ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ Ο Πήτερ δίνει την πρώτη μάχη

Την ώρα που ο νάνος και η Λευκή Μάγισσα μιλούσαν ακόμα, κάμποσα μίλια μακριά, οι Κάστορες και τα παιδιά περπατούσαν θαρρώντας πως αντικρίζουν ένα υπέροχο όνειρο. Είχαν πετάξει πια τα πανωφόρια τους κι έπαψαν να λένε κάθε λίγο, «Κοίτα! Ένας ψαροφάγος!» ή πάλι, «Βγήκαν και καμπανούλες!» ή, «Τι μυρίζει έτσι όμορφα;» ή ακόμα, «Άκου πώς κελαηδάει η τσίχλα!». Τώρα περπατούσαν σιωπηλά, ρουφώντας το θέαμα, περνούσαν από κομμάτια με ζεστή λιακάδα σε δροσερά, πράσινα σύδεντρα, βγαίναν σε ξέφωτα με μούσκλια όπου θεόρατες φτελιές όρθωναν το φυλλωτό τους θόλο πέρα ψηλά, χώνονταν στις πυκνές ανθισμένες βατομουριές και σε λουλουδισμένους θάμνους που τους λίγωναν με τη γλυκιά μυρωδιά τους.

Είχαν δοκιμάσει την ίδια έκπληξη, όπως ο Έντμουντ, βλέποντας το χειμώνα να χάνεται κι ολόκληρο το δάσος να περνάει μέσα σε λίγες ώρες από το Γενάρη στο Μάη. Και βέβαια δεν ήξεραν (όπως ήξερε, φυσικά, η Μάγισσα) πως όλα αυτά θα γίνονταν μόνο αν γύριζε ο Ασλάν στη Νάρνια. Το μόνο που καταλάβαιναν, ήταν πως τα μάγια της είχαν φέρει τον ατέλειωτο χειμώνα, γι’ αυτό και με τον ερχομό τούτης της μαγεμένης άνοιξης ένιωσαν πως κάτι χάλαγε πολύ, μα πολύ σοβαρά, τα σχέδια της Μάγισσας. Όταν πια έλιωσε το χιόνι, σκέφτηκαν πως η Μάγισσα δε μπορούσε πια να χρησιμοποιήσει το έλκηθρό της. Τότε έπαψαν να προχωρούν βιαστικά, και κάθε λίγο σταματούσαν να ξαποστάσουν με την ησυχία τους. Σίγουρα, είχαν κουραστεί πολύ, μα δεν ένιωθαν την κούραση σαν αγωνία- μόνο που το βήμα τους σιγάνεψε και μέσα τους ήταν γαληνεμένοι και βυθισμένοι σε όνειρο, σαν και κείνον που ξέρει ότι φτάνει στο τέλος μιας μεγάλης μέρας στην ύπαιθρο. Η Σούζαν μόνο είχε βγάλει στη φτέρνα μια μικρή φουσκάλα.

Εδώ και κάμποση ώρα είχαν αφήσει πίσω τους το μεγάλο ποτάμι, γιατί έπρεπε να στρίψουν δεξιά (δηλαδή κατά το νότο) για να φτάσουν στο Πέτρινο Τραπέζι. Μα κι από κει να μην ήταν ο δρόμος τους, πάλι δε θα μπορούσαν να πάρουν την κοιλάδα του ποταμού απ’ όταν άρχισαν να λιώνουν τα χιόνια, γιατί το ρέμα είχε αρχίσει να πλημμυρίζει — μια υπέροχη κίτρινη φουσκονεριά μούγκριζε θεριεμένη, και το μονοπάτι θα ’ταν κιόλας σκεπασμένο απ’ το νερό.

Τώρα ο ήλιος έγερνε και το φως έγινε κόκκινο· μάκρυναν οι ίσκιοι και τα λουλούδια ετοιμάστηκαν να κλείσουν.

«Κοντεύουμε», είπε ο κύριος Κάστορας που τους οδηγούσε τώρα στην ανηφοριά· ήταν σκεπασμένη με πυκνά ανοιξιάτικα βρύα, που τα ’νιωθαν τόσο ανακουφιστικά κάτω απ’ τα κουρασμένα πόδια τους, και τόπους τόπους φύτρωναν αραιά πανύψηλα δέντρα. Τούτο το σκαρφάλωμα, έπειτα από τη δύσκολη μέρα που πέρασαν, τους έκανε να φουσκώσουν και να λαχανιάσουν. Μα τη στιγμή ακριβώς που η Λούσυ άρχισε να νομίζει πως δε θα τα καταφέρει να φτάσει ως απάνω αν δε σταθεί να πάρει ανάσα, κατάλαβε πως πατούσαν στην κορφή! Και να τι αντίκρισαν.

Βρίσκονταν σε μια μεγάλη καταπράσινη απλωσιά, και κάτω φούντωνε το δάσος όσο έπιανε το μάτι σου, απ’ όλες τις μεριές - όλες, εκτός από ίσια μπροστά τους. Εκεί, πέρα στην ανατολή, κάτι στραφτοκοπούσε και σάλευε. «Μα το ναι!» ψιθύρισε ο Πήτερ στη Σούζαν. «Η θάλασσα!» Καταμεσίς στην απλωσιά της κορυφής ορθωνόταν το Πέτρινο Τραπέζι. Μια πελώρια βαριά πλάκα από σταχτιά πέτρα, στηριγμένη σε τέσσερα όρθια βράχια. Έμοιαζε πολύ παλιό, και πάνω του είχε χαραγμένες παράξενες γραμμές και σύμβολα, που θα μπορούσαν να ’ναι γράμματα μιας άγνωστης γλώσσας. Ένιωθες, περίεργα όταν τα κοίταγες. Το επόμενο πράγμα που είδαν, ήταν μια μεγάλη σκηνή στημένη στην άλλη μεριά της απλωσιάς. Ήτανε σπουδαία τούτη η σκηνή - πιο πολύ τώρα που έπεφτε πάνω της το φως της δύσης - με παραπετάσματα από κίτρινο μετάξι και πορφυρά κορδόνια και πάσαλους φιλντισένιους· και από πάνω, ψηλά στο κοντάρι, ανέμιζε ένα λάβαρο στο αεράκι που φυσούσε από τη μακρινή θάλασσα: το λάβαρο με το κόκκινο αγριεμένο λιοντάρι που χυμούσε. Δεν είχαν χορτάσει ακόμα να το κοιτάζουν, όταν ξάφνου μουσικές ακούστηκαν στα δεξιά τους· γύρισαν, και τότε αντίκρισαν εκείνο που περίμεναν να δουν.

Ο Ασλάν στεκόταν στη μέση ενός τεράστιου μισοφέγγαρου από λογής λογής πλάσματα. Είχε Νεράιδες τον Δέντρων και Νεράιδες των Πηγαδιών (Δρυάδες και Ναϊάδες τις έλεγαν στο δικό μας κόσμο) που βαστούσαν όργανα με χορδές· από κει έβγαινε η μουσική. Είχε τέσσερις πελώριους κένταυρους. Από τη μέση και κάτω μοιάζαν με κείνα τα μεγάλα άλογα που έχουν οι γεωργοί στα χωράφια, κι από τη μέση και πάνω με αυστηρούς αλλά πανέμορφους γίγαντες. Ήταν ακόμα ένας μονόκερος κι ένας ταύρος με κεφάλι ανθρώπου, ένας πελεκάνος κι ένας αετός κι ένας μεγάλος Σκύλος. Και δίπλα στον Ασλάν, δεξιά κι αριστερά του, στεκόντουσαν δυο πάνθηρες· ο πρώτος του βαστούσε την κορώνα κι ο δεύτερος το σκήπτρο.

Όσο για τον Ασλάν, μήτε οι Κάστορες μήτε τα παιδιά ήξεραν τι να κάνουν ή να πούνε μόλις τον αντίκρισαν. Όποιος δεν έχει πάει ποτέ στη Νάρνια, είναι δύσκολο να πιστέψει πως κάτι μπορεί να ’ναι απέραντα αγαθό και συνάμα τρομερό. Κι αν έτσι νόμιζαν κάποτε τα παιδιά, τώρα το ξέχασαν. Γιατί σαν δοκίμασαν να τον κοιτάξουν καταπρόσωπο, είδαν για μια στιγμή την αστραπή της ολόχρυσης χαίτης του και τα μεγάλα, ήρεμα κι επιβλητικά του μάτια, και τότε κατάλαβαν πως δεν αντέχουν να τον αντικρίσουν κι άρχισαν να τρέμουν.

«Προχωρήστε», ψιθύρισε ο κύριος Κάστορας.

«Όχι», απάντησε σιγανά ο Πήτερ. «Πρώτα εσείς».

«Πρώτα τα παιδιά του Αδάμ κι έπειτα τα ζώα», ξαναψιθύρισε ο Κάστορας.

«Σούζαν», είπε πάλι ο Πήτερ, «πέρασε πρώτη. Οι κυρίες προηγούνται».

«Όχι, εσύ δεν είσαι ο μεγαλύτερος;» είπε η Σούζαν. Και, φυσικά, όσο δίσταζαν, τόσο πιο δειλιασμένα ένιωθαν. Καμιά φορά, ο Πήτερ κατάλαβε πως έπρεπε να προχωρήσει πρώτος. Τράβηξε το σπαθί του και το σήκωσε να χαιρετήσει, ψιθυρίζοντας γρήγορα στους άλλους, «Ελάτε. Συμμαζευτείτε». Ζύγωσε τότε το Λιοντάρι και του είπε:

«Ήρθαμε ― Ασλάν».

«Καλωσόρισες Πήτερ, Γιε του Αδάμ», είπε ο Ασλάν . «Καλωσορίσατε Σούζαν και Λούσυ, Κόρες της Εύας. Καλωσόρισες Κάστορα και Καστορίνα».

Η φωνή του, πλούσια και βαθιά, τους γαλήνεψε ως τα τρίσβαθα. Τώρα ένιωθαν χαρούμενοι και ήρεμοι και δεν τους φαινόταν πια ανάγωγο να στέκονται χωρίς να μιλάνε.

«Πού είναι ο τέταρτος;» είπε ο Ασλάν.

«Δοκίμασε νατους προδώσει και πήγε με τη Λευκή Μάγισσα, ω Ασλάν», είπε ο κύριος Κάστορας. Και τότε κάτι έκανε τον Πήτερ να πει:

«Φταίω κι εγώ λιγάκι, Ασλάν. Του θύμωσα και νομίζω πως τον έσπρωξα να πάρει λάθος δρόμο».

Κι ο Ασλάν δεν είπε τίποτα, μήτε για να δικαιολογήσει τον Πήτερ μήτε για να τον κατηγορήσει. Στάθηκε μόνο και τον κοίταζε με τα μεγάλα ήρεμα μάτια του. Κι όλοι κατάλαβαν πως δεν έμενε και τίποτα να ειπωθεί.

«Σε παρακαλούμε, Ασλάν», είπε η Λούσυ. «Μπορεί να γίνει τίποτα για να σώσουμε τον Έντμουντ;».

«Όλα θα γίνουν», αποκρίθηκε ο Ασλάν. «Μόνο που ίσως θα ’ναι πιο δύσκολο απ’ όσο νομίζετε». Και σώπασε πάλι. Ίσαμε κείνη τη στιγμή, η Λούσυ σκεφτόταν πόσο γαλήνια και δυνατή και ηγεμονική είναι η όψη του· τώρα της φάνηκε, άξαφνα, βαθιά λυπημένη. Όμως την άλλη στιγμή η έκφραση έσβησε. Το Λιοντάρι τίναξε τη χαίτη του και χτύπησε τα μπροστινά του πόδια («Τι φοβερά νύχια πρέπει να κρύβονται κάτω από τις βελούδινες πατούσες του»), σκέφτηκε η Λούσυ, και είπε:

«Στο μεταξύ, ας προχωρήσει η γιορτή. Εσείς κυρίες, πάρτε τις Κόρες της Εύας στη σκηνή και ετοιμάστε τις».

Όταν έφυγαν τα κορίτσια, ο Ασλάν ακούμπησε το πόδι του - βαρύ και βελούδινο - στον ώμο του Πήτερ και είπε: «Έλα Γιε του Αδάμ. Έλα να δεις από μακριά το κάστρο όπου θα γίνεις Βασιλιάς».

Κι ο Πήτερ, βαστώντας ακόμα το σπαθί στο χέρι, πλησίασε μαζί με το Λιοντάρι την ανατολική άκρη της κορφής. Ένα εξαίσιο θέαμα ανοιγόταν μπροστά του. Πίσω τους έγερνε ο ήλιος, κι όλος ο τόπος ήταν βουτηγμένος στα χρώματα του σούρουπου - δάσος και λόφοι και κοιλάδες, και κάτω, κουλουριασμένο σαν ασημένιο φίδι, ένα κομμάτι του μεγάλου ποταμού. Και πέρα μακριά, μίλια μακριά, ήταν η θάλασσα, και πιο πέρα ακόμα ο ουρανός γεμάτος σύννεφα που ρόδιζαν τώρα καθρεφτίζοντας το φως της δύσης. Εκεί όμως που η χώρα της Νάρνια έσμιγε με τη θάλασσα για την ακρίβεια στις εκβολές του μεγάλου ποταμού, κάτι άστραφτε πάνω σ’ ένα λοφάκι. Άστραφτε γιατί ’ταν ένα πελώριο κάστρο, και στα παράθυρα που έβλεπε ο Πήτερ έπεφτε το τελευταίο φως. Έμοιαζε σα μεγάλο αστέρι που αναπαυόταν στην ακρογιαλιά.

«Άνθρωπε», είπε ο Ασλάν, «αυτό εκεί είναι το Κάιρ Πάραβελ με τους τέσσερις θρόνους όπου θα βασιλέψεις. Σε σένα το δείχνω γιατί είσαι ο πρωτότοκος και θα γίνεις ο Μεγάλος Βασιλιάς, πιο μεγάλος από τους υπόλοιπους».

Ξανά δε μίλησε ο Πήτερ· γιατί εκείνη τη στιγμή ένας παράξενος ήχος έσπασε τη σιγαλιά. Έμοιαζε με σάλπιγγα, μόνο που αυτός εδώ ήταν πιο πλούσιος.

«Είναι το κέρας της αδερφής σου», είπε σιγανά ο Ασλάν· τόσο σιγανά, που η φωνή του έμοιαζε με απαλό ροχάλισμα, αν δεν είναι βέβαια ασέβεια να φανταστείς Λιοντάρι να ροχαλίζει.

Για μια στιγμή ο Πήτερ στάθηκε δίχως να καταλαβαίνει. Κι έπειτα, βλέποντας τ’ άλλα πλάσματα να τρέχουν, κατάλαβε· όμως ο Ασλάν τους σταμάτησε όλους ανεμίζοντας ηγεμονικά το πόδι του: «Πίσω! Άστε το Πριγκιπόπουλο ν’ αποδείξει την αξία του» -κι ο Πήτερ όρμησε μ’ όλη του τη δύναμη για τη σκηνή. Το θέαμα που τον περίμενε ήταν φοβερό.

Ναϊάδες και Δρυάδες σκορπίζονταν απ’ όλες τις μεριές. Η Λούσυ έτρεχε προς το μέρος του όσο πιο γρήγορα μπορούσαν να την πάνε τα μικρά της ποδαράκια και το πρόσωπό της ήταν κατάχλωμο. Είδε τότε τη Σούζαν να ορμάει και να σκαρφαλώνει σ’ ένα δέντρο, και ξωπίσω της ένα πελώριο σταχτί αγρίμι. Στην αρχή το πέρασε για αρκούδα. Έπειτα σκέφτηκε πως μοιάζει με μαντρόσκυλο, κι ας ήταν πολύ μεγάλο. Και τότε μόνο κατάλαβε ότι είναι λύκος: ένας λύκος σηκωμένος στα πισινά ποδάρια του, με τα μπροστινά ακουμπισμένα στον κορμό, και στόμα ορθάνοιχτο που ούρλιαζε. Όλες οι τρίχες στη ράχη του ήταν ορθωμένες. Η Σούζαν δεν κατάφερε να προχωρήσει πέρα από το δεύτερο μεγάλο κλαρί. Το ένα πόδι της κρεμόταν, κι η φτέρνα της βρισκότανε μόλις πέντ’ έξι πόντους πάνω από τ’ άγρια δόντια που ανοιγόκλειναν. Ο Πήτερ αναρωτήθηκε γιατί δεν ανεβαίνει πιο ψηλά, ή τουλάχιστον γιατί δεν κρατιέται καλύτερα· και τότε κατάλαβε πως ήταν έτοιμη να λιγοθυμήσει, και πως αν λιγοθυμούσε θα ’πεφτε κάτω.

Για να λέμε την αλήθεια, εκείνη τη στιγμή δεν ένιωθε και πολύ γενναίος — μάλιστα, του ’ρχόταν ζάλη. Όμως αυτό δεν είχε καμιά σημασία. Έπρεπε να κάνει το χρέος του. Όρμησε λοιπόν καταπάνω στο αγρίμι κι ετοιμάστηκε να του κατεβάσει το σπαθί στο πλευρό του. Μα η σπαθιά δεν πέτυχε το Λύκο. Γρήγορος σαν αστραπή, γύρισε να του χυμήξει με μάτια που πετούσαν φωτιές και στόμα ορθάνοιχτο, ουρλιάζοντας αγριεμένα. Αν δεν ήταν τόσο θυμωμένος για να σταθεί να ουρλιάξει, θ’ άρπαζε αμέσως τον Πήτερ από το λαιμό. Τώρα όμως - αν και όλα τούτα γινήκαν τόσο γρήγορα, που ο Πήτερ μήτε πρόλαβε να σκεφτεί - βρήκε τον καιρό να σκύψει μπήγοντας το σπαθί, μ’ όλη του τη δύναμη, ανάμεσα στα μπροστινά ποδάρια του θηρίου, εκεί που ήταν η καρδιά. Ακολούθησε μια τρομερή στιγμή, μπερδεμένη σαν εφιάλτης. Τίναζε και τραβούσε το σπαθί του, μα ο Λύκος δε φαινόταν μήτε ζωντανός μήτε πεθαμένος, πελώρια δόντια τον χτύπησαν στο μέτωπο κι όλα γινήκαν αίμα, ζέστη και μαλλιά. Την άλλη στιγμή είδε το τέρας νεκρό και κείνος, με το σπαθί του λευτερωμένο, ίσιωνε την πλάτη και σκούπιζε τον ιδρώτα από το πρόσωπο και τα μάτια του. Ένιωθε φοβερά κουρασμένος.

Η Σούζαν κατέβηκε από το δέντρο. Ήταν συγκινημένη όσο κι ο Πήτερ και, αναπόφευκτα, ακολούθησαν φιλιά και κλάματα κι από τους δυο τους. Όμως στη Νάρνια κανείς δε σε κοροϊδεύει σε τέτοιες στιγμές.

«Γρήγορα! Γρήγορα!» φώναξε ο Ασλάν. «Κένταυροι κι Αετοί! Βλέπω κι άλλο λύκο στο σύδεντρο.

Εκεί - πίσω σας. Το ’σκασε και φεύγει. Μην τον αφήσετε! Το δίχως άλλο θα πηγαίνει στην κυρά του! Τώρα μπορείτε να βρείτε τη Μάγισσα και να σώσετε τον Τέταρτο Γιο του Αδάμ». Και μ’ ένα χαλασμό από ποδοβολητά και φτερουγίσματα, καμιά δεκαριά από τα πιο γρήγορα πλάσματα χάθηκαν μέσα στο σκοτάδι που πύκνωνε.

Ο Πήτερ, λαχανιασμένος ακόμα, γύρισε κι είδε πλάι του τον Ασλάν.

«Ξέχασες να καθαρίσεις το σπαθί σου», είπε το Λιοντάρι. Κι ήταν αλήθεια. Ο Πήτερ κοκκίνησε βλέποντας το λαμπερό λεπίδι λερωμένο απ’ τα μαλλιά και τα αίματα του Λύκου, έσκυψε και το σκούπισε καλά στα χόρτα κι έπειτα το στέγνωσε στα ρούχα του.

«Δώσε μου το σπαθί σου και γονάτισε, Γιε του Αδάμ», είπε ο Ασλάν. Ο Πήτερ υπάκουσε, και τότε το Λιοντάρι του ακούμπησε στον ώμο την πλατιά λεπίδα. «Σήκω επάνω, Ιππότη Πήτερ Εξολοθρευτή του Λύκου. Κι ό,τι κι αν γίνει, μην ξεχνάς ποτέ να σκουπίζεις το σπαθί σου».

Загрузка...