ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ Το κυνήγι τον Γαλατένιον Ελαφιού

Λίγα λεπτά μετά τον ερχομό τους, η μάχη τέλειωσε. Οι περισσότεροι εχθροί σκοτώθηκαν στην πρώτη επίθεση του Ασλάν και των συντρόφων του· κι όσοι απόμειναν ακόμα ζωντανοί, βλέποντας τη Μάγισσα νεκρή παραδόθηκαν ή το ’βαλαν στα πόδια. Η Λούσυ είδε τον Πήτερ και τον Ασλάν να δίνουν τα χέρια. Παράξενη που ήταν η όψη του Πήτερ - το πρόσωπό του φαινόταν χλωμό και αυστηρό, κι έμοιαζε πολύ μεγαλύτερος.

«Όλα τα χρωστάμε στον Έντμουντ», έλεγε ο Πήτερ στον Ασλάν. «Αν δεν ήταν αυτός, θα μας νικούσαν.

Η Μάγισσα είχε αρχίσει να κάνει πέτρα τους στρατιώτες μας, δεξιά κι αριστερά. Εκείνον όμως τίποτα δεν τον σταματούσε. Σκότωσε τρία τελώνια που του ’κλειναν το δρόμο, τη στιγμή που εκείνη πέτρωνε τον ένα πάνθηρά σου. Κι όταν την έφτασε, είχε τη σύνεση να της τσακίσει με το σπαθί του το σκήπτρο, αντί να δοκιμάσει να τη χτυπήσει και να γίνει πέτρα, μετά από τόσους κόπους. Αυτό το λάθος έκαναν όλοι οι άλλοι. Όταν έσπασε το σκήπτρο της, αρχίσαμε να ελπίζουμε παλι - όπως είχαμε χάσει κιόλας πολλούς. Ο Έντμουντ πληγώθηκε βαριά. Πρέπει να πάμε να τον βρούμε».

Τον βρήκαν στα χέρια της κυρίας Καστορίνας, λίγο πιο πίσω από τη γραμμή της μάχης. Ήταν γεμάτος αίματα, με το στόμα ανοιχτό, και το πρόσωπό του είχε πάρει ένα απαίσιο πράσινο χρώμα.

«Γρήγορα Λούσυ!» είπε ο Ασλάν.

Και τότε, σχεδόν για πρώτη φορά, η Λούσυ θυμήθηκε το πολύτιμο φίλτρο που της είχε χαρίσει ο Μπαρμπα-Χριστούγεννας. Τα χέρια της έτρεμαν τόσο που δε μπορούσε να ξεβουλώσει το μπουκαλάκι, όμως στο τέλος τα κατάφερε κι έσταξε μερικές σταγόνες στο στόμα του αδερφού της.

«Υπάρχουν κι άλλοι πληγωμένοι», είπε ο Ασλάν καθώς η Λούσυ κοίταζε ακόμα μ’ αγωνία το χλωμό πρόσωπο του Έντμουντ κι αναρωτιόταν αν θα φέρει αποτέλεσμα το φίλτρο.

«Το ξέρω», έκανε ο Λούσυ τσαντισμένη. «Στάσου μισό λεπτό».

«Κόρη της Εύας», είπε σοβαρά ο Ασλάν, είναι πολλοί οι ετοιμοθάνατοι. Χρειάζεται να πληρώσουν κι άλλοι για τον Έντμουντ;

«Με συγχωρείς, Ασλάν», είπε η Λούσυ. Σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Και γι’ άλλη μισή ώρα δε σταμάτησαν καθόλου. Η Λούσυ φρόντιζε τους λαβωμένους κι ο Ασλάν εκείνους που είχαν μαρμαρώσει. Όταν καμιά φορά τελείωσε και γύρισε στον Έντμουντ, τον βρήκε όρθιο μα δεν είχαν γειάνει μόνο οι πληγές του· η όψη του ήταν περίφημη, σαν τον παλιό καλό καιρό - δηλαδή, πριν πάει σε κείνο το φοβερό σχολείο κι αρχίσει ν’ αναποδιάζει. Είχε ξαναβρεί τον παλιό εαυτό του και σε κοιτούσε κατάματα. Και κει, στο πεδίο της μάχης, ο Ασλάν τον έκανε ιππότη.

«Λες να ξέρει τι έπαθε για χάρη του ο Ασλάν;» ψιθύρισε η Λούσυ στη Σούζαν. «Λες να ξέρει ποια ήταν η συμφωνία που έκλεισε με τη Μάγισσα;».

«Σουτ! Και βέβαια όχι», είπε η Σούζαν.

«Δε θα ’πρεπε να το μάθει», είπε η Λούσυ.

«Ούτε λόγος», απάντησε η Σούζαν. «Θα του φαινόταν τρομερό. Για σκέψου πώς θα ’νιωθες εσύ στη θέση του».

«Πάντως εγώ λέω ότι πρέπει να το μάθει», είπε η Λούσυ.

Εκείνη τη στιγμή όμως τις έκοψαν.

Κοιμήθηκαν τη νύχτα εκεί που βρίσκονταν. Πώς τα κατάφερε ο Ασλάν να βρει φαί για όλους, δεν το ξέρω· με κάποιο τρόπο όμως, βρέθηκαν όλοι καθισμένοι στο χορτάρι για ένα καθυστερημένο — αλλά σπουδαιο - τσάι κατά τις οχτώ. Την αλλη μέρα άρχισε η πορεία στ’ ανατολικά, πλάι στο μεγάλο ποτάμι. Και την επομένη μέρα, έφτασαν στις εκβολές του. Το κάστρο του Κάιρ Πάραβελ πάνω στο μικρό του λόφο ορθωνόταν πελώριο από πάνω τους· μπροστά τους είχαν την αμμουδιά, γεμάτη βράχια και λιμνούλες αρμυρό νερό και φύκια· μύριζε θάλασσα κι ατέλειωτα μίλια γαλαζοπράσινα κύματα έσπαγαν στην ακτή. Και οι φωνές των γλάρων! Τις έχετε ακούσει ποτέ; Θυμόσαστε;

Το ίδιο βράδυ, μετά το τσάι, τα τέσσερα παιδιά κατάφεραν να ξανακατεβούν στην ακροθαλασσιά. Έβγαλαν παπούτσια και κάλτσες κι έχωσαν στην άμμο τα γυμνά τους πόδια. Μα η επόμενη μέρα ήταν πιο επίσημη. Γιατί τότε, μέσα στη Μεγάλη Αίθουσα του Κάιρ Πάραβελ - εκείνη την υπέροχη αίθουσα με τη φιλντισένια στέγη και το δυτικό τοίχο γεμάτο φτερά παγονιού και την ανατολική πύλη που έβλεπε κατά τη θάλασσα, μπροστά σ’ όλους τους φίλους τους κι ενώ παίζαν οι σάλπιγγες - ο Ασλάν τους έστεψε επίσημα και τους οδήγησε στους τέσσερις θρόνους ανάμεσα σε φοβερές ζητοκραυγές που σου παίρναν τ’ αυτιά:

«Ζήτω ο Βασιλιάς Πέτρος! Ζήτω η Βασίλισσα Σουζάνα! Ζήτω ο Βασιλιάς Εδμόνδος! Ζήτω η Βασίλισσα Λούσυ!».

«Άμα γίνεις βασιλιάς στη Νάρνια, είσαι πάντα βασιλιάς. Να το θυμόσαστε καλά, Γιοι του Αδάμ και κόρες της Εύας!» είπε ο Ασλάν.

Και από την ανατολική πύλη, που ήταν ανοιγμένη διάπλατα, ακούγονταν οι τρίτωνες και οι . γοργόνες που κολυμπούσαν κοντά στις ακτές και τραγουδούσαν για τους καινούριους βασιλιάδες.

Κάθισαν λοιπόν τα παιδιά στους θρόνους και τους έδωσαν τα σκήπτρα στα χέρια, και κείνοι μοίρασαν τιμές και βραβεία σ’ όλους τους φίλους, τον Τούμνους και τους Κάστορες, και το Γίγαντα Μαστροχαλαστή, τους πάνθηρες και τους καλούς κενταύρους και τους καλούς νάνους και το λιοντάρι. Και κείνη τη νύχτα έγινε μεγάλο γλέντι στο Κάιρ Πάραβελ, και παρελάσεις και χοροί, κι άστραφτε το χρυσάφι και κυλούσε το κρασί, και σαν απάντηση στη μουσική μέσα στο κάστρο, όμως πιο γλυκιά, αλλόκοτη και διαπεραστική, ερχόταν η μουσική από τα πλάσματα της θάλασσας.

Και μέσα σε τούτο το γιορτάσι, ο Ασλάν βρήκε την ευκαιρία να φύγει αθόρυβα. Όταν οι βασιλιάδες κι οι βασίλισσες κατάλαβαν πως λείπει, δεν είπαν τίποτα. Γιατί ο κύριος Κάστορας τους είχε προειδοποιήσει, «θα ’ρχεται και θα φεύγει», είχε πει. «Μια θα τον βλέπετε και μια θα χάνεται. Δεν του αρέσει να μένει δεμένος - κι ύστερα, έχει κι άλλους τόπους να φροντίσει. Μη σας νοιάζει. Θα μας έρχεται συχνά. Μόνο να μην τον ζορίζετε. Είναι αγρίμι, στο κάτω κάτω. Όχι ήμερο λιοντάρι».

Και τώρα, όπως βλέπετε, η ιστορία κοντεύει στο τέλος της (αλλά δεν τέλειωσε ακόμα). Οι δύο βασιλιάδες κι οι δυο βασίλισσες κυβέρνησαν καλά τη Νάρνια, κι η βασιλεία τους ήταν μακρόχρονη κι ευτυχισμένη. Στην αρχή έψαξαν να βρουν ό,τι απόμεινε από το στρατό της Λευκής Μάγισσας και να το καταστρέψουν κι αληθινά, για κάμποσο διάστημα έρχονταν πάντα μαντάτα για διαβολικά πλάσματα που κρύβονταν στα πιο απάτητα μέρη του δάσους — ένα στοιχειό εδώ, εκεί ένα φονικό, κάποιος που είδε το λυκάνθρωπο κάποια φορά, κι η φήμη πως βγήκε στρίγγλα εκεί γύρω την άλλη. Στο τέλος όμως όλοι οι κακοί νικήθηκαν. Κι έφτιαξαν νόμους σωστούς και κράτησαν την ειρήνη κι έσωσαν τα καλά δέντρα να μην κοπούν ανώφελα, και λευτέρωσαν τα νανάκια και τα σατυράκια που ήθελαν να τα στείλουν σχολείο, κι έβαλαν στη θέση τους τούς κουτσομπόληδες και τους ανακατωσούρηδες, κι υποστήριξαν τους καλούς απλούς ανθρώπους που ήθελαν να ζουν κι άφηναν και τους άλλους στην ησυχία τους. Κι απώθησαν τους άγριους γίγαντες (που δεν έμοιαζαν με το Γίγαντα Μαστροχαλαστή), στα βόρεια της Νάρνια, όταν δοκίμασαν να πατήσουν τα σύνορά της. Κι έπιασαν φιλίες και συμμαχίες με χώρες πέρα από τη θάλασσα, κι έκαναν επίσημες επισκέψεις και δέχτηκαν επίσημους ξένους. Και τα χρόνια περνούσαν, και κείνοι μεγάλωναν κι άλλαζαν. Κι ο Πήτερ έγινε άντρας ψηλός κι αδύνατος, μεγάλος πολεμιστής, και τον έλεγαν ο Βασιλιάς Πέτρος ο Μεγαλοπρεπής. Κι η Σούζαν έγινε μια ψηλή και χαριτωμένη κοπέλα με μαύρα μαλλιά που της έφταναν ως κάτω στα πόδια, κι οι βασιλιάδες από τις χώρες πέρα από τη θάλασσα άρχισαν να στέλνουν πρεσβευτές και να γυρεύουν να την παντρευτούν. Και την έλεγαν Σουζάνα Ευγενική. Ο Έντμουντ έγινε πιο σοβαρός και σιωπηλός από τον Πήτερ, σπουδαίος σύμβουλος και δικαστής. Και τον έλεγαν ο Βασιλιάς Εδμόνδος ο Δίκαιος. Όσο για τη Λούσυ, ήταν πάντα χαρούμενη και χρυσομαλλούσα, κι όλα τα αρχοντόπουλα σε κείνα τα μέρη ήθελαν να την κάνουνε βασίλισσά τους, κι ο λαός της τη φώναζε Βασίλισσα Λούσυ η Γενναία.

Κι έζησαν έτσι μέσα σε χαρές μεγάλες, κι αν κάποτε θυμόντουσαν τη ζωή τους σ’ αυτό τον κόσμο, ήταν όπως θυμάται κανείς το όνειρό του. Και μια χρονιά ο Τούμνους (που πια ήταν ένας μεσόκοπος Φαύνος κι άρχιζε να παχαίνει) κατέβηκε απ’ το ποτάμι και τους έφερε τα νέα, πως το Γαλατένιο Ελάφι είχε ξαναφανεί στα μέρη του - το Γαλατένιο Ελάφι που, αν το έπιανες, σου εκπλήρωνε όλες τις επιθυμίες. Κι έτσι οι δυο βασιλιάδες κι οι δυο βασίλισσες, μαζί με τους μεγάλους αυλικούς τους, ξεκίνησαν για το κυνήγι με σκυλιά και σάλπιγγες μέσα στα Δυτικά Δάση, ακολουθώντας το Γαλατένιο Ελάφι. Και πριν κάνουν πολύ δρόμο, το είδαν να περνάει. Και το κυνήγησαν καμπόσο, σε ισιώματα και χαράδες, σε λόχμες και σε ξέφωτα, ώσπου τα άλογα των αυλικών απόκαμαν και μόνο οι τέσσερις ακολουθούσαν. Είδανε τότε το ελάφι να μπαίνει σε μια λόχμη πυκνή, που δε χωρούσαν να περάσουν τ’ άλογά τους, κι είπε ο Βασιλιάς Πέτρος (γιατί τώρα μιλούσαν αλλιώτικα, αφού είχανε κάνει τόσο καιρό βασιλιάδες και βασίλισσες), «Αγαπημένα μου αδέρφια, ας ξεπεζέψουμε ν’ ακολουθήσουμε το ζώο τούτο μέσα στη λόχμη· ποτέ σ’ όλη μου τη ζωή δεν κυνήγησα τόσο ευγενικό θήραμα».

«Κύριε», είπαν οι άλλοι, «ας γίνει έτσι».

Ξεπέζεψαν λοιπόν και δέσαν τ’ άλογα στα δέντρα και μπήκανε πεζοί στην πυκνή λόχμη. Και μόλις μπήκαν, η Βασίλισσα Σουζάνα είπε,

«Αγαπημένοι φίλοι, κοιτάξτε αυτό το θαύμα, θαρρώ πως βλέπω ένα δέντρο σιδερένιο».

«Κυρία», είπε ο Βασιλιάς Εδμόνδος, «αν το κοιτάξετε καλά, θα δείτε ότι πρόκειται για σιδερένια κολόνα, μ’ ένα φανάρι στην κορυφή της».

«Μα τη χαίτη του Λιονταριού, μυστήριο κατασκεύασμα», είπε ο Βασιλιάς Πέτρος. «Έστησαν το φανάρι σε τέτοιο μέρος, όπου τα δέντρα είναι τόσο πυκνά γύρω του και τόσο ψηλά, που κι αναμμένο δε θα φώτιζε κανέναν».

«Κύριε», είπε η Βασίλισσα Λούσυ. «Δεν αποκλείεται, όταν θα στήθηκε αυτή η κολόνα του φαναριού, γύρω της να βρίσκονταν μικρότερα δέντρα, ή λιγότερα, ή και κανένα. Γιατί το δάσος μοιάζει νέο, κι η κολόνα παλιά». Έμειναν λοιπόν και την κοιτούσαν.

Και τότε ο Βασιλιάς Εδμόνδος είπε:

«Δεν ξέρω τι συμβαίνει, αλλά πόσο παράξενα με συγκινεί αυτό εδώ το φανάρι πάνω στην κολόνα. Περνάει από το νου μου η περίεργη σκέψη πως κάπου το έχω ξαναδεί· μπορεί σε όνειρο, ή όνειρο του ονείρου».

«Κύριε», αποκρίθηκαν όλοι, «το ίδιο συμβαίνει και σε μας».

«Και κάτι ακόμα», είπε η Βασίλισσα Λούσυ. «Γιατί δε λέει να μου φύγει από το νου πως αν περάσουμε την κολόνα, μας περιμένουν παράξενες περιπέτειες ή ίσως η τύχη μας αλλάξει σοβαρά».

«Κυρία», είπε ο Βασιλιάς Εδμόνδος, «το ίδιο προαίσθημα ταράζει και τη δική μου καρδιά».

«Και τη δική μου, αγαπημένε αδερφέ», είπε ο Βασιλιάς Πέτρος.

«Και τη δική μου», είπε η Βασίλισσα Σουζάνα. «Γι’ αυτό, αν θέλετε τη συμβουλή μου, ας γυρίσουμε αμέσως στ’ άλογά μας, κι ας μην ακολουθήσουμε άλλο το Γαλατένιο Ελάφι».

«Κυρία», είπε ο Βασιλιάς Πέτρος, «εδώ θα σας παρακαλούσα να με συχωρέσετε. Γιατί ποτέ απ’ όταν οι τέσσερις μας γίναμε βασιλιάδες και βασίλισσες της Νάρνια, δεν παραιτηθήκαμε από τίποτα σπουδαίο -μάχες, κατακτήσεις, πράξεις δικαιοσύνης και τα παρόμοια· με ό,τι κι αν καταπιαστήκαμε, τα καταφέραμε όπως πρέπει».

«Αδερφή μου», είπε η Βασίλισσα Λούσυ, «ο βασιλιάς αδερφός μας μίλησε σωστά. Και μου φαίνεται πως θα ήταν ντροπή, αν από φόβο ή κακό προαίσθημα εγκαταλείπαμε το κυνήγι τούτου του ευγενικού ζώου».

«Το ίδιο θα ’λεγα και γω», είπε ο Βασιλιάς Εδμόνδος. «Και τόσο λαχταρώ να ανακαλύψω τι σημαίνει αυτό το πράγμα, που δε θα σταματούσα με τη θέλησή μου, μήτε κι αν μου χαρίζαν το μεγαλύτερο πολύτιμο πετράδι σ’ όλη τη Νάρνια κι όλα τα νησιά».

«Τότε, στο όνομα του Ασλάν», είπε η Βασίλισσα Σουζάνα, «αφού όλοι το θέλετε έτσι, ας προχωρήσουμε να βρούμε την περιπέτεια που μας περιμένει».

Κι έτσι οι βασιλιάδες κι οι βασίλισσες προχώρησαν στη λόχμη, και πριν κάνουν λίγα βήματα όλοι θυμήθηκαν πως εκείνο το πράγμα που είδαν το λένε φανοστάτη, και σ’ άλλα είκοσι βήματα πρόσεξαν πως δεν άνοιγαν πια δρόμο ανάμεσα σε κλαριά, αλλά σε πανωφόρια. Και την άλλη στιγμή βρέθηκαν όλοι να κουτρουβαλούν από την πόρτα της ντουλάπας μέσα στον ξενώνα, και πια δεν ήταν βασιλιάδες και βασίλισσες με τις στολές του κυνηγιού, αλλά μονάχα ο Πήτερ, η Σούζαν, ο Έντμουντ και η Λούσυ με τα κανονικά τους ρούχα. Ήταν η ίδια μέρα και η ίδια ώρα που είχαν μπει στη ντουλάπα να κρυφτούν. Η κυρα-Μακρέντυ και οι ξένοι μιλούσαν ακόμα στο διάδρομο· ευτυχώς όμως, δε μπήκαν στον ξενώνα και δεν είδαν τα παιδιά.

Κι εδώ θα τέλειωνε η ιστορία, αν δεν ένιωθαν στ’ αλήθεια την ανάγκη να εξηγήσουν στον καθηγητή πώς έγινε και λείπουν τέσσερα πανωφόρια απ’ τη ντουλάπα του. Κι ο καθηγητής, που ήταν πολύ σπουδαίος άνθρωπος, δεν τους είπε ν’ αφήσουν τις ανοησίες ή να μη λένε ψέματα, αλλά πίστεψε όλη την ιστορία. «Όχι», είπε, «νομίζω πως δε θα βγει τίποτα να προσπαθήσετε να ξαναμπείτε από την πόρτα της ντουλάπας για να πάρετε τα πανωφόρια. Δε θα ξαναμπείτε στη Νάρνια από τον ίδιο δρόμο. Κι αν μπαίνατε, δε θα χρειαζόσαστε πια τα πανωφόρια, έτσι; Φυσικά, θα ξαναγυρίσετε στη Νάρνια κάποια μέρα. Άμα γίνεις βασιλιάς στη Νάρνια, είσαι πάντα βασιλιάς. Όμως μη δοκιμάσετε τον ίδιο δρόμο δυο φορές. Εδώ που τα λέμε, μην προσπαθήσετε να πάτε εκεί, καθόλου. Θα σας συμβεί κάποια στιγμή που δε θα το επιδιώκετε. Και μην την πολυκουβεντιάζετε, ούτε και μεταξύ σας. Μήτε να την αναφέρετε σε άλλον, εκτός κι αν ανακαλύψετε πως είχε παρόμοιες περιπέτειες με σας. Τι λέτε; Πώς θα το καταλάβετε; Α, θα το καταλάβετε με την πρώτη. Κάτι παράξενο που θα σας πει - ακόμα και η όψη του — θα προδώσει το μυστικό. Να ’χετε τα μάτια σας ανοιχτά. Μπα σε καλό μου, τι τους μαθαίνουν επιτέλους σε τούτα τα σχολεία;».

Κι εδώ τελειώνουν οι περιπέτειες της ντουλάπας. Αν όμως ο καθηγητής είχε δίκιο, είναι μόνο η αρχή των περιπετειών στη Νάρνια.

Загрузка...