ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ Μάγια ακόμα πιο βαθιά πριν από τη χαραυγή του χρόνου

Εκεί που κάθονταν ζαρωμένα στους θάμνους, με τα χέρια στο πρόσωπο, τα δυο κορίτσια άκουσαν τη φωνή της Μάγισσας:

«Και τώρα ακολουθήστε με! Πρέπει να ετοιμάσουμε ό,τι απομένει για τη μάχη! Δε θέλουμε και πολύ για να συντρίψου με τα ανθρώπινα σκουλήκια τώρα που πέθανε ο μεγάλος Ηλίθιος, η μεγάλη Γάτα!».

Για μια στιγμή τα παιδιά βρέθηκαν σε φοβερό κίνδυνο. Γιατί, με άγριες κραυγές και ένα χαλασμό από σουραύλια που έσκουζαν και βούκινα στριγγά που σε ξεκούφαιναν, όλο το ανόσιο κοπάδι κατρακύλησε την πλαγιά, περνώντας ακριβώς μπροστά από την κρυψώνα τους. Ένιωθαν τα φαντάσματα να διαβαίνουν πλάι τους σαν κρύος άνεμος κι η γη έτρεμε από το ποδοβολητό των Μινώταυρων· ψηλά, απαίσιες φτερούγες ανάδευαν τον αέρα, κι όλα μαύριζαν από τα όρνια και τις γιγάντιες νυχτερίδες. Αν ήταν σ’ άλλη στιγμή, θα τρέμαν απ’ το φόβο τους· τώρα όμως, η πίκρα κι η ντροπή κι η φρίκη για το θάνατο του Ασλάν τις είχαν κυριέψει τόσο, που δεν πρόλαβαν να σκεφτούν τίποτ’ άλλο.

Όταν ησύχασε πάλι το δάσος, η Σούζαν κι η Λούσυ πλησίασαν σέρνοντας την ανοιχτή κορυφή. Το φεγγάρι είχε χαμηλώσει κι αραιά σύννεφα περνούσαν από μπροστά του - όμως κατάφεραν να ξεχωρίσουν τον όγκο του Λιονταριού, που κείτονταν νεκρό και δεμένο. Γονάτισαν κι οι δύο στα βρεγμένα χόρτα και φίλησαν το κρύο του πρόσωπο, χάιδεψαν την όμορφη γούνα του (ό,τι είχε απομείνει δηλαδή) κι έκλαψαν τόσο, ώσπου πια τους στέρεψαν τα δάκρυα. Τότε κοιτάχτηκαν και πιάστηκαν από το χέρι, κι ένιωσαν τόσο μόνες, που τις πήρανε ξανά τα κλάματα. Και πάλι έπεσε σιωπή. Στο τέλος η Λούσυ είπε:

«Δεν αντέχω να βλέπω αυτό το απαίσιο φίμωτρο. Λες να τα καταφέρουμε να του το βγάλουμε;».

Προσπάθησαν λοιπόν. Κι έπειτα από μεγάλο παίδεμα, γιατί τα δάχτυλά τους ήταν ξυλιασμένα κι η νύχτα βαθιά και σκοτεινή, τα κατάφεραν. Κι ύστερα, βλέποντας το πρόσωπό του δίχως φίμωτρο, ξέσπασαν πάλι σε αναφιλητά και το χάιδευαν και του σκούπιζαν όπως μπορούσαν τα αίματα και τους αφρούς. Κι ένιωθαν τόσο μόνες κι απελπισμένες και τρομαγμένες, που δε γίνεται να σας το περιγράψω με λόγια.

«Δοκιμάζουμε να τον λύσουμε;» είπε σε λίγο η Σούζαν. Όμως οι δαίμονες, από τη λύσσα τους, είχανε σφίξει τόσο τα σκοινιά, που τα δυο παιδιά δεν κατάφεραν να λύσουν τους κόμπους.

Ελπίζω κανείς από σας που με διαβάζετε να μην έχει νιώσει ποτέ τόσο άσκημα, όσο η Σούζαν και η Λούσυ εκείνη τη νύχτα αν το ’χετε νιώσει όμως, αν έχετε περάσει όλη νύχτα κλαίγοντας, ώσπου πια να μη σας μείνουν δάκρυα, τότε θα ξέρετε ότι στο τέλος έρχεται κάτι σα γαλήνη. Νιώθεις πως τίποτα πια δεν πρόκειται να συμβεί. Ή τουλάχιστον έτσι ένιωθαν αυτές οι δυο. Ώρες ατέλειωτες φάνηκαν να περνούν μέσα σε νεκρική σιγαλιά, και μήτε που πρόσεξαν ότι είχαν παγώσει για τα καλά. Στο τέλος όμως, η Λούσυ πήρε είδηση δυο πράγματα. Πρώτο, πως ο ουρανός στ’ ανατολικά του λόφου ήταν λιγότερο σκοτεινός από πριν. Και δεύτερο, κάτι που σάλευε ελαφρά στα χόρτα, κοντά στα πόδια της. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία. Και τι μ’ αυτό; Τίποτα δεν την ένοιαζε πια. Στο τέλος όμως κατάλαβε πως εκείνο που σάλευε, ό,τι κι αν ήταν, είχε αρχίσει να σκαρφαλώνει στις κατακόρυφες πέτρες του Τραπεζιού. Και τώρα αυτό το κατιτί σερνόταν πάνω στο κορμί του Ασλάν. Κοίταξε από κοντά. Ήταν ένα σωρό μικρά σταχτιά πλασματάκια.

«Ουφ!» είπε η Σούζαν από την άλλη μεριά του Τραπεζιού. «Τι φρίκη! Είναι ποντικάκια! Κοίτα πώς σκαρφαλώνουν πάνω του. Δρόμο, τέρατα!» και σήκωσε το χέρι για να τα τρομάξει.

«Στάσου!» είπε η Λούσυ που βρισκόταν πιο κοντά. «Δε βλέπεις τι κάνουν;».

Τα δυο κορίτσια έσκυψαν και κοίταξαν.

«Μου φαίνεται πως -» έκανε η Σούζαν. «Μα τι παράξενο! Του κόβουν με τα δόντια τους τα σκοινιά!».

«Αυτό σκέφτηκα κι εγώ!» είπε η Λούσυ. «Πρέπει να είναι καλά ποντίκια. Τα καημένα - δεν ξέρουν πως είναι νεκρός. Θαρρούν πως θα τον βοηθήσουν, γι’ αυτό τον λύνουν».

Τώρα πια έφεγγε αρκετά. Η καθεμιά τους πρόσεξε για πρώτη φορά πόσο άσπρο ήταν το πρόσωπο της άλλης. Κάτω τα ποντίκια μασούλιζαν - δεκάδες, εκατοντάδες μικρά ποντικάκια των αγρών. Και στο τέλος, ένα ένα τα σκοινιά έπεσαν κομματιασμένα.

Ο ουρανός στ’ ανατολικά είχε γίνει πια ασπρουδερός και τ’ αστέρια έσβηναν - όλα, εκτός από ένα, πολύ μεγάλο, χαμηλά πάνω από την ανατολή. Ένιωσαν πιο πολύ το κρύο τώρα, παρά τη νύχτα. Τα ποντίκια έφυγαν.

Τα παιδιά έβγαλαν ό,τι απόμενε από τα κομμένα σκοινιά. Δίχως αυτά, ο Ασλάν έμοιαζε πιο πολύ σαν πρώτα. Κάθε στιγμή το νεκρό του πρόσωπο φαινόταν πιο ευγενικό, και το ’βλεπαν καλύτερα όσο δυνάμωνε το φως.

Πίσω τους, βαθιά στο δάσος, σφύριξε ένα πουλί. Έπειτα από τόσες ώρες σιγαλιά, τινάχτηκαν ξαφνιασμένες. Ένα άλλο πουλί του απάντησε. Σε λίγο το τραγούδι τους είχε φουντώσει παντού.

Τώρα πια ήταν ξημέρωμα, κι όχι βαθιά χαράματα.

«Κρυώνω», είπε η Λούσυ.

«Κι εγώ», είπε η Σούζαν. «Έλα να περπατήσουμε λιγάκι».

Προχώρησαν ως την ανατολική άκρη του λόφου, και κοίταξαν κάτω. Το μεγάλο αστέρι χανόταν. Όλα γύρω θαμπόφεγγαν σταχτιά, αλλά πέρα, στην άκρη του κόσμου, η θάλασσα γυαλοκοπούσε. Ο ουρανός άρχισε να κοκκινίζει. Πήγανε πέρα δώθε κάμποσες φορές, μήτε που τις μέτρησαν, μια στο νεκρό Ασλάν και μια στην ανατολική άκρη, πασχίζοντας να ζεσταθούν· τα πόδια τους δεν τις βαστούσαν. Στο τέλος στάθηκαν και κοίταξαν τη θάλασσα και το Κάιρ Πάραβελ (που τώρα φαινόταν καθαρά)· το κόκκινο έγινε χρυσαφί σ’ όλη τη γραμμή που έσμιγε θάλασσα κι ουρανός, κι αργά φάνηκε ν’ ανεβαίνει μια ακρούλα ήλιος. Εκείνη τη στιγμή ένα δυνατό τρίξιμο ακούστηκε πίσω τους - κάτι τσακίστηκε, παίρνοντάς τους τ’ αυτιά, λες και κάποιος γίγαντας έσπασε ένα πελώριο πιάτο.

«Τι έκανε έτσι;» είπε η Λούσυ κι άρπαξε το χέρι της Σούζαν.

«Φο-φοβάμαι να γυρίσω», είπε η Σούζαν. «Θα ’ναι σίγουρα κάτι τρομερό».

«Λες να του κάνουν τίποτα χειρότερο;» είπε η Λούσυ. «Έλα!». Και γύρισε τραβώντας και τη Σούζαν.

Στο φως του ήλιου όλα μοιάζαν αλλιώτικα - τα χρώματα κι οι ίσκιοι είχαν αλλάξει - κι έτσι, για μια στιγμή, δεν είδαν το πιο σπουδαίο. Μα έπειτα το πρόσεξαν. Το Πέτρινο Τραπέζι είχε γίνει δυο κομμάτια, μια μεγάλη χαρακιά το έκοβε απ’ άκρη σ’ άκρη. Ο Ασλάν δε φαινόταν πουθενά.

Τα δυο κορίτσια έτρεξαν με φωνές στο Πέτρινο Τραπέζι.

«Αυτό πια παραπάει!» είπε κλαίγοντας η Λούσυ. «Τουλάχιστον ας άφηναν ήσυχο το σώμα του».

«Ποιος το ’κανε;» φώναξε η Σούζαν. «Τι ’ναι πάλι τούτο; Κι άλλα μάγια;».

«Ναι», είπε πίσω τους μια δυνατή φωνή. «Κι άλλα μάγια». Γύρισαν ξαφνιασμένες. Αστράφτοντας στο φως της ανατολής, πιο μεγάλος από ποτέ, τινάζοντας τη φουντωτή χαίτη του (που είχε ξαναμεγαλώσει) στεκόταν ο Ασλάν.

«Αχ, Ασλάν!» φώναξαν και τα δυο παιδιά και τον κοιτούσαν χαμένα, όμοια τρομαγμένα και χαρούμενα.

«Μα δεν είσαι νεκρός, καλέ μου Ασλάν;» είπε η Λούσυ.

«Όχι πια», είπε ο Ασλάν.

«Μήπως είσαι - μήπως -» είπε η Σούζαν με φωνή που έτρεμε. Δεν της πήγαινε να πει τη λέξη φάντασμα.

Ο Ασλάν έσκυψε το χρυσό κεφάλι του και την έγλειψε στο μέτωπο. Την τύλιξε η ζέστα της ανάσας του, και μαζί μια πλούσια μυρωδιά που έμοιαζε να κρέμεται στη χαίτη του.

«Μοιάζω για φάντασμα;» είπε.

«Όχι, είσαι πραγματικός, πραγματικός, καλέ μου Ασλάν!» φώναξε η Λούσυ, και τα δυο κορίτσια χύθηκαν πάνω του και τον σκέπασαν με φιλιά.

«Μα τι σημαίνουν όλα αυτά;» ρώτησε η Σούζαν όταν ησύχασαν κάπως.

«Σημαίνουν», είπε ο Ασλάν, «πως πέρα από τα Βαθιά Μάγια που ήξερε η Μάγισσα, υπάρχουν και κάτι μάγια ακόμα πιο βαθιά, που δεν τα γνώριζε. Η γνώση της φτάνει μονάχα ως τη χαραυγή του χρόνου. Αν όμως μπορούσε να κοιτάξει λίγο πιο μακριά, μες στο ασάλευτο σκοτάδι πριν από τη χαραυγή του χρόνου, θα διάβαζε κάτι διαφορετικό. Θα μάθαινε πως όταν ένα πρόθυμο θύμα που δεν έφταιξε σε τίποτα, σκοτωθεί στη θέση του προδότη, το τραπέζι θα ραγίσει κι ο θάνατος θα γίνει ζωή. Και τώρα -».

«Και τώρα;» φώναξε η Λούσυ χοροπηδώντας, και χτύπησε τα χέρια.

«Παιδιά μου!» είπε το Λιοντάρι. «Νιώθω τη δύναμή μου να ξαναγυρίζει. Πιάστε με, αν μπορείτε!». Στάθηκε μια στιγμή και τα μάτια του άστραψαν, σάλεψε τα πόδια, χτύπησε την ουρά, έδωσε ένα σάλτο ψηλά πάνω από τα κεφάλια τους και βρέθηκε στην άλλη μεριά του Τραπεζιού. Γελώντας, δίχως καλά καλά να ξέρει γιατί, η Λούσυ όρμησε να τον πιάσει. Ο Ασλάν ξαναπήδηξε. Κι άρχισε ένα τρελό κυνηγητό. Γύρω γύρω στην κορυφή του λόφου, μπρος ο Ασλάν και πίσω τα παιδιά, δίχως να τον προφταίνουν. Μια τις άφηνε ν’ αγγίξουν σχεδόν την ουρά του, μια βουτούσε ανάμεσά τους, μια τις πετούσε στον αέρα με τα πελώρια βελουδένια πόδια του και μια τις ξανάπιανε, μια σταματούσε απότομα κι οι τρεις κουτρουβαλούσαν ξεκαρδισμένοι στα γέλια, ένας σωρός από γούνες και χέρια και πόδια. Και ήτανε τέτοιο γλέντι, από κείνα που μόνο στη Νάρνια μπορούν να γίνουν· κι η Λούσυ δεν ήξερε να πει αν έπαιζε με γατάκι ή με κεραυνό. Το περίεργο όμως είναι πως όταν ξάπλωσαν στο τέλος κι οι τρεις τους λαχανιασμένοι στη λιακάδα, τα κορίτσια δεν ένιωθαν πια κούραση, μήτε πείνα ή δίψα.

«Και τώρα», είπε ο Ασλάν, «μας περιμένει δουλειά. Πρώτα όμως θέλω να βρυχηθώ. Καλύτερα να κλείσετε τ’ αυτιά σας».

Έτσι κι έκαναν. Κι ο Ασλάν σηκώθηκε κι άνοιξε το στόμα του να βρυχηθεί και το πρόσωπό του έγινε τόσο τρομερό που δεν τολμούσαν να τον κοιτάξουν. Κι είδαν όλα τα δέντρα μπροστά του να γέρνουν από τη δύναμη της φωνής του, όπως το χόρτο στα λιβάδια με τον άνεμο. Έπειτα είπε,

«Έχουμε να κάνουμε μεγάλο ταξίδι. Ανεβείτε στη ράχη μου». Έσκυψε και τα παιδιά σκαρφάλωσαν στη ζεστή χρυσαφένια ράχη του. Πρώτη κάθισε η Σούζαν, βαστώντας του σφιχτά τη χαίτη, και πίσω η Λούσυ, αρπαγμένη γερά πάνω από τη Σούζαν. Και μ’ ένα τεράστιο σάλτο, το λιοντάρι τινάχτηκε, πιο γρήγορα από άγριο άτι, κατέβηκε το λόφο και χώθηκε στο πυκνό δάσος.

Εκείνο το ταξίδι ήτανε το δίχως άλλο το πιο υπέροχο που γνώρισαν στη Νάρνια. Έχετε τρέξει ποτέ σας με άλογο; Για σκεφτείτε το πάλι· κι έπειτα βγάλτε το βαρύ ποδοβολητό και τα γκέμια που κροταλίζουν, και φανταστείτε κάτι πελώρια απαλά πόδια να τρέχουν αθόρυβα. Φανταστείτε έπειτα, αντί για τη μαύρη ή τη σταχτιά ή την καστανή ράχη του αλόγου, την απαλή χρυσαφένια γούνα και τη χαίτη που κυματίζει στον άνεμο. Κι έπειτα φανταστείτε πως πηγαίνετε δυο φορές πιο γρήγορα από το πιο φτερωτό άλογο του ιπποδρόμου. Μόνο που αυτό εδώ δε χρειάζεται να το οδηγείς, μήτε κουράζεται ποτέ. Τρέχει κι όλο τρέχει, δίχως να χάσει βήμα, δίχως ποτέ να διστάσει, ανοίγει μοναχό του δρόμο ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων, πηδάει θάμνους και ρουμάνια και μικρά ρυάκια, τσαλαβουτάει στα ποτάμια. Και δεν τρέχετε σε δρόμο ή σε πάρκο, αλλά διασχίζετε τη Νάρνια, στην καρδιά της άνοιξης, κατηφορίζοντας σιωπηλές λεωφόρους με σημύδες, περνάτε λιόλουστα ξέφωτα με βελανιδιές, άγριους δεντρόκηπους με χιονισμένες κερασιές, καταρράχτες που μουγκρίζουν και χορταριασμένα βράχια και σπηλιές που αντηχούν, ανεβαίνετε ανεμόδαρτες πλαγιές όπου φέγγουν τα κιτρινολούλουδα, στενά βουνίσια μονοπάτια όλο ρείκια, σαμάρια απόκρημνα γλιστερά, και κατεβαίνετε, κάτω, κάτω χαμηλά, σε βαθιές άγριες κοιλάδες και σε απέραντα λιβάδια με γαλάζια αγριολούλουδα.

Κόντευε πια μεσημέρι, όταν στάθηκαν σε μιαν απόκρημνη πλαγιά. Απέναντι τους στεκόταν ένα κάστρο - σαν παιχνίδι τους φάνηκε από τόσο ψηλά - γεμάτο σουβλερούς πύργους. Όμως το Λιοντάρι έπιασε πάλι να κατεβαίνει με τέτοια ταχύτητα που, πριν προλάβουν ν’ αναρωτηθούν τι είναι, κόντευαν πια να το φτάσουν. Και τώρα δεν έμοιαζε με παιχνίδι, αλλά ορθωνόταν μπροστά τους σκοτεινό και άγριο. Στις πολεμίστρες του δε φαινόταν ψυχή, κι είχε τις πύλες διπλοσφαλισμένες. Κι ο Ασλάν, δίχως να σιγανέψει τον καλπασμό του, έτρεχε ίσια καταπάνω του σα σφαίρα.

«Να το σπίτι της Μάγισσας!» φώναξε. «Και τώρα παιδιά, κρατηθείτε γερά!».

Την άλλη στιγμή, τους φάνηκε πως ο κόσμος γύριζε τα πάνω κάτω, κι ένιωσαν την κοιλιά τους να φεύγει· γιατί το Λιοντάρι μαζεύτηκε για το μεγαλύτερο άλμα που είχε κάνει ποτέ και πήδηξε - ή μάλλον πέταξε -ορμητικά πάνω από τα τείχη του κάστρου. Τα δυο κορίτσια γερά αλλά με την ανάσα τους κομμένη, ένιωσαν να κουτρουβαλούν από τη ράχη του στη μέση μιας πέτρινης αυλής, που ήταν γεμάτη αγάλματα.

Загрузка...