ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Και να τι βρήκε η Λούσυ

«Καλησπέρα», είπε η Λούσυ. Όμως ο Φαύνος ήταν τόσο απασχολημένος με τα πακέτα του, που δεν της απάντησε με την πρώτη. Καμιά φορά τα μάζεψε, και της έκανε μια μικρή υπόκλιση.

«Πολύ καλησπέρα σας», είπε ο Φαύνος. «Να με συγχωρείτε, δε θέλω να φανώ αδιάκριτος, αλλά αν δεν απατώμαι είσαστε Κόρη της Εύας;».

«Εμένα πάντως με λένε Λούσυ», απάντησε χωρίς να τον πολυκαταλαβαίνει.

«Και είσαστε - με το συμπάθιο, δηλαδή — αυτό που λένε… κορίτσι;» ρώτησε ο Φαύνος.

«Θέλει ρώτημα;» είπε η Λούσυ.

«Δηλαδή, σα να λέμε, Άνθρωπος;».

«Και βέβαια είμαι άνθρωπος», απάντησε η Λούσυ, που δεν είχε συνέρθει ακόμα απ’ το σάστισμα.

«Σωστά, σωστά!» είπε ο Φαύνος. «Τι κουταμάρες κάθομαι και λέω! Αλλά είναι που δεν είχα δει ποτέ μου Γιο του Αδάμ ή Κόρη της Εύας. Χαίρω πολύ για τη γνωριμία. Δηλαδή -» και σταμάτησε απότομα, λες και πήγε να του ξεφύγει κάτι που δεν ήθελε να πει, αλλά το κράτησε πάνω στην ώρα. «Χαίρω πολύ, χαίρω πολύ», συνέχισε. «Επιτρέψτε μου να σας συστηθώ. Με λένε Τούμνους».

«Χαίρομαι πολύ που σας γνώρισα, κύριε Τούμνους», είπε η Λούσυ.

«Και αν επιτρέπετε, ω Λούσυ Κόρη της Εύας», είπε ο κύριος Τούμνους, «πώς ήρθατε στη Νάρνια;».

«Ποια Νάρνια;» είπε η Λούσυ.

«Μα εδώ είναι η χώρα της Νάρνια», είπε ο Φαύνος, «εδώ που στεκόμαστε τώρα δα· όλα όσα βρίσκονται ανάμεσα στο φανοστάτη και στο μεγάλο κάστρο του Κάιρ Πάραβελ στην Ανατολική θάλασσα. Και σεις -ήρθατε από τα άγρια δάση της δύσης;».

«Ε - εγώ ήρθα από τη ντουλάπα του ξενώνα», είπε η Λούσυ.

«Α μάλιστα!» έκανε ο κύριος Τούμνους μελαγχολικά. «Βλέπετε, αν μελετούσα περισσότερο γεωγραφία όταν ήμουνα φαυνόπουλο, θα ήξερα κατά πού πέφτουν όλες αυτές οι παράξενες χώρες. Τώρα όμως είναι πια πολύ αργά».

«Μα τι χώρες μου λέτε, καλέ;» είπε η Λούσυ βαστώντας τα γέλια της. «Να, εκειπέρα, πίσω είναι - δηλαδή… δεν είμαι και τόσο σίγουρη. Εκεί είχαμε καλοκαίρι».

«Και στο μεταξύ», είπε ο Φαύνος, «εμείς στη Νάρνια έχουμε χειμώνα, και είναι πάντα χειμώνας, και θα πουντιάσουμε κι οι δύο αν κάτσουμε εδώ στα χιόνια να κουβεντιάζουμε. Λοιπόν, Κόρη της Εύας από τη μακρινή χώρα του Ξεν-Ώνα, όπου βασιλεύει αιώνιο καλοκαίρι γύρω από τη λαμπερή πόλη της Ντουλ Άπα, τι λέτε, θα πάρετε ένα τσάι μαζί μου;».

«Πολύ ευχαρίστως, κύριε Τούμνους», είπε η Λούσυ. «Νομίζω όμως ότι θα ’ταν καλύτερα να γυρίσω πίσω».

«Μα δε μένω μακριά, να εδώ πιο κάτω», είπε ο Φαύνος, «η φωτιά θα βουίζει στο τζάκι μου - και έχει φρυγανιές - και σαρδέλες - και γλυκό».

«Είναι πολύ ευγενικό από μέρους σας», είπε η Λούσυ, «αλλά δε θα μπορέσω να μείνω πολύ».

«Αν στηριχτείτε στο μπράτσο μου, Κόρη της Εύας», είπε ο κύριος Τούμνους, «θα χωρέσουμε κι οι δυο κάτω απ’ την ομπρέλα. Έτσι μπράβο, αυτό είναι. Και τώρα - φύγαμε».

Βρέθηκε λοιπόν η Λούσυ να περπατάει μες στο δάσος, αλαμπρατσέτα με κείνο το παράξενο πλάσμα, λες και γνωρίζονταν από τα γεννοφάσκια τους.

Έκαναν λίγο δρόμο και φτάσαν σ’ ένα μέρος όπου το έδαφος γινότανε τραχύ, με βράχια ολόγυρα και μικρά λοφάκια, όλο ανηφοριές και κατηφοριές. Στην καρδιά κάποιας μικρής κοιλάδας, ο κύριος Τούμνους έστριψε απότομα κι ετοιμάστηκε να περάσει μέσα από ένα ασυνήθιστα μεγάλο βράχο, αλλά την τελευταία στιγμή η Λούσυ ανακάλυψε πως την οδηγούσε στην είσοδο μιας σπηλιάς. Δυνατή φωτιά με κούτσουρα έκαιγε στο τζάκι, και την έκανε να κλείσει για μια στιγμή τα μάτια της. Ο κύριος Τούμνους έσκυψε, έπιασε απ’ τη φωτιά ένα αναμμένο ξυλαράκι με μια όμορφη μικρή τσιμπίδα κι άναψε τη λάμπα. «Δε θ’ αργήσουμε καθόλου», είπε κι έβαλε το τσαγερό να βράσει.

Η Λούσυ σκέφτηκε πως ποτέ της δεν είχε μπει σε πιο όμορφο σπιτικό. Ήτανε μια σπηλιά από κόκκινη πέτρα, στεγνή και πεντακάθαρη, με χαλί στο πάτωμα· είχε δυο μικρές καρεκλίτσες («μία για μένα και μία για κανένα φίλο», της εξήγησε ο κύριος Τούμνους), τραπέζι, ντουλάπι, και πάνω απ’ την κορνίζα τον τζακιού κρεμόταν η εικόνα ενός γερο-Φαύνου με σταχτιά γενειάδα. Στη γωνιά είχε μια πόρτα, που η Λούσυ φαντάστηκε ότι βγάζει στην κρεβατοκάμαρα του κυρίου Τούμνους, και στον άλλο τοίχο ένα ράφι με βιβλία. Η Λούσυ τα περιεργάστηκε λιγάκι, ώσπου να ετοιμαστεί το τραπέζι. Είχαν κάτι μυστήριους τίτλους, όπως ας πούμε, Ο Βίος και το Έργον τον Σίληνού, ή Οι Νύμφες και οι Συνήθειές τους, ή Άνθρωποι, Καλόγεροι και Θηροφύλακες: Μια μελέτη τον Λαϊκού Θρύλον, ή πάλι Είναι Μύθος ο Άνθρωπος;

«Κόρη της Εύας, θαρρώ πως είμαστε έτοιμοι», είπε ο Φαύνος.

Κι ήταν σπουδαίο τσάι, μα την αλήθεια. Είχε ένα όμορφο καφετί αβγουλάκι για τον καθένα τους, κι έπειτα σαρδέλες με φρυγανιά, και φρυγανιές με βούτυρο και φρυγανιές με μέλι, και στο τέλος ένα κεκάκι πασπαλισμένο με ζάχαρη. Κι όταν πια η Λούσυ κουράστηκε να τρώει, ο Φαύνος άρχισε να μιλάει. Ήξερε να λέει σπουδαίες ιστορίες για τη ζωή στο δάσος. Της είπε για τους χορούς που γίνονταν τα μεσάνυχτα και για τις Νύμφες που κατοικούν στα πηγάδια και τις Δρυάδες που ζουν στα δέντρα, και βγαίνουν όλες να χορέψουν με τους Φαύνους· για το κυνήγι του Γαλατένιου Ελαφιού που, αν το ’πιανες, σου εκπλήρωνε όλες σου τις επιθυμίες· για ξεφαντώματα και για θησαυρούς που γύρευαν μαζί με τους άγριους Κόκκινους Νάνους, σε λαγούμια βαθιά και σπηλιές στα έγκατα του δάσους· κι έπειτα για το καλοκαίρι, που τα δέντρα πρασινίζαν και κατάφτανε ο γερο-Σιληνός καβάλα στο τετράπαχο γαϊδουράκι του, καμιά φορά μάλιστα κι ο ίδιος ο Βάκχος, αυτοπροσώπως, και τότε στα ρυάκια έτρεχε κρασί αντί για νερό, κι όλο το δάσος σηκωνότανε στο πόδι απ’ το γιορτάσι, βδομάδες και βδομάδες. «Βέβαια τώρα όλο χειμώνα έχουμε», πρόσθεσε λυπημένα. Κι έπειτα, για να το διασκεδάσει λίγο, έβγαλε απ’ το ντουλάπι του ένα παράξενο μικρό σουραύλι, που έμοιαζε καμωμένο από καλάμι, κι άρχισε να παίζει. Κι η μελωδία που έπαιζε έκανε τη Λούσυ να θέλει να κλάψει και να γελάσει μαζί, και να χορέψει και να κοιμηθεί. Θα ’χαν περάσει ώρες, όταν το κοριτσάκι τινάχτηκε απότομα και είπε:

«Αχ, κύριε Τούμνους - με συγχωρείτε που σας διακόπτω, μ’ αρέσει πάρα πολύ η μουσική σας - όμως πρέπει να γυρίσω σπίτι. Έλεγα να καθίσω μόνο πέντε λεπτά».

«Τώρα πια δεν έχει νόημα, ξέρετε», είπε ο Φαύνος ακουμπώντας κάτω το σουραύλι του και κούνησε πολύ θλιμμένα το κεφάλι.

«Δεν έχει νόημα;» είπε η Λούσυ και πετάχτηκε πάνω· είχε αρχίσει να φοβάται λιγάκι. «Τι θέλετε να πείτε; Εγώ πρέπει να γυρίσω σπίτι αμέσως. Οι άλλοι θ’ ανησυχούν πως κάτι έπαθα». Στάθηκε μια στιγμή, κι έπειτα ρώτησε, «Κύριε Τούμνους! Τι τρέχει;» γιατί τα καστανά μάτια του Φαύνου είχαν γεμίσει δάκρυα, κι έπειτα τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά του, και σε λίγο να τρέχουν από την άκρη της μύτης του· στο τέλος, σκέπασε το πρόσωπό του με τα χέρια κι άρχισε να κλαίει μ’ αναφιλητά.

«Κύριε Τούμνους! Αχ, κύριε Τούμνους!» έκανε η Λούσυ απελπισμένη. «Μην κλαίτε! Σας παρακαλώ! Μα τι τρέχει; Μήπως δε νιώθετε καλά; Καλέ μου κύριε Τούμνους, πέστε μου τι συμβαίνει». Όμως ο Φαύνος έκλαιγε με λυγμούς, λίγο ακόμα και θα ράγιζε η καρδιά του. Μήτε κι όταν η Λούσυ πήγε κοντά του και τον αγκάλιασε και του ’δωσε το μαντιλάκι της δεν έλεγε να σταματήσει. Πήρε μονάχα το μαντίλι κι όλο σκουπιζόταν, σκουπιζόταν, κι όταν μούσκευε, το ’στιβε και με τα δυο του χέρια, το στράγγιζε και ξανασκουπιζόταν, ώσπου σε λίγο η Λούσυ πατούσε σε μια λιμνούλα από δάκρυα.

«Κύριε Τούμνους!» του φώναξε η Λούσυ κοντά στ’ αυτί και τον ταρακούνησε δυνατά. «Σταματείστε! Σταματείστε αμέσως! Ντροπή σας, κοτζάμ Φαύνος και να κλαίτε. Τι στο καλό σας έπιασε;».

«Όι-όι-όι!». Έκανε ο κύριος Τούμνους με λυγμούς. «Κλαίω γιατί είμαι πολύ κακός Φαύνος».

«Εμένα δε μου φαινόσαστε διόλου κακός», είπε η Λούσυ. «Νομίζω μάλιστα πως είσαστε σπουδαίος Φαύνος. Ο πιο καλός Φαύνος που γνώρισα ποτέ μου».

«Αχ, όχι - δε θα το λέγατε αν ξέρατε», απάντησε ο κύριος Τούμνους μέσα στο αναφιλητό του. «Όχι, όχι, είμαι κακός Φαύνος. Φαντάζομαι πως δεν έγινε χειρότερος Φαύνος από καταβολής κόσμου».

«Μα τι κάνατε τέλος πάντων;» ρώτησε η Λούσυ.

«Ο καημένος ο γεροπατέρας μου», είπε ο Φαύνος. «Να αυτός εδώ στη ζωγραφιά πάνω απ’ το τζάκι. Εκείνος δε θα ’κανε ποτέ τέτοιο πράγμα». Τι πράγμα είπε η Λούσυ.

«Αυτό που έκανα εγώ!» είπε ο Φαύνος. «Να γίνει υπηρέτης της Λευκής Μάγισσας. Σαν κι εμένα. Πληρωμένος σκλάβος της Λευκής Μάγισσας!».

«Ποιας Λευκής Μάγισσας; Τι ’ναι πάλι Τούτη;».

«Αυτή; Αυτή, καλό μου παιδί, έχει στο χέρι ολόκληρη τη Νάρνια. Μας μάγεψε για να ’χουμε πάντα χειμώνα. Πάντα χειμώνα και ποτέ Χριστούγεννα· το χωράει ο νους σας;».

«Φρίκη!» είπε η Λούσυ. «Εσάς όμως, για τι σας πληρώνει;».

«Αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα», είπε ο κύριος Τούμνους κι αναστέναξε βαθιά. «Εγώ κάνω απαγωγές για λογαριασμό της. Τέτοιες δουλειές κάνω. Για κοιτάξτε με καλά, Κόρη της Εύας… Θα λέγατε ποτέ πως είμαι από κείνους τους Φαύνους που ανταμώνουν στο δάσος ένα αθώο παιδί, που δεν τους έφταιξε τίποτα το καημενάκι, του κάνουν το φίλο, το καλούνε στη σπηλιά τους - κι όλ’ αυτά για να το νανουρίσουν ν’ αποκοιμηθεί κι έπειτα να το παραδώσουν στη Λευκή Μάγισσα;».

«Ποτέ», είπε η Λούσυ. «Είμαι βέβαιη πως εσείς δε θα κάνατε ποτέ τέτοιο πράγμα».

«Κι όμως, αυτό έκανα», είπε ο Φαύνος.

«Ε, λοιπόν», έκανε η Λούσυ αργά (γιατί ήθελε να του μιλήσει ειλικρινά, μα όχι και να τον αποπάρει), «ε, λοιπόν, αυτό είναι πολύ κακό. Πάντως, αφού μετανιώσατε, είμαι σίγουρη πως δε θα το ξανακάνετε».

«Κόρη της Εύας, δεν καταλαβαίνεις», είπε ο Φαύνος . «Δεν είναι κάτι που έχω κάνει. Το κάνω, τώρα δα, ετούτη τη στιγμή».

«Τι - τι λέτε εκεί;» φώναξε η Λούσυ και χλώμιασε.

«Εσύ είσαι το παδί», είπε ο Τούμνους. «Η Λευκή Μάγισσα μ’ έχει διατάξει, αν δω ποτέ Γιο του Αδάμ ή Κόρη της Εύας στο δάσος, να τους πιάσω και να τους πάω σε κείνην. Και συ είσαι η πρώτη που συναντώ. Γι’ αυτό σου έκανα το φίλο, σε κάλεσα για τσάι, κι όλη την ώρα λογάριαζα να σε κοιμήσω πρώτα κι έπειτα να τρέξω να της το πω!».

«Α, μα δε θα κάνετε τέτοιο πράγμα, κύριε Τούμνους!» είπε η Λούσυ. «Δεν πρόκειται να το κάνετε -έτσι; Κι ύστερα, δεν είναι σωστό!».

«Αν δεν το κάνω», της απάντησε κι έπιασε πάλι το κλαψούρισμα, «εκείνη σίγουρα θα το μάθει. Και τότε θα διατάξει να μου κόψουν την ουρά και να μου πριονίσουνε τα κέρατα και να μου μαδήσουν το γενάκι μου, κι έπειτα θα κουνήσει το σκήπτρο της πάνω από τις όμορφες διχαλωτές οπλές μου και θα τις κάνει φριχτές και μονοκόμματες, σαν του παλιάλογου. Κι αν τύχει μάλιστα και θυμώσει πάρα μα πάρα πολύ, θα με κάνει πέτρα, θα γίνω άγαλμα Φαύνου στο απαίσιο σπιτικό της, ώσπου να συμπληρωθούν οι τέσσερις θρόνοι του Κάιρ Πάραβελ - που κανείς δεν ξέρει πότε θα γίνει, ούτε αν θα γίνει!».

«Λυπάμαι πολύ, κύριε Τούμνους», είπε η Λούσυ. «Όμως, να χαρείτε, αφήστε με να γυρίσω σπίτι».

«Και βέβαια θα σ’ αφήσω», είπε ο Φαύνος. «Έτσι πρέπει. Τώρα το βλέπω καλά. Προτού να σε γνωρίσω, δεν ήξερα πως είναι οι Άνθρωποι. Σίγουρα, δεν μπορώ να σε παραδώσω στη Μάγισσα· τώρα που σε γνώρισα, αποκλείεται. Πρέπει όμως να φύγουμε αμέσως. Θα σε ξαναπάω στο φανοστάτη. Φαντάζομαι από κει να βρεις το δρόμο ως τον Ξεν-Ώνα και τη Ντουλ-Άπα.

«Θαρρώ πως θα τα καταφέρω», είπε η Λούσυ.

«Πρέπει να κάνουμε όσο πιο αθόρυβα μπορούμε», είπε ο κύριος Τούμνους. «Ολόκληρο το δάσος είναι γεμάτο κατασκόπους της. Ως και μερικά δέντρα πήγαν με το μέρος της».

Σηκώθηκαν κι αφήσαν τα σερβίτσια του τσαγιού στο τραπέζι, κι ο κύριος Τούμνους ξανάνοιξε την ομπρέλα του, πρόσφερε το μπράτσο του στη Λούσυ και βγήκαν έξω, στα χιόνια. Το ταξίδι της επιστροφής δεν έμοιαζε διόλου με το ταξίδι ως τη σπηλιά του Φαύνου . Τώρα περπατούσαν κλεφτά, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, δίχως να λένε λέξη, κι ο κύριος Τούμνους την τραβούσε συνέχεια από τις πιο σκοτεινές μεριές.

Η Λούσυ ένιωσε μεγάλη ανακούφιση όταν ξανάφτασαν στο φανοστάτη.

«Ξέρεις το δρόμο από δω και κάτω, Κόρη της Εύας;» είπε ο Τούμνους.

Η Λούσυ κοίταξε πολύ προσεχτικά ανάμεσα στα δέντρα, κι ίσα που κατάφερε να ξεχωρίσει, πέρα μακριά, ένα μπαλωματάκι που έφεγγε σαν το φως της μέρας. «Ναι», είπε. «Βλέπω την πόρτα της ντουλάπας».

«Τότε λοιπόν γύρνα πίσω, όσο πιο γρήγορα μπορείς», είπε ο Φαύνος. «Και… θα… θα με συχωρέσεις ποτέ γι’ αυτό που σκόπευα να κάνω;».

«Και βέβαια», είπε η Λούσυ και του ’σφιξε φιλικά το χέρι. «Εύχομαι μ’ όλη μου την καρδιά να μην μπείτε σε τέτοιο φοβερό μπελά για χάρη μου».

«Έχε γεια λοιπόν, Κόρη της Εύας», είπε. «Μου επιτρέπεις να κρατήσω το μαντίλι σου;».

«Φυσικά!» είπε η Λούσυ, κι άρχισε να τρέχει κατά κείνο το μακρινό μπαλωματάκι που έφεγγε, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν να την πάνε τα πόδια της. Και σε λίγο, αντί για τα σκληρά κλαριά που την έγδερναν, ένιωσε γούνινα πανωφόρια, κι αντί για το τριζάτο χιόνι κάτω από τα πόδια της, το ξύλινο σανίδι, κι άξαφνα κατάλαβε πως περνούσε μ’ ένα σάλτο την πόρτα της ντουλάπας κι έβγαινε στο αδειανό δωμάτιο, απ’ όπου είχε ξεκινήσει όλη η περιπέτεια. Έκλεισε καλά τη ντουλάπα και κοίταξε γύρω λαχανιασμένη. Έβρεχε ακόμα, κι οι φωνές των άλλων ακούγονταν στο διάδρομο.

«Εδώ είμαι!» φώναξε. «Εδώ είμαι! Γύρισα πίσω, είμαι καλά!».

Загрузка...