού τ’ αγάλματα ζωντάνευαν. Η αυλή δεν ήταν πια μουσείο - πιο πολύ με ζωολογικό κήπο έμοιαζε. Παράξενα πλάσματα έτρεχαν πίσω από τον Ασλάν, και χόρευαν γύρω του ώσπου τον έκρυψαν σχεδόν. Εκεί όπου πρώτα βασίλευε μονάχα η νεκρική ασπράδα της αυλής, τα χρώματα ξεσπούσαν και σε τύφλωναν· γυάλιζαν καστανά τα πλευρά των κενταύρων, ιρίδιζαν τα κέρατα των μονόκερων, άστραφτε το φτέρωμα των πουλιών, τρέχαν κοκκινοκάστανες οι αλεπούδες, τα σκυλιά κι οι σάτυροι, οι νάνοι είχαν κίτρινες κάλτσες και πορφυρές κουκούλες και τα κορίτσια της σημύδας ήταν ασημένια, και τα κορίτσια της οξιάς διάφανα, πράσινα της δροσιάς και τα κορίτσια των πεύκων τόσο φωτεινά πράσινα που έμοιαζαν σχεδόν κίτρινα. Κι αντί για τη θανατερή σιωπή, όλος ο τόπος αντηχούσε χαρούμενα από ευτυχισμένα μουγκρητά, γκαρίσματα, τσιρίδες και γαυγίσματα, κακαρίσματα και χρεμετίσματα, ποδοβολητά, φωνές, ζητωκραυγές, γέλια και τραγούδια.

«Αααα!» έκανε η Σούζαν, φοβισμένη τώρα. «Κοίτα! Λες να - θέλω να πω, δεν υπάρχει φόβος;».

Η Λούσυ κοίταξε, κι είδε τον Ασλάν να χουχουλίζει τα πόδια του πέτρινου γίγαντα.

«Κανένας φόβος!» φώναξε χαρούμενα ο Ασλάν. «Μόλις συνέρθουν τα πόδια του, θ’ ακολουθήσει κι ο υπόλοιπος». «Δεν εννοούσα αυτό», ψιθύρισε η Σούζαν στη Λούσυ.

Τώρα πια όμως ήταν πολύ αργά για να κάνουν τίποτα - ακόμα κι αν τις είχε ακούσει ο Ασλάν. Η αλλαγή άρχιζε στα πόδια του Γίγαντα, που σάλεψε τα δάχτυλά του. Την άλλη στιγμή σήκωσε το ρόπαλο απ’ τον ώμο του, έτριψε τα μάτια και είπε,

«Μπα σε καλό μου! Πρέπει να με πήρε ο ύπνος! Μπα! Πού είναι εκείνη η καταραμένη η τοσηδούλα μάγισσα που σερνόταν εδώ γύρω; Κάπου κοντά στα πόδια μου ήτανε». Κι όταν όλοι, με γέλια και φωνές, δοκίμασαν να του εξηγήσουν τι είχε συμβεί, ο Γίγαντας έβαλε το χέρι στο αυτί και τους ζήτησε να του τα ξαναπούν, κι όταν επιτέλους κατάλαβε, έσκυψε τόσο χαμηλά, που το κεφάλι του δε θα βρισκόταν πιο ψηλά απ’ την κορφή μιας μεγάλης θημωνιάς, κι έβγαλε το σκουφί του με σεβασμό στον Ασλάν, και το άσκημο μα καλοσυνάτο πρόσωπό του άστραψε (οι γίγαντες, καλοί ή κακοί, είναι τώρα τόσο σπάνιοι, στον κόσμο μας, και οι καλόκαρδοι γίγαντες ακόμα πιο σπάνιοι, που σίγουρα δεν είδατε ποτέ σας γίγαντα με το πρόσωπο ν’ αστράφτει. Είναι μοναδικό αυτό το θέαμα).

«Ελάτε να μπούμε μέσα στο σπίτι!» φώναξε ο Ασλάν. «Εμπρός, ζωντανέψτε όλοι! Σκάλες πάνω, σκάλες κάτω, και στο δώμα της κυράς! Ούτε γωνίτσα μην αφήσετε άψαχτη. Ποτέ δεν ξέρετε πού μπορεί να κρύβεται κανένας φουκαράς φυλακισμένος».

Όρμησαν όλοι μέσα, και για κάμποση ώρα το σκοτεινό και τρομερό και μουχλιασμένο γέρικο κάστρο αντιλάλησε από τα παράθυρα που άνοιγαν και τις φωνές τους: «Μην ξεχάσετε τα μπουντρούμια —. Δώστε ένα χεράκι εδώ στην πόρτα! — Να κι άλλη στριφογυριστή σκαλίτσα! - Α! Τι μου λες! Το καημενούλι το καγκουρώ! Φωνάξτε τον Ασλάν! — Πουφ! Πώς βρομάει εδώ μέσα - Κοιτάξτε μήπως έχει και καταπακτές ―. Εδώ, πάνω όλοι! Έχει κι άλλα στον εξώστη!». Μα το καλύτερο απ’ όλα ήταν όταν η Λούσυ όρμησε πάνω σα σίφουνας, φωνάζοντας,

«Τρέξε Ασλάν! Βρήκα τον κύριο Τούμνους! Αχ, έλα γρήγορα!».

Την άλλη στιγμή, η Λούσυ και ο μικρός Φαύνος κρατιόντουσαν από τα χέρια και χόρευαν γύρω γύρω χαρούμενοι. Ο φιλαράκος δεν είχε πάθει τίποτα που έγινε άγαλμα, και φυσικά την έβαλε να του πει με το νι και με το σίγμα όλα τα νέα.

Καμιά φορά, η έρευνα στο κάστρο της Μάγισσας τέλειωσε. Ήτανε όλο αδειανό, με πόρτες και παράθυρα ανοιγμένα διάπλατα, και το φως κι ο γλυκός ανοιξιάτικος αέρας πλημμύριζαν τους σκοτεινούς και διαβολικούς τόπους που τα χρειάζοναν τόσο απελπισμένα. Όλα τα λευτερωμένα αγάλματα όρμησαν πάλι στην αυλή. Και τότε κάποιος (ο Τούμνους, θαρρώ) μίλησε πρώτος:

«Και τώρα πώς θα βγούμε;» γιατί ο Ασλάν είχε πηδήξει πάνω από τα τείχη, κι οι πύλες ήταν κλειδωμένες.

«Κι αυτό θα γίνει», είπε ο Ασλάν σηκώθηκε έπειτα στα πισινά του πόδια και ούρλιαξε στο Γίγαντα. «Ε! Συ κει πάνω! Πώς σε λένε;».

«Γίγαντα Μαστροχαλαστή, με την άδειά σας», είπε ο Γίγαντας κι έβγαλε ξανά το σκουφί του.

«Καλά λοιπόν, Γίγαντα Μαστροχαλαστή», είπε ο Ασλάν. «Φρόντισε να μας βγάλεις έξω. Εντάξει;».

«Εντάξει, αφέντη μου. Μετά χαράς», είπε ο Γίγαντας Μαστροχαλαστής. «Κάντε πέρα από τις πύλες, όλοι εσείς οι μικροί!». Ζύγωσε τότε μόνος του τις καγκελόφραχτες πόρτες και το ρόπαλό του αντήχησε μπανγκ-μπανγκ-μπανγκ. Οι πύλες έτριξαν με το πρώτο χτύπημα, ράγισαν με το δεύτερο, σείστηκαν με το τρίτο. Ο Γίγαντας έσπρωξε τότε τους πύργους, δεξιά κι αριστερά, κι ακούστηκε κρότος φοβερός, σαν κάτι να τσακίζεται, κι ένα κομμάτι του τοίχου, μαζί με τον πύργο, από την κάθε μεριά σωριάστηκε σε συντρίμμια· κι όταν ο κουρνιαχτός κατακάθισε, ήταν πολύ παράξενο να στέκεσαι σε κείνη τη στεγνή και θλιβερή αυλή και να βλέπεις απ’ το χάλασμα το χορτάρι και τα δέντρα που σάλευαν, τα λαμπερά ρυάκια του δάσους και πέρα τους γαλάζιους λόφους, κι ακόμα πιο πέρα τον ουρανό.

«Να πάρει η ευχή, σκούριασα και ιδρώνω με το παραμικρό», είπε ο Γίγαντας ξεφυσώντας σαν πελώρια ατμομηχανή. «Πουφ, έχασα τη φόρμα μου! Μήπως καμιά από σας, νεαρές μου κυρίες, έχει μαζί της μαντιλάκι;».

«Εγώ έχω», είπε η Λούσυ και σηκώθηκε στα νύχια των ποδιών της και τέντωσε το μαντίλι της όσο πιο ψηλά μπορούσε.

«Ευχαριστώ, δεσποινιδούλα μου», είπε σκύβοντας ο Γίγαντας Μαστροχαλαστής. Την άλλη στιγμή όμως η Λούσυ, κοψοχολιασμένη, βρέθηκε στον αέρα, ανάμεσα στα δύο δάχυλα του Γίγαντα. Την πήρε είδηση μόνο όταν είχε πλησιάσει πια στο πρόσωπό του και τότε ξαφνιάστηκε και την ακούμπησε κάτω απαλά μουρμουρίζοντας, «Μπα σε καλό μου! Αντί για μαντίλι, πήρα το κοριτσάκι. Να με συμπαθάς, δεσποινιδούλα μου, νόμιζα πως εσύ ήσουνα το μαντίλι».

«Όχι», είπε η Λούσυ γελώντας, «εδώ είναι το μαντίλι!» Κι αυτή τη φορά ο Γίγαντας κατάφερε να το πάρει, μόνο που για κείνον είχε το μέγεθος που έχει για σας η ασπιρίνη, κι όταν η Λούσυ τον είδε να το τρίβει πέρα δώθε στο πελώριο κόκκινο μούτρο του, είπε, «Φοβάμαι πως δε θα σας εξυπηρετήσει και πολύ, κύριε Μαστροχαλαστή».

«Κάθε άλλο. Κάθε άλλο» είπε ευγενικά ο Γίγαντας. «Είναι το καλύτερο μαντίλι που είδα ποτέ μου. Λεπτό και βολικό. Δε - δεν ξέρω πώς να το πω».

«Τι καλός γίγαντας!» είπε η Λούσυ στον κύριο Τούμνους. «Βέβαια», απάντησε ο Φαύνος, «έτσι είναι όλοι οι Μαστροχαλαστές. Μια από τις πιο ευγενικές οικογένειες γιγάντων στη Νάρνια. Όχι πολύ έξυπνη ίσως (εγώ πάντως ποτέ μου δεν είδα έξυπνο γίγαντα), αλλά παλιά οικογένεια. Με παραδόσεις, ξέρετε. Αν ήτανε από τους άλλους, δε θα τον έκανε πέτρα».

Τότε ο Ασλάν χτύπησε τα μπροστινά του πόδια και ζήτησε ησυχία.

«Η δουλειά μας δεν τέλειωσε ακόμα», είπε. «Κι αν θέλετε να νικήσουμε τη Μάγισσα πριν πάμε για ύπνο, πρέπει να βρούμε αμέσως το πεδίο της μάχης».

«Όχι μόνο να το βρούμε, αλλά να πολεμήσουμε κιόλας», πρόσθεσε ο μεγαλύτερος απ’ τους κενταύρους.

«Και βέβαια», είπε ο Ασλάν. «Και τώρα ακούστε. Όσοι δε μπορούν ν’ ακολουθήσουν με τα πόδια, δηλαδή τα παιδιά, οι νάνοι και τα μικρά ζώα, να καβαλήσουν στις ράχες εκείνων που μπορούν - πάνω στα λιοντάρια, τους κένταυρους, τους μονόκερους, τους γίγαντες και τους αετούς. Όσοι έχουν γερή μύτη, ας έρθουνε με μας, τα λιοντάρια, για να μυρίσουμε κατά πού πέφτει η μάχη. Εμπρός, συνταχτείτε και ζωντανέψτε!».

Υπάκουσαν με γέλια και μεγάλη φασαρία. Πιο ευχαριστημένο απ’ όλους, ήταν το άλλο λιοντάρι, που έτρεχε δεξιά κι αριστερά τάχα πολύ απασχολημένο, αλλά στην πραγματικότητα για να λέει σ’ όποιον έβρισκε μπροστά του, «Άκουσες τι είπε; Με μας τα λιοντάρια. Δηλαδή με κείνον και με μένα. Με μας τα λιοντάρια. Αυτό μ’ αρέσει στον Ασλάν. Ούτε πόζες ούτε καμώματα. Με μας τα λιοντάρια. Δηλαδή, εκείνος κι εγώ». Και συνέχισε να γυροφέρνει, ώσπου ο Ασλάν του φόρτωσε πάνω του τρεις νάνους, μια δρυάδα, δυο λαγούς κι ένα σκαντζόχοιρο. Έτσι ησύχασε κάπως.

Όταν ετοιμάστηκαν όλοι (ένα μεγάλο τσοπανόσκυλο βοήθησε τον Ασλάν να τους παρατάξει όπως έπρεπε), βγήκαν από το χάλασμα του μεγάλου τείχους, με πρώτα τα λιοντάρια και τους σκύλους, που μύριζαν προσεχτικά σ’ όλες τις μεριές. Άξαφνα τότε ένα μεγάλο τσοπανόσκυλο έπιασε τη μυρωδιά και γαύγισε δυνατά. Δεν έχασαν καιρό. Σε λίγο όλα τα σκυλιά και τα λιοντάρια και οι λύκοι και τ’ άλλα κυνηγιάρικα ζώα έτρεχαν μ’ όλη τους τη δύναμη και τη μύτη στο χώμα. Τα άλλα, μισό μίλι πίσω τους, τ’ ακολουθούσαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Ο σαματάς θύμιζε λίγο κυνήγι αλεπούς, μόνο που εδώ γινόταν πιο μεγάλο γλέντι, γιατί κάθε λίγο στη μουσική των κυνηγόσκυλων ανακατωνόταν ο βρυχηθμός του άλλου λιονταριού και, καμιά φορά, το βαθύ και φοβερό μουγκρητό του Ασλάν. Πήγαιναν όλο και πιο γρήγορα, κι η μυρωδιά όλο και δυνάμωνε. Ώσπου, φτάνοντας στην τελευταία στροφή της στενής και στριφογυριστής κοιλάδας, η Λούσυ άκουσε πάνω απ’ όλους τους θορύβους έναν άλλο, αλλιώτικο, που την έκανε να νιώσει παράξενα. Κραυγές και ουρλιαχτά και μέταλλο που χτυπούσε πάνω σε μέταλλο.

Βγαίνοντας από τη στενή κοιλάδα, κατάλαβε μεμιάς το λόγο. Εκεί βρισκόταν ο Πήτερ και ο Έντμουντ κι ό,τι απόμεινε απ’ το στρατό του Ασλάν, και πολεμούσαν απελπισμένα το πλήθος των τρομερών πλασμάτων που είχε δει την περασμένη νύχτα· μόνο που τώρα στο φως της μέρας φαίνονταν ακόμα πιο παράξενα και διαβολικά και κακομούτσουνα, ίσως και πιο πολλά. Ο στρατός του Πήτερ, που τους είχε γυρίσει τις πλάτες, έμοιαζε τρομαχτικά λίγος. Και σ’ όλο το πεδίο της μάχης ήταν σπαρμένα αγάλματα - φαίνεται πως η Μάγισσα είχε χρησιμοποιήσει το σκήπτρο της. Τώρα όμως δεν το κρατούσε πια. Πολεμούσε με το πέτρινο μαχαίρι - και προσπαθούσε να χτυπήσει τον Πήτερ. Οι δυο τους πάλευαν τόσο μανιασμένα, που η Λούσυ δεν κατάφερνε να ξεχωρίσει τι γίνεται. Έβλεπε μόνο το πέτρινο μαχαίρι, και το σπαθί του Πήτερ ν’ αστράφτουν τόσο γρήγορα, που της φάνηκαν τρία μαχαίρια και τρία σπαθιά. Οι δυο τους πάλευαν στο κέντρο της παράταξης, μα όπου κι αν κοιτούσες γίνονταν πράγματα φοβερά και τρομερά.

«Παιδιά, κατεβείτε από την πλάτη μου!» φώναξε ο Ασλάν και τα δυο κορίτσια κουτρουβάλησαν κάτω. Και τότε, μ’ ένα φοβερό βρυχηθμό που τράνταξε όλη τη Νάρνια, από το δυτικό φανοστάτη ως τις ακτές της Ανατολικής Θάλασσας, το μεγάλο θηρίο ρίχτηκε στη Λευκή Μάγισσα. Η Λούσυ είδε για μια στιγμή το πρόσωπό της, όλο τρόμο κι απορία, καθώς γύρισε να κοιτάξει το Λιοντάρι. Έπειτα, Λιοντάρι και Μάγισσα κυλίστηκαν στο χώμα - αλλά η Μάγισσα κάτω από το Λιοντάρι. Και την ίδια στιγμή όλοι οι πολεμιστές που κουβάλησε ο Ασλάν από το σπίτι της Μάγισσας όρμησαν ξέφρενα στις γραμμές του εχθρού: οι νάνοι με πολεμικά τσεκούρια, οι σκύλοι με τα δόντια, ο Γίγαντας με το ρόπαλό του (χώρια τα πόδια του, που έλιωναν δεκάδες εχθρούς), οι μονόκεροι με τα κέρατά τους, οι Κένταυροι με τα σπαθιά και τις οπλές τους. Κι ο κουρασμένος στρατός του Πήτερ άρχισε να ζητωκραυγάζει, κι οι καινουριοφερμένοι ούρλιαζαν κι ο εχθρός τσίριζε κι έτρεμε ώσπου το δάσος ξαναντήχησε με την αντάρα της καινούριας επίθεσης.

Загрузка...