ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Ο θρίαμβος της μάγισσας

Όταν πια ξεμάκρυνε η Μάγισσα, μίλησε ο Ασλάν: «Πρέπει να φύγουμε αμέσως απ’ αυτό τον τόπο. Τώρα προορίζεται γι’ άλλους σκοπούς. Απόψε θα κατασκηνώσουμε στο Πέρασμα του Βερούνα».

Φυσικά όλους τους έτρωγε η περιέργεια να τον ρωτήσουν τι είχε κανονίσει με τη Μάγισσα, όμως το πρόσωπό του ήταν αυστηρό και στ’ αυτιά τους αντηχούσε ακόμα ο φοβερός βρυχηθμός τους. Έτσι, κανένας δεν τόλμησε να μιλήσει.

Έφαγαν έξω, στην κορφή του λόφου (γιατί τώρα ο ήλιος είχε ζεστάνει και το χορτάρι στέγνωσε), κι άρχισαν να μαζεύουν τη σκηνή και τα πράγματά τους. Πριν απ’ τις δύο το απόγευμα είχανε πάρει κιόλας το δρόμο για τα βορειοανατολικά, περπατώντας αργά γιατί δεν ήταν και μεγάλη απόσταση.

Στο πρώτο μέρος του ταξιδιού, ο Ασλάν εξήγησε στον Πήτερ τα σχέδιά του. «Μόλις τελειώσει τις δουλειές της σ’ αυτά τα μέρη», είπε, «η Μάγισσα και οι δικοί της θα γυρίσουν σίγουρα στο σπίτι της και θα ετοιμαστούν για την πολιορκία. Ίσως καταφέρετε να τη σταματήσετε για να μη φτάσει ως εκεί, ίσως και όχι». Κι έπειτα του ’δωσε δυο σχέδια μάχης - το ένα για να χτυπήσουν τη Μάγισσα και τους δικούς της στο δάσος, και το άλλο για να επιτεθούν στο κάστρο της. Κι όλη την ώρα πρόσθετε συμβουλές για τις επιχειρήσεις - «Εδώ κι εκεί θα παρατάξεις τους Κενταύρους σου», ή «Πρέπει να βάλεις και προσκόπους μήπως γίνει έτσι-κι-έτσι», και στο τέλος ο Πήτερ είπε,

«Μα αφού θα βρίσκεσαι και συ εκεί, Ασλάν».

«Αυτό δε σου το υπόσχομαι», απάντησε το Λιοντάρι. Και συνέχισε να του δίνει οδηγίες.

Στο τελευταίο κομμάτι του ταξιδιού, ο Ασλάν έμεινε κοντά στη Σούζαν και τη Λούσυ. Δε μιλούσε πολύ και τους φάνηκε λυπημένος.

Αργά το απόγευμα κατέβηκαν σ’ ένα σημείο όπου η κοιλάδα άνοιγε και το ποτάμι γινόταν φαρδύ και ρηχό. Εδώ ήταν το Πέρασμα του Βερούνα κι ο Ασλάν πρόσταξε να σταματήσουν σε τούτη την όχθη. Ο Πήτερ είπε όμως.

«Δε θα ’τανε καλύτερα να κατασκηνώσουμε στην απέναντι μεριά - μπορεί να μας επιτεθούν τη νύχτα!».

Ο Ασλάν, που φαινόταν να ‘χει το νου του αλλού, σηκώθηκε τινάζοντας τη μεγαλόπρεπη χαίτη του και είπε, «Τι; Τι έγινε;» κι ο Πήτερ αναγκάστηκε να τον ξαναρωτήσει.

«Όχι», τον έκοψε ανόρεχτά ο Ασλάν, λες και δεν τον έμελε πια. «Όχι, απόψε δεν πρόκειται να επιτεθούν». Κι αναστέναξε βαθιά. Μα αμέσως έπειτα πρόσθεσε, «Πάντως σωστά το πρόβλεψες. Έτσι πρέπει να σκέφτεται ο στρατιώτης. Γι’ απόψε όμως δεν έχει σημασία». Κι άρχισαν να στήνουν τη σκηνή.

Η κακοκεφιά του Ασλάν πέρασε σε όλους εκείνο το βράδυ. Ο Πήτερ δεν ένιωθε καλά στη σκέψη ότι θα δώσει μόνος του τη μάχη. Η είδηση πως μπορεί να έλειπε ο Ασλάν τον είχε κλονίσει πολύ. Έφαγαν όλοι ήσυχα και σιωπηλά. Πόσο αλλιώτικα ήταν την περασμένη νύχτα, ή και το ίδιο εκείνο το πρωί. Λες κι οι καλές εποχές, που μόλις είχαν αρχίσει, έφταναν κιόλας στο τέλος τους.

Η Σούζαν είχε ταραχτεί βαθιά από τούτο το κακό προαίσθημα, τόσο που, όταν πλάγιασε, δεν έλεγε να της κολλήσει ύπνος. Κι εκεί που καθόταν με μάτια ανοιχτά μετρώντας προβατάκια και στριφογυρίζοντας, άκουσε δίπλα της τη Λούσυ ν’ αναστενάζει βαθιά και ν’ αλλάζει πλευρό στο σκοτάδι.

«Ούτε συ κοιμάσαι;» είπε η Σούζαν.

«Όχι», είπε η Λούσυ. «Νόμιζα πως κοιμάσαι. Δε μου λες κάτι…».

«Τι;».

«Έχω ένα τρομερό προαίσθημα - σαν κάτι να κρέμεται από πάνω μας».

«Αλήθεια; Ξέρεις, κι εγώ το ίδιο νιώθω».

«Σα να ’ναι κάτι για τον Ασλάν», είπε η Λούσυ. «Κάτι φοβερό θα πάθει ή θα κάνει».

«Όλο το απόγευμα κάτι είχε», είπε η Σούζαν. «Κι ύστερα, θυμάσαι που μας είπε ότι δε θα ’ναι στη μάχη; Λες να το σκάσει και να μας αφήσει απόψε;».

«Πού να βρίσκεται τώρα;» είπε η Λούσυ. «Δεν είναι στη σκηνή;».

«Δε νομίζω».

«Πάμε έξω να ρίξουμε μια ματιά! Μπορεί να τον δούμε».

«Πάμε», είπε η Σούζαν. «Παρά να καθόμαστε ξύπνιες εδώ μέσα…».

Σιγά σιγά τα δυο κορίτσια σύρθηκαν ανάμεσα στους άλλους κοιμισμένους και βγήκαν από τη σκηνή. Το φεγγάρι άστραφτε ολόλαμπρο κι όλα ήταν σιωπηλά· μόνο το ποτάμι ακουγόταν που μουρμούριζε πάνω στις πέτρες. Άξαφνα η Σούζαν άρπαξε τη Λούσυ από το μπράτσο. «Κοίτα!». Στην άλλη άκρη του καταυλισμού, εκεί που άρχιζαν τα δέντρα, είδαν το Λιοντάρι να προχωράει αργά και να μπαίνει στο δάσος. Το ακολούθησαν δίχως μιλιά.

Το Λιοντάρι ανηφόρισε την απότομη πλαγιά της κοιλάδας, κι έπειτα έστριψε δεξιά - παίρνοντας το ίδιο μονοπάτι που πέρασαν το απόγευμα, κατεβαίνοντας από το Λόφο με το Πέτρινο Τραπέζι. Τράβηξαν έτσι κάμποσο δρόμο πίσω του, μια στους νυχτερινούς ίσκιους και μια στο χλωμό φεγγαρόφωτο, και τα πόδια τους μούσκεψαν στη δροσιά. Έμοιαζε τόσο αλλιώτικο από τον Ασλάν που ήξεραν. Είχε κρεμάσει την ουρά και το κεφάλι και περπατούσε αργά, σα να ’ταν πολύ, μα πολύ κουρασμένο. Σ’ ένα πλατύ ξέφωτο, δίχως σκιές για να κρυφτούν τα δυο κορίτσια, ο Ασλάν στάθηκε και κοίταξε πίσω του. Δεν είχε νόημα να το βάλουν στα πόδια, και τον ζύγωσαν. Όταν έφτασαν όμως κοντά, τους είπε,

«Αχ παιδιά μου, παιδιά μου, γιατί μ’ ακολουθήσατε;».

«Δεν είχαμε ύπνο», είπε η Λούσυ - και τότε ένιωσε πως δε χρειάζεται να πει άλλα, γιατί ο Ασλάν διάβαζε τη σκέψη τους.

«Σε παρακαλούμε, άσε μας να ’ρθούμε μαζί σου, όπου κι αν πας», είπε η Σούζαν.

«Μα —» έκανε ο Ασλάν και φάνηκε συλλογισμένος. «Θα ‘θελα όμως να ’χω συντροφιά απόψε», πρόσθεσε σε λίγο. «Καλά, να ’ρθείτε. Φτάνει να μου υποσχεθείτε πως θα σταματήσετε όταν σας πω, κι έπειτα θα μ’ αφήσετε να συνεχίσω μόνος».

«Σ’ ευχαριστούμε, όπως θέλεις θα γίνει», είπαν τα δυο παιδιά.

Έπιασαν πάλι να προχωρούν. Τα κορίτσια έβαλαν στη μέση το λιοντάρι. Μα πόσο αργά περπατούσε! Και το μεγάλο βασιλικό κεφάλι του ήταν σκυφτό, η μύτη του κόντευε ν’ αγγίξει στο χορτάρι. Κάποια στιγμή σκόνταψε και μούγκρισε σιγανά.

«Ασλάν! Καλέ μου Ασλάν!» είπε η Λούσυ, «Τι τρέχει; Δεν κάνει να μας πεις;».

«Είσαι άρρωστος, καλέ μου Ασλάν;» είπε η Σούζαν.

«Όχι», απάντησε ο Ασλάν. «Είμαι μόνος και λυπημένος. Βάλτε τα χέρια σας στη χαίτη μου για να σας νιώθω κοντά, κι ας προχωρήσουμε έτσι».

Τα κοριτσάκια έκαναν τότε κάτι που ποτέ δε θα τολμούσαν δίχως την άδειά του, κι ας λαχταρούσαν να το κάνουν απ’ όταν τον πρωταντίκρισαν: έχωσαν τα κρύα χεράκια τους σε κείνη την υπέροχη γουνένια θάλασσα και τη χάιδεψαν και πήρανε πάλι το δρόμο. Σε λίγο κατάλαβαν ότι ανηφορίζουν την ίδια πλαγιά του λόφου όπου βρισκόταν το Πέτρινο Τραπέζι. Διάλεξαν όμως μια μεριά που τα δέντρα έφταναν ως την κορυφή, κι όταν έφτασαν στο τελευταίο δέντρο (που είχε γύρω του πυκνούς θάμνους), ο Ασλάν σταμάτησε.

«Παιδιά μου, εδώ θα σας αφήσω. Κι ό,τι κι αν γίνει, το νου σας μη σας δουν. Έχετε γεια».

Τα δυο κορίτσια έκλαψαν πικρά (κι ας μην ήξεραν καλά καλά γιατί)· αγκάλιασαν σφιχτά το Λιοντάρι και του φίλησαν τη χαίτη και τη μύτη και τα πόδια και τα μεγάλα λυπημένα μάτια του. Έπειτα ο Ασλάν τους γύρισε τις πλάτες και ξεμάκρυνε. Η Σούζαν με τη Λούσυ, ζάρωσαν στους θάμνους, και τι να δουν!

Πλήθος μεγάλο είχε μαζευτεί γύρω στο Πέτρινο Τραπέζι, και μ’ όλο που έλαμπε το φεγγάρι, κάμποσοι βαστούσαν αναμμένα δαδιά που έβγαζαν κόκκινες διαβολικές φλόγες και μαύρο καπνό. Και τι πλήθος! Τελώνια με απαίσια δόντια, λύκοι και άντρες με κεφάλια ταύρου· πνεύματα των καταραμένων δέντρων και των φαρμακερών φυτών, κι άλλα πλάσματα που δε θα σας τα περιγράψω γιατί, αν τολμούσα, τότε οι μεγάλοι δε θα σας άφηναν ίσιος να διαβάσετε τούτο το βιβλίο - Λάμιες και Στρίγγλες και Δαιμόνια του Ύπνου, Στοιχειά, Εφιάλτες, Αφρίτ και Ξωτικά, Μπαμπούλες και Μέγαιρες και Φαντάσματα. Βρίσκονταν δηλαδή εκεί όσοι είχαν πάει με το μέρος της Μάγισσας και τους είχε φωνάξει ο Λύκος έπειτα από τη διαταγή της. Στη μέση ακριβώς, δίπλα στο Πέτρινο Τραπέζι, στεκόταν η Λευκή Μάγισσα.

Ουρλιαχτά κι απαίσιες στριγγλιές ξεπήδησαν από τ’ ανοιχτά στόματα των δαιμόνων σαν είδαν το μεγάλο Λιοντάρι να πλησιάζει, και για μια στιγμή ακόμα κι η Μάγισσα φάνηκε να τα χάνει. Συγκρατήθηκε όμως και γέλασε άγρια και μανιασμένα.

«Ο ηλίθιος!» φώναξε. «Ήρθε ο ηλίθιος! Δέστε τον γερά!».

Ο Λούσυ κι η Σούζαν βάστηξαν την ανάσα τους, περιμένοντας το βρυχηθμό του Ασλάν. Ήθελα να τον δουν να χυμάει στους εχθρούς του - μα τίποτα δεν έγινε. Τέσσερις Στρίγγλες, με περιγέλια και φριχτές τσιρίδες τον ζύγωσαν, αλλά (στην αρχή) σε κάποια απόσταση, λιγάκι φοβισμένες μ’ αυτό· που έπρεπε να κάνουν. «Δέστε τον είπα!» ξαναφώναξε η Λευκή Μάγισσα. Μεμιάς, οι Στρίγγλες του χύμηξαν και βλέποντας πως το Λιοντάρι δεν αντιστεκόταν έβαλαν άγρια ουρλιαχτά θριάμβου. Τότε κι οι άλλοι - διαβολικοί νάνοι και πίθηκοι - έτρεξαν να τις βοηθήσουν, κύλησαν το πελώριο Λιοντάρι ανάσκελα και του ’δεσαν τα πόδια ξεφωνίζοντας και κάνοντας χαρές μεγάλες, λες κι είχαν καταφέρει κατιτί πολύ γενναίο - αν και, φτάνει να το αποφάσιζε, ένα μονάχα χτύπημα του τρομερού ποδιού του θα ‘ταν ο θάνατός τους. Ο Ασλάν δεν έβγαλε μιλιά, ακόμα κι όταν οι εχθροί του, σφίγγοντας και τραβώντας, έδεσαν τα σκοινιά τότε γερά που του ’κοψαν τις σάρκες. Κι έπειτα άρχισαν να τον σέρνουν κατά το Πέτρινο Τραπέζι.

«Σταθείτε!» φώναξε η Μάγισσα. «Πρώτα πρέπει να τον κουρέψετε!».

Κι άλλο ουρλιαχτό και γέλια στριγγά ακολούθησαν, καθώς ένα τελώνιο ζύγωσε τον Ασλάν μ’ ένα ψαλίδι και κάθησε δίπλα στο κεφάλι του. Τσακ-τσακ-τσακ έκανε το ψαλίδι, και πελώριες χρυσές μπούκλες άρχισαν να πέφτουν στο χώμα. Το τελώνιο παραμέρισε, και τα παιδιά είδαν απ’ την κρυψώνα τους το πρόσωπο του Λιονταριού, μικρό κι αλλιώτικο δίχως τη χαίτη τού. Μα κι οι εχθροί του πρόσεξαν τη διαφορά.

«Τι θαρρείτε πως είναι στο κάτω κάτω; Μια μεγάλη γάτα!» φώναξε ένας.

«Μωρέ, αυτό εδώ φοβόμαστε;» είπε ένας άλλος.

Μαζεύτηκαν τότε όλοι γύρω απ’ τον Ασλάν κι άρχισαν να τον κοροϊδεύουν. «Ψι-ψι-ψι! Καημένη Ψιψίνα!» ή «Πόσα ποντίκια έπιασες σήμερα. Γατούλη μου;» και «Ψιψινάκι, θέλεις λίγο γάλα;».

«Αχ, πώς μπορούνε!» είπε η Λούσυ και δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της. «Είναι τέρατα! Τέρατα!». Γιατί, απ’ τη στιγμή που πέρασε η πρώτη ταραχή, το κουρεμένο κεφάλι του Ασλάν της φάνηκε πιο γενναίο κι όμορφο και καρτερικό από ποτέ.

«Φιμώστε τον!» είπε η Μάγισσα.

Ακόμα και τώρα, έτσι γερμένοι καθώς ήταν από πάνω του για να του βάλουν το φίμωτρο, μια δαγκωνιά από τα τρομερά σαγόνια του θα στοίχιζε σε κανά δυο τα χέρια τους. Όμως ο Ασλάν δε σάλεψε. Κι αυτό φάνηκε να δαιμονίζει ακόμα περισσότερο το πλήθος των στοιχειών. Τώρα έπεσαν όλοι πάνω του, κι αυτοί που τον έτρεμαν πρώτα βρήκαν το θάρρος τους, αφού ήταν δεμένος, και για κάμποσα λεπτά τα δυο κορίτσια έχασαν απ’ τα μάτια τους το Λιοντάρι -τόσο πυκνό ήταν το πλήθος που το τριγύρισε, πλάσματα αλλόκοτα που το κλοτσούσαν και το ’δερναν, το έφτυναν και το περιγελούσαν.

Στο τέλος, τα δαιμόνια χόρτασαν. Έπιασαν τότε να το σέρνουν, δεμένο και φιμωμένο, κατά το Πέτρινο Τραπέζι, άλλοι σπρώχνοντας κι άλλοι τραβώντας. Ο Ασλάν ήτανε όμως πελώριος, τόσο που, ακόμα κι όταν τον έφεραν ως εκεί, χρειάστηκε να βάλουν τα δυνατά τους για να τον ανεβάσουν στο Τραπέζι. Κατόπι τον έδεσαν κι άλλο και σφίξαν δυνατά τα σκοινιά.

«Κοίτα τους δειλούς! Τους άνανδρους!» έκανε με λυγμούς η Σούζαν. «Ακόμα τον φοβούνται; Ακόμα και τώρα;».

Όταν πια δέσαν τον Ασλάν (τόσο πολύ, που έμοιαζε με κουβάρι μπερδεμένα σκοινιά) πάνω στην πέτρινη πλάκα, σιωπή βαθιά έπεσε παντού. Τέσσερις Στρίγγλες μ’ αναμμένα δαδιά στάθηκαν στις γωνιές του Τραπεζιού. Η Μάγισσα γύμνωσε τα χέρια της, όπως την περασμένη νύχτα - μόνο που τότε στη θέση του Ασλάν βρισκόταν ο Έντμουντ - κι έπειτα άρχισε ν’ ακονίζει το μαχαίρι της. Ετούτο το μαχαίρι, καθώς έπεφταν πάνω του οι ανταύγειες από τη φλόγα των δαδιών, φάνηκε στα παιδιά καμωμένο από πέτρα, κι όχι από ατσάλι, αλλά σε σχήμα αλλόκοτο, διαβολικό.

Στο τέλος, η Μάγισσα πλησίασε. Στάθηκε πάνω από το κεφάλι του Ασλάν, με πρόσωπο παραμορφωμένο από μανία. Το πρόσωπο του Λιονταριού όμως ήταν γυρισμένο κατά τον ουρανό, ήρεμο, μήτε θυμωμένο, μήτε φοβισμένο, γεμάτο από βαθιά, γαλήνια θλίψη. Και τότε, πριν δώσει το χτύπημα, η Μάγισσα έσκυψε και του είπε με φωνή που έτρεμε,

«Λοιπόν, ποιος είναι ο νικητής; Ηλίθιε, νόμιζες πως μ’ όλα αυτά θα σώσεις τον προδότη άνθρωπο; Τώρα θα σκοτώσω εσένα αντί για κείνον, όπως συμφωνήσαμε, για να ικανοποιηθούν τα Βαθιά Μάγια. Μα όταν πια θα είσαι νεκρός, τι μ’ εμποδίζει να τον σκοτώσω; Ποιος θα τον βγάλει τότε από τα χέρια μου; Καταλαβαίνεις τι έκανες; Μου χάρισες τη Νάρνια για πάντα. Έχασες τη ζωή σου - και μήτε τη δική του ζωή έσωσες. Και τώρα, με τη γνώση αυτή, απελπίσου και πέθανε!».

Τα παιδιά δεν είδαν το μαχαίρι να κατεβαίνει. Την τελευταία στιγμή δεν άντεξαν πια να κοιτάξουν και σκέπασαν τα μάτια τους.

Загрузка...