ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Ο Έντμουντ κι η ντουλάπα

Η Λούσυ βγήκε τρεχάτη στο διάδρομο κι έπεσε πάνω στους άλλους τρεις.

«Είμαι καλά», ξαναφώναξε. «Γύρισα».

«Μύγα σε τσίμπησε;» είπε η Σούζαν.

«Ε;» έκανε η Λούσυ απορημένη. «Κανείς σας δεν αναρωτήθηκε πού ήμουνα;».

«Δηλαδή μας κρύφτηκες;» είπε ο Πήτερ. «Βρε τη φουκαριάρια τη Λου. Κρύφτηκε, κι ούτε που την πήραμε χαμπάρι. Άλλη φορά πάντως να μένεις πιο πολλή ώρα στην κρυψώνα σου, άμα θες να σε ψάχνουμε».

«Αφού έλειπα τόσες ώρες!» διαμαρτυρήθηκε η Λούσυ.

Οι άλλοι κοιτάχτηκαν.

«Πάει, της έστριψε» είπε ο Έντμουντ χτυπώντας με νόημα το κεφάλι του. «Της έστριψε για τα καλά».

«Τι ’ναι πάλι τούτο;» είπε ο Πήτερ.

«Αυτό που σας λέω», απάντησε η Λούσυ. «Μόλις τελειώσαμε το πρωινό μας μπήκα στη ντουλάπα, κι έλειπα ώρες, και ήπια τσάι και μετά γίνανε κι ένα σωρό άλλα».

«Άσε τις ανοησίες», είπε η Σούζαν. «Τώρα δα βγήκαμε όλοι από κει μέσα, εσύ έμεινες λίγο πίσω».

«Μόνο ανόητη δεν είναι», είπε ο Πήτερ. «Έβγαλε μια ιστορία από το νου της για γούστο. Έτσι, Λου; Και στο κάτω κάτω, γιατί όχι;».

«’Οχι, Πήτερ», είπε η Λούσυ. «Είναι - είναι μαγική η ντουλάπα. Έχει μέσα ένα δάσος, και χιονίζει, κι έχει ένα Φαύνο και μια Μάγισσα και το λένε Νάρνια· ελάτε να δείτε και μόνοι σας».

Δεν ήξεραν τι να πιστέψουν, όμως η Λούσυ ήταν τόσο αναστατωμένη, κι έτσι όλοι ξαναγύρισαν στο δωμάτιο. Η Λούσυ έτρεξε πρώτη, άνοιξε διάπλατα την πόρτα της ντουλάπας και φώναξε, «Και τώρα, πηγαίνετε να δείτε με τα μάτια σας!».

«Μπουμπούνα» είπε η Σούζαν, που είχε χώσει το κεφάλι της και παραμέριζε τα γούνινα πανωφόρια. «Είναι μια συνηθισμένη ντουλάπα. Να, κοίτα! Να η πλάτη της».

Έσκυψαν όλοι τότε να δουν και τράβηξαν πέρα τις γούνες· κι όλοι τους είδαν - και μαζί και η Λούσυ -μια ντουλάπα σαν όλες τις άλλες. Δεν είχε μήτε δάσος μήτε χιόνι, μόνο την ξύλινη πλάτη με τα κρεμαστάρια. Ο Πήτερ μπήκε και τη χτύπησε με το χέρι του για να βεβαιωθεί πως είναι στέρεη.

«Ωραία πλάκα, Λου», έκανε βγαίνοντας. «Μας την έσκασες, σε παραδέχομαι. Λίγο ακόμα και θα σε πίστευα».

«Μα δεν ήτανε πλάκα», είπε ο Λούσυ, «αλήθεια, λόγω τιμής. Πριν από μισό λεπτό όλα ήταν αλλιώτικα. Αλήθεια. Τ’ ορκίζομαι».

«Άντε, Λου», είπε ο Πήτερ, «μην το παρατραβάς. Το αστείο σου το ’κανες, πιο καλά να σταματήσεις τώρα».

Η Λούσυ φούντωσε σα μπατζάρι και κάτι έκανε να πει, κι ας μην ήξερε καλά καλά τι. Κι έβαλε τα κλάματα.

Τις επόμενες μέρες είχε τα χάλια της. Βέβαια, θα μπορούσε να φιλιώσει με τους άλλους όποια στιγμή ήθελε, φτάνει να ’σφιγγε την καρδιά της και να τους έλεγε πως όλη αυτή την ιστορία την έβγαλε από το νου της για γούστο. Όμως η Λούσυ ήταν από τα παιδιά που λένε πάντα αλήθεια, κι ήξερε πως το δίκιο είναι με το μέρος της· δεν της πήγαινε λοιπόν να τους πει άλλα των άλλων. Και τ’ αδέρφια της, που νόμιζαν πως λέει ψέματα, και μάλιστα πολύ κουτά ψέματα, της έκαναν τη ζωή μαύρη. Οι δυο μεγάλοι χωρίς να το καταλαβαίνουν, μα ο Έντμουντ, που όταν ήθελε, μπορούσε να γίνει πολύ κακός, ετούτη τη φορά της έδωσε και κατάλαβε. Δεν την άφηνε σε χλωρό κλαρί από την καζούρα, κι όλη την ώρα τη ρωτούσε μπας κι ανακάλυψε τίποτα καινούριες χώρες στα ντουλάπια του σπιτιού. Το χειρότερο ήταν όμως ότι, κανονικά, αυτές οι μέρες θα περνούσαν ονειρεμένα. Ο καιρός ήταν υπέροχος, έπαιζαν έξω από το πρωί ως το βράδυ, καλυμπούσαν, ψάρευαν στο ποταμάκι, σκαρφάλωναν στο δέντρα, κυλιόντουσαν στα ρείκια. Μόνο η Λούσυ δεν είχε καρδιά για τίποτα. Κι έτσι συνέχισαν τα πράγματα, ως την επόμενη βροχερή μέρα.

Ήταν απόγευμα πια, κι ο καιρός δεν έλεγε ν’ ανοίξει, γι’ αυτό αποφάσισαν να παίξουν κρυφτό. Τα φύλαγε η Σούζαν, και μόλις οι άλλοι σκόρπισαν για να κρυφτούν, η Λούσυ τρύπωσε πάλι στο δωμάτιο με τη ντουλάπα. Όχι για να κρυφτεί, γιατί ήξερε πως τ’ αδέρφια της θα ’βρισκαν αφορμή για ιστορίες· ήθελε μόνο να ξαναρίξει μια ματιά, γιατί είχε αρχίσει πια κι αυτή ν’ αμφιβάλλει - κόντευε μάλιστα να πιστέψει πως ονειρεύτηκε, και τη Νάρνια και το Φαύνο. Το σπίτι ήταν μεγάλο, σωστός λαβύρινθος, γεμάτο κρυψώνες, κι έτσι σκέφτηκε πως θα πρόφταινε να κοιτάξει στη ντουλάπα κι έπειτα να κρυφτεί αλλού. Πάνω που την πλησίαζε όμως, άκουσε βήματα στο διά δρομο· δεν της έμενε τίποτ’ άλλο: έδωσε μια, χώθηκε στη ντουλάπα κι έγειρε την πόρτα. Φυσικά, δεν την έκλεισε καλά, γιατί ήξερε πως είναι μεγάλη κουταμάρα να κλείνεσαι σε ντουλάπες - μαγικές-ξεμαγικές, το ίδιο κάνει.

Τα βήματα που είχε ακούσει ήταν του Έντμουντ· και το αγόρι μπήκε στο δωμάτιο ίσα ίσα τη στιγμή που η φούστα της Λούσυ εξαφανιζόταν στη ντουλάπα. Αποφάσισε λοιπόν να την ακολουθήσει - όχι πως του φαινότανε σπουδαία κρυψώνα, μα ήθελε να την πειράξει πάλι για τη φανταστική της χώρα. Άνοιξε την πόρτα, κι είδε τα πανωφόρια κρεμασμένα στη θέση τους· μύριζε ναφθαλίνη κι ήταν ήσυχα και σκοτεινά. Η Λούσυ είχε γίνει άφαντη. «Θα νομίζει πως είμαι η Σούζαν», είπε μέσα του. «Γι’ αυτό ζάρωσε πίσω πίσω και δε σαλεύει». Μπήκε λοιπόν κι εκείνος, κι έκλεισε την πόρτα, ξεχνώντας πόσο μεγάλη κουταμάρα είναι αυτό, κι άρχισε να ψαχουλεύει στα σκοτεινά για να την πιάσει. Περίμενε να την αγγίξει από στιγμή σε στιγμή, και πολύ του παραξενοφάνηκε που δεν τα κατάφερε. Τότε αποφάσισε να ξανανοίξει την πόρτα, για να μπει λίγο φως. Μα ούτε την πόρτα μπορούσε να βρει. Τώρα πια η ιστορία δεν του άρεσε καθόλου μα καθόλου. Ψαχούλευε απελπισμένα δεξιά κι αριστερά, και σε λίγο άρχισε να φωνάζει: «Λούσυ! Λου! Πού είσαι; Φανερώσου, το ξέρω πως είσαι εδώ!».

Δεν πήρε απάντηση· και μόνο εκείνη τη στιγμή πρόσεξε πως η φωνή του αντηχούσε παράξενα - όχι όπως την ακούς μέσα σε ντουλάπι, αλλά σα να φωνάζεις στο ύπαιθρο. Πρόσεξε ακόμα πως έκανε τρομερό κρύο· και τότε είδε το φωτάκι.

«Δόξα το Θεό!» είπε ο Έντμουντ. «Η πόρτα πρέπει ν’ άνοιξε μόνη της». Ξέχασε λοιπόν τη Λούσυ και προχώρησε κατά το φως, νομίζοντας πως είναι η ανοιγμένη πόρτα της ντουλάπας. Αντί όμως να βρεθεί ξανά στο αδειανό δωμάτιο, κατάλαβε πως έβγαινε από τη σκιά κάτι πυκνών και σκοτεινών έλατων σ’ ένα ξέφωτο, στην καρδιά του δάσους.

Κάτω απ’ τα πόδια του είχε στεγνό, τριζάτο χιόνι, κι ένα σωρό ακόμα στα κλαδιά των δέντρων. Ψηλά φαινόταν ο ουρανός, αχνογάλαζος - σαν τον ουρανό που βλέπεις όταν ξημερώνει ξάστερη χειμωνιάτικη μέρα. Ίσια μπροστά του, ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων, φάνηκε ν’ ανατέλλει ο ήλιος, κατακόκκινος και καθαρός. Παντού απόλυτη σιγαλιά, λες κι ο Έντμουντ ήτανε το μόνο ζωντανό πλάσμα σε κείνο τον τόπο. Δεν είχε μήτε κοκκινολαίμηδες μήτε σκιουράκια στα δέντρα, και το δάσος έμοιαζε ν’ απλώνεται ως εκεί που έφτανε το μάτι του. Ανατρίχιασε.

Και τότε θυμήθηκε πως γύρευε τη Λούσυ. Θυμήθηκε ακόμα πόσο την είχε αποπάρει για τη «φανταστική» της χώρα, που τώρα μόνο φανταστική δεν είχε αποδειχτεί. «Δεν πρέπει να πήγε μακριά», είπε μέσα του και φώναξε, «Έι! Λούσυ! Λούσυ! Είμαι κι εγώ εδώ - ο Έντμουντ!».

Απάντηση καμιά.

«Πρέπει να μου ’χει θυμώσει που την πείραζα τις προάλλες», σκέφτηκε ο Έντμουντ. Κι όσο κι αν του ’πεφτε βαρύ να παραδεχτεί πως έφταιξε, δεν το καλόβλεπε και πάλι να μείνει μοναχός του σε κείνο τον κρύο και σιωπηλό τόπο· κι έτσι ξαναφώναξε.

«Λούσυ, μ’ ακούς; Με συγχωρείς που δε σε πίστευα. Τώρα βλέπω ότι είχες δίκιο! Βγες από κει που κρύβεσαι! Έλα να φιλιώσουμε!».

Και πάλι καμιά απάντηση.

«Τι περιμένεις, κορίτσι δεν είναι;» είπε μέσα του ο Έντμουντ. «Μου κάνει μούτρα και δεν καταδέχεται μήτε τη συγνώμη μου». Κοίταξε πάλι γύρω του κι αποφάσισε πως το μέρος εκείνο δεν του πολυάρεσε· και πάνω που έλεγε να γυρίσει πίσω, άκουσε πέρα μακριά, στο δάσος, να χτυπάνε κουδουνάκια. Αφουγκράστηκε. Ο ήχος πλησίαζε ολοένα, ώσπου ξάφνου είδε να ξεπροβάλλει στο φως ένα έλκηθρο που το σέρναν δυο τάρανδοι.

Οι τάρανδοι ήτανε στο μπόι σα μικρά αλογάκια, κι η τρίχα τους κάτασπρη, μπροστά της ως και το χιόνι έμοιαζε χλωμό· τα κλαδωτά τους κέρατα, χρυσωμένα, άστραψαν σα φωτιά μόλις έπεσε πάνω τους ο ήλιος. Είχανε χάμουρα από δέρμα καταπόρφυρο, σκεπασμένο με κουδουνάκια. Πάνω στο έλκηθρο, θρονιασμένος στη θέση του οδηγού, καθόταν ένας χοντρός νάνος, όρθιος δε θα ’φτανε μήτ’ ένα μέτρο μπόι. Φορούσε γούνα πολικής αρκούδας, και στο κεφάλι είχε κόκκινη κουκούλα με μακριά χρυσή φούντα που κρεμόταν από τη μύτη της· η πελώρια γενειάδα του έφτανε ως τα γόνατα και τον σκέπαζε σαν κουβέρτα. Πίσω του όμως, σ’ ένα πιο ψηλό κάθισμα στη μέση του έλκηθρου, καθόταν ένα αλλιώτικο πλάσμα - μια μεγάλη κυρία, πιο ψηλή απ’ όλες τις γυναίκες που είχε δει ποτέ του ο Έντμουντ. Ήταν και κείνη ντυμένη με άσπρα γουναρικά ως το λαιμό· στο δεξί της χέρι κρατούσε σκήπτρο ολόχρυσο, κι είχε χρυσή κορώνα στο κεφάλι. Το πρόσωπό της ήταν άσπρο - όχι χλωμό, μα κάτασπρο σαν το χιόνι ή το χαρτί ή τη ζάχαρη, μόνο που είχε κατακόκκινο στόμα. Κατά τα άλλα, ήταν πολύ ωραίο πρόσωπο, όμως περήφανο και κρύο και αυστηρό.

Του Έντμουντ του φάνηκε μαγευτικό το θέαμα - το έλκηθρο που τον πλησίαζε γρήγορο κι ελαφρύ, τινάζοντας το χιόνι δεξιά κι αριστερά, με τα κουδουνάκια να χτυπάνε και το νάνο να κροταλίζει το καμουτσίκι του.

«Στάσου!» είπε η Κυρία, και ο νάνος τράβηξε τόσο απότομα τα γκέμια, που οι τάρανδοι κόντεψαν να κάτσουν κάτω. Αμέσως όμως ξαναβρήκαν την ισορροπία τους, και στάθηκαν μασουλίζοντας τα λουριά και ξεφυσώντας. Μέσα στον παγωμένο αέρα, η ανάσα που έβγαινε απ’ τα ρουθούνια τους έμοιαζε με καπνό.

«Και τι είσαι συ, παρακαλώ;» είπε η Κυρία καρφώνοντας με τα μάτια της τον Έντμουντ.

«Ε… εγώ - εμένα - εμένα με λένε Έντμουντ», είπε σαστισμένο το αγόρι. Διόλου δεν του άρεσε ο τρόπος που τον κοιτούσε.

Η Κυρία κακοφανίστηκε. «Με τέτοιο τρόπο μιλάνε σε Βασίλισσα;» ρώτησε, και του Έντμουντ του φάνηκε πιο αυστηρή από πριν.

«Να με συμπαθάτε, Μεγαλειοτάτη, μα δεν το ήξερα», είπε ο Έντμουντ.

«Δεν ξέρεις τη Βασίλισσα της Νάρνια;».

«Αχά! Τώρα θα με μάθεις καλύτερα! Λοιπόν, για τελευταία φορά: Τι είσαι;».

«Σας παρακαλώ, Μεγαλειοτάτη», είπε ο Έντμουντ, «δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε. Εγώ πάω σχολείο -δηλαδή, πήγαινα. Τώρα έχουμε διακοπές».

Загрузка...